1.

Ὑποδειγματική διακονία.

«Ἐξῆλθεν εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον»

Ἡ Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος ἔχει μία ἰδιαίτερη χάρη. Στὸ εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε τὸν Κύριο νὰ ἀποκαλύπτει στὴ Σαμαρείτιδα ὑπέροχες ἀλήθειες, ἐνῶ στὸ ἀποστολικὸ εἴδαμε νὰ φανερώνεται γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἡ ἀκαταγώνιστη δύναμή Του στὴ ζωὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔστειλαν τὸν ἀπόστολο Βαρνάβα στὴ νεοσύστατη Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας γιὰ νὰ καταρτίσει τοὺς νέους Χριστιανούς. Ἐκεῖνος ἀφοῦ ἐκτίμησε τὴν ἐκεῖ κατάσταση, πῆγε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας γιὰ νὰ βρεῖ καὶ νὰ φέρει στὴν Ἀντιόχεια τὸν Σαῦλο, δηλαδὴ τὸν ἀπόστολο Παῦλο.

 

Ἂς δοῦμε τί δείχνει αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ πῶς μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν κι ἐμεῖς.

  1. Ἀληθινὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου

Οἱ δύο ἅγιοι ἄνδρες, Βαρνάβας καὶ Σαῦλος, εἶχαν παλαιότερο σύνδεσμο. Ὁ Βαρνάβας εἶχε ὁδηγήσει τὸν Σαῦλο στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους στὴν Ἱερουσαλήμ. Σ᾿ αὐτοὺς ὁ Σαῦλος ἐξέθεσε πῶς εἶδε τὸν Κύριο καθ᾿ ὁδὸν πρὸς τὴ Δαμασκὸ καὶ μετεστράφη στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ πῶς ἀμέσως μετὰ τὴ μεταστροφή του κήρυξε ἐκεῖ μὲ ἀφοβία τὸν Χριστό. Ἦταν δὲ τόση ἡ εὐγλωττία του, ὥστε καὶ στὴ Δαμασκὸ καὶ ἀργότερα στὴν Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι θέλησαν νὰ τὸν φονεύσουν (βλ. Πράξ. θ´ 19-30). Ὁ Βαρνάβας λοιπὸν γνώριζε πολὺ καλὰ τὸν Σαῦλο καὶ τώρα τὸν κάλεσε γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὴ διακονία του, στὸν καταρτισμὸ τῶν πιστῶν τῆς Ἀντιοχείας.

Ἡ κίνηση αὐτὴ τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα δείχνει τὸν ζῆλο του νὰ ἐπιτελέσει ἀκόμη καλύτερα τὴ διακονία του στὴν Ἀντιόχεια. Ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι δὲν ἐπαρκοῦσε μόνος του, ζήτησε βοήθεια.Κυρίως ὅμως δείχνει τὴ σπάνια ἀρετή του, τὴν ἁγιότητά του· δηλαδὴ ὅτι ἦταν τελείως καθαρὸς ἀπὸ τὸ φοβερὸ πάθος τῆς ζήλειας. Δὲν σκέφθηκε μήπως τὸν ἐπισκιάσει ὁ Παῦλος μὲ τὶς ἱκανότητες καὶ τὶς ἐπιτυχίες του.

Ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας ἦταν ἀληθι­νὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνιδιοτε­λὴς καὶ χριστοκεντρικός. Στὸ ἔργο ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία, δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ προβολὴ τοῦ ἑαυτοῦ του, οὔτε νὰ ἔχει τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη καὶ τὸν πρῶτο λόγο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας ὡς ὁ ἀπεσταλμένος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Τὸν ἐνδιέφερε ἡ ὠφέλεια τῶν πιστῶν, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὄχι ἁπλῶς δὲν δυσκολεύθηκε νὰ καλέσει τὸν Παῦλο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀναζήτησε ἐπίμονα στὴν Ταρσό, ὅπου ἐκεῖνος ζοῦσε στὴν ἀφάνεια. Τὸν ἀναζήτησε χωρὶς νὰ φοβηθεῖ μήπως ὁ Παῦλος τὸν ἐπισκιάσει.

  1. Ἐπιμέλεια καὶ ταπείνωση στὰ ἔργα μας

Τὸν μικρὸ αὐτὸ στίχο τῶν Πράξεων, «ἐξῆλθεν εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον», νὰ τὸν γράψουμε μὲ χρυσὰ ὁλοφώτεινα γράμματα στὸν οὐρανὸ τῆς καρδιᾶς μας. Νὰ τὸν γράψουμε, νὰ τὸν θυμόμαστε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ τὸν ἐφαρμόζουμε· νὰ δείχνουμε κάθε ἐπιμέλεια σὲ ὅποιο ἔργο μᾶς ἀνατίθεται, ζητώντας ἐν ἀνάγκῃ βοήθεια ἀπὸ ὅσους μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν· νὰ ἔχουμε τὸν ζῆλο νὰ ἐκτελοῦμε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο κάθε ἔργο μας, εἴτε καθημερινό, εἴτε πολὺ περισσότερο, ἱερὸ καὶ ἅγιο, ἐλεημοσύνης, ἱεραποστολῆς ἢ ἄλλης διακονίας μέσα στὸν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου.

