1.

 Ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος περιγράφει τοὺς δύο δαιμονισμένους, ποὺ συνάντησε ὁ Χριστὸς στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, μὲ τὶς λέξεις «χαλεποὶ λίαν», δηλαδὴ «πολὺ φοβεροὶ καὶ ἐπικίνδυνοι»· τόσο ἐπικίνδυνοι, ὅπου δὲν μποροῦσε κάποιος νὰ περάσει ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ζοῦσαν.

Ἡ χειρότερη δαιμονοπληξία

Ὅμως σ’ αὐτὸ ποὺ ἔχει λεχθεῖ, ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ πείθει τὸν ἄνθρωπο ὅτι δὲν ὑπάρχει, θὰ ἔπρεπε νὰ προστεθεῖ ὅτι μία ἐξίσου ἐπιτυχημένη παραπλάνηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν διάβολο εἶναι ἡ ἀντίληψη ὅτι δαιμονόπληκτος εἶναι μόνον αὐτὸς ποὺ κυλιέται στὴ γῆ βγάζοντας ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τρίζοντας τὰ δόντια.

Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζει ὡς δαιμονόπληκτο τὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ἑκούσια ὑποδουλώθηκε σὲ κάποιο πάθος, ὅσο μικρὸ κι ἂν φαίνεται. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «καὶ τὸ σπουργίτι, ἔστω κι ἂν δὲν ἔχει πιαστεῖ ὁλόκληρο, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τὸ ποδαράκι του στὴν παγίδα ποὺ τοῦ ἔστησαν, βρίσκεται ὅμως στὴν ἐξουσία ἐκείνου ποὺ ἔστησε τὴν παγίδα». Καὶ ἄλλου, ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πιάνεται στὴν παγίδα ὄχι ἀπὸ τὸ πόδι ἀλλὰ ἀπὸ τὴν τσέπη του, δηλαδὴ στὸν φιλάργυρο, λέει: «Στὴν περίπτωση τῶν δαιμονισμένων τῶν Γεργεσηνῶν οἱ δαίμονες ὑποχώρησαν στὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου καὶ βγῆκαν ἀμέσως ἀπὸ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ὑποδουλομένος ὅμως στὴ φιλαργυρία, οὔτε στὸ πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ ὑποχωρεῖ, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ἰσχυρότερες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ποτὲ δὲν μᾶς φρονηματίζει χωρὶς τὴ θέλησή μας».

Καὶ καταλήγει ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος: «Ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα νὰ ζῶ μὲ χίλιους δαιμονισμένους, παρὰ μὲ ἕναν ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τῆς φιλαργυρίας. Τί παρόμοιο μποροῦν νὰ κάνουν ὅλοι μαζὶ οἱ δαιμονισμένοι μὲ αὐτὸ ποὺ τόλμησε νὰ κάνει ὁ Ἰούδας; Ἂν κάποιος μποροῦσε νὰ δεῖ καθαρὰ τὸν δαίμονα ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, θὰ διαπίστωνε ὅτι εἶναι πολὺ πιὸ ἄγριος καὶ μανιώδης ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένοι τῶν Γεργεσηνῶν».

Ποιὸς τοὺς ξεκουράζει καὶ ποιὸς τοὺς τυραννεῖ;

Ἑπομένως, ἡ κεντρικὴ πύλη εἰσόδου τῶν δαιμόνων στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι τὰ ματιάσματα, οἱ κατάρες ἤ τὰ μάγια ποὺ τοῦ κάνουν -ἤ συνήθως νομίζει ὅτι τοῦ κάνουν- οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἡ ἐκ μέρους του καταφρόνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· ἡ ἀντικατάσταση τοῦ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου» μὲ τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά μου». Τότε, μάλιστα, δίνουμε στὸν διάβολο «ἄδεια διακοπῶν». Ἡ μεγαλύτερη ἀφορμὴ ξεκούρασης γιὰ τὸν διάβολο εἶναι τὸ νὰ κάνουμε ἐκεῖνα τὰ θελήματά μας, ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί τότε, ὅπως λέει καὶ ὁ ἀββὰς Ποιμένας, «παύουν νὰ μᾶς πολεμοῦν οἱ δαίμονες, ἀφοῦ δαίμονες γίνονται τὰ ἴδια τὰ θελήματά μας. Καὶ αὐτὰ μᾶς τυραννοῦν καὶ μᾶς θλίβουν».

Οἱ δαίμονες τυραννοῦνται, θλίβονται καὶ ἐκδιώκονται μόνο ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὄχι μόνο φεύγουν γεμάτοι τρόμο, ἀλλὰ ζητοῦν τὴν ἄδειά του ἀκόμα καὶ γιὰ νὰ μποῦν σὲ χοίρους. Τόσο ἀνύπαρκτη εἶναι ἡ ἐξουσία τους πάνω στὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καὶ πολὺ περισσότερο στὰ λογικὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἀγαποῦν καὶ ἐλεύθερα ἐπιλέγουν νὰ ἀναζητοῦν τὴν παντοδύναμη προστασία του. Ἄρα, μετὰ τὸν Θεό, τὸ μεγαλύτερο φόβητρο τῶν δαιμόνων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ χαίρεται νὰ ἐπαναλαμβάνει τὸ ψαλμικό: «Πάντοτε βλέπω τὸν Κύριο νὰ στέκεται στὰ δεξιά μου, γιὰ νὰ μὴ σαλευθῶ ἀπὸ κανέναν κίνδυνο ἡ φόβο» (Ψαλμ. 15,8).

Ἀντίθετα, ὅσο πιὸ πολὺ ὁ ἄνθρωπος ἀρέσκεται νὰ κυλιέται στὸν βόρβορο τῶν ἁμαρτωλῶν ἡδονῶν, ὅσο πιὸ «χοιρώδης» -κατὰ τὸν χρυσορρήμονα Ἰωάννη- γίνεται, τόσο πιὸ «εὐεπιχείρητος» καὶ εὐάλωτος καταντάει στὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες, ἔστω κι ἂν δὲν καταλήξει τελείως δαιμονόπληκτος.

Τρυφὴ ἡ κόλαση;

Ἕνα παρόμοιο βόλεμα στὸν βοῦρκο τῶν παθῶν τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλαργυρίας ἔκανε καὶ τοὺς κατοίκους τῶν Γεργεσηνῶν νὰ μὴν ἀντέχουν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν περιοχή τους. Καί, ἀντὶ νὰ τὸν κρατήσουν ὅσο μποροῦσαν περισσότερο κοντὰ τους εὐχαριστώντας τον ποὺ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ τυραννία τοὺς δύο πατριῶτες τους, πῆγαν καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ φύγει. Ἡ λυτρωτικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀντὶ νὰ τοὺς φωτίζει, τοὺς ἔκαιγε. Καί, φυσικά, γι’ αὐτό, δὲν ἔφταιγε ὁ Χριστός!

Ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέει ὅτι «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δίνεται ἀδιάκριτα σὲ ὅλους. Ἐνεργεῖ ὅμως κατὰ δύο τρόπους: Τοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς κολάζει, τοὺς δὲ δικαίους εὐφραίνει». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐξηγεῖ: «Ὁ Θεὸς κανέναν δὲν κολάζει. Ἀλλὰ ὁ καθένας ἔχει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν εὐθύνη νὰ κάνει τὸν ἑαυτὸ του δεκτικὸ ἢ ὄχι τῆς μετοχῆς καὶ τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος ἐλεύθερα ἐπιλέγει νὰ δεχθεῖ τὴ χάρη καὶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, ζεῖ τὸν Θεὸ ὡς ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ τρυφὴ· ἐνῶ, ἀντίθετα, ὅποιος ἐλεύθερα ἐπιλέγει νὰ κλείσει τὴν πόρτα στὸν Θεό, ζεῖ τὸν Θεὸ ὡς ἀφόρητη κόλαση».

