1.

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

 

Διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Νέα Κερασοῦντα στίς 26/6/2011.

Τό ξεκίνημα
Ὁ Χριστός ἦλθε νά μᾶς διδάξει τήν ἐπιστροφή στόν Πατέρα κι’ αὐτό ἀκριβῶς δείχνει ἡ ἐνέργειά του νά βαπτισθεῖ ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη, πού δίδασκε τήν μετάνοια.

Βαπτίσθηκε δηλαδή ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς ἀφήσει μέ τό ζωντανό αὐτό παράδειγμά του ὑπόμνηση, ὅτι χρειάζεται νά ἀλλάξουμε μυαλά. Νά τοποθετηθοῦμε ἀπέναντι στό Θεό πρῶτα, στόν ἑαυτό μας καί στή ζωή διαφορετικά. Καί ἀφοῦ βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, δίπλα στήν Ἱερουσαλήμ, ἔφυγε ὁ Κύριος καί πῆγε στήν Γαλλιλαία.

Ἡ Γαλιλαία ἦταν ἡ πιό ὑποβαθμισμένη, ἠθικά, πνευματικά καί κοινωνικά περιοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς Ἱερουσαλήμ θεωροῦσαν τούς Γαλιλαίους «ὑπόκοσμο». Γι’ αὐτό ὅταν κάποτε ρώτησαν γιά τόν Χριστό: «ἀπό πού εἶναι αὐτός;» καί κάποιοι εἶπαν «ἀπό τήν Γαλιλαία», ἀποφάνθηκαν οἱ φαρισαῖοι: «Καλός ἄνθρωπος ἀπό τήν Γαλιλαία, δέν εἶναι δυνατόν».

Δέν θυμόντουσταν ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ.

Ἐπῆγε λοιπόν ὁ Χριστός στή Γαλιλαία, δίδασκε, θεράπευε καί ἐκήρυττε.

Τί ἔλεγε;

«Μετανοεῖτε ἤγγικεν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Τί σημαίνει «μετανοεῖτε»; Ἀλλάξτε μυαλά. Πάψτε νά σκέπτεσθε ὅπως μέχρι τώρα. Ποῦ τά ἔλεγε αὐτά;

Σέ μιά περιοχή πού βασίλευε ἡ ἁμαρτία καί οἱ διαστροφές. Ἡ πλεονεξία καί ἡ καταφρόνηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Καί γι’ αὐτό, παρατηροῦντο ἐκεῖ οἱ χειρότερες ἀταξίες καί ἁμαρτωλές καταστάσεις, πού ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, δέν τίς ἔπιαναν οὔτε στό στόμα τους.

Ἐκεῖ πῆγε ὁ Κύριος. Καί ἐκτός ἀπό τό κήρυγμά του «μετανοεῖτε», ἔκανε καί μιά ἄλλη ἐνέργεια. Βλέποντας κάποιους ἀνθρώπους τούς ἔλεγε:

-Ἀφεῖστε αὐτά πού κάνετε. Ἐλᾶτε κοντά μου. Μιμηθεῖτε με. Περπατᾶτε γιά νά φθάσετε στόν Πατέρα τόν ἐπουράνιο, ἀγαπώντας τό θέλημά του· ἀλλάζοντας μυαλά· ἀφήνοντας τήν ἁμαρτία καί τόν κόσμο.

Γνώρισες τόν Χριστό; Πᾶρε ἀπόφαση
Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα, λέγει ὅτι βρῆκε ὁ Χριστός δύο νέους ἄνδρες, τόν Ἀνδρέα καί τόν Πέτρο καί τούς κάλεσε νά τόν ἀκολουθήσουν. Ἐκεῖνοι ἄφησαν ἀμέσως τόν πατέρα τους καί τήν περιουσία τους. Τήν βάρκα τους καί τά δίχτυα τους μέ τά ὁποῖα ζοῦσαν. Γι’ αὐτούς ὅλος ὁ κόσμος ἦταν τό καραβάκι τους, τά δίχτυα τους καί ἕνα σπιτάκι. Τά ἄφησαν ὅλα γιά νά πᾶνε κοντά στόν Χριστό. Νά ζήσουν γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα -τό ξέρομε παρακολουθώντας τή ζωή τους μέσα στό εὐαγγέλιο- οἱ δυό αὐτοί ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόν Χριστό γιά πάντα. Ἐδῶ στή γῆ σέ διάφορες περιπέτειες. Ἀλλά ἡ τελική κατάληξη τους ἦταν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Δοξάστηκαν μέ δόξα θεϊκή.

Τό ἴδιο ἔκανε καί γιά δυό ἄλλους νέους. Τόν Ἰωάννη καί τόν Ἰάκωβο.

-Ἐλᾶτε μαζί μου, τούς εἶπε. Ἐλᾶτε κοντά μου. Ὁ δρόμος αὐτός εἶναι. Ὄχι νά κάνει ὁ καθένας ὅτι τοῦ ὑπαγορεύει τό μυαλό του, ἡ σάρκα του, τά συναισθήματά του, ἀλλά ὅτι τοῦ ὑπαγορεύει τό θέλημα τοῦ Πατέρα μας «τοῦ ἐν οὐρανοῖς».

Πρέπει νά τόν θεραπεύσομε τόν ἄνθρωπο ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ἐλᾶτε κοντά μου νά γίνομε ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Νά τούς μαζέψομε, ὄχι ὅπως μαζεύουν οἱ ψαράδες τά ψάρια, γιά τό τηγάνι, ἀλλά νά τούς μαζέψομε γιά τήν αἰώνια ζωή. Γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἰάκωβος τόν ἀκολούθησαν.

Τί σημαίνει αὐτό;

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μυαλό. Κρίση. Ἔχει βούληση. Προτιμᾶ καί ἐπιλέγει. Ἔχει καί πράξη. Προηγεῖται τό μυαλό, γιά νά δεῖ τί θέλει νά κάνει. Νά σκεφθεῖ λίγο, ποῦ θά τόν βγάλει, ἄν συνεχίσει νά πορεύεται «ὅπως πάει ὁ ὅλος ὁ κόσμος», καί ὅπως ὁ ἴδιος βάδιζε μέχρι τώρα…

Ζυγίζει τά πράγματα καί λέει:

-Ἐκεῖ νά πάω ἤ ἐκεῖ; Τί προτιμῶ;

Ζωή γιά τήν κοιλιά, γιά τήν τσέπη, γιά τίς αἰσχρότητες, πού μερικοί τίς ἔχουν σέ προτεραιότητα;

Ἤ ζωή γιά τήν ἀγάπη, τήν καλωσύνη, τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, πού διδάσκει ὁ Πατέρας μας ὁ ἐν οὐρανῷ; Καί νά κάνω ἕναν ἀγώνα γιά τήν Βασιλεία του, πρῶτα γιά μένα, καί μετά γιά κάποιον ἄλλο; Μέ τό παράδειγμά μου κυρίως. Ἄς εἶμαι ὁ φτωχότερος καί ὁ μικρότερος ἀπό ὅλους.

Μετά τίς σκέψεις αὐτές, ὁ ἄνθρωπος, κάνει τήν ἐπιλογή του μέ τόν τόν ἐσωτερικό του κόσμο, γιά τό πῶς θά συνεχίσει νά ζεῖ.

Τό δίδαγμα τῶν θαυμάτων
Ποιός δέν τό ξέρει, ὅτι μερικά γεροντάκια καί μερικές γριούλες εἶναι οἱ μεγαλύτεροι κήρυκες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν;

Καί ποιός δέν τό ξέρει, ὅτι κάποια παιδιά στήν ἡλικία τῶν 18 καί τῶν 20 χρόνων, εἶναι κήρυκες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ κάνουν τόν σταυρό τους, ὄχι μόνο πάνω στό σῶμα τους, ἀλλά ἐπάνω στήν καρδιά τους καί λένε:

-Ὄχι ζωή ὅπως τήν θέλει ὁ κόσμος. Ἀλλά ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός. Μέ σεμνότητα, μέ ἐγκράτεια, μέ εὐσέβεια. Καί μέ ἀφοσίωση στό Θεό.

Μά ἐπειδή αὐτά εἶναι λίγο δύσκολα γιά τό μυαλό καί τήν ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου, κατέβηκε ὁ Χριστός καί ἔδειξε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἐν δυνάμει».

Τί ἔβρισκε στή Γαλιλαία; Ἀρρώστειες, κακίες, δαιμόνια. Νά ἕνας παράλυτος…

Γιατί ἔφτειαξε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο;

Παράλυτος νά εἶναι ἤ γεμάτος ὑγεία; Στό σῶμα, στήν ψυχή καί στό πνεῦμα;

Ἕνας ἔχει Ἀλτσχάιμερ. Παρέλυσε ὄχι μόνο τό σῶμα του, μά καί τό μυαλό του. Πόσες ἄλλες καταστάσεις βλέπομε, πού καί μόνο νά τίς σκεφθεῖ κανείς τόν πιάνει κατάθλιψη;

Καί λέμε κάνοντας τόν Σταυρό μας: «οὔτε στό χειρότερο ἐχθρό μου Κύριε, τέτοια πράγματα. Ἐλέησε τόν κόσμο σου». Ἀλλά νά. Στέκει ὁ Χριστός δίπλα στόν παράλυτο, καί τοῦ λέει: «Σήκω, συχωρεμένες οἱ ἁμαρτίες σου». Μά ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἀποκλειστικά ζήτημα τοῦ Θεοῦ.

Καί ὁ Χριστός συνεχίζει:

-Σήκω παιδί μου καί περπᾶτα, γιά νά καταλάβουν αὐτοί πού τά μετρᾶνε ὅλα μέ τό ὑποδεκάμετρο καί μέ τό ζύγι, ὅτι ἦλθε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καί ὁ ἄνθρωπος ὑπακούοντας, ἤ μᾶλλον μέ τήν δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε καλά.

Αὐτά τί ἦταν;

Ἦταν μιά δύναμη πού ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά λέει:

-Τοῦτο, (τό μυαλό) δέν τά ξέρει ὅλα. Ἡ σκέψη μας ὅπως τήν κάνομε, δέν ἔχει ἀξία μπροστά στή σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν στιγμή πού βλέπομε τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί τήν Βασιλεία του στόν κόσμο. Θεραπεύει τόν παράλυτο, ἀνασταίνει τόν πεθαμένο ἐδῶ καί τέσσερες μέρες Λάζαρο. Δέν ἰσχύει ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στή λογική τοῦ Θεοῦ.

Ἐγώ διαλέγω τήν λογική τοῦ Θεοῦ, καί θέλω νά προχωρήσω μέ τήν λογική τοῦ Θεοῦ, μά θέλω καί δύναμη γιά νά τήν ἀκολουθήσω. Γιά νά κάνω ἀπό δῶ καί πέρα ζωή πιό ἤρεμη, πιό ἥσυχη· εὐλαβή. Μακρυά ἀπό πάθη καί ἁμαρτίες. Ἔξω ἀπό τή διάθεση πού λέει: «Ὅλους νά τούς ἔχεις παιχνιδάκια στά χέρια σου. Γιά τίς δικές σου ὀρέξεις».

