1.

Γκλαβίνας Α. Α.

 

Ὁ Παῦλος γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας (Πρ. 22, 3) ἀπὸ Ἑβραίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμὶν (Ρωμ. 11, 1. Φιλιππ. 3, 6). Ὡς πρὸς τὴν ἐξήγηση τοῦ νόμου ἀνῆκε στοὺς Φαρισαίους (Φιλιππ. 3, 6), ἦταν ρωμαῖος πολίτης (Πρ. 16, 37-38), πολίτης τῆς ξακουστῆς πόλης Ταρσοῦ (Πρ. 21, 39). Τὸ ἑβραϊκό του ὄνομα ἦταν Σαούλ.

Ὁ Ἱερώνυμος ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος, κατὰ παράδοση, καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα τῆς Παλαιστίνης. Τοῦτο πιθανῶς νὰ σημαίνει ὅτι κάποιος πρόγονὸς του καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα.

Στὴν Ταρσό, ποὺ ἦταν τότε κέντρο ἑλληνικῆς παιδείας καὶ στωικῆς φιλοσοφίας, διδάχτηκε ὁ Παῦλος τὰ ἑλληνικὰ καὶ γνώρισε τὴν ἑλληνικὴ σκέψη. Γι’ αὐτὸ ὅταν μιλάει στοὺς Ἀθηναίους φέρνει στὸ νοῦ τους ἐκφράσεις γνωστὲς σ’ αὐτούς, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες θέλει νὰ περάσει τὸ μήνυμά του καὶ νὰ δώσει ἕνα παράδειγμα γιὰ τὸν τρόπο διοχέτευσης τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.

Ἡ ἑβραϊκή του καταγωγή, ἡ ἑλληνική του παιδεία καὶ ἡ ἰδιότητά του ὡς ρωμαίου πολίτη καθιστοῦσαν τὸν Παῦλο ἴσως τὸν πιὸ κατάλληλο κήρυκα τῶν χριστιανικῶν ἰδεῶν στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς του. Ὁ κοσμοπολιτισμὸς του ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ γίνει τακτικὸς ἐπισκέπτης τῆς ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς τῆς Ταρσοῦ καὶ φανατικὸς ὑποστηρικτὴς τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου καὶ τῶν ὁραματισμῶν τῶν ὁμοφύλων του: διδάχτηκα μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο τῶν πατέρων μας, ἀγωνίστηκα μὲ ζῆλο γιὰ τὸ Θεὸ (Πρ. 22, 3) καὶ ἤμουν ἄμεμπτος σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν τήρηση τοῦ νόμου (Φιλιπ. 3, 6). Σ’ αὐτὸ συνέτεινε περισσότερο καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι νωρὶς πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ σπουδάσει τὸ νόμο κοντὰ στοὺς ραββίνους.

Οἱ εὔποροι, ὅπως φαίνεται, γονεῖς του θέλησαν ὄχι μόνο νὰ τὸν μορφώσουν περισσότερο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἴσως ἀπὸ ἐπιδράσεις ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀσκήσουν ἐπάνω του τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ διακινοῦνταν στὴν Ταρσὸ καὶ τὸ εἰδωλολατρικὸ καὶ ἑλληνιστικὸ περιβάλλον καθὼς καὶ ἡ διάδοση τῶν μυστηριακῶν θρησκειῶν.

Στὰ Ἱεροσόλυμα ἔμενε καὶ ἡ ἀδελφή τοῦ Παύλου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς Πράξεις, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἀνεψιὸ του (Πρ. 23, 16). Στὴν πόλη αὐτὴ ἔγινε μαθητὴς τοῦ Γαμαλιὴλ (Πρ. 22, 3), βυθίστηκε στὴ μελέτη τῆς νομικῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης τοῦ ραββινισμοῦ καὶ καυχόταν ὅτι αὐτὸς ὁ Ἰουδαῖος τῆς διασπορᾶς πρόκοβε στὸν Ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες του, γιατί εἶχε μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές του παραδόσεις (Γαλ. 1, 14).

Ὁ Παῦλος φαίνεται ὅτι ἔμεινε διὰ βίου ἄγαμος, γιατί αὐτὸ ποὺ γράφει πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 9, 5), μήπως δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ἔχω μαζί μου στὰ ταξίδια «ἀδελφὴ γυναίκα», ὅπως κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι καὶ τὰ ἀδέρφια τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς; σημαίνει μᾶλλον τὸ δικαίωμα νὰ τὸν συνοδεύει στὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες μία γυναίκα, χριστιανὴ ἀδερφή, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ ἐπιδίδεται ἀνενόχλητα στὸ ἔργο του. ’λλωστε εἶχε, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, ἀρρώστια ἀθεράπευτη ποὺ καὶ αὐτὴ ἴσως δὲν τὸν ἐπέτρεπε νὰ δημιουργήσει οἰκογένεια: Γιὰ νὰ μὴν περηφανεύομαι, ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε μία ἀρρώστια, ἕνα ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ τὴ διώξει ἀπὸ πάνω μου. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ δωρεά μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στὴν πληρότητά της μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία σου» (2 Κορ. 12, 7-9).

Ἡ γέννησή του τοποθετεῖται μεταξύ τοῦ 5 καὶ 15 μ.Χ. Στὴν Ἱερουσαλὴμ πρέπει νὰ ἦρθε γύρω στὸ 30 καὶ δὲν εἶναι βέβαιο ἂν γνώρισε τὸ Χριστὸ κατ’ ἄνθρωπο (πρβλ. 2 Κορ. 5, 16).

Στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου ὁ νεανίας καλούμενος Σαῦλο ς ἦταν παρὼν καὶ ὄχι μόνο στὰ πόδια του ἄφησαν οἱ λιθοβολήσαντες τὸ Στέφανο Ἰουδαῖοι τὰ ἱμάτιά τους ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἐπικροτοῦσε τὴ θανάτωση τοῦ Στεφάνου (Πρ. 7, 59-60). Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ὁ Παῦλος φανατίστηκε ἀκόμη περισσότερο ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ρήμαζε τὴν Ἐκκλησία, ἔμπαινε μὲ τὴ βία στὰ σπίτια, ἔσερνε ἔξω ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ τοὺς ἔριχνε στὴ φυλακὴ (Πρ. 8, 3).

Σὲ μία τέτοια στιγμὴ παροξυσμοῦ, τὸ 34, τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του καὶ ἀπὸ ἐχθρό του (πρβλ. Ρωμ. 5, 10) τὸν ἔκαμε ἐκείνη τὴ στιγμὴ σκεῦος ἐκλογῆς (Πρ. 9, 15). Τὸ ὅραμα τοῦ Παύλου στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 1-29. 22, 3-21. 26, 9-20• πρβλ. Γαλ. 1, 13-16. 1 Κορ. 15, 8. Φιλιππ. 3, 12. Ἐφ. 3, 3), ὅπου πήγαινε νὰ συλλάβει χριστιανούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ τοὺς φέρει στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 9, 1 ἑξ.), ἀποτελεῖ συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἡ Δαμασκὸς σημάδεψε καίρια τὴ ζωὴ τοῦ Παύλου καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τῆς μεταστροφῆς του ἄρχισε γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ θετικὴ μέτρηση.

Στὴ Δαμασκὸ ὁ Παῦλος βαφτίστηκε καὶ κατηχήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνανία (Πρ. 9, 17-19) καὶ ἀναχώρησε στὴν Ἀραβία (Γαλ. 1, 17), ἴσως γιὰ λόγους ἀσφάλειας.

Ἀπὸ τὴν Ἀραβία (τὸ βασίλειο τῶν Ναβαταίων στὰ νότια τῆς Δαμασκοῦ) γύρισε καὶ πάλι στὴ Δαμασκὸ (Γαλ. 1, 17), ὅπου γιὰ τρία χρόνια ἐργάστηκε ἱεραποστολικά, ἀπὸ τὸ 34 μέχρι τὸ 37. Ἐξαιτίας τῶν ἐπιβουλῶν τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον του ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 23-25) καὶ στὴ φυγὴ του αὐτὴ συντέλεσε καὶ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέθας, βασιλιὰς τῶν Ναβαταίων, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν πιάσει (2 Κορ. 11, 32-33).

Τὸ 37 πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν Πέτρο καὶ ἐκεῖ ἔμεινε 15 ἡμέρες. Τότε γνώρισε, ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, μόνο τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (Γαλ. 1, 18-19). Ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μαθαίνουμε ὅτι ὁ Βαρνάβας ἔκαμε γνωστὸ τὸν Παῦλο στοὺς χριστιανικοὺς κύκλους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν πιὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ Παῦλος προσπαθοῦσε νὰ συνδεθεῖ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ τὸν φοβοῦνταν (Πρ. 9, 26). Στὶς λίγες ἡμέρες τῆς παραμονῆς του στὰ Ἱεροσόλυμα, συζητοῦσε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς ἑλληνιστὲς Ἰουδαίους ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν φονεύσουν• γι’ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ τὸν πῆγαν μέχρι τὴν Καισάρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἐξαπέστειλαν στὴν πατρίδα του Ταρσὸ (Πρ. 9, 26-30).

Γιὰ τὴ δράση τοῦ Παύλου στὶς περιοχὲς τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας (Γαλ. 1,21), στὴ δεκαετία ἀπὸ τὸ 37 μέχρι τὸ 47, γιὰ τὴν ὁποία ἄκουγαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ δόξαζαν τὸ Θεό, πὼς αὐτὸς ποὺ κάποτε τὶς καταδίωκε καὶ τώρα κηρύττει τὴν πίστη ποὺ ἄλλοτε προσπαθοῦσε νὰ ἐξαφανίσει (Γαλ. 1, 22-23), δὲν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο.

Ἀργότερα ὁ Βαρνάβας βρῆκε τὸν Παῦλο στὴν Ταρσὸ καὶ τὸν ἔφερε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἀφοσιώθηκαν γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο στὸ κήρυγμα κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικοὺς (Πρ. 11, 25-26).

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴ βοήθεια τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀντιοχείας πρὸς τοὺς ἀδελφούς τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ τὸ λιμὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κλαυδίου (Πρ. Π, 27-30). Στὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἀντιόχεια πῆραν μαζί τους καὶ τὸ Μάρκο (Πρ. 12, 25). Ἴσως ὁ Παῦλος ἔκαμε ἀκόμη ἕνα ταξίδι στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὸ Βαρνάβα καὶ τὸν Τίτο (Γαλ. 2, 1 ἐξ.)

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ἄρχισε τὸ τεράστιο ἔργο τοῦ Παύλου μὲ τὴν πρώτη ἀποστολικὴ περιοδεία (47-48), στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε μαζὶ μὲ τὸ Βαρνάβα ἡ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Ἀντιόχειας (Πρ. 13, 2-3).

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια κατέβηκαν στὴ Σελεύκεια, ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο καὶ δίδαξαν στὴ Σαλαμίνα, στὶς ἑβραϊκὲς συναγωγές. Κοντὰ τους ἦταν καὶ ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, ὁ Μάρκος. Πέρασαν τὸ νησὶ μέχρι τὴν Πάφο• ἐδῶ πίστεψε ὁ ἀνθύπατος Σέργιος Παῦλος καὶ τιμωρήθηκε ὁ μάγος Ἐλίμας (Βαριησοῦς), Ἰουδαῖος ψευδοπροφήτης. Ἀπὸ τὴν Πάφο πῆγαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας. Ἀπὸ ἐδῶ τοὺς ἐγκατέλειψε ὁ Μάρκος, ποὺ γύρισε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας ἦταν ὁ ἑπόμενος σταθμὸς τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Στὴν πόλη αὐτὴ κήρυξαν ὄχι μόνο στὴ συναγωγὴ ἀλλὰ καὶ στοὺς Ἐθνικοὺς ποὺ ἦταν προσήλυτοι στὸν Ἰουδαϊσμό. Ἡ παρουσία τους στὴν Ἀντιόχεια ἦταν ἐντυπωσιακή, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι ξεσήκωσαν ἐναντίον τους τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς πόλης. Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἀναγκάστηκαν τότε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἀντιόχεια καὶ νὰ πᾶνε στὸ Ἰκόνιο (Πρ. 13, 4-52). Καὶ ἐδῶ ὅμως τοὺς ἀκολούθησαν πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ Ἐθνικοὶ ἀλλὰ καὶ πάλι ἐκδιώχτηκαν, ὁπότε ἀναγκάστηκαν νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστρα καὶ Δέρβη καὶ τὰ περίχωρα, κηρύττοντες τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Στὰ Λύστρα ὁ Παῦλος θεράπευσε κάποιο χωλὸ ἀπὸ γεννησιμιοῦ του. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὸ Ἰκόνιο, ἀφοῦ ξεσήκωσαν τὸ λαὸ τῶν Λύστρων, λιθοβόλησαν τὸν Παῦλο μέχρι θανάτου καὶ τὸν μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὴ Δέρβη, ὅπου ἄγρευσαν ἀρκετούς. Ἀπὸ τὴ Δέρβη ἐπέστρεψαν στὰ Λύστρα, στὸ Ἰκόνιο καὶ τὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ στηρίζουν τοὺς πιστεύσαντες καὶ νὰ χειροτονήσουν γὶ αὐτοὺς Πρεσβυτέρους σὲ κάθε Ἐκκλησία. Μέσω τῆς Πισιδίας ἦρθαν στὴν Παμφυλία, κήρυξαν στὴν Πέργη καὶ κατέβηκαν στὴν Ἀττάλεια.

Ὕστερα ἀπὸ τὴν περιοδεία αὐτή, ποὺ εἶχε στόχο τὶς μεγάλες ἰουδαϊκὲς κοινότητες τῆς Κύπρου καὶ Ἀσίας καὶ σὲ δεύτερο λόγο τοὺς Ἐθνικούς, πρὸς τοὺς ὁποίους στρεφόταν ὁ Παῦλος μέσω τῶν Ἐθνικῶν προσηλύτων, ξαναγύρισαν στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας (Πρ. 14, 1-26).

Ἡ περιοδεία αὐτή, ποὺ ἦταν γεμάτη διωγμοὺς καὶ ταλαιπωρίες (2 Τιμ. 3, 11), πέτυχε γιατί δημιουργήθηκαν πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικούς.

Στὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἔμειναν ἀρκετὸ καιρὸ μὲ τοὺς Χριστιανοὺς (Πρ. 14, 28). Τὸ 49 ὁ Παῦλος ἔλαβε μέρος στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο στὰ Ἱεροσόλυμα.