Ὁ Χριστὸς σεβάστηκε ἀπόλυτα τὸ «εὐγενὲς» αἴτημα τῶν Γεργεσηνῶν. Μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ πέρασε στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, στὴν Καπερναούμ. Ἐμεῖς, περιφρονώντας τὶς ὀλέθριες εὐγένειες τῶν Γεργεσηνῶν, ἂς τολμᾶμε νὰ καλοῦμε τὸν Χριστὸ ὅσο πιὸ συχνὰ μποροῦμε, ὄχι ἁπλῶς νὰ μένει στὸν τόπο μας, ἀλλὰ νὰ ἐνθρονίζεται στὴν καρδιὰ καὶ στὸ σῶμα μας, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν προσευχὴ ποὺ κάνουμε πρὶν ἀπὸ τὴ θεία Μετάληψη: «Προσέρχομαι σὲ σένα, Χριστέ, παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὴν πολλή σου ἀγαθότητα, γιὰ νὰ μὴ γίνω θυριάλωτος ἀπὸ τὸν νοητὸ λύκο, τὸν διάβολο, ἀπέχοντας γιὰ μεγάλο διάστημα ἀπὸ τὴ θεία σου Κοινωνία».

2.

Ἡ θεραπεία τῶν δύο δαιμονισμένων

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, πρὶν ἀπὸ τὴν περικοπὴ ποὺ διαβάσαμε σήμερα γιὰ τὴν θεραπεία τῶν δύο δαιμονισμένων Γεργεσηνῶν, ὑπάρχει μιὰ μικρὴ ἱστορία γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ διασχίζει τὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας μὲ τοὺς μαθητές Του. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ τους, ξεσπάει μιὰ θύελλα. Καὶ σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς κοιμόταν ἥσυχα, μὲ τὸ κεφάλι Του ἀκουμπισμένο σὲ ἕνα προσκέφαλο. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι φώναξαν, ὄχι ὅπως σὲ μιὰ προσευχή, ἀλλὰ μὲ ἀγανάκτηση: «Δὲν σὲ νοιάζει ποὺ χανόμαστε;» Ὁ Χριστὸς ξύπνησε, σηκώθηκε καὶ ἀφοῦ τοὺς κοίταξε λυπημένα, τοὺς εἶπε: «Ὦ, ὀλιγόπιστοι». Ἔπειτα στράφηκε πρὸς τὴν καταιγίδα καὶ τὴν διέταξε νὰ κοπάσει.

Αὐτὸ δὲν συμβαίνει συχνὰ καὶ σ’ ἐμᾶς; Νοιώθουμε ὅτι κινδυνεύουμε, ἔχουμε ἀνάγκες, στρεφόμαστε στὸν Θεό, ἀπαιτοῦμε τὴν προσοχή Του, θέλουμε τὰ πράγματα νὰ γίνουν ὅπως ἐμεῖς ἐπιλέγουμε – καὶ ἐπικρατεῖ σιωπή· ὁ Θεὸς φαίνεται νὰ κοιμᾶται. Καὶ ὑποπτευόμαστε ὅτι δὲν νοιάζεται, ὅτι εἶναι ὅπως ὁ Χριστὸς ποὺ κοιμᾶται εἰρηνικά, μὲ ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι σ’ ἕνα προσκέφαλο, ἐνῶ ἐμεῖς τὰ πλάσματά Του, κλαῖμε, θρηνοῦμε μέσα στήν ἀγωνία μας…

Ὑπάρχει κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀπὸ αὐτό; Ναί, δὲν βρισκόμαστε στὴ θάλασσα, σὲ μιὰ βάρκα, οὔτε ὑπάρχει φυσικὴ καταιγίδα· ὑπάρχουν καταιγίδες γύρω καὶ μέσα μας καὶ στρεφόμαστε στὸν Θεό, ἐπειδὴ θέλουμε νὰ λύσει τὸ πρόβλημά μας. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ καιρὸ πρὶν ὅτι ἄν ἔχετε πίστη ὅσο ὁ κόκκος ἑνὸς σιναπιοῦ, θὰ μπορούσατε νὰ μετακινήσετε βουνά… Εἶναι ὅτι δὲν ἔχουμε πίστη οὔτε σὰν τὸ κόκκο ἑνός σιναπιοῦ; Εἶναι ὅτι δὲν ἔχουμε πίστη καὶ συνεπῶς δὲν ἔχουμε οὔτε κουράγιο, οὔτε ἀντίληψη- οὔτε κουράγιο νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν καταιγίδα καὶ ἀντίληψη γιὰ νὰ δοῦμε μέσα ἀπό αὐτὴν τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ; Ναί, ὁ Κύριος εἶπε στὸν Προφήτη Ἡσαία: «Οἱ ἐνέργειές μου δὲν μοιάζουν μὲ τὶς δικές σου, ὅπως οἱ σκέψεις μου δὲν εἶναι ὅμοιες μὲ τὶς δικές σου! Οἱ ἐνέργειές μου εἶναι πιὸ σπουδαῖες ἀπὸ τὶς δικές σου, ὅπως εἶναι καὶ οἱ σκέψεις μου» Δὲν μάθαμε κάτι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν ζωή μας μέσα σ’ αὐτὴν τὴν παράξενη κοινότητα ποὺ καλοῦμε Ἐκκλησία, ὅπου Θεὸς καὶ ἄνθρωπος στέκονται ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον; Δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὅταν στηριζόμαστε στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νὰ βρεθοῦμε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν καταιγίδα, ὅτι δὲν χρειαζόμαστε ἕνα θαῦμα, μοναχὰ τὴν πίστη μας; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη εἰκόνα.

Καὶ μετὰ ἀκολουθεῖ μιὰ ἄλλη εἰκόνα ἀπὸ τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν τόπο ὅπου βρίσκονται οἱ δαιμονισμένοι· ἐκεῖ, δὲν μένει ἀδρανής, οὔτε παθητικὸς παρατηρητής, οὔτε εἶναι ἀπών: ἐνεργεῖ, θεραπεύει τοὺς δαιμονισμένους· καὶ τὶ συμβαίνει, ποιὰ εἶναι ἡ ἀνταπόκριση τῶν ἀνθρώπων σ’ αὐτὸ τὸ θαῦμα; Εἶναι τρομοκρατημένοι ἐπειδὴ ἔχουν δεῖ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐκδηλώνεται μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε γεμίζουν μὲ φόβο, ὄχι μὲ δέος. Καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φύγει: Ἄφησε τὴν χώρα μας, φύγε μακρυά!… Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει δράσει, ἔχει θεραπεύσει, ὅτι ἔχει σώσει τοὺς ἄνδρες, δὲν ἔχει καμία ἀξία· αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ὅτι πρέπει νὰ πληρώσουν τὸ τίμημα γι’ αὐτὸ τὸ θαῦμα μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν χοίρων τους.

Δὲν πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ σ’ ἐμᾶς; Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἔρθει στὴ ζωή μας· καὶ ξαφνικὰ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔρχεται ὅπως ἐμεῖς Τὸν θέλουμε! Δὲν ἔρχεται στὴν ζωή μας ἁπλὰ γιὰ νὰ κανονίσει τὰ πράγματα σύμφωνα μὲ τὴ δική μας γνώμη· μεταβάλλει τὴν νεκρὴ τάξη τῆς ζωῆς μας σ’ ἕνα χάος ποὺ κυοφορεῖ ἐνδεχόμενες καταστάσεις – ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ θέλουμε! Θέλουμε ὅ,τι εἴχαμε πρίν: μιὰ ταχτοποιημένη ζωή, χωρὶς προβλήματα, χωρίς να συμβαίνει κάτι σπουδαῖο, οὔτε κάτι τραγικό.

Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα διαβάσαμε τὴν ἱστορία τοῦ ἑκατόνταρχου στὸν ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός: «Θὰ ἔλθω στὸ σπίτι σου νὰ θεραπεύσω τὸν ὑπηρέτη σου». Καὶ ἐκεῖνος εἶπε: «Ὄχι, Κύριε, δὲν χρειάζεται νὰ ἔλθεις, σ’ ἐμπιστεύομαι, ἀρκεῖ ἕνας λόγος σου – καὶ ὅλα θὰ εἶναι καλά». Ὁ Χριστὸς δὲν χρειάζεται νὰ ἔλθει· καὶ στὴν ζωή μας, πόσες φορὲς δὲν ἔχει μιλήσει: Ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς· τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι γραμμένο ἀπὸ λόγια ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς δώσουν τὴν αἰώνια ζωή. Θυμᾶστε τὴν περικοπή, ὅπου ὁ Κύριος μίλησε μὲ ἀκατανόητα λόγια σ’ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν γύρω Του καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές Του ἔφυγαν· καὶ ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τοὺς δώδεκα, τοὺς εἶπε: «Καὶ ἐσεῖς πρόκειται νὰ μὲ ἀφήσετε;» – καὶ ὁ Πέτρος εἶπε, «Ὄχι – ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου». Ὁ Χριστὸς δὲν μίλησε ποτὲ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ποτὲ δὲν τὴν περιέγραψε· ὁ λόγος Του ἦταν τέτοιος ποὺ ἀφύπνησε ἐκείνους ποὺ τὸν ἄκουσαν, ποὺ εἶχαν τ’ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς ἀνοιχτά, ποὺ εἶχαν τὴν καλὴ θέληση ν’ ἀκούσουν . «Πὲς ἕναν λόγο – καὶ ὁ ὑπηρέτης μου θὰ θεραπευτεῖ», ὁ Χριστὸς μιλᾶ: γιατί ἐμεῖς, οἱ δούλοι Του, δὲν θεραπευόμαστε; Ἐπειδὴ δὲν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε.

Πιὸ πρίν, σὲ μιὰ ἄλλη περίπτωση, κάποιος ἄλλος εἶχε πεῖ στὸν Κύριο, «Ἄφησέ με – εἶμαι ἀνάξιος». Ὁ Πέτρος, βλέποντας τὴ θαυματουργικὴ ἁλίευση τῶν ψαριῶν στὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, εἶπε: «Ἄφησε τὴν βάρκα μου, Κύριε, εἶμαι ἀνάξιος, ἁμαρτωλός». Ἔχουμε πεῖ ποτὲ τέτοια λόγια; Νοιώσαμε ποτὲ ὅτι δὲν ἀξίζουμε νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Κύριος, νὰ κατοικήσει κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μας, νὰ εἶναι πραγματικὰ γιὰ μᾶς ἕνας ὑπηρέτης, ποὺ θὰ κάνει πράγματα, ἐπειδὴ τὰ ἔχουμε ἀνάγκη;

Δὲν εἶναι ὁ ἴδιος τρόπος ποὺ ἀνταποκρινόμαστε στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου; Ἄς σκεφτοῦμε τὸν Πέτρο, τὸ δέος ποὺ ἔνοιωσε ἐπειδὴ εἶχε δεῖ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ ἄς σκεφτοῦμε ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶδαν τὴν θεραπεία τῶν δαιμονισμένων. Εἶπαν: «Φύγε Κύριε» – ἀλλά πόσο διαφορετικὰ τὸ εἶπαν! Ἐμεῖς ποιοὶ εἴμαστε: Ὁ Πέτρος, ἤ οἱ Γεργερσηνοί;

Καὶ πάλι, ὅταν ἀγωνιοῦμε, ὅταν βρισκόμαστε σὲ ἀνάγκη – ἔχουμε τὴν πίστη νὰ ποῦμε: «Μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ στηρίζει, μπορῶ νὰ ἀντιμετωπίσω τὴν ἀγωνία μου, ἤ τὴν θύελλα», ἤ στρεφόμαστε στὸν Θεὸ καὶ λέμε: «Σῶσε με! Δὲν εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω αὐτὴν τὴν ἀγωνία».

Ἄς τὰ συλλογιστοῦμε ὅλα αὐτά· ἐπειδὴ κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηρία μας, ἐὰν τὸν ἀκοῦμε, ἐὰν ἀνταποκρινόμαστε σ’ αὐτόν. Ἄς προσέξουμε – πέρα ἀπ’ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς ἔχω μιλήσει, μελετῆστε τὰ κείμενα, συλλογιστεῖτε, ἀνακαλύψτε μέσα σὲ αὐτὰ ὅ,τι ἐγὼ δὲν ἔχω καταλάβει. Ἀλλά στὴ συνέχεια ὅλοι μας, στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ τὰ ἔχουμε κατανοήσει, πέρα ἀπὸ τὴ δύναμή μας, χάρη στὸ πνεῦμα καὶ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἄς ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὰ λόγια Του. Ἀμήν.

3.

Ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Τὴ θριαμβευτικὴ νίκη καὶ τὴν ἀδιαμφισβήτητη κυριαρχία τοῦ Θεοῦ πάνω στὶς ἀντίθετες δυνάμεις παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαιμονισμένους τῶν Γεργεσηνῶν. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἀναδεικνύει τὴ λυτρωτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες τὸν βασανίζουν, τὸν ταλαιπωροῦν καὶ τὸν καταδυναστεύουν.

Ὁ Χριστὸς καὶ οἱ δαιμονισμένοι

Ἡ κατάσταση τῶν δαιμονισμένων ἦταν φρικτὴ καὶ ἐξαιρετικὰ τραγική. Ἐμφανίζονται κοινωνικὰ ἀπροσάρμοστοι, ἐφόσον ἔμεναν στὰ μνήματα, θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους «χαλεποὶ λίαν», δηλαδὴ πολὺ ἐπικίνδυνοι. Καὶ αὐτό, γιατί κατέχονταν ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐπιθετικότητας, «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινα παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης», τόσο ποὺ κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο. Οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς συμπληρώνουν στὶς παράλληλες διηγήσεις τους γιὰ τὸ ἴδιο γεγονὸς καὶ ἄλλα χαρακτηριστικὰ τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν ἀνθρώπων. Μᾶς λένε, λοιπόν, ὅτι εἶχαν ἐσωτερικὴ διάσπαση τῆς προσωπικότητάς τους: «λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοὶ ἐσμεν», τὸ ὄνομά μου εἶναι λεγεών, γιατί εἴμαστε πολλοὶ (Μκ. 5,9). Πράγματι, οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις διαιροῦν καὶ διασποῦν τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κομματιάζουν τὴν ὕπαρξή του. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μάζα ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀνεξέλεγκτες δυνάμεις. Ἀλλὰ καὶ ἡ τάση τῆς αὐτοκαταστροφῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη σύμπτωμα τῶν δαιμονισμένων: «κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις», κατακοβόταν μὲ πέτρες (στ. 5). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καθετὶ ποὺ ὑποτάσσεται στὴ δαιμονικὴ δύναμη διαλύεται καὶ καταστρέφεται, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέχρι καὶ τὰ ζῶα στὰ ὁποῖα, μόλις μπῆκαν οἱ δαίμονες σκόρπισαν τὸν ὄλεθρο.

Ὁ Χριστὸς ἦρθε, βέβαια, στὸν κόσμο, γιὰ νὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Θὰ μποροῦσε νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ δαιμονοπληξία καὶ οἱ ψυχικὲς ἀσθένειες συνδέονται πιὸ καθαρὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο. Κάποιες φορὲς ὅλα αὐτὰ παρουσιάζονται σὰν μιὰ προσωπικὴ ἐχθρικὴ δύναμη πάνω στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δηλητηριάζει τὴ ζωή του καὶ δημιουργεῖ μιὰ μορφὴ κυριαρχίας ἐπάνω του. Σὲ μιὰ τέτοια ἀνθρώπινη συμφορὰ καὶ ἀπόγνωση φαίνεται καθαρὰ ἡ κυριαρχία καὶ ἡ καταδυνάστευση τοῦ διαβόλου.