Ὄχι! Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι εἶναι παιδιά του ὅλοι. Ἐγώ σάν παιδί τοῦ Θεοῦ, θά τούς ἀγαπῶ. Καί θά θέλω νά τούς ὑπηρετήσω ὅλους. Μέ ἀγάπη. Σάν μικρότερος. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀδελφός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὄχι μόνο καλές σκέψεις
Αὐτό εἶναι τό μήνυμα πού ἔφερε ὁ Κύριος μας, μέ τήν κλήση τῶν τεσσάρων ἀποστόλων.

Ναί. Πῆγαν κοντά του, μά δέν ἔπαυσαν νά εἶναι ἄνθρωποι ὅπως ἦταν μέχρι τότε. Δέν εἶχαν ἀλλάξει ἀκόμη. Τί ἄλλαξαν; Μυαλά. Κρίση. Ὅλος ὁ ἄλλος ἄνθρωπος ἦταν ὁ παληός ἄνθρωπος.

Δέν ἀρκεῖ μόνο νά ἀλλάξεις σκέψη. Πρέπει νά ἁρπάξεις τόν ἑαυτό σου μέ χέρια ἀτσάλινα, καί νά πεῖς σέ κάθε μέλος τοῦ σώματος σου: «Ἀπό δῶ καί πέρα, στό σωστό δρόμο».

Τό ἴδιο νά πεῖς στήν καρδιά καί στόν νοῦ σου. Στήν γλώσσα, στά μάτια, στά αὐτιά.

Ὁ Χριστός πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, γιά νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τόν θάνατο, ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τά πάθη, πού φέρνουν ἐδῶ στή γῆ τήν διάλυση, καί στήν αἰώνια ζωή τήν αἰώνια ἀπώλεια, αὐτός ὁ Χριστός μᾶς εἶπε:

«Πρώτη ἐνέργεια σας νά εἶναι ἡ ἀπόφαση: Ναί, θέλω νά ἀκολουθήσω τόν Χριστό στό δρόμο του πρός τήν Βασιλεία τοῦ Πατέρα μας τοῦ ἐν οὐρανοῖς».

Ἡ ἀρχή της πνευματικῆς ζωῆς
Ἔπειτα νά κάνω αὐτό πού πρέπει, γιά νά ὑποταχθῶ στό νόμο τοῦ Θεοῦ. Νά ψάξω νά τόν βρῶ, νά τόν διαβάσω, νά τόν κατανοήσω, νά γεμίσει ἡ καρδιά μου καί ἡ σκέψη μου μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Καί νά σφίγγω τήν καρδιά μου, νά σφίγγω τόν ἑαυτό μου, γιά νά τηρῶ τό ἅγιο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Τί γίνεται ὅταν τό κάνομε;

Ὅταν ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο τοῦ κόσμου τούτου, ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ ταραχή καί κακία. Καί ἡ συνείδηση συνέχεια φωνάζει:

-Δέν ντρέπεσαι τόν ἑαυτό σου; Τόν Θεό δέν τόν ντρέπεσαι, τόν ἑαυτό σου, δέν τόν κοιτάζεις ποτέ στόν καθρέφτη πού λέγεται «τό θέλημα τοῦ Θεοῦ»; Δέν ἔχεις τό θάρρος νά τόν κοιτάξεις; Πῶς ζεῖς;

Ὅταν ὅμως βάλομε ὁδηγό μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, παίρνομε ἕνα ψαλιδάκι καί ψαλιδίζομε κάθε τόσο ἀπό λίγο –μιά τρίχα ἔστω ἀπό τίς κακίες μας, καί μετά ἀπό λίγο βρισκόμαστε νά ἔχομε μιά ἀγγελική κατάσταση.

Γιατί; Γιατί κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος κάνει ἕνα ἐλάχιστο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέει τό λογικό του:

-Αὐτό τό κατόρθωσες. Γιατί νά μή κατορθώσεις καί ἐκεῖνο; Λίγη καλή θέληση χρειάζεται. Προσπάθησε καί τό ἔφτασες.

Γι’ αὐτό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες: Ποιό εἶναι τό πιό εὔκολο ξεκίνημα γιά τήν πνευματική ζωή; Λίγη νηστεία καί προσευχή. Αὐτό εἶναι!

Παρασκευή σήμερα, λές. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά φᾶμε κρέας οὔτε τυριά. Τό κατάφερα νά περάσω μέ νηστίσιμα. Πῶς δηλαδή; Ἔπρεπε νά εἶμαι σάν τό γατάκι πού ἅμα τοῦ δώσεις ψάρι τρελλαίνεται; Ἄνθρωπος εἶμαι.

Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, ἔμαθες πῶς εἶσαι δυνατός καί ξεκινᾶς νά πολεμᾶς τό ὁποιοδήποτε πάθος. Τοῦ σώματος, τῆς καρδιᾶς καί τοῦ πνεύματος. Καί τό νικᾶς.

Ἔτσι μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός νά πορευόμαστε. Αὐτό ἔκαναν οἱ μαθητές του. Στήν ἀρχή, ἀνθρωπάκια ἦταν. Κοντά του, μέρα μέ τήν ἡμέρα ἔγιναν ἄγγελοι. Ἤ μᾶλλον καλύτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους. Θέλει κουβέντα, ὅτι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης ἦταν καλύτερος ἀπό τούς ἀγγέλους μέ τήν ἀγάπη, τήν ἁγνότητα καί τήν σεμνότητα πού εἶχε;

Αὐτό γίνεται ἄνθρωπος κοντά στόν Χριστό.

Νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός!

Καί νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς ἐλεεῖ, νά μᾶς προφυλάσσει ἀπό τίς λαθεμένες ἀξιολογήσεις. Ἀμήν.

2.

Τὸ κάλεσμα τῶν Ἀποστόλων

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Ἀπὸ μιὰ ἑνοριακὴ ὁμιλία τῆς 5ης Δεκεμβρίου 1972.

Εἶναι βασικὸ γιὰ ἐμᾶς νὰ κατανοήσουμε τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Ἄν μελετᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ δεῖτε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν στὴν ἴδια περιοχή. Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ ζήσει σὰν παιδὶ στὴν Ναζαρέτ∙ οἱ Ἀπόστολοι ἔζησαν ὅλοι γύρω ἀπὸ τὸν τόπο Του. Δὲν γνωρίζουμε τίποτα ἀπὸ τὰ νεανικὰ χρόνια αὐτῶν τῶν ἀνδρῶν, ἀλλὰ ἄν σκεφτοῦμε ὅτι ἡ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας βρισκόταν σὲ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 4 μιλίων ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, ὅτι ὅλες οἱ πόλεις καὶ τὰ χωριὰ, ὅπου ὁ Πέτρος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς ἔζησαν, βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος, μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ὅτι εἶχαν συναντήσει δεῖ καὶ ἀκούσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς παιδὶ καὶ ὡς νέο.

Δὲν γνωρίζουμε κάτι γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τῆς προσωπικότητας Του, καθὼς μεγάλωνε ἁρμονικὰ εἰς ἄνδρα τέλειον, ἀπὸ ἀπόψεως πνευματικῆς σοφίας καὶ ἀρετῆς, ἀλλὰ ὑπῆρχαν μεταξύ τους δεσμοὶ οἰκειότητας. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης, ἦταν μαθητὲς ἑνὸς ἐξαδέλφου τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰάκωβος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Πέτρος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἀνδρέα. Ὅταν πρῶτοι συνάντησαν τὸν Χριστὸ, ἀναζήτησαν τοὺς φίλους τους Ναθαναήλ καὶ Φίλιππο. Ἀκόμα τὰ λόγια τοῦ Ναθαναήλ: «Μπορεῖ κάτι καλὸ νὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ;» δὲν εἶναι παράξενα. Τι θὰ ἔλεγε ὁ κάθενας μας, ἄν τοῦ ἔλεγαν ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ζεῖ σ’ἕνα χωριὸ 4 μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό του;

Καὶ ἔπειτα ὑπάρχει μιὰ ὁλόκληρη πορεία ποὺ μποροῦμε ν’ ἀκολουθήσουμε στὰ Εὐαγγέλια, ὅπου μπορεῖ κάποιος νὰ δεῖ πῶς σταδιακὰ οἱ μαθητὲς ἀνακαλύπτουν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πῶς σταδιακά ἔρχεται πιὸ κοντὰ τους. Καὶ μιὰ μέρα, ἡ σχέση τους μαζί Του εἶναι τέτοια ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ Τὸν ἀφήσουν ἀκόμα καὶ καὶ ἄν τὸ ἤθελαν. Ὅταν οἱ περισσότεροι μαθητές Του τὸν ἐγκατέλειψαν, ὁ Κύριος εἶπε στοὺς δώδεκα: «Θὰ φύγετε κι ἐσεῖς;» κι ὁ Πέτρος ἀπάντησε: «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου». Αὐτὴ ἡ σχέση ἀνάμεσα στοὺς μαθητές καὶ τὸν Χριστὸ, ποὺ ἴσως ἄρχισε μέσα ἀπο τὴ φιλία,κατόπιν ἐξελίχθηκε σὲ θαυμασμὸ, γιὰ ν’ἀναπτυχθεῖ σὲ σχέση ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς μὲ τὸν Διδάσκαλο καθ’ὁδὸν πρὸς τὸν Καίσαρα Φίλιππο, ἀναγνωρίζεται καὶ ὁμολογεῖται ἀπὸ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς ὡς δῶρο τοὺ Θεοῦ: «Εἶσαι ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ».

Εἶναι μιὰ τόσο βαθιὰ, τόσο τέλεια, τόσο ὁλοκληρωμένη σχέση, ἔτσι ποὺ ὅταν ἀκόμα ὁ τρόμος τοὺς συνέχει, δὲν μποροῦν νὰ Τὸν ἀφήσουν. Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητὲς Του ὅτι πηγαίνει στὴ Βηθανία, ἐπειδὴ πέθανε ὁ Λάζαρος, οἱ μαθητές Τοῦ λένε: «Ἐπιστρέφεις στὴν Ἰουδαία; Δὲν σκοπεύουν νὰ σὲ σκοτώσουν;» Κι ἕνας λέει: «Ἄς πᾶμε καὶ ἄς πεθάνουμε μαζὶ Του». Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Θωμᾶς, ἐκεῖνος ποὺ τόσο συχνὰ λογίστηκε σὰν ἄπιστος. Ὄχι, δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν ἕτοιμος νὰ ζήσει καὶ νὰ πεθάνει μὲ τὸν Διδάσκαλο του, ἀλλὰ δὲν εἶναι προετοιμασμένος νὰ δεχτεῖ μὲ εὐκολία τὰ νέα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, μ’ ὅ,τι συνεπάγεται τὸ ζωηφόρο μήνυμα αὐτῆς, χωρίς νὰ εἶναι σίγουρος – ἐπειδὴ ὅταν ὁ Χριστὸς πέθανε στὸν Σταυρὸ, οἱ μαθητές Του σκορπίστηκαν φοβισμένοι γιὰ νὰ κρυφτοῦν, καὶ ὅμως ἦταν δεμένοι μ’ Ἐκεῖνον ὡς τὰ μύχια τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς τους, ἔνοιωθαν ὅτι ἡ Ζωή ἔπαψε νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο, στὴν ζωή τους. Αὐτὸ μᾶς συμβαίνει ὅταν κάποιο ἀγαπητό πρόσωπο πεθαίνει. Τότε ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἐπειδὴ πέθανε, κάθε τι, ρηχό, τετριμμένο, μικρό, πολὺ ἀσήμαντο, γιὰ νὰ εἶναι τόσο σημαντικὸ ὅσο ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, χάνει κάθε νόημα. Ἀπομακρυνόμαστε ἀπ’ αὐτὸ, γινόμαστε τόσο σπουδαῖοι ὅσο ὁ τρόπος ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.