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ξεκίνησε καὶ πάλι ὁ Παῦλος γιὰ τὴ δεύτερη περιοδεία του (49-52)• αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως εἶχε ὡς συνοδὸ τὸ Σίλα καὶ ὄχι τὸ Βαρνάβα. Ὁ Βαρνάβας δὲ δέχτηκε νὰ λάβει μέρος στὴν περιοδεία αὐτή, γιατί ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ πάρουν μαζί τους τὸ Μάρκο, ποὺ τοὺς ἄφησε στὴ διάρκεια τῆς πρώτης περιοδείας καὶ γύρισε στὴν Ἀντιόχεια. Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ὁ Βαρνάβας πῆρε τὸ Μάρκο καὶ πῆγαν στὴν Κύπρο (Πρ. 15, 35-40).

Ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα πέρασαν τὴ Συρία καὶ Κιλικία, στηρίζοντες τὶς Ἐκκλησίες στὶς χῶρες αὐτὲς (Πρ. 15, 41) καὶ ἔφτασαν στὴ Δέρβη καὶ στὰ Λύστρα. Ἀπὸ τὴν πόλη αὐτὴ παρέλαβαν μαζί τους τὸν Τιμόθεο, ἀφοῦ τὸν περιέτεμαν γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τοὺς Ἰουδαίους τῶν περιοχῶν ἐκείνων. Στὴ συνέχεια πέρασαν ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴ Γαλατικὴ χώρα, τὴ χώρα δηλ. τῶν παλαιῶν Γαλατῶν (Πρ. 16, 1-6). Ἐδῶ ὁ Παῦλος ἀσθένησε, ἀναγκάστηκε ἔτσι νὰ μείνει κοντὰ στοὺς Γαλάτες καὶ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ (Γαλ. 4, 13-15). Μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ὁ Παῦλος, ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος παρέκαμψαν τὴ Μυσία καὶ ἀπέφυγαν τὴ Βιθυνία, κατέβηκαν στὴν Τρωάδα. Ἐδῶ προστέθηκε στὴ συνοδεία τους καὶ ὁ Λουκᾶς.

Ἐνῶ ὁ σκοπὸς τοῦ Παύλου, στὴ δεύτερή του αὐτὴ περιοδεία, ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ εἶχε ἱδρύσει πιὸ μπροστὰ καὶ νὰ ἰδεῖ πῶς ἔχουν, τώρα, μὲ τὸν ἐρχομό του στὴν Τρωάδα, ἡ τωρινὴ περιοδεία του θὰ πάρει ἄλλη μορφὴ καὶ οἱ διαστάσεις της θὰ διευρυνθοῦν.

Ὕστερα ἀπὸ ἕνα νυχτερινὸ ὅραμα ἦρθε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνεργάτες του μέσω Σαμοθράκης στὴ Νεάπολη τῆς Μακεδονίας καὶ ἀπὸ τὴ Νεάπολη στοὺς Φιλίππους. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴν Εὐρώπη ἦταν ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν κόσμο.

Στοὺς Φιλίππους ἔμειναν μερικὲς ἡμέρες καὶ βάφτισαν τὴ Λυδία καὶ τοὺς δικούς της. Ἡ θεραπεία ὅμως μιᾶς μαντευόμενης δούλης, ποὺ ἔφερνε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της, ἔγινε αἰτία νὰ ραβδιστοῦν καὶ νὰ μποῦν στὴ φυλακὴ γιὰ ἀντιρωμαϊκὲς δῆθεν ἐνέργειες. Οἱ κατηγορίες, ποὺ τοὺς προσάπτονται, ὅταν ὁδηγοῦνται βιαίως στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ παρουσιαστοῦν στὶς ἀρχές, εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες τους εἶναι Ἰουδαῖοι καὶ προκαλοῦν ταραχὲς στὴν πόλη, θέλοντας νὰ εἰσαγάγουν ἔθιμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπονταν νὰ τὰ δεχτοῦν ἢ νὰ τὰ τηροῦν ὅσοι ἦταν Ρωμαῖοι. Ἔτσι οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες τῶν Φιλίππων ὑποκύπτουν στὸ ἀντιϊουδαϊκὸ πνεῦμα τῶν πολιτῶν καὶ τιμωροῦν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του ὡς Ἰουδαίους, χωρὶς κἄν νὰ ὑποψιάζονται ὅτι τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ξεπέρασε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τὸ μωσαϊκὸ νόμο καὶ γι’ αὐτὸ ἀποτελοῦσε πρόκληση καὶ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους.

Οἱ φυλακισμένοι Ἀπόστολοι ἐλευθερώθηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ βαπτιστοῦν Χριστιανοὶ ὁ φύλακάς τους μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς δικούς του (Πρ. 16, 7-40).

Ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, μέσω τῆς Ἀμφίπολης καὶ τῆς Ἀπολλωνίας, ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα καὶ τὸν Τιμόθεο ἦρθαν στὴ Θεσσαλονίκη, ρωμαϊκὴ ἀποικία μὲ δικαιώματα ἐλεύθερης πόλης, πρωτεύουσα τῆς μεγάλης σὲ ἔκταση ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας τῆς Μακεδονίας, πόλη πλούσια καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὸ ἐμπόριο, τὶς συγκοινωνίες καὶ τὴν πνευματικὴ κίνηση. Ὁ Λουκᾶς δὲν τοὺς συνόδεψε ὥς τὴ Θεσσαλονίκη• ἔμεινε στοὺς Φιλίππους.

Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Παῦλος κήρυξε στὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τρία συνεχόμενα Σάββατα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν παρέμεινε στὴν πόλη αὐτὴ περισσότερο χρόνο ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἴσως τὰ λόγια τοῦ Παύλου (1 Θεσσ. 1, 7-8 καὶ Φιλιππ. 4, 16) προϋποθέτουν περισσότερο χρόνο δράσης τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ δράση αὐτὴ τοῦ Παύλου προκαλεῖ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ δημιουργοῦν ἀναταραχὴ καὶ κατηγοροῦν τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι οἱ ἀρχὲς τῆς πόλης, οἱ πολιτάρχες, ἑτοιμάζονται νὰ ἐπέμβουν, ὀπότε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδοὺς του ἀναγκάζονται νὰ φύγουν νύχτα στὴ Βέροια.

Ἡ ὀλιγόχρονη μὰ καρποφόρα παραμονὴ τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη συνοδεύτηκε ἀπὸ πόνους προσωπικοὺς καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πίστεψαν στὸ κήρυγμά του καὶ ἀποτέλεσαν τὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα τῆς πόλης αὐτῆς, δοκίμασαν πολλὴ θλίψη καὶ σκληρὸ διωγμό. Σ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις μᾶς ὁδηγοῦν τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου: κάτω ἀπὸ σκληρὸ διωγμὸ ἀποδεχτήκατε τὸ κήρυγμα (1 Θέσσ. 1, 6), ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε θάρρος, ὥστε νὰ σᾶς κηρύξουμε τὸ Εὐαγγέλιό του μέσα ἀπὸ πολλὲς δυσκολίες (1 Θεσσ. 2, 2) ἐσεῖς, ἀδελφοὶ μιμηθήκατε ἐκεῖνες τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκονται στὴν Ἰουδαία καὶ πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γιατί κι ἐσεῖς πάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες σας, ὅπως κι ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους (1 Θεσσ. 2, 14).

Στὴ Βέροια τὰ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματός του ἦταν εὐχάριστα καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τῆς πόλης αὐτῆς, πιὸ εὐγενεῖς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, δέχτηκαν τὸ κήρυγμά του πρόθυμα, ὅπως καὶ πολλὲς Ἑλληνίδες καὶ Ἕλληνες ἐπίσημοι. Οἱ σκληροὶ ὅμως Ἰουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ἔφτασαν στὴ Βέροια καὶ ἀνάγκασαν μερικοὺς Χριστιανοὺς νὰ συνοδέψουν τὸν Παῦλο μέχρι τὴ θάλασσα γιὰ νὰ φύγει μ’ αὐτοὺς γιὰ τὴν Ἀθήνα (Πρ. 17, 1-14). Στὴ Βέροια ἔμειναν ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος.

Στὴν Ἀθήνα δὲν εἶχε τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου μεγάλες ἐπιτυχίες (Πρ. 17, 16-34), γι’ αὐτὸ σκεφτόταν πῶς νὰ πάει στὴν Κόρινθο, μήπως καὶ ἐκεῖ ἔχει τὴν ἴδια τύχη (1 Κορ. 2, 3). Στὸν ‘ Ἄρειο Πάγο ὁ Παῦλος «ἀνακρίθηκε» ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, χλευάστηκε καὶ ἀποπέμφθηκε μὲ προοπτικὴ νὰ ξαναανακριθεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπαφή τους μὲ τὸν Παῦλο οἱ Ἀθηναῖοι δὲν πολυκατάλαβαν τί τοὺς ἔλεγε καὶ θεώρησαν τὰ λόγια του καὶ τὸ κήρυγμά του σπερμολογίες (παραμύθια).

Στὴν Κόρινθο ἔμεινε ἐνάμιση χρόνο κοντὰ στοὺς σκηνοποιοὺς Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα, ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἐξαιτίας τοῦ Κλαυδίου, ὁ ὁποῖος ἐδίωξε ὅλους τους Ἰουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κάθε Σάββατο ὁ Παῦλος κήρυττε στὴ συναγωγή, διαλεγόταν μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες προσηλύτους, καὶ τοὺς ἔπειθε. Ἔτσι στὴν Κόρινθο τὸ κήρυγμά του εἶχε σημαντικὴ ἐπιτυχία. Κοντὰ του τώρα ἦρθαν ἀπὸ τὴ Βέροια ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, ποὺ εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο μὲ τοὺς Βεροιῶτες συνοδοὺς τοῦ Παύλου, ὅταν αὐτοὶ ἄφησαν τὸν Παῦλο στὴν Ἀθήνα καὶ γύρισαν στὴν πατρίδα τους (Πρ. 17, 15. 1 Θεσσ. 3, 1-2. Πρ. 18, 5). Τὰ νέα ἀπὸ τὴ Μακεδονία ἦταν εὐχάριστα (ἡ πίστη στερεωνόταν) καὶ δυσάρεστα (ἡ συμπεριφορὰ τῶν Ἰουδαίων ἀπέναντι στοὺς Χριστιανοὺς ἦταν σκληρή).

Ὁ Παῦλος ἀλλάζει πιὰ στὴν Κόρινθο τακτική, ἐγκαταλείπει τὴ συναγωγὴ καὶ στρέφεται πρὸς τοὺς Ἐθνικούς. Ὁ ἀρχισυνάγωγος Κρίσπος μὲ ὅλους τοὺς δικούς του καὶ πολλοὶ Κορίνθιοι πίστεψαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου.

Καὶ ἐδῶ ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τὸν ἄφησαν ἥσυχο• τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀνθύπατο τῆς Ἀχαΐας Γαλλίωνα, ποὺ ἦρθε τὸ 51, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι προσπαθεῖ νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ μὲ τρόπο ποὺ εἶναι ἀντίθετος στὸ νόμο (Πρ. 18, 13). Ἡ στάση ὅμως τοῦ Γαλλίωνα, νὰ μὴ δώσει σημασία στὶς αἰτιάσεις τῶν Ἰουδαίων, ἦταν ἐνισχυτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Παύλου. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ τελικὰ πλήρωσε γιὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Σωσθένης, ποὺ ἔφαγε ἀρκετὸ ξύλο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους μπροστὰ στὸ δικαστήριο: Ὁ Γαλλίων εἶπε στοὺς ἰουδαίους: Ἂν ἦταν γιὰ κανένα ἀδίκημα ἢ γιὰ ἕνα κακούργημα δόλιο, θὰ ἦταν λογικὸ νὰ σᾶς ἀκούσω, ἰουδαῖοι. Ἐφόσον ὅμως πρόκειται γιὰ θέματα διδασκαλίας καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου δικοῦ σας, τακτοποιῆστε τα μόνοι σας. Δικαστὴς ἐγὼ αὐτῶν τῶν ζητημάτων δὲ θέλω νὰ εἶμαι. Καὶ τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ δικαστήριο. Τότε ὅλοι ἔπιασαν τὸ Σωσθένη τὸν ἀρχισυνάγωγο καὶ τὸν χτυποῦσαν μπροστὰ στὸ δικαστήριο. Ὁ Γαλλίων ὅμως δὲ νοιαζόταν καθόλου γι’ αὐτὰ (Πρ.18, 14-17).

Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀρκετὲς ἀκόμη ἡμέρες στὴν Κόρινθο, καὶ ἀφοῦ εἶχε γράψει τὶς δύο ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς (τὸ 50 καὶ τὸ 51), ἔφυγε γιὰ τὴν Ἔφεσο, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα (Πρ. 18, 18). Στὴν Ἔφεσο ὁ Παῦλος διαλέχτηκε στὴ συναγωγὴ μὲ τοὺς Ἰουδαίους.

Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο κατέβηκε στὴν Καισάρεια, πῆγε, πιθανῶς, γιὰ λίγο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπέστρεψε στὴ βάση τῶν ἐξορμήσεών του, στὴν Ἀντιόχεια (Πρ. 18, 1-23). Φαίνεται ὅτι ἐπῆλθε κάποια διάσταση ἀνάμεσα στὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα καὶ ἴσως ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Σίλας δὲ συνοδεύει τὸν Παῦλο στὸ ἔργο του καὶ ἐμφανίζεται ὡς συνοδὸς καὶ γραμματέας τοῦ Πέτρου (1 Πέτρου 5, 12).

Ὁ Παῦλος, πιστὸς στὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στοὺς Ἐφεσίους ὅτι θὰ τοὺς ξαναδεῖ (Πρ. 18, 21) ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ πέρασε ἀπὸ τὴ Γαλατικὴ χώρα καὶ τὴ Φρυγία γιὰ νὰ ἐνδυναμώσει τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη ἱεραποστολική του πορεία (52-56).

Στὴν Ἔφεσο ἐργάζονταν μὲ ζῆλο δύο ἰδιαίτερα γνωστοί του, ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα, καὶ τὸ ζεῦγος αὐτὸ διαφώτισε σωστὰ τὸν Ἰουδαῖο Ἀπολλώ, λόγιο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν δυνατὸς γνώστης τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε στὴ συναγωγή. Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὁ Ἀπολλὼς πῆγε στὴν Ἀχαΐα, σταλμένος ἀπὸ τοὺς Ἐφεσίους Χριστιανοὺς (Πρ. 18, 23-28). Ὅταν ὁ Ἀπολλὼς ἦταν στὴν Κόρινθο τότε ὁ Παῦλος ἔφτασε στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπὸ τὰ ἐνδότερα μέρη.