Σύγχρονες μορφὲς δαιμονισμοῦ

Ἀπὸ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο τῶν καιρῶν μας τίθεται ἕνα ἐρώτημα ποὺ προκαλεῖ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Εἶναι δυνατὸν στὴν ἐποχὴ τῆς καταπληκτικῆς προόδου καὶ ἀνάπτυξης, τῶν πρωτοφανῶν τεχνολογικῶν ἐπιτευγμάτων καὶ ἐπιστημονικῶν ἁλμάτων νὰ μιλᾶμε ἀκόμη γιὰ δαίμονες καὶ δαιμονισμένους; Ὁ θετικιστὴς ἄνθρωπος δὲν συμμερίζεται πλέον τὶς ἀντιλήψεις ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ θεωροῦσαν τὴν ἀρρώστια ἐπήρεια τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἀλλὰ ὅποιος ἀμφισβητεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀρνητικὴ καὶ φθοροποιὸ ἐπίδρασή του στὴ ζωή μας, ἂς μὴν ξεχνᾶ τὸν στίχο τοῦ ποιητῆ ποὺ λέει ὅτι «ἡ πιὸ πετυχημένη πονηριὰ τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς πείθει ὅτι δὲν ὑπάρχει». Σίγουρα, δὲν θὰ βροῦν τὸν διάβολο ὅσοι τὸν ψάχνουν ἀκόμη στὶς τερατόμορφες παραστάσεις ἄλλων ἐποχῶν, γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει καὶ νὰ τοὺς τρομάξει.

Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτὸς ὑπάρχει καὶ κρύβεται πάντοτε μέσα στὴ δύναμη τοῦ πολύμορφου κακοῦ ποὺ μᾶς βασανίζει καὶ μᾶς ταλαιπωρεῖ, ποὺ μᾶς τυραννᾶ καὶ μᾶς καταδυναστεύει. Ὁ ἀδιάφορος πνευματικὰ ἄνθρωπος, ἀνυποψίαστος στὴν παρουσία τοῦ διαβόλου καὶ εὐάλωτος στὴν πανουργία του, παρασύρεται. Ἐδῶ ἡ ποικιλία τῶν μορφῶν καὶ τῶν εἰδῶν, τῶν περιπτώσεων καὶ τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου στὴ ζωὴ μας εἶναι κραυγαλέα. Ἡ οὐσία τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ζωῆς, ἡ καταστροφὴ καὶ ὁ μηδενισμός της. Ὅ,τι ἐκμηδενίζει τὴ ζωὴ εἶναι ψέμα. Ἐδῶ ἀνήκει ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνθρωποκτόνος καὶ «ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστι καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ», ὅταν λέει ψέματα ἐκφράζει τὸν ἑαυτό του, γιατί εἶναι ψεύτης καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους (Ἰω. 8,44). Ἡ βία, τὸ μίσος, ἡ αὐτοκαταστροφή, τὸ παράλογο τῆς ζωῆς, ἡ σύγχρονη εἰδωλολατρία εἶναι μορφὲς δαιμονισμοῦ στὴ ζωή μας, γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὶς φανερὲς καὶ κραυγαλέες ἐκδηλώσεις τοῦ διαβόλου, πού, ἂν καὶ ἀλλάζουν μορφή, παραμένουν πάντα στὴν οὐσία ἴδιες, σατανολατρεία, μαγεία, μαντεία καὶ ἄλλα παρόμοια.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅ,τι εἶναι ἡ ζωὴ καὶ προάγει τὴ ζωὴ εἶναι ἀλήθεια. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. Δὲν φθάνει, ὅμως, μόνο νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴ δύναμή Του (αὐτὸ τὸ ἔκαναν καὶ οἱ δαίμονες), ἀλλὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ αὐτήν, γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε. Ἀμήν.

4.

Ἡ θεραπεία τῶν Γεργεσηνῶν

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πόσο οἰκεία μᾶς εἶναι αὐτή ἡ ἱστορία. Κάθε φορὰ πού τή διαβάζουμε, ἀνακαλύπτουμε ξανά κάτι πού ἀγγίζει τήν καρδιά μας ἤ φωτίζει μέ ἕνα νέο φῶς τό νοῦ μας. Καί σήμερα θά ἤθελα νά στρέψω τήν προσοχή σας σέ τρία χαρακτηριστικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ κειμένου.

Τό πρῶτο εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ δαιμόνων, τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ, στά θύματά τους. Οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ δέν ἔχουν ἄλλο σκοπό ἤ ἐπιθυμία ἀπό τό νά κυριέψουν ἕνα ζωντανό πλάσμα, νά τό κάμουν νά ὑποφέρει καί νά ἐκπληρώνει τό θέλημά τους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκουν ὅτι οἱ δαίμονες δέν δροῦν ἄμεσα στόν κόσμο· αὐτό πού μποροῦν νά κάνουν εἶναι νά σκλαβώνουν τά ἀνθρώπινα ὄντα καί νά τά χρησιμοποιοῦν γιά νά κάμουν τό κακό. Ἔτσι σ’ αὐτό ἀποσκοποῦσαν αὐτές οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ: νά σκλαβώσουν αὐτούς τούς ἄνδρες καί νά τούς κάνουν ὄργανο καταστροφῆς καί συνάμα νά ὑποφέρουν.

Ὅταν ὁ Χριστός τούς διέταξε νά ἀφήσουν τά θύματά τους ἔκραξαν μέ φωνή μεγάλη, ζητώντας ἕνα μέρος νά καταφύγουν, ἕνα μέρος ὅπου θά μποροῦσαν νά διαμείνουν καί νά κάμουν τό καταστροφικό τους ἔργο. Καί ὁ Κύριος τοὺς ἐπέτρεψε νά πᾶνε στούς χοίρους. Οἱ χοῖροι, γιά τούς Ἑβραίους, συμβόλιζαν τήν ἀκαθαρσία· τό αἴτημά τους νά κατοικήσουν ἐκεῖ ἦταν ἕνα σημεῖο προφανές γιά τόν καθένα πού μποροῦσε νά καταλάβει – καί κάθε Ἑβραῖος καταλάβαινε – ὅτι ἦταν τόσο ἀκάθαρτοι ὅσο τά πιό βρώμικα ἀπό τά ζῶα. Ἀλλά αὐτό πού ἀκολούθησε μετά, ἦταν μία ἀπόδειξη γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ τί συμβαίνει ὅταν ἐπιτρέπουμε στόν ἑαυτό μας νά καταληφθεῖ ἀπό τό κακό, ὅταν ἐπιτρέπουμε στά πάθη νά ἀποκτήσουν ἰσχύ ἐπάνω μας- στό μίσος, στή λαγνεία, στή ζήλεια, καί σ’ ὅλα τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ὑπό τήν ἐξουσία τῶν παθῶν, εἴμαστε καταδικασμένοι νά καταστραφοῦμε, ὅπως αὐτό τό κοπάδι πού ὁδηγήθηκε στό χαμό.

Θά πρέπει αὐτό νά τό θυμόμαστε, ἐπειδή δέν συνειδητοποιοῦμε πάντα πόσο πολύ εἴμαστε ἀγκιστρωμένοι στήν δύναμη αὐτῶν τῶν πραγμάτων πού κυβερνοῦν τήν ζωή μας: συμπάθειες, ἀντιπάθειες, μίση, μνησικακίες. Δέν εἴμαστε μοναχά ὑπό τό κράτος τῶν παθῶν αὐτῶν, ἀλλά δουλεύουμε στό κακό ὄντας ὑποταγμένοι στήν δύναμή του. Καί ἡ προειδοποίηση εἶναι ξεκάθαρη : ἐάν μόνο ἐπιτρέψουμε στό κακό νά κυριαρχήσει στή ζωή μας, αὐτό θά σημάνει τὸν θάνατο· ὄχι ἕναν φυσικό θάνατο, ἀλλά μιὰ ὁλοκληρωτική, τραγική ἀλλοτρίωση ἀπ’ ὅ,τι σημαίνει ἡ ζωή: ἀπό τόν Θεό, ἀπό τήν ἀγάπη, ἀπό τήν ὀμορφιά, ἀπό κάθε νόημα ζωῆς. Δέν μποροῦμε νά πάψουμε νά ὑπάρχουμε, ἀλλά ζοῦμε μέσα ἀπό μία ὕπαρξη χωρίς ζωή, χωρίς περιεχόμενο – ἕνα ἀδειανό κοχύλι, καί ἀκόμη ἕνα μαρτύριο.