Αὐτὸ εἶναι ποὺ τοὺς συνέβη, ἀλλὰ τότε δὲν ὑπῆρχε ζωὴ, ὑπῆρχε μόνο ἔνας καταστρεπτικὸς,συντριπτικὸς θάνατος. Δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ ζοῦν, ἐπειδὴ ἡ Ζωὴ εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ ζωή τους, ἀλλὰ μποροῦσαν νὰ συνεχίσουν νὰ ὑπάρχουν. Κι ὅμως ξαφνικὰ ἀνακάλυψαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανός καὶ ὅτι μποροῦσαν νὰ ζοῦν καὶ ἀκόμη περισσότερο, ὅτι, κατὰ ἕνα μυστηριώδη τρόπο, ἐπειδὴ εἶχαν πεθάνει τόσο βαθιὰ καὶ ὁλοκληρωτικά μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα μαζί Του, μποροῦσαν, μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα – τὴ δική Του καὶ μαζὶ τὴ δική τους- νὰ εἶναι ζωντανοὶ, ἀλλὰ ζωντανοὶ μὲ ἀδιάσειστη τὴ βεβαιότητα ὅτι κανένας θάνατος δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τοὺς ἀποκλείσει ἀπὸ τὴ ζωή, καμιὰ μορφὴ θανάτου∙ ὁ θάνατος εἶχε ἠττηθεῖ. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ψάλλουμε τὸ Πάσχα, αὐτὸ διακηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωὴ ἔχει θριαμβεύσει, ὁ θάνατος δὲν ἔχει δύναμη ἐπάνω μας· τὸ σῶμα μας δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς νικήσει ὅταν θὰ πεθάνει. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς κύριες μαρτυρίες τῶν ἀποστόλων· δὲν ἦταν ἁπλὰ τόσο πιστοὶ ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν, ἀλλὰ ἦταν τόσο βέβαιοι ἀπὸ μιὰν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ μέσα τους, ἀπὸ τὴ νίκη μέσα τους τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον θάνατος. Κάποιος μπορεῖ εἰρηνικὰ ν’ ἀφήσει ὅ,τι εἶναι ἐφήμερο, καθὼς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο θάνατος δὲν σημαίνει ὅτι ἀπεκδύεται τὴν ἐφήμερη ζωή, σημαίνει ὅτι ζεῖ τὴν αἰωνιότητα, τὴν αἰωνιότητα ποὺ πραγματοποιεῖται ἤδη ἀπὸ τώρα, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, ἀγωνιζόμενος νὰ τὴν κάνει πραγματικότητα σ’ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖ σῶμα τῆς ἁμαρτίας.

 

3.

 

Προετοιμασία καὶ ἀπόφαση

Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)

 

Ἕνα ἀπό τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐπιφύλαξη, ὁ δισταγμός, ὁ φόβος νά πάρει ἀποφάσεις. Κι αὐτό, βεβαίως, δέν ὀφείλεται στό ὅτι δέν ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του. Ἀντιθέτως, ὁ ἀτομιστής ἄνθρωπος τοῦ 21ου αἰώνα ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του· κι ὅσο κι ἄν δέν τό ὁμολογεῖ, πρακτικά τόν ἔχει θεοποιήσει. Τότε, γιατί διστάζει; Γιατί δέν ἀποφασίζει, ἀλλά παρατηρεῖ τήν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων; Ἀπό φόβο! Ἀπό φόβο μήν τυχόν καί χάσει κάποια καλύτερη εὐκαιρία ἀπό αὐτήν πού τή δεδομένη στιγμή ἔχει μπροστά του.Διστάζει καί δέν ἀποφασίζει, μήν τυχόν καί χάσει κάτι ἀνώτερο πού ἐνδέχεται νά προκύψει, ἤ ἀκόμη δέν ἔχει ἀντιληφθεῖ. Ἡ δυνατότητα τῶν ἐπιλογῶν πού προσφέρονται στήν ἐποχή μας εἶναι τόσο μεγάλη πού πλησιάζει τό ἄπειρο. Ἴσως, πρώτη φορά στήν ἱστορία ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία, τό δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιλέγει, δέν καταλύεται ἀπό περιορισμούς, ἀλλά ἀπό τήν ὑπερπροσφορά τῶν ἐπιλογῶν πού «μπλοκάρουν» τήν ἀπόφαση.

Τί συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος -εἴτε ἐπειδή διστάζει, εἴτε ἐπειδή δέν θέλει, εἴτε ἐπειδή δέν μπορεῖ- δέν παίρνει ἀποφάσεις; Κυλάει ὁ χρόνος τῆς ζωῆς, οἱ εὐκαιρίες χάνονται καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος «βαλτώνει». Βυθίζεται στό τέλμα τῆς στασιμότητας κι αὐτό εἶναι ὅ,τι χειρότερο, ἰδίως γιά τήν πνευματική ζωή. Φοβούμενος ν’ ἀποφασίσει, οὐσιαστικά φοβᾶται τήν εὐθύνη πού ἡ ὅποια ἀπόφαση συνεπάγεται, γι’ αὐτό καί ἐπιφυλάσσεται, μέ ἀποτέλεσμα νά μή συμμετέχει στήν ἴδια του τή ζωή. Τελικά, καταντᾶ παθητικά ν’ ἀποδέχεται «ὅσα ἔλθουν κι ὅσα πᾶνε», καταλήγοντας ἁπλός θεατής τῆς ἱστορίας, τή στιγμή πού ἔχει πλασθεῖ γιά πρωταγωνιστής.

Ἡ προετοιμασία τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου

Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή παρουσιάζει ἕνα ἐπεισόδιο στή μακρά σειρά τῆς προετοιμασίας τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Περιγράφει τήν κλήση τῶν πρώτων Μαθητῶν καί Ἀποστόλων καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτοί ἀνταποκρίθηκαν. Ἑστιάζει ὅμως στήν ἀπάντηση τῶν μαθητῶν στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ μας νά τόν ἀκολουθήσουν, ἀποσιωπώντας τά ὅσα προηγουμένως εἶχαν διαμειφθεῖ. Καί τό τί εἶχε γίνει προηγουμένως δέν μᾶς τό λέει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, ἀπό ὅπου ἡ σημερινή περικοπή, ἀλλά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη, γιά νά καταφανεῖ ὅτι τά Εὐαγγέλια, ἄν καί τέσσερα καί γραμμένα σέ διαφορετικούς τόπους, χωρίς δυνατότητα συνεννοήσεως τῶν συγγραφέων τους, δέν ἀντιφάσκουν μεταξύ τους, ἀλλά συμπληρώνουν στίς πληροφορίες τους τό ἕνα τό ἄλλο, μιᾶς πού ὁ κάθε Εὐαγγελιστής, χρησιμοποιώντας τό προσωπικό του ὕφος καί στοχεύοντας σέ διαφορετικό κύκλο ἀναγνωστῶν, γράφει παρουσιάζοντας διαφορετική πλευρά τοῦ ἴδιου προσώπου, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ!

Τί εἶχε συμβεῖ προηγουμένως πού δέν τό περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ἀλλά τό καταγράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης; Μετά τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Πρόδρομο Ἰωάννη, ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης διακριτικά ἔσπευσε νά συνδέσει τούς μαθητές του μέ τόν Χριστό. Ἔτσι, ὑπέδειξε στόν Ἀνδρέα καί τόν Ἰωάννη νά ἐγκαταλείψουν τόν ἴδιο καί νά στραφοῦν πρός τόν Χριστό. Τόν πλησίασαν τότε καί τοῦ ὑπέβαλαν τή γνωστή ἐρώτηση «ραββί, ποῦ μένεις;», γιά νά λάβουν τήν ἀπάντηση ὅτι οἱ ἀλεποῦδες καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ ἔχουν τίς φωλιές τους, ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Χριστός δέν ἔχει «ποῦ τήν κεφαλήν κλῖναι”. Καί δόθηκε αὐτή ἡ ἀπάντηση γιά νά ξεκαθαριστεῖ ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ἡ ζωή μέ τόν Χριστό γιά τούς Μαθητές καί Ἀποστόλους του δέ θά ἦταν ζωή ἀνέσεων, ἀλλά μόχθων καί κινδύνων. Οὐσιαστικά γίνεται μιά πρόταση καί ταυτόχρονα ὑπογραμμίζονται οἱ δυσκολίες. Κι ὅλ’ αὐτά γίνονται μέ τέτοια εἰλικρίνεια καί τόσο σεβασμό στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ὥστε νά μήν ὑπάρχει ὑποψία χειραγώγησης τῶν Μαθητῶν, οὔτε καν ἀπόπειρα «καλοπιάσματός τους».

Ἡ γνωριμία μέ τόν Χριστό

Τί συμβαίνει μετά; Μετά οἱ Μαθητές ἐπιστρέφουν στίς οἰκογένειές τους. Ἀσχολοῦνται μέ τίς δουλειές τους. Ἐργάζονται γιά τόν βιοπορισμό τους. Ταυτόχρονα, ὅλ’ αὐτά δουλεύουν μέσα στήν ψυχή τους. Τά συλλογίζονται, τά μετροῦν, τά σκέπτονται… Θεριεύει ὁ πόθος, ὄχι συναισθηματικά κι ἐπιπόλαια, ἀλλά συστηματικά κι ἐνσυνείδητα. Ἔχει πέσει ὁ σπόρος στό χωράφι τῆς ψυχῆς καί περιμένει τήν ὥρα πού θά βλαστήσει. Μέ ἄλλα λόγια, δημιουργεῖται στήν ψυχή ἡ ὑποδομή καί ἀναμένεται ἡ εὐκαιρία.

