Οι μαρτυρίες επιζώντων Μικρασιατών αλλά και ξένων για τα δραματικά γεγονότα διαψεύδουν την προσπάθεια παραχάραξης του «σουλτάνου»
Από τον Νίκο Ελευθερόγλου
H Σμύρνη, μάνα, καίγεται, καίγεται και το βιος μας / ο πόνος μας δε λέγεται, δε γράφεται ο καημός μας.(Πυθαγόρας)
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου, η γυναίκα-σύμβολο του Μικρασιατικού Ελληνισμού, δεν ζει πλέον (όπως και σχεδόν όλοι οι Μικρασιάτες εκείνης της εποχής) για να απαντήσει σε όσα προκλητικά υιοθέτησε ο Ταγίπ Ερντογάν και αφορούν τις σφαγές και το κάψιμο της Σμύρνης. Ο Τούρκος «σουλτάνος», όπως κάθε εγκληματίας, 96 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 επιχείρησε, μιλώντας από τον τόπο όπου μαρτύρησαν χιλιάδες Ελληνες και Αρμένιοι, τη Σμύρνη, να σβήσει τα ίχνη της Γενοκτονίας που θα βαραίνει τους προγόνους και τον ίδιο, ισχυριζόμενος ότι την πόλη έκαψαν οι Ελληνες!
Πλαστογράφηση της Ιστορίας, βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται από τους Τούρκους, οι οποίοι, όταν συνειδητοποίησαν την απήχηση που είχε η βαρβαρότητά τους στη Σμύρνη και σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία, επιστράτευσαν τους ιστορικούς τους με στόχο να παραποιήσουν (χωρίς επιτυχία) τα γεγονότα.
Ενενήντα έξι χρόνια μετά τη μαύρη νύχτα της 14ης Σεπτεμβρίου, ξημέρωνε του Σταυρού (με το Νέο Ημερολόγιο), όταν οι Τούρκοι με εντολή «άνωθεν» έβαλαν φωτιά πιστεύοντας ότι έτσι θα εξαφανίσουν τα σημάδια 3.000 χρόνων ελληνικού πολιτισμού στα παράλια, οι απόγονοι του Κεμάλ και του Νουρεντίν Πασά συνεχίζουν να προκαλούν αντί να ζητούν μια συγγνώμη για όσα διέπραξαν στον άμαχο πληθυσμό.
Η μεγάλη πυρκαγιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία από την ανατίναξη της αρμενικής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης, με την οποία ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία.
Η φωτιά διήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 (31 Αυγούστου – 4 Σεπτεμβρίου με το Παλαιό Ημερολόγιο). Τα θύματα εκείνης της σφαγής, Ελληνες και Αρμένιοι, υπολογίστηκαν σε 150.000.
Οι εμπρησμοί κατέστρεψαν τα τρία πέμπτα της έκτασης της Σμύρνης, αφήνοντας άθικτη την τουρκική συνοικία. Από τις φωτιές δεν γλίτωσαν ούτε τα πολυτελή κτίρια της πόλης, όπως το Sporting Club, τα κομψά ξενοδοχεία τού Και, τα εστιατόρια και οι επαύλεις. Από τις 46 ορθόδοξες εκκλησίες σώθηκαν μόνο οι τρεις.
Απόγνωση
«…Φωτιά! Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη! Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονται στον ουρανό. Είναι η Αρμενογειτονιά… Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Σφαγή! Σφαγή! Παναγιά μου, βοήθα! Σώστε μας! Τούρκοι-Τσέτες μάς σφάζουνε! Ελεος! Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουν στη θάλασσα για να σωθούν και πνίγονται. Οι Τσέτες σφάζουνε, πλιατσικολογούνε… Σταυρώνουν παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουν μισοπεθαμένα κορίτσια στις άγιες τράπεζες και τα ατιμάζουν… Το τούρκικο μαχαίρι θερίζει…»
Αυτά γράφει στα «Ματωμένα χώματα» η Διδώ Σωτηρίου, ενώ για σκοτωμούς και φρικαλεότητες γράφει στο βιβλίο του «Μικρασία, χαίρε» και ο Ηλίας Βενέζης που στρατολογήθηκε στα αμελέ ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας, και έζησε από κοντά τα γεγονότα…
Το βιβλίο του Βρετανού συγγραφέα Τζάιλς Μίλτον «Ο χαμένος παράδεισος – Σμύρνη 1922» βασίστηκε σε γράμματα και ημερολόγια Λεβαντίνων της Σμύρνης. Οι μαρτυρίες Αμερικανών, Βρετανών και Γάλλων, που αναφέρουν πως είδαν Τούρκους στρατιώτες με βαρέλια γεμάτα πετρέλαιο να ραντίζουν τα κτίρια στην αρμενική συνοικία και να βάζουν φωτιά, δίνουν την πιο κατηγορηματική απάντηση στο ιστορικό ερώτημα.
