1.

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου στο 16ο Δ. Σχ. Λάρισας

ΓΕΝΙΚΑ: Η Κυριακή των Αγίων Πάντων είναι η τελευταία Κυριακή του «Πεντηκοσταρίου». Με αυτήν τελειώνει ο κινητός κύκλος των εορτών που άρχισε από την Α΄Κυριακή του Τριωδίου (Τελώνου και Φαρισαίου). Η Κυριακή των Αγίων Πάντων είναι η σφραγίδα της εορταστικής αυτής περιόδου, που μας παρουσιάζει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, τους Αγίους Πάντες. Είναι απόδειξη του έργου της Εκκλησίας και παρουσιάζει όσους αγαθά αγίασε το Πνεύμα το Άγιο στον κόσμο.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣΗ Εορτή των Αγίων Πάντων τους πρώτους αιώνες ήταν εορτή μόνο των Μαρτύρων. Το Τυπικό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Ι’ αιώνα, προβλέπει σύναξη και παννυχίδα στη Μεγάλη Εκκλησία, και στο ναό των Αγίων Μαρτύρων. Η εορτή ονομάζεται “των Αγίων Πάντων” και το συναξάρι επισημαίνει ότι κατ’ αυτήν επιτελείται η μνήμη «των αγίων και καλλινίκων μαρτύρων των εν πάση τη οικουμένη κατά διαφόρους καιρούς μαρτυρησάντων υπέρ του ονόματος του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού». Η Εορτή των Αγίων Πάντων θεσπίσθηκε επί Λέοντος του Σοφού. Μετά το θάνατο της ευλαβούς συζύγου του Θεοφανούς, έκτισε ναό με σκοπό να τον τιμήσει στο όνομά της. Όταν ανακοίνωσε στην Εκκλησία το σκοπό του, του υποδείχθηκε ότι πρέπει να περάσει χρόνος για να αποκτήσει αυτή το «τίμιον και σεβάσμιον». Ο Βασιλεύς υποτάχθηκε και αφιέρωσε το ναό στη μνήμη και τιμή πάντων των Αγίων των απανταχού της γης.

ΓΙΑΤΙ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ Η ΕΟΡΤΗ: Έστω κι αν η εορτή ξεκίνησε για τους Αγίους Μάρτυρες και επεκτάθηκε στη συνέχεια για Πάντες τους Αγίους, οι Άγιοι Πατέρες θέσπισαν τη συλλογική αυτή εορτή για να μας δείξουν ότι κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα στον κόσμο και ανεβαίνει στον ουρανό ο χοϊκός άνθρωπος. Οι πριν αποξενωμένοι από το Θεό γίνονται “ένα” με αυτόν, έχοντας τη δυνατότητα να γίνουν Άγιοι. Και έτσι η ανθρωπότητα διά των Αγίων Πάντων αναπλήρωνει το πεπτωκός εκείνο τάγμα των Αγγέλων. Ακόμη, επειδή υπάρχουν πολλοί άγνωστοι και αφανείς άγιοι, γνωστοί στο Θεό, «νέφος μαρτύρων», αυτούς τους αγνώστους τιμά η Εκκλησία. Είναι, θα λέγαμε, το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη της Ορθοδοξίας η παρούσα εορτή. Η εορτή καθιερώθηκε ακόμη διότι κρίθηκε επιβεβλημένο να συναθροισθούν όλοι οι γνωστοί και άγνωστοι Άγιοι σε μια κοινή εορτή για να υπογραμμισθεί μ’ αυτόν τον τρόπο ότι όλοι μαζί αγωνίσθηκαν για ένα Χριστό, σε ένα κοινό στάδιο της αρετής και υπό ενός Τριαδικού Θεού στεφανώθηκαν και συνέστησαν την «μίαν Εκκλησίαν», προτρέποντας και εμάς να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις «τον ίσον αγώνα» με αυτούς, ώστε και εμείς να μπορέσουμε να συναριθμηθούμε μετά των Αγίων του. Τέλος η εορτή συνεστήθη ακόμη για τους “επιγενησομένους αγίους”, αυτούς δηλαδή που θα γίνουν στη συνέχεια άγιοι. Θα λέγαμε ότι η εορτή έχει και προληπτικό χαρακτήρα εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να περιλαμβάνει κάθε πιστό του σήμερα και του αύριο.

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ: Μάρτυρες του Χριστού και Άγιοι δεν είναι μόνο εκείνοι που έχυσαν το αίμα τους για την πίστη του Χριστού. Μάρτυρες είναι όλοι όσοι αγωνίσθηκαν και αγωνίζονται τον αγώνα της Χριστιανικής ζωής με ακρίβεια και συνέπεια. Είναι αυτοί που αναδεικνύουν το μαρτύριο του πνεύματος, αυτοί που καθημερινά βιώνουν τη χαρμολύπη του λόγου του Σταυρού, αυτοί που σταυρώνουν τα πάθη τους και την κακία τους.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΤων εν όλω τω κόσμω Μαρτύρων σου, ως πορφύραν και βύσσον τα αίματα, η Εκκλησία σου στολισαμένη, δι’ αυτών βοά σοι, Χριστέ ο Θεός. Tω λαώ σου τους οικτιρμούς σου κατάπεμψον, ειρήνην τη πολιτεία σου δώρησαι, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην εικόνα της σύναξης των Αγίων Πάντων, το άνω τμήμα το καταλαμβάνει σε κυκλική διάταξη η δόξα του Χριστού στο κέντρο, και γύρω οι χοροί των δικαίων. Η Ετοιμασία του θρόνου βρίσκεται πάνω από τη δόξα και οι δύο προφήτες Δαβίδ και Σολομών παρουσιάζονται γονατιστοί με ανοιχτά ειλητάρια. Κάτω εικονίζεται ο παράδεισος και οι προπάτορες Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ καθισμένοι σε θρόνους. Μεταξύ τους παρεμβάλλεται ο ληστής, ντυμένος μόνο με περίζωμα και κρατώντας το σταυρό. Δηλαδή, γυμνός από αρετές, αλλά πρώτος στο παράδεισο.

www.scribd.com/oikonomoukon

2.

Γιὰ τοὺς Ἁγίους

Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης

«Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, τούς δέ δοξάζοντάς με δοξάσω», λέγει ὁ Κύριος (πρβλ. Παρ. η’ 17, Α’ Βασιλ. β’ 30).

Ὁ Θεός δοξάζεται μέ τούς Ἁγίους Του καί οἱ Ἅγιοι δοξάζονται ἀπό τόν Θεό.

Ἡ δόξα πού δίνει ὁ Θεός στούς Ἁγίους εἶναι τόσο μεγάλη, πού ἄν ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι τόν Ἅγιο ὅπως εἶναι, ἀπό τήν εὐλάβεια καί τό φόβο θά ἔπεφταν καταγῆς, γιατί ὁ σαρκικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ν᾽ ἀντέξη τή δόξα τῆς οὐράνιας ἐμφανίσεως.

Μήν θαυμάζετε γι᾽ αὐτό. Ὁ Κύριος ἀγάπησε τόσο τό πλάσμα Του, ὥστε ἔδωσε Ἅγιο Πνεῦμα μ᾽ ἀφθονία στόν ἄνθρωπο, καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τό Θεό.

Γιατί, λοιπόν, ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τόσο τόν ἄνθρωπο; Γιατί εἶναι ἡ Αὐτοαγάπη καί ἡ ἀγάπη αὐτή γνωρίζεται μόνο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Κύριο, τό Δημιουργό του, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα γεμίζει μέ τή χάρη Του ὅλο τόν ἄνθρωπο: καί τήν ψυχή καί τό νοῦ καί τό σῶμα.

Ὁ Κύριος ἔδωσε στούς Ἁγίους τή χάρη Του κι ἐκεῖνοι Τόν ἀγάπησαν καί προσκολλήθηκαν ὁλοκληρωτικά σ᾽ Αὐτόν, γιατί ἡ γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ὑπερνικᾶ τήν ἀγάπη γιά τόν κόσμο καί τήν ὀμορφιά του.

Κι ἄν ἔτσι γίνεται στή γῆ, τότε στόν οὐρανό οἱ Ἅγιοι εἶναι ἀκόμα πιό πολύ ἑνωμένοι μέ τόν Κύριο μέ τήν ἀγάπη. Κι ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι ἀνείπωτα γλυκειά καί ἐκχύνεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα κι ὅλες οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις μ᾽ αὐτήν τρέφονται.

Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς Ἁγίους εἶναι ἀγάπη.

Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζεται ὁ Κύριος. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα μεγαλύνεται ὁ Κύριος στούς οὐρανούς. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα δοξάζουν οἱ Ἅγιοι τό Θεό καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα δοξάζει ὁ Κύριος τούς Ἁγίους καί αὐτή ἡ δόξα δέν ἔχει τέλος.

Σέ πολλούς φαίνεται πώς οἱ Ἅγιοι εἶναι μακριά μας. Ἀλλά μακριά εἶναι ἀπό ἐκείνους πού οἱ ἴδιοι ἀπομακρύνθηκαν, ἐνῶ εἶναι πολύ κοντά σ᾽ ἐκείνους πού τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ κι ἔχουν τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στούς οὐρανούς τά πάντα ζοῦν καί κινοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά καί στή γῆ εἶναι τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό ζῆ στήν Ἐκκλησία μας, Αὐτό ἐνεργεῖ στά μυστήρια, Αὐτό πνέει στήν Ἁγία Γραφή, Αὐτό ζῆ στίς ψυχές τῶν πιστῶν. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἑνώνει τούς πάντες, καί γι᾽ αὐτό οἱ Ἅγιοι εἶναι κοντά μας. Κι ὅταν προσευχώμαστε σ᾽ αὐτούς, τότε ἀκοῦνε αὐτοί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τίς προσευχές, κι οἱ ψυχές μας αἰσθάνονται τήν πρεσβεία τους γιά χάρη μας.

Πόσο εὐτυχισμένοι καί καλότυχοι εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πού μᾶς χάρισε ὁ Κύριος ζωή μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί εὐφραίνονται οἱ ψυχές μας. Πρέπει ὅμως νά φυλᾶμε μέ σύνεση τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί ἀρκεῖ κι ἕνας ἄσκοπος λογισμός γιά νά ἐγκαταλείψη τήν ψυχή, καί τότε στερούμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐξαφανίζεται ἡ παρρησία ἀπό τήν προσευχή, χάνεται καί ἡ σίγουρη ἐλπίδα πώς θά λάβουμε αὐτό πού ἐπιζητοῦμε.

Οἱ Ἅγιοι ζοῦν σ᾽ ἄλλο κόσμο κι ἐκεῖ βλέπουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν θεία δόξα καί τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Ἀλλά μέ τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα βλέπουν καί τή ζωή καί τά ἔργα μας. Γνωρίζουν τίς θλίψεις μας κι ἀκοῦνε τίς θερμές προσευχές μας. Ζώντας στή γῆ διδάχτηκαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Κι ὅποιος ἀπέκτησε στή γῆ τήν ἀγάπη διαβαίνει μαζί της στήν αἰώνια ζωή στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπου ἡ ἀγάπη αὐξάνει ὡσότου γίνη τέλεια. Κι ἄν στή γῆ ἡ ἀγάπη δέν μπορῆ νά λησμονήση τόν ἀδελφό, πολύ περισσότερο στούς οὐρανούς οἱ Ἅγιοι δέν μᾶς λησμονοῦν καί δέονται γιά μᾶς.

Ὁ Κύριος χάρισε τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς Ἁγίους, κι αὐτοί μᾶς ἀγαποῦν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ ψυχές τῶν Ἁγίων γνωρίζουν τόν Κύριο καί τήν ἀγαθοσύνη Του γιά τόν ἄνθρωπο, γι᾽ αὐτό καί καίγονται πνευματικά ἀπό ἀγάπη γιά τό λαό. Ὅσο ζοῦσαν στή γῆ, δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀκούσουν νά γίνεται λόγος γιά ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, χωρίς πόνο στήν καρδιά, κι ἔχυναν δάκρυα στήν προσευχή τους γι᾽ αὐτούς. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἐξέλεξε γιά νά προσεύχωνται γιά ὅλο τό κόσμο καί τούς ἔδωσε πηγές δακρύων. Τό Ἅγιο Πνεῦμα σκορπίζει στούς ἐκλεκτούς Του τόσο μεγάλη ἀγάπη, ὥστε οἱ ψυχές καίγονται ἀπό τήν ἐπιθυμία νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά δοῦν τή δόξα τοῦ Κυρίου.

Οἱ Ἅγιοι περιβάλλουν, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ τήν ἀγάπη τους ὅλο τό κόσμο. Βλέπουν καί ξέρουν πώς ἀποκάναμε ἀπό τίς θλίψεις, πώς ξεράθηκαν οἱ καρδιές μας, πώς παρέλυσε ἡ ἀκηδία τίς ψυχές μας, καί γι᾽ αὐτό μεσιτεύουν ἀκατάπαυστα στό Θεό γιά μᾶς.

Οἱ Ἅγιοι χαίρονται γιά τή μετάνοιά μας καί στενοχωριοῦνται ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείπουν τό Θεό κι ἐξομοιώνωνται ἔτσι μέ τά ἄλογα ζῶα. Λυποῦνται, γιατί οἱ ἄνθρωποι ζοῦν στή γῆ χωρίς νά ξέρουν πώς, ἄν ἀγαποῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, θά ὑπῆρχε ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία. Κι ὅπου δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ ὑπάρχει χαρά καί ἀγαλλίαση πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι ἔτσι ὅπου καί νά στραφῆ τό βλέμμα, τά πάντα εἶναι ἀγαπημένα κι ἡ ψυχή ἀπορεῖ καί ἀναρωτιέται «γιατί νοιώθω τόσο καλά», καί δοξολογεῖ τό Θεό.

Νά ἐπικαλεῖστε μέ πίστη τή Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους. αὐτοί ἀκοῦνε τίς προσευχές μας καί ξέρουν καί τούς διαλογισμούς μας.

Καί μή θαυμάζετε γι᾽ αὐτό. Ὅλος ὁ οὐρανός τῶν Ἁγίων ζῆ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τίποτε δέν εἶναι κρυφό σ᾽ ὅλο τόν κόσμο γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐγώ δέν καταλάβαινα πιό πρίν, πῶς οἱ οὐρανοπολίτες ἅγιοι μποροῦν νά βλέπουν τή ζωή μας. Ὅταν ὅμως μέ ἤλεγξε ἡ Ἁγία Θεοτόκος γιά τίς ἁμαρτίες μου, τό ἔμαθα πώς οἱ Ἅγιοι μᾶς βλέπουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί γνωρίζουν ὅλη τή ζωή μας.

Οἱ Ἅγιοι ἀκοῦνε τίς προσευχές μας καί ἔχουν ἀπό τό Θεό τή δύναμη νά μᾶς βοηθοῦν. Αὐτό εἶναι γνωστό σ᾽ ὅλο τό γένος τῶν χριστιανῶν.

Ὁ πάτερ Ρωμανός, ὁ γυιός τοῦ πάτερ Δοσιθέου, μοῦ διηγόταν πώς ὅταν ἦταν ἀκόμα στόν κόσμο πολύ νέος, ἔτυχε νά διαβῆ σ᾽ ἐποχή χειμώνα τό Δόν. Ξαφνικά ράγισαν οἱ πάγοι τοῦ ποταμοῦ καί τ᾽ ἄλογό του ἔπεσε μέσα στήν τρύπα πού ἄνοιξε καί σέ λίγο ὅλο τό ἕλκηθρο καί τό ἄλογο βυθίζονταν στούς πάγους. Αὐτός, μικρό παιδί, φώναξε: «Ἅγιε Νικόλα, βοήθησέ με νά σύρω ἔξω τό ἕλκηθρο» καί τραβώντας τά χαλινάρια εἶδε ἀμέσως ἕλκηθρο καί ἄλογο ἔξω ἀπό τούς πάγους.

Κι ὁ πάτερ Ματθαῖος, πού ἦταν συγχωριανός μου, ὅταν ἦταν παιδί ἔβοσκε, σάν τόν προφήτη Δαβίδ, τά πρόβατα τοῦ πατέρα του. Ὁ ἴδιος εἶχε ἀνάστημα ἴσα μέ πρόβατο. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του ἐργαζόταν στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ κάμπου. Ξαφνικά βλέπει νά ὁρμοῦν λύκοι καταπάνω στό Μίσα – ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ πάτερ Ματθαῖος κατά κόσμον – κι ὁ μικρός Μίσα ἄφησε κραυγή: «Ἅγιε Νικόλα, βοήθα με». Καί μόλις φώναξε, οἱ λύκοι γύρισαν πίσω καί δέν ἔκαμαν κακό οὔτε σ᾽ αὐτόν οὔτε στά πρόβατα. Καί γιά πολύν καιρό γελοῦσαν οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ μας κι ἔλεγαν: «Ὁ Μίσα ἐτρόμαξε φοβερά ἀπό τούς λύκους, ἀλλά ὁ Ἅγιος Νικόλας τόν γλύτωσε».

Κι ὅλοι μας ξέρομε πλῆθος περιπτώσεων, πού οἱ Ἅγιοι ἔρχονται παρευθύς νά βοηθήσουν. Ἀπ᾽ αὐτά εἶναι, λοιπόν, φανερό πώς ἀκούγονται οἱ προσευχές μας στούς οὐρανούς.

Οἱ Ἅγιοι ἦταν ἄνθρωποι ὅμοιοι μ᾽ ἐμᾶς. Πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς εἶχαν μεγάλες ἁμαρτίες, ἀλλά μέ τήν μετάνοια πέτυχαν τήν Οὐράνια Βασιλεία. Κι ὅλοι ὅσοι ἔρχονται σ᾽ αὐτήν, μέ τή μετάνοια ἔρχονται πού μᾶς χάρισε ὁ Ἐλεήμων Κύριος μέ τά πάθη Του.

