1.
Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Τοῦτο δὲ εἶπεν περὶ τοῦ Πνεύματος»
Ὁ Χριστὸς τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας ἔκανε τὴν ἀποκάλυψη πὼς ὁ ἴδιος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς.Ἐπειδὴ θὰ ἔφευγαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸν τόπο τους, τὰ λόγια του Χριστοῦ ἦταν γι’ αὐτοὺς ἐφόδια σωτηρίας. Ὁ Κύριος εἶπε πὼς ὅποιος διψάει, νὰ ἔλθει σ’ Αὐτὸν καὶ ποτάμια ζωντανοῦ νεροῦ θὰ ρεύσουν ἀπὸ τὴν κοιλιὰ του (Ἰωάν. 7,38). Ἡ λέξη «κοιλία» σημαίνει τὴν καρδιά. Προφανῶς τὸ ὕδωρ ἐδῶ εἶναι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος εἶναι ἀστείρευτη πηγὴ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐγκατασταθεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀναβλύζει συνέχεια τὰ χαρίσματα καὶ τὶς δωρεές Του. Τὸ εἶπε ἄλλωστε καὶ στὴ Σαμαρείτιδα· «τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 4,14), δηλ. τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνει μία ἐσωτερικὴ πηγὴ νεροῦ ποὺ θὰ ἀναβλύζει τὴν αἰώνια ζωή.
Ὁ Χριστὸς ἔγινε αἰτία νὰ λάβουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τοῦ καινούργιου ἀνθρώπου, δηλ. τῆς ἀνανεωθείσης ἀνθρωπίνης φύσεως. Μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του καθάρισε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ κατέστησε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἄξια νὰ δεχθεῖ μόνιμα τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Προηγουμένως ὁ προπάτοράς μας Ἀδὰμ μὲ τὴν παρακοή του στὸ θέλημα καὶ στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἀπώλεσε τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀμαύρωσε τὸ κατ’ εἰκόνα. Τότε ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχασε τὸ θεόσδοτο ἀγαθό τῆς χάριτος τοῦ Παρακλήτου. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ριζωθεῖ στὸν καθένα μας ἡ χάρη Ἁγίου Πνεύματος. Στοὺς προφῆτες, γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἔχουμε ἁπλῶς μία πλούσια ἔλλαμψη καὶ δαδουχία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν ἱκανότητα νὰ καταλάβουν τὰ μέλλοντα καὶ τὴ γνώση τῶν κρυπτῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του δὲν παίρνουν ἁπλῶς καὶ παροδικὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀλλὰ μόνιμα, καὶ μάλιστα γίνονται καὶ ναός Του. Εἴμαστε ναὸς «τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6,19).
Σημάδια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀναφέρουν οἱ «Ἀποστολικὲς Διαταγές», σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ ἀπέκτησαν, παραμένει συνέχεια μέχρις ὅτου παραμένουν κι αὐτοὶ ἄξιοι καὶ καθαροί. Ἐνῶ ἀντίθετα ἀπὸ ὅσους χωρίζεται, συμβαίνει τὸ ἑξῆς· οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἔρημοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιρρεπεῖς στὰ πονηρὰ πνεύματα.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εὑρίσκεται παντοῦ καὶ γεμίζει τὰ πάντα, ἀλλὰ μόνο στοὺς ἄξιους δείχνει τὴ δύναμή Του. Ποῦ ἐπιφοιτᾶ ὁ Παράκλητος; Δὲν ἐπιφοιτᾶ στοὺς ἀπίστους οὔτε στοὺς φιλόδοξους οὔτε στοὺς ρήτορες οὔτε στοὺς φιλοσόφους οὔτε σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν μεγάλα ὀνόματα οὔτε στοὺς ἀνόμους, ἀλλὰ στοὺς ταπεινοὺς καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά. Σκηνώνει σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἁπλὸ λόγο καὶ ἁπλούστερο βίο, ποὺ ἡ γνώμη τους εἶναι καθαρὴ κι ἁπλὴ κι ἀποφεύγουν τὴ δόξα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας μας ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του.
Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
Μέσα στὴν Ἐκκλησία μποροῦμε νὰ διατηρήσουμε μόνιμα τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν προσευχή, τὴν ἄσκηση καὶ μὲ τὸ ὑπερφυέστατο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Στοὺς πιστοὺς δὲ δίδεται «δόση» τῆς χάριτος, ἀλλὰ τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος κι ἀνάλογα μὲ τὴν ἐσωτερική μας κάθαρση τὸ διατηροῦμε. Ἄλλος τὸ διατηρεῖ τριάντα τοῖς ἑκατό, ἄλλος ἑξήντα κι ἄλλος ἑκατό. Ἄλλος τὸ ἔχει μόνιμα, ἄλλος πρόσκαιρα, ἄλλος ἐλάχιστα. Τὰ σημεῖα τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας εἶναι τὸ βίωμα τῆς υἱοθεσίας, δηλ. ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ θεοῦ, ἡ εἰρήνη μέσα μας, ἡ συγχωρητικότητα ποὺ δείχνουμε στοὺς ἐχθρούς μας, ὁ πόθος τῆς σωτηρίας μας, ὁ ἔλεγχος τῶν παθῶν μας, ἡ γαλήνη τῶν λογισμῶν μας, ἡ αὔξηση τῶν χαρισμάτων μας, ἡ ἀφιλαργυρία, ἡ καθαρότητα τοῦ σώματος, ἡ ὀρθὴ πίστη κ. ἄ.
Ἀδελφοί μου,
Ἰσόβιος εἶναι ὁ ἀγώνας μας γιὰ νὰ διατηρήσουμε μόνιμα τὴ χάρη τοῦ Παρακλήτου. Ἂς φροντίσουμε νὰ ἔχουμε συνέπεια στὴ ζωή μας κι ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ γιὰ νὰ βιώσουμε τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά μας.
2.
Ἡ ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Σήμερα γιορτάζουμε τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τί γνωρίζουμε γι’ αὐτό; Ἀκούσαμε ὑπέροχες προσευχές χθὲς τήν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ ἄς σκεφτοῦμε τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ ἔχει δοθεῖ στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο στὰ Ἀγγλικὰ μεταφράζεται ὡς «ὁ Παράκλητος», ἐνῶ σὲ ἄλλες γλῶσσες ὡς «ὁ Μεσολαβητής».
Πράγματι Αὐτὸ εἶναι ὁ μόνος Παρηγορητής ποὺ μᾶς παρηγορεῖ γιὰ τὸν χωρισμό μας ἀπὸ τὸν Χριστό, Αὐτὸ παρηγορεῖ ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε σὰν ὀρφανά, ποὺ ἀνυπομονοῦμε νὰ βρεθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ μας, τὸν Σωτήρα μας καὶ ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ὅσο εἴμαστε δέσμιοι τῆς σάρκας – καὶ αὐτὰ εἶναι λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου – εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ἀλλὰ γιὰ νὰ νοιώσουμε τὶ εἶναι γιά μᾶς ἡ παρηγοριά καί ὁ Παράκλητος, πρέπει πρῶτα νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ζοῦμε χώρια του καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας: τὸ ἔχουμε συνειδητοποιήσει, ἤ ζοῦμε τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ζοῦμε κατὰ Θεὸ καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ζεῖ μέσα ἀπὸ ἐμᾶς,καὶ ὅτι τίποτα περισσότερο δὲν χρειαζόμαστε; Τὶ περισσότερο χρειαζόμαστε!