Στὴν Ἔφεσο βάφτισε ὁ Παῦλος 12 μαθητὲς ποὺ εἶχαν βαφτιστεῖ προηγουμένως στὸ βάφτισμα τοῦ Ἰωάννη. Ἐπὶ τρεῖς μῆνες ὁ Παῦλος δίδασκε στὴ συναγωγὴ καὶ ὕστερα, ἀφοῦ συνάντησε δυσκολίες, περιόρισε τὴ διδασκαλία του στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ σ’ ὅσους ἔρχονταν στὴ σχολὴ κάποιου Τυράννου. Αὐτὸ κράτησε δύο ὁλόκληρα χρόνια καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ ἄκουσαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας, Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες. Ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο ἀντιμετώπισε πρώην ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ἀβάπτιστους μαθητὲς ποὺ ἀγνοοῦσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθὼς καὶ τοὺς ἑφτὰ ἐξορκιστές, γιοὺς τοῦ Ἰουδαίου ἀρχιερέα Σκευᾶ, ποὺ θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ (Πρ. 19, 1-16).

Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἐτῶν ποὺ ἔμεινε ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο, ἔγιναν πολλὰ ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τίποτα δὲν ἀναφέρεται γιὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὶς Ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. Ἔπειτα δὲν ἀναφέρεται τὸ ἐνδιάμεσο ταξίδι του στὴν Κόρινθο, ὅπου κακοποιήθηκε καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει ἀμέσως στὴν Ἔφεσο. Οὔτε γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Ἰλλυρικὸ (Ρωμ. 15, 19).

Στὶς ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 15, 32, 2 Κορ. 1, 8-10) ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὅτι πάλαιψε μὲ τὰ θηρία στὴν Ἔφεσο καὶ ἀντιμετώπισε βέβαιο θάνατο καὶ ἴσως τὸν ἔσωσε ἡ αὐτοθυσία τοῦ Ἀκύλλα καὶ τῆς Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16, 3-4). Ἴσως αὐτὰ νὰ σημαίνουν ὅτι κατὰ τὰ τρία χρόνια της παραμονῆς του στὴν Ἔφεσο πέρασε ἕνα διάστημα στὴ φυλακή. Ἂν αὐτὸ εἶναι γεγονός, τότε πολὺ πιθανὸ οἱ ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας (Φιλιππισίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα ) νὰ γράφτηκαν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ ὄχι ὕστερα ἀπὸ πέντε περίπου χρόνια ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὅπως δέχεται ἡ παράδοση. Στὴν Ἔφεσο γράφτηκε καὶ ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Γαλάτες.

Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ἔγραψε ὁ Παῦλος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους, γιὰ τὴ χαλαρότητα τῶν ἠθῶν, ποὺ δὲ σώζεται (1 Κορ. 5, 9). Οἱ Κορίνθιοι ἀπάντησαν μὲ ἐπιστολὴ (1 Κορ. 7, 1. 16, 17) καὶ ἔθεσαν διάφορα προβλήματα. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴν Κορίνθια Χλόη (1 Κορ. 1,11) γιὰ τὶς ἔριδες στὴν Κόρινθο. Σ’ αὐτὰ ἀπάντησε ὁ Παῦλος μὲ τὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους. Μὲ αὐτὴ ἀγγέλλεται μετάβαση τοῦ Τιμοθέου στὴν Κόρινθο (1 Κορ. 16, 10) καθὼς καὶ δικό του ταξίδι κοντά τους γιὰ δεύτερη φορά. Στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ὑπέστη ἀτιμωτικὴ προσβολὴ ἀπὸ κάποιο μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Παῦλος ἤθελε νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ Ἀχαΐα καὶ νὰ μεταβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μεταβεῖ στὴν ἄγνωστή του ἀκόμη Ρώμη (Πρ. 19, 21). Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἔστειλε στὴ Μακεδονία τοὺς συνεργάτες του Τιμόθεο καὶ Ἔραστο, αὐτὸς ὅμως καθυστέρησε λίγο στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας (Πρ. 19, 22). Γι’ αὐτὸ τὸ ταξίδι, ποὺ ἦταν σύντομο καὶ ποὺ τὸ ἔκαμε πιθανῶς διὰ θαλάσσης, τίποτα δὲν μᾶς ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.

Μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἔφεσο, ἐξαιτίας τῆς δραστηριότητάς του κατὰ τῶν εἰδώλων, συνάντησε τὴν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ ποὺ ξεσήκωσε ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος καὶ ὅσοι ἦταν δεμένοι συμφεροντολογικὰ μὲ τὴ λατρεία τῆς θεᾶς Ἄρτεμης στὴν πόλη αὐτὴ (Πρ. 19, 24). Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος ἀποχαιρέτησε τοὺς μαθητές του καὶ ἔφυγε γιὰ τὴ Μακεδονία (Πρ. 20, 1). Στὴν Τρωάδα περίμενε μὲ ἀγωνία τὸν Τίτο, στὸν ὁποῖο προηγουμένως εἶχε δώσει ὁδηγίες νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ νὰ συναντηθοῦν στὴν ξακουστὴ αὐτὴ πόλη. Ἐπειδὴ ὁ Τίτος ἄργησε νὰ ἔρθει, ξεκίνησε ὁ Παῦλος γεμάτος ἀνησυχία γιὰ τὴ Μακεδονία. Ἀπὸ τὸν Τίτο, ποὺ τελικὰ τὸν συνάντησε, ἔμαθε ὅτι τὰ περισσότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου ἦταν μὲ τὸ μέρος του. Ἐπίσης ἔμαθε ὅτι ὑπῆρχε πάλι ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες, ποὺ μαζεύτηκαν στὴν Κόρινθο γιὰ νὰ ἐνισχύσουν ἴσως τὴν προϋπάρχουσα μερίδα τοῦ Κηφᾶ. Μὲ αὐτὰ τὰ νέα τοῦ Τίτου ὁ Παῦλος ἔγραψε δεύτερη, αὐστηρὴ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους καὶ τὴν ἔστειλε μὲ τὸν Τίτο καὶ μὲ δύο ἄλλους ἀδελφοὺς (2 Κορ. 8, 16 ἑξ.). Οἱ τρεῖς αὐτοὶ μαθητὲς θὰ συγκέντρωναν καὶ τὴ λογία τῆς Κορίνθου, πρὶν νὰ φτάσει ὁ ἴδιος ἐκεῖ (2 Κορ. 9, 1 ἐξ.).

Τώρα εἶναι ἡ τρίτη φορὰ ποὺ ὁ Παῦλος ἐπισκέπτεται τὴν Κόρινθο, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει (2 Κορ. 2, 1. 12, 14. 13, 1). Στὴν Κόρινθο ἔμεινε τρεῖς μῆνες. Τὸ χειμώνα τοῦ 56 ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ρωμαίους, κινδύνεψε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἀντὶ νὰ πάει κατευθείαν στὴ Συρία ἔκρινε σκόπιμο νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία.

Στὴν ἀκολουθία τοῦ Παύλου ἦταν τώρα ὁ Σώπατρος ἀπὸ τὴ Βέροια, ὁ Ἀρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Γάϊος ἀπὸ τὴ Δέρβη καὶ ὁ Τυχικὸς καὶ ὁ Τρόφιμος ἀπὸ τὴν Ἀσία. Ὅλοι αὐτοὶ ἔφυγαν πιὸ μπροστὰ καὶ περίμεναν στὴν Τρωάδα τὸν Παῦλο μὲ τὸ Λουκᾶ νὰ ἔρθουν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους.

Ἀπὸ τὴν Τρωάδα, ὕστερα ἀπὸ παραμονὴ ἑπτὰ ἡμερῶν, ὁ Παῦλος πῆγε μὲ τὰ πόδια στὴν Ἄσσο, ἐνῶ οἱ συνοδοὶ του πῆγαν στὴν Ἄσσο μὲ πλοῖο γιὰ νὰ παραλάβουν τὸν Παῦλο. Ἀπὸ τὴν Ἄσσο ὅλοι μαζὶ πῆγαν στὴ Μυτιλήνη, πέρασαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χίο, σταμάτησαν στὴ Σάμο, ἔμειναν στὸ ἀκρωτήριο Τρωγύλλιο καὶ ἔπειτα πῆγαν στὴ Μίλητο (Πρ. 20, 13-15).

Δὲ θέλησε ὁ Παῦλος νὰ μεταβεῖ στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσει στὴν Ἀσία, ἀφοῦ ἐπειγόταν νὰ βρίσκεται τὴν Πεντηκοστή τοῦ 57 στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 20, 1-16). Στὴ Μίλητο μίλησε ὁ Παῦλος πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ὁ λόγος του αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τὸ καθημερινὸ ἐντρύφημα τῶν κληρικῶν μας (Πρ. 20, 17-35).

Μὲ πλοῖο ἔφυγαν ἀπὸ τὴ Μίλητο (Πρ. 20, 38), πέρασαν τὴν Κῶ, τὴ Ρόδο καὶ ἔφτασαν στὰ Πάταρα. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆραν ἄλλο πλοῖο φορτηγό, ποὺ πήγαινε γιὰ τὴ Φοινίκη, προσπέρασαν τὴν Κύπρο καὶ κατέβηκαν στὴν Τύρο, ὅπου ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες κοντὰ στοὺς Χριστιανούς. Μὲ πλοῖο ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Καισάρεια καὶ κατέλυσαν στὸ σπίτι τοῦ διακόνου Φιλίππου. Ἐδῶ ὁ προφήτης Ἄγαβος εἶπε στὸν Παῦλο ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ρωμαίους. Ὁ Παῦλος ὅμως παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν συνοδῶν του καὶ τῶν Χριστιανῶν τῆς Καισάρειας ἀποφάσισε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ πάθει γιὰ τὸ Χριστὸ (Πρ. 21,1-14).

Στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ξεσηκώθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, σώθηκε ὁ Παῦλος ἀπὸ βέβαιο θάνατο ἀπὸ τὸ Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία, ποὺ τὸν ἔστειλε μὲ συνοδεία στὴν ἕδρα τοῦ Ρωμαίου διοικητῆ τῆς Καισαρείας Φήλικα (Πρ. 21, 15-23, 33).

Ὁ Φήλικας κράτησε τὸν Παῦλο στὴ φυλακὴ δύο χρόνια, ἀπὸ τὸ 57 μέχρι τὸ 59 (Πρ. 23, 34-24, 27). Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ζήτησαν ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Φήλικα Πόρκιο Φῆστο νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Παῦλο γιὰ νὰ τὸν δικάσουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε ὁ Παῦλος ἀπαίτησε νὰ δικαστεῖ, ὡς ρωμαῖος πολίτης ποὺ ἦταν, πρὸ τοῦ βήματος τοῦ καίσαρα (Πρ. 25, 1-26, 32).

Τὸ ταξίδι τοῦ Παύλου γιὰ τὴ Ρώμη, στὸ ὁποῖο τὸν συνόδεψαν οἱ συνεργάτες του Λουκᾶς καὶ Ἀρίσταρχος, ἀρχίζει ἀπὸ τὶς Πράξεις 27, 1 ἑξ. Ἡ Σιδώνα καὶ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας ἦταν οἱ δύο πρῶτοι σταθμοί. Στὰ Μύρα ἄλλαξαν πλοῖο καὶ μὲ τὸ νέο προσάραξαν στοὺς Καλοὺς Λιμένες τῆς Κρήτης. Ὁ ἑπόμενος σταθμὸς ἦταν τὸ νησὶ Μελίτη. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μῆνες μὲ ἄλλο πλοῖο πῆγαν στὶς Συρακοῦσες, ὅπου ἔμειναν τρεῖς ἡμέρες. Τὸ Ρήγιο καὶ οἱ Ποτίολοι ἦταν οἱ δύο ἄλλοι σύντομοι σταθμοί. Ὁ τελευταῖος σταθμὸς ἦταν ἡ Ρώμη. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης, ὅταν ἔμαθαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Παύλου, βγῆκαν μέχρι τὸν Ἄππιο Φόρο καὶ τὶς Τρεῖς Ταβέρνες γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσουν.

Στὴ Ρώμη ἐπέτρεψαν τὸν Παῦλο νὰ μείνει σὲ ἰδιωτικὸ κατάλυμα μαζὶ μὲ τὸ στρατιώτη ποὺ τὸν φύλαγε. Ὁ Παῦλος ἔμεινε μία ὁλόκληρη διετία (59-61) σὲ ἰδιαίτερη νοικιασμένη κατοικία, ὅπου δεχόταν ὅλους ὅσοι τὸν ἐπισκέπτονταν, κήρυττε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δίδασκε γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν παρρησία καὶ χωρὶς κανένα ἐμπόδιο (Πρ. 28, 30-31). Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τελειώνει ἡ διήγηση τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.

Ἀπὸ τὴν παραμονὴ αὐτὴ τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη προέρχεται ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ἐφεσίους καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ οἱ ἄλλες ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας, ὅπως λέγονται.

Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος, ἀφοῦ δικάστηκε καὶ ἀπαλλάχτηκε, ἐπιχείρησε καὶ τέταρτη περιοδεία (61-64;). Κατὰ τὸν Κλήμεντα Ρώμης (Πρὸς Κορινθίους 5, 7), ὁ Παῦλος ταξίδεψε μέχρις ἐσχάτων της Δύσεως, ποὺ γιὰ μερικοὺς νοεῖται ἡ Ἱσπανία, ἐνῶ ἀπὸ τὶς ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς (1 καὶ 2 Τιμόθεο καὶ Τίτο) φαίνεται ὅτι ταξίδεψε στὴν Ἀνατολὴ (Μ. Ἀσία, Κρήτη, Μακεδονία, Ἰλλυρικὸ) γιὰ νὰ καταλήξει πάλι στὴ Ρώμη, πιθανῶς τὸν Ἰούλιο τοῦ 64.

Ὁ διωγμὸς τοῦ Νέρωνα βρῆκε τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ οἱ διαβολὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ Ἰουδαιοχριστιανῶν τῆς Ρώμης ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ὅτι ἦταν δῆθεν ὑπαίτιοι γιὰ τὴν πυρκαϊὰ τῆς Ρώμης, εἶχαν στόχο νὰ στρέψουν τὴ μανία τοῦ ἀνισόρροπου αὐτοκράτορα ἐναντίον τους.

Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος δὲ γλίτωσαν τὸ θάνατο. Ἔτσι πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὁ Παῦλος θανατώθηκε τὸ φθινόπωρο καὶ μάλιστα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 64.

Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος κάνει ἕνα σύντομο ἀπολογισμὸ τῶν δυσκολιῶν ποὺ συνάντησε, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του στοὺς Κορινθίους: Μόχθησα πιὸ πολὺ ἀπὸ αὐτοὺς (τοὺς ψευτοαποστόλους), φυλακίστηκα περισσότερες φορές, μὲ χτύπησαν μὲ ἀφάνταστη ἀγριότητα, κινδύνεψα πολλὲς φορὲς νὰ θανατωθῶ. Πέντε φορὲς μαστιγώθηκα ἀπὸ Ἰουδαίους μὲ τὰ τριάντα ἐννιὰ μαστιγώματα. Τρεῖς φορὲς μὲ τιμώρησαν μὲ ραβδισμούς, μία φορὰ μὲ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορὲς ναυάγησα, ἕνα μερόνυχτο ἔμεινα ναυαγὸς στὸ πέλαγος. Ἔκανα πολλὲς κοπιαστικὲς ὁδοιπορίες, διάβηκα ἐπικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα ἀπὸ ληστές, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ὁμογενεῖς μου Ἰουδαίους, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, πέρασα κινδύνους σὲ πόλεις, κινδύνους σὲ ἐρημιές, κινδύνους στὴ θάλασσα, κινδύνεψα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ὑποκρίνονταν τοὺς ἀδερφούς. Κοπίασα καὶ μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλὲς φορές, πείνασα, δίψασα, πολλὲς φορές μοῦ ἔλειψε ἐντελῶς τὸ φαγητό, ξεπάγιασα καὶ δὲν εἶχα ροῦχα νὰ φορέσω. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα εἶχα καὶ τὴν καθημερινὴ πίεση τῶν ἐχθρῶν μου καὶ τὴ φροντίδα γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ποιανοῦ ἡ πίστη ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ κι ἐγώ; Ποιὸς ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ καὶ δὲν ὑποφέρω κι ἐγώ; Ἂν πρέπει νὰ καυχηθῶ, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὰ παθήματά μου. Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ – ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομά του στοὺς αἰῶνες – ξέρει ὅτι δὲ λέω ψέματα (2 Κορ. 11, 23-31).

2.

‘Το σκεύος της εκλογής”

Του Σεβασμωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ, Υπερτίμου και Εξάρχου Άνω Μακεδονίας

«Παύλος, δούλος Ιησού Χριστού, κλητός απόστολος»1.

«Ο του Παραδείσου πολίτης,
Ο εις τρίτον αρπαγείς ουρανόν,
Ο των απορρήτων τω Θεώ κοινωνήσας,
Ο πλέον των Αποστόλων απάντων κοπιάσας,
Το σκεύος της εκλογής,
Ο κήρυξ των εθνών,

Ο γην και θάλατταν περιδραμών και πανταχού τρόπαια στήσας της ιδίας ανδρείας»2,

Παύλος, ο Απόστολος της Ελλάδος και φωτιστής της Μακεδονίας, μαζί με τον πρωτοκορυφαίο Απόστολο Πέτρο μονοπωλούν και πάλι τη σκέψη όλων μας, μα πολύ περισσότερο την καρδιά μας, αφού αξιωνόμαστε έπειτα από πολυήμερη νηστεία σχεδόν άγνωστη στους πολλούς, να γιορτάσουμε την πάμφωτη μνήμη τους. Είναι αδύνατο κανείς να μιλήσει για την ουρανομήκη αυτή μορφή χρησιμοποιώντας δικό του λεξιλόγιο και δικές του εκφράσεις, γιατί απλούστατα θα μειώσει κατά πολύ τη μορφή του Αποστόλου. Γι’ αυτό και πάλι θα χρησιμοποιήσουμε ως οδηγό στον άτεχνο αυτό λόγο μας τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, αφού «στόμα Χριστού Παύλος, στόμα δε Παύλου Χρυσόστομος»3.

Τι ήταν ο Απόστολος Παύλος για τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο; Άνθρωπος με πολλή αγάπη. Η αγάπη στο πρόσωπο του Χριστού τον έκανε επίγειο άγγελο και ουράνιο άνθρωπο. «Και ο Παύλος ήταν άνθρωπος έχοντας την ίδια με μας φύση και όλα τα άλλα κοινά, αλλ’ επειδή έδειξε πολλή αγάπη για το Χριστό, ξεπέρασε τους ουρανούς και στάθηκε μαζί με τους αγγέλους. Επομένως αν θελήσουμε και εμείς να εγερθούμε λίγο και ν’ ανάψουμε μέσα μας τη φωτιά εκείνη, θα μπορέσουμε να μιμηθούμε τον άγιο εκείνον. Γιατί βέβαια, αν ήταν αδύνατο αυτό, δε θα φώναζε “γίνεσθε μιμητές μου, όπως είμαι και εγώ του Χριστού”»4.

Μάλιστα, ο ιερός πατήρ προσπαθεί να βρει ένα στοιχείο με το οποίο να συγκρίνει την ψυχή του Αποστόλου, την οποία ονομάζει χρυσή και αδαμάντινη. «Και γαρ αδάμαντος ην παντός στερρωτέρα και χρυσού και λίθων τιμίων τιμιωτέρα»5. Και συμπεραίνει πως με κανένα από αυτά που υπάρχουν δεν μπορεί να συγκριθεί η ψυχή του χριστοκήρυκος Παύλου.

«Σύγκρινε όλο τον κόσμο και τότε θα δεις ότι η ψυχή του Παύλου έχει περισσότερη αξία. … Πραγματικά ήταν πιο άξιος απ’ όλους. Εάν λοιπόν ο κόσμος δεν ήταν ισάξιος του Παύλου, ποιός ήταν ισάξιός του; Μήπως ο ουρανός; Αλλά και αυτό είναι μικρό. Γιατί αφού αυτός από τον ουρανό και τα ευρισκόμενα στους ουρανούς προτίμησε την αγάπη του Κυρίου, πολύ περισσότερο ο Κύριος που είναι τόσο αγαθότερος απ’ αυτόν όσο η αγαθότητα από την πονηρία, θα τον προτιμήσει αυτόν από άπειρους ουρανούς»6.

Εκείνο όμως το οποίο μας συγκινεί ιδιαίτερα κάθε φορά που τον ακούμε να μας εκφράζει την δική του αποστολική εμπειρία μέσα από τα αποστολικά αναγνώσματα, τα οποία σαν πολύτιμη παρακαταθήκη κρατάει η αγία μας Εκκλησία, είναι τα στίγματα του Ιησού Χριστού.

«Του λοιπού κόπους μοι μηδείς παρεχέτω· εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου βαστάζω»7.

  1. Τα στίγματα του Ιησού Χριστού

Είναι το επιχείρημα, το οποίο επιστρατεύει για να πείσει τους Γαλάτες να επιστρέψουν στο Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. Και όπως πολλές φορές στο παρελθόν, προκειμένου να τους δείξει ότι προσέφερε αδάπανα το Ευαγγέλιο χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την ενασχόλησή του με την τέχνη του σκηνοποιού, τώρα τους αποκαλύπτει τις πληγές και τα τραύματα από τα βασανιστήρια που υπέμεινε για το όνομα του Χριστού.

Πόσο συγκλονιστική είναι η απολογία του στους Κορινθίους της εποχής του! «Τρις ερραβδίσθην, άπαξ ελιθάσθην, τρις εναυάγησα, νυχθημερόν τν τω βυθώ πεποίηκα· οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδελφοίς· εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι»8. Και όπως ο Χριστός, για να πείσει του Μαθητές Του, έδειξε τα χέρια Του και τους τύπους των ήλων λέγοντας : «ψηλαφήσετέ με και ίδετε»9· όπως προσκαλεί τον απιστούντα Θωμά «να βάλει την χείρα του εις την πλευράν Του»10, έτσι και ο Απόστολος, για να κάνει πιστευτό το Ευαγγέλιο, φανερώνει τις πληγές και τα στίγματά του.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι αποκαλυπτικός και πάλι : «Λαμπρότερον από κάθε λόγον, από κάθε φωνήν απολογούμαι δι’ αυτών (των στιγμάτων), λέγει. Διότι αυτά εκβάλλουν φωνήν ισχυροτέραν από την φωνήν της σάλπιγγος προς εκείνους οι οποίοι αντιλέγουν και λέγουν ότι υποκρίνομαι ως προς την πίστιν και ότι λέγω κάτι δια να αρέσω στους ανθρώπους. Διότι ούτε εάν κανείς έβλεπε στρατιώτην να εξέρχεται της παρατάξεως αιματωμένος και να έχει αμέτρητα τραύματα θα ηνείχετο να κατηγορή αυτόν ως δειλόν και προδότην ενώ φέρει εις το σώμα του την απόδειξιν της ανδραγαθίας»11.

  1. Τα στίγματα του Ιησού Χριστού

Τα στίγματα του Χριστού είναι η αγάπη του Αποστόλου για τον Εσταυρωμένο · Αυτόν που συνάντησε στο δρόμο της Δαμασκού και ο Οποίος, αφού τον έβγαλε από την αγνωσία και το σκότος στο οποίο βρισκόταν, τον κάλεσε να γίνει Απόστολος και κήρυκας των Εθνών, «του βαστάσαι το όνομά μου»12.

Τα στίγματα του Χριστού είναι η προσπάθεια του Αποστόλου να αντιγράψει στη ζωή του τη ζωή του Χριστού και ιδιαίτερα τη Σταύρωση αλλά και την Ανάστασή Του : «Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα»13. Για να μπορεί κανείς δηλαδή να αναστηθεί, θα πρέπει προηγουμένως να σηκώσει το δικό του σταυρό, να φθάσει στην ώρα της σταυρώσεως, να πεθάνει για τον κόσμο και την αμαρτία του κόσμου, να υπομείνει θλίψεις και δοκιμασίες για τη Βασιλεία των Ουρανών και συγχρόνως να συναναστηθεί με το Δεσπότη Χριστό.

Ο Άγιος Κλήμης Επίσκοπος Ρώμης, λίγο μετά το μαρτύριο του Αποστόλου Παύλου, περιγράφει λιτά αυτά τα στίγματα του Αποστόλου καθώς και τους πόνους του Αποστόλου Πέτρου : «δια ζήλον και φθόνον οι μέγιστοι και δικαιότατοι στύλοι εδιώχθησαν και έως θανάτου ήθλησαν. Λάβωμεν προ οφθαλμών ημών τους αγαθούς αποστόλους• Πέτρον, ός δια ζήλον άδικον ουχ ένα ουδέ δύο, αλλά πλείονας υπήνεγκεν πόνους και ούτω μαρτυρήσας επορεύθη εις τον οφειλόμενον τόπον της δόξης. Δια ζήλον και έριν Παύλος υπομονής βραβείον υπέδειξεν, επτάκις δεσμά φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς, κήρυξ γενόμενος εν τε τη ανατολή και εν τη δύσει, το γενναίον της πίστεως αυτού κλέος έλαβεν. Δικαιοσύνην διδάξας όλον τον κόσμον, και επί το τέρμα της δύσεως ελθών και μαρτυρήσας επί των ηγουμένων, ούτως απηλλάγη του κόσμου και εις τον άγιον τόπον ανελήφθη, υπομονής γενόμενος μέγιστος υπογραμμός»14. Άλλωστε «μόνο εκείνοι που είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι αυτό που κηρύττουν και διδάσκουν είναι αλήθεια, μόνο αυτοί αποδέχονται να διωχθούν και να πάθουν δι’ αυτή»15.

  1. Τα στίγματα του Ιησού Χριστού

Ο φοβερός λόγος του Αποστόλου Παύλου για τα στίγματα του Χριστού που φέρει στο σώμα του, μάς υποβάλλει συγχρόνως και πολλά ερωτήματα για την εποχή μας, κατά την οποία επικρατεί η ραθυμία, η καλοπέραση, η φιλαυτία, ο εγωισμός, το αντιπατερικό και αντιησυχαστικό πνεύμα, η παγκοσμιοποίηση και όλα εκείνα τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί ο κόσμος της αμαρτίας, με σκοπό να μας πείσει να εγκαταλείψουμε το ομολογιακό φρόνημα και την αγάπη στο πρόσωπο του Χριστού.

Είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε τη λοιδορία και τις προσβολές του κόσμου και να ομολογούμε Ιησούν «Χριστόν εσταυρωμένον»16;

Είμαστε έτοιμοι να υποβληθούμε σε κόπους, προσφορές και θυσίες μέσα από το πνεύμα της ανιδιοτελούς αγάπης το οποίο διδάσκει η Εκκλησία ώστε να ανακουφίσουμε τον κουρασμένο οδοιπόρο αυτής της ζωής, χωρίς βέβαια να περιμένουμε κανέναν έπαινο, πολύ δε περισσότερο καμία ανταπόδοση;

Είμαστε έτοιμοι να ομολογήσουμε την «άπαξ παραδοθείσαν τοις αγίοις πίστιν»17, την μοναδικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την εμμονή μας στη ζωογόνο Παράδοσή μας, τον τρόπο ζωής και τη μέθοδο θεραπείας που προσφέρει στον πεπτωκότα και ασθενή άνθρωπο;

Είμαστε έτοιμοι να φέρουμε στο σώμα μας, μα πολύ περισσότερο στην καρδιά μας, τα στίγματα του Ιησού Χριστού;

Είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τη θέση, την οποία κατέχουμε, προκειμένου να μην προδώσουμε τις αρχές μας, τις ιδέες μας και κυρίως το Ευαγγέλιο, που είναι για τον καθένα μας γνώμονας σωτηρίας;

Αυτά τα στίγματα αποτελούν τεκμήρια αγάπης στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά και απόδειξη της πίστεώς μας, μια πίστη που οφείλει να μην είναι πλασματική, θεωρητική, ψεύτικη και νεκρή, αλλά ζώσα, έμπρακτη και σώζουσα, ώστε να μπορούμε να εισέλθουμε θριαμβευτές στη Βασιλεία των Ουρανών και να συμβασιλεύσουμε μαζί Του. «Ει γαρ συναπεθάνομεν και συζήσομεν· ει υπομένομεν και συμβασιλεύσομεν»18. Άλλος δρόμος εκτός από αυτόν δεν υπάρχει.

Φωστήρα τρισμέγιστε της οικουμένης, Απόστολε Παύλε, συ, «ο πυρός θερμότερος, ο σιδήρου ευτονώτερος και ο αδάμαντος στερρότερος»19, ικέτευε τον Δεσπότη Χριστό να παράσχει στις ψυχές μας άφεση αμαρτιών.

Είναι το μόνο που μπορούμε να ζητήσουμε την ώρα αυτή…

1 Ρωμ. 1,1

2 Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ομιλία λεχθείσα εν τω Ναώ της Αγίας Ειρήνης, ΕΠΕ 33,268

3 Παρασκευή Τάτση, Ο Απόστολος Παύλος κατά τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο – Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 32

4 Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Στην προς Ρωμαίους επιστολή – Ομιλία ΛΓ’, ΕΠΕ 17,735

5 Του ιδίου, Εις τον Άγιον Απόστολον Παύλον – Ομιλία Β’, ΕΠΕ 36,427

6 ο.π.