Τὸ σημαντικότερο ὅμως μήνυμα ποὺ μᾶς δίνει ὁ στίχος αὐτός, εἶναι νὰ ἐργαζόμαστε τὰ ἔργα μας μὲ ταπεινοφροσύνη. Νὰ προσέχουμε ὥστε νὰ μὴ μολύνεται ἡ διακονία μας ἀπὸ τὴ φιλαυτία, τὴ φιλαρχία καὶ τὴ διάθεση αὐτοπροβολῆς· καὶ νὰ φροντίζουμε νὰ ἀποδιώκουμε κάθε αἴσθημα ζήλειας γιὰ ὅσους εἶναι ἱκανότεροι καὶ πνευματικότεροι ἀπὸ ἐμᾶς καὶ προσφέρουν περισσότερα. Νὰ τοὺς τιμοῦμε γιὰ τὴν προσφορά τους καὶ νὰ χαιρόμαστε νὰ συνεργαζόμαστε μαζί τους, ἀκόμη καὶ νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σὲ αὐτούς, ἂν εἶναι ἀνάγκη.

Αὐτὸ χαρίζει ἀνάπαυση, αὐτὸ ἔχει χαρά· ἐκεῖ εἶναι παρὼν καὶ ἀναπαύεται ὁ Κύριος, ὅπου ὑπάρχει ἡ ὁμόνοια καὶ ὁ καθένας τιμᾶ τὸν ἐν Χριστῷ ἀδελφό του. Αὐτὸ εἶναι εὐλογημένο, αὐτὸ εἶναι θεάρεστο: νὰ ἑνώνουμε ὅλοι τὶς δυνάμεις μας, ὥστε νὰ ἐπεκτείνεται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ νὰ κερδίζει ὅλο καὶ περισσότερες ἀνθρώπινες καρδιὲς ὁ μόνος Λατρευτὸς καὶ δεδοξασμένος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

*********

Ἀδελφοί, στὴν τόσο σύντομη ζωή μας ἔχουμε νὰ ἐπιλέξουμε: Θὰ ὑπηρετήσουμε τὸ ἐγώ μας ἢ τὸν Χριστό; Θὰ ζητήσουμε τὴ δική μας δόξα ἢ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου; Ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι θνητοί, Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀθάνατος Θεός. Ἡ ἀνθρώπινη δόξα εἶναι ψεύτικη, παροδική· ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινή, αἰώνια, ἀναφαίρετη. Αὐτὴν νὰ ζητήσουμε. Αὐτὴν νὰ ὑπηρετήσουμε. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμό μας γιὰ νὰ βρεθοῦμε ἐκεῖ ὅπου βασιλεύει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη καὶ φιλαδελφία.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

2.

Κυριακή της Σαμαρείτιδος – «Ὕδωρ ζῶν»

π. Λεωνίδα Στ. Ἀμοργιανοῦ, θεολόγου, Ἐφημερίου στόν ἱ.ναό ἁγ. Μαρίνης Ἱ.Μ. Περιστερίου

«Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καί τῆς εἶπε:  Ἄν ἤξερες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ, καί ποιός εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος σοῦ λέγει  ‘’Δός μου νά πιῶ’’, σύ θά ζητοῦσες ἀπ᾿ αὐτόν, καί θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό» (Ἰωάν. δ᾿ 10)

Ὁ Ἰησοῦς ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Ἰουδαία γιά τή Γαλιλαία περνώντας μέσα ἀπό τήν πόλη τῆς Σαμάρειας. Φθάνει στό φρέαρ (πηγάδι) τοῦ Ἰακώβ.  Κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία καί τόν καύσωνα τοῦ ἥλιου, κάθεται κοντά στό πηγάδι νά ξεκουραστεῖ.  Ἐκεῖ ἔρχεται μιά γυναίκα Σαμαρείτιδα ἰθαγενής γιά νά ἀντλήσει νερό. Καί μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῆς γυναίκας διαμείβεται ἕνας περίεργος διάλογος, σοβαρότατος διάλογος, στήν κυριολεξία ἀποκαλυπτικός.
Ὁ Κύριος ἐμφανίζεται νά συζητάει γιά βαθιά θρησκευτικά ζητήματα σωτηριολογίας ὄχι μέ τούς «μορφωμένους» θεολόγους καί ραβίνους τῆς ἐποχῆς Του ἀλλά μέ μιά ἀλλόθρησκη γυναίκα ἀπό τή Σαμάρεια, φτωχιά καὶ ἀξιολύπητη, πού εἶχε βεβαρημένο ἠθικό μητρῶο.  Τὴν ψυχή της εἶχε βουτηγμένη στην πορνεία.  Ἡ γυναίκα εἶχε κάμει πέντε συζύγους πού πέθαναν καί ὕστερα ἀπ’᾿αὐτοὺς ἔγινε πόρνη.  Κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν πλησιάση σὰ νόμιμη γυναίκα.  Κι αὐτὴ ἀδυνατώντας νὰ χαλιναγωγήσει τῆς ὁρμές της, συζοῦσε κρυφὰ μ’ αὐτὸν ποὺ πόρνευε μαζί της.  Δεν ἦταν γνωστὴ οὔτε ἀναγνωρισμένη πόρνη, συζοῦσε κρυφά.

