Tου Γιώργου Ρακκά
Κατά την έναρξη του παρόντα γύρου των διαπραγματεύσεων για το Σκοπιανό, είχαμε τονίσει πως μοναδικός όρος που θα σηματοδοτούσε πρόοδο για τις σχέσεις των δυο χωρών θα ήταν να πειστεί μέσα από αυτές η γειτονική χώρα να εγκαταλείψει τις αλυτρωτικές της αναφορές στον «μακεδονισμό».
«Πρώτα ο αλυτρωτισμός, μετά το όνομα», τονίζαμε και προχωρούσαμε στην τεκμηρίωση αυτής της θέσης, ότι είναι ακριβώς αυτές οι αξιώσεις που μεταβάλουν και την ΠΓΔΜ σε μικρή αναθεωρητική δύναμη της περιοχής, με υπολογίσιμους ωστόσο συμμάχους όσους επιθυμούν την αποσταθεροποίηση της Ελλάδας, και ευρύτερα, την συνέχεια του πολυκατακερματισμού των Βαλκανίων.
Σήμερα η κυβέρνηση πανηγυρίζει για το «αίσιο» υποτίθεται τέλος του κύκλου αυτών των διαπραγματεύσεων, οι οποίες έχουν ήδη οδηγήσει σε μια συμφωνία έξι σημείων σύμφωνα με τα οποία η γειτονική χώρα δέχεται να υιοθετήσει μια σύνθετη, γεωγραφική ονομασία, μάλιστα έναντι όλων, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα μας θα αναγνωρίσει τις συνταγματικές αναφορές σε «μακεδονική» γλώσσα και εθνότητα.
Γλώσσα και εθνότητα αίρουν τον γεωγραφικό προσδιορισμό
Ωστόσο, όπως κάθε φορά που πανηγυρίζει αυτή η κυβέρνηση πρόκειται για ένα μεγαλειώδες διπλωματικό φιάσκο. Η ρητή αναγνώριση από την ελληνική πλευρά της γλώσσας και της εθνότητας οδηγεί de facto στην άρση του γεωγραφικού προσδιορισμού: Αφού υπάρχει «μακεδονικό» έθνος και «μακεδονική» γλώσσα, τότε αναπόδραστα η Βόρεια Μακεδονία καθίσταται χώρα των «Μακεδόνων» και η νότια ελληνική Μακεδονία υποβαθμίζεται απλά στην διοικητική ονομασία της συγκεκριμένης περιφέρειας εις ανάμνηση της αρχαίας Μακεδονίας που «δεν έχει καμία σχέση» κατά την επίσημη διατύπωση που αποδέχθηκε η ελληνική πλευρά με τις σύγχρονες διαστάσεις και περιπλοκές του ζητήματος.
Κάπως έτσι επαναπλασάρεται ο αλυτρωτισμός σε μια συμφωνία που υποτίθεται ότι τον κάμπτει, και δημιουργούνται έτσι οι προϋποθέσεις για την μελλοντική του αναβίωση, σαν το επιτρέψει η συγκυρία και υπό την εύνοια των Αμερικάνων και των Γερμανών, αλλά κυρίως των Τούρκων που διατηρούν κάθε συμφέρον από την αποδόμηση της ελληνικής κυριαρχίας.
Η μεθόδευση του χρονοδιαγράμματος
Με αυτόν τον τρόπο επιθυμεί η παρούσα ελληνική κυβέρνηση να κλείσει το ζήτημα, ενώ την ίδια στιγμή τα σημεία της συμφωνίας εμπεριέχουν εξίσου παγίδες αλλά και μια διαδικασία παρελκυστική, που στοχεύει στην εκτόνωση των αντιδράσεων.
Η συμφωνία συνάπτεται κατ’ αρχάς, δίχως να ερωτηθεί η ελληνική βουλή, η Ελλάδα αίρει το βέτο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Σκοπίων, ενώ στην γειτονική ηγεσία δίνεται αρκετός χρόνος ώστε να πείσει κόμματα και κοινωνία για το συμφέρον την συμφωνίας, πράγμα που θεωρείται πιθανόν καθώς συν τοις άλλοις γι’ αυτό πιέζουν και εκείνοι ακριβώς οι ευρωατλαντικοί κύκλοι που παλαιότερα χρηματοδότησαν και βοήθησαν να στηθεί το «μακεδονικό αφήγημα» της ΠΓΔΜ.
Για την ελληνική πλευρά, η άποψη του κοινοβουλίου ζητείται στο τέλος, όταν θα έχει διεξαχθεί ήδη δημοψήφισμα στην γειτονική χώρα. Στην δε περίπτωση που το δημοψήφισμα είναι αρνητικό, και η ονομασία των Σκοπίων μείνει ως έχει, αυτό που θα έχει επιτευχθεί μέσω των διαπραγματεύσεων θα είναι να… απολέσει η ελληνική πλευρά το ‘χαρτί’ του Βέτο, την ίδια στιγμή που θα έχει καταγραφεί ως διπλωματικό προηγούμενο η αναγνώριση της μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας.