Ο Μίλτον ξεκαθαρίζει ποιος έκαψε τη Σμύρνη, προβάλλοντας αδιάψευστα στοιχεία για τη μεταφορά χιλιάδων βαρελιών πετρελαίου από τους Τούρκους στρατιώτες σε όλες τις περιοχές της πόλης, εκτός από την τουρκική συνοικία. Οι Τούρκοι περιέλουσαν όλα τα σπίτια με πετρέλαιο και άναψαν φωτιές, με την πλήρη έγκριση του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να δώσει την τελική λύση στο «πρόβλημα των μειονοτήτων» προκειμένου να εξασφαλίσει τη μελλοντική σταθερότητα της νεόκοπης Τουρκικής Δημοκρατίας. «Καταπέλτης» ήταν στις καταθέσεις που έδωσαν σε βρετανικό δικαστήριο σε δίκη που άρχισε η ασφαλιστική εταιρία Guardian μερικοί επιζώντες μάρτυρες που ανήκαν στο πυροσβεστικό σώμα της Σμύρνης. Ενας από αυτούς ήταν ο αρχιπυροσβέστης Τσορμπάτζης, ο οποίος έφτασε από τους πρώτους στον τόπο απ’ όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά. Καταφθάνοντας στην οδό Τchoukour, ανέβηκε σε μια σκεπή προκειμένου να εκτιμήσει το μέγεθος της φωτιάς. «Μετά κατέβηκα σ’ ένα από τα δωμάτια όπου συνάντησα έναν πάνοπλο Τούρκο στρατιώτη. Εβαζε φωτιά στο εσωτερικό ενός συρταριού. Με κοίταξε άγρια, αλλά έφυγε. Στα ρουθούνια μου ήρθε η έντονη μυρωδιά του πετρελαίου».
Η Μαρτζορί Χαουζπιάν περιγράφει την έναρξη της φωτιάς στο βιβλίο της «Η Σμύρνη στις φλόγες», αναφέροντας: «Στη 1 π.μ. της Τετάρτης η Μάμπελ Κάλφα, Ελληνίδα νοσοκόμα του Κολλεγιακού Ινστιτούτου, είδε στη γειτονιά της τρεις φωτιές. Στις 4 π.μ. πυροσβέστες σβήσανε τις φωτιές που είχαν ανάψει σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι δίπλα στον τοίχο του κολλεγίου και σε μια βεράντα κοντά στην αυλή. Το μεσημέρι της Τετάρτης ένας ναύτης φώναξε τη Μάμπελ Κάλφα στο παράθυρο της τραπεζαρίας. “‟Κοιτάξτε εκεί, οι Τούρκοι βάζουν παντού φωτιές”. Οι γυναίκες από μέσα είδαν τρεις Τούρκους αξιωματικούς που ξεχώριζαν απέναντι από τη Σχολή. Μερικές στιγμές μετά την αναχώρηση των Τούρκων φλόγες ξεπήδησαν από τη στέγη και από τα παράθυρα του απέναντι κτιρίου. Σαν όλα τα άλλα κτίρια, καιγόταν και αυτό από μέσα. Λέει η μις Μιλλς, επίσης νοσοκόμα: ‟Εβλεπα καθαρά τους Τούρκους να κουβαλούν τενεκέδες με πετρέλαιο μέσα στα σπίτια και, μόλις έφυγαν, ξεπετιόντουσαν φωτιές. Δεν φαίνονταν ούτε ένας χριστιανός, τα μόνο ορατά πρόσωπα ήταν Τούρκοι στρατιωτικοί του τακτικού στρατού με τις στολές τους. Σε λίγο η φωτιά είχε επεκταθεί παντού στην περιοχή”».
