Κορναράκης ‘Ιωάννης (Ὅμότιμος Καθηγητής Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καὶ Ἐξομολογητικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν)
Μέ τίτλο ἑνός ἔργου του, «Ὁ μῦθος τῆς ψυχοθεραπείας», ὁ γνωστός ἀμερικανός καθηγητής τῆς ψυχιατρικῆς στό πανεπιστήμιο τῆς Νέας Ὑόρκης Thomas Szasz, φέρνει στό προσκήνιο τοῦ προβληματισμοῦ τῆς ψυχοθεραπευτικῆς δεοντολογίας τό εἰδικό πρόβλημα τῆς ποιότητος ἤ ταυτότητος τῆς ψυχοθεραπείας. Τί εἶναι ἡ ψυχοθεραπεία; Εἶναι πραγματικότης ἤ μῦθος;
Στήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου του δηλώνει ὁ Szasz ὅτι «θά προσπαθήσω νά δείξω ὅτι μέ τήν προοδευτική παρακμή τῆς θρησκείας καί τήν ἀνάπτυξη κατά τόν 18ο αἰώνα τῆς ἐπιστήμης, ἡ φροντίδα τῆς θεραπείας τῶν (sinful) ψυχῶν, πού ἐν τῷ μεταξύ εἶχε γίνει ἕνα ὁλοκληρωμένο μέρος τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀναμορφώθηκε καί ἐμφανίστηκε ὡς φροντίδα τῆς θεραπείας τοῦ πνεύματος (sick) καί ἔγινε ἕνα ὁλοκληρωμένο μέρος τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης».
Γιά νά κατανοήσει κανείς καλύτερα τήν αἰτιολογία τοῦ ἐγχειρήματος τοῦ Szasz καί γενικότερα τή φύση τοῦ συνολικοῦ του ἔργου, πρέπει, ἀσφαλῶς, νά συνειδητοποιήσει τίς τεράστιες διαστάσεις τοῦ ἁπλώματος τῆς ψυχοθεραπείας στό χῶρο τῆς ἀμερικανικῆς ζωῆς, καί κυρίως τίς ἐναλλασσόμενες, τίς τελευταῖες δεκαετίες, ψυχοθεραπευτικές προοπτικές καί μεθοδολογίες. Κάτω ἀπό τό πρίσμα αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, ὄχι μόνο τό βιβλίο «Ὁ μῦθος τῆς ψυχοθεραπείας», ἄλλα γενικά τό ὅλο ἔργο τοῦ Szasz ἀποτελεῖ μιὰ διαμαρτυρία ἐναντίον μιᾶς δοκιμασμένης «ψυχιατρικῆς» ἐπιστήμης!
Ἡ θέση βέβαια τοῦ Szasz στό πρόβλημα τί εἶναι ἡ ψυχοθεραπεία, δηλώνεται ἤδη ἀπό τόν τίτλο τοῦ βιβλίου του. Γιά τόν ψυχίατρο αὐτό ἡ ψυχοθεραπεία εἶναι ἕνας «μῦθος». Δέν εἶναι μία θεραπευτική δεοντολογία πού ἀνταποκρίνεται στή φύση τοῦ ἀντικειμένου της- τόν ψυχικά ἄρρωστο ἄνθρωπο.