7 Γαλ. 6,17

8 Β’ Κορ. 11,25-27

10 πρβλ. Ιω. 20,27

11 Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις την προς Γαλάτας – Κεφάλαιο ΣΤ’ 1-18, ΕΠΕ 20,407

12 Πρξ. 9,15

13 Ρωμ. 6,5

14 Κλήμης Ρώμης, Πρώτη Κλήμεντος προς Κορινθίους, κεφ. 5, Αποστολικοι Πατέρες ΕΠΕ 3,270

15 αυτόθι

16 Α’ Κορ. 1,23

17 Ιούδα 3

18 Β’ Τιμ. 2,11-12

19 Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ομιλία λεχθείσα εν τω Ναώ της Αγίας Ειρήνης, ΕΠΕ 33,270

 

9 Λκ. 24,39

3.

Ο Απόστολος Παύλος και το όραμά του

Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Παῦλος, ἀπόστολος, ἀποστολή, ἱεραποστολή, ἔννοιες πνευματικῶς ταυτόσημες. Καί δέν θά μποροῦσε νά ἦταν διαφορετικά γιά τήν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο.

Ὁ οὐρανοβάμων ζεῖ καί κινεῖται μέσα στό πνεῦμα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: «Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. 28, 19).

Αὐτός ὁ ἱερός πόθος τῆς μεταδόσεως στούς συνανθρώπους του τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος τόν συνέχει σ᾿ ὅλη του τή ζωή. Ζεῖ διαρκῶς μετά τήν ἐπιστροφή του εἰς Χριστόν μέ τό θαῦμα τῆς Δαμασκοῦ μέ ἰσχυροτάτην τήν συναίσθηση τῆς ἱερᾶς του ἀποστολῆς.

«Ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται· οὐαί δέ μοι ἐστίν, ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι» (Α’ Κορ. 9, 16) θά γράψει πρός τούς Κορινθίους καί προς τούς Ρωμαίους θα πεῖ: «Ἕλλησί τε καί βαρβάροις, σοφοῖς τε καί ἀνοήτοις ὀφειλέτης εἰμί» (Ρωμ. 1, 14). Ὅραμά του ἦταν ἡ ἱεραποστολή.

Ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, τήν Ἀθήνα, τήν Ρώμη, μέχρι καί τήν Ἰσπανία ὁ Παῦλος δέν θά παύσει νά κηρύττει Χριστόν Ἑσταυρωμένον καί Ἀναστάντα καί νά μεταφέρει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τήν χριστιανική ἐλπίδα τήν εἰρήνη καί τήν καταλλαγή μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν.

Ὁ Θεός τοῦ δείχνει τόν ἱεραποστολικό δρόμο καί «δεδεμένος τῷ Πνεύματι», ἐκεῖνος πορεύεται. Θά περιοδεύσει ἀνά τήν οἰκουμένη χωρίς νά μετρήσει θυσίες, κόπους, διώξεις, ταλαιπωρίες. Ὡραιότατα, ὁ ἱερός Χρυσόστομος θά πεῖ, ὅτι «ὡς πτηνόν τήν οἰκουμένην ἔδραμε».

Εἰδικότερα, ὁ Ἀπ. Παῦλος διοργάνωσε τέσσαρες μεγάλες ἀποστολικές περιοδεῖες. Κέντρον του ἔχει τήν μεγάλη πόλη τῆς Ἀντιόχειας καί ὀργανώνει τό ἱεραποστολικό του ἔργον συστηματικά, ποιμαντικά, οἰκοδομητικά, καθοδηγούμενος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν σ᾿ Ἀνατολή καί Δύση.

Ἡ ἱεραποστολή γιά τόν Παῦλο δέν εἶναι δευτερευούσης σημασίας ἐργασία. Εἶναι γι᾿ αὐτόν ἕνας ἀκατάπαυστος ἀγώνας «νυκτός καί ἡμέρας».

Εἴτε μέ τό φλογερό του κήρυγμα, εἴτε μέ τίς ἐπιστολές του, εἴτε μέ τίς ἐπισκέψεις καί ἀτομικές ἐπικοινωνίες κυριολεκτικά δίνεται ὁλόκληρος γιά τόν ἄλλον, τόν κάθε ἄλλον πού εἶναι ἀδελφός του ἐν Χριστῷ.

Γιά τόν Ἀπόστολο οἱ πιστοί εἶναι ἀδελφοί του ἀγαπητοί καί ἐπιπόθητοι, χαρά καί στέφανός του. Ὑπέροχα τόν ἐγκωμιάζει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος ὅταν γράφει: «Ἕνας ἄνθρωπος αὐτός κατέκτησε ὅλην τήν οἰκουμένην καί μετέστρεψε ὅλους εἰς τήν μίαν γλῶσσαν τῆς ἀληθείας. Καί ὡσάν λέων πού βρυχᾶται καί νομίζεις ὅτι βγάζει φωτιά ἀπό τό στόμα ἔτσι καί ὁ Παῦλος ἦτο ἀσυγκράτητος, καί ἀπό τόπου εἰς τόπον μετεπήδα συνεχῶς. Ἔτρεξε πρός τούς τούτους, ἦλθεν εἰς ἐκείνους, ἔφυγε διά τούς μέν, ἐπέταξε πρός τούς δέ ταχύτερος καί ἀπό τόν ἄνεμον. Ὡσάν νά ἦτο ἡ οἰκουμένη ὅλη ἕνα σπίτι ἤ ἕνα πλοῖον τήν ἐκυβέρνα. Καί τούς μέν ἐβάπτιζε, ἀφοῦ τούς ἀνέσυρε ἀπό τήν θάλασσαν τοῦ κακοῦ, τούς δέ κλονιζομένους ἐστήριζε, τούς ναύτας τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας καθωδήγει. Εἰς τά πηδάλια ἐκάθητο, τήν πλώρην ἐπώπτευε, τά σχοινία ἐτέντωνε, τά κουπιά ἔπιανε. Τά ἱστία ἄνοιγε ἤ ἐμάζευε, πρός τόν οὐρανόν ἔβλεπε. Ἦτο αὐτός μέσα σ᾿ ὅλα. Καί ναύτης καί κυβερνήτης καί πλώρη καί πανιά καί πλοῖον. Καί τά πάντα ὑπέμεινε διά νά ἀπαλλάξῃ τούς ἄλλους ἀπό τό κακό». Τελικά, ὁ πόθος του ἦταν πόθος ἱερότατος. Μόχθος καί πόθος νά καθοδηγήσει τούς ἀκροατές του στόν ἀληθινό Θεό καί νά παραστήσῃ «πάντα ἄνθρωπον τέλειον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Κολ. 1, 28). Αὐτή ἦταν ἡ ὑψηλή ἀποστολή του.

Ἡ πρώτη ἀποστολική περιοδεία του περιέλαβε τήν Κύπρο, τήν Πέργη τῆς Παμφυλίας, τήν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, τήν Λυκαονία, τό Ἰκόνιον, τά Λύστρα, τήν Δέρβη. Συγκεκριμένες πληροφορίες γιά τό ἀποστολικό αὐτό ταξίδι δίνουν τά κεφάλαια 13 καί 14 τοῦ βιβλίου τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων».

Ἡ πρώτη αὐτή περιοδεία εἶχε μάλιστα μεγάλη ἐπιτυχία καθ᾿ ὅτι δημιουργήθηκαν πολλές χριστιανικές κοινότητες καί ἱδρύθηκαν πολλές ἐκκλησίες ἀποτελουμένων κυρίως ἐξ ἐθνικῶν.

Ἡ δεύτερη ἀποστολική περιοδεία εἶχε στό πρόγραμμά της τήν Κιλικία, τήν Φρυγία, τήν Γαλατική χώρα, τήν περιοχήν τῆς Τρωάδος. Στήν Τρωάδα ἀξίζει νά μείνουμε κάπως περισσότερο. Στήν πόλη αὐτή ὁ Ἀπόστολος καθοδηγεῖται λίαν ἐμφαντικῶς ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἕνας ἄνδρας Μακεδών ἐνεφανίσθη κατ᾿ ὄναρ στόν Παῦλο λέγοντάς του: «Διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» (Πράξ. 16, 10). Ἐδῶ κρύπτεται ἡ ἀρχή τῆς διαδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ στή Δύση καί ἀνοίγονται οἱ πύλες τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου γιά νά ἔλθει τό φῶς τῆς νέας πίστεως.

Ἀπό τήν Τρωάδα ἔρχεται εἰς Φιλίππους και διά μέσου τῆς Ἀμφιπόλεως καί τῆς Ἀπολλωνίας καταφθάνει στήν Θεσσαλονίκη καί ἀπό ἐκεῖ στή Βέροια.

Ἀκολουθεῖ τό ταξίδι στό ἰοστεφές ἄστυ, στό «τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης ἔρεισμα» στήν Ἀθήνα. Μέ τόν περίφημο λόγο του πρός τούς Ἀθηναίους στόν Ἄρειο Πάγο, παρά τήν πρώτη μικρή χριστιανική ὁμάδα πού σχηματίσθηκε ἡ εἰδωλολατρία παρέμεινε.

Ὡστόσο βαθμηδόν τά ποικιλώνυμα φιλοσοφικά συστήματα ἀντικαθίστανται ἀπό τήν αἰώνια ἀλήθεια καί τήν ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Παῦλος ἀντιπαραβάλλει τό χριστιανικό πνεῦμα πρός τήν τυπικότητα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ νόμου καί τήν κενότητα τῆς εἰδωλολατρίας. Ἐξαγγέλει τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ ὡς δύναμη καί σοφία Θεοῦ ἔναντι τῆς ὀρθολογιζούσης ἑλληνικῆς σκέψεως πού τό βλέπει ὡς «μωρία» καί τοῦ ἰουδαϊκοῦ νομικισμοῦ πού τό χαρακτηρίζει ὡς «σκάνδαλον».

Ὁ «ἄγνωστος Θεός» πλέον καθίσταται γνωστός. Ἡ δευτέρα του αὐτή ἀποστολική περιοδεία καταλήγει μέ τήν ἐπίσκεψη καί παραμονή του στήν Κόρινθο, ὅπου θά ἐργασθεῖ σκληρά καί θά γράψει τίς δύο πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολές του.

Ἡ τρίτη ἀποστολική περιοδεία περιέλαβε τήν Ἔφεσο καί ἄλλα μέρη τῆς Μ. Ἀσίας ὡς ἐπίσης καί πάλιν περιοχές καί πόλεις τῆς Ἑλλάδος, ἐνῶ ἡ τέταρτη περιοδεία ἁπλώθηκε ἀπό τήν Μ. Ἀσία, Ἑλλάδα, Ρώμη μέχρι καί τήν Ἰσπανία.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πράγματι κατέστη ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καί ἡ προσωπικότης του εἶναι μεγάλη μέσα στήν ἱστορία τοῦ πνεύματος τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἡ θεολογία του ἐμπνέει καί μυσταγωγεῖ τίς ψυχές καί τό κήρυγμά του παρηγορεῖ, ἐνισχύει καί συγκινεῖ. Τά γραπτά του μποροῦν «ἐν τοῖς πράγμασι», νά καταστοῦν βίωμα καί καθημερινή πράξη δίδοντας νόημα στήν ἀνθρώπινη ζωή. Καί τοῦτο γιατί ὁ ἴδιος ζοῦσε ἐν τῷ Χριστῷ καί ὁ Χριστός ἔζη ἐν αὐτῷ.

Ἦταν μία ὁλοζώντανη προβολή τοῦ Χριστοῦ πρός τά ἔθνη. Ἡ ὑπακοή του στή θεία βούληση εἶναι τό βασικό του γνώρισμα ὡς ἀποστόλου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Εἶχε πάντοτε βαθύτατη ὑπαρξιακή συναίσθηση τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς στήν ὁποία κλήθηκε ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἴδιος χαρακτηρίζει τόν ἀγῶνα του μέ τά ρήματα «τρέχω», «πυκτεύω», «θηριομαχῶ». Εἶχε τό πάθος τοῦ προφήτη, τήν τέχνη τοῦ παιδαγωγοῦ, τήν ἀγάπη τοῦ πατέρα. Γι᾿ αὐτό καί ἔγινε «τοῖς πᾶσι τά πάντα».

Ὁ Παῦλος εἶναι οἰκουμενικός διδάσκαλος. Εἶναι ὁ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ στυλοβάτης. Εἶναι τῆς Ἑλλάδος Ἀπόστολος καί στήριγμα, καύχημα καί δόξα.

4.

ΠΑΥΛΟΣ:Ο Μέγας Απόστολος των Εθνών

ΛΑΜΠΡΟΥ ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος δεν ανήκε στη χορεία των δώδεκα Αποστόλων. Δε γνώρισε τον Κύριο όσο ζούσε στη γη, αλλά αποκαλύφτηκε κατόπιν σε αυτόν και κλήθηκε να γίνει απόστολός Του, όντας αυτός πολέμιος της Εκκλησίας.

Γεννήθηκε γύρω στο 15 μ. Χ. στην Ταρσό της Κιλικίας από Ιουδαίους γονείς. Ονομαζόταν Σαούλ, έχοντας και το ρωμαϊκό όνομα Παύλος. Οι εύποροι γονείς του έδωσαν υψηλή παιδεία. Επίσης το αξιόλογο ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού επέδρασαν θετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ανήκε δε στην αίρεση των Φαρισαίων.

 

Γύρω στο 34 μ. Χ. βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ να σπουδάζει κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ. Ο νεαρός φαρισαίος Παύλος έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη διάσωση της θρησκείας του. Τον συναντούμε συμμέτοχο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου και λίγο αργότερα φανατισμένο διώκτη των Χριστιανών. Παρασυρμένος από τον υπέρμετρο ζήλου του και το μίσος του κατά των πιστών του Ιησού, ζήτησε από τον αρχιερέα να τεθεί επικεφαλής αποσπάσματος, που θα βάδιζε προς τη Δαμασκό, για να συλλάβει  τους εκεί Ιουδαίους που είχαν γίνει Χριστιανοί και να τους σύρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ.

Όμως καθ’ οδόν είδε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον τύφλωσε. Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;». Ο τρομοκρατημένος Παύλος ρώτησε: «ποιος είσαι Κύριε;» και απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς τον οποίο εσύ διώκεις» (Παρξ.9,4-6). Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός συντάραξε τον Παύλο, μετανόησε και αφού μπήκε στην πόλη συναντήθηκε με τον επί κεφαλής της Εκκλησίας Ανανία, ο οποίος τον θεράπευσε θαυματουργικά από την τύφλωση, τον κατήχησε και τον βάπτισε.

