Τ ατ μέρ, τήν νάμνησιν πιτελομέν τε καί ορτάζομεν τς ερέσεως
το ερο λειψάνου το γίου νδόξου θεοφανος τε καί νεοφανος ερομάρτυρος ΡΑΦΑΗΛ το θαυματουργο, ν τ γηλόφ Καρυν τς Θερμς γενομένης, τήν 23ην το μηνός ουνίου, ν καί συνέπεσεν Τρίτη πό τς Πεντηκοστς, τους χιλιοστο νακοσιοστο πεντηκοστο νάτου (1959).

Στίχοι ες τόν γιον νεοφαν ερομάρτυρα καί τήν νεύρεσιν το . ατο λειψάνου
Ζω
συγκέκρυψαι Χριστ μέν πάλαι* λαμπρς ς σήμερον σ᾿ ποκαλύπτει.
Λειψάνων θαύμασι
ποκειμένην* γήρω εκλειαν Θεός προφαίνει.
Ραφαήλ σου τονομα “Θεός ἰᾶται”* νσημανον, γιε, τρανς λαλεται.
 ταν μέρα Τρίτη 23 ουνίου το 1959,  μέρα ερέσως το τάφου καί τν λειψάνων το γίου Ραφαήλ, σύμφωνα μέ λεγμένες πληροφορίες πού δωσαν ο θερμιτες Δούκας καί Μαρία Τοολάκη, ο ποοι βεβαιώνουν τι μιά βδομάδα μετά τήν ερεση πγαν σέ λαϊκό πανηγύρι γειτονικο χωριο μέ τήν εκαιρία τς ορτς τν γίων ναργύρων (1 ουλίου). Στίς συνοπτικές καταθέσεις πού δόθηκαν κ τν στέρων στή Μητρόπολη Μυτιλήνης, γιά τά γεγονότα τν πρώτων μηνν μετά τήν ερεση το γίου, δέν λέγχθηκε κριβής μερομηνία τς ερέσεως. τσι, καθιερώθηκε μερομηνία 3 ουλίου, πού μως εναι μέρα κατά τήν ποία μφανίσθηκε γιά πρώτη φορά γιος στή Μαρία Τσολάκη, δυό μέρες μετά τήν πιστροφή τους πό τό προαναφερόμενο πανηγύρι. διόρθωση ατή γίνεται γιά λόγους στορικς κριβείας.

Ας διαβάσουμε παρακάτω την διήγηση από τον πρωταγωνιστή της ευρέσεως του τάφου και των λειψάνων του ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ Δούκα Τσολάκη όπως είναι αποθησαυρισμένη στο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γουμενίσσης Δημητρίου Η Αποκάλυψη και οι Εμφανίσεις των αγίων Νεοφανών Μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης Α’ τόμος.
προσδόκητο ερηµα
– Λοιπόν; Τί πέγινε µέ τό ξωκλήσι; ρχίσατε τίς ργασίες;
– Στίς 21 ουνίου το 1959 (Κυ-ριακή τς Πεντηκοστς), µετά τό µεσηµέρι νέβηκα στίς Καρυές. Συναντηθήκαµε στό κτµα µέ τόν γγελο Ράλλη καί τό Γιάννη τόν Ψαρρό καί συνεννοηθήκαµε πί τόπου γιά τίς δουλειές. Τό πιό κατάλληλο µέρος ταν τό παλιό ρηµοκλήσι. Θά νοιγα θεµέλια κε στά ρείπια πού µόλις ξεχώριζαν καί θά χτίζαµε ποπάνω. Ο δυσκολίες πάρα πολλές. Δρόµος δέν πρχε, νερό τρεχε µέ τό σταγονόµετρο, τόπος γεµάτος πέτρες. Τί νά κάνουµε µως; λλο δέν βόλευε. φο εδαµε γιά τά καλά τό µέρος, πήγαµε µετά στό ξωκλήσι τν γίων ποστόλων στά Πάµφιλα καί “ξεσηκώσαµε” τά σχέδια. Συµφωνήσαµε νά φτιάξουµε καί κάτι σάν πρόναο µπροστά π τό ξωκλήσι, σέ περίπτωση βροχς νά µαζεύονται ο λαιοµαζχτρες καί νά προφυλάγονταν.