Ο εξευτελισμός της αλλαγής εμπορικών σημάτων
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά υπάρχει και το ζήτημα των εμπορικών σημάτων, που είναι από τα πλέον εξευτελιστικότερα για την ελληνική πλευρά. Γιατί στο πνεύμα της ‘νέας ομόνοιας’ (sic!) θα υπάρξει κλίμα και πίεση ώστε να απαλειφθούν τα σήματα εκείνα που ‘ενοχλούν εκατέρωθεν’, επομένως, το ανέκδοτο της χώρας που αναγκάζεται να αποσύρει τον ‘μακεδονικό χαλβά’ από την κυκλοφορία, ή να αλλάξει το όνομα του αεροδρομίου Μακεδονία θα γίνει επί τέλους πραγματικότητα.
Μικροπολιτικά οφέλη
Αναρωτιέται κανείς, έπειτα από όλα αυτά το γιατί η κυβέρνηση προχωράει ακάθεκτη σε αυτόν τον διπλωματικό «θρίαμβο». Για λόγους ανάλογους με εκείνους που πραγματοποίησε την «κωλοτούμπα» του 2015, δηλαδή για την παραταξιακή επιβίωση και τα μικροκομματικά οφέλη, ακόμα και αν για να τα αποκομίσει το τίμημα είναι να δημιουργήσει «καμμένη γη».
Οι Γερμανοί έχουν καταστήσει σαφές ότι θέλουν συμφωνία για την παραχώρηση ελάχιστων αντισταθμιστικών στα νέα οικονομικά μέτρα που απαιτούν, τα οποία όμως είναι απαραίτητα για την κυβέρνηση προκειμένου να χρυσώσει το χάπι των τελευταίων, ενδεχομένως με μια σειρά βραχύβιων παροχών, προσωρινών διορισμών κ.ο.κ.
Οι Αμερικάνοι, επίσης, συνδέουν την στήριξη που παρέχουν στην Ελλάδα έναντι της Τουρκίας (όπως αυτή εκδηλώνεται και όσο διαρκέσει) με τον όρο να υποχωρήσει αυτή στο Σκοπιανό, πράγμα για το οποίο πιέζουν και την Νέα Δημοκρατία. Γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην αμφισημία των δηλώσεων και των τοποθετήσεων των στελεχών της, πράγμα που με την σειρά του της δημιουργεί πρόβλημα συνοχής, απογοητεύει τμήματα των ψηφοφόρων της που επιθυμούν το κόμμα τους να εκφράσει σθεναρότερη αντίθεση στις μεθοδεύσεις Τσίπρα-Κοτζιά. Η κυβέρνηση το γνωρίζει αυτό και προσπαθεί με την συμφωνία να πετύχει «ένα σμπάρο – δυο τριγώνια», δηλαδή να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της απέναντι σε ‘θεσμούς’ και πρεσβείες και ταυτόχρονα να δημιουργήσει πρόβλημα αποσυσπείρωσης στον αντίπαλό της.
Τέλος, υπολογίζοντας τον αντίκτυπο των αντιδράσεων που θα προκληθούν από την σκανδαλώδη συμφωνία της, η κυβέρνηση επιδιώκει να πλειοδοτήσει σε εθνομηδενισμό και να συσπειρώσει μια κατηγορία ψηφοφόρων που ξεκινάει από την νεοφιλελεύθερη δεξιά και το Ποτάμι, και αγγίζει τον σκληρό πυρήνα των Εξαρχείων. Γι’ αυτό θα αντιμετωπίσει τις κινητοποιήσεις που θα πραγματοποιηθούν και το αρνητικό λαϊκό αίσθημα στο πλαίσιο της συκοφαντώντας τις ως «εθνικιστικές» και «κουκούλι αναβίωσης της μετεμφυλιακής δεξιάς» διευκολύνοντας έτσι την Χρυσή Αυγή και άλλες ακροδεξιές δυνάμεις να καρπωθούν μέρος της λαϊκής αντίθεσης προς την συμφωνία με τα Σκόπια.
Αυτό ακριβώς επιθυμούν στον ΣΥΡΙΖΑ, την ενίσχυση των διχαστικών τάσεων μέσα στην ελληνική κοινωνία, γιατί στοχεύουν μέσω της ανακύκλωσης των σάπιων εμφυλιακών παθών να ξεπλύνουν τις κυβερνητικές τους αμαρτίες, να κρύψουν μέσα στον θόρυβό τους ότι λειτούργησαν ως η πλέον μνημονιακή, αποτελεσματικότερη δύναμη κοινωνικής και εθνικής αποδόμησης που πέρασε από την εξουσία τα τελευταία χρόνια.