 

Πώ, πώ σκάνδαλο, ξεπεσμός γιά ἕνα Θεό!, θά ποῦν οἱ ἐλαφρόμυαλοι “ἠθικολόγοι” δῆθεν γνώστες ραβίνοι καί οἱ διανοούμενες ἀποστεωτικές περσόνες κάθε ἐποχῆς στερημένες ἀπό ὁρίζοντες συμπόνιας καί ἐλέους. Ὅμως τό θεῖο βλέμμα τοῦ Κυρίου ἀτενίζει μακρυά.  Στό πρόσωπο τῆς Σαμαρείτιδας ἀτενίζει τήν μελλοντική ἁγία Φωτεινή πού θά φτάσει ἴσαμε τήν Σμύρνη τῆς Ἰωνίας γῆς δίνοντας τό αἷμα της, ὡς ἀντίδωρο σ᾿ Ἐκεῖνον πού φώτισε τά σκοτάδια τῆς ἁμαρτωλῆς καί πονεμένης ψυχῆς της.  Ἀντίθετα, πολλοί ραβίνοι, θεολόγοι ἤ διανοούμενοι θρησκευόμενοι πού στήν οὐσία εἶναι ἀμοραλιστές θά Τόν σταυρώνουν διαχρονικά χωρίς ἔλεος.  Οὔτε κἄν τό«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»[1] συγκλονίζει τίς τραγικές αὐτές φιγούρες νά πάρουν δρόμο ἐπιστροφῆς.

Ἐμεῖς σήμερα θά ἐξετάσουμε τόν 10ο στίχο πού φανερώνει δύο μεγάλες θεολογικές ἀλήθειες μέ τίς ὁποῖες ὁ Κύριος διδάσκει τιμώντας τήν Σαμαρείτιδα, ὅπως καί τό Νικόδημο καί ὅλους τούς καλοπροαίρετους χωρίς νά λογαριάζει, θά ᾿λεγα ἀδιαφορεῖ, ἄν οἱ ἀντικείμενοι ἐλαφρόμυαλοι θά τόν ἀποκαλοῦν «φίλο ἁμαρτωλῶν καί πορνῶν».  Ὁ Χριστός γιά νά μᾶς δεχθεῖ κοντά Του, ὡς ἀνεπανάληπτος οὐράνιος Πατρίκιος δέν βάζει κανέναν ὅρο, κανέναν ἀπολύτως ὅρο.

Καί κάτι ἐπιπλέον σημαντικό πού μέ λίγη σχετική προσωπική παρέμβαση τονίζει ὁ κυρός Ἐπίσκοπος Κοζάνης Διονύσιος:

-Ἡ Ἐκκλησία κηρύττει γεγονότα καί ἑορτάζει μόνο πρόσωπα καί γεγονότα ὅπως στήν περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδας.  Οὔτε ἰδεολογία εἶναι τό κήρυγμα οὔτε ἰδέες ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία.  Αὐτό, ὅσο εἶναι μιά ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια, τόσο καί ἀπαιτεῖται νά τό κηρύττωμε, ὥσπου νά ἑδραιωθεῖ μέσα μας ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου μας δέν εἶναι ἀμάρτυρη καί θεωρητική διδασκαλία ἤ δογματική ἰδεολογία. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μαρτυρημένη ἀλήθεια.  Ὅταν λέμε ὅτι ἡ πίστη εἶναι μαρτυρημένη ἀλήθεια, ἐννοοῦμε ἀλήθεια καί ἐμπειρία ζωῆς κι εἶναι αὐτό πού στήν Ἐκκλησία λέγεται δόγμα.[2]

Ὁ Ἰησοῦς στό στίχο αὐτό φανερώνει στή Σαμαρείτιδα δύο σημαντικές ἀλήθειες γιά τό πρόσωπό του.

Ἡ πρώτη ἀλήθεια, ὅτι εἶναι Μεσσίας.  Αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια φανερώνει σαφῶς καί ἀπεριφράστως.  «Γνωρίζω, τοῦ λέγει ἡ γυναίκα (στό στίχο 26), ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας» καί ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ: «Ἐγώ εἶμαι (ὁ Μεσσίας)».

Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τῆς φανερώνει καί μία δεύτερη μεγίστη ἀλήθεια.  Ὅτι εἶναι  Θ ε ό ς!  Φανερώνει τήν ἀλήθεια αὐτή μέ συγκεκαλυμένο τρόπο.  Ὁ Ἰησοῦς δέν τῆς εἶπε «Ἄν ἤξερες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ, θά ζητοῦσες ἀπ᾿ τό Θεό καί θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό» ἀλλά τῆς λέει «Ἄν ἤξερες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ, καί ποιός εἶναι αὐτός, πού μιλεῖ μαζί σου σύ θά ζητοῦσες ἀπ᾿ αὐτόν, καί θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό».  Μέ συντομότερο τρόπο τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ: «Ἄν ἤξερες τί δωρίζει ὁ Θεός, θά ζητοῦσες καί θά σοῦ δώριζα νερό ζωντανό».  Εἶναι σά νά λέει ὁ Ἰησοῦς:  Ἄρα εἶμαι Θεός.  Εἰδικότερα, ἐδῶ γίνεται λόγος γιά «τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ».  Σέ ἄλλο χωρίο στήν Καινῆ Διαθήκη γίνεται λόγος γιά «τήν δωρεά τοῦ Χριστοῦ».[3]  Ἄρα Θεός καί Χριστός εἶναι ἕνας Θεός.  Ποτέ ἡ Γραφή δέν μιλάει γιά δωρεά ἀνθρώπου ἤ ἀγγέλου μέ τήν ἔννοια τῆς οὐράνιας δωρεᾶς.

Ὁ Ἰησοῦς στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου κηρύττει σέ ἀρκετά σημεία μέ ἔμμεσο τρόπο τή θεότητά του.

Λέγει στό Ναθαναήλ: «Ἀληθινά ἀληθινά σᾶς λέγω, ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά βλέπετε τόν οὐρανό ἀνοικτό, καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν πρός τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου».[4]

Σύμφωνα μέ τό στίχο αὐτό, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ταυτόχρονα καί κάτω στή γῆ καί πάνω στόν οὐρανό.  Εἶχε δηλαδή ὁ Κύριος Ἰησοῦς τήν

ἰδιότητα τῆς πανταχοῦ παρουσίας.

1ο)                        Ὁ Ἰησοῦς κηρύττει τή Θεότητά του στό Νικόδημο λέγοντας: «Κανείς δέν ἀνέβηκε στόν οὐρανό(γιά νά γνωρίζει καί νά σᾶς πεῖ τά ἐπουράνια), παρά ἐκεῖνος, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος (συγχρόνως) εἶναι στόν οὐρανό».[5]

Καί σ᾿ αὐτόν ἐπίσης τό στίχο ὁ Χριστός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἦταν συγχρόνως στή γῆ καί στόν οὐρανό. Ἔχει δηλαδή τό ἰδίωμα τῆς πανταχοῦ παρουσίας, καί ἄρα εἶναι Θεός.

2ο)                        Σέ ἄλλο στίχο ὁ Ἰησοῦς ὀνομάζει τόν ἑαυτό του Υἱό μονογενῆ τοῦ Θεοῦ, καί παρουσιάζει τόν ἑαυτό του ὡς ἀντικείμενο πίστεως καί αἴτιο σωτηρίας: «Τόσο ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε τόν Υἱό του τόν μονογενῆ ἔδωσε γιά θυσία, ὥστε καθένας, πού πιστεύει σ᾿ αὐτόν, νά μή πεθάνει (πνευματικά), ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνια).[6]

3ο)                        Κηρύττει τή θεότητά Του στούς Ἰουδαίους ὅταν τούς λέγει τόν παραδοξότατο λόγο: «Θανατῶστε τό σῶμα μου, ναό τῆς θεότητος, καί σέ τρεῖς ἡμέρες ἐγώ ὁ ἴδιος θά τό ἀναστήσω».[7]

Ἐδῶ ἀναδύεται ἕνα ἐρώτημα.

Γιατί ὁ Ἰησοῦς κήρυττε ἐμμέσως τή θεότητά του κι ὄχι ἀμέσως; 

Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι θά προκαλοῦσε στό ἔπακρο τούς ἐχθρούς του, καί οἱ φίλοι του θά ἔμεναν ἐμβρόντητοι. Ἀκόμη καί οἱ καλοπροαίρετοι θά δυσκολεύονταν πολύ γιά νά πιστεύσουν, ὅτι ὁ ταπεινός καί ἄσημος Ναζωραῖος ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός.  Ὁ Κύριος, ὡς ἄριστος παιδαγωγός, ἄφησε σιγά-σιγά ἀπό τή διδασκαλία του, τά θαύματά του, τό βίο του καί τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά σχηματιστεῖ φυσικά καί ἀβίαστα τό φρόνημα καί ἡ πεποίθηση, ὅτι Αὐτός ἦταν ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο.  Δὲν φανέρωσε στή Σαμαρείτιδα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ὀμορφιὰ τῆς θεότητος οὔτε τῆς ἔδωσε ὑποσχέσεις γιὰ μεγάλα ἀγαθά, οὔτε τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἰακώβ.  Ἀλλὰ ἄναψε τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της, λέγοντάς της: καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ διψάσει πάλι· ὅποιος ὅμως πιεῖ ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάσει στὸν αἰώνα.  Καί ἡ σταδιακή πνευματική προκοπή της ἀπό τά βάθη τῆς γῆς πετάει, ἀπογειώνεται στούς οὐρανούς.