Ἐπειδὴ εἶναι ὁ Παράκλητος, μᾶς δίνει δύναμη, δύναμη νὰ ζοῦμε, παρὰ τὸν χωρισμό μας, τὴν δύναμη νὰ ὑπομένομε καὶ νὰ γινόμαστε οἱ λειτουργοί τοῦ Καλοῦ, ποὺ μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἐκπληρώνονται οἱ Ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τοῦ Μόνου ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει στὴν ψυχή μας ρώμη και σθένος, θέληση, δύναμη γιὰ νὰ ἐνεργοῦμε. Αὐτό ὅμως, ἐάν στραφοῦμε καὶ τοῦ ποῦμε : Ἔλα! ἔλα καὶ κατοίκησε μέσα μας! Ἔλα καὶ λεύκανε τὴν ψυχή μας! Γίνε ὄχι μόνο ὁ Παρηγορητής μας ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμη μας.
Ἐν τέλει εἶναι Αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει, ἤδη ἀπὸ τώρα, τὴ χαρὰ νὰ γνωρίζουμε πόσο κοντὰ βρισκόμαστε, πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μοιάζει νὰ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀπόσταση ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ μὲ ἀνεκλάλητους ἀναστεναγμούς, μιλάει στὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ὕπαρξής μας· εἶναι τὸ μόνο ποὺ, ἐπειδὴ εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὰ ἀδέλφια καὶ οἱ ἀδελφές του – καὶ τοῦτα εἶναι τὰ δικά Του λόγια – μαρτυρα ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Πατέρα. Ἡ χαρὰ, τὸ θαῦμα, ἡ ἀξιοπρέπεια ποὺ φέρνει στην ζωή μας! Ἐπίσης ἡ εὐθύνη.
Ἐὰν θυμηθοῦμε τὸν κόσμο μας, ποὺ σὲ μιὰ τέτοια ἔκταση εἶναι σύμμαχος τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα εἶναι ἤδη ἡ ἀπαρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ παρουσία του ἀποτελεῖ ἕνα γεγονὸς ἀποφασιστικῆς σημασίας. Εἶναι Ἐκεῖνο ποὺ χτυπιέται, ὅπως ἡ θάλασσα πάνω στὰ βράχια, σπάει ὅ,τι Τοῦ ἀντιστέκεται, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς ποὺ κρούει τὴν θύρα τῆς ψυχῆς μας, ποὺ μὲ τὴ βία θέλει νὰ μετέχει στὴ ζωή μας, ποὺ μᾶς θυμίζει τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ὁ Πατέρας μας, τὸν Σωτήρα μας Χριστὸ καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ ὑπεροχὴ ποὺ ἔχουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δείχνοντάς μας ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς στηρίζει.
Ἄς κρατήσουμε στὴν ψυχὴ μας τὴν σημερινὴ ἑορτὴ μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ ὑπευθυνότητα, καὶ μπορεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατῆλθε μὲ τὴ μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν στοὺς Ἀποστόλους, – νὰ ἐπισκεφτεῖ καὶ ἐμᾶς – ἴσως σὰν μιὰ πυρκαγιὰ ποὺ θὰ μᾶς καταυγάσει, ὅπως τὴν Φλεγόμενη Βάτο, ἤ θὰ μᾶς ἀγγίξει σὰν τὴ γαλήνια, ἁπαλὴ φωνὴ ποὺ ἄκουσε ὁ Προφήτης στην ἐρημιὰ ὅπου βρισκόταν ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωσή Του, τὴν παράδοση Του σὲ μᾶς, τὴν ἀγάπη Του. Ἀμήν.
3.
Πηγὴ ὕδατος ζῶντος
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴ γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς θυμᾶται τὴ γενέθλια ἡμέρα της. Τότε ποὺ φανερώθηκε μέσα στὴν ἱστορία καὶ τὸν κόσμο τὸ προαιώνιο «κεκρυμμένο» μυστήριό της. Τὸ γεγονὸς καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς γιορτῆς περιγράφουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἐνῶ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε ὁ Χριστὸς μὲ ἕναν σαφῆ ὑπαινιγμὸ ἀναφέρεται στὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γνωρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος», ὅποιος πιστεύει σὲ ἐμένα, ὅπως τὸ εἶπε ἡ Γραφή, θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν καρδιὰ του ποταμοὶ ζωντανοῦ νεροῦ. Ὁ Χριστὸς γνωρίζει πόσο βασικὴ ἀλλὰ καὶ βασανιστικὴ ἀνάγκη εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ σωματικὴ καὶ πνευματικὴ δίψα. Ἀρχίζει νὰ διδάσκει: «ὅποιος διψᾶ ἂς ἔρθει σὲ ἐμένα καὶ ἂς πιεῖ». Τὸ φώναξε δυνατά, γιὰ νὰ τὸ ἀκούσουν οἱ ἄνθρωποι μέσα στὸ θόρυβο καὶ τὴν ὀχλαγωγία ἐκείνης τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ κάθε ἡμέρας καὶ τόπου καὶ ἐποχῆς. Ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος, στὸ βάθος τῆς ὕπαρξής του διψᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη, δηλαδὴ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ τὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ, γιὰ νὰ μᾶς παραπέμψει στὴ ζωογόνο δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παρομοιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ νερὸ ἀστείρευτο ποὺ ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὴν ἀναγεννημένη καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Πράγματι, ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔρχεται σὲ κάθε βαπτισμένο πιστό, προσφέρεται ἀδιάκοπα. Ἀναβλύζει διαρκῶς καὶ δὲν ἀδειάζει ποτέ. Ρέει σταθερὰ καὶ ἀνεξάντλητα, ὅπως τὸ ποτάμι. Εἶναι τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», ποὺ δίνει τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Τὸ νερὸ καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι θεμελιώδη στοιχεῖα ποὺ συναντᾶμε στὴ δημιουργία καὶ τὴν ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φυσικῆς καὶ πνευματικῆς του ζωῆς «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος». Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ μυστηριωδῶς, ζωοποιεῖ καὶ γεμίζει τὰ πάντα. Μεταγγίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπινων προσώπων. Ἡ πίστη καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας λέει ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διαχέεται διαρκῶς μέσα στὸ Σῶμα Της. Ἀνακαινίζει, ἀναπλάθει, ἀνανεώνει καὶ μεταμορφώνει τὸν πιστὸ γιατί τὸ φῶς τοῦ Πνεύματος εἶναι καθαρτικὸ καὶ ἀποκαλυπτικό.
Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ λόγος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι βαθύς, δυσνόητος καὶ δυσερμήνευτος. Ὅμως ὅσο φωτισμένες καὶ ἂν εἶναι οἱ προσεγγίσεις τους, καὶ ὅσο πλούσιες καὶ ἂν εἶναι οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τους, δὲν ἀναλύουν, δὲν ἐξηγοῦν καὶ δὲν ἑρμηνεύουν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ στὴν πληρότητά του. Αὐτὸ παραμένει στὴν οὐσία του ἀκατάληπτο. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι Θεός, καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος, μὲ ὅλες τὶς ὁμοιότητες καὶ τὶς διαφορὲς ποὺ ἔχουν μεταξύ τους. Οἱ θεολογικὲς ὁρολογίες, δὲν ἀπαντοῦν στὸ γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ὅπως εἶναι, ἀλλὰ στὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος θὰ πετύχει τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἕνωσή του μαζί Του. Ἔτσι φωτιζόμαστε στὴν ὀρθὴ πίστη, καὶ ἐνισχυόμαστε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὁ κόσμος
Ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς μας εἶναι στὴν οὐσία του ἀντιπνευματικός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὀρθολογιστὴς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἀρνεῖται πεισματικὰ νὰ παραδεχθεῖ τὴν ἀλήθεια τὸν Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἠθικὴ ἀταξία τῆς ζωῆς του φυγαδεύει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὴν πραγματικὴ χαρά, τὴ βαθιὰ εἰρήνη, τὴ μακροθυμία, καὶ τὴν πηγαία καλοσύνη. Ἀποθεώνει τὸ πρόσκαιρο, τὸ ἐπιφανειακό, τὸ φανταχτερό. Δὲν θέλει νὰ διακρίνει τὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὸ εὐτελές, τὸ ὀρθὸ ἀπὸ τὸ ἐσφαλμένο. Μὲ ἀλαζονεία ἰσχυρίζεται ὅτι ὅλα εἶναι σχετικὰ καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει νὰ ἐπιδιώκει κάποιος εἶναι τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ἰδιοτελές. Χωρὶς τὴν πνοὴ καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσο καὶ ἂν προσπαθεῖ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴ θολὴ σύγχυση καὶ τὸν παραλογισμὸ στὸν ὁποῖο ζεῖ. Μιλᾶ γιὰ τὴν ἑνότητα ἀλλὰ ζεῖ τὴ διαίρεση, τὸ διχασμὸ καὶ τὴ διάσπαση. Διακηρύττει ὅτι βρίσκεται στὴν ἐποχὴ τῆς ἐπικοινωνίας, ποὺ καταργεῖ σύνορα καὶ φραγμούς, καὶ ὅμως ἐγκλωβίζεται στὴν ἀπομόνωση, τὴ μοναξιά, τὴν πλήξη καὶ τὴν κατάθλιψη.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ ὁ ἀγώνας μας νὰ ἔχει καρποὺς γιὰ νὰ ἐπανορθώνουμε τὴ σχέση μας, τὴν κοινωνία, μὲ τὸν ἑαυτό μας, τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἀμήν.
4.
Ὁμιλία στὴν γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι θεσμός· εἶναι θαῦμα καὶ μυστήριο. Εἶναι θαῦμα, διότι πῶς ἀλλιῶς θὰ περιμέναμε νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ συγγένεια μὲ τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς ἀποκαλύφθηκε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Καὶ εἶναι ἐπίσης μυστήριο, μὲ τὴν ἀρχικὴ ἔννοια τῆς λέξης, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ἐξηγηθεῖ, οὔτε ν’ ἀποδωθεῖ μὲ λόγια, καὶ μποροῦμε νὰ τὸ νοιώσουμε μόνο μέσα ἀπὸ μιὰ μυστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Ἡ Ἀγγλικὴ λέξη «Θεὸς», προέρχεται ἀπὸ μιὰ Γερμανικὴ ρίζα ποὺ δηλώνει ἐκεῖνον ἐνώπιον τοῦ ὁποίου κάποιος γονατίζει λατρευτικὰ. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ξεκινᾶ ἡ γνώση μας για τὸν Θεό – εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς θεϊκῆς παρουσίας ποὺ μᾶς σπρώχνει νὰ πέσουμε στὰ γόνατα, ἥσυχοι, σιωπηλοί, ὄχι μὲσα σὲ μιὰ ἡσυχία δίχως νόημα ποὺ εἶναι κάποιες φορὲς ἡ δική μας κατάσταση, ἀλλὰ μὲ τὴν ἡσυχία ποὺ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ λατρευτικὴ ἐπαγρύπνιση, μιὰ ἐπαγρύπνιση αὐτῆς τῆς παρουσίας ποὺ βρίσκεται στὸν πυρήνα τῆς σιωπῆς. Κι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς μιλάει μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν σιωπὴ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀποκαλύπτει, στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας, τὰ λόγια ποὺ μᾶς μεταφέρει τὸ Εὐαγγέλιο.
Μόνο κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μποροῦμε νὰ πιστέψουμε καὶ νὰ καταλάβουμε τὶ εἶπε ὁ Χριστὸς, ἐπειδὴ οἱ λέξεις ἀπὸ μόνες τους εἶναι πάντα διφορούμενες˙ μπορεῖ νὰ εἶναι ξεκάθαρες ἤ δυσνόητες, μπορεῖ νὰ γράφτηκαν γιὰ νὰ ἐκφράσουν κάτι συγκεκριμένο. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος – νὰ μᾶς κάνει νὰ κατανοήσουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως γεννήθηκε μέσα στὴ θεία σιωπὴ καὶ ξετυλίχτηκε μπροστά μας μὲ λόγια ποὺ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε. Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι φυλακή, εἶναι μιὰ ἀνοιχτὴ πόρτα, καθὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ θύρα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Πατέρα Του καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου μας, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ νόημα τῶν Γραφῶν· εἶναι λατρεία, μιὰ λατρεία ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ βρισκόμαστε σὲ κοινωνία μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ἐπίσης, μ΄ Ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο οἱ Γραφὲς ὀνομάζουν Παράκλητο, μιά σύνθετη λέξη, καθὼς τόσες λέξεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἀρχαῖες γλῶσσες. «Παράκλητος» εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ δίνει παρηγορία. «Παράκλητος» ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ, εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνει δύναμη, σημαίνει ἐπίσης, «Ἐκεῖνον ποὺ φέρνει εὐτυχία» καὶ τοῦτες οἱ τρεῖς ἔννοιες εἶναι σημαντικὲς, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ γίνει γιὰ ἐμᾶς ὁ Παρηγορητὴς, μόνο ἄν τὸν χρειαζόμαστε.