– Διπλό τό φελος, λοιπόν. Πότε ξεκινήσατε;
– Ο ργασίες ρχισαν 22 ουνίου. Μετακίνησα τήν πέτρινη παλιά για Τράπεζα πρός τά ξω, σο µποροσα πιό πέρα. σοπέδωσα τό µέρος, τό καθάρισα, χάραξα τίς διαστάσεις γιά τό ξωκλήσι, πως ταν τά σχέδια πό τά Πάµφιλα. διο σχέδιο, διες διαστάσεις θά χτίζαµε καί τό καινούργιο κκλησέλι.
Σχόλιο: Καθώς συλλογιζόµαστε κ τν στέρων τά γεγονότα, διαπιστώ-νουµε πώς τίποτε δέν συνέβαινε τυχαα. λα κτυλίσσονταν µέσα στό σχέδιο το Θεο. λλωστε σέ λη τήν στορία διαχρονικά, λα τά συµβαίνοντα νάγονται στή θεία πρόνοια. τσι καί στήν περίπτωση το Δούκα, χωρίς νά τό γνωρίζει, οτε κν νά τό ποψιάζεται, χρησιµοποιήθηκε ς ργανο τς θείας βουλς. Τά πάντα πραγµατοποιονταν µέ τήν πιχορηγία καί τήν πιστασία το Παναγίου Πνεύµατος. Χάραξε ργάτης τό σχέδιο γιά τό κκλησάκι τήν µέρα τς Πεντηκοστς. 

 

Τήν µέρα κατά τήν ποία ορτάζει κκλησία µας «τ πανάγιον, κα ζωοποιόν, κα παντοδύναµον Πνεµα, τν να τς Τριάδος, τ µότιµο, κα µοούσιο, κα µόδοξον τ Πατρ κα τ Υἱῷ» θέλησε Κύριος νά ρχίσει νά ξετυλίγεται τό θεόσδοτο στορικό στίς Καρυές. 

Τό πιό πρωτότυπο συναξάρι πού γράφθηκε ποτέ στήν π ορανόν ρθοδοξία. Δηλωτικό τς πανσθενος πενέργειας το παντοδυνάµου Πνεύµατος, φωτισµός το ργάνου κείνου πού πιλέχθηκε γιά τή µεταφορά τς γίας Τράπεζας καί τή χάραξη τν σχεδίων γιά τά θεµέλια στό συγκεκριµένο σηµεο. µέρα πού χάραξαν τά θεµέλια σηµατοδοτοσε τήν παρχή γιά µιά σειρά περφυν, νθεωτικν γεγονότων, πού θά λάβαιναν χώρα σ ατό τό µέρος. κπλήρωση παλαιο τάµατος στάθηκε φετηρία. χρεία το λαιοµαζώµατος διευκόλυνε τήν κπλήρωση το τάµατος. Τόσα πρόσωπα συνεργοσαν νέλπιστα στό ξεκίνηµα µις στορίας καί µάλιστα τέτοιες γιες µέρες! λόφος τν Καρυν κρυβε φιλόστοργα γιά αἰῶνες, µέσα στά σπλάγχνα του, τιµαλφ κειµήλια το Παρακλήτου. Εχε φθάσει ρα νά ποδοθον στήν κκλησία, νά γίνουν κίνητρο φύπνιση τς πίστης καί µαγνήτης τς ελάβειας, καταφύγιο λπίδας καί ξύπνηµα τς γάπης γιά τό Θεό «ες κληρονοµίαν ναφαίρετον τος πιστος» (Εχή Γονυκλισίας σπερινο το γίου Πνεύµατος).