Ἐπίσης ἕνα δεύτερο ἐρώτημα.

Γιατί ὁ Ἰησοῦς ἔκανε στή Σαμαρείτιδα ὑπαινιγμό γιά τή θεότητά Του, ἀφοῦ ἡ ἴδια δέν ἐπρόκειτο νά καταλάβει;

Ἐπειδή τό διάλογο αὐτό θά τόν μάθαιναν κι ἄλλοι ἄνθρωποι καί μεῖς κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων. Τά ρήματα τοῦ Ναζωραίου εἶναι αἰώνια.  Μετά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος τό λόγο τοῦ Χριστοῦ γιά τή θεότητά Του κατάλαβε ἡ Σαμαρείτιδα, κατάλαβαν κι ἄλλοι, καταλαβαίνουμε κι ἐμεῖς.

«Ὕδωρ ζῶν»

«Ἄν ἤξερες ποιός εἶναι αὐτός, πού σοῦ λέγει  ‘’Δός μου νά πιῶ’’, σύ θά ζητοῦσες ἀπ᾿ αὐτόν, καί θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό»

Ἡ φράση «ὕδωρ ζῶν» ὑπάρχει καί στήν Παλαιά Διαθήκη.[8]  Ἐκεῖ ὅμως τό νερό χαρακτηρίζεται ὡς «ζ ῶ ν» μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀναβλύζει, ρέει, κινεῖται, σέ σχέση μέ τό στάσιμο ὄμβριο νερό τῶν δεξαμενῶν.  Εἶναι σά νά λέμε«νερό τρεχούμενο».  Τό νερό σ᾿ αὐτά τά χωρία ἔχει  μ ε τ α φ ο ρ ι κ ή  ἔννοια.

Στήν περίπτωση πού ἐξετάζουμε, ἡ λέξη «ζ ῶ ν» ἔχει κ υ ρ ι ο λ ε κ τ ι κ ή καί ὄχι μεταφορική σημασία.  Ἐδῶ πρόκειται γιά «ὕδωρ», τό ὁποῖο εἶναι ὄντως «ζῶν», ζωντανό ὅπως π.χ «ζῶν» ζωντανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

Ἡ Σαμαρείτιδα μέ μεταφορική ἐννοια ἀντιλήφθηκε τή φράση τοῦ Χριστοῦ «ὕδωρ ζῶν».  Ὡς νερό τρεχούμενο.

Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς στή Σαμαρείτιδα «Ἄν ἤξερες ποιός εἶναι αὐτός, πού σοῦ λέγει  ‘’Δός μου νά πιῶ’’, σύ θά ζητοῦσες ἀπ᾿ αὐτόν, καί θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό» ἤθελε νά πεῖ ὅτι τό δικό Του νερό εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό νερό τῆς πηγῆς τοῦ Ἰακώβ.  Τήν ὑπεροχή τοῦ δικοῦ Του νεροῦ ὑποδήλωνε μέ τή λέξη «ζῶν».  Εἶναι σά νά ἔλεγε στή Σαμαρείτιδα: Σύ μπορεῖ νά δώσεις νερό κοινό, νεκρό.  Ἐγώ μπορῶ νά δώσω νερό ἀνώτερο, ζωντανό.

Ὕδωρ «ζῶν» μέ τήν κύρια σημασία της, ζωντανό πού δίνει ὁ Χριστός εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα.

«Σ᾿ ἐκεῖνον πού πιστεύει σ᾿ ἐμένα, (λέγει ὁ Χριστός) θά συμβεῖ αὐτό πού λέγει ἡ Γραφή. (ποιό;)  ‘’Ἀπ᾿ τήν καρδιά του θά ρεύσουν ποταμοί ζωντανοῦ νεροῦ’’.  Αὐτό δέ εἶπε γιά τό Πνεῦμα, τό ὁποῖο θά λάμβαναν στό μέλλον οἱ πιστεύοντες σ᾿ αὐτόν»[9].

Ἐδῶ τό Πνεῦμα ἐννοεῖται ὡς  π ρ ό σ ω π ο,  τό τρίτο πρόσωπο τῆς Θεότητος, ὁ Παράκλητος.

Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὀνομάζεται «ὕδωρ» μεταφορικῶς, διότι σβήνει τήν πνευματική δίψα τῶν πιστῶν καί καταρδεύει τίς καρδιές τους, ὀνομάζεται καί «ζῶν» κυριολεκτικῶς διότι ὡς πρόσωπο ζεῖ, εἶναι ζῶσα (ζωντανή) ὕπαρξη.  Ὅπως ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός, ἔτσι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ Ὤν καί ὁ Ζῶν.