Ἡ βασική θέση τοῦ Szasz καθώς ὑπογραμμίζεται ἤδη στήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου του, προβάλλει τόν ἰσχυρισμό ὅτι ἡ ψυχοθεραπεία, μ’ ὁποιαδήποτε προοπτική καί μεθοδολογία καί ἄν ἀσκεῖται, εἶναι ἕνα ὑποκατάστατο μιᾶς ἄλλης θεραπευτικῆς δεοντολογίας, πού εἶναι ἡ αὐθεντική καί ἑπομένως ἡ μόνη σύμφωνη πρός τή φύση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Καί καθώς ἐπίσης ὁ Szasz σχετίζει ἄμεσα μέ τό πρόβλημα τῆς ποιότητος τῆς ψυχοθεραπείας μία κάμψη τῆς ἐντάσεως τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς καί μία ποιοτική της διαφοροποίηση «ἐπί τά χείρω», ἀποκαλύπτεται, χωρίς περιστροφές, ὅτι, ὡς αὐθεντική ψυχοθεραπεία, ἀναγνωρίζει, ὁ ἀντιρρησίας αὐτός ψυχίατρος, τή θεραπεία τῶν ψυχῶν πού προσφέρει ἡ θρησκεία. Γι’ αὐτό τό λόγο τελικά χαρακτηρίζει τήν ψυχοθεραπεία ὡς «ψευδοθρησκεία» (pseudoreligion). Ἡ ψυχοθεραπεία, λοιπόν, ὡς ὑποκατάστατο τῆς θρησκείας, εἶναι ἕνας μῦθος, κατά τόν Thomas Szasz.
Μέσα στά πλαίσια τῶν περιορισμῶν τοῦ παρόντος ἄρθρου, θά ἐπιχειρήσουμε νά ταχθοῦμε μέ τήν ἄποψη τοῦ Szasz καί νά συμμερισθοῦμε τή θέση του. Γι’ αὐτό τό λόγο, στή συνέχεια, ὑπενθυμίζουμε μερικά στοιχεῖα ἤ χαρακτηριστικά τῆς δοκιμασμένης πλέον ψυχοθεραπείας, πού συνθέτουν καί προβάλλουν τό «μυθικό» της χαρακτήρα.
1. Ἡ ψυχοθεραπεία, μέ τή βοήθεια ἑνός διαλόγου, μέ τόν ὁποῖο ἐπιχειρεῖ ἕνα θεραπευτικό συντονισμό τῆς ἀντιδράσεως δύο προσώπων (τοῦ θεραπευτοῦ καί τοῦ θεραπευομένου) καί μέ τήν ἐνδεχομένη θετική δραστικότητα ὁρισμένων βιοχημικῶν συνθέσεων (ψυχοφαρμάκων), σκοπεύει στή θεραπεία ἑνός ἄρρωστου ψυχικοῦ κόσμου. Ἀλλ’ ἄν ἡ ψυχική ἀρρώστια δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα μόνον βιοχημικῶν ἀλλοιώσεων, πού ἔχουν γίνει στήν περιοχή τῆς φαιᾶς οὐσίας τοῦ ἐγκεφάλου ἤ τοῦ νευρικοῦ συστήματος, ἡ ἀσκούμενη ψυχοθεραπεία, μέ τή βοήθεια, ἔστω, μιᾶς «ζεστῆς» ἀνθρωπίνης σχέσεως (ψυχοθεραπευτικῆς) καί τήν συνεργία σχετικῶν ψυχοφαρμάκων, ἀποβαίνει, πράγματι, «μῦθος»!
