Από τον Σάββα Καλεντερίδη
Την Τετάρτη ο πρωθυπουργός των Σκοπίων Ζόραν Ζάεφ, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από την άνοδό του στην εξουσία, παραχώρησε συνέντευξη Τύπου, όπου αναφέρθηκε και στις εξελίξεις στο Σκοπιανό. Αφού ανέφερε ότι εκκρεμεί τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ελληνα πρωθυπουργό, είπε ότι «οδεύουμε προς το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., επιλύουμε διαφορές, ισχυροποιούμε την ταυτότητά μας. Η κυβέρνηση συνεχίζει τις συνομιλίες με την Ελλάδα. Ποτέ άλλοτε δεν βρεθήκαμε τόσο κοντά στη λύση και η φιλία ανάμεσα στις δύο χώρες και στους δύο λαούς ποτέ δεν ήταν ισχυρότερη. Επιβεβαιώσαμε τη “μακεδονική” γλώσσα, επιβεβαιώσαμε την ταυτότητά μας. Το θέμα δεν είναι εύκολο, αλλά η “Μακεδονία” θέλει ηγέτες προκειμένου να προχωρήσει, όχι κούφιες λέξεις. Αληθινοί πατριώτες είναι αυτοί που εξασφαλίζουν το μέλλον των “Μακεδόνων”. Η “Μακεδονία” εντάσσεται στο ΝΑΤΟ και επιλύουμε μια διαφορά 25 ετών, που έχει παρασύρει προς τα κάτω τη χώρα».
Επειδή το θέμα της «μακεδονικής» γλώσσας είναι τεράστιο, κρίνεται σκόπιμο να αναφέρουμε ότι μέλη της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος, συνεπικουρούμενα από προπαγανδιστικά ΜΜΕ, για να δικαιολογήσουν την παράδοση του ονόματος, ρίχνουν τις ευθύνες στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, επί της οποίας το 1977 αναγνωρίστηκε η «μακεδονική» γλώσσα.
Μάλιστα, εκτός από τα διάφορα δημοσιεύματα, ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου 2018, συμμετέχοντας στην εκπομπή της ΕΡΤ και απαντώντας σε επικρίσεις που αφορούν το θέμα παραχώρησης της «μακεδονικής» γλώσσας, ανέφερε ότι το 1977, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, αναγνωρίστηκε η «μακεδονική» γλώσσα σε διάσκεψη του ΟΗΕ στην Αθήνα.
Το αξιοπερίεργο (sic) είναι ότι ακριβώς αυτήν την επιχειρηματολογία χρησιμοποιούν και οι Σκοπιανοί για να μας πείσουν ότι υπάρχει «μακεδονική» γλώσσα.
Απαντώντας σε αυτούς τους ισχυρισμούς, που αποδεικνύονται ψευδέστατοι και αποδυναμώνουν τη διαπραγματευτική θέση της χώρας μας, ο καθηγητής κ. Μπαμπινιώτης σε άρθρο του αναφέρει τα εξής: «Πρόσφατα ακούστηκε από επίσημα χείλη ότι η Ελλάδα έχει αποδεχθεί (και οιονεί αναγνωρίσει) ήδη την ονομασία “μακεδονική γλώσσα” από το 1977, με προφανή αναφορά στην Τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την τυποποίηση (standardization) των γεωγραφικών ονομάτων που έλαβε χώρα στην Αθήνα 17 Αυγ. – 7 Σεπτ. τού 1977. Η άποψη αυτή άκουσα να επαναλαμβάνεται και από άλλους, έχοντας ίσως ξεκινήσει ως “επιχείρημα” των ίδιων των Σκοπιανών στη διαπραγμάτευση. Οι γραμμές αυτές γράφονται για να φωτίσουν το όλον θέμα».