Σέ ἀντίθεση μέ αὐτό, βλέπουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, νά ἐνδύεται τήν ἀνθρώπινη σάρκα. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός, αὐτός εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Σωτήρας ὅλου τοῦ κόσμου, ἔχει ξεχάσει τά πάντα, ὅλη τήν κτήση, γιά νά δώσει προσοχή μόνο σ’ αὐτούς τούς δύο ἄνδρες πού ἔχουν ἀνάγκη νά σωθοῦν, πράγματι εἶναι διατεθειμένος ν’ ἀφήσει ἐνενήντα ἐννέα δίκαιους, ἐνάρετους ἀνθρώπους πού δέν Τόν χρειάζονται ἐκείνη τήν στιγμή, γιά νά δώσει ὅλη τήν προσοχή, τήν ζωή Του, ὅλη Του τήν δύναμη, προκειμένου νά σώσει αὐτούς τούς δύο ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά δεῖ, μπροστά στίς ἀνάγκες ὅλου τοῦ κόσμου, κάθε προσωπική ἀνάγκη καί νά ἀνταποκριθεῖ μέ ὅλη τήν ἀγάπη Του, μέ συμπόνια, μέ ὅλη τήν κατανόηση καί μέ τήν Θεική Τοῦ δύναμη πού σώζει καί θεραπεύει.

Ὑπάρχει μία τρίτη ὁμάδα ἀνθρώπων πού βλέπουμε νά ἐνεργοῦν σ’ αὐτήν τήν ἱστορία· εἶναι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς. Γνώριζαν τήν ἀπελπιστική κατάσταση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων· τούς εἶπαν τί ἔκαμε σ’ αὐτούς ὁ Κύριος, τούς εἶπαν ποιός ἦταν ὁ ἀφέντης τους, ὁ βασανιστής τους· δέν θά ὄφειλαν νά ἔρθουν νά δοξάσουν τόν Κύριο καί νά Τόν εὐχαριστήσουν ποὺ λύτρωσε τούς δύο ἄνδρες ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ κακοῦ; ΟΧΙ! Αὐτό πού εἶδαν στήν πράξη τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὅτι στερήθηκαν τό κοπάδι τῶν χοίρων. Τί σήμαινε γι’ αὐτούς ἡ ζωή, ἡ ὑγεία, ἡ σωτηρία αὐτῶν τῶν δύο ἀνθρώπων; Στεροῦνταν ὅ,τι τούς ἦταν σημαντικό, περισσότερο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή, καί ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους, ἐπειδή δέν ἤθελαν νά ριψοκινδυνέψουν ἄλλο ἕνα θαῦμα πού θά τούς στοίχιζε. Τί τραγική – ὄχι τερατώδης, ἀλλά τραγική ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν στάση τοῦ Θεοῦ καί τήν στάση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

Ἄς σκεφθοῦμε καί ἄς ρωτήσουμε τούς ἑαυτούς μας, ποῦ βρισκόμαστε ; Φυσικά τό πρῶτο πράγμα πού θά ποῦμε, «ὅτι εἴμαστε μέ τό μέρος τοῦ Θεοῦ» – δέν εἶναι ἀλήθεια. Ὅταν ὑπάρχει μία τραγική ἀνάγκη καί ἡ ἀξία τῆς βοήθειας δέν θά εἶναι ἴσως γιά μᾶς μιὰ καταστροφή, ἀλλά πόνος ἤ ἀπώλεια, τί θά διαλέγαμε; Ἄς προβληματιστοῦμε σχετικά μέ αὐτό: εἴμαστε στ’ ἀλήθεια μέ τό μέρος τοῦ Χριστοῦ πού μπορεῖ νά συγχωρέσει ὅλο τόν κόσμο, ἐξαιτίας τῆς συμπόνιας πού διαπερνᾶ τήν καρδιά Του, ἤ – ἐπιτρέπουμε στήν καρδιά μας νά συγκινηθεῖ γιά μιὰ στιγμή καί τότε ὑπολογίζοντας ξανά τό τίμημα, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἀνάγκη;

Ἄς συλλογιστοῦμε· ἐπειδή κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἱστορίες, κάθε παραβολή, κάθε εἰκόνα, κάθε ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά μᾶς μία πρόκληση: Ποῦ βρίσκεσαι; Ποιός εἶσαι; Ὁ δαιμονισμένος τῆς παραβολῆς· σέ τί βαθμό; Ἕνας ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ ἕτοιμος νά λησμονήσει τά πάντα γιά μιὰ ἀπελπιστική ἀνάγκη; Ἤ ἴσως ἕνας ἀπό ἐκείνους πού λένε στόν Χριστό: Φύγε, φύγε μακρυά – Διαταράσσεις τήν εἰρήνη μας, τήν ἁρμονία τῆς ζωῆς μας καί τήν ἀσφάλειά μας;

Ἄς ἀναλογιστοῦμε σέ βάθος· ὄχι μόνο νά σκεφτοῦμε, ἄς πάρουμε τίς ἀποφάσεις μας καί ἄς ἐνεργήσουμε. Ἀμήν.

5.

Ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

 

Κεντρικὸς στόχος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ διαβάζεται τὴν Ε’ Κυριακὴ Ματθαίου εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς μεσσιανικῆς δυνάμεως τοῦ Ἰησοῦ. Μὲ τὴ δράση τοῦ Ἰησοῦ μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ἀνάστασή του καὶ ἐν συνέχειᾳ μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας καταργεῖται τὸ καταστροφικὸ ἔργο τῶν δαιμόνων, ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν κυριαρχία τους καὶ ἀρχίζει μία νέα ἐποχὴ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.

Δείγματα τῆς νέας αὐτῆς ἐποχῆς εἶναι καὶ οἱ θεραπεῖες δαιμονιζομένων, ἀνθρώπων δηλ. ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ κάποιο ψυχικὸ νόσημα ὀφειλόμενο στὴν ἐπήρεια δαίμονος.

Περιγράφοντας τοὺς δύο ἀσθενεῖς τῆς διηγήσεώς μας μὲ σύγχρονους ὅρους καὶ βοηθούμενοι ἀπὸ τὶς παράλληλες διηγήσεις τοῦ ἴδιου γεγονότος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς —οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν περὶ θεραπείας ἑνὸς δαιμονιζομένου (Μάρκ. 5, 1-20 καὶ Λουκ. 3, 26-39)— μποροῦμε νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά τους:

α) Ἦταν κοινωνικὰ ἀπροσάρμοστοι, ἐφόσον ἔμεναν στὰ μνήματα, θεωρούμενοι ὡς ἐπικίνδυνοι («χαλεποὶ λίαν»,

β) Κατέχονταν ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐπιθετικότητος — «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινα παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης»,

γ) Εἶχαν ἐσωτερικὴ διάσπαση τῆς προσωπικότητος — «λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοὶ ἐσμεν».

δ) κυριαρχοῦνταν ἀπὸ τὴν τάση τῆς αὐτοκαταστροφῆς — «κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις».