Τό βασικό μυθικό στοιχεῖο τῆς ψυχοθεραπείας ἔγκειται ἀκριβῶς στό γεγονός ὅτι ἁπλούστατα μέ τήν ψυχοθεραπευτική δράση γίνεται ἐπίκληση στίς ἄρρωστες ψυχικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου νά γίνουν… ὑγιεῖς! Ἀλλά τό «δοκιμασμένο» πρόβλημα τῆς ψυχοθεραπευτικῆς δραστηριότητος εἶναι ὅτι δέν ἀρκεῖ μία ἐπίκληση, γιά νά θεραπεύσει καί νά ἀναμορφώσει θετικά ψυχικές δυνάμεις, συλημένες ἀπό τούς ἀνθρώπινους-ὑπαρξιακούς προβληματισμούς. Ἡ ἀνάγκη τοῦ ἄρρωστου, ψυχικά, ἀνθρώπου νά φθάσει μέχρι τό γραφεῖο τοῦ ψυχοθεραπευτῆ, προέκυψε ὕστερα ἀπό μία παραλυτική «αὐτοσυνειδησία» τῆς ψυχικῆς του νοσηρότητας. Σ’ αὐτή τήν περίπτωση, ὁ ψυχικά ἀσθενής εἶναι, ἁπλῶς, διαθέσιμος στόν ψυχοθεραπευτή. Ἡ ἀρρώστια του ἔγκειται στό γεγονός ὅτι δέν ἔχει τή δύναμη νά ἀνακαλέσει, αὐτοδύναμα, τίς ψυχικές του δυνάμεις στήν κατάσταση τῆς ὑγείας! Γιά νά γίνει αὐτό, χρειάζεται μία «αὐτό-ὑπέρβαση» τῆς ἀτομικῆς νοσηρότητας, γιά τήν ὁποία ἀκριβῶς δέν εἶναι ἱκανός ὁ ψυχικά ἀσθενής ἄνθρωπος. Ἑπομένως πρέπει ὁ ἀσθενής νά βοηθηθεῖ μ’ ἕνα ὑπερ-βατό τρόπο, πού νά προέρχεται ἀπό κάποιον ἄλλο θεραπευτικό παράγοντα. Ἀλλά τέτοια θεραπευτική μεθοδολογία εἶναι ἄγνωστη στήν ψυχοθεραπεία. Οἱ δρόμοι της εἶναι «βατοί», ὑπό τήν ἔννοια μιᾶς ἀνεπαρκοῦς θεραπευτικῆς κοινοτυπίας. Ὑπολογίζουν πάντοτε καί στίς δυνατότητες τοῦ ἀσθενοῦς.
2. Εἰδικότερα, σέ σχέση μέ τήν ἀδυναμία αὐτή τοῦ ἀρρώστου, ψυχικά, ἀνθρώπου νά ἐνεργήσει μία θεραπευτική αὐτο-ὑπέρβαση, θά μποροῦσε νά ὑπενθυμίσει κανείς ὅτι ἡ βασική ἰδέα, στήν ὁποία θεμελιώνεται ἡ σύγχρονη ψυχοθεραπεία (ἀκόμη καί ἡ «θεραπεία τῆς συμπεριφορᾶς»), εἶναι ἡ ἰδέα τῆς μή συνειδητῆς αἰτιολογίας. Παρά τίς διαφοροποιήσεις καί ἀναθεωρήσεις τοῦ ψυχαναλυτικοῦ συστήματος ἑρμηνείας τοῦ ἀρρώστου ψυχικοῦ κόσμου, ἡ βάση ἀπό τήν ὁποία ξεκινᾶ ἡ σύγχρονη ψυχοθεραπεία εἶναι τό ἄρρωστο ἀσυνείδητο. Εἰδικότερα, τό ἀπωθημένο σύστημα μιᾶς ψυχικῆς συγκρούσεως, Καί ἀκριβῶς οἱ δύο αὐτοί ψυχολογικοί ὅροι, «ἀπώθηση» καί «ψυχική σύγκρουση», ὑποδηλώνουν τήν τεράστια προβληματική τῆς ψυχοθεραπευτικῆς ἀγωγῆς.
Ἄν ὁρισμένα νοσηρά ψυχικά ἐκδηλώματα ἀποβαίνουν ἀπειλητικά γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἀτόμου, πῶς μπορεῖ κανείς νά συνεργήσει σέ μία συνειδητοποίηση ἀσυνειδήτων ψυχικῶν περιεχομένων καί πῶς μπορεῖ νά συντελέσει στή λύση μιᾶς ψυχικῆς συγκρούσεως, ποὺ λειτουργεῖ στό ἀσυνείδητο βάθος τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ; Μόνο σάν μῦθος μπορεῖ νά ἠχήσει στ’ αὐτιά μας ἡ εὔκολη ψυχαναλυτική θέση: συνειδητοποίηση σημαίνει θεραπεία! Γιατί, ἐξάλλου, ἡ πασίγνωστη στόν ψυχοθεραπευτή «ψυχική ἀντίσταση», λειτουργεῖ πάντοτε ὡς διαμαρτυρία τῆς ἀπωθήσεως καί ὡς ἄμυνά της ἐναντίον τοῦ θεραπευτικοῦ αἰτήματος τῆς συνειδητοποιήσεως.