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ζοῦν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐκεῖ πού εἶναι ὁ Κύριος καί ἡ Πανάχραντη Μητέρα Του. Ἐκεῖ εἶναι οἱ ἅγιοι Προπάτορες καί Πατριάρχες, πού κράτησαν μέ ἀνδρεία καί παρέδωσαν τήν πίστη τους. Ἐκεῖ εἶναι οἱ Προφῆτες, πού ἔλαβαν Πνεῦμα Ἅγιο καί μέ τό λόγο τους καλοῦσαν τό λαό πρός τό Θεό. Ἐκεῖ εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, πού πέθαναν γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκεῖ βρίσκονται οἱ μάρτυρες, πού ἔδωσαν μέ χαρά τή ζωή τους ἀπό τήν ἀγάπη γιά τό Χριστό. Ἐκεῖ εἶναι οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες, μιμητές τοῦ Κυρίου, πού βάσταξαν τά βάρη τῶν πνευματικῶν τους προβάτων. Ἐκεῖ εἶναι οἱ ὅσιοι ἀσκητές καί οἱ κατά Χριστόν σαλοί, πού νίκησαν μέ τήν ἄσκηση τόν κόσμο. Ἐκεῖ βρίσκονται ὅλοι οἱ Δίκαιοι, ὅσοι τήρησαν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί κατανίκησαν τά πάθη.

Πρός τά ἐκεῖ, σ᾽ ἐκείνη τή θεσπέσια ἅγια Σύναξη, πού συγκάλεσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἑλκύεται ἡ ψυχή μου. Ἀλλά ἀλίμονο σέ μένα! Ἀφοῦ δέν ἔχω ταπείνωση, ὁ Κύριος δέν μοῦ δίνει δύναμη γιά τήν ἄθληση, καί τό ἀσθενικό μου πνεῦμα σβύνει σάν μικρό κερί, ἐνῶ τό πνεῦμα τῶν Ἁγίων ἔκαιγε σάν φλόγα φωτιᾶς, κι ὄχι μόνο δέν τό ἔσβυνε ὁ ἄνεμος τῶν πειρασμῶν, ἀλλά ἄναβε ἀκόμα περισσότερο. Περπατοῦσαν στή γῆ καί τά χέρια τους ἐργάζονταν, ἀλλά τό πνεῦμα τους ἔμενε πάντα κοντά στό Θεό κι ὁ νοῦς τους δέν ἤθελε ν᾽ ἀποσπασθῆ ἀπό τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γιά χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ὑπέμειναν ὅλες τίς θλίψεις στή γῆ καί δέν φοβόνταν κανένα πόνο, κι ἔτσι δόξαζαν τόν Κύριο. Γι᾽ αὐτό κι ὁ Κύριος τούς ἀγάπησε καί τούς δόξασε καί τούς χάρισε τήν αἰώνια Βασιλεία μαζί Του.

 

3.

Περί τῶν Ἁγίων

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

Προοίμιον εἰς τόν Συναξαριστήν

Kαιρός ἤδη εἶναι νά καλέσω ἅπαντας τούς χριστιανούς εἰς τήν τοῦ Συναξαριστοῦ τούτου ἀνάγνωσιν. Ἔλθετε λοιπόν πάντες οἱ πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς τε καί ἱερεῖς, καί ὅσοι τῆς τῶν κληρικῶν τυγχάνετε τάξεως. Ἔλθετε βασιλεῖς καί ἡγεμόνες καί ἄρχοντες. Ἔλθετε πάντες οἱ ἀπό Χριστοῦ ὀνομαζόμενοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ὁ περιούσιος λαός τοῦ Κυρίου, ἄνδρες καί γυναῖκες, μικροί καί μεγάλοι, νέοι καί γέροντες.

Ὁ γάρ Συναξαριστής οὗτος, πολύφωτός ἐστιν Οὐρανός, ὁ ὁποῖος, ὡς μέγαν μέν Φωστῆρα καί λαμπρότατον Ἥλιον ἔχει τόν Δεσπότην Χριστόν. ὡς Σελήνην δέ ἀργυροειδῆ καί πλησιφαῆ ἔχει τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. ὡς ἀστέρας δέ ἀπλανεῖς καί ἀνεκλείπτους περιέχει ὅλους τούς χορούς τῶν ἁγίων ἁπάντων. Ὅθεν φωτίζει, θερμαίνει, ζωοποιεῖ καί διεγείρει πρός γονιμότητα τῶν ἀρετῶν, ὅλην τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, καί πᾶσαν τήν ὑφήλιον Κτίσιν.

Ὁ Συναξαριστής οὗτος, δικαίως πρέπει νά ὀνομασθῇ Κῆπος πολυειδής καί εὐωδέστατος τῆς τοῦ Χριστοῦ ἁγίας Ἐκκλησίας, γεμάτος ἀπό Ρόας καί Ἀκρόδρυα. ἀπό Νάρδους καί Κρόκους. ἀπό Καλάμους καί Ὑακίνθους. ἀπό Ναρκίσσους καί Κινναμώμους καί ἀπό ὅλα τά πρώτιστα καί εὐωδέστατα μῦρα τε καί ἀρώματα. μέ τοῦ ὁποίου τάς ἀγλαΐας καί χάριτας, αὕτη γλυκαίνει, εὐφραίνει, χαροποιεῖ καί εὐωδιάζει τά ἐδικά της τέκνα, ἕκαστον κατά τήν οἰκίαν τάξιν καί τό ἐπάγγελμα. Περί οὗ ἔγραφεν ἡ Ἀσματίζουσα Νύμφη: «ἔρχου Νότε, διάνευσον Κῆπόν μου, καί ρευσάτωσαν ἀρώματά μου» (Ἆσμ. δ’ 16), καί πάλιν: «καταβήτω ἀδελφιδός μου εἰς κῆπον αὐτοῦ, καί φαγέτω καρπόν ἀκροδρύων αὐτοῦ» (Ἆσμ. ε’ 1). Ὅθεν διά τόν κῆπον τοῦτον, δίκαιον εἶχε νά γράφῃ πρός Αὐτόλυκον Θεόφιλος ὁ ἕκτος τῆς Ἀντιοχείας ἐπίσκοπος, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι κατά ἀλήθειαν Κῆπος, εἰς τόν ὁποῖον εὑρίσκονται Ρόδα μαρτύρων, Κρῖνα Παρθένων, Ἴα χηρευουσῶν καί Κισσοί τῶν ὑπάνδρων.

Διά τοῦτο ἡ Μαγδαληνή Μαρία, καί λανθασθεῖσα (διά νά εἰπῶ ἔτσι) δέν ἐλανθάσθη, καί παραγνωρίσασα, δέν ἐπαραγνώρισεν, ὅταν ἐν τῷ κήπῳ ἐνόμισεν ὡς κηπουρόν τόν Δεσπότην Χριστόν. Ἐπειδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Αὐτός ἐστάθη ὁ ἀληθινός κηπουρός τοῦ Κήπου τούτου Συναξαριστοῦ, καί Αὐτός ἐφύτευσεν ἐν αὐτῷ μέ τήν παντοδύναμον δεξιάν Του, τά πολυειδῆ καί παντοδαπά καί πολυποίκιλα δένδρα τῶν ἁγίων ἁπάντων, καί ἔδειξεν αὐτόν ἀσυγκρίτως καλλίτερον ἀπό τούς ἐν τῇ Ἀσίᾳ κήπους καί παραδείσους, οὕς ἐφύτευσεν ὁ βασιλεύς Κῦρος. καί ἀπό τούς κρεμαστούς κήπους τῆς Βαβυλῶνος, οἵτινες ἦτον ἕνα ἀπό τά ἑπτά θαύματα τοῦ Κόσμου, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν, ὁ καρπός ὅλος τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, καί τό τέλος τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, τῆς γενομένης κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. καί τό κέρδος ὅλον τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ κηρυχθέντος ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ ὑπό τῶν ἱερῶν ἀποστόλων, ἐστάθησαν οἱ ἅγιοι Πάντες, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ὁποίους περιέχονται ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ. Ὅθεν περί τοῦ καρποῦ τούτου ἔλεγεν ὁ Κύριος πρός τούς ἱερούς ἀποστόλους: «ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ Πατήρ μου, ἵνα καρπόν πολύν φέρητε, καί γενήσεσθε ἐμοί μαθηταί» (Ἰωάν. ιε’ 8).

Ὁ Συναξαριστής οὗτος πρέπει νά ὀνομασθῇ κοινόν ψυχῶν ἰατρεῖον, ἀπό τό ὁποῖον κάθε Χριστιανός, ὁποίας ἄν εἴη τάξεως καί βαθμοῦ, λαμβάνει τήν ἰατρείαν τοῦ πάθους του. ὅθεν εἶπεν ὁ μέγας Βασίλειος: «οἱ βίοι τῶν μακαρίων ἀνδρῶν ἀνάγραπτοι παραδεδομένοι, οἷον εἰκόνες τινές ἔμψυχοι τῆς κατά Θεόν πολιτείας, τῷ μιμήματι τῶν ἀγαθῶν ἔργων πρόκεινται. καί τοίνυν, περί ὅπερ ἄν ἕκαστος ἐνδεῶς ἔχοντος ἑαυτοῦ αἰσθάνεται, ἐκείνῳ προσδιατρίβων, οἷον ἀπό τινος κοινοῦ ἰατρείου, τό πρόσφορον εὑρίσκει τῷ ἀρρωστήματι φάρμακον» (Ἐπιστ. α’). Καί καθώς οἱ ζωγράφοι, ὅταν θέλουν νά μεταγράψουν καμμίαν εἰκόνα ἀπό ἄλλην εἰκόνα, ἀποβλέπουν συχνά εἰς τό πρωτότυπον, καί ἔτσι μιμοῦνται τοῦτο καί μεταφέρουν εἰς τήν εἰδικήν τους εἰκόνα. τοιουτοτρόπως καί οἱ Χριστιανοί, ὅσοι θέλουν νά μιμηθοῦν ἀκριβῶς τάς ἀρετάς τῶν ἁγίων, τῶν ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ περιεχομένων, συχνά πρέπει νά ἀναγινώσκουν τούς βίους αὐτῶν καί τά Συναξάρια, ὡς εἶπε πάλιν τοῦτο ὁ μέγας Βασίλειος: «ὥσπερ οἱ ζωγράφοι, ὅταν ἀπό εἰκόνων εἰκόνα γράφωσι, πυκνά πρός τό ἑαυτῶν σπουδάζουσι μεταθεῖναι φιλοτέχνημα. οὕτω δή τόν ἐσπουδακότα ἑαυτόν πᾶσι τοῖς μέρεσι τῆς ἀρετῆς ἀπεργάσασθαι τέλειον, οἱονεί πρός ἀγάλματα κινούμενα καί ἔμπρακτα, τούς βίους τῶν ἁγίων ἀποβλέπειν, καί τό ἐκείνων ἀγαθόν, οἰκεῖον ποιεῖσθαι διά μιμήσεως» (αὐτόθι).

Παραδείγματος χάριν, ἐάν ἐσύ ὁ ἀναγινώσκων εἶσαι Πατριάρχης, ἀναγίνωσκε τά ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ περιεχόμενα Συναξάρια τῶν μακαρίων ἐκείνων καί ἁγίων Πατριαρχῶν, οἵτινες εὐηρέστησαν τῷ Θεῷ διά θεωρίας καί πράξεως. Ἐάν εἶσαι ἀρχιερεύς, μιμοῦ τούς ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ ἁγίους καί ἀοιδίμους ἐκείνους ἀρχιερεῖς. Ἐάν ὑπάρχῃς ἱερεύς, ἀκολούθει εἰς τούς ἐνταῦθα περιεχομένους εὐλαβεῖς καί ἁγίους ἱερεῖς, οἵτινες φυλάξαντες καθαρόν τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ἐχρημάτισαν φίλοι Θεοῦ. Ἐάν ἔχῃς τό τοῦ διακόνου ἐπάγγελμα, ἀπόβλεπε εἰς τό παράδειγμα τῶν εὐαρεστησάντων τῷ Χριστῷ διακόνων, ἤ δι᾽ ὁμολογίας ἤ διά μαρτυρίου ἤ διά ἀρετῆς, οἵτινες περιέχονται ἐν ταύτῃ τῇ βίβλῳ. Ἐάν ἐνεδύθῃς τό μοναχικόν σχῆμα καί ἔγινες μοναχός, μιμοῦ τά ἐνταῦθα ἀναφερόμενα πολυάριθμα πλήθη τῶν ὁσίων καί μοναχῶν, οἵτινες καταφρονήσαντες τῶν γηΐνων ἁπάντων, καί ἄραντες ἐπί ὤμων τόν ἐλαφρόν ζυγόν τοῦ Χριστοῦ, ἐπολιτεύθησαν θεαρέστως, καί τῆς αἰωνίου δόξης κατηξιώθησαν, καί φεῦγε μέν τά παραδείγματα τῆς παρακοῆς, ὁποῖα μάλιστα εἶναι ὁ μοναχός ἐκεῖνος καί μάρτυς, οὗ ἡ διήγησις ἀναφέρεται κατά τήν δεκάτην πέμπτην τοῦ Ὀκτωβρίου, καί ὁ μοναχός Μάλχος, οὗ ἡ διήγησις εὑρίσκεται κατά τήν εἰκοστήν ἕκτην Μαρτίου. ζήλου δέ καί ἀκολούθει εἰς τά παραδείγματα τῆς ὑπακοῆς, ὀποῖα εἶναι, Ἀκάκιος ὁ ἐν τῇ Κλίμακι, ὁ ἐν τῇ εἰκοστῇ ἕκτῃ τοῦ Νοεμβρίου ἀναφερόμενος, καί Παῦλος ὁ ἁπλοῦς, ὁ ἑορταζόμενος κατά τήν ἑβδόμην Μαρτίου. Ἐάν εἶσαι Παρθένος μοναχή, τρέχε ὀπίσω εἰς τά ἴχνη τόσων καί τόσων Παρθένων καί μοναζουσῶν, τῶν ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ περιεχομένων, καί γίνου παρθένος, ὄχι μόνο κατά τό σῶμα, ἀλλά καί κατά τήν ψυχήν. ὄχι μόνον κατά τάς αἰσθήσεις, ἀλλά καί καθ᾽ ὅλας τάς κινήσεις, τάς σωματικάς τε καί ψυχικάς. Ἄκουσον γάρ τί λέγει ὁ Χρυσορρήμων: «τήν παρθένον, οὐ τῷ σώματι μόνον καθαράν εἶναι δεῖ, ἀλλά καί τῇ ψυχῇ. εἴγε μέλλοι τόν ἅγιον ὑποδέχεσθαι Νυμφίον». καί πάλιν: «Παρθενείας ὅρος, τό καί σώματι καί πνεύματι εἶναι ἁγίαν» (Λόγ. Παρθενίας)…

Ἐάν ἦσαι βασιλεύς, ἀκολούθει εἰς τά ἴχνη τῶν ἐνταῦθα περιεχομένων ἀοιδίμων ἐκείνων βασιλέων, τοῦ μεγάλου, λέγω, Κωνσταντίνου, τοῦ κατά τήν εἰκοστήν πρώτην τοῦ Μαΐου ἑορταζομένου. τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου, τοῦ κατά τήν δεκάτην ἑβδόμην Ἰανουαρίου μνημονευομένου. Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, τοῦ ἀναφερομένου κατά τήν εἰκοστήν ἐννάτην τοῦ Ἰουλίου. Μαρκιανοῦ οὗ ἡ μνήμη τελεῖται κατά τήν δεκάτην ἑβδόμην Φεβρουαρίου, Ἰωάννου Βατάζη τοῦ ἐλεήμονος, ὅστις ἑορτάζεται κατά τήν τετάρτην τοῦ Νοεμβρίου καί Ἰωάννου Βλαδιμήρου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ κατά τήν εἰκοστήν δευτέραν Μαΐου ἑορταζομένου. οἵτινες ὅλοι δέν ἐμποδίσθησαν ἀπό τόν ὄγκον τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος, ἀλλά ἀγαπήσαντες τόν Θεόν, ἐφύλαξαν τάς τούτου ἐντολάς καί ἐσώθησαν. Ἐάν εἶσαι βασίλισσα, εἴτε μήτηρ βασιλέως, εἴτε γυνή, εἴτε θυγάτηρ ἤ Δόμνα ἤ Ἀρχόντισσα, ἔχε εἰς παράδειγμα τάς ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ ἀναφερομένας Ἀρχοντίσσας καί βασιλίσσας, ὁποῖαι μάλιστα εἶναι, ἡ βασίλισσα Ἑλένη, ἡ κατά τήν εἰκοστήν πρώτην Μαΐου ἑορταζομένη, ἡ Πλακίλλα, ἡ κατά τήν δεκάτην τετάρτην τοῦ Σεπτεμβρίου ἀναφερομένη, ἡ Θεοφανώ, ἡ μνημονευομένη κατά τήν δεκάτην ἕκτην τοῦ Δεκεμβρίου, ἡ Πουλχερία, ἧς ἡ μνήμη γίνεται κατά τήν δεκάτην τοῦ Σεπτεμβρίου, ἡ Σωπάτρα, ἡ θυγάτηρ τοῦ Μαυρικίου βασιλέως, ἡ ἑορταζομένη κατά τήν ἐννάτην τοῦ Νοεμβρίου, ἡ Μαρκιανή, ἥτις μνημονεύεται κατά τήν εἰκοστήν ἑβδόμην Ἰανουαρίου, ἡ Θεοδώρα, ἡ σύζυγος Ἰουστίνου, ἡ κατά τήν δεκάτην πέμπτην τοῦ Νοεμβρίου ἀναφερομένη, ἡ Θεοδώρα, ἡ συστήσασα τήν ὀρθοδοξίαν καί κατά τήν ἑνδεκάτην Φεβρουαρίου ἑορταζομένη, ἡ Φευρωνία, ἡ θυγάτηρ Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως, ἥτις ἑορτάζεται κατά τήν εἰκοστήν ὀγδόην τοῦ Ὀκτωβρίου. Αὗται γάρ αἱ ἀοίδιμοι, βασιλείαν καί τά τῆς βασιλείας καλά, ὡς σκύβαλα λογισάμεναι, διά τήν ἀγάπην τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλέων Χριστοῦ, ἀντί τῆς ἐπιγείου βασιλείας, ἔγιναν κληρονόμοι τῆς Οὐρανίου.