Ἡ ἔκφραση «ὕδωρ ζῶν», πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς γιά τό Ἁγιο Πνεῦμα εἶναι ἀνάλογη μέ τήν ἔκφραση «ἄρτος ζῶν» πού εἶπε γιά τόν ἑαυτό του.[10]  Ὁ Χριστός ὀνομάζεται «ἄρτος ζῶν» ἐπειδή σέ ἀντίθεση μέ τόν κοινό ἄρτο, πού εἶναι νεκρός, ὁ Χριστός ὡς ζῶσα ὕπαρξη, ὡς πρόσωπο εἶναι ἄρτος ζωντανός.

Συμπερασματικά:  Ἡ ἔκφραση τοῦ Ἰησοῦ «ὕδωρ ζῶν», τό «ζῶν» λέγεται κυριολεκτικῶς, καί νά νοεῖται ὡς ὕδωρ ζωντανό, πραγματικά ζωντανό.  Ζωντανό δέ ὕδωρ εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὡς ζῶσα ὕπαρξη, ὡς πρόσωπο, ὡς ὁ ἕνας τῆς Τριάδος.  Τό χωρίο αὐτό συγκαταλέγεται στά ἀντιχιλιαστικά χωρία. 

Ἡ Σαμαρείτιδα τότε δέν κατάλαβε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός καί τό «ὕδωρ τό ζῶν» πού θά τῆς ἔδινε, ἐάν ζητοῦσε, εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο.  Ἐμεῖς τώρα, πού τό ξέρουμε, ζητοῦμε Πνεῦμα Ἅγιο, ἐντόνως καί ἐπιμόνως, πού εἶναι τό πρῶτο καί τό κύριο;

Σέ ἐποχή φυσικῆς ἀνομβρίας αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νεροῦ.  Σέ ἐποχή πνευματικῆς ἀνομβρίας αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη πνευματικοῦ καί ζῶντος ὕδατος;  Ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ καί θυσιάστηκε γιά νά ἀνοιχθεῖ ὁ οὐρανός καί νά πέσει ὕδωρ ζωντανό, νά ἔλθει Πνεῦμα Ἅγιο.  Νά ζητοῦμε ἐντόνως καί ἐπιμόνως ὕδωρ ζωντανό, γιά νά καταρδεύει τίς ψυχές μας. Νά μιμηθοῦμε τὴ Σαμαρείτιδα καὶ νά τήν παρακαλοῦμε.  Ἕλα σήμερα ἐκλεκτή Εὐαγγελίστρια ἁγία Φωτεινή, ἄφησε τήν ὑδρία και τρέξε στό ρημαγμένο σπίτι μας, διῶξε ἀπό μέσα μας τούς δισταγμούς, παρέσυρέ μας πρός τό Χριστό, νά μᾶς σφραγίσει μέ Πνεῦμα Ἅγιο, γιά νά γινώμαστε πνευματικοί ἄνθρωποι καί νά μετέχουμε τῆς ἁγίας ζωῆς καί δόξης τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας.  ΑΜΗΝ

 

[1] Λουκ. κγ᾿ 34

[2] Ἐπί Πτερύγων Ἀνέμων , Κοζάνη 1988

[3] Ἐφεσ. δ᾿ 7

[4] Ἰωάν. α᾿ 52

[5] Ἰωάν. γ᾿ 13

[6] Ἰωάν. γ᾿ 16-18

[7] Ἰωάν. β᾿ 19

[8] Γεν. κστ᾿ 19, Λευιτ. ιδ᾿ 5

[9] Ἰωάν. ζ᾿ 38-39

[10] Ἰωάν. στ᾿ 51,  Α’ Πέτρ. β᾿ 4

3.

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

 

Σήμερα ὁ Χριστὸς διαλαλεῖ σὲ μᾶς τοὺς ἄθλους τῆς Σαμαρείτιδος καὶ πρέπει τὸ φτωχὸ πλοιάριο τοῦ λόγου μου νὰ διαπλεύση τὸ πέλαγος τῶν κατορθωμάτων της. Βλέπω τὴν πίστη της καὶ θέλω νὰ φτιάξω τὸ ἐγκώμιό της καὶ μαζί σας νὰ ἐπαινέσω τὴν φτωχιὰ καὶ τὴν πλούσια, τὴν πόρνη καὶ τὴν ἀπόστολο, τὴν ἄσωτη καὶ τὴν πιστή, τὴν πολύγαμο καὶ πολυδύναμη, αὐτὴ ποὺ πολλοὺς ἐμόλυνε καὶ ποὺ τὸν μονογενῆ γιὸ τοῦ Θεοῦ ὑπηρέτησε. Αὐτὴ ποὺ μολύνθηκε καὶ καθαρίστηκε, ποὺ δίψασε κι ἐπιθύμησε νερὸ ζωντανό, καὶ κληρονόμησε τὰ νάματα τῆς χάρης τοὐρανοῦ.