Από τότε ο Παύλος έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ύστερα από μια επιμελή προετοιμασία ανέλαβε να εκχριστιανίσει τους εθνικούς, δηλαδή τους μη Ιουδαίους. Μετά την απόσυρσή του στην έρημο της Αραβίας και με συνοδεία του Βαρνάβα και του Μάρκου, ξεκίνησε το 48 μ. Χ. για την πρώτη αποστολική περιοδεία του. Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και ύστερα η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν εκκλησίες. Κατόπιν διάβηκαν στην Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στο Ικόνιο, τα Λύστρα, την Δέρβη και αλλού. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία. Σε όλες τις πόλεις ίδρυσαν τοπικές εκκλησίες. Μέσω της Αττάλειας επέστρεψαν στην Αντιόχεια.

Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48 μ. Χ.), η οποία έλυσε σοβαρά θέματα ιεραποστολής. Σε αυτή ο Παύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κατόρθωσε να πείσει ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και πως η χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο, που συντάσσεται με το Χριστό. Πως ο αναγκαστικός νόμος της Παλαιάς Διαθήκης παραχώρησε τη θέση του στην ελευθερία της χάρητος του Θεού.

Ύστερα με συνεργάτη του τον Σίλα αναχώρησε για την δεύτερη αποστολική περιοδεία του.   Μέσω της Συρίας και Κιλικίας περιόδευσε τις πόλεις της Ασίας Δέρβη και Λύστρα. Εκεί συνάντησαν τον ευσεβή νέο Τιμόθεο, το οποίο πήραν και μαζί τους. Διάβηκαν την Φρυγία, την Γαλατία, έφτασαν στην Μυσία και ακολούθως στην Τρωάδα. Κατόπιν οράματος πέρασαν στην Μακεδονία και ίδρυσαν εκκλησίες στους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο, στην οποία έμειναν περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι του Ακύλα και της Πρισκίλας. Με το τέλος και της δεύτερης περιοδείας ο Παύλος έφτασε στην Έφεσο και από εκεί μέσω Καισάρειας στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια.

Σύντομα πραγματοποίησε την Τρίτη αποστολική περιοδεία του. Επισκέφτηκε την Γαλατία, την Φρυγία και κατέληξε στην Έφεσο, όπου έμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας και στηρίζοντας τους πιστούς. Μετά ήλθε στην Τρωάδα, πέρασε ξανά στους Φιλίππους, στην Θεσσαλονίκη, στην Βέροια, ίσως στην Ήπειρο και τερμάτισε στην Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες.

Μέσω Τρωάδος, Μιλήτου και Καισάρειας έφτασε και πάλι στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη. Ως ρωμαίος πολίτης, απαίτησε να δικαστεί στο αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης. Γι’ αυτό αναχώρησε δέσμιος ακτοπλοϊκώς για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κοντά στη νήσο Μελίτη ναυάγησε το πλοίο και βγήκαν στην ξηρά όπου κήρυξε και ίδρυσε και εκεί εκκλησία. Τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε.

Από την Ρώμη έπλευσε στην Κρήτη, όπου αφήκε επίσκοπο τον συνεργάτη του Τίτο, ανέβηκε στην Κόρινθο, στην Μακεδονία και επισκέφτηκε πιθανότατα την Νικόπολη της Ηπείρου το Φθινόπωρο του 66 μ. Χ., όπου και παραχείμασε. Μετά πέρασε και πάλι στην Ασία, όπου αφήκε τον Τιμόθεο, αφού τον κατέστησε επίσκοπο στην Έφεσο. Η τέταρτη και τελευταία περιοδεία του μεγάλου αποστόλου τερματίστηκε στην Ισπανία. Κατόπιν κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες κατέληξε στην Ρώμη. Οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε κηρύξει ο Νέρων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Παύλος κατέστη ο κύριος στόχος των ειδωλολατρών. Έτσι γύρω στο 67 μ. Χ. συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας έτσι το τιτάνιο ιεραποστολικό του έργο με το μαρτύριό του.

Ο μεγάλος αυτός Απόστολος μας άφησε και δεκατέσσερις επιστολές, οι οποίες κατέχουν σπουδαία θέση στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτές είναι: 1) Η προς Ρωμαίους, 2) προς Κορινθίους Α΄, 3) προς Κορινθίους Β΄ 4) προς Γαλάτας, 5) προς Εφεσίους, 6) προς Φιλιππησίους, 7) προς Κολασσαείς, 8) προς Θεσσαλονικείς Α΄, 9) προς Θεσσαλονικείς Β΄,10) προς Τιμόθεον Α΄,11) προς Τιμόθεον Β΄,12) προς Τίτον, 13) προς Φιλήμονα και 14) προς Εβραίους.

Η σεπτή του μνήμη εορτάζεται ομού με του άλλου κορυφαίου αποστόλου Πέτρου στις 29 Ιουνίου.

5.

Ο Απόστολος Παύλος και η Χίος.

Βασίλειος Γ. ΒοξάκηςΘεολόγος καθηγητής

                Ο Απόστολος Παύλος, η «μεγάλη του Πνεύματος σάλπιγξ», όπως τον χαρακτηρίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είχε σχεδόν ολοκληρώσει την Τρίτη ιεραποστολική περιοδεία του σε πόλεις της Μικράς Ασίας και του Ελλαδικού χώρου. Ήδη βρισκόταν κοντά στους αγαπημένους του χριστιανούς της Κορίνθου για τρεις μήνες, όταν αποφάσισε να επισκεφθεί και πάλι τα Ιεροσόλυμα. Ενώ όμως σχεδίαζε να ταξιδέψει με πλοίο από την Κόρινθο προς τη Συρία, με τη Χάρη του Θεού, έγιναν γνωστά τα εναντίον του δολοφονικά σχέδια των Ιουδαίων που θα λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής. Έτσι για να είναι πιο ασφαλείς, όχι τόσο ο ίδιος όσο οι συνοδοί – συνεργάτες του, αλλά και τα χρήματα της «λογίας»1, δηλαδή του εράνου που προοριζόταν για τους φτωχούς χριστιανούς των Ιεροσολύμων, άλλαξε σχέδιο. Χωρίς λοιπόν να υπολογίσει για πολλοστή φορά τους νέους κόπους, τις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους, αποφάσισε να ξεκινήσει από τη νότια Ελλάδα και περνώντας πάλι από τις πόλεις της Μακεδονίας και αφού παραπλεύσει τα Μικρασιατικά παράλια, να κατευθυνθεί στον τελικό του προορισμό που θα ήταν τα Ιεροσόλυμα.

 

Η καρδιά του Αποστόλου Παύλου είχε ζεσταθεί τόσο από την αγάπη του Χριστού, που είχε «διασταλεί» σε τέτοιο βαθμό που χωρούσε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Νύχτα και ημέρα ανησυχούσε για τα πνευματικά του παιδιά, δηλαδή αυτούς που είχε οδηγήσει στην Εκκλησία. Πότε με επιστολές, και όποτε οι συνθήκες τού το επέτρεπαν με νέες περιοδείες, αδημονούσε να επικοινωνήσει μαζί τους προκειμένου να τους βοηθήσει και να τους καθοδηγήσει, ώστε ν’ αποκτήσει γερές «ρίζες» η πίστη τους στο Χριστό και να φέρουν πλούσιους πνευματικούς καρπούς. Επίσης ο Παύλος, αυτός ο «ακροατής των αρρήτων μυστηρίων», κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, κυριολεκτικά φλεγόταν από την επιθυμία του να μεταφέρει το μήνυμα του Ευαγγελίου και σε άλλους ανθρώπους που δεν είχαν γνωρίσει ακόμα τον Χριστό, ώστε η λέξη ανάπαυση και το αρκετά μέχρι εδώ ήταν άγνωστα σ’ αυτόν.

Αυτή την ακαταπόνητη δράση του Αποστόλου Παύλου και των άλλων Αποστόλων θα πρέπει να είχε στο νου του ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (+107μ.Χ.) όταν έγραφε σε επιστολή του προς τον Άγιο Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης«ο χριστιανός δεν έχει διάλειμμα για τον εαυτό του, αλλά είναι πάντα στην υπηρεσία του Θεού».

Ο Παύλος, γνωστός και ως «απόστολος των εθνών», μαζί με τον «αγαπητό» και ακαταπόνητο βοηθό του, τον Ευαγγελιστή Λουκά, απέπλευσαν από τους Φιλίππους, πόλη της Μακεδονίας κοντά στη σημερινή Καβάλα, με επόμενο σταθμό την Μικρασιατική πόλη της  Τρωάδας, πόλη κοντά στην αρχαία Τροία. Εκεί ξανασυναντήθηκε με την προπορευθείσα και αναμένουσα αυτόν ομάδα συνεργατών του που αποτελούνταν από τους εξής επτά: τον Σώπατρο από τη Βέροια, τον Αρίσταρχο και τον Σεκούνδο από τη Θεσσαλονίκη, τον Γάιο από τη Δέρβη και τον Τυχικό και τον Τρόφιμο από την Ασία. Μετά από επταήμερη παραμονή στην Τρωάδα έφθασε πεζοπορώντας μόνος του στην Άσσο και από εκεί, αφού επιβιβάσθηκε ξανά στο πλοίο που ήταν οι συνεργάτες του, όλοι μαζί πέρασαν απέναντι στη Μυτιλήνη. Εκεί, σύμφωνα με τοπική παράδοση, διανυκτέρευσαν στην παραλία των Βασιλικών στον κόλπο της Καλλονής.

Από εκεί την επόμενη ημέρα, βάζοντας πλώρη προς το Νότο έφθασαν απέναντι από τη Χίο. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, στενός συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου και μέλος της συνοδείας του σ’ αυτό το ταξίδι, στο βιβλίο του «Πράξεις των Αποστόλων» γράφει σχετικά : «Κακείθεν αποπλεύσαντες τη επιούση κατηντήσαμεν αντικρύ Χίου, τη δε ετέρα παρεβάλομεν εις Σάμον». (Πρξ. 20, 15)

Από αυτά τα νερά του Αιγαίου πριν από εβδομήντα περίπου χρόνια είχε ταξιδέψει και ένα πρόσωπο που επρόκειτο να μείνει στην ιστορία ως περιβόητος διώκτης του Χριστού, ο Ηρώδης ο βασιλιάς της Ιουδαίας2 και σφαγέας των βρεφών της Βηθλεέμ. Τώρα την ίδια θάλασσα διέσχιζε ένας πρώην διώκτης του Ιησού του Ναζωραίου, που η δύναμη της μετάνοιας και της ταπεινώσεως τον ανέδειξαν στον θερμότερο κήρυκα του Ευαγγελίου, στον Παύλο τον μέγα όπως τον ονομάζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Το πλοίο που μετέφερε τον Απόστολο Παύλο, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα ήταν μικρό, απέφευγε να ταξιδεύει νύκτα, αλλά παράλληλα και για την επιβίβαση – αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων κινούνταν από λιμάνι σε λιμάνι και από νησί σε νησί.

Άσσος – Μυτιλήνη – Χίος – Σάμος – Μίλητος  – Κως – Ρόδος – Πάταρα.

Το κείμενο των «Πράξεων των Αποστόλων» στην αναφορά του αυτή στη Χίο, δυστυχώς είναι ιδιαίτερα λακωνικό. Συνεπώς, όταν γράφει ότι «Και από εκεί (εν. την Μυτιλήνη) αποπλεύσαμε την επόμενη ημέρα και φθάσαμε απέναντι της Χίου, την άλλη ημέρα επλησιάσαμε στη Σάμο…», δεν γίνεται απόλυτα σαφές αν η διανυκτέρευση του πλοίου έγινε κάπου ανοικτά ή και πλησιέστερα των ακτών της νήσου Χίου, που είναι και το πιθανότερο, ή αγκυροβολώντας σε κάποιο σημείο του νησιού, ή και στο ίδιο το λιμάνι της Χίου.

Αυτή η τόσο σύντομη αναφορά στη Χίο, που περιορίζεται μόλις σε εννέα λέξεις, προκάλεσε διχασμό των απόψεων τόσο των ερμηνευτών της Αγίας Γραφής όσο και των ιστορικών. Πρόξενοι του ερμηνευτικού προβλήματος αποτελούν πλην της συντομίας και η λέξη «αντικρύ» που αποτελεί «άπαξ λεγόμενον»3 στην Καινή Διαθήκη. Το επίρρημα ἀντικρύ στη νεοελληνική αποδίδεται ως απέναντι, έναντι, αλλά και άκρως αντίθετα4. Να σημειωθεί ότι μαρτυρείται σε κάποια χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης και η γραφή  ἄντικρυς , δηλαδή κατευθείαν ή εμπρός5. Αλλά σύγχυση μπορεί να προκαλέσει και η ίδια η λέξη «Χίου», η οποία δηλώνει ολόκληρο το νησί, αλλά ταυτόχρονα και τη μεγαλύτερη πόλη και λιμένα του νησιού6.

Ακολούθως θα παραθέσουμε και θα σχολιάσουμε αρκετές από τις υπάρχουσες απόψεις θεολόγων και ιστορικών πάνω στο θέμα αυτό, αλλά προτιμήσαμε να προτάξουμε αυτήν του Χρυσοστόμου, όχι μόνο λόγω της αγιότητος του ερμηνευτή, αλλά και διότι, όπως έλεγε και ο μαθητής του Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, «και ο Παύλος ακόμη, αν επεχείρει να ερμηνεύση τον εαυτό του εις αττικήν γλώσσαν, δεν θα ηρμήνευεν άλλως, παρά όπως ηρμήνευσεν ο Χρυσόστομος»7.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο κορυφαίος ερμηνευτής του Αποστόλου Παύλου, ο επικληθείς και ως«στόμα Παύλου», ερμηνεύοντας το Πρξ. 20,15 στην ΜΓ΄ Ομιλία του στις Πράξεις των Αποστόλων, γράφει:«Κακείθεν αποπλεύσαντες τη επαύριον, κατηντήσαμεν αντικρύ Χίου.  τη δε ετέρα παρεβάλομεν εις Σάμον … Όρα πως επειγομένου του Παύλου ανάγονται, και ου χρονοτριβούσιν, αλλά παρέρχονται τας νήσους»8. Συνεπώς ο Χρυσόστομος αποδέχεται παράπλευση του Αποστόλου Παύλου δίπλα από το νησί της Χίου ή έστω φευγαλέο πέρασμα από αυτό, χωρίς όμως παραμονή λόγω της βιασύνης του Παύλου και της επιθυμίας του να μη χρονοτριβήσει πουθενά. Οι λέξεις «ανάγονται» (=αποπλέουν) και «παρέρχονται» δεν διευκρινίζουν δυστυχώς αν πρόκειται για απόπλου του πλοίου από σημείο του νησιού όπου είχε προσορμισθεί ή για αγκυροβόληση στο πέλαγος κοντά στις ακτές του.