Τὶ εἴδους παρηγορίας χρειαζόμαστε; Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς νοιώθουμε μιὰ τέλεια παρηγοριὰ στὴ ζωή, στὴν λατρεία καὶ στὴν πνευματική μας ζωή, καὶ ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι σὲ θέση νὰ πεῖ μὲ τὴν ἔνταση καὶ τὸ βάθος ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αὐτὰ τὰ λόγια, «Γιὰ μένα ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ θάνατος θὰ ἦταν γιὰ μένα κέρδος, ἐπειδὴ ὅσο ζῶ σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα, ζῶ χώρια ἀπὸ τὸν Χριστό». Μποροῦμε τίμια νὰ ποῦμε ὅτι γιὰ ἐμᾶς ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς, ὅλα ὅσα ἀντιπροσωπεύει εἶναι προσφορὰ ζωῆς, ὅλα ὅσα εἶναι ἐνάντια σ’ Ἐκεῖνον καὶ σ΄ἐμᾶς, εἶναι θάνατος; Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔχουμε πεθάνει μὲ τὸν Χριστὸ, γιὰ κάθε τι ξένο πρὸς τὸν Θεό; Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε ζωντανοὶ, ὅταν, ὅ,τι ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν Θεὸ, εἶναι ὅπως τὸ θέλουμε – προσευχή, βαθιὰ σκέψη, τὸ εἶδος τῆς κατανόησης ποὺ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει; Και ἔτσι, πρέπει νὰ θέσουμε μὲ αὐστηρότητα ἕνα πρῶτο ἐρώτημα: ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή μου ἤ ὄχι; Θὰ μοῦ ἦταν ἀρκετὸ νὰ νοιώθω ὅτι ἡ ζωὴ μου ἔχει ὁλοκληρωθεῖ, ὅτι εἶναι πλήρης ἐπειδὴ εἶναι ἕνα μὲ τὸν Χριστὸ, ἤ νοιώθω ὅτι ὑπάρχουν τόσα πολλὰ πράγματα ποὺ ἀγαπῶ, καὶ ποὺ δὲν εἶμαι ἕτοιμος ν’ ἀφήσω γιὰ νὰ εἶμαι μαζὶ Του;
Καὶ πάλι ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα μας ἀοράτως, μυστηριωδῶς. Ναί, ἀλλὰ δὲν εἶναι μαζί μας ὅπως ἦταν μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὅτι μιλᾶμε γι’ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε δεῖ, γι΄αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἀκούσει καὶ ποὺ ἔχουν τὰ χέρια μας ἀγγίξει. Γνωρίζουμε πνευματικὰ τὸν Χριστό, κι ὄχι πλέον σαρκικά, καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς ἀνεστήθη, ἀνελήφθη καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς μὲ τὸ δοξασμένο Του σῶμα. Ὁ Παῦλος ἐπειγόταν νὰ βρεθεῖ μαζί Του γεμάτος ἀπὸ σεβασμὸ, εὐλάβεια καὶ ἀγάπη. Ἤθελε νὰ εἶναι ἕνα μαζί Του, δίχως τίποτα νὰ τοὺς χωρίζει. «Ποιὸς θὰ μὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας;» – ἀπὸ αὐτὸ τὸ σῶμα ὅπου ὅλες οἱ σκέψεις, οἱ προσευχὲς καὶ οἱ καλύτερες κλίσεις μου καὶ οἱ πιὸ φλογερὲς ἐπιθυμίες γιὰ τὸ καλὸ καταρρέουν; Καὶ ἀντὶ νὰ λέμε, «Κύριε Ἰησοῦ, ἕλα γρήγορα!», δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ποῦμε, «Ἀργοπόρησε Κύριε, ἀργοπόρησε, δῶσε μου χρόνο», καθὼς προσευχόταν ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος στὸν Θεὸ ἀφοῦ μετεστράφη˙ «Κύριε, δίνε μου ἁγνότητα, ἀλλὰ ὄχι αὐτὴ τὴ στιγμή.» Δὲν συμβαίνει ἡ κατάσταση μας – νὰ ἀφορᾶ μόνο τὴν ἁγνότητα, ἀλλὰ τὸ κάθε τι στὴν ζωή: ὄχι τώρα Κύριε, θὰ ἔρθει καιρὸς ὅταν θὰ ἔχουν χαθεῖ οἱ δυνάμεις μου, ὅταν θὰ ἔρθουν τὰ γηρατειὰ καὶ θὰ κάνουν τὴ ζωὴ λιγότερο ἐλκυστικὴ ἤ ἀνούσια – τότε πάρε με. Ὄχι, δὲν εἶναι αὐτὸ. Καὶ ἔτσι, ὅταν σκεφτόμαστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν τὸν Παράκλητο μας, ὡς τὸ πρόσωπο ποὺ μᾶς παρηγορεῖ ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ νὰ μᾶς κάνει νὰ κοινωνοῦμε μὲ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, ποῦ βρισκόμαστε; Εἶναι ὁ Παρηγορητής μας, ἐνῶ δὲν χρειαζόμαστε παρηγορία;
Καὶ πάλι, στὴν διακονία μας πόσο συχνά νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε έντελῶς ἀβοήθητοι, ὅτι αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ κάνουμε εἶναι ἁπλὰ πέρα ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις; Στὸ ξεκίνημα τοῦ Eὐχαριστιακῆς τελετουργίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅταν ὁ ἱερέας ἐνδύεται, ὅταν ἔχει ἑτοιμάσει τὰ Τίμια Δῶρα, ὅταν εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐκφωνήσει τὴν πρώτη λειτουργικὴ αἴτηση, ὅταν μέσα στὴν ἀφέλεια του ἴσως σκεφτεῖ, «Τώρα θὰ κάνω θαύματα», ὁ διάκονος γυρίζει πρὸς αὐτὸν καὶ λέει, «Καὶ τώρα, Πατέρα, εἶναι ἡ ὧρα τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήσει.» Ὅ,τι μποροῦσες νὰ κάνεις, τὸ ἔκανες, προσευχήθηκες καὶ προετοίμασες τὸν ἑαυτό σου, ἀνοίξου στὸν Θεό, ἐνδύθηκες τὴν ἱερατική σου στολή, κι ἔγινες μιὰ εἰκόνα – μοναχὰ εἰκόνα. Προετοίμασες τὸ κρασὶ καὶ τὸ ψωμὶ καὶ τώρα αὐτὸ ποὺ περιμένουμε ἀπὸ ἐσένα εἶναι κάτι ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις, δὲν μπορεῖς μὲ καμία δύναμη, ἀκόμα καὶ αὐτῆς ποὺ σοῦ δίνει ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ νὰ μετατρέψεις τοῦτο τὸ ψωμὶ σὲ Σῶμα Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ κρασὶ σὲ Αἷμα Χριστοῦ, δὲν ἔχεις καμία ἐξουσία ἐπάνω στὸν Θεὸ, καὶ ἐπάνω στὸν κτιστὸ κόσμο. Μόνο ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς λειτουργὸς, ἐπειδὴ εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιερεὺς ὅλης τῆς κτίσης, καὶ καθὼς ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Του Πνεῦμα μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὸν χρόνο, νὰ τὸν ἀνοίξει τόσο ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ κυλήσει μέσα του ἡ αἰωνιότητα καὶ νὰ ἐκραγεῖ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἐσχατολογικὴ κατάσταση, ὅπου ἡ αἰωνιότητα γεμίζει τὸν χρόνο καὶ κάνει τὸ ἀδύνατο δυνατό˙ μεταβάλλει τὸ ψωμὶ σὲ σταυρωμένο καὶ ἀναστημένο Σῶμα Χριστοῦ, τὸ κρασὶ σὲ σταυρωμένο καὶ ἀναστημένο Αἷμα Χριστοῦ.