Ἐάν εἶσαι ἄρχων καί κριτής καί ἐξουσιαστής, μιμοῦ τόσους καί τόσους ἄρχοντας καί ἐξουσιαστάς τούς ἐδῶ ἀναφερομένους, οἵτινες διατί δέν εἶχον προσπάθειαν εἰς τήν ἀρχοντίαν καί ἐξουσίαν τους, διά τοῦτο οὐδέ ἐπαρέβηκαν τούς ὅρους τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά δικαίως πολιτευσάμενοι, εὐηρέστησαν τῷ Θεῷ. Ὁποῖος μάλιστα ἦτον ὁ μακάριος Φιλογόνιος, ὁ κατά τήν εἰκοστήν Δεκεμβρίου ἑορταζόμενος. ὁ ἀοίδιμος Θεόδουλος ὁ ἀπό ἐπάρχων, ὁ κατά τήν τρίτην τοῦ Δεκεμβρίου ἀναφερόμενος, καί ὁ θεῖος Ἀμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων, ὁ ἐν τῇ ἑβδόμῃ τοῦ Δεκεμβρίου ἑορταζόμενος.

Ἀνίσως εὑρίσκεσαι εἰς τήν κατωτέραν τάξιν τῶν λαϊκῶν καί γυναικί συνδεδεμένων, μή λυπηθῇς διά τοῦτο, ἀλλά ἔχε παράδειγμα τῆς ζωῆς σου πάμπολλα πλήθη τῶν ἐνταῦθα γεγραμμένων λαϊκῶν, οἵτινες διατί ἐφύλαξαν τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου, καί δέν ἦτον προσηλωμένοι εἰς τά τοῦ κόσμου πράγματα, ἔγιναν σκεύη ἐκλογῆς καί ἔζησαν εἰς τόν κόσμον ὄντες, ὡσάν ἔξω τοῦ κόσμου, καί ὡσάν νά ἦτον εἰς τήν ἡσυχίαν καί ἔρημον, ὁποῖος μάλιστα ἦτον ὁ ἅγιος Φιλάρετος ὁ ἐλεήμων, ὁ κατά τήν πρώτην τοῦ Δεκεμβρίου ἑορταζόμενος, Μέτριος ὁ γεωργός, ὁ κατά τήν πρώτην τοῦ Ἰουνίου ἀναφερόμενος, καί Ζαχαρίας ὁ τσαγκάρης, οὗ ἡ διήγησις ἀναφέρεται κατά τήν δεκάτην ἑβδόμην τοῦ Νοεμβρίου. Παρακινεῖ δέ σε εἰς τοῦτο καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγων. «Δυνατόν καί σφόδρα δυνατόν, καί γυναῖκας ἔχοντας τήν ἀρετήν μετιέναι, ἐάν θέλωμεν. πῶς; ἐάν ἔχοντες γυναῖκα ὡς μή ἔχοντες ὦμεν. ἐάν μή χαίρωμεν ἐπί κτήσεσιν. ἐάν τῷ κόσμῳ χρώμεθα, ὡς μή καταχρώμενοι. οἱ δέ τινες ἐνεποδίσθησαν ἀπό γάμου ἰδέτωσαν, ὅτι οὐχ ὁ γάμος ἐμπόδιον, ἀλλ᾽ ἡ προαίρεσις ἡ κακῶς χρησαμένη τῷ γάμῳ. ἐπεί οὐδέ ὁ οἶνος ποιεῖ τήν μέθην, ἀλλ᾽ ἡ κακή προαίρεσις, καί τό πέραν τοῦ μέτρου χρῆσθαι. μετά συμμετρίας τῷ γάμῳ χρῶ, καί πρῶτος ἐν τῇ βασιλείᾳ ἔσῃ, καί πάντων ἀπολαύσεις τῶν ἀγαθῶν» (Λογ. ζ’ εἰς τήν πρός Ἑβραίους). Ἐάν εἶσαι γυνή συνδεδεμένη μέ ἄνδρα, καί ἔχουσα τέκνα, μή ἀποκάμῃς διά τοῦτο, μηδέ ἀπελπίσῃς διά τήν σωτηρίαν σου. Ἐδῶ εὑρίσκεις πολλάς ἁγίας γυναῖκας, αἱ ὁποῖαι ὅμοιαι οὖσαι μέ ἐσένα, δέν ἐμποδίσθησαν ἀπό τόν κόσμον καί τά τοῦ κόσμου πράγματα, ἀλλά καλῶς αὐτά μεταχειρισθεῖσαι, ἔλαμψαν ἐν τῷ κόσμῳ διά τῶν ἀρετῶν, ὡς ἡ Σελήνη λάμπει ἐν τῷ καιρῷ τῆς νυκτός, καθώς μάλιστα εἶναι ἡ μακαρία Θεοκλητώ, ἡ ἑορταζομένη κατά τήν τρίτην τοῦ Αὐγούστου, καί Σοφία ἡ ἐξ Αἴνου, ἥτις ἀναφέρεται κατά τήν τετάρτην τοῦ Ἰουνίου.

Τί νά περιττολογῶ; ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ εὑρίσκεις, ἀγαπητέ ἀναγνώστα, τά ἕξ ἐκεῖνα τάγματα τῶν εὐαρεστησάντων Χριστῷ, τά ὁποῖα ἀναφέρει ἡ τοῦ Χριστοῦ ἁγία Ἐκκλησία, ψάλλουσα. «ἀπόστολοι, μάρτυρες καί προφῆται, ἱεράρχαι, ὅσιοι καί δίκαιοι», ἤτοι ἐδῶ εὑρίσκεις τάγματα ἀποστόλων, τάγματα μαρτύρων, τάγματα προφητῶν, ἱεραρχῶν ὁσίων καί δικαίων. Ὅθεν ἐάν φθάσῃς εἰς τόν βαθμόν τῶν ἱερῶν ἀποστόλων καί γένῃς ἰσάποστολος καί κῆρυξ τοῦ Εὐαγγελίου, μιμοῦ τούς ἐνταῦθα ἱερούς ἀποστόλους, μηδέν ἔχων καί πάντα κατέχων, ἀόκνως τρέχων καί κηρύττων τό Εὐαγγέλιον «ἵνα φανῶσιν οἱ πόδες σου ὡραῖοι, κατά τόν Ἡσαΐαν, εὐαγγελιζομένου τήν εἰρήνην καί τά ἀγαθά» (Ἡσ. νβ’ 7). Ἐάν, ἀγαπητέ, ποθῇς μαρτυρῆσαι, μιμοῦ τάς χιλιάδας καί μυριάδας καί μιλλιώνια τῶν ἐνταῦθα γεγραμμένων ἁγίων μαρτύρων, νομίμως ἀθλῶν καί καλῶς τόν καλόν ἀγῶνα ἀγωνιζόμενος, ἵνα καί νομίμως λάβῃς τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανον. ἤκουσας γάρ τοῦ ἀποστόλου Παύλου λέγοντος. «Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ» (Β’ Τιμ. β’ 5). Καθώς καί ὁ ἐνταῦθα περιεχόμενος ἅγιος μάρτυς Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης, ὁ κατά τήν εἰκοστήν δευτέραν τοῦ Ἰανουαρίου ἑορταζόμενος, ἀναγινώσκων εἰς τά βιβλία τά μαρτύρια τῶν μαρτύρων, ἐμιμήθη τούτους, καί νομίμως ἐνήθλησεν.

Ἐάν ἀρνήθῃς ποτέ τόν Χριστόν, μή ἀπελπισθῇς διά τοῦτο, ἀλλά ἀνακάλεσον τήν ἦτταν καί πάλαισον δεύτερον μέ τόν ἀπατήσαντά σε διάβολον, μιμούμενος τούς ἐνταῦθα περιεχομένους μάρτυρας, οἵτινες μέ ὅλον ὁπού ἠρνήθησαν τόν Χριστόν, ὕστερον ὅμως ὡμολόγησαν πάλιν παρρησίᾳ τό ὄνομά Του, ἐνίκησαν τόν νικήσαντα τούτους ἐχθρόν, καί ἔλαβον τούς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Τοιοῦτοι ἀρνησίχριστοι ἐστάθησαν, πάλαι μέν ο ἅγιος μάρτυς Ἰάκωβος ὁ Πέρσης, ὁ ἑορταζόμενος κατά τήν εἰκοστήν ἑβδόμην τοῦ Νοεμβρίου. ὁ ἅγιος μάρτυς Γοθαζάτ, ὁ καί αὐτός ἐκ τῶν Περσῶν καταγόμενος καί κατά τήν δεκάτην ἑβδόμην τοῦ Ἀπριλίου ἀναφερόμενος. ὁ ἅγιος μάρτυς Παγχάριος ὁ Ρωμαῖος, ὁ κατά τήν δεκάτην ἐννάτην τοῦ Μαρτίου μνημονευόμενος. ὁ ἅγιος ὁσιομάρτυς Κόπρις, ὁ κατά τήν δεκάτην ἑβδόμην τοῦ Δεκεμβρίου ἑορταζόμενος. ὁ ἅγιος μάρτυς Μείραξ ὁ Αἰγύπτιος, ὁ κατά τήν ἑνδεκάτην τοῦ Δεκεμβρίου πανηγυριζόμενος. Τοιοῦτοι δέ ἀρνησίχριστοι ἐστάθησαν εἰς τούς ὑστερινούς καιρούς, καί οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἐν τῷ νέῳ Μαρτυρολογίῳ περιεχομένους, ὧν αἱ μνῆμαι καί τά ὀνόματα ἀναφέρονται ὦδε. Ἀνίσως ἠξιώθῃς νά λάβῃς παρά Θεοῦ τό τῆς προφητείας καί προοράσεως χάρισμα, μιμοῦ τούς ἐνταῦθα προφήτας, ὅσο μᾶλλον ἔλαβες, τοσούτῳ ταπεινούμενος, καί μένων εὐχάριστος πρός τόν δόντα τό χάρισμα, ἵνα μή ὑπερηφανευθείς ἐκπέσῃς τοῦ χαρίσματος.

Ἐάν ἔγινες ἱεράρχης καί ἔλαβες προστασίαν λαοῦ, ἔπου εἰς τά ἴχνη τῶν ἐνταῦθα ἁγίων ἱεραρχῶν καί γενοῦ ποιμήν καλός, τήν ψυχήν σου ὑπέρ τῶν προβάτων τιθέμενος. οὐχί δέ μισθωτός καί τῶν προβάτων μή ἐπιμελούμενος. ἐκ τῶν χειρῶν σου γάρ αἱ ψυχαί τῶν ἀπολλυμένων ἐκζητηθήσονται ὡς λέγει ὁ Ἰεζεκιήλ: «Τάδε λέγει Κύριος Κύριος. ἰδού ἐγώ ἐπί τούς ποιμένας, καί ἐκζητήσω τά πρόβατά μου ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν» (Ἰεζ. ιδ’ 10). Ἀνίσως ἀγαπᾷς τῶν ὁσίων τήν πολιτείαν, βλέπε εἰς τό παράδειγμα τῶν ἐδῶ εὑρισκομένων ὁσίων, καί ἀναθεωρῶν τήν ἔκβασιν τῆς τούτων ἀναστροφῆς, ὡς λέγει ὁ Παῦλος, μιμοῦ τήν πίστιν καί τούς ἀγῶνας. Ἀνίσως ἐπιθυμῇς τῶν δικαίων τήν τάξιν, μή ἀδίκει τόν ἀδελφόν σου. ἔκκλινον ἀπό τῆς πλεονεξίας καί φύλαττε τούς ὅρους τῆς δικαιοσύνης, ἀποδιδούς τά κατ᾽ ἀξίαν ἑκάστῳ. ἤκουσας γάρ τοῦ Παροιμιαστοῦ λέγοντος: «ὅς δίκαιον κρίνει τό ἄδικον, ἄδικον δέ τό δίκαιον, ἀκάθαρτος καί βδελυκτός παρά Θεῷ» (Παρ. ιζ’ 15). Καί ἁπλῶς εἰπεῖν, σπούδαζε ἀγαπητέ, ἵνα εὑρεθῇς μετά θάνατον, εἰς ἕνα ἀπό τά ἀνωτέρω ἕξ τάγματα τῶν εὐαρεστησάντων Θεῷ, ἐργαζόμενος τάς ζωοποιούς ἐντολάς τοῦ Κυρίου, καί τάς ἀρετάς μεταχειριζόμενος.

Ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ δέν περιέχονται δύο καί τρεῖς ἤ δέκα ἤ ἑκατόν ἤ χίλιοι ἅγιοι, ἀλλά χιλιάδες καί μυριάδες καί μιλλιώνια ὁλόκληρα ἁγίων καί σύννεφα πυκνότατα ἀπείρων δικαίων. διατί; διά νά σέ ἀναψύχουν Χριστιανέ, μέ τάς πρεσβείας των, ἀπό τό καῦμα τῶν πειρασμῶν. διά νά σέ δροσίζουν μέ τάς ἐπιρροάς τῶν χαρίτων τους, ὅταν ξηρανθῇς ἀπό τήν φλόγα τῶν παθῶν. διά νά σέ σκεπάζουν ἄνωθεν μέ τάς πτέρυγας τῶν προστασιῶν τους, ἀπό τάς ἐπιβουλάς τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν. καί τελευταῖον, διά νά σέ κάμουν νά μή φοβῆσαι ἀπό τόν ἀόρατον πόλεμον τῶν παθῶν καί δαιμόνων, ἔχων κύκλω σου μίαν ἀναρίθμητον παράταξιν τόσων καί τόσων ἁγίων, οἵτινες εἶναι βοηθοί σου. Καθώς καί ὁ ὑπηρέτης τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου, ἐφοβήθη μέν, ὅταν εἶδε τήν παράταξιν τῶν Σύρων, πῶς ἦλθεν ἐναντίον τοῦ διδασκάλου του Ἐλισσαίου. ἀπεδίωξε δέ τόν φόβον, ὅταν εἶδε κύκλω τήν νοητήν παράταξιν τῶν ἁγίων Ἀγγέλων. «Καί ὤρθρισέ φησιν, ὁ λειτουργός Ἐλισσαιέ ἀναστῆναι, καί ἐξῆλθε. καί ἰδού δύναμις κυκλοῦσα τήν πόλιν καί ἵππος καί ἅρμα. καί εἶπε τό παιδάριον πρός αὐτόν, ὦ κύριε, πῶς ποιήσωμεν; καί εἶπεν Ἐλισσαιέ. μή φοβοῦ. ὅτι πλείους οἱ μεθ᾽ ἡμῶν ὑπέρ τούς μετ᾽ αὐτῶν. καί προσηύξατο Ἐλισσαιέ καί εἶπε. Κύριε, διάνοιξον δή τούς ὀφθαλμούς τοῦ παιδαρίου καί ἰδέτω. καί διήνοιξε Κύριος τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ, καί εἶδε. καί ἰδού τό ὄρος πλῆρες ἵππων, καί ἅρμα πυρός περικύκλω Ἐλισσαιέ» (Δ’ Βασιλ. στ’ 15).

Θέλεις ἀγαπητέ νά μάθῃς, πόσον εἶναι τό πλῆθος μόνον τῶν ἁγίων μαρτύρων; ἄκουσον. ἀναφέρεται εἰς τόν κατά Ἀθέων δεύτερον Τόμον τοῦ ἱεροκήρυκος Προκοπίου (σελ. 227 καί 237), ὅτι μερικοί περίεργοι ἱστορικοί, περιεργασθέντες ὅλα τά Μηνολόγια καί Συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας, τά ἐν διαφόροις βίβλοις περιεχόμενα, ἐλογαρίασαν τούς μάρτυρας, ὁπού περιέχονται εἰς αὐτά, καί ἐσημείωσαν, ὅτι εἶναι εἰς τόν ἀριθμόν δέκα μιλλιώνια καί ἐννεακόσιαι πενῆντα χιλιάδες. ὥστε ὁπού, ἐάν αὐτοί μοιρασθοῦν ἰσόμετρα εἰς τάς τριακοσίας ἑξῆντα πέντε ἡμέρας τοῦ χρόνου, πίπτουν εἰς κάθε ἡμέραν νά ἑορτάζωνται τριάντα χιλιάδες μάρτυρες. ὄντως τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο τό μέγα σύννεφον, περί οὗ ἔγραφεν ὁ μακάριος Παῦλος «τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων» (Ἑβρ. ιβ’ 1). Ἐάν δέ τινας, καθ᾽ ὑπόθεσιν, ἤθελε ζητήσῃ νά ἀριθμήσῃ καί ὅλους τούς ἀποστόλους καί προφήτας καί ἱεράρχας καί ἱερομάρτυρας καί ὁσίους καί ὁσιομάρτυρας καί ὁμολογητάς. καί ἁπλῶς, πάντας τούς ἁγίους, ἄνδρας τε ὁμοῦ καί γυναῖκας, τόσον τούς ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ περιεχομένους ὅσον καί ἐν ἄλλοις βιβλίοις τῆς Ἐκκλησίας. ἐάν, λέγω, ἤθελε ζητήσῃ τινας νά ἀριθμήσῃ ὅλους τούς ἀνωτέρω ἁγίους καί φίλους τοῦ Θεοῦ, θέλει τούς εὕρῃ νά ὑπερβαίνουν τήν ἄμμον τῆς θαλάσσης εἰς τόν ἀριθμόν, καί θαυμαστικῶς ἔχει νά φωνάξῃ ἐκεῖνο τό τοῦ Δαβίδ: «Ἐμοί δέ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου ὁ Θεός, λίαν ἐκραταιώθησαν αἱ ἀρχαί αὐτῶν. ἐξαριθμήσομαι αὐτούς καί ὑπέρ ἄμμον πληθυνθήσονται» (Ψαλμ. ρλη’ 17). ὅπερ ἑρμηνεύων ὁ Χρυσορρήμων λέγει: «Ἐγώ μέν, αὐτούς τιμῶ. σύ δέ, πολλούς ποιεῖς καί ψάμμου πλείους. οὐ μόνον δέ πολλούς, ἀλλά καί ἰσχυρούς. τό γάρ ἐκραταιώθησαν, τοῦτό ἐστι. καί διπλῆν λέγει τήν εὐημερίαν, τήν τε εἰς πλῆθος, τήν τε εἰς ἰσχύος ἐπίδοσιν».