Καί ἡ εὐκαιρία δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ἴδια τήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ μας. Τήν πρώτη φορά, χωρίς νά τούς διώξει, δέν τούς κράτησε δίπλα του, ἀλλά τούς ἔδωσε τόν χρόνο μέ ἡσυχία νά σκεφθοῦν, ὥστε ὥριμα ν’ ἀποφασίσουν. Τώρα τούς ἀναζητᾶ ὁ ἴδιος καί τούς προσκαλεῖ εὐθέως. “Εὐθέως” ἀνταποκρίνονται κι αὐτοί! Ἐπιδεικνύουν, ὄχι ἕναν ἐπιφανειακό ζῆλο ἤ ἕναν ἐπιπόλαιο ἐνθουσιασμό, ἀλλά πίστη καί ὑπακοή. Ἀκούγοντας τό κέλευσμα τοῦ Διδασκάλου, δέν ἀναβάλλουν, οὔτε κἄν ἀργοποροῦν, ἀλλά ὡς ἕτοιμοι ἀπό καιρό, ἀφήνουν νά ἐκδηλωθεῖ καί ν’ ἀνθίσει αὐτό πού ζημωνόταν καί ἑτοιμαζόταν στήν καρδιά τους. Καί μέ πρωτοφανή ἀποφασιστικότητα ἐγκαταλείπουν τά πάντα γιά νά γίνουν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων».

Ἡ ἔκβαση τῆς ὅποιας ἀπόφασης ἐξαρτᾶται ἀπό τήν προετοιμασία γιά τή λήψη της, ἀπό τήν ὡριμότητα στήν ἐπεξεργασία της, ἀπό τήν ἐμμονή στήν ἐφαρμογή της. Ἡ μέθοδος τοῦ Χριστοῦ γιά νά θεμελιώσει μιά σταθερή ἀπόφαση στούς Μαθητές του, εἶναι ἡ μέθοδος τῆς Ἐκκλησίας στήν πρόσκλησή της πρός τόν κάθε ἄνθρωπο γιά νά πάρει τήν ἀπόφαση τῆς συνειδητῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ γνωριμία μέ τόν Χριστό δέν μπορεῖ νά χαρακτηρίζεται ἀπό ἐπιπολαιότητα ἤ ἐπιφυλακτικότητα. Ὁ Χριστός διεκδικεῖ τήν ἐπίγνωση, τήν ὡριμότητα καί τή σταθερότητα στήν ἀπόφασή μας νά τόν ἀκολουθοῦμε.

4.

Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

 

Ὁ Χριστὸς ἀναζητᾶ καὶ καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητὲς Του «παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον καθημερινὸ καὶ ἁπλό, μὲ ἐλεύθερο φυσικὸ ὁρίζοντα. Οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται εἶναι ἄνθρωποι τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γνήσιοι καὶ ἀληθινοὶ καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀνεπιτήδευτοι, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία μεταξύ τους.

Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, πρὶν ἀκόμη μᾶς δημιουργήσει, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς γνωρίζει, πρὶν μᾶς φέρει στὴ ζωή. Αὐτὸς ποὺ μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Δὲν μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, γιὰ νὰ γεννηθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του σὲ μία ἀτέλειωτη ζωή. Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, εἶναι ἕνα μυστήριο, ἔργο τοῦ θελήματος καὶ τῆς πρόγνωσης τοῦ Θεοῦ. «Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς» (Ἰω. 15,16), δὲν μὲ διαλέξατε ἐσεῖς, ἀλλὰ ἐγὼ σᾶς διάλεξα. Αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἀπευθύνεται στὸν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ κοινὸ σκοπό, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς διαλέγει καὶ μᾶς ἐκλέγει, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ, σέβεται τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσωπικότητάς μας. Δὲν παραβλέπει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας, δὲν μᾶς ἰσοπεδώνει καὶ δὲν μᾶς ἐξισώνει, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν κατασκευάζει πανομοιότυπους ἁγίους.

Μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καλούμαστε νὰ χωρέσουμε ὅλοι, κλειστοὶ καὶ ἀνοιχτοὶ τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι καὶ σοβαροί, ἐπιεικεῖς καὶ αὐστηροί, εὐαίσθητοι καὶ δυναμικοί, ὅποιοι καὶ ἂν εἴμαστε ἐμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι oι ἄλλοι, oἱ διαφορετικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Οἱ μαθητὲς δέχθηκαν ἀμέσως τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα καὶ ὁλοκληρωτικά. Γιατί, ἄραγε; Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι. Ἡ ἀπάντησή τους στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ ἦταν πράξη ὑπακοῆς.

Ἐμπιστεύθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ παραδόθηκαν στὸ θέλημά Του καὶ στὴν ἀγάπη Του. Ἐδῶ, λοιπόν, ὁ δρόμος πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός, ἡ ὑπακοὴ στὴν κλήση Του.

Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα βαθύτατα προσωπική. Ἀγγίζει τὸ κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία νεφελώδης φιλοσοφία οὔτε μία ἀκατανόητη, ὑψηλὴ καὶ φλύαρη θεολογία, ὅπως, δυστυχῶς, κάποτε τὸν παραμορφώνουμε καὶ τὸν κακοποιοῦμε ἐμεῖς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε ἀμεσότητα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀναφέρει πολλὲς φορὲς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι στοὺς ἀκροατές Του ποὺ σκέφτονται τὸν θερισμό, μιλᾶ γιὰ τὸν πνευματικὸ θερισμό. Στὴ Σαμαρείτιδα ποὺ πῆγε γιὰ νερὸ στὸ πηγάδι, κάνει λόγο γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψαράδες ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ ἐργασία τους, τοὺς μιλᾶ γιὰ μία διαφορετικὴ παράδοξη καὶ θαυμαστὴ ἁλιεία.

Ἡ ἀπάντηση στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλευθερία

«Οἱ δὲ ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν τὸν Χριστό». Ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν μὲ κανέναν καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο τόσο δεμένοι ὅσο μπόρεσαν νὰ δεθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος ἀκολουθεῖ πραγματικὰ τὸν Χριστὸ δὲν προτρέχει οὔτε στέκεται μακριά του, ἀλλὰ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ κάθε δέσμευση μὲ πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις καὶ ζεῖ μιὰ καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀκλόνητη πίστη καὶ βεβαιὸτητα ὅτι ἔχει βρεῖ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ ὅλα ὅσα καθημερινὰ τὸν περικυκλώνουν.

Πράγματι, ὅσο ὡριμάζουμε καὶ ὁλοκληρωνόμαστε ἐσωτερικά, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ πολυσυζητημένη ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπιδιώκει καὶ ὁ πολιτισμὸς προβάλλει ὡς βασικὸ σύνθημα εἶναι ἐξωτερική, σχετικὴ καὶ περιορισμένη. Γιατί εἴμαστε αἰχμάλωτοι τῶν περιστάσεων καὶ τῶν συνθηκῶν μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε, τῆς κληρονομικότητας καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας μας, τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀλλὰ καὶ ὁτιδήποτε ἄλλου μᾶς δεσμεύει καὶ μᾶς ὑποτάσσει σ’ αὐτό. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι στὰ σύνορά τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κανεὶς δὲν μᾶς ρωτᾶ πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποιοὺς θὰ ἔρθουμε στὴ ζωή, ἀλλὰ οὔτε πότε, ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὴν.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ὅταν θεληματικὰ ὑποταχθοῦμε στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε δουλεία στὴν ὁποία εἴμαστε φυλακισμένοι, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἀμήν.

5.

Ἡ κλήση τῶν μαθητῶν

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Ἐκάλεσεν αὐτοὺς»

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τοὺς τέσσερις πρώτους μαθητὲς νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα ἀλλὰ καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, τοὺς ἀδελφούς. Στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια δυὸ φορὲς φαίνεται νὰ καλεῖ ὁ Χριστὸς τοὺς μαθητὲς αὐτούς. Ἡ πρώτη κλήση ἦταν δοκιμαστική, ἐνῶ ἡ δεύτερη ὁριστικὴ καὶ γίνεται στὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς εἶχε δολοφονηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Ἡ σημερινὴ κλήση ποὺ περιγράφεται στὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ δεύτερη, ποὺ ὅπως εἴπαμε εἶναι καὶ ἡ ὁριστική.

Ἡ ποιότητα ζωῆς τῶν Ἀποστόλων

Τί ἄνθρωποι ἦταν αὐτοὶ οἱ ψαράδες ποὺ κάλεσε ὁ Κύριος γιὰ νὰ γίνουν μαθητές του; Ἦταν ἄνθρωποι ταπεινοί, ἀγράμματοι καὶ ἀφανεῖς κοινωνικά. Δὲν ἀνῆκαν στὴν τάξη τῶν Φαρισσαίων καὶ τῶν νομικῶν. Ὁ Βασίλειος ὁ Σελευκείας παρατηρεῖ: «ζητώντας ὁ Κύριος ἀνθρώπους νὰ παιδεύσουν τὴν οἰκουμένη παρέβλεψε πόλεις, δήμους καὶ βασιλεῖες. Ἀπεστράφη τοὺς ἀνθρώπους τοῦ πλούτου, τοὺς ρήτορες, «ἐμίσησε κράτος ρητόρων»… «Ὁ Κύριος μὲ τὸν τρόπο τῆς κλήσεως τῶν πρώτων εἶναι σὰν νὰ ἔλεγε στοὺς ἀνθρώπους: «ἁλιεῖς, οὐ βασιλέας ζητῶ». Ὁ Ματθαῖος γράφει πὼς ὁ Κύριος τοὺς βρῆκε «ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν» (Ματθ. 4,21). Διόρθωναν τὰ δίχτυά τους «μὴ δυνάμενοι ὠνήσασθαι ἕτερα», δηλ. δὲν μποροῦσαν νὰ ἀγοράσουν ἄλλα, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο. Ἦσαν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὅλοι μαζὶ ψάρευαν, ὅλοι μαζὶ διόρθωναν τὰ δίχτυα. Πατέρας καὶ παιδιὰ ἐργαζόντουσαν μαζὶ κι εἶχαν χαρακτηριστικὸ γνώρισμα «τὸ ἀπὸ δικαίων τρέφεσθαι πόνων», νὰ τρέφονται μὲ τὸν ἱδρώτα καὶ τὸν κόπο τους (Χρυσόστομος). Μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν μόρφωση ἀλλὰ τοὺς διέκρινε ἡ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Ἕνας σύγχρονος θεολόγος θὰ προσθέσει πὼς ὁ Κύριος δὲν κάλεσε ἀνέργους στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν λαῶν, ἀλλ’ ἀνθρώπους ποὺ ἐργάζονταν. Τὰ παράτησαν ὅλα, γιατί εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ κλήση τῶν μαθητῶν δείχνει τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ

Αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦσε ὁ κόσμος, αὐτοὺς διάλεξε γιὰ Ἀποστόλους Του ὁ Κύριος.Ὁ Παῦλος τὸ σημειώνει αὐτὸ χαρακτηριστικά: «Τὰ μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρὰ» (Α’ Κορ. 1,27). Αὐτοὺς ἐπέλεξε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ φανεῖ στὸν κόσμο πὼς ἡ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα δυνάμεως καὶ σοφίας ἀνθρώπινης, ἀλλ’ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς δυνάμεως καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, «ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (ὅπ.π. στίχ. 29). Ἡ ἀνταπόκριση τῶν μαθητῶν εἶναι αὐθόρμητη καὶ ὁλοκληρωτική. «Ἄφησαν τὰ δίχτυα, τὰ πλοῖα καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν» (Ματθ. 4,22) καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Δὲν εἶχαν δεῖ ἀπὸ τὸ Χριστὸ μεγάλα θαύματα ἢ δὲν ἄκουσαν σπουδαίους λόγους κι ὅμως ἀντελήφθησαν καὶ κατανόησαν τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ θυσίασαν τὰ πάντα γι’ Αὐτόν.