Και συνεχίζει ο έγκριτος γλωσσολόγος: «Μια γρήγορη έστω αναδρομή στα σχετικά Πρακτικά τής Διάσκεψης δείχνει χωρίς καμιά αμφιβολία ότι στη Συνάντηση αυτή συζητήθηκε (ως συνέχεια άλλων προηγηθεισών Διασκέψεων) ως μόνο θέμα και για πολλές χώρες και γλώσσες (Κινεζική, Αραβική, Εβραϊκή, Ινδική, Ασιατικές γλώσσες κ.ά.) πώς θα μεταγραμματίζονται τα τοπωνύμιά τους με λατινικούς χαρακτήρες (“romanization”) βάσει ενός συστήματος μεταγραμματισμού (transliteration) των γραμμάτων τού αλφαβήτου τους που θα διευκολύνει να διαβάζονται ευρύτερα…
Φυσικά και δεν ετέθη ποτέ σε εκείνη τη Διάσκεψη θέμα αναγνώρισης τής ονομασίας τής γλώσσας των Σκοπίων ως Μακεδονικής. Αν επρόκειτο να τεθεί τέτοιο θέμα, άλλη θα ήταν η σύνθεση τής ελληνικής αντιπροσωπίας, αλλά θα εναντιωνόμαστε και όλα τα μέλη τής αντιπροσωπίας που έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους με διάφορες ευκαιρίες. Και θα χαλούσε ο κόσμος στην Ελλάδα!
Αρα αυτό που αποφασίστηκε, όπως και με όλες τις άλλες γλώσσες, είναι ο απλός μεταγραμματισμός με λατινικούς χαρακτήρες τής γλώσσας των Σκοπίων και όχι η ονομασία της ως “μακεδονικής γλώσσας”!»
Και καταλήγει ο κ. Μπαμπινιώτης: «Το σκεπτικό αυτής της αναδρομής μπορεί να αποτελέσει, νομίζω, ένα ακόμη επιχείρημα στη φαρέτρα τής ελληνικής διπλωματικής διαπραγμάτευσης ότι η βουλγαροσερβική γλώσσα των Σκοπίων ούτε αναγνωρίστηκε το 1977 ούτε και τώρα μπορεί να επισημοποιηθεί ως “μακεδονική γλώσσα”».
Από τα παραπάνω μπορεί να εξάγει κανείς συμπεράσματα για τον τρόπο με τον οποίο διαπραγματεύεται η ελληνική κυβέρνηση αυτό το μείζονος σημασίας εθνικό θέμα, όπως αποδεικνύεται από το ενδιαφέρον που δείχνουν οι Ελληνες πολίτες γι’ αυτό.
Εδώ λοιπόν τίθεται ένα ζήτημα: Αντί να λένε συνεχώς ψέματα οι πολιτικοί και να εμπαίζουν τον κόσμο, καλό θα ήταν να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας, για να μη μεγαλώνει το κύμα της οργής ανάμεσα στους πολίτες.
Ολοι γνωρίζουμε, Ελληνες, Σκοπιανοί, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, ότι μακεδονικό έθνος και γλώσσα δεν υπάρχουν. Ολοι γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει και γεωγραφική Μακεδονία έξω από τα σύνορα της Ελλάδας.
Επίσης, ο ελληνικός λαός γνωρίζει ότι η κατάσταση είναι δύσκολη και ότι, ακριβώς επειδή τα κέντρα που επιδιώκουν δεκαετίες τώρα την «απελευθέρωση» των Μακεδόνων από την Ελλάδα και τη δημιουργία της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας» δουλεύουν συστηματικά και ότι σε πολιτικό – επικοινωνιακό -και όχι επιστημονικό- επίπεδο έχουν προωθήσει τις θέσεις τους, ο αγώνας για τη δικαίωση της Ελλάδας είναι δύσκολος.
Αν, λοιπόν, η κυβέρνηση έχει για επιχείρημα ότι «οι άλλοι έδωσαν το όνομα και τη γλώσσα» και ότι «όλος ο κόσμος έτσι τους λέει», καλό είναι να παραδεχτεί την ήττα της Ελλάδας και να δηλώσει ευθαρσώς στους Ελληνες πολίτες ότι η Ελλάδα, αν και γνωρίζει ότι δεν υπάρχει «μακεδονικό έθνος και γλώσσα», υποχρεώνεται να το δεχτεί, επειδή…
Αυτό θα είναι μια πιο έντιμη στάση απέναντι στους Ελληνες πολίτες, και όχι αυτό που γίνεται τώρα, με αποκορύφωμα την προχθεσινή δήλωση του προέδρου της Βουλής των Ελλήνων Ν. Βούτση στην ΕΡΤ, που μας είπε ότι «δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να επιμένουμε πως η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική».
Σταματήστε, επιτέλους, να λέτε ψέματα και να ταπεινώνετε τους Ελληνες πολίτες.
dimokratianews, 04.06.2018