Καὶ τὸ λειτούργημα μας ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ δύναμη; ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλπιζε σ’ αὐτὴν, προσευχόταν γι’αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε, «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις Μου· ἡ γὰρ δύναμὶς Μου ἐν ἀσθενεὶᾳ τελειοῦται» . Καὶ ὁ Παῦλος χαίρεται γιὰ τὴν ἀδυναμία του, ἔτσι, λέει, ὅτι ὅλα θὰ πρέπει νὰ εἶναι δύναμις Θεοῦ ˙ ὄχι ἡ ἀδυναμία τῆς νωθρότητας μας, τῆς τεμπελιᾶς, τῆς δειλίας, τῆς λησμονεῖας μας, ὄχι, ὄχι αὐτὴ ἡ ἀδυναμία, ἀλλὰ ἡ ἀδυναμία ποὺ τὴν ἀναγνωρίζουμε, ποὺ προσφέρεται στὸν Θεό, ἡ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Ἄν μπορῶ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ εἰκόνα, εἶναι αὐτὴ τοῦ πανιοῦ ἑνὸς καραβιοῦ. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ πλοίου, τὸ πανὶ εἶναι τὸ πιὸ ἀδύναμο καὶ ὅμως ὅταν φουσκώσει ἀπὸ τὸν ἄνεμο – ἡ λέξη «ἄνεμος» στὶς ἀρχαῖες γλῶσσες εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν ἀγγλικὴ λέξη «spirit», τὴν ἑλληνικὴ «πνεῦμα» – μπορεῖ νὰ μεταφέρει τὴ βαριὰ κατασκευὴ τοῦ πλοίου στὸ λιμάνι του. Αὐτὴ εἶναι ἡ μορφὴ ἀδυναμίας ποὺ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, μιὰ τέτοια ἀδυναμία ὥστε νὰ μπορεῖ εὔκολα νὰ τὴν χρησιμοποιήσει, δίχως ἀντίσταση, καὶ τότε ἡ δύναμη μας θὰ γίνει πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Οἱ μάρτυρες ἦταν ἀδύναμοι, τόσο ἀδύναμοι ὅσο εἴμαστε κι ἐμεῖς, ἀλλὰ ἀφέθηκαν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔζησαν καὶ πέθαναν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Αὐτὴ τὴ δύναμη χρειαζόμαστε.
Κι ἔπειτα ὁ Παράκλητος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δίνει χαρά, ἡ χαρὰ νὰ εἰσέλθουμε ἀπὸ τώρα στὴν αἰωνιότητα, ἡ χαρὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ σὲ κοινωνία μὲ τὸ ἕνα σῶμα, τὴ χαρὰ νὰ προσφέρουμε τὴ ζωή μας γιὰ Ἐκεῖνον καὶ ἄν εἶναι ἀπαραίτητο – τὸν θάνατό μας, μιὰ χαρὰ ποὺ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ δώσει, ἀλλὰ καὶ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει.
Θὰ τελειώσω μ’ ἕνα παράδειγμα ποὺ δείχνει αὐτὴ τὴ χαρὰ τοῦ Πνεύματος. Συνάντησα πρὶν μερικὰ χρόνια στὴν Ρωσσία ἕναν ἠλικιωμένο ἱερέα ποὺ εἶχε περάσει τριάντα ἕξι χρόνια στὶς φυλακὲς καὶ στὰ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάθισε ἀπέναντί μου μὲ μάτια ποὺ ἔλαμπαν ἀπὸ χαρὰ κι εὐγνωμοσύνη καὶ εἶπε, «Συνειδητοποιεῖτε, μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε πόσο ἀπείρως καλὸς ὑπῆρξε ὁ Θεὸς μ’ ἐμένα; Οἱ Σοβιετικὲς ἀρχὲς δὲν ἐπέτρεπαν σὲ κανέναν ἱερέα νὰ βρίσκεται εἴτε στὶς φυλακὲς εἴτε στὰ στρατόπεδα˙ καὶ ἐπέλεξαν ἐμένα, ἕνα νέο, ἄπειρο ἱερέα καὶ μὲ στέλνει πρῶτα στὴ φυλακὴ κι ἔπειτα σὲ στρατόπεδο γιὰ νὰ φροντίσω «τὸ χαμένο του πρόβατο». Δὲν ὑπῆρχε μέσα του τίποτε ἄλλο παρὰ χαρὰ κι εὐγνωμοσύνη. Καὶ αὐτὴ ἡ χαρὰ, αὐτὴ ἡ μορφὴ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν προσωπική του ἱστορία ἦταν ἀληθεινὰ ἕνα ξεχείλισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γι΄αὐτὸ, σὲ ὅλη μας τὴ ζωή, ἄν προσευχόμαστε, ἄς ἀκοῦμε τοὺς ἄρρητους ἀναστεναγμοὺς τοῦ Πνεύματος μέσα μας, ποὺ μᾶς διδάσκει νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ τῶν Οὐρανῶν, Πατέρα μας ἄν ζοῦμε ἐν Χριστῷ, καὶ σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Εἰρηναίου τῆς Λυὼν, παιδιὰ τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἄς ἀνοιχτοῦμε καὶ ἄς ἀκοῦμε προσεχτικὰ ὅταν πρόκειται νὰ κηρύξουμε, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν εἶναι τὸ κήρυγμα ἔργο τοῦ νοῦ ἤ γνώση, ἀλλὰ νὰ μοιραζόμαστε κάτι ποὺ μᾶς ἔμαθε ὁ Θεός˙ ὅσο φτωχό, παιδικὸ, καὶ ἁπλὸ μπορεῖ νὰ φαίνεται, ἄς εἶναι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν φθάσουμε νὰ ἑορτάσουμε τὰ Ἅγια Μυστήρια, ἄς θυμηθοῦμε ὅτι βρισκόμαστε ἐκεῖ ὅπου κανένας δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ, παρὰ μόνο ὁ Μέγας Ἀρχιερεὺς ὅλης τῆς κτίσης, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἄς στραφοῦμε πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καλώντας Το νὰ μεταβάλλει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη Θεϊκὴ, στὴν ὁποία μποροῦμε νὰ μεσιτεύσουμε μόνο διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπακοῆς στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
5.
Ποιὲς μεταβολὲς ἔγιναν κατὰ τὴν Πεντηκοστή;
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
Εἰς τήν Πεντηκοστήν, κατά τήν ὁποίαν ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τούς Ἀποστόλους
Α´. Μεταβολήν τοῦ νοῦ.
Β´. Μεταβολήν τῆς καρδίας.
Γ´. Μεταβολήν τῆς γλώσσης.
Α΄
Συλλογίσου ἀγαπητέ, πῶς τό Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἰς τό ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσάν ἕνας σφοδρότατος ἄνεμος καί βροντή, ἐγέμισεν ὅλον τόν οἶκον, εἰς τόν ὁποῖον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἐπροσηύχοντο· «καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· καί τόν ἔκαμεν ὡσάν μίαν κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά νά βαπτίσῃ τούς Ἀποστόλους μέ τήν θείαν χάριν του, περί τοῦ ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτούς ὁ Κύριος· «ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας (Πράξ. α´ 5). Ἐπλήρωσε δέ τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτόν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καί πληροῦσα τήν τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἥν καί αὐτήν ἀναλαμβανόμενος πρός αὐτούς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…ἀλλά καί τήν κλῆσιν ἥν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε· διά γάρ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υἱοί βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τήν Πεντηκ.) Τότε δή τότε αὐτό τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τούς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολάς (καί αὐταί αἱ μεταβολαί εἶναι κυρίως ὁ καρπός καί τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).