Ηταν λίγο πριν από το μεσημεριανό της 13ης Σεπτεμβρίου 1922. Η δεσποινίς Μ.Μ., κοσμήτορας του Αμερικανικού Κολλεγίου Θηλέων στη Σμύρνη, κοίταξε έξω από το παράθυρο του γραφείου της και σοκαρίστηκε από το θέαμα που αντίκρισε. «Είδα με τα μάτια μου έναν Τούρκο αξιωματικό να εισέρχεται σε ένα σπίτι με μικρούς τενεκέδες βενζίνη» έγραψε. «Δευτερόλεπτα αργότερα, το κτίριο τυλίχτηκε στις φλόγες». Η Μ.Μ. ανησύχησε περισσότερο όταν και τα γειτονικά σπίτια έπιασαν φωτιά. Καθώς η φωτιά μεταδιδόταν από κτίριο σε κτίριο, οι φλόγες άρχισαν να ζυγώνουν και το Αμερικανικό Κολλέγιο.
Η Μ.Μ. κοίταξε έξω από το παράθυρο και αντίκρισε σκηνές βίας. Ο άτακτος στρατός των Τούρκων επέδραμε στον αρμενικό μαχαλά και δολοφονούσε τους κατοίκους. «Είδαμε πολλοί να σκοτώνονται ομοίως μπροστά στα παράθυρά μας και μπροστά στο κατώφλι του Ινστιτούτου. Τα πτώματα κείτονταν στους δρόμους για μία δύο ημέρες και συχνά ήταν ακρωτηριασμένα». Σε κάθε γωνιά έβλεπε «ακρωτηριασμένα πτώματα και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από άγριους Τσέτες (άτακτος τουρκικός στρατός) φορτωμένους με λάφυρα… Επίσης παρατήρησε μικρές φωτιές να ξεσπούν στα κοντινά σπίτια. Επειδή φοβόταν για την ασφάλεια του Κολλεγίου, ζήτησε από τους Τούρκους πυροσβέστες να προστατεύσουν τα κτίρια. «Αλλά εκείνοι αρνήθηκαν». Στις 13 Σεπτεμβρίου η πυρκαγιά πήρε μία παράξενη τροπή. «Είδα έναν Τούρκο αξιωματικό, ένστολο, να βγαίνει από ένα σπίτι κρατώντας τενεκέδες με πετρέλαιο, τους οποίους τοποθέτησε στις εξωτερικές σκάλες ενός άλλου σπιτιού».
Με ραγδαία διαδοχή, το ένα σπίτι μετά το άλλο τυλίχτηκαν στις φλόγες. Το πρωταρχικό καθήκον της δεσποινίδος Μ. ήταν να προστατεύσει το Κολλέγιο. Εδωσε οδηγίες στους πρόσφυγες να ψεκάσουν τις σκεπές και τους τοίχους με νερό. Αλλά εξαναγκάσθηκαν να σταματήσουν όταν οι Τούρκοι στρατιώτες στους δρόμους απειλούσαν να τους σκοτώσουν εάν συνέχιζαν. Η Αμφιλύκη Χατζημάρκου ήταν ένα κορίτσι που μεγάλωνε στη Σμύρνη ανέμελα και με σχετική οικονομική άνεση μέχρι την καταστροφή της πόλης τον Σεπτέμβριο του 1922. Η ήττα του Ελληνικού Στρατού και η κατάληψη της πόλης από τους κεμαλικούς τούς βρήκε απροετοίμαστους.
Προειδοπόιηση
Αναζήτησαν ασφάλεια «στο στόμα του λύκου», στο ξενοδοχείο της Προκυμαίας, αλλά κατάφεραν να σωθούν με τη βοήθεια ενός άλλου ξενοδόχου, μουσουλμάνου, πιθανόν του Ναΐμ Μούλαβιτς, ιδιοκτήτη των «Σμύρνα Παλάς» και «Σπλέντιτ Παλάς». «Την Τετάρτη το βράδυ έρχεται ο Τούρκος ξενοδόχος και μας λέγει: “‟Οποιος μπορέσει ας σωθή· η Σμύρνη καίεται”» περιγράφει η Αμφιλύκη Χατζημάρκου στη σπάνια σήμερα έκδοση «Από τας ημέρας της Μικρασιατικής Καταστροφής – Αυτοβιογραφίαι των Προσφύγων Κοριτσιών του Οικοτροφείου του Διεθνούς Συνδέσμου Γυναικών» (Αθήνα, 1926). «Βγήκαμε όλοι έξω και βλέπομε τη Σμύρνη να καίεται από τέσσερα μέρη και όλος ο κόσμος να φωνάζη και να μη ξεύρη πού πηγαίνει… Μπροστά στα μάτια μας είχαμε το τραγικό θέαμα, που μας παρουσιάζει φωτιά, μαχαίρι και θάλασσα. Σ’ όλη μου τη ζωή δε θα ξεχάσω την τραγική αυτή νύχτα».