Από τους άλλους αρχαίους Εκκλησιαστικούς ερμηνευτές που έχουν γράψει υπομνήματα στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων δεν προκύπτει κάποια πληροφορία. Από το σχετικό υπόμνημα του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας (370 – 444 μ.Χ.), δυστυχώς σώζονται ελάχιστα και μικρά αποσπάσματα μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά9. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον Αμμώνιο τον εξ Αλεξανδρείας πρεσβύτερο (Ε΄ αιώνας)10. Ο επίσκοπος Τρίκκης Οικουμένιος  (Ι΄ αιώνας)11 και ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Θεοφύλακτος (1030 – 1127)12 αναφέρουν μόνο το σχετικό χωρίο των Πράξεων χωρίς κανένα περεταίρω ερμηνευτικό σχόλιο.

Ο Χίος λόγιος και ιστορικός Γεώργιος Ζολώτας (1845-1906) καταγράφει την ύπαρξη προφορικής παράδοσης στη Χίο που μιλάει για πέρασμα του Αποστόλου Παύλου από το νησί, ο ίδιος όμως τη θεωρεί αστήρικτη13, ενώ ο επίσης Χίος ιστορικός Αλέξανδρος Βλαστός γράφοντας προγενέστερα, και συγκεκριμένα το 1840, δεν κάνει καμία σχετική μνεία στο θέμα, αλλά αναφέρει μόνο ότι: «Πότε προσέτι εδέχθη τον χριστιανισμόν (η Χίος) … το αγνοούμεν παντάπασιν»14.

Το φευγαλέο πέρασμα «εκ Μυτιλήνης και Σάμου, χωρίς να παραμείνη εκεί», υιοθετεί ο παλιός Καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Θεολογικής Αθηνών Γεράσιμος Κονιδάρης παραλείποντας κάθε αναφορά στη Χίο, προφανώς γιατί απορρίπτει ακόμα και την ολιγόωρη παραμονή σε αυτήν15. Επίσης την εκδοχή της απλής δια θαλάσσης διελεύσεως ανοικτά των ακτών του νησιού φαίνεται να αποδέχεται και ο διακεκριμένος παλαιός Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Παναγιώτης Τρεμπέλας: «εφθάσαμεν απέναντι της Χίου»16 και παρομοίως και ο Καθηγητής της Θεολογικής του Α.Π.Θ. Απόστολος Γλαβίνας: «Από την Άσσο όλοι μαζί πήγαν στη Μυτιλήνη, πέρασαν απέναντι από τη Χίο, σταμάτησαν στη Σάμο…»17.

Ο Γάλλος θεολόγος και Ρωμαιοκαθολικός μοναχός του Τάγματος των Δομινικανών Μιχαήλ Λεκιέν (MichelLe Quien 1661-1733) στο έργο του Χριστιανική Αλήθεια και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο περί Χίου (Προοίμιο – τόμος Α΄) γράφει ότι: «Ο Απόστολος Παύλος κατά την επιστροφή του απ’ την Ιλλυρική χώρα, προσήγγισε στη Χίο, αλλά δεν αποβιβάσθηκε σε αυτή»18. Ο Βρετανός Μεθοδιστής, Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Durham, Charles Kingsley Barrett ερμηνεύει το «αντικρύ Χίου» ως πλέοντας μεταξύ της ηπειρωτικής χώρας και δεξιά της νήσου Χίου19.

Ο Διδάκτωρ Θεολογίας Γ. Κωνσταντίνου αντιθέτως προς όλους τους παραπάνω γράφει : «Ταύτην την νήσον υπό τους Ρωμαίους διατελούσαν, επεσκέψατο πότε ο απόστολος Παύλος, και παρήλθε»20. Επίσης ο ιστορικός Νικόλαος Διαμαντίδης αναφέρει : «Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος επισκέφθηκε τη Χίο, παρά τις αντίθετες απόψεις ενίων ιστορικών, το 54 μ. Χ. επί αυτοκράτορος του αγαθού και σώφρονος Κλαυδίου – Γερμανικού»21. Παράλληλα ο ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής του Α.Π.Θ. Χρίστος Κρικώνης γράφει για τον Παύλο και τους συνεργάτες του: «…πήγαν όλοι μαζί στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια έφθασαν την επομένη στη Χίο. Και την άλλη κατέληξαν στη Σάμο»22. Ο Προτεστάντης Καθηγητής στο South Hamilton, Massachusetts των Η.Π.Α., Eckhard JSchnabelυποστηρίζει ότι το πλοίο που μετέφερε τον Απόστολο Παύλο προσέγγισε το νησί«πιθανώς για να βρεθεί στην κύρια πόλη της ανατολικής ακτής που ονομάζεται επίσης Χίος»23.

Ο Γερμανός θεολόγος Joseph Holzner διατυπώνει την υπόθεση ότι το πλοιάριο με το οποίο ταξίδεψε ο Απόστολος Παύλος από την Άσσο μέχρι τα Πάταρα δεν ήταν ένα τυχαίο πλοίο στο οποίο ο Απόστολος και οι συνεργάτες του επιβιβάστηκαν ως απλοί επιβάτες. Αλλά πλήρωμα και επιβάτες ήταν όλοι μέλη της Εκκλησίας, έτσι ώστε να ρυθμίζουν εκείνοι αποκλειστικά το δρομολόγιο του πλοιαρίου, γλυτώνοντας χρόνο από περιττούς σταθμούς, επιβιβάσεις, φορτώσεις κλπ.. Έτσι πετύχαιναν να συντομεύσουν δραστικά τον απαιτούμενο χρόνο του ταξιδιού, κάτι που συνάδει με την αγωνία του Αποστόλου Παύλου να φθάσει στα Ιεροσόλυμα μιαν ώρα αρχύτερα πριν από την εορτή της Πεντηκοστής, καθώς και να είναι ασφαλείς από κινδύνους από άγνωστους συνταξιδιώτες εκείνοι και η «λογία» που μετέφεραν. Ο Δρ. Holzner γράφει: «Ήταν το πρώτο χριστιανικό πλοίο, με προσκυνητάς για τα Ιεροσόλυμα. Το βράδυ, τραβούσαν το πλοιάριο στην ξηρά και περνούσαν τη νύχτα είτε μέσα σ’ αυτό είτε σε καμιά καλύβα ψαράδων»24.

            Η άποψη αυτή – αν ευσταθεί – έρχεται να επιβεβαιώσει την χιακή προφορική παράδοση για παραμονή του Αποστόλου Παύλου, έστω και ολιγόωρη, στο νησί. Δυστυχώς όμως ο ισχυρισμός αυτός περί «χριστιανικού πλοίου» δεν τεκμηριώνεται περεταίρω με άλλα επιχειρήματα και αποδείξεις ώστε να καταστεί αναντίρρητος. Επίσης η σχετική αναφορά του ανωτέρω συγγραφέα για το πέρασμα από τη Χίο είναι λακωνικότατη περιοριζόμενη στα εξής: «Και την άλλη μέρα έφθασαν στην μοσχοβολημένη απ’ τα άνθη Χίο»25.

Αντιθέτως για τη μη παραμονή του Παύλου στη Χίο, συμφωνεί και ο Χίος αρχιμανδρίτης Ιωάννης Ανδρεάδης προσθέτοντας όμως και μια νέα άποψη: «Εκ των Πράξεων των Αποστόλων μανθάνομεν, ότι ο Απόστολος Παύλος, μεταβαίνων εκ Μακεδονίας εις Ιεροσόλυμα, διεπεραιώθη εις την έναντι της Χίου χώρανκαι εξηκολούθησεν εκείθεν το ταξίδιον…. Επομένως ούτε ούτος ούτε άλλος τις των Αποστόλων επεσκέφθη την νήσον»26.Τη γνώμη του  αρχιμανδρίτη Ιωάννη Ανδρεάδη επαναλαμβάνει και ο ιστορικός και διευθυντής της Βιβλιοθήκης Κοραή Στέφανος Καββάδας σε άρθρο του, γράφοντας ότι: « Ο Απόστολος Παύλος δεν ήλθεν εις Χίον, αλλά μόνον διεπεραιώθη εις την απέναντι Μικρασιατικήν ακτήν (α΄αιών ) κατά το ταξείδιόν του από Μακεδονίας εις Ιεροσόλυμα»27.

            Παρομοίως και ο ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Αθηνών Γεώργιος Γαλίτης υποθέτει, ότι η διανυκτέρευση του Αποστόλου Παύλου έγινε σε κάποιο όρμο όχι όμως της Χίου, αλλά των Δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας :«Την άλλη μέρα ξεκινήσανε και φτάσανε απέναντι από τη Χίο, όπου θα διανυκτέρευσαν σε κάποιον όρμο της μικρασιατικής ακτής, εφ’ όσον δεν ταξίδευαν νύκτα»28.Ο Προτεστάντης Mark Wilson, Ερευνητής στο Τμήμα Αρχαίων και Βιβλικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Αφρικής, προτείνει ως πιθανότερη εκδοχή για το αγκυροβόλιο του πλοίου του Αποστόλου Παύλου στις Μικρασιατικές ακτές το αρχαίο φυσικό λιμάνι των Ερυθρών29.

Αν όμως είχαν διανυκτερεύσει σε κάποιο σημείο της μικρασιατικής ακτής, όπως υποστηρίζουν ο αρχιμ. Ι. Ανδρεάδης, ο Στ. Καββάδας, ο Γ. Γαλίτης , και ο M. Wilson, δεν είναι πιο πιθανό να ονομάτιζε ο Απόστολος Λουκάς την περιοχή αυτή και όχι το απέναντι νησί; Κατά τη γνώμη μας η αναφορά στο όνομα της Χίου συνηγορεί στο ότι η διανυκτέρευση αυτή, είτε έγινε ανοιχτά στο πέλαγος είτε σε λιμάνι, συνδέεται ολοφάνερα περισσότερο με το νησί της Χίου παρά με οποιοδήποτε λιμάνι ή κόλπο ή τοπωνύμιο της μικρασιατικής ακτής που καθόλου δεν κατονομάζεται.

Το αν τα αγιασμένα πόδια  του Αποστόλου Παύλου και του ακολούθου του Ευαγγελιστού Λουκά, άγγιξαν το χώμα του νησιού μας έστω και για λίγες ώρες ή όχι παραμένει αμφιλεγόμενο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το βλέμμα του μακαρίου Παύλου θα αντίκρυσε τα παράλια του νησιού μας και με στοργή θ’ αναλογίστηκε: «Να ένα ακόμα μέρος που περιμένει να ακούσει το λόγο του Ευαγγελίου». Η Χίος είχε όλα τα εχέγγυα για ένα καρποφόρο κήρυγμα. Απ’ τη μια σ’ αυτήν υπήρχε ολιγάριθμη, αλλά ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα, την οποία είχε τιμήσει παλαιότερα με επίσκεψή του και ο βασιλιάς της Ιουδαίας Ηρώδης30. Απ’ την άλλη η ύπαρξη ελληνικού πληθυσμού, ειδωλολατρικού31 μεν, αλλά διψασμένου να ακούσει το λόγο της αληθείας του Ευαγγελίου, όπως εξ ιδίας πείρας γνώριζε ο Απόστολος Παύλος από τις ιεραποστολικές του περιοδείες τόσο στη γειτονική Μικρά Ασία όσο και στην Κύπρο και την κυρίως Ελλάδα. Αν δεν βιαζόταν τόσο να φθάσει στα Ιεροσόλυμα, σίγουρα θα κήρυττε και στη Χίο τον «άγνωστο Θεό» που τόσο αναζητούσαν όχι μόνο οι Αθηναίοι, αλλά και οι Χιώτες, τόσο όσο και οι άλλοι Έλληνες, αιώνες τώρα, ήδη από την εποχή του Σωκράτη και του Αισχύλου και ακόμα πιο παλιά από τον 7ο αιώνα π.Χ.

Όμως ο χρόνος δεν επαρκούσε. Ο Παύλος αποφάσισε να παρακάμψει ακόμα και την τόσο προσφιλή σ’ αυτόν Έφεσο, για να μην αργοπορήσει, διότι, όπως μας πληροφορεί ο Απόστολος Λουκάς, βιαζόταν να βρίσκεται την ημέρα της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυμα (Πρξ. 20,16). Τον βαθύτερο λόγο της τόσης σπουδής του Αποστόλου, που τον ανάγκαζε να παρακάμπτει «αγρούς» που περίμεναν καρτερικά την ώρα του πνευματικού θερισμού, για να είναι εγκαίρως στην Ιερουσαλήμ, επεξηγεί πολύ επιτυχώς ο διαπρεπής θεολόγος και Αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος Θεοτόκης ( 1731-1800) στο Κυριακοδρόμιό του: «Διότι εν αυτή τη ημέρα ευρίσκοντο εκεί πολύ πλήθος Ιουδαίων δια την εορτήν του Πάσχα και της Πεντηκοστής. Επεθύμει δε ο τρισμακάριος, ίνα, εις τον αυτόν τόπον, όπου πρότερον εδίωξε την Εκκλησίαν, κηρύξη ενώπιον παντός του πλήθους του Ιησού Χριστού το όνομα»32. Ο Απόστολος Παύλος και με την καθοδήγηση της Χάριτος του Θεού ιεραρχούσε τις ενέργειές του με κριτήριο πάντα όχι την προσωπική του άνεση και προβολή, αλλά τη μέγιστη ωφέλεια της Εκκλησίας. Αυτό το κατανοούμε καλύτερα διαβάζοντας τα παρακάτω συγκινητικά λόγια του αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Βασιλοπούλου: «Ο μέγας αγωνιστής, ο Απ. Παύλος βαδίζει “δεδεμένος τω πνεύματι” προς Ιεροσόλυμα,… Εκεί τον αναμένουν θλίψεις και βάσανα και δεσμά»33.

Όσον αφορά όμως το πέρασμα του Αποστόλου Παύλου από τα νερά του Αιγαίου και ανοικτά των Ανατολικών παραλίων της Χίου, πρέπει ως ιστορικό γεγονός να το τοποθετήσουμε και χρονικά. Ο μακαριστός καθηγητής Θεολογίας Στέργιος Σάκκος, σχολάζοντας ερμηνευτικά το 20ο κεφάλαιο των «Πράξεων των Αποστόλων» γράφει : «Από τον πρώτο στίχο της περικοπής (Πρξ. 20,16) και από τις ημέρες του ταξιδιού, τις οποίες υπολογίζει κανείς εύκολα, φαίνεται ότι τα γεγονότα της περικοπής διαδραματίζονται τον Απρίλιο μήνα, λίγο μετά από το ιουδαϊκό Πάσχα»34. Ως προαιτάτη χρονολογία ορίζει ο Σ. Σάκκος35 το 57 και ως βραδυτάτη το 58.  Αντιθέτως προγενέστερη χρονολογία ορίζουν  ο Γ. Ζολώτας36 και ο Ν. Διαμαντίδης37 οι οποίοι το τοποθετούν το 54 μ. Χ.