Ὅθεν, ἄν ὁ Ἰακώβ θεωρήσας τούς ἁγίους ἀγγέλους ὠνόμασε τό πολύ πλῆθος ἐκείνων παρεμβολήν: «Καί ἀναβλέψας Ἰακώβ, εἶδε παρεμβολήν Θεοῦ παρεμβεβληκυῖαν, καί συνήντησαν αὐτῷ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. εἶπε δέ Ἰακώβ ἡνίκα εἶδεν αὐτούς, Παρεμβολή Θεοῦ αὕτη» (Γέν. λβ’ 1). Ἡμεῖς θεωροῦντες ἅπαντας τούς ἁγίους καί τήν σύναξιν ὁμοῦ τῶν ἐννέα ἀγγελικῶν Ταγμάτων, τῶν ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ περιεχομένων, ἔχομεν κάθε δίκαιον νά ὀνομάσωμεν τό πολύ καί ἄπειρον πλῆθος τούτων, ὄχι παρεμβολήν ἁπλῶς, ἀλλά παρεμβολήν παρεμβολῶν. καί ἄν ὁ Ἰακώβ ὠνόμασε παρεμβολάς τόν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ἐστέκοντο τό πλῆθος τῶν ἁγίων ἀγγέλων «καί ἐκάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, παρεμβολαί» (αὐτόθι 2), ἡμεῖς μέ περισσότερον δίκαιον πρέπει νά ὀνομάσωμεν τόν Συναξαριστήν τοῦτον παρεμβολάς. διά τί περιέχει, ὄχι μόνον τήν σύναξιν τῶν μυρίων ἀγγέλων καί ὅλων τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ἀλλά καί τήν χιλιάριθμον καί μυριάριθμον καί μιλλιωνάριθμον πληθύν τῶν ἁγίων ἁπάντων. Καί ἄν βίβλοι τινες ὠνομάσθησαν, παγκόσμιοι ἱστορίαι, ἤ παγκόσμιοι βιβλιοθῆκαι, βέβαια μηδέ τούτων τῶν μεγαλοπρεπῶν τίτλον καί ὑψηλῶν ὀνομάτων εἶναι ἀλλότριος ὁ ἱερός οὗτος Συναξαριστής. Ὅθεν μέ κάθε δίκαιον πρέπει καί αὐτός νά ὀνομάζεται, ἤ μία παγκόσμιος ἱστορία, ἤ μία παγκόσμιος βιβλιοθήκη, καθότι ἐν αὐτῷ εὑρίσκονται ἀποτεθησαυρισμέναι ὅλαι αἱ ἱστορίαι, ὅσαι ποτέ ἠκολούθησαν ἀπ᾽ ἀρχῆς κόσμου μέχρι τοῦ νῦν. αἵ τε ἀφορῶσαι πρός τήν σύστασιν τοῦ παλαιοῦ νόμου καί μάλιστα αἱ ἀποβλέπουσαι εἰς τήν αὔξησιν τῆς νέας χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου.

Δέξασθε λοιπόν, σεβάσμιοι Πατέρες μου καί ἀδελφοί, καί πάντες οἱ ἀναγινώσκοντες τόν Συναξαριστήν τοῦτον μετά εὐμενείας καί ἀγάπης ἀδελφικῆς, δέξασθε, καί τήν μνήμην τῶν ἐν αὐτῷ ἁγίων διά παντός ἐν ταῖς γλώσσαις ὑμῶν περιφέρετε. διά τῆς μνήμης γάρ ταύτης καί τάς γλώσσας ὑμῶν ἁγιάζετε, καί τῆς παρά τῶν ἁγίων βοηθείας καταξιοῦσθε. Ταῦτα γάρ ποτε καί ὁ ἱερός Θεοδώρητος ηὔχετο νά γένουν εἰς αὐτόν διά τῆς μνήμης τῶν ὁσίων, τῶν ἐν τῇ Φιλοθέῳ ἱστορίᾳ αὐτοῦ περιεχομένων: «Ἐμοί δέ εἴη τῆς τούτων ἐπικουρίας τυχεῖν, τῇ τούτων μνήμῃ τήν γλῶτταν καθαγιάσαντι» (Ἀριθμῷ ζ’).

4.

Ἡ σκυταλοδρομία τῆς πίστης

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ καὶ περιγράφει τὰ κατορθώματα τῆς πίστης τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ σὰν νέφος μᾶς περιβάλλουν καὶ ἀποτελοῦν φωτεινοὺς δεῖκτες τῆς πορείας μας πρὸς τὸ τέρμα, πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση τὸ ἑξῆς:

«Ἀδελφοί, ὅλοι οἱ ἅγιοι μὲ τὴν πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, ἐπέβαλαν τὸ δίκαιο, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων· ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὴ σφαγή, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ἐχθρικὰ στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στὴ ζωὴ τοὺς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὥς τὸν θάνατο, χωρὶς νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν’ ἀναστηθοῦν σὲ μία καλύτερη ζωή. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη καὶ δεσμὰ καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν μὲ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι μὲ προβιὲς καὶ κατσικίσια δέρματα, ἔζησαν σὲ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καὶ κακουχίες – ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ ‘χει τέτοιους ἀνθρώπους – πλανήθηκαν σὲ ἐρημιὲς καὶ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς.

Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρὰ τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς πίστης τους, δὲν πῆραν ὅ,τι τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ φτάσουν ἐκεῖνοι στὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.

Ἔχοντας, λοιπόν, γύρω μας μία τόσο μεγάλη στρατιὰ μαρτύρων, ἂς τινάξουμε ἀπὸ πάνω μας κάθε φορτίο, καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει, κι ἂς τρέχουμε μὲ ὑπομονὴ τὸ ἀγώνισμα τοῦ δύσκολου δρόμου, ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Ἂς ἔχουμε τὰ μάτια μας προσηλωμένα στὸν Ἰησοῦ, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν πίστη, τὴν ὁποία καὶ τελειοποιεῖ». (Ἑβρ.11,33-12,2).

Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἥρωες τῆς πίστης, γιὰ τοὺς ὁποίους κάνει λόγο ἡ ἀποστολικὴ περικοπή, νίκησαν τὶς δυνάμεις ξένων βασιλιάδων, ὅπως π.χ. ὁ Γεδεὼν, ὁ Βαράκ, ὁ Σαμψών, ὁ Ἰεφθάε κ.ἄ., τὰ κατορθώματα τῶν ὁποίων ἀφηγεῖται τὸ Παλαιοδιαθηκικὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν, κυβέρνησαν τὸν λαὸ μὲ δικαιοσύνη ὅταν κατεῖχαν κάποιο ὑπεύθυνο ἀξίωμα, πέτυχαν τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ὅπως π.χ. ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Δανιήλ, ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες στὴν κάμινο τοῦ πυρός, δυναμώθηκαν ὕστερα ἀπὸ ἀσθένεια, ὅπως ὁ ἀσθενὴς βασιλιὰς Ἐζεκίας, ἀναδείχτηκαν ἰσχυροὶ στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐχθρικὰ στρατεύματα, ὅπως σὲ πολλὰ σημεῖα ἀφηγεῖται ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.

‘Αλλοι πάλι ἐξαιτίας τῆς πίστης τους πέθαναν μὲ τρόπο μαρτυρικὸ ἐπάνω στὸ κυκλικὸ βασανιστικὸ ὄργανο ποὺ λέγεται τύμπανο, λιθοβολήθηκαν ὅπως οἱ προφῆτες Ζαχαρίας καὶ Ἱερεμίας, πριονίστηκαν ὅπως, κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἠσαΐας, ἀποκεφαλίστηκαν ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, Περιπλανήθηκαν σὲ ἔρημους τόπους διωγμένοι, σὲ βουνὰ καὶ σὲ σπηλιές, ντυμένοι μὲ δέρματα προβάτων ἢ κατσικιῶν, ὅπως ὁ Ἠλίας, ὁ Ἐλισαῖος, ὁ Δαβὶδ καὶ ἄλλοι.

Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀναφέρει ἢ ὑπαινίσσεται ὁ ἱ. συγγραφέας καὶ ποὺ εἴτε νίκησαν μὲ τὴν πίστη τους, εἴτε μαρτύρησαν γι’ αὐτήν, ἀποτελοῦν δεῖκτες πορείας γιὰ τοὺς χριστιανούς, προδρόμους στὴν σκυταλοδρομία τῆς πίστης ποὺ μὲ τρόπο νικηφόρο ἔφεραν σ’ ἐμᾶς τὴ σκυτάλη τῶν εὐγενῶν ἰδανικῶν καὶ μᾶς τὴν παρέδωσαν γιὰ νὰ συνεχίσουμε ἐμεῖς τὸν ἀγώνα. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνδρες καὶ οἱ ἅγιες γυναῖκες, καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, ποὺ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη τους, ὑπογραμμίζουν τὴν εὐθύνη ποὺ πέφτει στοὺς ὤμους τῶν χριστιανῶν.

Σὲ ἕναν κόσμο ὅπου ἐπικρατεῖ τὸ γκρέμισμα τῶν ἀξιῶν, ἡ ἀμφιβολία γιὰ τὶς ὑπεργήινες πραγματικότητες, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ ἐμπιστοσύνη στὶς μηχανές, ἡ ἀποθέωση τῆς τεχνολογίας, καλεῖται ὁ χριστιανὸς νὰ ἀναλογιστεῖ σὲ ποιὰ ἁλυσίδα εὐγενῶν καὶ ἡρώων ἀποτελεῖ κρίκο, σὲ ποιὸ τέρμα ἀπολήγει ἡ ἀγωνιστικὴ πορεία του, ποιὸς εἶναι ὁ ἀθλοθέτης. Εἶναι πολὺ εὔκολο ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀδιαφορία νὰ σπάσει κανεὶς ἕναν κρίκο στὴν ἡρωικὴ ἱστορία τῆς πίστης προσαρμοζόμενος στὶς ἑλκυστικὲς δυνάμεις τῆς ἐποχῆς. Κι ἂς μὴν αὐταπατώμαστε, εἶναι δύσκολο – γι’αὐτὸ καὶ πιὸ σπουδαῖο – νὰ μείνει κανεὶς πιστὸς στὶς ἀρχὲς καὶ τὰ ἰδανικὰ τῆς χριστιανικῆς πίστης, χάνοντας ἴσως τὴν κατὰ κόσμον ἐξέλιξή του. Τὸν δύσκολο αὐτὸν δρόμο μᾶς δείχνουν σήμερα οἱ Ἅγιοι Πάντες, τῆς παλαιᾶς καὶ νέας ἐποχῆς, μικροὶ ἢ μεγάλοι, γνωστοὶ ἢ ἄγνωστοι καὶ μᾶς καλοῦν νὰ γίνουμε ἄξιοι συνεχιστὲς στὴ μακραίωνη σκυταλοδρομία τῆς χριστιανικῆς πίστης.

5.

Ἡ χάρη νὰ εἶσαι Χριστιανός

Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)

 

Ἡ ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων ἔρχεται σέ φυσική διαδοχή τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς. Καί τοῦτο διότι, ἄν τήν προηγούμενη Κυριακή εἴδαμε τήν πνοή τοῦ Πνεύματος, πρέπει σήμερα νά δοῦμε τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος. Θέλει ἡ Ἐκκλησία νά τιμήσει τό σύνολο τῶν Ἁγίων της, τό ὁποῖο ὡς νέφος περιβάλλει τόν θρόνο τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καί ἀποδεικνύει σέ τί ὗψος ἀναβιβάζει τόν ἄνθρωπο ἡ ὁλοπρόθυμη κατάφασή του στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ νά γίνει Πατέρας του κι ἐκεῖνος κατά χάριν υἱός του. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία δέν θυμᾶται ἁπλῶς ἱστορικά τήν ἐπέλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἀλλά βιώνει πραγματικά καί ἀποτυπώνει ἐμπειρικά τό τί σημαίνει γιά τή ζωή της, γιά τήν ἐπί γῆς παρουσία της ὁ Παράκλητος, ἀλλά καί τό πῶς μπορεῖ νά ἐπενεργήσει στόν ἄνθρωπο καί πόσο ἀσύλληπτο ἀπό τήν ἀνθρώπινη διάνοια εἶναι τελικά τό μεγαλεῖο, τό ὁποῖο τοῦ προσπορίζει ἡ ἁγιότητα.

Ὅμως, ὅσο ὄμορφα κι ἄν φαίνονται αὐτά, ἔχει ἡ Ἐκκλησία καί τήν ἐπίγνωση ὅτι ἡ πορεία γιά τήν κατάκτησή τους, ἐξαιτίας τῶν μεθοδειῶν τοῦ μισάνθρωπου διαβόλου, εἶναι πολύ σκληρή. Ξέρει ὅτι ὁ πόλεμος μέ τόν μισόκαλο εἶναι φοβερός καί ἐξαιρετικά λεπτός καί ὕπουλος, γιατί τό τρόπαιο τοῦ πολέμου αὐτοῦ εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὡς μοναδική καί ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα. Κι αὐτή τή σκληρότητα ἔρχεται ν΄ ἀναδείξει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἑστιάζοντας κυρίως στίς ἐπιλογές τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Συνεργία Θεοῦ καί ἀνθρώπου

Ἐντύπωση προξενεῖ ἡ διατύπωση τοῦ στίχου: «πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Κανονικά θά ἔπρεπε νά λέει: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει με…, ὁμολογήσω κἀγώ αὐτόν…» (Ματθ. 10,32). Τό ὅτι δέν εἶναι λάθος ἤ ἰδιωματισμός ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι ἡ συνέχεια εἶναι γραμματικά σωστή: «Ὅστις δ’ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ…». Γιατί αὐτή ἡ ἐμπρόθετη διαφοροποίηση στή διατύπωση;

Ἡ ἀπάντηση πού ὑποκρύπτεται εἶναι καταλυτική γιά τό πῶς ἀντιλαμβάνεται ὁ Χριστός τούς δικούς του ἀνθρώπους. Θά ἑρμηνεύσει ὁ Χρυσόστομος: «ἀποδεικνύει ὅτι ὅποιος ὁμολογεῖ τήν πίστη, δέν τό κάνει μέ τίς δίκες του δυνάμεις (ἐννοεῖ εἴτε τά προσωπικά πιστεύματα, εἴτε τό πεῖσμα, εἴτε τόν φανατισμό ἤ τόν ἐνθουσιασμό τοῦ καθενός), ἀλλά βοηθούμενος καί ἐμπνευσμένος ἀπό τή θεία χάρη. Ἐνῶ γιά ὅποιον τόν ἀρνεῖται δέν εἶπε “ἐν ἐμοί”, ἀλλά “ἐμέ”, γιά νά φανεῖ ἡ ἐρημιά τῆς ψυχῆς καί ἡ ἀποξένωσή της ἀπό τή δωρεά τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ἄρνηση». Ἑπομένως, ἡ ὁμολογία τῆς πίστης εἶναι ἀπόδειξη ψυχῆς χαριτωμένης, στήν ὁποία κατοικεῖ ὁ Χριστός καί τή χαρακτηρίζει, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἄρνηση εἶναι συνέπεια τῆς ἐρήμωσης τῆς ψυχῆς, λόγῳ τῆς ἐγκατάλειψής της ἀπό τόν Θεό, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης προσκόλλησης στό ὁτιδήποτε ἀποτελεῖ ἐμπόδιο σέ μιά οὐσιαστική σχέση ἀγάπης μαζί του.

Μέ ἄλλα λόγια, περιγράφεται στό Εὐαγγέλιο ἡ κορυφαία ἐκείνη πνευματική κατάσταση πού προσδιορίζει ὁ Παῦλος ὅταν ὁμολογεῖ: «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Κι ἡ κατάσταση αὐτή ἀποτυπώνεται ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο μέ ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα πού δείχνει πῶς κατοικεῖ ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο, χωρίς νά τόν καταλαμβάνει, χωρίς νά τόν ὑποδουλώνει, χωρίς νά τόν καταργεῖ. Πάρτε, λέει ὁ Ἅγιος, ἕνα κομμάτι σίδερο καί βάλτε το στή φωτιά. Μετά ἀπό λίγο θά κοκκινίσει. Ἔπαψε νά εἶναι σίδερο; Ὄχι! Εἶναι, ὅμως, πλέον καί φωτιά! Ἔτσι συνεργάζονται Θεός καί ἄνθρωπος, ἔτσι συνενώνονται, ἔτσι συνυπάρχουν, σέ σημεῖο πού νά μήν μπορεῖ νά ἀποχωρισθεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλον!

“Ὑπέρ ἐμέ;”

Τί ἀποτέλεσμα ἔχει αὐτή ἡ σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου; Μά τί ἄλλο ἀπό τό νά καθίσταται καί νά διεκδικεῖ κομβική ὑπεροχή στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ἡ συνέχεια τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου μπορεῖ νά φαίνεται μέ ὅρους ἀνθρώπινους σκληρή καί ἀπόλυτη, στήν οὐσία της ὅμως δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἔντιμη, εἰλικρινής καί ξεκάθαρη. Διεκδικεῖ ὁ Θεός ἀπόλυτη προτεραιότητα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου του, ὡς κορύφωση τῆς ἀξιακῆς του κλίμακας!

Χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστός μας τό ρῆμα “φιλῶ” κι ὄχι τό ρῆμα “ἀγαπῶ” γιά νά δείξει τή βαθιά στοργή, τό ὁλοκληρωτικό δόσιμο καί τό ἀγχωτικό ἐνδιαφέρον πού ὑπάρχει στίς οἰκογενειακές σχέσεις καί τίς διαφοροποιοῦν ἀπό τίς λοιπές σχέσεις ἐκτίμησης πού ἀναπτύσσονται στήν ἀνθρώπινη κοινωνία. Καί ἀπαιτεῖ, ὁ ἄνθρωπός του νά τόν βιώνει παραπάνω καί ἀπό αὐτά ἀκόμη τά μέλη τῆς οἰκογένειάς του, θέτοντας τή σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στό κέντρο τῆς ὕπαρξής του, ὡς πεμπτουσία τῆς βιωματικῆς του ἐμπειρίας.