Διχασμός, χρήσιμοι ηλίθιοι και τυχοδιωκτικές παραφυάδες
Δυστυχώς το διχαστικό «σχέδιο» της κυβέρνησης συναντάει αρκετούς έμμεσους υποστηρικτές που λειτουργούν εντός των πατριωτικών κινητοποιήσεων.
Είναι κατ’ αρχάς όσες δυνάμεις επιθυμούν να τεθεί το αίτημα των τελευταίων με όρους δεξιάς-αριστεράς, ανακυκλώνοντας τα πάθη του ’45-’49 και αποσκοπώντας να κάνουν «πολιτικό ταμείο» στη συνέχεια βάζοντας το Μακεδονικό να πριμοδοτήσει την άνοδο της σκληρής δεξιάς.
Είναι επίσης δυνάμεις που δρουν όχι σε ιδεολογικό πλαίσιο, αλλά κινητοποιούμενοι από καθαρό τυχοδιωκτισμό, που βρήκαν ευκαιρία να πλασαριστούν ως «παράγοντες» στην πολιτική σκηνή, και στο πίσω μέρος του μυαλού τους έχουν να εκμεταλλευτούν την δυσαρέσκεια ώστε να δημιουργήσουν στην συνέχεια κάποιο Μακεδονικό κόμμα. Η δράση τους αντικατοπτρίζεται στην απίστευτη οργανωτική πολυδιάσπαση των πατριωτικών κινητοποιήσεων, και κυρίως στην αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των ομάδων και των επιτροπών συντονισμού, που συνήθως σπαταλούν τον χρόνο τους αλληλοκατηγορούμενοι για «προδοσία» ή υστεροβουλία.
Δυστυχώς, η εγκατάλειψη του Μακεδονικού από τις σοβαρότερες οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις, και τις πνευματικές ελίτ του τόπου, έχει επιτρέψει σε αυτούς τους παράγοντες να διαμορφώνουν σε έναν βαθμό το κλίμα μέσα στις κινητοποιήσεις προωθώντας ένα κλίμα άλλοτε φολκλορικό και άλλοτε βίαιο και ρεβανσιστικό συσκοτίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις στοχεύσεις και την καθαρότητα του μηνύματος που πρέπει να σταλεί στο πολιτικό σύστημα, και ευρύτερα στις ηγεσίες της χώρας.
Όλα αυτά καθιστούν απόλυτη την ανάγκη να υπάρξει ένα ξεκαθάρισμα για τον χαρακτήρα και την φυσιογνωμία των κινητοποιήσεων. Δηλαδή, το ποιός είναι ο κεντρικός τους στόχος: Να δημιουργήσουν εκείνους τους όρους ενότητας όλων των ανθρώπων που εξεγείρονται εναντίον των μεθοδεύσεων της κυβέρνησης στο Σκοπιανό ώστε ο εθνομηδενισμός να οδηγηθεί σε πολιτική, ιδεολογική απομόνωση και ήττα; Ή να ανέβει κι άλλο το θερμόμετρο του διχασμού, και να διασπαστεί το λαϊκό σώμα ανάμεσα στην χειρότερη μορφή της παλαιοαριστεράς και της παλαιοδεξιάς;
Η επικαιρότητα του δημοκρατικού πατριωτισμού
Εν τέλει, το ζήτημα έχει τεθεί. Για να έχει απτά θετικά αποτελέσματα ο κύκλος των κινητοποιήσεων αυτών και για να μην λειτουργήσει ως «νεροκουβαλητής επιτήδειων» όπως οι Αγανακτισμένοι του 2011 θα πρέπει να διατηρήσει τον παλλαϊκό χαρακτήρα του, να εκφράζονται ως κινητοποιήσεις όλων των Ελλήνων απέναντι σε μια κυβέρνηση που δεν σεβάστηκε επί του προκειμένου ούτε τη λαϊκή βούληση, ούτε την συνταγματική της υποχρέωση να προφυλάσσει την χώρα από μεθοδεύσεις και σχέδια που θα βλάψουν την συνοχή και την ακεραιότητά της.
Πως θα διατηρηθεί, όμως, ο πάνδημος χαρακτήρας της κινητοποίησης; Όταν αυτή παραμείνει μακριά από τις παραταξιακές έριδες, επιμείνει στον χαρακτήρα της ως διαμαρτυρίας της βάσης ενάντια στις ηγεσίες, και φροντίσει στο να μην αποκλείει κανέναν από τους κόλπους της. Όταν, δηλαδή, ξεκαθαρίσει τον δημοκρατικό της χαρακτήρα ώστε να χωρέσει μέσα της όλη την κοινωνία…