Τ εν’ βο στ Γολγοθ πο κόσμος τρέχει πάνω;
-Πηγαίνουν ν
σταυρώσουν δυ μαζί μ κάποιον πλνο.


-Ποιο
νν ο δυ, πο κδικητής χάρος τος προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες,
ρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.


-Κα
ποις πλνος πο κ ατς θ σταυρωθ μαζ τους;
-Το
ς Φαρισαίους ρώτησε, εναι δουλει δικ τους!
πάω ν δ


Ε
πα ν δ κ ρθαν στ νο μου πάλι.
Τ
χρόνια πο μουνα τυφλός. Τυφλός! σες ο λλοι
δ
ν ξέρετε πόσο ψυχή μέσα στ στήθη εν’ δεια,
ταν μ μάτια ρθάνοιχτα βαδίζει στ σκοτάδια!


Π
ς τ θυμομαι τ στιγμή πο στάθη ατός μπροστ μου
κα
μ’ εσπλαχνίσθη, κ σκυψε, πρε πηλ απ χάμου
κ
λείφοντας τ μάτια μου μ τν πηλό κείνο,
μο
επε ν πάω στο Σιλωάμ τ στέρνα να τα πλύνω!


ταν τν πρωτοακτίκρυσα τν Φωτοδότη μπρς μου,
στ
ν ψη του εδα λες μαζ τς μορφις το κόσμου.
Μοσχοβολο
σε κ λαμπε τ κάθε κίνημά του…
Φ
ς κα τ χελη, κ φωνή, τ μάτια κ ματιά του.


Στ
χείλη του παρηγοριά, στ μάτια του λπίδα…
στρεψα τότε λόγυρα τ δυ μου μάτια κ εδα
κάθε πο
ζε κα πο δν ζε, κ εδα παντο γραμμένη
τ
ν ψη του, λς κ τανε καθρέπτης του οκουμένη.


Φ
ς ζωή, χαρ τ φς! ς πάω ν δ τν πλνο
πο
θ καρφώσουν στ Σταυρό. Κατ τ λόφο πάνω
κόσμος, περιγελάσματα κ
χλοβοή κ ντάρα
χίλιες φωνές σ
ν μι φωνή κ λες σν μι κατάρα.


Πο
πάει; Σπρώχνει κα σπρώχνεται κα πνίγεται κα πνίγει,
κα
σταματ προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρε
ς μαυροφόρες μο κρατον μι λιγοθυμισμένη.


Θ
νναι μάνα δστυχη! Ξάφνω, μ μις σωπαίνει
τ
πλθος πο νταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν, κρότοι
πνιγμένοι μ
ς στ βογγητά! ψώνονται ο δυ πρτοι
σταυροί· κανε
ς δν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ! Ξανακαρφώνουν
μ
βόγγος δν κούγεται. 

 

Ν, κα τν τρίτον ψώνουν
Π
ς; Σ πο μοδωσες τ φς, σένα πλνο λένε;
Κ
ταν γραφτό τ μάτια μου ν βλέπουν γι ν κλανε;
Τ
ν τ κνω κα τς γς κα τ’ ορανο τ κάλλη;
Πάρε τ
φς πο μο ‘δωσες κα τύφλωσέ με πάλι!’