Εἶναι πράγματι ἄθλια ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ὑποταγμένου στὴ δύναμη τοῦ σατανᾶ. Γιατί ἡ παρουσία αὐτοῦ σημαίνει τὴν ἀπώλεια καὶ τὴν καταστροφὴ τῶν πάντων, ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μέχρι τῶν ζώων, στὰ ὁποῖα μόλις μπῆκαν οἱ δαίμονες, κατὰ τὴ διήγησή μας, σκόρπισαν τὸν ὄλεθρο, γιὰ νὰ φανεῖ ἔτσι ἄλλη μία φορὰ πὼς ὁ σατανᾶς σκορπᾶ τὴν καταστροφὴ ἀπ’ ὅπου περάσει.

Κι ἡ ἐποχή μας, μολονότι δὲν συμμερίζεται τὴν ἀντίληψη τῶν χρόνων τῆς Κ. Διαθήκης γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια ὡς ὀφειλόμενη στὴν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, ἔχει νὰ παρουσιάσει τόση ποικιλία περιπτώσεων κυριαρχίας τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου στὴ ζωὴ τῶν ἀτόμων καὶ τῶν κοινωνιῶν, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλει κανεὶς γιὰ τὴ βοώσα παρουσία καὶ φθοροποιὸ δράση του. Κι ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς θυμηθεῖ τὸν πετυχημένο στίχο τοῦ γάλλου ποιητῆ Baudelaire ὅτι «ἡ πιὸ ἔξυπνη πονηριὰ τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς πείθει ὅτι δὲν ὑπάρχει». Βέβαια, ὅποιος ἀναζητᾶ τὸ σατανᾶ στὶς ἀνθρωπομορφικὲς ἢ μᾶλλον τερατόμορφες παραστάσεις προηγουμένων ἐποχῶν, δὲν θὰ τὸν βρεῖ πουθενὰ καὶ θὰ πλανᾶται μὲ τὴν ἐντύπωση πὼς δὲν ὑπάρχει, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα τὸ κακὸ ἔχει τόσες φθοροποιὲς καὶ ὀλέθριες ἐκδηλώσεις μέσα στὴ ζωή, ποὺ ἀποτελεῖ μόνιμη παγίδα καὶ μάλιστα γιὰ τὸν πιὸ ἀνύποπτο καὶ ἀπροειδοποίητο ἄνθρωπο.

Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο διὰ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου σημαίνει τὴ νίκη τῆς καλωσύνης ἐπὶ τῆς κακίας, τῆς ἀγάπης ἐπὶ τοῦ μίσους, τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου. Ὅταν οἱ χριστιανοὶ συγκεντρώνονται στὴν Ἐκκλησία, λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, γιὰ νὰ μετάσχουν στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, συντρίβονται οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις —πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης ἐξασφαλίζει στὸν ἄνθρωπο τὸν καθαρὸ ἀέρα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μακριὰ ἀπὸ κάθε δαιμονικὴ ἐπιρροή. Ἴσως στὴ φράση τῶν δαιμόνων πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ποὺ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὴ διήγησή μας, «τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» καὶ ἰδίως στὸ «πρὸ καιροῦ» τῆς φράσεως αὐτῆς πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴ συντριβὴ τοῦ κακοῦ ἤδη πρὸ τοῦ τέλους τῆς ἱστορίας μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Κι ἕνα ἀκόμη σημεῖο ἀπὸ τὸ τέλος τῆς διηγήσεως πρέπει νὰ προσελκύσει τὴν προσοχή μας. εἶναι ἡ πληροφορία ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἦλθαν νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἔδαφός τους. Ὁ φόβος μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ δὲν τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἀναγνώριση τῆς μεσσιανικῆς ἐξουσίας του καὶ στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ στὴν ἀρνητικὴ τοποθέτηση ἀπέναντί του. Μὴ μπορώντας νὰ ἐκτιμήσουν τὴν προσφορὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἐπιτελεσθεῖσα θεραπεία τῶν ἀσθενῶν καὶ φοβούμενοι μήπως ὑποστοῦν καὶ ἄλλες ὑλικὲς ζημίες, ὅπως ἡ καταστροφὴ τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων, ζητοῦν τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἰησοῦ.

Τὸ ὑλικὸ συμφέρον τυφλώνει πολλὲς φορὲς τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ δεῖ καθαρότερα τὸ πνευματικό του συμφέρον, τὸν κάνει νὰ προτιμᾶ τὴν ὑποδούλωση στὴ δαιμονικὴ δύναμη παρὰ τὴν ἐλευθερία ποὺ προσφέρει ὁ Θεός.

Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς εἶναι ἕνα μήνυμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ κυριαρχία. Ἐὰν τὸ οἰκονομικὸ συμφέρον, ἡ κοινωνικὴ συμβατικότητα ἢ ἄλλοι παράγοντες ἐμποδίζουν τὸν ἄνθρωπο νὰ δεχθεῖ τὴ θεία δωρεά, τότε παραμένει αἰχμάλωτος τῶν φθοροποιῶν δυνάμεων, ἔχοντας τὴν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτὲς εἶναι ἀνύπαρκτες, ἀφοῦ δὲν βρίσκει τὶς μορφὲς τους ὅπως τὶς συνέλαβαν ἄλλες προηγούμενες ἐποχές, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα αὐτὲς τὸν καταδυναστεύουν.

6.

Ἐγωισμὸς καὶ ἀλήθεια

Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)

 
Ἕνα ἀπό τά πολλά γιά τά ὁποῖα μπορεῖ νά «καυχηθεῖ» ἡ ἐποχή μας, εἶναι τό γεγονός ὅτι ὑπάρχει φοβερή σύγχυση. Σύγχυση ἰδεῶν, ἀρχῶν, ἠθῶν πού χαρακτηρίζουν ἀνθρώπους μπερδεμένους, ἀναποφάσιστους, ἐμπαθεῖς. Ὄχι ἡ πολυφωνία τῆς γνώσης, ἀλλά ἡ παραφωνία τῆς ἡμιμάθειας, σέ συνδυασμό μέ μιά ἐπιφανειακή καί ἐπιπόλαιη θεώρηση τῶν ὅποιων ζητημάτων, εὔκολα ὁδηγεῖ σέ ἀγκυλώσεις καί πιστεύματα τέτοια, πού ἀκυρώνουν τήν ἀλήθεια στά μάτια τοῦ ἀνθρώπου ἤ καί τόν ἐμποδίζουν νά τήν ἁποδεχθεῖ.

Ἐπιπλέον, ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ εἰδωλοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἡ συμφεροντολογική ἀντιμετώπιση τῆς καθημερινότητας ἔχουν ὁδηγήσει οὐσιαστικά σέ ἕναν ἄκρατο ὑποκειμενισμό. Ἔχουμε φθάσει στό σημεῖο νά παραδέχεται ὁ καθένας ὡς ἀλήθεια τό προσωπικό του πίστευμα, νά μήν ἀποδέχεται ἀντικειμενική ἀλήθεια, ἀλλά νά ὑποδέχεται μέ εὐήκοα ὦτα τήν ὅποια καινοφανῆ διδασκαλία, ὅσο παράλογη καί ἀπαράδεκτη κι ἄν εἶναι, ἀρκεῖ νά παρουσιάζεται ὡς μοντέρνα ἤ νά προβάλλει ὡς ἀνατρεπτική. Ἴσως ποτέ ἄλλοτε στήν ἀνθρώπινη ἱστορία νά μήν κυριάρχησε τόσο ὁ νοσηρός παραλογισμός, ὅσο στήν αὐτοπροσδιοριζόμενη ὡς ἐποχή τῆς λογικῆς.

Ὁ Χριστός καί οἱ δαίμονες

Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή βλέπουμε ἕναν παράξενο διάλογο μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῶν δαιμόνων πού βασάνιζαν δύο ταλαίπωρους ἀνθρώπους στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν. Παράξενο! Ὁ Χριστός λέει μία μόνο λέξη: «ὑπάγετε», δεῖγμα τοῦ ὅτι δέν προκαλεῖ, οὔτε ἀφήνεται στόν διάλογο αὐτό, ἀλλά τόν ἀνέχεται μέχρι νά φθάσει στό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα, τή θεραπεία τῶν δαιμονισμένων.