Ἀκόμη εἰδικότερα, αὐτό πού φαίνεται δύσκολο νά κατορθωθεῖ δέν εἶναι τόσο ἡ πληροφόρηση τοῦ ἀσθενοῦς, ὡς πρός τήν αἰτιολογία τῆς νοσηρῆς του συμπτωματολογίας, ἀλλ’ ἡ βιωματική κατανόηση ἐκ μέρους του μιᾶς ἐπιβαλλομένης ἀλλαγῆς, στή δομική ψυχοδυναμική ἀφετηρία τῆς συγκεκριμένης του συμπεριφορᾶς. Ὁ ψυχικά ἄρρωστος ἄνθρωπος εἶναι δυνατόν νά ὁδηγηθεῖ, σέ πολλές περιπτώσεις, στή συνειδητοποίηση βασικῶν συγκρουσιακῶν του καταστάσεων, ἀλλά τό πιό σίγουρο εἶναι ὅτι δέν θά μπορέσει νά προχωρήσει σέ μία αὐτοδύναμη ἀλλαγή τῆς σχέσεως τῶν παραγόντων τῆς βασικῆς ψυχικῆς του συγκρούσεως. Ἐνδέχεται νά βρεθεῖ μπροστά σ’ ἕνα ψυχοθεραπευτή πού τοῦ προσφέρει σωστή ἑρμηνεία τῆς συγκρουσιακῆς του καταστάσεως. Ἀλλά ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ βιωματικοῦ («ὑπαρξιακοῦ») ἀντιφατικοῦ χαρακτῆρος τῆς καταστάσεως αὐτῆς, ἴσως δέν θά μπορέσει νά βιώσει τή συνειδητοποίηση ὡς θεραπεία. Ἀντίθετα, ὅπως εἶναι γνωστό ἀπό τήν ψυχοθεραπευτική ἐμπειρία, ἡ συνειδητοποίηση μίας συγκρουσιακῆς καταστάσεως μπορεῖ νά σημάνει, γιά τό ἐνδιαφερόμενο πρόσωπο, ἔνταση τῶν ψυχοπαθολογικῶν του φαινομένων ἤ καί καταστροφή. Ἡ μεθοδική του προετοιμασία γιά τή στιγμή τοῦ «ψυχοθεραπευτικοῦ καιροῦ» στή διαδικασία τοῦ ψυχοθεραπευτικοῦ διαλόγου, εἶναι, συχνά, ἕνα ἀβέβαιο ἐγχείρημα. Ὅταν ἡ ἑστία μίας ψυχικῆς συγκρούσεως εἶναι ἐνεργής, ἡ βιωματική της, μέσῳ μιᾶς συνειδητοποιήσεως, προσέγγιση μπορεῖ νά σημαίνει «λάδι στή φωτιά».