– Τήν
λλη µέρα, Τρίτη 23 ουνίου, συνεχίζει Δούκας, νοίγω τά θεµέλια. 

Προσπάθησα πολύ νά βγάλω κείνη τή µεγάλη πέτρα τή χωµένη στή γ. πό τό δαφος καί πάνω βγαινε 60 µέ 70 πόντους. Στά µισά, γύρω στούς 30 πόντους, στένευε. Κατέληγε σέ τρία τριγωνάκια, τό µεσαο πιό µεγάλο πό τά λλα. Πολλές φορές σκοντάφταµε πάνω της. Παλιότερα, κε πού δούλευα στά κτήµατα, προσπάθησα νά τή βγάλω, δέν τό κατάφερα. Τώρα πρεπε νά βγε µέ κάθε θυσία. Μέ τά πολλά τό κατάφερα. ταν βαθιά χωµένη στή γ, περίπου νάµιση µέτρο. Ξένη πέτρα, σαρµουσακόπετρα, πέναντι πό τά µέρη τς ωνίας. Καλά περιποιηµένη καί δουλεµένη µέ τόν πελεκάνο. Τήν εχαν φέρει, τήν εχαν βάλει κε, ποιός ξέρει πότε.

 

Εχε καί συνέχεια. νοιξα τό µέρος γύρω–γύρω νά τή βγάλω. Βλέπω τι συνέχιζε πό κάτω µιά κολονίτσα, µιά µικρή λευκή στρογγυλή κολονίτσα, λίγο σπασµένη στήν κρη. Φαίνεται, θά σπασε, ταν πάνω της στήριξαν τή βάση τς πέτρας. κολόνα πήγαινε κάθετα, βαθιά στό χµα. πό περιέργεια, θέλησα νά προχωρήσω πιό κάτω. φτασα περίπου τά τρία µέτρα βάθος καί τί βλέπω; µικρή κολόνα κουµποσε σέ µιά ριζόντια πλάκα. πλάκα δέν ταν µάρµαρο, ταν πελεκηµένη πέτρα, σαρµουσακόπετρα κι ατή. Περίεργα πράγµατα συµβαίνουν δ, µονολόγησα. Πς βρέθηκαν ατά δ µέσα στό χµα; Χτύπησα µέ τόν κασµά τήν πλάκα, κούω κούφιο κρότο. 
ντως, ξιοπερίεργο γιά τό λο σκηνικό, πάνω στό βουνό. Σάν τί σκέφτηκες, Δούκα; 
– Τί θά σκεφτε κάποιος, ταν βρε τέτοια πράγµατα; βαλα µέ τό µυαλό µου, σέ κανένα πηγάδι πεσα κάποιος θησαυρός πάρχει κρυµµένος ποκάτω. Μέ τόν κασµά νοιξα τόν ρµό, καί τήν δια στιγµή µο ρθε µιά ραία εωδία. Δέν φαντάστηκα στήν ρχή πώς βγαινε πό κε µέσα. Τέτοια εωδία δέν εχα ξαναµυρίσει. Επα µέσα µου· ο γυνακες φαίνεται θυµιάζουν στό χωριό καί έρας φέρνει τήν εωδία. Πάλι µως, τό χωριό εναι µακριά, πς νά ρθει εωδία δ πάνω; Θά ρίχνουν τό λιβάνι µέ τή χούφτα, γι ατό κι ρχεται µέχρις δ. Νά κι Δηµητράκης, µόλις φτασε πό τό χωριό.