Οἱ πιστοὶ μόνο μὲ τὸ Χριστὸ δένονται ἄρρηκτα

Ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ δένεται μὲ κανένα πράγμα ἢ πρόσωπο τῆς παρούσης ζωῆς τόσο, ὅσο μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τὸν πρῶτο λόγο στὴ ζωή μας τὸν ἔχει ὁ Κύριος. Δὲν μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἐγκαταλείψουμε τὰ σπίτια μας, τὰ ὑπάρχοντά μας καὶ τὶς οἰκογένειές μας. Θέλει ὅμως περισσότερο ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα νὰ ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Νὰ ἔχουμε ζωντανὴ σχέση μὲ τὸ Χριστό. Ὁ σύνδεσμός μας μὲ τὸν Ἰησοῦ νὰ μὴν περιορίζεται σὲ μία διανοητικὴ σχέση, σ’ ἕνα ἰδεολόγημα. Νὰ εἶναι ζωντανὸς καὶ νὰ ἐκφράζεται στὴν προσευχή, στὴ συμμετοχή μας στὰ μυστήρια καί, ἂν παραστεῖ ἀνάγκη, στὴ δημόσια ὁμολογία καὶ στὴ θυσία ὁρισμένων προσφιλῶν μας πραγμάτων.

Στὶς ἡμέρες μας ἀνθεῖ ἡ ἁλιεία τῶν ἀνθρώπων γιὰ διαφόρους σκοπούς. Ἁλιεύονται μὲ πολλὴ τέχνη ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν πολιτικούς, κοινωνικούς, ἰδεολογικούς, παραθρησκευτικοὺς κι ἀκόμα καὶ αἰσχροὺς σκοπούς. Ἀνθεῖ στὶς ἡμέρες μας μία στρατολόγηση ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὸ κέρδος. Παρουσιάζονται πολλοὶ «μεσσίες» μὲ ἀξιώσεις ὑποταγῆς σ’ αὐτοὺς ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Οἱ προσωπικὲς φιλοδοξίες εἶναι στὴν ἡμερήσια διάταξη. Ζητᾶμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀφοσίωση καὶ ὑπακοὴ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὰ πάθη μας ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι καὶ ποταπά. Μόνον ἡ ὑπακοὴ στὸ Χριστὸ ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο πολλαπλῶς. Τὸν κάνει εἰρηνικὸ ἀπέναντι στοὺς ἄλλους, χωρὶς μικροσυμφέροντα καὶ ὑλικὲς ἀπολαβές. Τὸν καταξιώνει ὡς ἄνθρωπο καὶ ἀναδεικνύει τὰ χαρίσματά του καὶ τὶς ἀρετές του. Τὸν προάγει στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια κοντὰ στὸ Χριστὸ ποὺ ἀγάπησε ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἐγκάρδια.

6.

Ὁ ἐσωτερικὸς κριτὴς τοῦ ἀνθρώπου, Ρωμ.2,10-16

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

 

Κυριακὴ Β΄Ματθαίου

Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Β΄ Ματθαίου ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἄπ. Παύλου εἶναι σὲ μετάφραση ἡ ἀκόλουθη:

«Ἀδελφοί, δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη προσμένουν ὅποιον κάνει τὸ καλό, πρῶτα τὸν Ἰουδαῖο ἀλλὰ καὶ τὸν ἐθνικό· γιατί ὁ Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις. Ἔτσι, λοιπόν, ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ξέρουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδικαστοῦν ὄχι μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσοι ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τὸν νόμο, θὰ δικαστοῦν μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Γιατί στὸ θεϊκὸ δικαστήριο δὲν δικαιώνονται ὅσοι ἄκουσαν ἁπλῶς τὸν νόμο ἀλλὰ μόνο ὅσοι τήρησαν τὸν νόμο. Ὅσο γιὰ τὰ ἄλλα ἔθνη, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν νόμο, πολλὲς φορὲς κάνουν ἀπὸ μόνοι τους αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ νόμος. Αὐτὸ δείχνει πώς, ἂν καὶ δὲν τοὺς δόθηκε ὁ νόμος, μέσα τους ὑπάρχει νόμος. Ἡ διαγωγὴ τους φανερώνει πὼς οἱ ἐντολὲς τοῦ νόμου εἶναι γραμμένες στὶς καρδιές τους· καὶ σ’ αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ἡ συνείδησή τους, ποὺ ἡ φωνὴ της τοὺς τύπτει ἢ τοὺς ἐπαινεῖ, ἀνάλογα μὲ τὴ διαγωγή τους. Ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὶς κρυφὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιό μου» (Ρωμ.2,10-16).

Ὁ Ἄπ. Παῦλος στὴν περικοπὴ αὐτή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς θίγει τὸ θέμα τῆς καθολικότητας καὶ βεβαιότητας τῆς τελικῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη καὶ ἀμερόληπτο Θεό. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶχε τὸν Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ στὸ ὄρος Σινὰ καὶ ὁ νέος λαός, ἡ Ἐκκλησία, ἔχει τὸν εὐαγγελικὸ Νόμο τῆς Χάρης ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτουν πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι: Καλά, οἱ Ἰσραηλίτες καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὸν Νόμο τους, ὅμως τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς ἀνθρωπότητας – ποὺ εἶναι κι αὐτὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ – μὲ ποιὸ κριτήριο θὰ ἀντιμετωπισθεῖ στὴν τελικὴ κρίση; Θὰ ἀδικηθεῖ ἐπειδὴ δὲν γνώρισε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ; ἢ μήπως γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο θὰ τύχει εὐμενοῦς κρίσης; Πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες μέχρι σήμερα τόνισαν τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ ὁποιαδήποτε σκέψη τιμωρίας καὶ διατύπωσαν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς θὰ δώσει γενικὴ ἄφεση ἁμαρτιῶν σὲ ὅλους. Βέβαια κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θέσει ὅρια στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὴν περιορίσει σὲ ὁρισμένους μόνο καλοὺς χριστιανοῦ, διότι οἱ βουλὲς τοῦ θεοῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ὁμιλεῖ μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν παραπάνω περικοπή. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα κυρίως διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς διδασκαλίας του, τῶν θαυμάτων, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀνάστασης, Ἀποκαλύπτεται ὅμως καὶ διὰ τῶν δυνατοτήτων ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴ δημιουργία τους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα ἀδέκαστο κριτὴ μέσα τους ποὺ λέγεται συνείδηση, ἡ ὁποία ἐλέγχει ἢ ἐπιδοκιμάζει τὶς διάφορες πράξεις τους, ὥστε νὰ αἰσθάνονται «θλίψη» καὶ «στενοχώρια», ὅταν διαπράττουν τὸ κακὸ ἢ «δόξα» καὶ «τιμὴ» καὶ «εἰρήνη», ὅταν ἐνεργοῦν τὸ καλό. Ἔτσι, σὲ κάθε ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του.

Ἴσως παρατηρήσει κανεὶς ὅτι μία τέτοια διδασκαλία εἶχαν ἤδη διατυπώσει οἱ Στωικοὶ φιλόσοφοι. Αὐτὸ εἶναι σωστό, γιατί ὁ Θεὸς φώτισε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ προχριστιανικὰ χρόνια νὰ φθάσουν ψηλαφώντας τὴν ἀλήθεια. Τοὺς ἔδωσε κατὰ τὸν φιλόσοφο καὶ μάρτυρα Ἰουστίνο τὸν «σπερματικὸ λόγο». Ἡ διαφορὰ ὅμως τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴ στωικὴ εἶναι:

α) ὅτι ἡ συνείδηση δὲν εἶναι αὐτονόητο φυσικὸ δεδομένο ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο,
β) ὅτι σχετίζεται ὄχι μὲ ἕνα ἀκαθόριστο Θεὸ ποὺ συγχέεται πανθεϊστικὰ μὲ τὴ φύση ἀλλὰ μὲ ἕναν προσωπικὸ Θεὸ ἀγαθὸ καὶ δίκαιο, καὶ τέλος
γ) τὸ ἔργο τῆς συνείδησης τελεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν τελικὴ κρίση, ὅπως γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴ σημερινὴ περικοπή.

Βέβαια ὅλα αὐτὰ δὲν γράφονται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο μὲ σκοπὸ νὰ οἰκοδομηθεῖ μία «φυσικὴ θεολογία», ἢ μία φιλοσοφία περὶ τοῦ «ἄγραφου νόμου τῆς συνείδησης», ἀλλὰ γράφονται μὲ ἐνδιαφέρον ἱεραποστολικό, μὲ σκοπὸ νὰ ἀφυπνιστοῦν οἱ ἐθνικοὶ ἀκροατὲς τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ὁλοφάνερη παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα τους νὰ προχωρήσουν στὸ νὰ ἀναγνωρίσουν αὐτὸν τὸν Θεό, ὅπως τὸν ἀποκάλυψε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γράφονται ἐπίσης καὶ πρὸς τοὺς γεμάτους αὐτοπεποίθηση Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ πρὸς Χριστιανοὺς ποὺ βλέπουν ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὰν μάζα ἀπωλείας, ὥστε νὰ καταλάβουν ἐπιτέλους ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι ποὺ χρειάζεται νὰ ὑπογραμμιστεῖ στὴν ἐποχή μας. Ὅσο κι ἂν αἰσθάνεται παντοδύναμος καὶ αὐτάρκης ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐπιστημονικές του γνώσεις καὶ τὴν τεχνικὴ ἐξέλιξη, τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, οἱ μύχιοι λογισμοὶ καὶ οἱ κρυφὲς ἐπιθυμίες του βρίσκονται ἀνὰ πάσα στιγμὴ κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν κρίνεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ τεχνικὰ κατορθώματά του – ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀποτελοῦν πραγματοποίηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Δημιουργοῦ «πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. 1,28) – ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του, ὅπως αὐτὴ ἐξωτερικεύεται σὲ πράξεις ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο.

7.