3. Οὐσιώδης ἀρχή τῆς ψυχοθεραπείας εἶναι ὁ μεθοδολογικός περιορισμός της στήν καθαρῶς ψυχική νομοτέλεια. Αὐτό σημαίνει θεώρηση τοῦ ψυχικά ἄρρωστου ἀνθρώπου ἀνεξαρτήτως τῶν ἀξιολογικῶν (ὑπαρξιακῶν) του συναρτήσεων. Ὁ ψυχοθεραπευτής εἶναι ὑποχρεωμένος, ἀπό τή φύση τοῦ λειτουργήματός του, νά περιορισθεῖ στή θεραπεία τῶν νοσηρῶν «ψυχικῶν» φαινομένων. Αὐτό πρέπει νά τό κάνει, κινούμενος μέσα σ’ ἕνα πλαίσιο γενικά ἀποδεκτῆς ψυχοθεραπευτικῆς δεοντολογίας. α) Πρέπει νά σεβασθεῖ τήν προσωπικότητα τοῦ ἀσθενοῦς, μή εἰσερχόμενος στήν προβληματική τοῦ ἀξιολογικοῦ συστήματος ζωῆς στό ὁποῖο ὁ ἀσθενής αὐτός εἶναι ἐντεταγμένος. β) Ὁ ἴδιος ὁ ψυχοθεραπευτής δέν εἶναι ὑποχρεωμένος νά προτείνει ἕνα δικό του ἀξιολογικό σύστημα ζωῆς στόν ἀσθενῆ. Ἑπομένως ἡ ψυχοθεραπευτική ἀγωγή πρέπει νά ἀναπτυχθεῖ σ’ ἕνα οὐδέτερο πεδίο, ἀπό πλευρᾶς ἀξιολογικῶν συναρτήσεων, ἐπιστημονικῆς δεοντολογίας. Ἐδῶ ἡ αἴσθηση τοῦ «μύθου» ἀποκορυφώνεται, πράγματι, καθώς καί ὁ ἀφελέστερος νοῦς κατανοεῖ ὅτι μία ἀποσύνδεση ὁποιασδήποτε ψυχικῆς συγκρούσεως ἀπό τό προσωπικό ἀξιολογικό σύστημα τοῦ ἀσθενοῦς δέν μπορεῖ κἄν νά εἶναι νοητή.
Τό κατ’ ἐξοχήν αὐτό μυθικό στοιχεῖο τῆς ψυχοθεραπείας οὐσιώνεται, στήν πράξη, πολύ εὔκολα κυρίως μέ τή λαθραία διείσδυση τοῦ ψυχοθεραπευτικοῦ διαλόγου στούς χώρους τοῦ ἀξιολογικοῦ συστήματος ζωῆς τοῦ ἀσθενοῦς. Γιατί ἡ ἀθέτηση τῆς θεμελιώδους αὐτῆς ἀρχῆς («τῆς μή παρεμβάσεως») στό ἀξιολογικό αὐτό σύστημα ὑπάρχει, ὡς γνωστό, μέσα στή δομή ὅλων σχεδόν τῶν αὐτοτελῶν καί συστηματικῶν ψυχολογικῶν θεωριῶν. Παρά τό γεγονός, δηλαδή, ὅτι ἡ ψυχοθεραπευτική δεοντολογία κινεῖται πρός τήν ἀξιολογικά οὐδέτερη κατεύθυνση τῆς ἐπαναφορᾶς ἁπλῶς τοῦ ψυχικά ἄρρωστου ἀνθρώπου στή δυνατότητα τῆς φυσιολογικῆς προσαρμογῆς του στό χῶρο τῆς ὑπάρξεώς του, δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει τήν προβολή ἐνώπιον τοῦ ἀσθενοῦς αὐτοῦ ἑνός προτύπου ζωῆς. Ὁ ἀναπόφευκτος καθορισμός νέων ὅρων ἤ σχέσεων ζωῆς σημαίνει μία νέα εἰκόνα ζωῆς. Ἡ νέα, ὅμως, εἰκόνα σημαίνει ἔνταξη σ’ ἕνα νέο σύστημα ζωῆς. Οἱ νέοι ὅροι καί οἱ νέες σχέσεις ζωῆς ἀπαιτοῦν νέες «ἐκτιμήσεις» ἐκ μέρους τοῦ ἀσθενοῦς καί ὁδηγοῦν, μοιραίως, σ’ ἕνα νέο ἀξιολογικό σύστημα ζωῆς.