χεις πουθενά κανά µπουκάλι κολώνια, παιδί µου;
χι πατέρα, δέν χω. Πο νά τό βρ;
Εχε πάει τό µυαλό µου, µήπως φερε κολώνια τό παιδί µαζί γιά τό ρηµοκλήσι καί τήν δειασε κε πάνω. Δέν ταν µως κάτι τέτοιο.
λλος χωριανός ταν µαζί σας, Δούκα; 
– Εχα πάρει µαζί µου πό τό πρωΐ καί τόν Παναγή, τόν λλο γιό µου, 5 χρον, κι να φίλο του γειτονόπουλό µας, τό Νικολάκη τό Λαχουρή. παιζαν τά δυό µωρέλια, δέν µ νοχλοσαν.
λλος κανείς; 
– Κανένας λλος δέν ταν. Καί ποιός νά ρχόταν; λη µέρα δέν πάτησε κανείς τό ποδάρι του πάνω στίς Καρυές. λοµόναχοι.
Θησαυρός ν στέοις
– Σήκωσα λίγο τήν πλάκα, λα σκοτεινά µέσα. Γύρω, βουνό τά χώµατα πό τό σκάψιµο. Πιάνω µέ τόν κασµά καί µεγαλώνω τό νοιγµα, νά χωράω τουλάχιστον νά στέκοµαι ρθιος. στερα µ να λίτικο ξύλο γιά λοστό, σήκωσα τήν πλάκα. κείνη τή στιγµή εωδία πληµµύρισε λη τήν τµόσφαιρα. Κατάλαβα τότε τι βγαινε µέσα πό τή γ. Μόνο πού δέν ξερα πό τέτοια πράγµατα. ταν βαθιά µέσα στή γ καί σκοτεινά, δέν µποροσα νά δ τί εχε µέσα. Ρίχνω µιά πέτρα, µήπως ταν πηγάδι, νά ποφύγω κάθε κίνδυνο. πό τό θόρυβο τς πέτρας κατάλαβα τι δέν πήγαινε σέ βάθος οτε εχε νερό. Λέω στό Δηµητράκη νά κατέβει στό νοιγµα. Τόν πιάνω πό τό πουκάµισο καί τόν κατεβάζω.
– Τί βλέπεις µέσα, παιδί µου;
– Κάτι κοκαλέλια. 
πιασε να κόκαλο, τό σήκωσε µέ τό χεράκι του, µο τό δειξε. Κατάλαβα πού ταν στά νθρώπου! Ξαφνιάστηκα, δέν τό περίµενα. Τί κόκαλα νά πάρχουν σέ τόσο µεγάλο βάθος; Καί τί γύρευαν κάτω πό τό κκλησέλι, µέ τήν πέτρα καί τήν κολονίτσα σάν νά ταν σηµάδια; Καί τί ταν πάλι ατή εωδία; Περίεργα πράγµατα. Τό µυαλό µου σταµάτησε, δέν προχωροσε λλο.


Μεγάλωσα τό
νοιγµα κόµη περισσότερο, ρίχνοντας παραέξω τά χώµατα, µέ πολύ κόπο βγαλα καί λλη µιά πλάκα. Εχε καί τρίτη πλάκα, τή µιά δίπλα στήν λλη. βγαλα µέχρι πάνω τά χώµατα, σήκωσα τίς πλάκες καί νοιξα λο τό µέρος. Ατό πού ντίκρισα µέ κανε νά νατριχιάσω. Πάνω πάνω µιά ραχνοΰφαντη σκόνη στό καφετί τό χρµα σκέπαζε ναν νθρώπινο σκελετό! Μόλις χτύπησε τό εράκι, κείνη σκόνη σκορπίστηκε, µαζεύτηκε στίς κρες. Φάνηκαν πεντακάθαρα τά στά, κατακίτρινα. Τά χέρια σταυρωµένα πάνω στό στθος. Στό κεφάλι εχε µόνο τό πάνω σαγόνι, µέ λα τά δόντια στή σειρά σάν κορδόνι, κάτασπρα. Ζήλεψα τά δόντια: χ, νά µποροσα νά εχα καί τά δικά µου σάν ατά. Τότε πρόσεξα τό κρανίο, ταν χώρια πό τό πόλοιπο σµα µέσα στόν τάφο. Καί δέν εχε τό κάτω σαγόνι. Τά χασα. Πς τρωγε ατός νθρωπος, σκέφτηκα. Στόµα δέν εχε; Περίεργο πράµα. Στό στόµα να κεραµίδι µέ τρες σταυρούς χαραγµένους. Παίρνω τό κεραµίδι νά δ ν γράφει κάτι, δέν γραφε τίποτε. Γιά προσκέφαλο εχε µιά στρογγυλή πέτρα. µες βάζουµε µαξιλάρι, τί θελε πέτρα; λα παράξενα ταν. Κι ατή εκόνα ζωγραφίστηκε στήν ψυχή µου καί µέ τίποτε δέν σβήνει. 
– Πρέπει νά ταν φοβερό σάν θέαµα, φοβερή ατή µπειρία. λήθεια· ποιά ταν Δούκα τά συναισθήµατά σου, ταν τά ντίκριζες λα ατά; 