Ἀνταπόδοση ἐξαιρετική

«Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθὸν»
Ὕψιστη ἐπαγγελία, πολὺ μεγάλη ὑπόσχεση περιλαμβάνεται στὸν στίχο ποὺ προτάξαμε, τὸν ὁποῖο ἀκούσαμε στὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας! Ποιὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ἐπαγγελίας; Καθένας ποὺ ἐργάζεται τὸ ἀγαθό, θὰ λάβει πολὺ μεγάλη ἀνταπόδοση: δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη!
Ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἐμβαθύνουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ καὶ κατόπιν ἂς δοῦμε πῶς αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὴ ζωή μας.

 

  1. Ἀνεκτίμητη ἀνταπόδοση

Ὁ Θεὸς θὰ χαρίσει δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη «παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν», διαβεβαιώνει ὁ θεῖος Ἀπόστολος· δηλαδὴ ὄχι σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἐνίοτε κάνει κάποια καλὴ πράξη ἀλλὰ «τῷ ἐργαζομένῳ»· σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ συστηματικὰ ἐργάζεται τὸ ἀγαθό. Θὰ τὰ χαρίσει σὲ ὅλους τοὺς ἐνάρετους – κανένα δὲν θὰ παραβλέψει ὁ Θεός. Πότε ὅμως θὰ τοὺς ἀνταμείψει; Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ θὰ τοὺς χαρίσει κάποια πρόγευση, ἡ πλήρης ὡστόσο ἀνταπόδοση θὰ γίνει κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία Του.

«Δόξα καὶ τιμὴ» θὰ εἶναι ἡ ἀνταπόδοση. Θὰ δοξάσει καὶ θὰ τιμήσει ὁ Κύριος τοὺς δικαίους. Διότι εἶπε: «Τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α´ Βασ. β´ 30). Οἱ δίκαιοι, αὐτοὶ ποὺ δόξασαν τὸν Θεὸ μὲ τὴν ὑπακοή τους σ᾿ Αὐτόν, αὐτοὶ ποὺ ἀληθινὰ Τὸν ἀγάπησαν καὶ πόθησαν τὴ Βασιλεία Του, «τότε», κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, «ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος», διαβεβαίωσε ὁ Κύριος (Ματθ. ιγ´ [13] 43)· θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο, μὲ τὴν ἀπαστράπτουσα ὀμορφιὰ τῶν ἀρετῶν ποὺ καλλιέργησαν. Ὑπάρχει ἄραγε μεγαλύτερη τιμὴ ἀπὸ αὐτήν;Ὄχι ὅμως μόνο «δόξα καὶ τιμή», ἀλλὰ «καὶ εἰρήνη» θὰ τοὺς χαρισθεῖ: Ἡ γλυκύτατη καὶ πανευφρόσυνη εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία κανεὶς νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει (βλ. Φιλιπ. δ´ 7), θὰ πλημμυρίσει τὴν ὕπαρξή τους ἤδη ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ μάλιστα ἐκεῖ, στὴ Βασιλεία Του. Ὅπου κανένας πειρασμός, καμία ἁμαρτία, κανένας φόβος γιὰ ἔκπτωση ἀπὸ αὐτήν, οὔτε ὁ παραμικρὸς ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως, καμία στέρηση, καμία θλίψη· ἀλλὰ μόνο ὁλοζώντανη κοινωνία τοῦ Θεοῦ (βλ. Α´ Κορ. ιγ´ [13] 12), ἀπέραντη καὶ ἀδιατάρακτη μακαριότητα, πλήρης ἱκανοποίηση ὅλων τῶν μεγάλων τους πόθων, τέλειος χορτασμὸς τῆς ψυχῆς θὰ ἐπικρατεῖ.

  1. Προοπτικὴ αἰωνιότητος, ἀκλόνητη πίστη στὴ θεία ἀνταπόδοση

Τί μεγάλος θησαυρὸς εἶναι ἡ ἀρετή, τί μεγάλη χαρά, τί μεγάλη εὐλογία! Λοιπόν; Εἶναι καιρὸς νὰ σηκώσουμε τὰ μάτια μας ἀπὸ τοὺς ἐπίγειους στόχους μας – νὰ μὴν ἔχουν τὴν πρώτη θέση στὴ ζωή μας. Εἶναι καιρὸς νὰ πλατύνουμε τὸν ὁρίζοντα τῶν ἐπιδιώξεών μας· νὰ στυλώσουμε τὸ βλέμμα μας στὸ τέλος τῆς ἱστορίας, στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀληθινή, τὴ δίκαιη, τὴν τελεσίδικη.

Ἐπίσης νὰ σκεφθοῦμε: Πόσο εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴ μικρόψυχη ἀπαίτηση νὰ ἔχουμε ἀναγνώριση καὶ νὰ λαμβάνουμε ἀνταπόδοση γιὰ τὰ καλά μας ἔργα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν Θεὸ ἐδῶ καὶ τώρα; Ἂν ὅσοι εὐεργετήθηκαν ἀπὸ ἐμᾶς, δὲν ἀναγνωρίζουν τὸ καλὸ ποὺ τοὺς κάναμε· ἂν ἔρχονται θλίψεις καὶ πειρασμοί, ἐνῶ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· ἂν στὴ δοκιμασία μας δὲν νιώθουμε καμιὰ παρηγοριά, ἀλλὰ ὁ Θεὸς σιωπᾶ καὶ οἱ ἄνθρωποι μᾶς χλευάζουν γιὰ τὴν ἄκαρπη, ὅπως λένε, εὐσέβειά μας· ἂν ζοῦμε κάτι ἐλάχιστο ἀπὸ τὸ φοβερὸ μαρτύριο τοῦ Ἰώβ, τότε ἡ καρδιά μας ἂς πιστεύει ἀκλόνητα σ᾿ αὐτὴ τὴ θεία ὑπόσχεση: «δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν»!

Ὁ Θεὸς εἶναι Κριτὴς ἀπροσωπόληπτος, δηλαδὴ ἀποδίδει δικαιοσύνη χωρὶς νὰ χαρίζεται σὲ πρόσωπα. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι, εἴτε εἶναι Ἰουδαῖοι εἴτε ὄχι, θὰ κριθοῦν μὲ βάση τὴ ζωή τους, τὴ συμπεριφορά, τὶς ἐπιλογές τους, καὶ μὲ βάση τὶς εὐκαιρίες ποὺ εἶχαν νὰ γνωρίσουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Ἑπομένως οὔτε γιὰ μᾶς ποὺ εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εἶναι βέβαιη ἡ σωτηρία, ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδὴ εἴμαστε βαπτισμένοι. Οἱ καταπληκτικὲς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν στοὺς φιλόπονους ἐργάτες τῆς ἀρετῆς. Εὐτυχὴς ὅποιος δὲν ἐφησυχάζει, ἀλλὰ ἀγωνίζεται μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπεινὴ ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

8.

Τρία διδάγματα από το σημερινό Ευαγγέλιο (Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία)

IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ

Β´ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΤΡΙΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

  1. Ἡ σημερινή Κυριακή, ἀδελφοί χριστιανοί, λέγεται «Β´ Κυριακή τοῦ Ματθαίου», γιατί τά εὐαγγελικά ἀναγνώσματα τώρα μετά τήν Πεντηκοστή θά εἶναι ἀπό τό κατά Ματθαῖον ἅγιο Εὐαγγέλιο. Πηγαίνουμε, ἀδελφοί, γιά τήν μεγάλη ἑορτή τῶν Ἀποστόλων, νηστεύουμε γιά τήν μνήμη τους καί ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή ἀναφέρεται στήν κλήση τεσσάρων μαθητῶν. Τρία πράγματα θέλω νά παρατηρήσω στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή, χρήσιμα ἰδιαίτερα γιά ᾽μᾶς τούς ἱερεῖς, ἀλλά καί γιά σᾶς τούς λαϊκούς, καί θά τελειώσω σύντομα τόν ταπεινό μου λόγο.

 

  1. Τό πρῶτο πού θέλω νά παρατηρήσω εἶναι ἕνα ἑρμηνευτικό θέμα. Δηλαδή: Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς λέγει ὅτι ἡ κλήση τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μετά τήν φυλάκιση τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου, ἐνῶ ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέγει ὅτι αὐτοί ἀκολούθησαν τόν Χριστό πρίν ἀπό τήν φυλάκιση τοῦ Ἰωάννου. Καί ὁ Ματθαῖος μᾶς εἶπε σήμερα ὅτι καί τόν Ἀνδρέα καί τόν Πέτρο τούς κάλεσε ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει ὅτι ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τόν Ἀνδρέα μόνο καί αὐτός ἔπειτα κάλεσε τόν ἀδελφό του Πέτρο (βλ. 1,35-43).

Τί συμβαίνει ἐδῶ; Γιατί αὐτή ἡ διαφωνία; Δέν πρόκειται περί διαφωνίας, ἀγαπητοί μου. Τά πράγματα εἶναι ὅπως τά ἐκθέτουν οἱ Εὐαγγελιστές. Ἡ ἀπάντηση πού δίνουν οἱ ἑρμηνευτές  γιά τίς νομιζόμενες διαφορές εἶναι ὅτι πρόκειται περί δύο κλήσεων τῶν μαθητῶν. Δηλαδή, πραγματικά, ἔγιναν τά πράγματα ὅπως τά ἐκθέτει τό σημερινό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Ὁ Χριστός κάλεσε τούς τέσσερις μαθητές Του καί αὐτοί τόν ἀκολούθησαν. Ἀλλά, μετά οἱ μαθητές ἔφυγαν ἀπό τήν συντροφιά τοῦ Χριστοῦ καί ἐπέστρεψαν πάλι στά σπίτια τους. Ὄχι ὅτι ἀρνήθηκαν τόν Χριστό, ἀλλά ἁπλᾶ ἔφυγαν. Καί μετά πάλι, τούς κάλεσε πάλι ὁ Χριστός, ἀφοῦ ὁ Ἀνδρέας εἶχε γίνει ἤδη μαθητής τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου. Βλέπετε, χριστιανοί μου, πόση ἐλευθερία ὑπάρχει κοντά στόν Χριστό; Ὁ Χριστός δέν δεσμεύει κανένα, δίνει ἀπόλυτη ἐλευθερία, νά ἔλθεις καί νά φύγεις καί νά ξαναέλθεις πάλι κοντά Του, ὅποτε ἐσύ, χριστιανέ μου, τό θέλεις. Ἔτσι πρέπει νά φερόμαστε καί ᾽μεῖς οἱ ἱερεῖς πρός τά πνευματικά μας τέκνα: Νά μήν τά δεσμεύουμε, νά μήν ἐπιβαλλόμαστε σ᾽ αὐτά μέ αὐστηρότητα, γιατί δέν δημιουργοῦμε ἔτσι σωστούς χριστιανούς. Μόνο νά συμβουλεύουμε, ἀλλά ὄχι νά ἀπειλοῦμε.