4. Ἡ φύση τῆς ψυχοθεραπευτικῆς διαδικασίας φέρνει, ἀναπόφευκτα, ἐγγύτατα τόν ἀσθενῆ στόν ψυχικό κόσμο τοῦ ψυχοθεραπευτῆ. Εἶναι γνωστό ὅτι σήμερα βρίσκεται στή διάθεσή μας μία πλούσια ἐμπειρία, πού ἀποκαλύπτει σ’ ἕνα ἀξιόλογο βάθος, τίς ἀσυνείδητες, κυρίως, διεργασίες, πού λειτουργοῦν κατά τήν πορεία τοῦ ψυχοθεραπευτικοῦ διαλόγου μεταξύ ψυχοθεραπευτῆ καί θεραπευομένου. Γι’ αὐτό τό λόγο γνωρίζουμε σήμερα ὅτι, μοιραίως, ἡ ποιότητα τοῦ ψυχισμοῦ καί τό εἶδος τῶν ἀντιδράσεων τοῦ ψυχοθεραπευτῆ στόν ψυχικό κόσμο τοῦ ἀσθενοῦς βιώνεται, ἐκ μέρους τοῦ δευτέρου, μ’ ἕνα νευρωτικό ὑποκειμενισμό. Ὁ ἀσθενής, ἀναπόφευκτα, ὀλισθαίνει σέ μία νευρωτική ἐξάρτηση ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ψυχοθεραπευτῆ του. Κι αὐτό, ἤδη, σημαίνει ὅτι, ἐκτός τῆς «ἐπιστημονικῆς» ψυχοθεραπευτικῆς μεθοδολογίας, ὁ παράγων «ψυχοθεραπευτής» παίζει τόν προσωπικό του ρόλο στήν ὅλη θεραπευτική διαδικασία. Κι ἐπειδή, ἀκριβῶς, πρόκειται γιά ἀσυνείδητες διεργασίες, ὑπάρχει πάντοτε τό πρόβλημα σέ ποιά ἔκταση εἶναι δυνατόν νά ἐλέγχει θετικά ὁ ψυχοθεραπευτής τήν ἐπίδραση τῆς προσωπικότητάς του στόν νευρωτικό ὑποκειμενισμό τοῦ ἀσθενοῦς. Γιατί, θεωρητικά, ἡ ψυχοθεραπευτική σχέση προϋποθέτει «παρτεναίρ» μέ θετική, γιά τόν θεραπευόμενο, συμπεριφορά καί «ἔκφραση». Ἄν ὁ πρῶτος λειτουργεῖ σάν πρόσωπο, ὅπως καί ὁ δεύτερος, δηλαδή μέ προσωπικές συγκινησιακές ἀντιδράσεις, προσωπικά κόμπλεξ ἤ ψυχικά τραύματα, μέ συναισθηματικές στερήσεις ἤ ὁποιουδήποτε ἄλλου εἴδους ἀπωθήσεις, πού ὀφείλονται σέ μόνο τό γεγονός ὅτι κι αὐτός εἶναι «ἄνθρωπος», τότε τό μυθικό στοιχεῖο τῆς ψυχοθεραπείας ἐκφράζεται, ἐπίσης στή δεοντολογία μίας σχέσεως πού δέν μπορεῖ νά εἶναι «ὑπαρκτή». «Μεταφορά» καί «ἀντιμεταφορά», «προβολή» καί «ἐνδοβολή», εἶναι πάντοτε βασικές ἀσυνείδητες διεργασίες, πού διαμορφώνουν ἀνάλογα τίς διατομικές σχέσεις στή διαδικασία τῶν ὁποίων λειτουργοῦν. Δηλαδή ὁ ρόλος τους παίζεται ἐρήμην της δεοντολογίας, πού ἐπιδιώκει νά καθορίσει θεραπευτικά τό πλάτος καί τό βάθος τῶν σχέσεων αὐτῶν.