Κι αὐτό διαφοροποιεῖ τόν Κύριο καί τόν καθιστᾶ πολύ ἀνώτερο ἀπό τούς κοινούς διδασκάλους. Ἔφθασε κάποτε ὁ Ἀριστοτέλης νά πεῖ: «Φίλος μέν Πλάτων, φίλτατη δ’ ἀλήθεια», γιά νά δείξει ὅτι θυσιάζει χάριν τῆς ἀλήθειας τήν ἀγάπη τῆς φίλιας. Ὁ Χριστός δέν μᾶς λέει νά θυσιάζουμε χάριν τῆς ἀλήθειας τήν ἀγάπη τῆς ὅποιας οἰκογένειάς μας. Κάνει κάτι ἀνώτερο· λέει νά θυσιάσουμε γιά δική του προσωπική χάρη, γι’ Αὐτόν, τήν ὅποιαν ἀγάπη, ἀκόμη καί τή μεγαλύτερη, ἤ πιό σωστά, νά τή θεωρήσουμε πολύ κατώτερη σέ σχέση μέ τή δική του, καθώς δέν εἶναι μόνον ἡ Ἀλήθεια, ἀλλά καί ἡ Ὁδός καί ἡ Ζωή!

Σήμερα, Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, ἡ Ἐκκλησία μας δέν προβάλλει μόνον ὅλους ὅσοι κατέστησαν ὄργανα τῆς χάριτος καί οὐρανοπολίτες, ἀλλά συνάμα παραθέτει μέ τόν δικό της μοναδικό παιδαγωγικό τρόπο τήν ἀλήθεια πού οἱ Ἅγιοι Πάντες ἐγκολπώθηκαν βιωματικά καί τούς ἀνέδειξε· τόν οὐσιαστικό καί ἀδιάσπαστο ἐγκεντρισμό τους στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὡς πρόταγμα τῆς καταλυτικῆς τους σχέσης μέ τόν Θεό Πατέρα.
6.

Ἡ ἀληθινὴ τιμὴ τῶν ἁγίων

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

 

Κυριακὴ τῶν Ἁγ. Πάντων

Ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ μέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲ σπαταλήθηκε μάταια καὶ ἄσκοπα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Καρπὸς της ὑπῆρξε ἡ ἁγιότητα. Ἔχοντας δεχτεῖ τὸν Κύριο μέσα στὶς ψυχές, μέσα στὶς ζωές τους, ἔδειξαν φανερὰ στὸ Θεὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τους καὶ φανέρωσαν σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη τί μπορεῖ νὰ κάνει ἡ θεϊκὴ ζωὴ ὅταν κατοικεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο.

Τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ γιορτάζουμε τὴ μνήμη ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, δέχτηκαν τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔφεραν καρπούς, ὅλων τῶν ἅγιων γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ὅλων τῶν «ὑπὸ Θεοῦ γνωσθέντων», ὅλων τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἔγιναν ἄξιοι τοῦ Θεοῦ τους. Καὶ χαιρόμαστε διότι ὁ κόσμος δέχτηκε τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ μὲ ἀγάπη.

Δὲν εἶναι ὅμως ἀρκετὸ τὸ νὰ γιορτάζουμε, νὰ χαιρόμαστε διότι στοὺς ἄλλους τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ δὲ δόθηκε εἰς μάτην.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει ὅτι μόνο μὲ τὸν ὀρθὸ βίο μποροῦμε νὰ δοξολογήσουμε τὸ Θεὸ καὶ μόνο μὲ τὸν ὀρθὸ βίο μποροῦμε νὰ τιμήσουμε τοὺς ἁγίους τοὺς ὁποίους ἀγαποῦμε καὶ προσκυνοῦμε. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εἶναι μόνο μὲ τὶς ζωές μας ποὺ θὰ δείξουμε στοὺς νεκρούς τοὺς ὁποίους ἀγαπήσαμε καὶ σεβαστήκαμε ὅτι δὲν ἔζησαν χωρὶς σκοπὸ ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς ἔχουμε ἀποδώσει τὸν καρπὸ τῶν ὅσων μᾶς δίδαξαν.

Σήμερα ὁ καθένας μας γιορτάζει ὄχι μόνο τὴ μέρα τῶν Ἁγίων Πάντων ἀλλὰ καὶ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων ἐκείνων ποὺ τοῦ εἶναι κοντινοὶ καὶ ἀγαπητοί, ὅμοιοι στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή. Συγκεντρῶστε τὴν προσοχή σας στοὺς βίους αὐτῶν εἰδικά, διότι ἀρχικὰ εἶχαν αἰχμαλωτίσει τὶς καρδιές σας μὲ τὴ δύναμη τῆς προσωπικότητάς τους κι ἔπειτα μὲ μιὰ κάποια συγγένεια πρὸς τὸ μυαλό σας – κι ἂν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμό, χαρὰ καὶ ἀγάπη μπροστὰ στὴ ζωὴ καὶ τὶς ἐπιτεύξεις κάποιου ἄνθρωπου αὐτὸ σημαίνει ὅτι μεταξὺ μας ὑπάρχει κάτι τὸ κοινό, ὅτι ἐκεῖνος ἀποκαλύπτει αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κατορθώσουμε στὰ βάθη τῶν ψυχῶν μας καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτυγχάνουμε νὰ κάνουμε πράξη ἀπὸ δειλία, ἀσθένεια καὶ ἀπειρία.

Ἂς συγκεντρώσει ὁ καθένας μας τὴν προσοχὴ στοὺς ἁγίους ποὺ τὸν τραβᾶνε καὶ ἂς πάρει ἀπὸ ἐκείνους τὰ μαθήματα τῆς ζωῆς. Ἡ προσκύνηση καὶ ὁ ἔπαινός τους δὲ θὰ εἶναι τότε ἄδεια λόγια ἀλλὰ μιὰ ζωντανὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ταυτόχρονα μιὰ μεταμόρφωση στὶς καρδιὲς καὶ τὶς ζωές μας. Αὐτὸ ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ τοὺς ὁποίους ἡ ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καὶ τιμᾶ ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν σφραγίσει τὶς ζωές μας μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὸ ὕψος τοῦ πνεύματός τους, τὴν ἁγνότητα τῆς ζωῆς τους. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ τιμὴ καὶ προσκύνηση τῶν ἁγίων ἀλλὰ καὶ ἡ ἀληθινὴ προσευχὴ γιὰ αἰωνία μνήμη τῶν κεκοιμημένων.

7.

Ἐγκώμιο στούς Ἁγίους Πάντες

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Ἐγκώμιο στούς Ἁγίους Πάντες, πού μαρτύρησαν σ᾽ ὅλο τόν κόσμο

1. -. Δέν πέρασαν ἀκόμη ἑπτά μέρες, ἀπό τότε πού γιορτάσαμε τήν ἱερή πανήγυρη τῆς Πεντηκοστῆς, καί πάλι μᾶς πρόφθασε χορός μαρτύρων ἤ καλύτερα στρατιά μαρτύρων καί παράταξη, πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τή στρατιά τῶν ἀγγέλων, τήν ὁποία εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ἀλλά εἶναι ἴδιας ἀξίας καί τάξης μέ αὐτή. Γιατί μάρτυρες καί ἄγγελοι διαφέρουν μόνο στά ὀνόματα, στά ἔργα τους ὅμως ταυτίζονται. Στόν οὐρανό κατοικοῦν οἱ ἄγγελοι, στόν οὐρανό καί οἱ μάρτυρες. Αἰώνιοι καί ἀθάνατοι εἶναι ἐκεῖνοι, τό ἴδιο θά γίνουν καί οἱ μάρτυρες. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔλαβαν καί ἀσώματη φύση; Καί τί σημασία ἔχει αὐτό; Γιατί οἱ μάρτυρες, ἄν καί ἔχουν σῶμα, ὅμως εἶναι ἀθάνατο ἤ καλύτερα καί πρίν ἀπό τήν ἀθανασία ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στολίζει τά σώματά τους περισσότερο ἀπό τήν ἀθανασία. Δέν εἶναι τόσο λαμπρός ὁ οὐρανός, πού στολίζεται μέ τό πλῆθος τῶν ἀστεριῶν, ὅσο εἶναι τά σώματα τῶν μαρτύρων, πού στολίζονται μέ τό λαμπρό αἷμα τῶν τραυμάτων. Ὥστε ἐπειδή πέθαναν γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀνώτεροι, καί βραβεύτηκαν πρίν ἀπό τήν ἀθανασία παίρνοντας τά στεφάνια ἀπό τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους.

«Τόν ἔκανες λίγο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους, τόν στεφάνωσες μέ δόξα καί τιμή» (Ψαλμ. 8, 6), λέει ὁ Δαυίδ, γιά τή φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί τό λίγο αὐτό πού στεροῦνταν οἱ ἄνθρωποι σέ σχέση μέ τούς ἀγγέλους, τό συμπλήρωσε ὁ Χριστός ὅταν ἦρθε, καταδικάζοντας τό θάνατο μέ τό δικό του θάνατο. Ἐγώ ὅμως δέν ἀντλῶ ἀπ᾽ ἐδῶ τά ἐπιχειρήματά μου, ἀλλά ἀπό τό ὅτι τό μειονέκτημα αὐτό τοῦ θανάτου ἔγινε πλεονέκτημα. Γιατί ἄν δέν ἦταν θνητοί δέν θά γίνονταν μάρτυρες. Ὥστε ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος δέν θά ὑπῆρχε καί στεφάνι. Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος, δέν θά ὑπῆρχε καί μαρτύριο. Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος, δέν θά μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά λέει: «Κάθε μέρα πεθαίνω, μά τό δικό σας καύχημα, πού ἔχω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 15, 31). Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος καί φθορά, δέν θά μποροῦσε πάλι ὁ ἴδιος νά λέει: «Χαίρομαι στά παθήματά μου γιά σᾶς, καί ἀναπληρώνω στή σάρκα μου τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1, 24). Ἄς μήν λυπούμαστε λοιπόν ἐπειδή γίναμε θνητοί, ἀλλά ἄς εὐχαριστοῦμε, ἐπειδή ἀπό τό θάνατο μᾶς ἀνοίχτηκε τό στάδιο τοῦ μαρτυρίου, ἀπό τή φθορά λάβαμε ἀφορμή γιά τά βραβεῖα. Ἀπό ἐδῶ ἔχουμε τήν ἀφορμή γιά ἀγωνίσματα.

Βλέπεις τή σοφία τοῦ Θεοῦ, πῶς τό πιό μεγάλο κακό τό ἀποκορύφωμα τῆς συμφορᾶς πού μᾶς ἔφερε ὁ διάβολος, ἐννοῶ τό θάνατο, τόν μετέτρεψε σέ τιμή καί δόξα μας, ὁδηγώντας μ᾽ αὐτόν τούς ἀθλητές στά βραβεῖα τοῦ μαρτυρίου; Τί θά κάνουμε ὅμως; Θά εὐχαριστήσουμε τό διάβολο γιά τό θάνατο; Ὁ Θεός νά φυλάξει. Γιατί τό κατόρθωμα δέν εἶναι ἔργο τῆς δικῆς του θελήσεως, ἀλλά εἶναι χάρισμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τόν ἔφερε γιά νά μᾶς καταστρέψει καί ξαναφέρνοντάς μας στή γῆ νά ξεκόψει κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. Ὁ Χριστός ὅμως, μέ τό δικό του θάνατο ἄλλαξε τήν πορεία καί μέ τόν ἴδιο τό θάνατο μᾶς ἀνέβασε πάλι στόν οὐρανό. Κανείς σας λοιπόν ἄς μήν μέ κατηγορήσει, ἄν ὀνόμασα τό σύνολο τῶν μαρτύρων χορό καί στράτευμα, δίνοντας δυό ἀντίθετα ὀνόματα στό ἴδιο πράγμα. Γιατί χορός καί στράτευμα εἶναι ἀντίθετα πράγματα, ἐδῶ ὅμως ἔγιναν ἕνα. Ἐπειδή βάδιζαν μ᾽ εὐχαρίστηση στά βασανιστήρια, σάν νά χόρευαν καί ἔδειξαν τόση ἀνδρεία καί ἀντοχή σάν νά βρίσκονταν σέ πόλεμο καί νίκησαν τούς ἐχθρούς. Ἄν βέβαια ἐξετάσουμε τή φύση τῶν ὅσων γίνονταν, ἦταν μάχη καί πόλεμος καί παράταξη. Ἄν ὅμως ἐξετάσεις τή διάθεση αὐτῶν πού ἔπασχαν, ἦταν χοροί, ὅσα συνέβαιναν, ἦταν διασκεδάσεις καί πανηγύρια καί ἡ πιό μεγάλη ἀπόλαυση.

Θέλεις νά μάθεις ὅτι αὐτά ἦταν πιό τρομερά ἀπό τόν πόλεμο; Ἐννοῶ τά σχετικά μέ τούς μάρτυρες. Ποιό τέλος πάντων εἶναι τό φοβερό στόν πόλεμο; Στήνονται καί ἀπό τίς δυό μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, πού λάμπουν ἀπό τά ὅπλα καί καταυγάζουν τή γύρω περιοχή, ρίχνοντας ἀπό παντοῦ σύννεφα τά βέλη, πού μέ τό πλῆθος τους κρύβουν τόν οὐρανό, τρέχουν αὐλάκια τά αἵματα πάνω στή γῆ καί εἶναι πολλοί ὁλόγυρα οἱ νεκροί. Ὅπως ἀκριβῶς στό θερισμό πέφτουν στή γῆ τά στάχυα, ἔτσι καί ἐδῶ εἶναι οἱ στρατιῶτες, καθώς πέφτουν ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο. Ἔλα λοιπόν νά σέ ὁδηγήσω ἀπό ἐκεῖνα σ᾽ αὐτή ἐδῶ τή μάχη. Καί ἐδῶ ὑπάρχουν δυό παρατάξεις, ἡ μία τῶν μαρτύρων καί ἡ ἄλλη τῶν τυράννων. Ἀλλά οἱ τύραννοι εἶναι ὁπλισμένοι τέλεια, οἱ μάρτυρες ὅμως μάχονται μέ γυμνό τό σῶμα καί ἡ νίκη ἀνήκει στούς γυμνούς καί ὄχι στούς ὁπλισμένους. Ποιός δέν θά ἀποροῦσε, μέ τό ὅτι αὐτός πού μαστιγώνεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν μαστιγώνει; Ὁ δεμένος νικάει τόν ἐλεύθερο; Αὐτός πού κατακαίγεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν καίει; Αὐτός πού πέθαινει νικάει ἐκεῖνον πού τόν σκοτώνει;

Εἶδες πώς αὐτά εἶναι πιό φοβερά ἀπό ἐκεῖνα; Ἐκεῖνα ἄν καί εἶναι φοβερά, γίνονται ὅμως μέ φυσικό τρόπο, αὐτά ὅμως ξεπερνοῦν κάθε φυσικό τρόπο καί κάθε σειρά τῶν πραγμάτων, γιά νά μάθεις ὅτι τά κατορθώματα εἶναι τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί τί εἶναι πιό ἄδικο ἀπό τή μάχη αὐτή; Τί πιό παράνομο ἀπό τά ἀγωνίσματα; Γιατί στούς πολέμους καί οἱ δύο πού μάχονται προστατεύονται, ἐδῶ ὅμως δέν συμβαίνει τό ἴδιο. Ἀλλά ὁ ἕνας εἶναι γυμνός καί ὁ ἄλλος ὁπλισμένος. Στούς ἀγῶνες πάλι ἐπιτρέπεται καί στούς δυό νά σηκώνουν τά χέρια ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἐδῶ ὅμως ὁ ἕνας εἶναι δεμένος καί ὁ ἄλλος κτυπάει ἐλεύθερος καί πληγώνει. Καί αὐτοί πού δίκαζαν σάν νά ᾽ταν ἐξουσιαστές ἐξασφάλισαν γιά τούς ἑαυτούς τους τό δικαίωμα νά κακοποιοῦν. Στούς δίκαιους μάρτυρες ὅμως ἔδωσαν τό προνόμιο νά κακοποιοῦνται. Ἔτσι μάχονται μέ τούς ἁγίους καί οὔτε ἔτσι τούς νικοῦν. Ἀλλά μετά τήν ἄνιση αὐτή μάχη, ἀφοῦ νικήθηκαν ὑποχώρησαν. Καί αὐτό μοιάζει σάν κάποιον πού φέρνει ἕνα πολεμιστή στόν πόλεμο, τοῦ κόβει τήν αἰχμή τοῦ δόρατος, τοῦ βγάζει τό θώρακα καί τόν διατάζει νά μάχεται ἔτσι μέ γυμνό σῶμα. Ἀλλά ὁ πολεμιστής ἄν καί χτυπιέται, πληγώνεται καί τραυματίζεται βαριά, τελικά στήνει τρόπαιο νίκης.

Καθώς ὁδηγοῦσαν τούς μάρτυρες γυμνούς, μέ δεμένα πίσω τά χέρια καί ἀπό παντοῦ τούς χτυποῦσαν καί τούς ξέσκιζαν, φαίνονταν πώς νικοῦνταν, ὅμως αὐτοί ἄν καί τραυματίζονταν, ἔστηναν τό τρόπαιο τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Καί ὅπως τό διαμάντι ὅταν χτυπιέται δέν σπάζει, οὔτε μαλακώνει, ἀλλά διαλύει τό σίδερο πού τό χτυπᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς καί οἱ ψυχές τῶν ἁγίων, ἐνῶ βασανίζονταν τόσο πολύ, οἱ ἴδιες δέν πάθαιναν κανένα κακό, ἀλλά διέλυαν τή δύναμη ἐκείνων πού τούς χτυποῦσαν καί τούς ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀγῶνες νικημένους, ντροπιασμένους καί βαριά τραυματισμένους. Γιατί ἔδεσαν τούς μάρτυρες καί στό ξύλο καί τρυποῦσαν τά πλευρά τους, ἀνοίγοντας βαθιά αὐλάκια, σάν νά ὄργωναν τή γῆ, ἀλλά δέν ἔσκιζαν τά σώματά τους. Καί μποροῦσε νά δεῖ κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά ἀνοιγμένα καί στήθη τσακισμένα. Οὔτε ἐδῶ ὅμως σταματοῦσαν τή μανία τους τά αἱμοβόρα ἐκεῖνα θηρία, ἀλλά, ἀφοῦ τούς κατέβαζαν ἀπό τό ξύλο, τούς τέντωναν σέ σιδερένια σχάρα πάνω σέ ἀναμένα κάρβουνα. Καί τότε μποροῦσες νά δεῖς ἀκόμη σκληρότερα θεάματα ἀπό τά προηγούμενα. Νά τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες ἀπό τά σώματά τους, ἄλλες ἀπό τό αἷμα πού χυνόταν καί ἄλλες ἀπό τίς σάρκες πού ἔλειωναν. Οἱ ἅγιοι ὅμως πού ἦταν ξαπλωμένοι πάνω στά κάρβουνα σάν νά ἦταν ρόδα, παρακολουθοῦσαν μέ πολλή εὐχαρίστηση τά ὅσα γίνονταν.