  1. Τό δεύτερο σημεῖο, πού ἔχω νά παρατηρήσω ἀπό τό σημερινό Εὐαγγέλιο, ἀδελφοί, ὡς δίδαγμα γιά ᾽μᾶς τούς ἱερεῖς σας, πού εἴμαστε στήν θέση τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά δίδαγμα καί γιά σᾶς τούς χριστιανούς, εἶναι ὅτι πρέπει νά εἴμαστε ἀδελφωμένοι καί ἀγαπημένοι. Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι οἱ πρῶτοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ, πού ἀκούσαμε σήμερα στό ἱερό Εὐαγγέλιο, ὁ Ἀνδρέας καί ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, ἦταν ἀδέλφια. Καί γιατί ὁ Χριστός ἐκάλεσε ἀδελφούς ὡς Ἀποστόλους Του; Γιά νά φανεῖ, λέγει ὁ Ζιγαβηνός, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ χριστιανοί «προσήκει (=πρέπει) ἀδελφικῶς πολιτεύεσθαι» καί «ἀδελφικά φρονεῖν»! Ναί! Ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς καί ὅλοι σεῖς οἱ χριστιανοί πρέπει νά ζοῦμε σάν ἀδέλφια, πρέπει νά εἴμαστε ἀγαπημένοι. Μέ τήν ἀγάπη θά φανοῦμε ὅτι εἴμαστε πραγματικοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Τό εἶπε καθαρά ὁ Χριστός μας: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες – μᾶς εἶπε – ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. 13,35). Καί γιά νά ὑπάρχει ἡ ἀγάπη καί ὄχι ὁ φθόνος καί τό μῖσος μεταξύ μας, πρέπει, ἀγαπητοί μου, νά σκεπτόμαστε ὅτι ἔχουμε τόν ἴδιο Κύριο, ὅτι ἐργαζόμαστε ὅλοι στόν ἱερό Του ἀγρό, τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, καί ἀποβλέπουμε ὅλοι στόν ἴδιο σκοπό, στήν δόξα τοῦ Χριστοῦ καί στήν σωτηρία τῶν ψυχῶν. Καί τελικά ὅλο τό ἔργο μας πρέπει νά ἀποβλέπει στήν σωτηρία καί τῆς δικῆς μας ψυχῆς. Δέν χωρᾶνε ἐδῶ τά μαλώματα καί οἱ διενέξεις σέ τέτοιες ἱερές ὑποθέσεις. Ἐάν ὑπάρχουν, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἐργαζόμαστε γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά γιά τήν δική μας δόξα καί γιά τήν δική μας προβολή.
  2. Ἀπό τό σημερινό Εὐαγγέλιο, τέλος, ἀδελφοί, ἤθελα νά παρατηρήσω ἕνα ἄλλο σπουδαῖο θέμα, θέμα πολύ σοβαρό γιά ᾽μᾶς, γιά τούς ἱερεῖς, πού εἴμαστε οἱ σημερινοί Ἀπόστολοι, ἀλλά θέμα σπουδαῖο καί γιά σᾶς τούς λαϊκούς. Ἀκοῦστε: Κύριο ἔργο τῶν Ἀποστόλων καί ἡμῶν τῶν ἱερέων, τῶν Διαδόχων τῶν Ἀποστόλων, εἶναι τό κήρυγμα. Ναί, ἀλλά τί θά κηρύττουμε; Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἔδωσε σήμερα πρότυπο στούς τέσσερις μαθητές πού κάλεσε, τί νά κηρύττουν. Πρέπει νά κηρύττουν τό «Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας». Αὐτό τό κήρυγμα ἔκανε ὁ Χριστός καί αὐτό τό κήρυγμα πρέπει νά κηρύττουν οἱ Ἀπόστολοί Του καί αὐτό, τό ἴδιο κήρυγμα, πρέπει νά κηρύττουμε καί ἐμεῖς σήμερα. Τό Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας! Ποιᾶς Βασιλείας; Τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν! Δυστυχῶς ὅμως, ἄς τό ποῦμε μέ εἰλικρίνεια καί μετάνοια ὅτι ὁ λαός μας σήμερα δέν ἀκούει ἀπό ἐμᾶς κήρυγμα περί τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ὁ Παράδεισος καί δέν ἀκούγονται σήμερα κηρύγματα γιά τόν γλυκό Παράδεισο. Πρέπει νά κηρύττουμε, δηλαδή, τί εἶναι ὁ Παράδεισος καί τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά τόν κερδίσουμε γιά νά εἴμαστε αἰώνια μέ τόν Θεό μας ἀπολαμβάνοντας τήν δόξα Του. Μέ τήν παράβαση τῶν πρωτοπλάστων, ἀγαπητοί μου, ἔκλεισε ὁ Παράδεισος, ἀλλά ἦρθε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί μέ τόν Σταυρό Του, σάν μέ κλειδί, ἄνοιξε τόν παράδεισο καί μπαίνουν σ᾽ αὐτόν τώρα μέσα ὅλοι οἱ μετανοοῦντες ἁμαρτωλοί. Αὐτή εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Εἶναι ἡ νέα κατάσταση τῶν πραγμάτων πού ἔφερε ὁ Χριστός στόν κόσμο μέ τόν ἐρχομό Του. Καί ὁ Πρόδρομος εἶπε πρῶτα, πρίν ἀπό τό ἀποστολικό κήρυγμα περί τῆς Βασιλείας: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»(3,2).

Χριστιανοί μου, δέν ἔχουμε χρόνο γιά περισσότερα. Σᾶς εὔχομαι τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ! Σᾶς εὔχομαι καλό Παράδεισο! Αὐτός νά εἶναι ὁ πόθος μας, αὐτή ἡ προσευχή μας καί αὐτό τό κήρυγμά μας. Αὐτό τό κήρυγμα κήρυξε ὁ Χριστός, αὐτό οἱ Ἀπόστολοι, αὐτό οἱ ἅγιοι, αὐτό πρέπει νά εἶναι καί τό δικό μας κήρυγμα ὡς συνεχιστές τῶν Ἀποστόλων. Ἄς μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός μέ τήν μετάνοιά μας νά ἀπολαύσουμε ὅλοι τόν γλυκό Παράδεισο, ἀπολαμβάνοντες καί δοξάζοντες αἰώνια τόν Παντοδύναμο Τριαδικό Θεό μας, ΑΜΗΝ.

Μέ πολλές εὐχές

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

9.

 ”Ελεήσαντες ελεήθησαν”

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ

Εγκωμιάζοντας ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τη χορεία των Αγίων Πατέρων, που ως άστρα ανέτειλαν στο νοητό στερέωμα της Εκκλησίας «και ως κρίνα αειθαλή και πανεύοσμα εξήνθησαν εν τοις κοιλάσι και παραλίοις»1 στον αγιώνυμο Άθω, στον ωραίο παράδεισο της Θεοτόκου, τους δίνει το ίδιαίτερο χαρακτηριστικό του ελεήμονος.

«Ελεήσαντες, ηλεήθησαν».

Γι΄ αυτό και ψάλλει γεμάτος θαυμασμό ο θεοφόρος ασκητής της Αθωνικής Πολιτείας: «Ούτοι γαρ ως αληθώς, διά πάντων των μακαρισμών του Κυρίου διήλθον· πτωχεύσαντες γαρ τω πνεύματι, επλουτίσθησαν· και πραϋνθέντες, την γην των πραέων εκληρονόμησαν· πενθήσαντες, παρεκλήθησαν· πεινάσαντες την δικαιοσύνην, εχορτάσθησαν· ελεήσαντες, ηλεήθησαν· καθαροί γενόμενοι τη καρδία, τον Θεόν ως δυνατόν εθεώρησαν· ειρηνοποιήσαντες, θείας ηξιώθησαν υιοθεσίας»2.

Τι είναι όμως το έλεος; Ποια είναι η έννοια της ελεημοσύνης;

Πρώτον. Έλεος, κατά το φιλόσοφο πατέρα της Εκκλησίας, τον Άγιο Γρηγόριο Επίσκοπο Νύσσης, είναι η «εκούσιος λύπη επ΄ αλλοτρίοις κακοίς συνισταμένη»3.

Είναι η «επί των δυσφορούντων επί τισιν ανιαροίς αγαπητική διάθεσις»4.

Είναι επίταση αγάπης, αφού «η αγάπη το κράτιστον είναι»5.

Είναι θυσία και προσφορά για έναν που έχει ανάγκη ακόμη και αν συγκαταλέγεται στον κύκλο των εχθρών μας.

Και ελεημοσύνη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μετάδοση των πάσης φύσεως αγαθών σε εκείνους που έχουν ανάγκη.

Δεν περιορίζεται απλώς στην έκφραση κάποιου συναισθήματος συμπαθείας, αλλά είναι ανεπιτήδευτη και χωρίς υπολογισμούς εκδήλωση θυσιαστικής αγάπης, έμπρακτο ενδιαφέρον και προσφορά όχι μόνο των υλικών αγαθών, αλλά και του εαυτούς μας στα δεινά των συνανθρώπων μας.

Και δεν πρέπει να βλέπουμε την αρετή της ελεημοσύνης μόνο στα υλικά, γιατί έτσι δεν θα ήταν κατορθωτή από όλους, παρά μόνον από εκείνους που έχουν την οικονομική δυνατότητα να ευεργετούν6.

Γιατί, κάποιος μπορεί να ευεργετήσει το συνάνθρωπό του όχι μόνο διά χρημάτων, αλλά και διά λόγου και διά προσευχής και διά δακρύων.

Ελεημοσύνη δεν κάνει κάποιος, όταν προσεύχεται εκτενώς για εκείνους που έχουν ανάγκη, για εκείνους που βρίσκονται μέσα στο σκότος της αγνωσίας, του θανάτου και της αμαρτίας;

Ελεημοσύνη δεν είναι, όταν στέκεσαι και ακούς τον κουρασμένο οδοιπόρο αυτής της ζωής, συμπάσχεις μαζί του, γίνεσαι κυρηναίος του σταυρού του και της δοκιμασίας του;

Ελεημοσύνη δεν είναι, όταν στηρίζεις αυτούς που ταλαιπωρούνται από τον πόνο, την ασθένεια, το φόβο, τη μοναξιά;

Ελεημοσύνη δεν είναι, ο λόγος της αληθείας του Χριστού, που προσφέρεται στις ξηραμένες καρδιές, προκειμένου να ζωογονήσει την πίστη, να ενισχύσει την ελπίδα, να εμπνεύσει την αγάπη, να οπλίσει τον πνευματικό αγωνιστή;

Πράγματι, υπάρχουν θησαυροί που δεν βγαίνουν μόνο από το βαλάντιό μας, αλλά κυρίως από το περίσσευμα της καρδίας μας. Γι΄ αυτό και ο σοφός Σειράχ της Παλαιάς Διαθήκης θα τονίσει ιδιαιτέρως: «Κρείσσων λόγος ή δόσις»7.

Σε αυτό το πνεύμα της ελεημοσύνης κινήθηκαν όλοι οι Άγιοι Πατέρες αντιγράφοντας τη ζωή των παλαιοτέρων.