5. Ἡ παραθεώρηση τοῦ ἀξιολογικοῦ συστήματος ζωῆς τοῦ ἀσθενοῦς, ἐκ μέρους τοῦ ψυχοθεραπευτῆ, κλείνει τά μάτια τῆς ψυχοθεραπείας μπροστά στό βασικότερο ὑπαρξιακό του πρόβλημα· τό πρόβλημα τῆς ἐνοχῆς. Ἡ ψυχοθεραπεία δέν παραθεωρεῖ ἁπλῶς τό αἴσθημα ἐνοχῆς (Schuldgefuhl), ἀλλά τό ἀποστρέφεται καί πολλές φορές δείχνει ὅτι τό «μισεῖ». Ἐπειδή, ἀκριβῶς, ὁ ὅρος ἐνοχή ἠχεῖ πάντοτε σάν τό ἀρνητικό κατάλοιπο ἀξιολογικῶν βιώσεων τοῦ ἀτόμου, ἡ ψυχοθεραπεία, πού ἐπιμένει νά θέλει (πάντοτε θεωρητικά) νά μένει μακριά ἀπό συσχετίσεις μέ ἠθικές ἤ πνευματικές ἀξίες, ἀρνεῖται ἀκόμη καί τήν ψυχολογική ὑπόσταση τῆς ἐνοχῆς στόν ὑπαρξιακό χῶρο τῆς ἀτομικῆς ζωῆς. Τό αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς εἶναι γιά τήν ψυχοθεραπεία οὐτοπικό βίωμα, φαντασίωση, «ἀσήμαντο» ἐπιφαινόμενο τῆς ψυχικῆς νοσηρότητας. Μάλιστα, ἰδιαιτέρως ἡ φροϋδική ψυχανάλυση, γιά νά βοηθήσει τό νευρωτικό ἄτομο νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τίς (νευρωτικές) συνέπειες καταπιεστικῶν «ἀπαγορεύσεων», προτείνει τήν ἐξουδετέρωση τῆς (πατρικῆς) αὐθεντίας. Τό ἄτομο πού θέλει νά βιώσει τήν ψυχική του ὑγεία πρέπει νά ἀποδεσμευθεῖ (ἤ νά ἀποδεσμεύεται) ἀπό κάθε «πρέπει» πού ἐκφράζει μία ὁποιαδήποτε «πατρική» προσταγή. Κάθε «πρέπει» πρέπει νά ἀπορρίπτεται. Αὐτόν τόν ὑπαρξιακό διάλογο τῶν δύο συγκρουόμενων «πρέπει» δέν τόν ἔχει ἀκόμη ὑποπτευθεῖ ἡ ψυχανάλυση σάν προβολή τῆς δικῆς της συγκρούσεως στόν ἀνθρώπινο ψυχικό χῶρο. Κι ἐδῶ συλλαμβάνεται νά… μυθολογεῖ «ἀσυνείδητα». Γιατί μόνο ἄν μποροῦσε ποτέ νά ξεφύγει τό ἄτομο ἀπό τό στενό χῶρο τοῦ «πρέπει», θά μποροῦσε νά εἶναι ἐλεύθερο, ὅπως τό θέλει ἡ ψυχανάλυση. Ὁ συνεχής, ὅμως, ἀγώνας ἐναντίον ἑνός «πρέπει» (ὑπαρξιακοῦ), κάτω ἀπό τήν πίεση ἑνός ἄλλου «πρέπει» (ψυχαναλυτικοῦ), εἶναι ἡ ψυχολογική παγίδα στήν ὁποία ὀλισθαίνει τό ἄτομο πού προσπαθεῖ νά συμμορφώνεται μέ τούς ψυχαναλυτικούς «κανόνες». Ἔτσι, ἄθελά του ἀποδύεται σ’ ἕνα μυθικό ἀγώνα ψυχικῆς ὑγείας.