Ἡ α´ μεταβολή ἦτο τοῦ νοός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτούς ἐκείνας τάς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περί τῶν πράγματων τοῦ κόσμου τούτου καί τούς ἔκαμε νά γνωρίσουν καθαρά τό ταπεινόν καί μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν, καί ἐξεναντίας νά γνωρίσουν τό μεγαλεῖον καί αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν ἀναμεταξύ τους ποῖος ἀπό αὐτούς νά ἦτο ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος· «ἐγένετο δέ καί φιλονικία ἐν αὐτοῖς τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐμετροῦσαν διά μεγάλην εὐτυχίαν, τό νά εἶναι μικρότεροι ἀπό ὅλους· τό νά καταφρονοῦνται ἀπό ὅλους διά τόν Χριστόν καί τό νά λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων· «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν, ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).
Τώρα ἀδελφέ στοχάσου ἀνίσως ἔγινε καί εἰς ἐσέ αὐτή ἡ μεταβολή τοῦ νοός διά μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ἀνάγνωσες καί ἕως εἰς ποῖον βαθμόν ἔφθασες, διότι ἀνίσως καί ἕως τώρα ἐνόμισες ἕνα μεγάλον καλόν, τό νά σέ τιμοῦν καί νά σέ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νά ζῇς εἰς τήν καρδίαν πάντων, ἤγουν τό νά σέ ἀγαποῦν ὅλοι, τό νά γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καί νά ἐξοδεύης εἰς αὐταῖς τόν καιρόν ὅπου σοῦ ἐδόθη διά νά κερδίσης τά αἰώνια ἀγαθά καί τό νά ζῇς μέ τέλη καί ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει διά τοῦτο νά λυπῆσαι καί νά μετανοῇς διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστός καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὄχι διά νά σοῦ δώσῃ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλά διά νά σοῦ δώσῃ τό Πνεῦμα τό ἰδικόν του καί ἐσύ μέ τήν κακήν ζωήν ὅπου ἔζησες δέν ἔγινες δεκτικός τοῦ θείου του Πνεύματος· «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. β´ 12). Πρέπει ὅμως ἀπό τώρα καί ὕστερα νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά κάμνης ὅλα τά ἐναντία, ἤγουν νά ὁδηγῆσαι μέ τάς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μή λογιάζῃς ἄλλην τιμήν, παρά ἐκείνην ὅπου σέ μεγαλύνει ἐμπρός εἰς τόν Θεόν καί νά μή ψηφᾷς ἄλλο καλόν, παρά ἐκεῖνο ὅπου σοῦ προξενεῖ τήν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου. Εἶναι καλόν σημάδι πῶς ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε νά φωτίζῃ τόν νοῦν σου καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό ἐκεῖνον ὅπου ἤσουν εἰς ἄνδρα ἄλλον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ· «καί ἐφαλεῖται ἐπί σέ Πνεῦμα Κυρίου, καί στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) καί πρέπει διά τοῦτο νά χαίρῃς καί νά εὐχαριστῇς τόν Κύριον ὅπου σέ ἐφώτισε μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα, διά νά μή περιπατῇς πλέον ὡσάν νήπιος, ἀλλά ὡσάν ἄνδρας τέλειος· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· καί διά νά μή ἀκολουθῇς πλέον τό φρόνημα τῆς σαρκός ὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωή· «τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος· τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η´. 6).
Αἰσχύνθητι λοιπόν διά τήν περασμένην ζωήν ὅπου ἔζησες ὄχι ὡσάν οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡσάν ξένος καί ἀλλότριος, μέ τό νά μή εἶχες τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον· «εἴτις Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔχει οὗτος, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η´ 9). Καί παρακάλεσαι ταπεινῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μεταβάλη τελείως τόν νοῦν σου εἰς τό θεῖον του θέλημα, φωτίζωντάς τον μέ τήν χάριν του. Ὄχι κατά τήν ἐπιφάνειαν ἀλλά κατά βάθος διά νά μή ὑστερηθῇς καί ἐσύ τόν φωτισμόν καί τήν χάριν του καί νά λέγῃς μέ τόν Δαβίδ· «καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί αὐτό οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ψαλμ. λζ´ 10)· ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνης ἐπάνω εἰς τόν ἁμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καί λαμπρότερον φωτισμόν καί νά λέγῃς· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε´ 10). Πῶς δέ νά συγκρατῇς τόν φωτισμόν τοῦτον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν σου καί πῶς νά μή τόν ἀφήσῃς νά σβύσῃ; Ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· καθώς τό φῶς τοῦ λύχνου μέ τό λάδι ἀνάπτει καί συγκρατεῖται, καί ὅταν σωθῇ τό λάδι τότε σβύνει καί αὐτό, ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μᾶς φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλά ἔργα, καί ἐλεημοσύνην εἰς τήν ψυχήν μας. Ὅταν δέ τά καλά ἔργα λείψουν καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπό ἡμᾶς καί τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «καθάπερ γάρ τό λυχνιαῖον φῶς ἐλαίῳ κατέχεται καί ἀναλωθέντος τούτου, κᾀκεῖνο σβέννυται, οὕτω δή καί ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλαίῳ κατεχομένη ἡ φλόξ· ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι καί ἀναχωρεῖ» (Τόμ. Θ´ λόγος 55). Καθώς καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπό λόγου του μέ τό νά μή εἶχε γνώμην ὀρθήν καί ἔργα θεάρεστα· «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπό Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14)· διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος παραγγέλει γράφων· «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).
Λέγει γάρ ὁ μέγας Βασίλειος καί καθώς ἄλλη μέν θερμότης εὑρίσκεται εἰς τά σώματα καθ᾿ ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δέ κατά διάθεσιν ὀλιγοχρόνιος, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰς ἄλλους μέν παραμένει καθ᾿ ἕξιν διά τήν στρεότητα τῆς καλῆς των γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Ἐλδάδ καί Μωδάδ, περί τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοί, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε· εἰς ἄλλους δέ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καί γρήγορα ἀναχωρεῖ διά τό ἀστερέωτον τῆς γνώμης των, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Σαούλ καί εἰς τούς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φοράν μόνον ἐπροφήτευσαν, καί ὕστερον ἔχασαν τῆς προφητείας τό χάρισμα. Ὡς ἐν σώμασιν ὑγίεια, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καί ἐν ψυχῇ πολλάκις ὑπάρχει τό πνεῦμα, τοῖς διά τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἥν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἷος ὁ Σαούλ καί οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πλήν τοῦ Ἐλδάδ καί Μωδάδ· «τούτοις γάρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τό Πνεῦμα· καί ὅλως εἴ τις τούτοις τήν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).