Η παραδοχή του εγκλήματος από τους ίδιους τους θύτες!
Ακόμη και οι Τούρκοι ιστορικοί και δημοσιογράφοι διαψεύδουν τον Ερντογάν. Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω:
«Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί φοβηθήκαμε ότι, αν έμεναν τα κτίρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες…» Falih Rifki Atay (1894-1971), «Cankaya» (α’ έκδοση), εκδ. Dunya Yayinlari, 1958, σελ. 212-213.
«Who burned down Izmir?» επιγράφει το άρθρο του στην εφημερίδα «Today’s Zaman», στις 19 Μαΐου 2010, ο έγκριτος Τούρκος δημοσιογράφος Orhan Kemal Cengiz.
Στο άρθρο αυτό επαναλαμβάνει τη διαπίστωση ότι η Σμύρνη πυρπολήθηκε συνειδητά από τους νικητές ως ένας μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί ο κύριος στόχος που έθεσε με ξεκάθαρο τρόπο από το 1908 ο τουρκικός εθνικισμός.
Ο Cengiz συμφωνεί και επαναλαμβάνει τη διαπίστωση ενός άλλου διακεκριμένου Τούρκου δημοσιογράφου, του Emre Akyoz, ο οποίος στο άρθρο του «Bir kemalist’in itiraflari: Izmir’Ι nicin yakiyorduk?» («Εξομολόγηση ενός κεμαλιστή: Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη», εφημερίδα «Sabah», 8 Απριλίου 2010) θυμίζει την α’ έκδοση του βιβλίου.
Ο Emre Akyoz υποστηρίζει ότι η Σμύρνη κάηκε συνειδητά από τον διοικητή Νουρεντίν πασά, σκληρό ανθέλληνα και Νεότουρκο, στον οποίο ο Μουσταφά Κεμάλ ανέθεσε την πλήρη ευθύνη για την κατειλημμένη πόλη.
Τις διαπιστώσεις του περί της τουρκικής ευθύνης βασίζει στη γραπτή ομολογία του Falih Rifki Atay, διακεκριμένου δημοσιογράφου και στελέχους του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος.
Ο F. R. Atay, στο βιβλίο του «Cankaya» (α’ έκδοση, γιατί στις επόμενες θα απαλειφθεί το συγκεκριμένο σημείο), ρωτά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: «Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη;» Και απαντά: «Γιατί φοβηθήκαμε ότι, αν έμεναν τα κτίρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες…»
Το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης του Μουσταφά Κεμάλ φαίνεται να επιλύεται τόσο με τη δήλωση που έκανε γεμάτος ικανοποίηση και ανακούφιση έναν χρόνο αργότερα (13 Αυγούστου 1923), «Επιτέλους, τους ξεριζώσαμε» όσο και με το περιστατικό που παρέθεσε η Τουρκάλα δημοσιογράφος Ayse Hur στην εφημερίδα «Radikal».
Οσοι μείνανε πίσω στο χωριό μας τούς ατιμάσανε, τους σφάζανε, τους κάψανε
Αποκαλυπτική ήταν η μαρτυρία που είχε δώσει η Ελένη Καραντάνη από το χωριό Μπουνάρμπασι (Κεφαλόβρυση), 11 χλμ. Α-ΒΑ της Σμύρνης. Είχε 1.000 κατοίκους, από τους οποίους 800 Ελληνες.
Μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Ο Ελληνικός Στρατός έφευγε προς τη Σμύρνη, οι Τούρκοι τους ακολουθούσαν, βίαζαν και συνέχεια σφάζανε τους Ελληνες. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Εμείς φύγαμε και πήγαμε στη Σμύρνη. Οσοι μείνανε στο χωριό τους ατιμάσανε, τους σφάζανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στη Σμύρνη στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, παντού ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσανε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μία, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση και βιάζουν, σφάζουν, ατιμάζουν. “‟Βοήθεια” φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα τα πλοία ήταν απέναντι. Εριχναν πάνω μας προβολείς, σταματούσαν για λίγο, πάλι οι Τσέτες έκαναν επίθεση και πάλι τα ίδια. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο εδώ, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα. Γύρω γύρω από τα χείλη της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Επαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρη της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Εκεί, σ’ αυτό το μέρος, χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό».
Αποκαλυπτικό ήταν, τέλος, και το δημοσίευμα της «Daily Telegraph» (16 Σεπτεμβρίου 1922): «Εκτός από την άθλια τουρκική συνοικία, η Σμύρνη έπαψε να υπάρχει […] το πρόβλημα των μειονοτήτων έχει λυθεί εκεί μια για πάντα […] Δεν μένει καμία αμφιβολία για τα αίτια της πυρκαγιάς […] Τον δαυλό τον άναψαν στρατιώτες του τουρκικού στρατού».
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου για τον διωγμό, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά!
Κλείνοντας δίνουμε τον λόγο στη Φιλιώ Χαϊδεμένου: «Στα Βουρλά το κακό ξεκίνησε στις 29 Αυγούστου (σ.σ.: με το Παλιό Ημερολόγιο). Μπήκαν οι Τούρκοι στα σπίτια μας και μας έβαλαν φωτιά. Αργότερα μας είπαν ότι ήταν αντάρτες και μετά ήρθε ο τακτικός στρατός και μας μάζεψε. Μας έπιασαν όλους μαζί, τον πατέρα μου τον έσφαξαν, τον αδερφό μου τον έκαψαν, τους νέους τους μάζεψαν και τους πήραν στην Ανατολή. Οταν φύγαμε, ήταν 16 Σεπτεμβρίου. Η αλήθεια είναι ότι οι Τούρκοι γείτονές μας δεν έφταιγαν σε τίποτα. Ηταν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους και κλαίγανε κι αυτοί για το κακό που μας βρήκε. Το ποιος φταίει θα το πω με ένα στίχο από το ποίημα ‟Της Καταστροφής”: ‟Δε νίκησαν την Ελλάδα οι Τούρκοι. Δεν μπορούσαν. Μα δε ήταν κι άνθρωποι. Την Ελλάδα νίκησαν, αδόξως, διχασμός, Λεβαντίνοι κι Ευρώπη”». Το απόσπασμα ανήκει στη Φιλιώ Χαϊδεμένου, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Αναστασία Παρετζόγλου για το βιβλίο «Η Ελλάδα είναι γυναίκα» (εκδ. Λιβάνη). Η Φιλιώ Χαϊδεμένου, Μικρασιάτισσα πρόσφυγας και ιδρύτρια του Λαογραφικού Μικρασιατικού Μουσείου που βρίσκεται στο Αλσος Νέας Φιλαδέλφειας, πρόσθετε σε άλλη δήλωσή της: «Οσο ζω κι αναπνέω δεν θα σταματήσω ποτέ να μιλώ για όσα ζήσαμε οι Ελληνες της Σμύρνης, της Μικράς Ασίας, με τη Φωτιά, τον διωγμό, τον ξεριζωμό μας από τα άγια χώματα, την καταδίκη σε προσφυγιά. Αυτά τα μάτια ώσπου να κλείσουν θα βλέπουν μπροστά τους όσα έγιναν και δεν συμφέρουν, και το στόμα μου θα μιλά για το άδικο του Ελληνισμού και θα ζητά την επιστροφή εκεί που είδαμε το φως, που μεγαλώσαμε, προκόψαμε, για να χαθούν όλα μέσα στον καπνό και στη φωτιά».
Η Ενωση Σμυρναίων στο στεφάνι που έστειλε την ημέρα της κηδείας της έγραψε: «Ελεύθερη να γυρίσεις πίσω στα άγια χώματα, Γιαγιά Φιλιώ». Εσύ και όπως οι άλλοι Μικρασιάτες που έφυγαν με το όνειρο της επιστροφής…
dimokratianews, 06.05.2018