– Τό µυαλό µου κόλλησε σέ κε
να πού βλεπα. βλεπα κι πο-ροσα. Τότε λα ταν παράξενα. λλο τότε, λλο µως τώρα. Μετά τόσα χρόνια, ρχεται στά µάτια µου ατή εκόνα µέ τό νεκρό καί συγκινοµαι. Δέν τό ξεπέρασα. δ πού τά λέµε, ταν τό πιό σηµαντικό γεγονός τς ζως µου… Πρώτη φορά βλεπα νθρώπινο κρανίο κοµµένο, µιά πιθαµή πό τόν πόλοιπο σκελετό. Πρώτη φορά βλεπα κρανίο χωρίς σαγόνι. σες, µα τό βλέπατε, τί θά παθαίνατε; Τί θά λέγατε; ταν πρα στά χέρια µου τό κεραµίδι νά ψάξω, καί µετά πού πρα τό κρανίο καί τά κόκαλα, γέµισαν εωδία καί τά δικά µου χέρια. Εωδίαζαν τόσο πολύ γιά µέρες πού, σο καί νά τά πλενα, εωδία δέν φευγε.
– Καί τό λείψανο ατο το γνωστου νθρώπου; ντάξει. Δίχως σιαγόνα, καί κεφαλή µιά πιθαµή πό τό σκελετό. ταν πόδειξη πώς θάνατός του δέν πρέπει νά ταν ερηνικός. σύ µπορε νά µήν τό σκέφτηκες. ταν κάτι ξαφνικό. µως, ποιος καί νά τό βλεπε, λίγο νά σκεπτόταν µέ τήν συχία του, θά κατέληγε σέ τέτοιο συµπέρασµα. Τό πόλοιπο µως λείψανο πς ταν; ταν κέραιο; δειχνε κάποιο λλο σηµάδι;
– Δέν δειχνε λλο σηµάδι σκελετός. ταν παραµέρισε σκόνη στίς κρες, φάνηκε λος σκελετός, χωρίς τό σαγόνι. Τά χέρια το νεκρο σταυρωµένα στό στθος του. Τά δάχτυλα κι π τά δυό τά χέρια ταν γυρισµένα πρός τά µέσα, λυγισµένα. Ατό ταν, ατό εδα.
σύ, Μαρία, εδες τό σκελετό µέσα στόν τάφο; Ρωτ, µήπως σς εδοποίησε Δούκας µέ τά παιδιά, νά νεβτε; σένα τόν γγελο τό Ράλλη κάποιον λλο πό τό χωριό…
χι. Κανείς µας δέν τόν εδε, µόνο Δούκας καί Δηµητράκης. 


– Τά
λλα δυό µωρά, συνέχισε Δούκας, παιζαν πιό πέρα. Κι κενα πρέπει νά εδαν τά κόκαλα µέσα στή γ, λλά µωρέλια ταν, δέν καταλάβαιναν. Δέν διναν σηµασία. Παναγής τό µόνο πού θυµται, τό λέει καί µέχρι τώρα, τήν καφετί τή σκόνη πού σκέπαζε τά κόκαλα. Το κανε ντύπωση. Πρέπει νά ταν πό τά ροχα το θαµµένου, λιωσαν µέ τά χρόνια, µεινε σκόνη.