2. -. Ἐσύ ὅμως ὅταν ἀκούσεις σιδερένια σχάρα φέρε στό νοῦ σου τή νοητή σκάλα, πού εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ νά ἁπλώνεται ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Ἀπό ἐκείνη κατέβαιναν ἄγγελοι, ἀπό αὐτήν ἀνεβαίνουν μάρτυρες, καί τίς δύο δέ τίς στηρίζει ὁ Κύριος. Δέν θά ἄντεχαν τούς πόνους αὐτοί οἱ ἅγιοι, ἄν δέν στηρίζονταν σ᾽ αὐτή τή σκάλα. Ἀπό ἐκείνη ἀνεβαίνουν καί κατεβαίνουν ἄγγελοι. Καί ἀπό αὐτή, εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἀνεβαίνουν καί μάρτυρες. Καί γιατί αὐτό; Ἐπειδή οἱ ἄγγελοι στέλνονται γιά νά ὑπηρετήσουν αὐτούς πού θά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Οἱ μάρτυρες ὅμως σάν ἀθλητές καί νικητές, ἀφοῦ ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς ἀγῶνες, ἔφυγαν στή συνέχεια γιά τόν ἀγωνοθέτη.

Ἀλλά ἄς μήν ἀγγίζουν μονάχα τ᾽ ἀφτιά μας τά ὅσα λέγονται. Ὅταν δηλαδή ἀκοῦμε ὅτι ὑπῆρχαν κάρβουνα, κάτω ἀπό τά καταπληγωμένα σώματα, ἄς ἀναλογιστοῦμε πῶς νιώθουμε ὅταν μᾶς πιάσει ξαφνικά πυρετός. Νομίζουμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ἀνυπόφορη, ταραζόμαστε, δυσανασχετοῦμε, γκρινιάζουμε σάν μικρά παιδιά, θεωρώντας ὅτι ἡ φλόγα τοῦ πυρετοῦ δέν εἶναι καθόλου μικρότερη ἀπό τήν κόλαση. Αὐτοί ὅμως, χωρίς νά τούς πιάσει πυρετός, ἀλλά ἔχοντας ὁλόγυρά τους τή φλόγα νά τούς ζώνει καί τίς σπίθες νά πηδοῦν ἐπάνω στίς πληγές καί νά δαγκώνουν τά τραύματα πιό ἄγρια ἀπό κάθε θηρίο, ἦταν σάν ἀδαμάντινοι καί ἔβλεπαν τά ὅσα γίνονταν σάν νά συνέβαιναν σέ ξένα σώματα. Ἔτσι μέ πολλή γενναιότητα καί μέ πολλή ἀνδρεία στέκονταν σταθεροί στήν ὁμολογία τους, μένοντας ἀκλόνητοι σ᾽ ὅλα τά βασανιστήρια καί κάνοντας νά λάμψει καί ἡ δική τους ἀνδρεία καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔχετε δεῖ πολλές φορές ν᾽ ἀνεβαίνει ψηλά τήν αὐγή ὁ ἥλιος καί νά στέλνει τίς χρυσές ἀκτίνες του; Ἔ, τέτοια ἦταν τά σώματα τῶν ἁγίων. Σάν χρυσές ἀκτίνες τούς περικύκλωναν ἀπό παντοῦ σάν ρυάκια μέ τό αἷμα καί ἔκαναν νά λάμπει τό σῶμα τους πολύ περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι κάνει ὁ ἥλιος τόν οὐρανό.

Βλέποντας αὐτό τό αἷμα οἱ ἄγγελοι χαίρονταν, οἱ δαίμονες φοβοῦνταν καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔτρεμε. Γιατί δέν ἦταν ἁπλῶς αἷμα αὐτό πού τώρα ἔβλεπαν, ἀλλά αἷμα σωτήριο, αἷμα ἅγιο, αἷμα ἄξιο γιά τούς οὐρανούς, αἷμα πού διαρκῶς ποτίζει τά καλά φυτά τῆς Ἐκκλησίας. Εἶδε τό αἷμα καί ἔφριξε ὁ διάβολος, γιατί θυμήθηκε ἄλλο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Γιά χάρη ἐκείνου τοῦ αἵματος χύθηκε αὐτό. Γιατί ἀπό τότε πού κεντήθηκε ἡ πλευρά τοῦ Δεσπότου βλέπεις στή συνέχεια νά κεντοῦνται ἀμέτρητες πλευρές. Ποιός λοιπόν δέν θά ἔπαιρνε μέρος μ᾽ εὐχαρίστηση πολλή σ᾽ αὐτούς τούς ἀγῶνες, ὅταν πρόκειται νά γίνει μέτοχος τῶν παθημάτων τοῦ Δεσπότου καί νά ἔχει τόν ἴδιο θάνατο μέ τόν Χριστό; Εἶναι ἀρκετή αὐτή ἡ ἀνταπόδοση καί μεγαλύτερη ἡ τιμή. Ἡ ἀμοιβή ξεπερνάει τά κατορθώματα καί ἔρχεται πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἄς μήν φοβόμαστε λοιπόν ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε μαρτύρησε, ἀλλά ἄς τρομάζουμε ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε δειλίασε καί ἔπεσε, ἐνῶ μπροστά του εἶχε τέτοια βραβεῖα.

Καί ἄν θέλεις ν᾽ ἀκούσεις τί ἔγινε ὕστερα μάθε πώς αὐτά δέν μπορεῖ νά τά παραστήσει κανένας ἀνθρώπινος λόγος, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὔτε μάτι εἶδε, οὔτε αὐτί ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦς ἀναλογίστηκε αὐτά, πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν» (Α’ Κορ. 2, 9). Καί κανένας ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν ἀγάπησε τόσο τό Θεό, ὅσο οἱ μάρτυρες. Βέβαια δέν θά σιωπήσουμε, ἐπειδή τό μέγεθος τῶν ἀγαθῶν πού ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ξεπερνᾶ καί τό λόγο καί τή σκέψη μας, ἀλλά ὅσο εἶναι δυνατόν καί ἐμεῖς νά ποῦμε καί ἐσεῖς ν᾽ ἀκούσετε, θά προσπαθήσουμε νά σᾶς δείξουμε ἀμυδρά τή μακαριότητα πού περιμένει τούς μάρτυρες στόν οὐρανό. Γιατί θά τή γνωρίσουν καθαρά μόνον αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά τήν ἀπολαύσουν προσωπικά. Καί τά μέν δεινά αὐτά καί ἀβάστακτα τά ὑποφέρουν οἱ μάρτυρες γιά λίγο χρονικό διάστημα. Μετά ὅμως ἀπό τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τή ζωή αὐτή ἀνεβαίνουν στούς οὐρανούς, ἐνῶ προπορεύονται ἄγγελοι καί τούς περιστοιχίζουν ἀρχάγγελοι. Γιατί οἱ ἄγγελοι δέν ντρέπονται τούς συνδούλους τους, ἀλλά θά ἤθελαν νά κάνουν τά πάντα γι᾽ αὐτούς, ἐπειδή καί ἐκεῖνοι προτίμησαν νά δεινοπαθήσουν γιά τό Δεσπότη τους Χριστό.

Καί ὅταν ἀνεβοῦν στόν οὐρανό, ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἅγιες δυνάμεις τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν. Ἄν λοιπόν, ὅταν ξένοι ἀθλητές ἔρχονται στήν πόλη, ὅλος ὁ λαός τρέχει ἀπό παντοῦ καί ἀφοῦ τούς περικυκλώσουν παρατηροῦν καλά ἀπό κοντά τή δύναμη πού ἔχουν τά μέλη τοῦ σώματός τους, πολύ περισσότερο ὅταν οἱ ἀθλητές τῆς εὐσέβειας ἀνεβοῦν στούς οὐρανούς τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις. Τρέχουν ἀπό παντοῦ γιά νά παρατηρήσουν τά τραύματά τους καί τούς ὑποδέχονται ὅλους καί τούς ἀσπάζονται σάν ἥρωες πού γύρισαν ἀπό τόν πόλεμο καί τή μάχη καί ὕστερα ἀπό πολλά τρόπαια καί νίκες. Ἔπειτα τούς ὁδηγοῦν μέ μεγάλη συνοδεία πρός τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν, στό θρόνο ἐκεῖνο πού εἶναι γεμάτος ἀπό πολλή δόξα, ὅπου βρίσκονται τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ. Καί ὅταν φτάσουν ἐκεῖ καί προσκυνήσουν ἐκεῖνον πού κάθεται πάνω στό θρόνο, ἀπολαμβάνουν πλέον περισσότερη τιμή ἀπό τό Δεσπότη ἀπό ἐκείνη πού ἀπολαμβάνουν ἀπό τούς συνδούλους τους ἀγγέλους. Γιατί δέν τούς δέχεται σάν δούλους – ἄν καί αὐτό θά ἦταν μεγάλη τιμή καί δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ἴση μ᾽ αὐτήν – ἀλλά σάν φίλους Του. «Γιατί ἐσεῖς», λέει ὁ Κύριος, «εἴσαστε φίλοι μου» (Ἰωαν. 15, 14). Καί πολύ σωστά τό λέει, γιατί καί ἀλλοῦ εἶπε: «Μεγαλύτερη ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη δέν ἔχει κανένας, ὥστε νά δώσει τή ζωή του γιά χάρη τῶν φίλων του» (Ἰωαν. 15, 13).

Ἐπειδή λοιπόν ἔδειξαν τήν πιό μεγάλη ἀγάπη, τούς ὑποδέχεται καί ἀπολαμβάνουν ἐκείνη τή δόξα. Ἑνώνονται μέ τούς ἀγγελικούς χορούς καί παίρνουν μέρος στήν ὑπερκόσμια δοξολογία. Ἄν λοιπόν καί ὅταν εἶχαν τό σῶμα μετεῖχαν στό χορό ἐκεῖνο μέ τήν κοινωνία τῶν μυστηρίων καί ἔψαλλαν μαζί μέ τά Χερουβίμ τόν τρισάγιο ὕμνο, καθώς γνωρίζετε ἐσεῖς οἱ πιστοί, πολύ περισσότερο τώρα πού βρέθηκαν μέ τούς ἀγγέλους, παίρνουν μέρος στή δοξολογία ἐκείνη, μέ πολλή παρρησία. Ἄραγε δέν φοβόσαστε πρίν τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν ἐπιθυμεῖτε τώρα τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν λυπᾶστε τώρα, πού δέν εἶναι καιρός μαρτυρίου; Ἄς γυμναζόμαστε λοιπόν γιά τόν καιρό τοῦ μαρτυρίου. Περιφρόνησαν ἐκεῖνοι τή ζωή, περιφρόνησε ἐσύ τίς ἀπολαύσεις. Ἔρριξαν ἐκεῖνοι τά σώματά τους στή φωτιά, ρίξε ἐσύ τώρα χρήματα στά χέρια τῶν φτωχῶν. Καταπάτησαν ἐκεῖνοι τά ἀναμμένα κάρβουνα, σβῆσε ἐσύ μέσα σου τή φλόγα τῆς ἐπιθυμίας. Εἶναι ἐνοχλητικά αὐτά, ἀλλά μᾶς φέρνουν κέρδος. Μήν βλέπεις τά παρόντα πού εἶναι δυσάρεστα, ἀλλά τά μέλλοντα πού εἶναι εὐχάριστα. Ὄχι τά βάσανα πού περνᾶς τώρα, ἀλλά τά ἀγαθά πού ἐλπίζεις. Ὄχι τά παθήματα, ἀλλά τά βραβεῖα. Ὄχι τούς κόπους, ἀλλά τά στεφάνια. Ὄχι τούς ἱδρῶτες, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Ὄχι τούς πόνους, ἀλλά τίς ἀνταποδόσεις. Ὄχι τήν ἀναμένη φωτιά, ἀλλά τή βασιλεία πού σέ περιμένει. Ὄχι τούς δήμιους πού σέ περιτριγυρίζουν, ἀλλά τό Χριστό πού θά σέ στεφανώσει.

3. -. Αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος καί ὁ εὐκολότερος δρόμος γιά τήν ἀρετή. Νά μήν βλέπει δηλαδή κανείς τούς κόπους μόνο, ἀλλά μαζί μέ τούς κόπους καί τά βραβεῖα. Καί ὄχι ξεχωριστά τό καθένα. Ὅταν λοιπόν πρόκειται νά δώσεις ἐλεημοσύνη, μήν σκέπτεσαι τά χρήματα πού θά ξοδέψεις, ἀλλά τήν ἀπόκτηση τῆς δικαιοσύνης. «Σκόρπισε χρήματα, ἔδωσε στούς φτωχούς. Ἡ δικαιοσύνη του μένει αἰώνια» (Ψαλμ. 111, 9). Μήν βλέπεις τόν πλοῦτο σου πού λιγοστεύει, ἀλλά τό θησαυρό πού πληθαίνει. Ἄν νηστεύεις, μήν σκέπτεσαι τήν καταβολή πού φέρνει ἡ νηστεία, ἀλλά τήν ἄνεση πού θά προέρθει ἀπό τή σωματική ἀδυναμία. Ἄν ἀγρυπνήσεις στήν προσευχή, μήν συλλογίζεσαι τήν ταλαιπωρία τῆς ἀγρυπνίας, ἀλλά τήν παρρησία πού θά ἀποκτήσεις ἀπό τήν προσευχή. Ἔτσι κάνουν καί οἱ στρατιῶτες. Δέν βλέπουν τά τραύματα, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Δέν βλέπουν τίς σφαγές, ἀλλά τίς νίκες. Οὔτε βλέπουν τούς νεκρούς στό πεδίο τῆς μάχης, ἀλλά τούς ἥρωες πού στεφανώνονται. Ἔτσι καί οἱ κυβερνῆτες βλέπουν μπροστά στά κύματα τά λιμάνια, μπροστά στά ναυάγια τά ἐμπορεύματα, μπροστά στά δεινά τῆς θάλασσας τά ἀγαθά μετά τή θάλασσα.

Ἔτσι κάμε καί ἐσύ. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι μέσα στή βαθιά νύχτα, ὅταν κοιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί τά θηρία καί τά κατοικίδια ζῶα, ὅταν ὑπάρχει ἀπόλυτη ἡσυχία, ἐσύ μόνο νά σηκωθεῖς καί νά μιλήσεις μέ τόν Κύριό μας. Εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος; Ἀλλά τίποτε δέν εἶναι πιό γλυκό ἀπό τήν προσευχή. Ἄν συνομιλήσεις μόνος μαζί Του, πολλά θά καταφέρεις. Δέν θά σέ ἐνοχλεῖ κανείς, οὔτε θά ἐμποδίσει τήν προσευχή σου. Ἔχεις καί τήν ὥρα σύμμαχο γιά νά ἐπιτύχεις αὐτά πού θέλεις. Ἐσύ ὅμως βαριέσαι νά σηκωθεῖς καί στριφογυρίζεις ξαπλωμένος στό μαλακό στρῶμα; Σκέψου τούς μάρτυρες πού εἶναι σήμερα ξαπλωμένοι στή σιδερένια σχάρα, χωρίς στρῶμα ἀπό κάτω, ἀλλά ἀναμένα κάρβουνα.

Ἐδῶ θέλω νά σταματήσω τό λόγο, γιά νά φύγετε ἔχοντας ἔντονη καί ζωηρή τή μνήμη ἐκείνης τῆς σχάρας καί νά τήν θυμᾶστε νύχτα καί μέρα. Γιατί, καί ἄν ἀκόμα μᾶς κρατοῦν ἄπειρα δεσμά, ὅταν ἔχουμε στό νοῦ μας αὐτή τή σχάρα, θά μπορέσουμε νά τά σπάσουμε ὅλα μέ εὐκολία καί νά σηκωθοῦμε γιά προσευχή. Ὄχι μόνο τή σχάρα, ἀλλά καί τίς ἄλλες τιμωρίες τῶν μαρτύρων ἄς τίς χαράξουμε στό βιβλίο τῆς καρδιᾶς μας. Ἄς σκεφτοῦμε καί ἐμεῖς σάν αὐτούς πού λαμπροστολίζουν τά σπίτια τους καί κρεμᾶνε σ᾽ ὅλα τά σημεῖα ὄμορφες ζωγραφιές. Ἄς ζωγραφίσουμε στούς τοίχους τῆς δικῆς μας ψυχῆς τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων. Γιατί ἐκεῖνες οἱ ζωγραφιές εἶναι ἀνώφελες, αὐτές ὅμως ἐπικερδεῖς. Αὐτή ἡ ζωγραφική δέν χρειάζεται χρώματα, οὔτε ἔξοδα, οὔτε κάποια τέχνη. Ἀλλά γιά ὅλα αὐτά φτάνει νά χρησιμοποιήσει κανείς τήν προθυμία του καί τή γενναία καί νηφάλια σκέψη του καί μ᾽ αὐτή σάν χέρι ἄριστου τεχνίτη νά ζωγραφίσει τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων.