Β΄
Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β´. μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό Πανάγιον Πνεῦμα εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου διά νά φυλάξουν τήν ζωήν τους, ὁ ἕνας ἄφησε τόν διδάσκαλόν του εἰς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός· «καί εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ… ὁ δέ καταλιπών τήν συνδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Οὗτος ἦτο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅστις ἐφόρει ἕνα μόνον ἱμάτιον εἰς ὅλην του τήν ζωήν, ὡς λέγει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν· «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου ἔστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβον τους μέσα εἰς τό ὑπερῶον καί δέν ἐτόλμων νά εὔγουν ἔξω σχεδόν εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπου ἐπέρασαν μετά τήν Ἀνάστασιν ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ κατέβη εἰς αὐτούς τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας των εἰς ἀνδρείαν καί γενναιότητα. Ὅθεν εὐγῆκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί ἐκήρυττον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἰς ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ μέ μέτωπον ἀνοικτόν, μέ στῆθος ἀνδρειωμένον καί μέ τόλμην καί παρρησίαν χωρίς νά δειλιάσουν οὔτε ἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόν ἴδιον θάνατον· ἀλλ᾿ ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ἐλάμβανον· «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πραξ. ε´. 41). Τότε ἤθελες ἰδεῖ ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζωον Πέτρον, ὅπου πρότερον δέν ἠδυνήθη νά ἀκούσῃ χωρίς φόβον οὔτε ἕνα ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πῶς ἐστάθη μέ τόσην ἀφοβίαν καί τόλμην καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἰς ἕνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νά στοχάζεται πῶς εἶναι ὁλότελα ἄνθρωποι ἀλλά πῶς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι, καί μέ τήν δημηγορίαν του εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδας λαοῦ· «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καί ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πράξ. β´. 14). Τότε ἤθελες ἰδῇ ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νά κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νά ἐξίστανται καί νά ἀποροῦν· «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καί ἰδιῶται ἐθαύμαζον». (Πράξ. δ´ 13). Καί τοῦτο διατί; διότι ἔδωκεν εἰς τήν καρδίαν αὐτῶν χῦμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σολομῶντος· «καί ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σολομών καί χῦμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· καί διότι ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26). Ὤ χάρις! ὤ ἐνέργεια! ὤ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μίαν φοράν ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγῳούς κάμνει λέοντας, τούς ἀδυνάτους δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρῴην ἀνδριάντας μεταβάλλει εἰς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεός ὑπεσχέθη νά δώσῃ διά τοῦ Προφήτου Μιχαίου λέγων· «οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).
Τώρα καί ἐσύ ἀδελφέ ὅπου ἀναγινώκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἰς τήν καρδίαν σου διά νά μή φοβῆσαι σάρκα, κόσμον καί κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πῶς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεῖ τό Πνεῦμα καί διελεύσεται, καί ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ μου» (Ἀββακ. α´ 11). Στοχάσου, καί ἐάν ἐσύ προτήτερα ἐγύρευες μέ ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ἐλόγιαζες ὅτι ἦτο μακαριώτερος ὅποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα, ἤξευρε ὅτι ἕως τώρα ἦτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου διά τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἰς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δέν ἔγινες ἄξιος νά λάβῃς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αἰσθητικήν τοῦ συμφέροντός σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός· «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν· καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμά μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ἰεζεκ. λς´. 26).
Ἐάν δέ τώρα γυρεύῃς ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νά ὑπερηφανεύεσαι διά τά πλούτη, ἐσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἰς τήν πτωχείαν· ἀντί νά θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, ἐσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί ἐγκράτειαν, ἤξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἄρχισε νά μεταβάλῃ τήν καρδίαν σου εἰς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ. «Καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9) Ὅθεν εὐφράνθητι καί εὐχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σοῦ ἐκαθάρισε τόν νοῦν, ἀλλά καί σοῦ ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό σαρκικόν εἰς πνευματικόν· ἀπό νήπιον μωρόν, εἰς ἄνδρα σοφόν· καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν, εἰς ἀληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει νά ἐνεργῇ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς θεολογεῖ περί αὐτοῦ ὁ Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν· ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται· τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμώς ἐνθυμήθητι· ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃ πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ᾿ ἡλικίαν· μαρτυρεῖ Δανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας· ἐάν ἁλιέας εὕρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας· ἐάν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ· φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης, καί σήμερον εὐαγγελιστής· ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι, καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εἰς τήν Πεντηκοστήν).
Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ἤσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμόυς, πορευόμενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἰς αὐτήν, διά νά κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησες ὡσάν ἕνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος· «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α´. Κορ. β´ 14). Κάμε ἀπόφασιν εἰς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νά μή λυπήσης πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος· «καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. δ´. 30)· μηδέ νά ἐναντιωθῇς ὡς σκληροκάρδιος εἰς τό Ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνους Ἑβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος· «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καί τοῖς ὠσίν· ὑμεῖς ᾀεί τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε» (Πράξ. ζ´. 51)· ἀλλά νά δώσῃς ὅλην τήν καρδίαν σου εἰς αὐτό μέ ὅλας της τάς ἐπιθυμίας διά νά ἐνοικήσῃ καθώς αὐτό τό ἴδιον πνεῦμα σέ προστάζει λέγον· «υἱέ δός μοι τήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26)· θέλεις δέ δώσει τήν καρδίαν σου εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἰς αὐτήν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μίαν ἀδιάλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διά τήν ὁμοουσιότητα καί ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται· «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις, κράζον ἀββᾶ ὁ Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)· ἵνα διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς καί πνευματικῆς προσευχῆς , ἐν μέν τῷ Πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῳ θεωρῇς τόν Πατέρα, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· καί ἵνα καταξιωθῇς διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς ἐργασίας, νά εὕρῃς καί νά ἰδῇς νοερῶς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τήν ἔχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἰς τά πάθη καί ἁμαρτίας.
Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα· ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωτικόν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων ἡ ζωή τῶν ζώντων· ἡ κίνησις τῶν κινουμένων· καί ἡ τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων, ἠθέλησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του νά εἰδοποιήσῃ εἰς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτός του, παρακάλεσαί τον νά μή σέ ἀφήσῃ ἀτελῆ ἀλλά νά φέρῃ εἰς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό ἔργον ὅπου ἄρχισεν εἰς ἐσέ, χαρίζωντάς σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστᾷ καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί διά τοῦ χαρίσματος τούτου νά σέ ἀξιώσῃ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη, νά γίνῃς ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ, καί Θεός κατά χάριν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου εἶσαι τώρα γῆ καί σποδός· καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθόν εἰς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέ ἀθανασίαν· ἤγειρε κείμενον· τό δέ κινηθέν κίνησιν ἀΐδιον ὑπό Πνεύματος Ἁγίον, ζῶον ἅγιου ἐγένετο· ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷ προφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό τοῦ, γῆ καί σποδός»· (ὁμιλ. Περί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἧς ἡ ἀρχή, ἐνθυμηθῶμεν πᾶσα ψυχή).
Γ΄
Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν γ´. μεταβολήν ὅπου ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων· διότι ἐκεῖνοι ὅπου προτήτερα δέν ἐλαλοῦσαν ἄλλο παρά γήϊνα καί χαμερπῆ διά δόξας καί τιμάς προσωρινάς καί ματαίας· «δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι´. 37)· ἐκεῖνοι ὅπου ἐλάλουν περί τοῦ Χριστοῦ ταπεινά καί εὐτελῆ· «ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ» (Λουκ. θ´. 33). Ἐκεῖνοι ὅπου πρότερον ἔφθασαν ἕως καί νά συμφωνήσουν μέ τόν Ἰούδαν καί νά κατηγορήσουν τήν εὐλογημένην ἐκείνην Μαρίαν καί νά θυμωθοῦν καταπάνω της, διότι ἄλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ μέ τόσον πολυέξοδον μῦρον, λέγοντες μέ ἀγανάκτησιν· «εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γάρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθῆναι πτωχοῖς καί ἐνεβριμῶντο αὐτῇ» (Μάρκ. ιδ´. 4) Αὐτοί λέγω οἱ ἴδιοι, ὕστερα ἀπό τόν ἐρχομόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἐλαλοῦσαν πλέον δι᾿ ἄλλο, παρά διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διά ὑψηλά καί μεγάλα πράγματα διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, διά τήν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τό ἀκατανόητον μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· διότι εἶναι Θεός ἀληθινός ὁ Χριστός· μέ ρητορικήν ἀνήκουστον, μέ ἐλευθεροστομίαν ἀσύγκριτον καί μέ γλῶσσας διαφόρους· «ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. (Πράξ. β´ 11).