Ο Σάββας Αγουρίδης38 και ο Απ. Γλαβίνας39 το τοποθετούν το 57. Μαζί τους συμφωνεί και ο Γ. Κονιδάρης40 ο οποίος προσθέτει ότι συνέβη την άνοιξη του έτους αυτού. Ο Ιωάννης Καραβιδόπουλος41, Καθηγητής του ΑΠΘ, εντάσσει το τέλος της τρίτης ιεραποστολικής περιοδείας το 57 και την επιστροφή του στα Ιεροσόλυμα μεταξύ των ετών 57 – 58.

Ο Γεώργιος Στογιόγλου42 Καθηγητής του ΑΠΘ το τοποθετεί την άνοιξη του 58. Την ίδια χρονολογία αναφέρουν και ο Χρίστος Κρικώνης43 και ο Γ. Κωνσταντίνου44. Ενώ ο JHolzner45 και ο Γ. Γαλίτης46προσθέτουν ότι συνέβη τον Απρίλιο του 58. Ο Π. Τρεμπέλας47 προσδιορίζει ως έτος συγγραφής της Προς Ρωμαίους Επιστολής περίπου το έτος 58, δηλαδή «μήνας τινάς πριν η συλληφθή ούτος (ο Παύλος) εν Ιεροσολύμοις», το ίδιο και ο παλιός Καθηγητής Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης Βασίλειος Ιωαννίδης48. Η δική μας άποψη είναι ότι πρέπει να συνέβη μεταξύ των ετών 56 – 58 μ. Χ. , αλλά δεν είναι του παρόντος άρθρου θέμα να εξηγήσουμε το γιατί.

Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε και την άποψη του γνωστού αγιογράφου και ενός από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες συγγραφείς, του Φωτίου Κόντογλου. Ο Κόντογλου με βάση τον προαναφερθέντα στίχο των «Πράξεων των Αποστόλων» : « κατηντήσαμεν αντικρύ Χίου». (Πρξ. 20, 15) διατύπωσε τη γνώμη ότι ο Απόστολος Παύλος διανυκτέρευσε με το πλοίο που τους μετέφερε στον μικρό απάνεμο όρμο Τσελεπή ή Αρχοντολίμανο των Οινουσσών, στην πλευρά που το νησί αντικρίζει τη Χίο, σε μικρή απόσταση από τη σημερινή Ι. Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Μάλιστα ο Φ. Κόντογλου αγιογράφησε και σχετική εικόνα που παριστάνει τον Απόστολο Παύλο καθισμένο, να γράφει με προσοχή μια από τις Θεόπνευστες επιστολές του, έχοντας ως βάθος της εικόνας τον όρμο των Οινουσσών όπου αγκυροβόλησε το πλοίο του.

Καμία άλλη μαρτυρία δεν υπάρχει για πέρασμα ή και παραμονή στη Χίο άλλου Αποστόλου ή συνεργάτη του, από τους αναφερόμενους στην Καινή Διαθήκη και την Εκκλησιαστική ιστορία της αποστολικής εποχής 49. Όλες όμως οι ενδείξεις συντείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Χίο, ίσως ήδη και από τον Α΄ αιώνα, έστω και σε περιορισμένη αρχικά κλίμακα, από τη γειτονική Μικρά Ασία, δηλαδή από Χριστιανούς που αποτελούσαν πνευματικά παιδιά και καρπούς της ιεραποστολικής προσπάθειας του Αποστόλου Παύλου.Συνεπώς πολύ δικαίως πρέπει να απονέμεται η τιμή του ιδρυτού της Εκκλησίας της Χίου στον Απόστολο Παύλο και λόγω της αναφοράς σ’ αυτόν του χωρίου Πρξ. 20,15 αλλά και λόγω της προέλευσης των εκχριστιανιστών της Χίου από την πνευματική ρίζα που φύτεψε ο Απόστολος Παύλος.

Ανεξάρτητα όμως από όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να λησμονούμε ως Χριστιανοί και ως Έλληνες την τιμή που οφείλουμε στον  Απόστολο Παύλο που κόπιασε τόσο για να φέρει στην Ελλάδα το χριστιανικό φως της αλήθειας και της σωτηρίας και να μας ελευθερώσει από τις δουλικές αλυσίδες του σκότους της ειδωλολατρίας και της δεισιδαιμονίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με μοναδικό τρόπο περιγράφει τους πνευματικούς μόχθους και τη δύναμη του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου ως εξής : «Και όπως, όταν πιάσει φωτιά σ’ ένα χωράφι, τα αγκάθια λίγο λίγο καίγονται και παραμερίζουν και κάνουν τόπο στη φλόγα και καθαρίζουν έτσι τα χωράφια, έτσι ακριβώς και όταν η γλώσσα του Παύλου λαλούσε … τα πάντα παραμέριζαν»50.

Δυστυχώς στις ημέρες μας η ραθυμία, η αδιαφορία και η κατασυκοφάντηση της Εκκλησίας, που προωθούν σιγά αλλά σταθερά οι σκοτεινές δυνάμεις της Νέας Εποχής, απομακρύνουν όλο και περισσότερο τους ανθρώπους από τη γνώση των βίων των Αγίων. Τείνει μάλιστα να επικρατήσει η κακή συνήθεια να θυμούνται αρκετοί τις εορτές των Αγίων όχι για να τιμήσουν τους Αγίους, αλλά μόνο για να τιμήσουν τους συνανθρώπους τους που έχουν το όνομα του Αγίου που εορτάζει.  Ακόμα και στα νέα προγράμματα των Θρησκευτικών διακρίνει κανείς την τάση υποτιμήσεως των Αγίων, τόσο με περιορισμό των ιερών μορφών, αλλά ιδίως με την παράληψη μιας ολοκληρωμένης διδασκαλίας του βίου τους. Μία από τις αιτίες είναι ότι πρέπει να παραχωρηθεί χρόνος για να εξετασθούν άλλες “άγιες”, κατ’ αυτούς, αλλά άσχετες και αντίθετες με την Ορθοδοξία μορφές, όπως οι γιόγκι, οι μετενσαρκώσεις του Κρίσνα, ο Μαχάτμα Γκάντι, ο Μεβλανά Ρουμί, ο Λάο Τσε, ο Μαρτίνος Λούθηρος και η “μητέρα” Τερέζα. Μάταια για αρκετούς ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα λέει ότι καθενός από τους Αγίους η μνήμη πρέπει να τιμάται λόγω της μεγάλης πνευματικής ωφέλειας που λαμβάνουν οι πιστοί, ιδιαιτέρως όμως πρέπει να τιμάμε τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο51.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. 1. Α΄ Κορ. 16, 1- 4.
  2. Βοξάκη Γ. Βασιλείου,”Ο Ηρώδης ο σφαγέας των νηπίων και το ταξίδι του

στη Χίο” ιστολόγιο Ακτίνες 28-12-2017, “Το ταξίδι του Ηρώδη στη Χίο”,

εφημερίδα Η Πρόοδος 22-12-2011 και “Ο Ηρώδης και η Χίος” Γνώμη της Χίου

23-12-2010, 20-1- 2011και 27-1-2011.

  1. “Ταμείον, ήτοι ευρετήριον των λέξεων της Καινής Διαθήκης, εκδ.

Παπαδημητρίου, Αθήναι 2002.

  1. Liddell H.G. & Scott R.,Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής

Γλώσσας, Αθήναι, σελ. 132  και Σταματάκου Ιωάννου, Λεξικόν  της Αρχαίας

Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι 1972, σελ. 130.

  1. Nestle – Aland, Novum Testamentum Graece, Stuttgart 1988.
  2. Ο αρχαίος Έλληνας γεωγράφος Στράβων (63 π.Χ. – μετά το 23 μ.Χ.) μάς διασώζει

την πληροφορία ότι το λιμάνι της Χίου ήταν τόσο ευρύχωρο που μπορούσε να

δεχθεί μέχρι και 80 πλοία.

  1. Ζήση Θεοδώρου πρωτ., Ο Απόστολος Παύλος. Πατερική θεώρηση, Θεσσαλονίκη

2004, σελ. 18 και υποσ. 23.

  1. PG 60, 364.
  2. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας PG74.
  3. Αμμωνίου Αλεξανδρινού, PG85, 1577.
  4. Οικουμενίου, PG118, 526.
  5. Θεοφυλάκτου, PG 125, 488.
  6. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ. 211.
  7. Βλαστού Μ. Αλεξάνδρου, Χιακά, Ερμούπολη 1840 (επανέκδοση Χίος 2000),

σελ. 129 – 130.

  1. Κονιδάρη Ι. Γερασίμου, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, Αθήναι 1954,

τόμος Α΄, σελ. 356.

  1. Τρεμπέλα Παναγιώτου, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας.
  2. Γλαβίνα Απόστολου, Ιστορία της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1986, τεύχος Α΄,

σελ. 85.

  1. Χαλκιά Στεφάνου Πόπη, Οι Άγιοι της Χίου, σελ. 35.
  2. Barrett Kingsley Charles, A Critical and Exegetical Commentary on The Acts of

the Apostles: Vol. 2, Preliminary Introduction and Commentary on Acts XV-

XXVIII. ICC. London1999: T&T Clark.

  1. Κωνσταντίνου Γ., Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1973, σελ. 1037.
  2. Διαμαντίδου Νικολάου, Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πρωτομάρτυς και Πολιούχος της

Χίου, Χίος 1967, σελ.13-14

  1. Κρικώνη Χρίστου, Απόστολος Παύλος. Διδάσκαλος της Οικουμένης και οι

συνεργάτες του Τιμόθεος και Σίλας, σελ. 56.

  1. SchnabelJ. Eckhard, Acts. Grand Rapids: Zondervan, 2012.
  2. Holzner Joseph, Παύλος, μτφρ. Αρχ. Αθηνών Ιερωνύμου Κοτσώνη, σελ. 364.
  3. Holzner Joseph, ενθ’ ανωτ., σελ. 364.
  4. Αρχιμανδρίτου Ανδρεάδου Ιωάννου, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας,

Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ. 11 – 12.

  1. Καββάδα Στεφάνου, “Συμβολή εις την Εκκλησιαστικήν ιστορίαν της Χίου.”, εν

Χιακή Επιθεώρηση, τεύχος 29 (1972), σελ.118.

  1. Γαλίτη Γεωργίου, Παύλος, ο Απόστολος των Ελλήνων, σελ. 181.
  2. Wilson Mark, The Lukan periplus of Paul’s Third Journey with a textual

conundrum in Acts 20:15.

  1. Βοξάκη Γ. Βασιλείου,”Ο Ηρώδης ο σφαγέας των νηπίων και το ταξίδι τουστη Χίο” ιστολόγιο Ακτίνες 28-12-2017, “Το ταξίδι του Ηρώδη στη Χίο”,εφημερίδα Η Πρόοδος 22-12-2011 και “Ο Ηρώδης και η Χίος” Γνώμη της Χίου

    23-12-2010, 20-1- 2011και 27-1-2011.

  1. Στην αρχαία Χίο λατρεύονταν με ιδιαίτερη τιμή από το Δωδεκάθεο ιδίως ο Ζεύς,

ο Απόλλων, η Άρτεμις, η Αθηνά και μαζί τους ο Διόνυσος και ο Ηρακλής.

Παράλληλα δε και τη Φρυγική θεότητα Κυβέλη. Και φυσικά τον εκάστοτε

Ρωμαίο αυτοκράτορα και τη θεά Ρώμη.

  1. Θεοτόκου Νικηφόρου, Αρχιεπ. Αστραχανίου και Σταυρουπόλεως,

Κυριακοδρόμιον εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Αθήναι 1854, τόμος Α΄, σελ.

74 – 75.

  1. Βασιλοπούλου Χαραλάμπους, Τα μυστικά της ευτυχίας. Κηρύγματα εις τους

Αποστόλους, Αθήναι 2000, σελ. 54.

  1. Σάκκου Στέργιου, Ερμηνεία Αποστολικών Περικοπών, Θεσσαλονίκη 1992 –

1993, σελ. 80.

  1. Σάκκου Στέργιου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 1984, σελ.

79.

  1. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, τόμος Β΄, σελ. 211.
  2. Διαμαντίδου Νικολάου, Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πρωτομάρτυς και Πολιούχος της

Χίου, Χίος 1967, σελ.13-14.

  1. Αγουρίδη Σάββα, Παύλος. Ο Απόστολος, Θ.Η.Ε. , τόμος 10, στήλη186 -187.
  2. Γλαβίνα Απόστολου, Ιστορία της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1986, τεύχος Α΄,

σελ. 85.

  1. Κονιδάρη Ι. Γερασίμου, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, Αθήναι 1954,

τόμος Α΄, σελ. 356.

  1. Καραβιδόπουλου Ιωάννη, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1983,

σελ. 194 και 199.

  1. Στογιόγλου Γεωργίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Θεσσαλονίκη 1991, τόμος Α΄,

σελ. 38.

  1. Κρικώνη Χρίστου, Απόστολος Παύλος. Διδάσκαλος της Οικουμένης και οι

συνεργάτες του Τιμόθεος και Σίλας, σελ. 56.

  1. Κωνσταντίνου Γ., Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1973, σελ. 766-767.
  2. Holzner Joseph, Παύλος, μτφρ. Αρχ. Αθηνών Ιερωνύμου Κοτσώνη, σελ. 363 –

364.

  1. Γαλίτη Γεωργίου, Παύλος, ο Απόστολος των Ελλήνων, σελ. 181.
  2. Τρεμπέλα Παναγιώτου, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, σελ. 606.
  3. Ιωαννίδου Βασιλείου, Ερμηνεία της προς Ρωμαίους επιστολής του Απ. Παύλου,

Αθήναι 1962, σελ. 5.

  1. Παρεπιπτόντως πρέπει να επισημάνουμε ότι δυστυχώς ανεξιχνίαστη ακόμα παραμένει η πληροφορία για παρουσία του λειψάνου ή τμήματος αυτού του Αποστόλου Θωμά στη Χίο, τη στιγμή που αναντίρρητο παραμένει το γεγονός ότι  ο Απόστολος Θωμάς μαρτύρησε στην Καλαμίνα των Ινδιών, όπου και θάφτηκε αρχικά, ενώ τα ιερά λείψανά του τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα φυλάσσονταν στην Έδεσσα της Συρίας.
  2. PG50, 494 – 495 (4η Ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στον

Απόστολο Παύλο).

  1. PG10, 200 (28η Ομιλία).