Τά δαιμόνια εἶναι πού μιλοῦν στόν διάλογο αὐτό πολύ καί λένε πολλά καί ἀξιοπερίεργα. Τό θαυμαστοτερο ὅλων εἶναι τό ὅτι ἀποκαλοῦν τόν Χριστό «Υἱό τοῦ Θεοῦ». Γιά πολλούς ἑρμηνευτές, ἰδίως δυτικούς τῶν νεωτέρων χρόνων, ἡ προσφώνηση αὐτή ἀποδεικνύει ὅτι οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι ἦταν πράγματι δαιμονισμένοι κι ὄχι ἁπλῶς παράφρονες ἤ σχιζοφρενεῖς ἤ γενικότερα ψυχασθενεῖς. Καί τοῦτο διότι δέν λένε παραλογισμούς ἤ παραληρηματικά φληναφήματα, ἀλλά ἐκφράζουν σαφῆ γνώση γιά τή θεία φύση τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί ἡ ἐν συνεχείᾳ διατύπωση τῶν αἰτημάτων εἶναι ἀνάλογη.

Βεβαίως, ἡ παραπάνω ἑρμηνεία μπορεῖ νά εἶναι χρήσιμη, τό σπουδαῖο ὅμως στήν προσφώνηση τῶν δαιμονίων εἶναι ἡ παραδοχή ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ σεσαρκωμένος. Ἀναγνωρίζουν τήν Θεότητα καί τήν ὁμολογοῦν, συνάμα ὅμως τήν ἐχθρεύονται, γι’ αὐτό καί τήν ἀποστρέφονται. Ἡ ἀπιστία εἶναι φαινόμενο τῶν ἀνθρώπων. Ὁ διάβολος καί οἱ «σύν αὐτῷ» δέν ἔχουν καμία ἀμφιβολία περί Θεοῦ, ἀντιθέτως ἔχουν γνώση Θεοῦ καί ἐπικοινωνία μαζί του, ἀσχέτως ἄν ἡ ὑπερηφάνεια καί ὁ ἐγωκεντρισμός τους τούς καθιστοῦν ἀνίκανους νά παραδεχθοῦν τήν θεία ἀλήθεια καί νά ἀνταποκριθοῦν στήν θεία ἀγάπη. Τό ἴδιο δέ ἐμπνέουν ἐπί γῆς καί σέ πολλούς ἀνθρώπους. Πολλοί, ἄν καί διαισθάνονται τήν ἀλήθεια τῆς πίστης, ἄν καί παραδέχονται τή μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄν καί πείθονται στό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐπιτρέπουν στόν ἑαυτό τους νά τό ἐξωτερικεύσει σέ στάση ζωῆς, σέ ἦθος, σέ ἔμπρακτη ὁμολογία, ὄντας δέσμιοι ἐγωιστικῶν θεωρήσεων ἤ φοβούμενοι τήν ἀντίδραση τῶν «ἄλλων».

Ἡ στάση τῶν Γεργεσηνῶν

Ἀλλά καί οἱ κάτοικοι τῆς πλησιόχωρης πόλης ἔχουν ἀξιοσημείωτη συμπεριφορά. Μόλις πληροφοροῦνται τά περί τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν δαιμονισμένων ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου καί τήν καταστροφή τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων, μαζεύονται ὅλοι στήν εἴσοδο τῆς πόλης. Ὄχι γιά νά εὐχαριστήσουν τόν Χριστό γιά τήν εὐεργεσία του πρός τούς συμπατριῶτες τους, καθώς καί τήν ἀπαλλαγή ὅλης της πόλης ἀπό τήν ἐπιθετική τους συμπεριφορά, ἀλλά γιά νά τόν παρακαλέσουν, μέ πολύ σεβασμό καί εὐπρέπεια, «ὅπως μεταβῇ ἀπό τῶν ὁρίων αὐτῶν».

Κι ἐδῶ κάποιοι σχολιαστές στέκονται περισσότερο στό γεγονός ὅτι τό Εὐαγγέλιο καταγράφει τήν ἀπόρριψη αὐτοῦ του προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί δέν τήν ἀποκρύπτει, ἀπόδειξη τῆς ἀξιοπιστίας τῆς ἀφήγησης. Ἄν τό Εὐαγγέλιο ἦταν μιά ἀνθρώπινη ἐπινόηση μέ τή σκοπιμότητα τῆς ὅποιας ἰδιοτέλειας νά ὑποκρύπτεται πίσω ἀπό τή σύνταξή του, θά κατέγραφε μόνον περιστατικά πού θά τόνιζαν τή δύναμη καί τή σπουδαιότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀποδοχή του ἀπό τούς ἀνθρώπους. Τά Εὐαγγέλια ὅμως δέν εἶναι προπαγανδιστικά κείμενα, ἤ διηγηματικά ἀναγνώσματα πού δικαιώνονται ἀπό κάποιο «εὐτυχισμένο τέλος». Εἶναι ἡ καταγραφή τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας, ὅπως τήν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ, γί΄ αὐτό καί εἶναι ἀληθινά μέ κάθε κόστος.

Τό σπουδαιότερο στή στάση τῶν Γεργεσηνῶν εἶναι ὅτι ἀποκαλύπτει τά αἴτια τῆς ἄρνησης τῶν περισσότερων ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος τῆς ἄρνησης πολλῶν εἶναι τό ὅτι οἱ ἀρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι εὔκολες στήν ἐφαρμογή τους. Ἔχει κόστος, «δέν συμφέρει», γι’ αὐτό καί ἀπαιτεῖται δύναμη καί ἀποφασιστικότητα. Οἱ Γεργεσηνοι δέν στέκονται στήν ὁμολογία ὅτι μπροστά τους ἔχουν τόν Μονογενῆ Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πονοῦν γιά τά χαμενα γουρούνια τους, τά ὁποῖα παρανόμως ἐξετρεφαν, γι’ αὐτό καί ἀποκόμιζαν μεγάλο κέρδος. Ἡ πτώση τῆς ἀγέλης στόν γκρεμό τούς κόστισε, γι’ αὐτό καί ἀντί νά συναισθανθοῦν τό δίκαιο τῆς τιμωρίας τους, τό ἄδικο τῆς πράξης τους καί τήν εὐκαιρία διόρθωσης πού τούς παρέχει ὁ Θεός, προσκολλῶνται πεισματικά στή διεκδίκηση καί τήν λατρεία τοῦ πλούτου, ἀποστρεφόμενοι τόν Χριστό καί τήν μοναδική του ἀλήθεια. Χάριν τῶν ὑλικῶν ἀποκτημάτων καί τῆς ἱκανοποίησης τῶν ἐπιθυμιῶν τους, ἐθελοτυφλοῦν καί ἀποστρέφονται τήν ἀλήθεια ἀποδιώκοντάς την, γινόμενοι ἔτσι προπομποί πολλῶν μέ ὅμοιες ἐπιθυμίες ἀνά τούς αἰῶνες.

Καί ἡ ἄρνηση τῶν δαιμόνων καί ἡ ἄρνηση τῶν Γεργεσηνῶν ἀποδεικνύουν πόσο τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν ὀφθαλμοφανῆ ἀλήθειά του, ὅταν κυριαρχοῦνται ἀπό τόν ἐγωισμό. Εἴτε ὑπερήφανα πιστευματα, εἴτε ἐγωκεντρικές ἐπιθυμίες, ὑποδουλώνουν τόσο τόν ἄνθρωπο, ὥστε διαλύοντάς τον νά τόν ὑποχρεώνουν σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, τήν αἰτία τῆς ζωῆς καί τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτό καί ἡ ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ δέν ἐπιδέχεται συμβιβασμούς οὔτε συγκατάβαση πρός ὅ,τι γήινο καί χοϊκό, ἀλλά χαρακτηρίζεται ἀπό τόν πόθο ἐλευθερίας στό φῶς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ.

7.