Ἄς ζωγραφίσουμε λοιπόν στή ψυχή μας ἄλλους νά εἶναι στά τηγάνια, ἄλλους ξαπλωμένους σ᾽ ἀναμμένα κάρβουνα, ἄλλους ἀναποδογυρισμένους στά καζάνια, ἄλλους νά καταποντίζονται στή θάλασσα, ἄλλους νά ξεσκίζονται, ἄλλους νά τούς γυρίζουν στόν τροχό, ἄλλους νά τούς ρίχνουν στόν γκρεμό. Ἄλλους πάλι νά παλεύουν μέ θηρία, ἄλλους νά τούς ὁδηγοῦν στό βάραθρο καί ἄλλους ὅπως ἔτυχε ὁ καθένας νά τελειώσει ἡ ζωή του. Ὥστε μέ τήν ποικιλία αὐτῆς τῆς ζωγραφικῆς, ἀφοῦ λαμπροστολίσουμε τό σπίτι τῆς ψυχῆς μας, νά τό κάνουμε κατάλληλο κατάλυμα γιά τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν. Γιατί ἄν δεῖ τέτοιες ζωγραφιές στήν ψυχή μας, θά ἔρθει μαζί μέ τόν Πατέρα καί μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί θά κατοικήσει μέσα μας. Καί θά γίνει στή συνέχεια ἡ ψυχή μας βασιλικό παλάτι καί κανένας κακός λογισμός δέν θά μπορέσει νά τήν πατήσει, ἀφοῦ ἡ μνήμη τῶν μαρτύρων, σάν ζωγραφιά θά ὑπάρχει πάντοτε μέσα μας καί θά σκορπᾶ πολλή λάμψη καί θά κατοικεῖ συνεχῶς μέσα μας ὁ βασιλιάς τῶν ὅλων Θεός. Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ ὑποδεχτοῦμε τό Χριστό ἐδῶ, θά μπορέσουμε μετά τήν ἀναχώρησή μας ἀπό τή γῆ νά Τόν ὑποδεχτοῦμε στίς αἰώνιες κατοικίες μας, τίς ὁποῖες εὔχομαι νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μέ τόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στόν Πατέρα καί στό ἅγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

8.

. Ἐγκώμιον εἰς τοὺς Ἁγίους Πάντας

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

α. Ἐξ οὗ τὴν ἱερὰν πανήγυριν τῆς Πεντηκοστῆς ἐπετελέσαμεν͵ οὔπω παρῆλθεν ἡμερῶν ἑπτὰ ἀριθμὸς͵ καὶ πάλιν κατέλαβεν ἡμᾶς μαρτύρων χορὸς͵ μᾶλλον δὲ μαρτύρων παρεμβολὴ καὶ παράταξις͵ τῆς παρεμβολῆς τῶν ἀγγέλων͵ ἣν ὁ πατριάρχης εἶδεν Ἰακὼβ͵ κατ΄ οὐδὲν οὖσα χείρων͵ ἀλλ΄ ἐφάμιλλος αὐτῆς καὶ ἴση. Μάρτυρες γὰρ καὶ ἄγγελοι τοῖς ὀνόμασι διεστήκασι μόνον͵ τοῖς δὲ ἔργοις συνάπτονται· τὸν οὐρανὸν οἰκοῦσιν ἄγγελοι͵ ἀλλὰ καὶ οἱ μάρτυρες· ἀγήρατοι καὶ ἀθάνατοί εἰσιν ἐκεῖνοι͵ τοῦτο καὶ οἱ μάρτυρες ἕξουσιν. Ἀλλὰ καὶ ἀσώματον ἔλαχον ἐκεῖνοι φύσιν; Καὶ τί τοῦτο; οἱ γὰρ μάρτυρες εἰ καὶ σῶμα περίκεινται͵ ἀλλ΄ ἀθάνατον· μᾶλλον δὲ καὶ πρὸ τῆς ἀθανασίας ὁ τοῦ Χριστοῦ θάνατος τῆς ἀθανασίας μᾶλλον καλλωπίζει τὰ σώματα. Οὐχ οὕτως ἐστὶ λαμπρὸς ὁ οὐρανὸς τῷ χορῷ τῶν ἄστρων κοσμούμενος͵ ὡς τὰ σώματα τῶν μαρτύρων λαμπρῷ τῷ χορῷ τῶν τραυμάτων κοσμούμενα. Ὥστε ἐπειδὴ ἀπέθανον͵ διὰ τοῦτο μάλιστα πλεονεκτοῦσι͵ καὶ πρὸ τῆς ἀθανασίας ἔλαβον τὰ βραβεῖα͵ ἀπὸ τοῦ θανάτου στεφανωθέντες.

Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ΄ ἀγγέλους͵ δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτὸν͵ περὶ τῆς κοινῆς φύσεως τῶν ἀνθρώπων͵ φησὶν ὁ Δαυΐδ· ἀλλὰ καὶ τὸ βραχὺ τοῦτο παραγενόμενος ὁ Χριστὸς ἀπέδωκε͵ θανάτῳ θάνατον καταδικάσας. Ἐγὼ δὲ οὐκ ἐντεῦθεν διισχυρίζομαι͵ ἀλλ΄ ὅτι καὶ τὸ ἐλάττωμα τοῦτο τοῦ θανάτου πλεονέκτημα γέγονεν· εἰ γὰρ μὴ εἶεν θνητοὶ͵ οὐκ ἂν ἐγένοντο μάρτυρες· ὥστε εἰ μὴ θάνατος ἦν͵ οὐδὲ στέφανος ἦν· εἰ μὴ τελευτὴ ἦν͵ οὐκ ἦν μαρτύριον· εἰ μὴ θάνατος ἦν͵ οὐκ ἠδύνατο Παῦλος λέγειν͵ Καθ΄ ἡμέραν ἀποθνήσκω͵ νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν͵ ἢν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· εἰ μὴ θάνατος καὶ φθορὰ ἦν͵ οὐκ ἠδύνατο λέγειν ὁ αὐτός· Χαίρω ἐν τοῖς πα θήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν͵ καὶ ἀναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου. Ὥστε μὴ ἀλγῶμεν͵ ὅτι ἐγενόμεθα θνητοὶ͵ ἀλλ΄ εὐχαριστῶμεν͵ ὅτι ἀπὸ τοῦ θανάτου ἠνεῴχθη ἡμῖν τὸ στάδιον τοῦ μαρτυρίου· ἀπὸ τῆς φθορᾶς ἐλάβομεν ὑπόθεσιν τῶν βραβείων· ἐντεῦθεν ἔχομεν ἀφορμὴν τῶν παλαισμάτων.

Ὁρᾷς σοφίαν Θεοῦ͵ πῶς τὸ μέγιστον τῶν κακῶν͵ τὸ κεφάλαιον τῆς ἡμετέρας συμφορᾶς͵ ὅπερ εἰσήγαγεν ὁ διάβολος͵ τὸν θάνατον λέγω͵ τοῦτον εἰς τιμὴν καὶ δόξαν ἡμετέραν μετέβαλε͵ διὰ τοῦτο πρὸς τὰ τοῦ μαρτυρίου βραβεῖα τοὺς ἀθλητὰς ἄγων; Τί οὖν; εὐχαριστήσομεν τῷ διαβόλῳ διὰ τὸν θάνατον; Μὴ γένοιτο οὐ γὰρ τῆς ἐκείνου γνώμης τὸ κατόρθωμα͵ ἀλλὰ τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας τὸ χάρισμα· ἐκεῖνος εἰσήγαγεν ἵνα ἀπολέσῃ͵ καὶ πρὸς τὴν γῆν ἐπαναγαγὼν πᾶσαν ἐκκόψῃ σωτηρίας ἐλπίδα· ὁ Χριστὸς δὲ αὐτὸ λαβὼν μετέστρεψε͵ καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ἡμᾶς δι΄ αὐτοῦ πάλιν ἀνήγαγε. Μηδεὶς οὖν ἡμῶν καταγινωσκέτω͵ εἰ χορὸν καὶ παράταξιν ἐκάλεσα τῶν μαρτύρων τὸ πλήρωμα͵ δύο ἐναντία ὀνόματα ἑνὶ πράγματι τιθείς· χορὸς γὰρ καὶ παράταξις ἐναντία͵ ἀλλ΄ ἐνταῦθα συνῆλθον ἀμφότερα· καὶ γὰρ ὥσπερ χορεύοντες ἐπὶ τὰς βασάνους ᾔεσαν μεθ΄ ἡδονῆς͵ καὶ ὥσπερ πολεμοῦντες οὕτως ἀνδρείαν πᾶσαν καὶ καρτερίαν ἐπεδείξαντο͵ καὶ τῶν ἐναντίων ἐκράτησαν. Ἂν μὲν τῶν γινομένων τὴν φύσιν ἴδῃς͵ μάχη καὶ πόλεμος καὶ παράταξις τὰ γινόμενα· ἂν δὲ τὴν γνώμην τῶν γινομένων ἐξετάσῃς͵ χοροὶ καὶ θαλίαι καὶ πανηγύρεις καὶ μεγίστη ἡδονὴ τὰ τελούμενα.

Βούλει μαθεῖν ὡς πολέμου ταῦτα φρικωδέστερα; τὰ τῶν μαρτύρων λέγω. Τί ποτέ ἐστιν ἐν τῷ πολέμῳ τὸ φρικτόν; Στρατόπεδα ἕστηκεν ἑκατέρωθεν περιπεφραγμένα͵ ἀπολάμποντα τοῖς ὅπλοις͵ καὶ τὴν γῆ καταυγάζοντα͵ νέφη βελῶν ἀφίεται πανταχόθεν ἀπο κρύπτοντα τὸν ἀέρα τῷ πλήθει͵ ῥύακες αἱμάτων ἐπὶ τῆς γῆς φέρονται͵ καὶ πολλὰ πανταχοῦ τὰ πτώματα καθάπερ ἐν ἀμητῷ ἀσταχύων͵ οὕτω τῶν στρατιωτῶν ἐπαλλήλων καταφερομένων. Φέρε οὖν ἀπ΄ ἐκείνων ἐπὶ ταύτην ἀγάγω σε τὴν μάχην. Καὶ ἐνταῦθα δύο παρατάξεις͵ ἡ μὲν τῶν μαρτύρων͵ ἡ δὲ τῶν τυράννων· ἀλλ΄ οἱ μὲν τύραννοί εἰσι καθωπλισμένοι͵ οἱ δὲ μάρτυρες γυμνῷ τῷ σώματι μάχονται͵ καὶ ἡ νίκη τῶν γυμνῶν͵ οὐ τῶν καθωπλισμένων γίνεται. Τίς οὐκ ἂν ἐκπλαγείη͵ ὅτι ὁ μαστιζόμενος περιγίνεται τοῦ μαστίζοντος͵ ὁ δε δεμένος τοῦ λελυμένου͵ ὁ κατακαιόμενος τοῦ καίοντος͵ ὁ ἀποθνήσκων τοῦ ἀναιροῦντος;

Εἶδες πῶς ταῦτα ἐκείνων φρικωδέστερα; Ἐκεῖνα μὲν εἰ καὶ φοβερὰ͵ ἀλλὰ κατὰ φύσιν γίνεται· ταῦτα δὲ πᾶσαν ὑπερβαίνει φύσιν͵ καὶ πᾶσαν πραγμάτων ἀκολουθίαν͵ ἵνα μάθῃς ὅτι τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτός ἐστι τὰ κατορθούμενα. Καίτοι τί τῆς μάχης ταύτης ἀδικώτερον; τί τῶν παλαισμάτων παρανομώτερον; Ἐν μὲν γὰρ τοῖς πολέμοις ἀμφότεροι φράττονται οἱ μαχόμενοι· ἐνταῦθα δὲ οὐχ οὕτως͵ ἀλλ΄ ὁ μὲν γυμνὸς͵ ὁ δὲ καθώπλισται· ἐν τοῖς ἀγῶσι πάλιν ἀμφοτέροις ἔξεστι τὰς χεῖρας ἀνταίρειν͵ ἐνταῦθα δὲ ὁ μὲν δέδεται͵ ὁ δὲ μετ΄ ἐξουσίας ἐπάγει τὰς πληγὰς͵ καὶ καθάπερ ἐκ τυραννίδος τινὸς ἑαυτοῖς μὲν τὸ κακῶς ποιεῖν ἀποκληρώσαντες οἱ δικάζοντες͵ τοῖς δικαίοις δὲ μάρτυσι τὸ πάσχειν κακῶς ἀπονείμαντες͵ οὕτω συμπλέκονται τοῖς ἁγίοις͵ καὶ οὐδὲ οὕτως αὐτῶν περιγίνονται͵ ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀνώμαλον ταύτην μάχην ἡττηθέντες ἀναχωροῦσι· καὶ ταυτὸν γίνεται οἷον ἂν εἴ τις πολεμιστὴν ἄνθρωπον εἰς πόλεμον εἰσαγαγὼν͵ καὶ τοῦ δόρατος τὴν αἰχμὴν ἀποκόψας͵ καὶ τὸν θώρακα ἀποδύσας͵ οὕτω κελεύῃ γυμνῷ τῷ σώματι μάχεσθαι͵ ὁ δὲ πληττόμενος καὶ παιόμενος καὶ πάντοθεν μυρία δεχόμενος τραύματα τρόπαιον στήσειε.

Καὶ γὰρ τοὺς μάρτυρας γυμνοὺς ἄγοντες͵ καὶ τὰς χεῖρας ὀπίσω δήσαντες καὶ πάντοθεν παίοντες καὶ καταξαίνοντες͵ οὕτως ἡττῶντο· οἱ δὲ τὰ τραύματα δεχόμενοι͵ τὸ κατὰ τοῦ διαβόλου τρόπαιον ἔστησαν. Καὶ καθάπερ ἀδάμας πληττόμενος αὐτὸς μὲν οὐκ ἐνδίδωσιν͵ οὐδὲ μαλάσσεται͵ τὸν δὲ παίοντα διαλύει σίδηρον· οὕτω δὴ καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν ἁγίων͵ τοσούτων ἐπαγομένων βασάνων͵ αὐταὶ μὲν οὐδὲν ἔπασχον δεινὸν͵ τῶν δὲ παιόντων τὴν δύναμιν καταλύουσαι͵ αἰσχρῶς καὶ καταγελάστως ἡττηθέντας ἐκ τῶν ἀγώνων ἐξέπεμπον μετὰ πολλὰς καὶ ἀφορήτους πληγάς. Καὶ γὰρ προσέδησαν αὐτοὺς τῷ ξύλῳ͵ καὶ τὰς πλευρὰς διώρυττον͵ ἐμβαθύνοντες αὔλακας͵ καθάπερ γῆν ἀροτριῶντες͵ ἀλλ΄ οὐ σώματα σχίζοντες· καὶ ἦν ἰδεῖν λαγόνας ἀναπεπετασμένας͵ πλευρὰ ἀνεῳγότα͵ στήθη διεῤῥηγμένα͵ καὶ οὐδὲ ἐνταῦθα τῆς μανίας ἔστησαν οἱ αἱμοβόροι θῆρες ἐκεῖνοι͵ ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελόντες ὑπὲρ τῶν ἀνθράκων ἐπὶ σιδηρᾶς κλίμακος ἔτεινον· καὶ ἦν ἰδεῖν πάλιν πικρότερα τῶν προτέρων θεάματα͵ διπλᾶς καταφερομένας σταγόνας ἐκ τῶν σωμάτων͵ τὰς μὲν τοῦ αἵματος ῥέοντος͵ τὰς δὲ τῶν σαρκῶν τηκομένων· οἱ δὲ ἅγιοι καθάπερ ἐπὶ ῥόδων κείμενοι τῶν ἀνθράκων͵ οὕτω μεθ΄ ἡδονῆς τὰ γινόμενα ἐθεώρουν.

β. Σὺ δὲ ἀκούσας κλίμακα σιδηρᾶν͵ ἀναμνήσθητι κλίμακος νοητῆς͵ ἣν εἶδεν ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν τεταμένην· δι΄ ἐκείνης κατέβαινον ἄγγελοι͵ διὰ ταύτης δὲ ἀναβαίνουσι μάρτυρες· ἑκατέρᾳ δὲ ὁ Κύριος ἐπεστήρικτο. Οὐκ ἂν ἤνεγκαν τὰς ὀδύνας οἱ ἅγιοι οὗτοι͵ εἰ μὴ ταύτῃ ἐπηρείδοντο. Ἀλλὰ δι΄ ἐκείνης μὲν ἀναβαίνουσι καὶ καταβαίνουσιν ἄγγελοι͵ διὰ ταύτης δὲ ὅτι ἀναβαίνουσι καὶ μάρτυρες παντί που δῆλον. Τί δήποτε; Ὅτι ἐκεῖνοι μὲν πρὸς διακονίαν ἀποστέλλονται τῶν μελλόντων κληρονομεῖν σωτηρίαν͵ οὗτοι δὲ καθάπερ ἀθληταὶ καὶ στεφανῖται ἀπαλλαγέντες τῶν ἀγώνων ἀπῆλθον λοιπὸν πρὸς τὸν ἀγωνοθέτην.

Ἀλλὰ γὰρ μὴ ἁπλῶς ἀκούωμεν τὰ λεγόμενα͵ ἀκούοντες͵ ὅτι ἄνθρακες ὑπέκειντο καταξανθεῖσι τοῖς σώμασιν͵ ἀλλ΄ ἐννοήσωμεν τίνες ἐσμὲν πυρετοῦ κατασκήψαντος· ἀβίωτον εἶναι νομίζομεν τὸν βίον͵ ἀλύομεν͵ δυσανασχετοῦμεν͵ καθάπερ παιδία μικρὰ δυσχεραίνομεν͵ τῆς γεέννης οὐδὲν ἔλαττον νομίζοντες ἐκεῖνο τὸ πῦρ· οὗτοι δὲ οὐ πυρετοῦ ἐπικειμένου͵ ἀλλὰ φλογὸς πάντοθεν αὐτοὺς πολιορκούσης͵ καὶ τῶν σπινθήρων τοῖς ἕλκεσιν ἐπιπηδώντων͵ καὶ θηρίου παντὸς δριμύτερον δακνόντων τὰ τραύματα͵ καθάπερ ἀδαμάντινοί τινες͵ καὶ ἐν ἀλλοτρίοις ὁρῶντες ταῦτα γινόμενα σώμασιν͵ οὕτω γενναίως καὶ μετὰ τῆς προσηκούσης αὐτοῖς ἀνδρείας ἐπὶ τῶν τῆς ὁμολογίας εἱστήκεισαν ῥημάτων͵ ἀπερίτρεπτοι διὰ πάντων τῶν δεινῶν μένοντες͵ καὶ τὴν ἑαυτῶν ἀνδρείαν καὶ τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν λαμπρῶς ἐπιδεικνύμενοι. Εἴδετε πολλάκις ὑπὸ τὴν ἕω τὸν ἥλιον ἀνίσχοντα͵ καὶ κροκοειδεῖς ἀφιέντα ἀκτῖνας; τοιαῦτα ἦν τῶν ἁγίων τὰ σώματα͵ ὥσπερ τινῶν ἀκτίνων κροκοειδῶν͵ τῶν ῥυάκων τοῦ αἵματος πανταχόθεν αὐτοὺς περιῤῥεόντων͵ καὶ τὸ σῶμα αὐτῶν καταυγαζόντων πολλῷ μᾶλλον ἢ τὸν οὐρανὸν ἥλιος.