Γράφει ο βιογράφος του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου: «Ο Γέροντας όλη την ημέρα δεχόταν ένα πλήθος ανθρώπων. … Θυσίαζε ώρες πολλές μαζί τους για να ακούσει τα προβλήματά τους, να σηκώσει το σταυρό τους, να πάρει τον πόνο τους, να συμβουλεύσει, να επιτιμήσει, να θεραπεύσει, ακόμη και να τους διασκεδάσει, χωρίς καθόλου να υπολογίζει αν ο ίδιος ήταν άγρυπνος, νηστικός, διψασμένος, κουρασμένος, άρρωστος. … Έλεγε ο ίδιος εξομολογητικά Δεν ορίζω τον εαυτό μου. Έχω γίνει πρόγραμμα των ανθρώπων»8.

Έτσι, έγινε «παράκλησις πολλών ανθρώπων», όπως ψάλλει στο Απολυτίκιό του ο ιερός υμνογράφος.

Θυσιαζόταν ο ίδιος προσφέροντας στους ανθρώπους, αλλά και ο ίδιος προέκοπτε και ανέβαινε πνευματικά, στηρίζοντας με την προσευχή του όλους εκείνους που έφθαναν κοντά του.

Γιατί το μεγαλύτερο έργο ενός ασκητού, δεν είναι να προσφέρει υλική ελεημοσύνη, αλλά κυρίως πνευματική ελεημοσύνη, που είναι ανώτερη της υλικής.

Ένας σύγχρονος παιδαγωγός, άνθρωπος της απέραντης αγάπης και ένας γνήσιος πνευματικός πατέρας υπήρξε και ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης.

Η παιδαγωγική του ήταν μία λειτουργία της πνευματικής πατρότητος, που εκφράστηκε αγαπητικά για τον κάθε άνθρωπο, με τον οποιοδήποτε ψυχικό κόσμο και αν διέθετε.

Έτσι συνέβαλε και εκείνος, σαν ένας γνήσιος Αγιορείτης, με την προσεχή του, με τις συμβουλές του και με την προσφορά της πνευματικής του ελεημοσύνης, στην αναγέννηση του ανθρώπου.

Γι’ αυτό όλα αυτά τα πρόσωπα, που πολλές φορές εμείς δεν τους δίνουμε καμμία σημασία και είμαστε έτοιμοι να τους προσάψουμε και μομφές, συνέβαλαν στην αναγέννηση πνευματικών τέκνων διά του Ευαγγελίου.

Γι΄ αυτό και στα πρόσωπά τους βρίσκει εφαρμογή ο αποστολικός λόγος: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ΄ ου πολλούς πατέρας· εν γαρ Χριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα»9.

Αυτή η πνευματική πατρότητα, που αποτελεί μία από τις μεγάλες δωρεές του Ελεήμονος Θεού προς τον άνθρωπο, είναι μία χαρισματική κατάσταση του Αγίου Πνεύματος, σαν μία λειτουργία μυστική, που προέρχεται όχι από τη θύραθεν παιδεία αλλά από την άνωθεν παιδεία και την αγαπώσα καρδία.

«Σπλάχνα μου της ψυχής! Διατί αθυμείς; Διατί απελπίζεσαι; Διατί αποκάμνεις; Τόσον ευκόλως εσύ παραιτείσαι του αγώνος; … Ανδρίζου λοιπόν και ίσχυε εν Κυρίω … Εγείρου παιδί μου, … Ανέλαβε πάλι την πανοπλίαν και στήθι κατά των εχθρών σου ανδρείως. Πολέμησε με υπομονήν. Μη στρέφεις τα νώτα. … Συμφέρει εις ημάς να πέσωμε νικηταί εις την μάχην, παρά να νικηθώμεν»10, έγραφε ο πολύπαθος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, στηρίζοντας με τις προσευχές του ένα πλήθος ανθρώπων, Μοναχών και λαϊκών.

Δεύτερον. Βάση της ελεημοσύνης είναι κυρίως η αγάπη προς το Θεό και εν συνεχεία η αγάπη προς τον πλησίον.

Ο άνθρωπος της αγάπης αγαπά το Θεό, ο Οποίος πρώτος Εκείνος μας αγάπησε, μας ελέησε πλουσίως, έγινε άνθρωπος για τη δική μας σωτηρία, ανέβηκε στο ξύλο του σταυρού, κατέβηκε στον άδη, ανέστη τριήμερος, για να μας αναστήσει «πεσόντας τη αμαρτία» και συνεχίζει να μας ευεργετεί αδιαλείπτως, εμφανώς και αφανώς.

Ό,τι έχουμε είναι δώρα του Θεού. «Τι έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;» θα μας υπενθυμίσει ο φτερωτός Απόστολος των Εθνών Παύλος11.

Ο πιστός, ο οποίος είναι εντεταγμένος σωστά μέσα στο πραγματικό σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία, βιώνει αυτή την αγάπη του Θεού και συγχρόνως την εφαρμόζει προς τα μέλη αυτού του σώματος.

Και αυτή η προσφορά της αγάπης τον κάνει όμοιο με το Θεό. Ο λόγος του Χριστού είναι χαρακτηριστικός: «Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί»12.

Η αρετή αυτή «μορφοί ημάς προς Θεόν», γιατί είναι μεγάλο το καύχημα της ελεημοσύνης.

Έχει γραφεί πως «είναι μεγάλο πράγμα ο άνθρωπος και πολύτιμο ο ελεήμων άνδρας». Διότι μας καθιστά όμοιους με το Θεό και εναποθέτει κατά κάποιο τρόπο ορισμένα γνωρίσματα της ανώτατης φύσης μέσα στις δικές μας ψυχές13.

«Αύτη ομοίους ανθρώπους ποιεί Θεώ» θα εξηγήσει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και θα προσθέσει: «Ουκ είπεν, Εάν νηστεύητε, όμοιοί εστε τω Πατρί υμών· ουκ είπεν, Εάν παρθενεύσητε, ουδέ είπεν, Εάν εύχησθε, όμοιοί εστε τω Πατρί υμών· … αλλά τί; Γίνεσθε οικτίρμονες, ως ο Πατήρ υμών, ο εν τοις ουρανοίς. Τούτο Θεού έργον. Εάν ουν τούτο μη έχης, τι έχεις; … Ουδέν ούτως επισπάται τον Θεόν, ως έλεος»14.

Σε αυτό το αγώνισμα ασκήθηκαν όλοι οι Άγιοι, και ιδιαιτέρως οι τιμώμενοι Πατέρες του Άθω. Έσκυψαν κοντά στον άνθρωπο. Ανέλαβαν στους ώμους τους το δικό του βάρος. Έκλαψαν, αγρύπνησαν, παρεκάλεσαν.

Έγιναν, ακόμη, γνήσιοι θεραπευτές των αρνησιθρήσκων σε ιδιαίτερα δύσκολες εποχές για το Γένος.

Τους χορήγησαν την ελπίδα της μετανοίας και το θάρρος της πίστεως, τους συνόδευσαν στο μαρτύριό τους, χάρηκαν με την αναγέννησή τους. Έγιναν, κατά τον Απόστολο Παύλο, «τοις πάσι τα πάντα»15.

Και το μήνυμα των Αγίων Πατέρων είναι:

«Αγαπείστε το Θεό,

αγαπείστε τον άνθρωπο,

αποκτείστε ελεήμονα καρδία».

Πόσο ωραίος είναι ο συμβουλευτικός λόγος του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: «Παρακάλεσε θερμά τον Κύριο … να σε δυναμώσει με τη χάρη Του, να τηρήσεις και εσύ όπως πρέπει τις εντολές Του … να αγαπάς τόσο Αυτόν όσο και τον πλησίον.» Διότι τίποτα δεν είναι τόσο πολύ χαρακτηριστικό της φύσεώς μας όσο το να επικοινωνούμε μεταξύ μας, το να έχουμε ανάγκη ο ένας του άλλου και το να αγαπούμε το ομόφυλο»16.

Θα μπορούσε κανείς για το θέμα αυτό να γράψει πολλά και να αναφέρει ένα πλήθος κειμένων από τον πνευματικό θησαυρό των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας.

Μόνο όταν ζει κανείς μέσα σε αυτό το πνευματικό κλίμα της αγάπης, μπορεί να καταλάβει την προσφορά της ελεήμονος καρδίας, που εύχεται για όλη τη δημιουργία, για τον κάθε άνθρωπο είτε ανήκει στο χώρο της Εκκλησίας είτε δεν ανήκει.

Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε, γιατί ό Όσιος Παΐσιος, ο νεοφανής αυτός Αγιορείτης αστέρας, προσευχόταν όλη τη νύχτα για όλο τον κόσμο.

Γιατί όπως έλεγε, «αν δεν πάει κανείς στον άδη μαζί με τον αμαρτωλό, δεν θα έχει τη δυνατότητα να τον σώσει».

Άγιοι Πατέρες, «Όσιοι και Ιεράρχαι, Ομολογηταί και Οσιομάρτυρες, Ιερομάρτυρες, Μυροβλύται και Θαυματουργοί, επίγειοι Άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι, του Αγίου Όρους πολιούχοι και οικισταί, οι μετά την Θεοτόκον προστάται ημών και ευεργέται και έφοροι του αγιωνύμου Όρους του Άθω, η βασιλική και τροπαιοφόρος παράταξη της Βασιλίσσης των Ουρανών»17,

«πρεσβεύσατε εκτενώς τη Αγία Τριάδι και τη Αειπαρθένω Θεοτόκω»,

για να φθάσουμε και εμείς στον μακαρισμό του Χριστού: «μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται»18,

προκειμένου να γίνουμε και εμείς κληρονόμοι Θεού και συγκληρονόμοι Χριστού19.

1 Τροπάριον της Λιτής της εορτής των Αγιορειτών Πατέρων

2 Δοξαστικόν της Λιτής της εορτής των Αγιορειτών Πατέρων

3 Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης, Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ε΄, ΕΠΕ 8,211

4 Αυτόθι

5 ο.π. 213

6 Αυτόθι

7 Σοφ.Σειρ. 18,16

8 Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σελ. 282-284

9 Α΄ Κορ. 4,15

10 Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, εκδ. Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Άγιον Όρος 1992, σελ. 137 και 189

11 Α΄ Κορ. 4,7

12 Λουκ. 6,36

13 Αγίου Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, ΕΠΕ 25,328

14 Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Τιμόθεον επιστολήν δευτέραν, Ομιλία ΣΤ΄, κεφ. 3, ΕΠΕ 23,574

15 Α΄ Κορ. 9,22

16 Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πνευματικά Γυμνάσματα, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Άγιον Όρος 2009, Μελέτη ΚΓ΄, σελ. 252

17 Ακολουθία των Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων ημών των εν των Αγιωνύμω Όρει του Άθω διαλαμψάντων,

Εγκωμιαστικός Λόγος, ΑνάγνωσιςΤρίτη-Ηθικόν, εκδ. Μοναστικής Αδελφότητος Δανιηλαίων, Κατουνάκια Αγίου Όρους 1976, σελ. 13

18 Ματθ. 5,7

19 πρβλ. Ρωμ. 8,17