Κυριακή Ε΄ Ματθαίου – Το χάρισμα των χαρισμάτων

«Ζηλοῦτε τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα»

Στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, τό ὁποῖο ἀναγινώσκεται πρὸς τιμὴν τῶν ἑορταζομένων ἁγίων Ἀναργύρων, ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁ­­γίου Πνεύματος. Προτρέπει ὅμως νὰ ἐπιδιώκουμε τὰ ἀνώτερα ἀπὸ αὐτά: «Ζηλοῦτε τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα», γράφει.

 

Εἶναι λοιπὸν εὐκαιρία σήμερα, μὲ ἀ­­φορμὴ τὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, νὰ δοῦμε τὴ ζωὴ αὐτῶν τῶν δύο Ἁγίων καὶ πῶς καλλιέργησαν τὰ ἀνώτερα χαρίσματα στὴ ζωή τους.

  1. Ἰατροὶ θαυματουργοὶ

Οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανὸς ἦταν ἀδέλφια καὶ ἔζησαν στὴ Ρώμη γύρω στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Πιστοὶ χριστιανοὶ καὶ οἱ δύο, σπούδασαν τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη μὲ σκοπὸ νὰ ἀφιερώσουν τὴ ζωή τους στὴ διακονία τῶν συνανθρώπων τους. Καὶ πράγματι ἔγιναν λαμπροὶ ἐπιστή­μονες καὶ καταξιωμένοι γιατροί. ­Ὡστόσο τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας τους δὲν ἦταν οἱ – γιὰ τὰ δεδομένα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς – ἄ­­ριστες γνώσεις τῆς ἰατρικῆς ποὺ ἀπέκτησαν, ἀλλὰ ἡ θερμὴ πίστη τους στὸν Θεό. Σὲ κάθε περίπτωση ἀρρώστου ποὺ κατέφευγε σ’ αὐτούς, δὲν παρέλειπαν νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τοῦ Ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, κι ἔτσι θεράπευαν κάθε εἴδους ἀσθένεια.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ σωματικὴ φρόντιζαν καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ὑγεία τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς πλησίαζαν. Δὲν ἔχαναν εὐ­καιρία νὰ μιλοῦν στοὺς ἀσθενεῖς τους γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ τοὺς ὁδηγοῦν στὴ μετάνοια καὶ τὴ σωτηρία. Δικαίως λοιπὸν ψάλλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία: «Πηγὴν ἰαμάτων ἔχοντες, Ἅγιοι Ἀνάργυροι, τὰς ἰάσεις παρέχετε πᾶσι τοῖς δεομένοις… ἰατρεύ­ον­τες τὰ πάθη τῶν ψυχῶνκαὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν», ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀνάρ­γυ­­ροι ἔλαβαν εἰδικὴ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, ὥ­­στε νὰ καταστοῦν «πηγὴ ἰαμάτων» καὶ νὰ ­προσ­φέρουν σὲ ὅσους τοὺς παρακαλοῦσαν τὴν «ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος».

Ἦταν λοιπὸν ἡ θερμὴ πίστη τους στὸν Θεὸ καὶ ἡ βαθιὰ ταπείνωσή τους οἱ ἀρετὲς ἐκεῖνες, ποὺ τοὺς κατέστησαν ἄξιους γιὰ νὰ λάβουν τὸ χάρισμα τῶν ἰάσεων καὶ μὲ αὐ­τὸ νὰ βοηθοῦν πολλοὺς ἀνθρώπους. Ναί! Ἔκαναν θαύματα! Ὡστόσο, ὅσο κι ἂν ἀκούγεται μεγάλο κι ἐντυπωσιακὸ αὐτό, δι­έθεταν καὶ κάποιο ἄλλο χάρισμα ἀκόμη ἀνώ­τερο, τὸ ὁποῖο θά δοῦμε στὴ συνέχεια.

  1. Καὶ ἀνάργυροι

Ἡ φήμη τῶν ἁγίων Ἀναργύρων σύντομα ἐξαπλώθηκε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἄνθρωποι ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο ἔρχονταν νὰ τοὺς συναντήσουν στὸν τόπο ὅπου διέμεναν κοντὰ στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς προσευχές τους ἀλλὰ καὶ τὴ θεραπεία διαφόρων νοσημάτων. Ἦταν κάτι τὸ ἐκπληκτικό! Μέρα νύχτα οἱ δύο ἀδελφοὶ γιατροὶ δὲν ἔπαυαν νὰ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους σὲ καθέναν ποὺ τοὺς ζητοῦσε βοήθεια. Τὸ πιὸ ἐκπληκτικὸ ὅμως δὲν εἶναι τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκαναν ἀλλὰ ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη τους. Διότι παρεῖχαν τὴ θεραπεία σὲ ὅλους δωρεάν! Γι’ αὐτὸ ἄλ­λωστε τοὺς ἐδόθη καὶ ἡ ἐπωνυμία «Ἀνάργυροι», ποὺ τοὺς συνοδεύει ἀπὸ τότε ὡς τιμητικὸς τίτλος, ἐπειδὴ δὲν δέχονταν χρήματα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσέφεραν. Τί θαυμαστό! Ἐπιστήμονες αὐτοί, καὶ ὅμως ἔθεσαν ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τὶς ἐπιτυχίες τους στὴ διακονία τῆς ἀγάπης!

Τελικὰ αὐτὸ ἦταν τὸ ἀνώτερο χάρισμα ποὺ ἀπέκτησαν: ἡ ἀγάπη. Ἀγάπη πρὸς ὅ­­­λους, χωρὶς διακρίσεις. Ἀγάπη γνήσια καὶ θυσιαστική. Ἀγάπη σὰν αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἀπόστολος Παῦλος πλέκει τὸ γνωστὸ ὑ­­­­­­­πέροχο ἐγκώμιο ποὺ βρίσκεται στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ καὶ ἀκούσαμε σήμερα. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στ’ ἄλλα, ἀναφέρεται ὅτι ἡ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», δηλαδὴ δὲν ἐπιδιώκει τὸ δικό της συμφέρον. Πράγματι! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ δὲν ὑπολογίζει οὔτε κόπο, οὔτε ἔξοδα, οὔτε τὴν προσωπική του ἄνεση, ἀλλὰ προτιμᾶ νὰ θυσιάζεται γιὰ χάρη τῶν ἄλλων. Τέτοια θυσιαστικὴ ἀγάπη εἶχαν οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ γι’ αὐτὸ ὁ πανάγαθος Θεὸς τοὺς χάρισε αἰώνια τιμὴ καὶ δόξα!

Πόσα ἔχει νὰ μᾶς διδάξει αὐτὴ ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων Ἀναργύρων! Εἰδικὰ στὴν ἐποχή μας ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους ἀ­­­γάπης καὶ θυσίας. Ὁ καθένας μας ἔχει χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός. Ἂς μὴν τὰ κρατᾶμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ἂς σκεφθοῦμε τρόπους γιὰ νὰ τὰ ἀξιοποιήσουμε βοηθώντας τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας ποὺ ἔχουν τόσο πολὺ ἀνάγκη!

«Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε ἡμῖν», ­ψάλλουμε στὸ Ἀπολυτίκιό τους. Ἂς παρακαλοῦμε λοιπὸν τοὺς ἁγίους καὶ θαυματουργοὺς Ἀναργύρους νὰ πρεσβεύουν στὸν Δωρεοδότη Κύ­­­­ριο, ὥστε κάθε χάρισμα ποὺ μᾶς ­ἔδωσε Ἐ­­κεῖνος νὰ τὸ καλλιεργοῦμε ταπεινά, μὲ τὴ συναίσθηση ὅτι τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ κατορθώσουμε χωρὶς τὴ βοήθειά του, καὶ μὲ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας, διότι δὲν ὑπάρχει καλύτερο πράγμα ἀ­­­πὸ τὸ νὰ μοιράζεται κανεὶς τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀδελφούς του.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”