Τοῦτο τὸ αἷμα ἄγγελοι μὲν ὁρῶντες ἐτέρποντο͵ δαίμονες ἔφριττον͵ καὶ αὐτὸς δὲ ὁ διάβολος ἔτρεμεν. Οὐ γὰρ αἷμα ἦν ἁπλῶς τὸ ὁρώμενον͵ ἀλλ΄ αἷμα σωτήριον͵ αἷμα ἅγιον͵ αἷμα τῶν οὐρανῶν ἄξιον͵ αἷμα διηνεκῶς τὰ καλὰ τῆς Ἐκκλησίας ἄρδον φυτά. Εἶδε τὸ αἷμα͵ καὶ ἔφριξεν ὁ διάβολος· ἀνεμνήσθη γὰρ ἑτέρου αἵματος Δεσποτικοῦ· δι΄ ἐκεῖνο τὸ αἷμα τοῦτο ἔῤῥευσεν· ἐξ οὗ γὰρ ἐνύγη ἡ πλευρὰ τοῦ Δεσπότου͵ μυρίας ὁρᾷς λοιπὸν πλευρὰς νυττομένας. Τίς γὰρ οὐ μεθ΄ ἡδονῆς ἀποδύσαιτο πολλῆς πρὸς τοὺς ἀγῶνας τούτους͵ μέλλων κοινωνεῖν δεσποτικῶν παθημάτων͵ καὶ συμμορφοῦσθαι τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ; Ἀρκοῦσα γὰρ αὕτη ἡ ἀντίδοσις͵ καὶ τῶν πόνων πολὺ πλείων ἡ τιμὴ͵ καὶ ὑπερβαίνουσα τοὺς ἄθλους ἡ ἀμοιβὴ͵ καὶ πρὸ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Μὴ τοίνυν φρίττωμεν ἀκούοντες͵ ὅτι ὁ δεῖνα ἐμαρτύρησεν͵ ἀλλὰ φρίττωμεν ἀκούοντες͵ ὅτι ὁ δεῖνα κατεμαλακίσθη͵ καὶ ἔπεσε τοιούτων προκειμένων ἐπάθλων.

Εἰ δὲ βούλει καὶ τῶν μετὰ ταῦτα ἀκοῦσαι͵ λόγος μὲν οὐδεὶς παραστῆσαι δύναται· Οὔτε γὰρ ὀφθαλμὸς εἶδε͵ φησὶν͵ οὔτε οὖς ἤκουσεν͵ οὔτε ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου ἀνέβη͵ ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν· οὐδεὶς δὲ ἀνθρώπων οὕτως αὐτὸν ἠγάπησεν ὡς οἱ μάρτυρες. Οὐ μὴν ἐπειδὴ καὶ λόγον καὶ διάνοιαν ὑπερβαίνει τῶν ἀποκειμένων ἀγαθῶν τὸ μέγεθος͵ διὰ τοῦτο σιγήσομεν͵ ἀλλ΄ ὡς οἷόν τε καὶ εἰπεῖν ἡμῖν καὶ ὑμῖν ἀκοῦσαι͵ πειρασόμεθα ὑμῖν ἀμυδρῶς ἐνδείξασθαι τὴν ἐκεῖ διαδεξομένην αὐτοὺς μακαριότητα· σαφῶς γὰρ αὐτοὶ μόνοι εἴσονται͵ οἱ διὰ τῆς πείρας ταύτης ἀπολαύοντες. Τὰ μὲν γὰρ δεινὰ ταῦτα καὶ ἀφόρητα ἐν βραχείᾳ καιροῦ ῥοπῇ πάσχουσιν οἱ μάρτυρες· μετὰ δὲ τὴν ἐντεῦθεν ἀπαλλαγὴν εἰς οὐρανοὺς ἀναβαίνουσιν͵ ἀγγέλων αὐτοῖς προηγουμένων͵ καὶ ἀρχαγγέλων δορυφορούντων· οὐ γὰρ αἰσχύνονται τοὺς συνδούλους͵ ἀλλὰ πάντα ἂν εἵλοντο δι΄ αὐτοὺς ποιῆσαι͵ ἐπειδὴ κἀκεῖνοι πάντα εἵλοντο παθεῖν διὰ τὸν αὑτῶν Δεσπότην Χριστόν.

Ἐπειδὰν δὲ ἀναβῶσιν εἰς τὸν οὐρανὸν͵ πᾶσαι ἐκεῖναι αἱ ἅγιαι δυνάμεις συντρέχουσιν. Εἰ γὰρ ἀθλητῶν ξένων ἐπιδημούντων τῇ πόλει͵ πᾶς ὁ δῆμος περιῤῥεῖ πανταχόθεν͵ καὶ κυκλώσαντες αὐτοὺς καταμανθάνουσι τῶν μελῶν τὴν εὐεξίαν͵ πολλῷ μᾶλλον τῶν ἀθλητῶν τῆς εὐσεβείας εἰς οὐρανοὺς ἀναβάντων͵ συντρέχουσιν οἱ ἄγγελοι͵ καὶ πᾶσαι αἱ ἄνω δυνάμεις πάντοθεν περιῤῥέουσι καταμανθάνουσαι τούτων τὰ τραύματα͵ καὶ καθάπερ τινὰς ἀριστέας ἐκ πολέμου καὶ μάχης ἐπανελθόντας μετὰ πολλὰ τρόπαια καὶ νίκας͵ οὕτω μεθ΄ ἡδονῆς δεξιοῦνται πάντας αὐτοὺς͵ καὶ ἀσπάζονται· εἶτα ἄγουσιν αὐτοὺς μετὰ πολλῆς δορυφορίας πρὸς τὸν τῶν οὐρανῶν βασιλέα͵ ἐπὶ τὸν θρόνον ἐκεῖνον τὸν πολλῆς δόξης γέμοντα͵ ἔνθα τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ. Ἐλθόντες δὲ ἐκεῖ καὶ προσκυνήσαντες τὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου καθήμενον͵ πλείονος παρὰ τοῦ Δεσπότου μᾶλλον ἢ τῶν ὁμοδούλων ἀπολαύουσι φιλοφροσύνης. Οὐ γὰρ ὡς δούλους αὐτοὺς δέχεται (καίτοι καὶ τοῦτο μεγίστη τιμὴ͵ καὶ ἧς ἴσον οὐκ ἔστιν εὑρεῖν)͵ ἀλλ΄ ὡς φίλους αὐτοῦ· Ὑμεῖς γὰρ͵ φησὶ͵ φίλοι μου ἐστέ· καὶ μάλα εἰκότως· αὐτὸς γὰρ εἶπε πάλιν· Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει͵ ἵνα τις θῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ.

Ἐπειδὴ οὖν τὴν μεγίστην ἀγάπην ἐπεδείξαντο͵ δεξιοῦται τούτους͵ καὶ ἀπολαύουσι τῆς δόξης ἐκείνης͵ κοινωνοῦσι τῶν χορῶν͵ καὶ μετέχουσι τῶν μελῶν τῶν μυστικῶν. Εἰ γὰρ ἐν σώματι ὄντες κατὰ τὴν τῶν μυστηρίων κοινωνίαν εἰς ἐκεῖνον ἐτέλουν τὸν χορὸν͵ μετὰ τῶν Χερουβὶμ τὸν τρισάγιον ὕμνον ψάλλοντες͵ καθάπερ ὑμεῖς ἴστε οἱ μυηθέντες͵ πολλῷ μᾶλλον νῦν τοὺς συγχορευτὰς ἀπολαβόντες μετὰ πολλῆς τῆς παῤῥησίας κοινωνοῦσι τῆς εὐφημίας ἐκείνης. Ἆρα οὐκ ἐφρίττετε πρὸ τούτου τὸ μαρτύριον; ἆρα οὐκ ἐπιθυμεῖτε νῦν τοῦ μαρτυρίου; ἆρα οὐκ ἀλγεῖτε νῦν͵ ὅτι οὐ πάρεστι καιρὸς μαρτυρίου; Ἀλλὰ καὶ γυμναζώμεθα εἰς καιρὸν μαρτυρίου. Κατεφρόνησαν ἐκεῖνοι ζωῆς· καταφρόνησον σὺ τρυφῆς· ἔῤῥιψαν ἐκεῖνοι τὰ σώματα τῷ πυρί· ῥῖψον σὺ χρήματα νῦν ἐν ταῖς χερσὶ τῶν πενήτων· κατεπάτησαν ἐκεῖνοι τοὺς ἄνθρακας· σβέσον σὺ τῆς ἐπιθυμίας τὴν φλόγα. Φορτικὰ ταῦτα͵ ἀλλὰ καὶ ἐπικερδῆ. Μὴ τὰ παρόντα ὅρα τὰ ἐπαχθῆ͵ ἀλλὰ τὰ μέλλοντα χρηστὰ͵ μὴ τὰ ἐν χερσὶ δεινὰ͵ ἀλλὰ τὰ ἐν ἐλπίσιν ἀγαθὰ͵ μὴ τὰ παθήματα͵ ἀλλὰ τὰ βραβεῖα͵ μὴ τοὺς πόνους͵ ἀλλὰ τοὺς στεφάνους͵ μὴ τοὺς ἱδρῶτας͵ ἀλλὰ τὰς ἀμοιβὰς͵ μὴ τὰς ἀλγηδόνας͵ ἀλλὰ τὰς ἀντιδόσεις͵ μὴ τὸ καιόμενον πῦρ͵ ἀλλὰ τὴν προκειμένην βασιλείαν͵ μὴ τοὺς περιεστῶτας δημίους͵ ἀλλὰ τὸν στεφανοῦντα Χριστόν.

γ. Αὕτη μεγίστη μέθοδος καὶ εὐκολωτάτη πρὸς ἀρετὴν ὁδὸς͵ μὴ τοὺς πόνους μόνον ὁρᾷν͵ ἀλλὰ καὶ τὰ ἔπαθλα μετὰ τῶν πόνων͵ ἀλλ΄ οὐκ αὐτὰ καθ΄ ἑαυτὰ μόνον. Ὅταν οὖν μέλλῃς ἐλεημοσύνην διδόναι͵ μὴ πρόσεχε τῇ δαπάνῃ τῶν χρημάτων͵ ἀλλὰ τῇ συλλογῇ τῆς δικαιοσύνης· Ἐσκόρπισεν͵ ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος· μὴ βλέπε τὸν κενούμενον πλοῦτον͵ ἀλλ΄ ὅρα τὸν αὐξανόμενον θησαυρόν. Ἂν νηστεύσῃς͵ μὴ τὴν κάκωσιν τὴν ἀπὸ τῆς νηστείας λογίζου͵ ἀλλὰ τὴν ἄνεσιν τὴν ἀπὸ τῆς κακώσεως· ἂν ἀγρυπνήσῃς εὐχόμενος͵ μὴ τὴν ταλαιπωρίαν τὴν ἀπὸ τῆς ἀγρυπνίας͵ ἀλλὰ τὴν παῤῥησίαν τὴν ἀπὸ τῆς εὐχῆς ἐννόει. Οὕτω καὶ στρατιῶται ποιοῦσιν· οὐ τὰ τραύματα͵ ἀλλὰ τὰς ἀμοιβὰς βλέπουσιν· οὐ τὰς σφαγὰς͵ ἀλλὰ τὰς νίκας· οὐ τοὺς πίπτοντας νεκροὺς͵ ἀλλὰ τοὺς στεφανουμένους ἀριστέας. Οὕτω καὶ κυβερνῆται πρὸ τῶν κυμάτων τοὺς λιμένας ὁρῶσι͵ πρὸ τῶν ναυαγίων τὰς ἐμπορίας͵ πρὸ τῶν ἐν θαλάσσῃ δεινῶν τὰ μετὰ θάλασσαν ἀγαθά.

Οὕτω καὶ σὺ ποίησον· ἐννόησον ἡλίκον ἐστὶν ἐν νυκτὶ βαθείᾳ͵ τῶν ἀνθρώπων καθευδόντων ἁπάντων καὶ θηρίων καὶ κτηνῶν͵ βαθυτάτης ἡσυχίας οὔσης͵ μόνον σε ἐγερθέντα παῤῥησίᾳ διαλέγεσθαι τῷ κοινῷ πάντων Δεσπότῃ. Ἀλλὰ γλυκὺς ὁ ὕπνος; Ἀλλ΄ οὐδὲν γλυκύτερον προσευχῆς. Ἂν κατ΄ ἰδίαν αὐτῷ διαλεχθῇς͵ πολλὰ ἀνύσαι δυνήσῃ͵ μηδενὸς ἐνοχλοῦντός σε͵ μηδὲ ἐκκρούοντός σε τῆς δεήσεως· ἔχεις καὶ τὸν καιρὸν σύμμαχον πρὸς τὸ ἐπιτυχεῖν ὧν θέλεις. Ἀλλὰ περιστρέφῃ κείμενος ἐπὶ μαλακῆς στρωμνῆς͵ καὶ ὀκνεῖς διαναστῆναι; Ἐννόησον τοὺς ἐπὶ τῆς σιδηρᾶς κλίμακος κειμένους σήμερον μάρτυρας͵ οὐχὶ στρωμνῆς ὑποκειμένης͵ ἀλλ΄ ἀνθράκων ὑπεστρωμένων.

Ἐνταῦθα βούλομαι καταλῦσαι τὸν λόγον͵ ὥστε τῆς κλίμακος τὴν μνήμην ἀκμάζουσαν καὶ νεαρὰν ἔχοντας ὑμᾶς ἀπελθεῖν͵ καὶ ταύτης ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ μεμνῆσθαι· κἂν γὰρ μυρία κατέχῃ δεσμὰ͵ δυνησόμεθα πάντα ἀποῤῥῆξαι ῥᾳδίως͵ καὶ πρὸς τὴν εὐχὴν ἀναστῆναι͵ τὴν κλίμακα ταύτην ἐννοοῦντες διαπαντός. Μὴ τὴν κλίμακα δὲ μόνον ἐκείνην͵ ἀλλὰ καὶ τὰς ἄλλας τῶν μαρτύρων τιμωρίας διαγράφωμεν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς καρδίας τῆς ἡμετέρας. Καὶ καθάπερ οἱ τὰς οἰκίας τὰς ἑαυτῶν ποιοῦντες λαμπρὰς͵ ἀνθηρᾷ γραφῇ πανταχόθεν αὐτὰς κατακοσμοῦσιν· οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν τοῖς τοίχοις τῆς ἡμετέρας διανοίας ζωγραφήσωμεν τῶν μαρτύρων τὰς τιμωρίας. Ἐκείνη μὲν γὰρ ἡ ζωγραφία ἀνόνητος. αὕτη δὲ κέρδος ἔχουσα· οὐ δεῖται γὰρ χρημάτων͵ οὐδὲ δαπάνης͵ οὐδὲ τέχνης τινὸς αὕτη ἡ γραφὴ͵ ἀλλ΄ ἀντὶ πάντων ἀρκεῖ προθυμίᾳ χρήσασθαι καὶ λογισμῷ γενναίῳ καὶ νήφοντι͵ καὶ διὰ τούτου καθάπερ διά τινος χειρὸς ἀρίστης ὑπογράψαι τὰς τιμωρίας αὐτῶν.

Ζωγραφῶμεν τοίνυν ἐν τῇ ψυχῇ τοὺς μὲν ἐπὶ τηγάνων κειμένους͵ τοὺς δὲ ὑπὸ ἀνθράκων τεταμένους͵ τοὺς δὲ εἰς λέβητας κυβιστῶντας͵ τοὺς δὲ εἰς θάλασσαν καταποντιζομένους͵ ἑτέρους ξεομένους͵ ἄλλους ἐπὶ τροχὸν καμπτομένους͵ ἄλλους εἰς κρημνὸν ῥιπτομένους· καὶ τοὺς μὲν θηρίοις πυκτεύοντας͵ τοὺς δὲ ἐπὶ τὸ βάραθρον ἀγομένους͵ τοὺς δὲ͵ ὡς ἕκαστος ἔτυχεν καταλύσας τὸν βίον· ἵνα τῇ ποικιλίᾳ τῆς γραφῆς ταύτης λαμπρὰν τὴν ἡμετέραν κατασκευάσαντες οἰκίαν͵ ἐπιτήδειον τῷ βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν ποιήσωμεν καταγώγιον. Ἂν γὰρ ἴδῃ τοιαύτας ἐν τῇ διανοίᾳ τὰς γραφὰς͵ ἥξει μετὰ τοῦ Πατρὸς͵ καὶ μονὴν ποιήσει παρ΄ ἡμῖν σὺν τῷ Πνεύ ματι τῷ ἁγίῳ· καὶ βασιλικὸς ἔσται λοιπὸν οἶκος ἡ διάνοια ἡμῶν͵ καὶ οὐδεὶς ἄτοπος λογισμὸς ἐπιβῆναι δυνήσεται͵ τῆς τῶν μαρτύρων μνήμης ὥσπερ τινὸς ἀνθηρᾶς ζωγραφίας διαπαντὸς ἡμῖν ἐναποκειμένης͵ καὶ πολλὴν ἐναφιείσης τὴν μαρμαρυγὴν͵ καὶ τοῦ βασιλέως τῶν ὅλων Θεοῦ συνεχῶς ἡμῖν ἐνδιαιτωμένου. Οὕτω δὲ ἐνταῦθα Χριστὸν ὑποδεξάμενοι͵ δυνησόμεθα μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν εἰς τὰς σκηνὰς ὑποδεχθῆναι τὰς αἰωνίους͵ ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ͵ δι΄ οὗ καὶ μεθ΄ οὗ τῷ Πατρὶ δόξα͵ ἅμα τῷ ἁγίῳ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι͵ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.