Τώρα στοχάσου ἐσύ ἀγαπητέ τά λόγια ὅπου ὡμιλοῦσες προτήτερα ἀπό τά παρόντα γυμνάσματα, καί τά λόγια ὅπου πρέπει τώρα νά λαλῇς, διά νά λάβῃς καί ἐσύ τήν μεταβολήν αὐτήν τῆς γλώσσης ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τήν γλῶσσαν σοῦ τήν ἔδωκεν ὁ Θεός ἀδελφέ ὄργανον διά νά λαλῇς ὅλα τά καλά ὄχι τά κακά. Ὅθεν πρέπει νά τήν μεταχειρίζεσαι καί ἐσύ κατά τόν σκοπόν ὅπου ὁ Θεός σοῦ τήν ἔδωκεν· ἤγουν εἰς τό νά δοξολογῇς καί νά αἰνῇς μέ αὐτήν πάντοτε τόν Θεόν, καί νά μελετᾷς τά θεῖά του λόγια καθώς γέγραπται· «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11). Καί πάλιν «καί ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, ὅλην τήν ἡμέραν τόν ἔπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· καί ὄχι εἰς τό νά λαλῇς λόγια ἀνευλαβῆ κατά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό νά ὀνομάζῃς τό θεῖον του ὄνομα εἰς πράγματα μάταια· «οὐ λήψῃ γάρ φησι τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξοδ. κ´. 7) εἰς τό νά κατηγορῇς καί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτόν σου καί ὄχι εἰς τό νά τόν ἐπαινῇς μόνος σου «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καί μή τό σόν στόμα· ἀλλότριος, καί μή τά σά χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2). Εἰς τό νά συμβουλεύῃς τόν ἀδελφόν σου ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶναι συμφέροντα εἰς τήν σωτηρίαν του καί νά στερεώνῃς εἰς τό καλόν καί τήν ἀρετήν, καί ὄχι εἰς τό νά ἀκονᾷς ὡς μάχαιραν τήν γλῶσσάν σου κατ᾿ αὐτοῦ περιπαίζωντάς τον, κατηγορῶντάς τον καί ὑβρίζωντάς τον καταφρονητικῶς μέ θυμόν· «ἠκόνησαν ὡς ραμφαίαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ἤ καί δίδωντάς του κακάς συμβουλάς μέ λόγια ἁπαλά μέν καί φιλικά, ἐπίβουλα δέ καί ἐχθρικά, διά νά τόν κακοποιήσῃς καί νά τόν βλάψῃς· «ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24). Καί διά νά εἰπῶ μέ ἕνα λόγον, εἰς τήν γλῶσσάν σου πρέπει νά ἔχῃς τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τῆς παλαιᾶς καί νέας Γραφῆς· τά περί τῆς θείας προνοίας· τά περί τῆς κρίσεως· καί τά περί τῆς ἀγαθότητός του· καί ὅλαι αἱ συνομιλίαι σου νά ᾖναι περί πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων καί περί ὠφελείας ψυχικῆς. Ἐάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι τήν γλῶσσάν σου, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριος ἔπλασε νοερῶς τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καθώς ἔπλασε ποτέ καί τοῦ κωφοῦ καί μογιλάλου· «καί πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ… καί ἐλύθη ὁ δεσμός τῆς γλώσσης αὐτοῦ». (Μάρκ. ζ´ 33). Καί εἶναι καλόν σημάδι, ὅτι ἄρχισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά μεταβάλῃ καί τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καί νά λαλῇ αὐτό δι᾿ αὐτῆς, ὡς ποτέ ἐλάλει καί διά τῶν Ἀποστόλων καί διά τοῦ Δαβίδ «Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί καί ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).
Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, πῶς ἕως τώρα ἐλάλεις ὡσάν ἕνας σαρκικός καί νήπιος καί ὄχι ὡσάν πνευματικός καί τέλειος ἄνδρας· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) καί ἡ γλῶσσά σου ἐμελέτα τήν ἀδικίαν, καθώς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀδικίαν μελετᾷ» (νθ´. 3).
Ἀποφάσισαι εἰς τό ἑξῆς νά μή ἀφήνῃς νά εὔγουν ἀπό τό στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη καί μάταια, ἀλλά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκουόντων, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος· «πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴτις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσιν» (Ἐφέσ. δ´ 29)· διότι ὁ λόγος εἶναι σκιά τοῦ ἔργου, καθώς εἶπεν ἕνας σοφός (Οὗτος ἐστίν ὁ Δημόκριτος εἰπών· «λόγος ἔργου σκιή»)· καί οἱ λόγοι οἱ κακοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά κακά, καθώς καί ἐκ τοῦ ἐναντίου οἱ λόγοι οἱ καλοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά καλά. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ Σολομῶν, ὅτι εἰς τό χέρι τῆς γλώσσης στέκεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· «θάνατος καί ζωή ἐν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Καί καθώς ὅποιος βαστᾷ μυρωδικά καί τόν ἑαυτόν του εὐωδιάζει καί τούς ἄλλους ὁμοίως καί ὅποιος βαστᾷ βρωμερά καί τόν ἑαυτόν βρωμίζει καί τούς ἄλλους· τοιουτοτρόπως καί ὅποιος λαλεῖ τά καλά λόγια, ἤ τά κακά καί τόν ἑαυτόν του ὠφελεῖ, ἤ βλάπτει καί τούς ἀκούοντάς του.
Καί τέλος πάντων, παρακάλεσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά δυναμώσῃ τοῦτο ὅπου ἄρχισε νά ἐνεργῇ εἰς ἐσέ· «δυνάμωσον ὁ Θεός τοῦτο, ὅ κατειργάσω ἐν ἡμῖν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· καί νά δείξῃς μίαν τελείαν μεταβολήν εἰς τήν γλῶσσάν σου διά τῆς χάριτός του, ὥστε νά μή σέ ἀφήσῃ νά σφάλῃς πλέον μέ αὐτήν εἰς κανένα λόγον ἄπρεπον· «εἴτις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ (Ἰακωβ. γ´. 2)· ἀλλά νά μεταχειρισθῇ τήν γλῶσσάν σου ὡσάν ἕνα κονδύλι, διά νά τήν κινῇ μέ τήν δεξιάν του εἰς τό νά λαλῇς ἐκεῖνα μόνον ὅπου αὐτό θέλει καί βούλεται· ὥστε ὅπου, σύ μέν νά λέγῃς· «ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· ἐκεῖνοι δέ ὅπου σέ βλέπουν καί σοῦ ἀκούουν, νά λέγουν· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου». (Ψαλμ. ος´ 10).