Αὐτός, ἐξάλλου, ὁ ἐγκλωβισμός τοῦ ἀτόμου μεταξύ τῶν δύο «πρέπει» ἐκφράζει, συγχρόνως, τό εἶδος, τίς διαστάσεις καί τήν ποιότητα τοῦ αἰσθήματος (ἤ βιώματος) τῆς ἐνοχῆς, πού ἀποτελεῖ πάντοτε τό ἔσχατο ὑπόβαθρο τοῦ ὑπαρξιακοῦ προβληματισμοῦ τοῦ ἀτόμου αὐτοῦ. Πράγμα πού σημαίνει τήν ἀναπόφευκτη σύνδεση τοῦ ἄτομου μέ τίς ἀξιολογικές διαστάσεις τῆς ὑπαρξιακῆς του προοπτικῆς! Ἀκόμη καί στό χῶρο τοῦ ψυχολογικοῦ -«ὑπαρξιστικοῦ» στοχασμοῦ, ἡ αἴσθηση τῆς ἐνοχῆς βιώνεται σέ συνάρτηση μέ τήν προοπτική τῆς ὑπάρξεως. Αὐτό, ἀκριβῶς, δείχνει ὅτι ἡ ψυχολογία, ἀπό τή φύση της, ἐκφράζει, εἴτε τό θέλει εἴτε ὄχι, ἀξιολογικές ποιότητες ζωῆς. Ἡ γενική ἀρχή ὅτι ἡ ψυχολογία εἶναι μία οὐδέτερη ἀξιολογικά ἐπιστήμη, εἶναι πράγματι, ὁ μεγαλύτερος «μῦθος» πού κυκλοφορεῖ στούς χώρους τοῦ θεωρητικοῦ ἀλλά καί τοῦ πρακτικοῦ προβληματισμοῦ τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, τό νευρωτικό χαρακτήρα τῆς ἴδιας της ψυχολογίας (Carusο) πρέπει νά ἀποδώσει κανείς στήν ἀπώθηση τῆς ἐνοχῆς της γιά τήν μυθική προβολή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ψεύδους!
Τά μυθικά αὐτά στοιχεῖα τῆς ψυχοθεραπείας ἀποκαλύπτουν μέ ἐνάργεια τόν «ὑποκατάστατο» (Ersatz) χαρακτήρα της. Ἀλλ’ ἐξηγοῦν, ἐπίσης, μέ σαφήνεια τήν ποιότητα τοῦ ἐγχειρήματος τοῦ ἀνθρώπου πού καταφεύγει σ’ αὐτήν. Γιατί ὁ διάλογος τοῦ ψυχικά ἄρρωστου ἀτόμου μέ τήν ψυχοθεραπεία εἶναι μία φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα στήν περιοχή τοῦ μύθου. Κι εἶναι γεγονός ὅτι ὁ μῦθος προσφέρει πάντοτε μία δυνατότητα φυγῆς. Ἤ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ μῦθος εἶναι μία ὑψηλή ποιότητα φυγῆς. Παραμένει πάντοτε ὅμως σάν ζητούμενο ἡ αὐθεντική πραγματικότητα τῆς ὑπάρξεως σάν βάση τῆς ψυχικῆς ὑγείας τοῦ ἀτόμου. Αὐτή τήν πραγματικότητα, εἶναι ἀλήθεια, μόνο ἡ γνήσια ποιότητα τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς μπορεῖ νά ἀποκαλύψει. Γιατί μόνο στήν ποιότητα αὐτῆς τῆς ζωῆς βιώνονται αὐθεντικά οἱ ἔσχατες ἀξιολογικές συναρτήσεις τῆς ὑπάρξεως, καί μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀπολαμβάνει τό ἄτομο τό ἀγαθό της ψυχικῆς ὑγείας. Αὐτό τελικά, σημαίνει ὅτι μία ἀπομυθοποίηση τῆς ψυχοθεραπείας, γιά τήν «ἐπιστημονική» ἐξασφάλιση τῆς ψυχικῆς ὑγείας, θά ἔθετε σέ πρώτη θέση τό πρόβλημα τῆς ἀπομυθοποιήσεως τῆς ὑπάρξεως. Ἀλλά σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἰσχύει ἀπαράβατα τό εὐαγγελικό ἀξίωμα -«γνώσεσθε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. 8, 32). Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι: «Ἡ ἀλήθεια διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν. 1, 17). Αὐτή δέ ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια, «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἀπομυθοποίησε τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ συνειδητοποίησε τήν αὐθεντική της εἰκόνα. Ἔτσι ἡ συνειδητοποίηση αὐτή, ὅταν βιώνεται νόμιμα, εἶναι συγχρόνως καί αὐθεντική ψυχοθεραπεία. Στήν περίπτωση αὐτή καταργεῖται τελεσίδικα καί «ἡ ψυχοθεραπεία» καί ὁ «μῦθος» της!