Τί λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ποὺ βροντερὰ φανέρωσε τὰ ἄρρητα μυστήρια; Φτάνει ὁ Ἰησοῦς σὲ μιὰ πόλη τῆς Σαμαρείας, ποὺ λέγεται Συχάρ, καὶ στὸ μέρος ποὺ ὁ Ἰακώβ ἔδωσε στὸ γιό του τὸν Ἰωσήφ. Ἦταν ἐκεῖ τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε πάνω στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ. Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἦρθε μιὰ γυναῖκα ἀπ’ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δός μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς.

Τί λέει λοιπὸν ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης; Ὁ Θεὸς, ὁ μέγας δὲν θὰ πεινάση, οὔτε θὰ διψάση οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε τὸ βάθος τῆς σοφίας του θὰ βρεθῆ. Ἀλλὰ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος γράφει γι’ αὐτὸν στὸ εὐαγγέλιό του: Κι ἀφοῦ νήστεψε σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες ἔπειτα ἐπείνασε. Ἔτσι κι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅπως ἄκουσες πρὶν ἀπὸ λίγο λέει. Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ.

Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας. Ὁ ἕνας λέει ὅτι ἐπείνασε, ὁ ἄλλος ὅτι ἐκοπίασε κι ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα δηλώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὁ μέγας οὔτε θὰ πείναση, οὔτε θὰ διψάση, οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε θὰ βρεθῆ τὸ βάθος τῆς σοφίας του. Πῶς θὰ γίνη δυνατὸ νὰ διασωθῆ ἡ ὁμοφωνία τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῆς προφητείας; Ἐπειδὴ ἡ οἰκονομία τοῦ μεγάλου Θεοῦ οἰκονομήσε γιὰ τὸ Σωτῆρα μας ἕνα διπλὸ καὶ παράδοξο συνδυασμὸ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου κατὰ τὴν εὐχαρίστηση καὶ τὸ θέλημά του, γι’ αὐτὸ ὁ προφήτης ἐξαγγέλλει τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητας, ἐνῷ οἱ ἀπόστολοι καὶ εὐαγγελιστές δείχνουν ἀληθινὴ τὴν οἰκονομία τοῦ σώματος. Κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καθόταν ἔτσι πάνω στὸ πηγάδι.

Ἦταν περίπου ἕκτη ὥρα. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ ἀντλήση νερὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει· δῶσε μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τοῦ εἶπε· Πῶς ἐσὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητεῖς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα ποὺ εἶμαι Σαμαρείτισσα;

Εἶναι ἀνάγκη, ἀγαπητοὶ, νὰ ἐξετάσωμε γιατὶ ὥρισε καὶ τὸν τόπο καὶ τὴν ὥρα καὶ τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Τὸν τόπο, κάθισε κοντὰ στὸ πηγάδι· τὴν ὥρα, ἦταν περίπου ἡ ἕκτη ὥρα· τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, οἱ μαθηταὶ του εἶχαν πάει στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Γιὰ ποιὸν λόγο ἀνάφερε τὸν τόπο; Ἐπειδὴ ὑπῆρχε πνευματικὸ θήραμα πῆγε στὸ μέρος αὐτό, γιὰ νὰ τὸ συλλάβη. Δὲν βλέπεις τὶ κάνουν οἱ ψαράδες; Δὲν ἀνεβοκατεβαίνουν σὲ κάθε μεριὰ τῆς θάλασσας ἀλλὰ σ’ ὥρισμένο μέρος ποὺ ξέρουν ὅτι ὑπάρχουν ψάρια. Γιατὶ αὐτὰ πηγαίνουν περισσότερο σὲ ὡρισμένα σημεία.

Ἔτσι κι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς, ὁ μέγας Θεὸς τῆς προφητείας, σὰν Θεὸς ἐγνώριζε, ὅτι ἐκεῖ μποροῦσε νὰ πιάση τὸ θήραμά του, τὴ Σαμαρείτισσα. Σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διαλέγουν τὸν τόπο καὶ ψαρεύουν ἔτσι κι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ μέρος ὅπου μποροῦσε νὰ συλλάβη τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χρησιμοποιῶνας αὐτὴ νὰ ἐπιτύχη πλούσιο ψάρεμα ἀπὸ ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ ἀνέφερε τὸν τόπο. Γιατὶ ὅμως ἀνέφερε καὶ τὴν ὥρα; κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε ἔτσι στὰ χείλη τοῦ πηγαδιοῦ.

Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἄκουσε λοιπόν, ἀγαπητέ, καὶ γιὰ τὴν ὥρα. Μιὰ φτωχιὰ ἦταν ἡ Σαμαρείτισσα, ποὺ ζοῦσε ἀπὸ τὴ δουλειὰ τῶν χεριῶν της. Φτωχιά μὲ λίγους οἰκονομικοὺς πόρους, ὄχι ὄμως καὶ στὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς. Ξυπνοῦσε λοιπὸν καὶ καταγινόταν μὲ τὸν ἀργαλειὸ γιὰ νὰ κερδίση τὴν ζωή της. Ἀλλὰ τὴν ἕκτη ὥρα ποὺ ὅλοι ξεκουράζοταν τότε ἐκείνη ἔπαιρνε τὴ στάμνα της καὶ τὴ γέμιζε. Ἤξερε λοιπὸν ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἄλλοι ξεκουράζοταν ἐκείνη ἦταν ἀπασχολημένη μὲ τὸ κουβάλημα τοῦ νεροῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ἕκτη ὥρα πῆγε ὁ Κύριος, τότε ποὺ ἤξερε ὅτι ἐρχόταν γιὰ νερὸ καὶ μποροῦσε νὰ συλλάβη αὐτὸ τὸ πνευματικὸ θήραμα.

Καὶ γιὰ ποιό λόγο ὁ Κύριος ἀπομάκρυνε τοὺς μαθητάς του; Τὸ Εὐαγγέλιο λέγει ὅτι οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ γυναῖκα ἦταν φτωχιά καὶ ἀξιολύπητη, ὅπως προηγουμένως εἴπαμε καὶ δὲν θὰ εἶχε τὸ θάρρος ν’ ἀντικρύση τόσους πολλούς, ποὺ τριγύριζαν τὸν Ἰησοῦ. Κι ἄν ἔβλεπε τὸ ἀξίωμα τοῦ δασκάλου, τοὺς μαθητὰς γύρω-γύρω, τὸν δάσκαλο, τοὺς διδασκομένους, τὸν κόσμο, τὴν τάξη, τὸ ἀξίωμα, τὸ ντύσιμο, τὴν ἐπισημότητα θὰ ἔφευγε ἀμέσως καὶ θὰ χανόταν τὸ θήραμα. Δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ πλησιάση καὶ τὸ ψάρι δὲν θὰ μπλεκόταν στὰ δίχτυα, δὲ θὰ πιανόταν, θὰ ξέφευγε.

Γι’ αὐτὸ ἔστειλε τοὺς μαθητὰς στὴν πόλη. Τοὺς εἶπε, πᾶτε κι ἀγοράσετε τροφές. Σεῖς πᾶτε ν’ ἀγοράσετε. Ἐγὼ ἔχω ἄλλο φαγητό. Δική μου τροφὴ εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ ὁλοκληρώσω τὸ ἔργο του. Σεῖς τὰ σαρκικά, ἐγὼ τὰ πνευματικά· σεῖς ἀγοράσετε, ἐγὼ σᾶς ἀπελευθέρωσα ἀγοράζοντάς σας.

Ὁ Χριστὸς σᾶς ἐλευθέρωσε ἀγοραζοντάς σας ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, ἀφοῦ ἔγινε γιὰ σᾶς κατάρα, λέγει «τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», ὁ Παῦλος. Μὲ τὸ νερὸ θέλω νὰ συλλάβω αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἁλίευμα. Ἔμαθες γιατὶ ἀναφέρεται καὶ ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα καὶ ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Ἀνάγκη τώρα νὰ μιλήσωμε γιὰ τοῦτα.

Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Ἔρχεται ἡ Σαμαρείτισσα τὴν ἕκτη ὥρα ν’ ἀντλήση νερό, ἀφοῦ σταμάτησε τὸ ὑφάδι της, γιὰ νὰ πάρη νερὸ τὴν ὥρα τῆς ξεκούρασης καὶ ὅπως πολλὲς φορὲς ἀνάφερα τὴν ἕκτη ὥρα. Τοῦτο γιατὶ καὶ ὅταν ἡ Εὔα πάτησε τὴν ἐντολὴ ἦταν ὥρα ἕκτη περίπου. Γι αὐτὸ καὶ Σαμαρείτισσα σώθηκε στὸ πηγάδι αὐτὴν τὴν ἕκτη ὥρα. Ἦρθε ἡ Σαμαρείτισσα ν’ ἀντλήση νερὸ καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ σὰν κάποιο ξένο καὶ μόνο, σὰν ὁδοιπόρο ποὺ ἤθελε ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν κάματο, καθισμένο κοντὰ στὸ πηγάδι. Εἶδε ἕναν περιφρονημένο ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν λογάριασε καθόλου. Αὐτὸς ὅμως ὁ Θεός, ποὺ ὄλα τὰ γνωρίζει πρὶν δημιουργηθοῦν, ἀφοῦ εἶδε τὸν θησαυρὸ τῆς πίστης ποὺ ἔκρυβε ἡ γυναῖκα τῆς εἶπε «δῶσε μου νὰ πιῶ».

Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, καθισμένος κοντὰ στὸ πηγάδι ζητᾶ νὰ πιῆ μὴ θέλοντας νὰ πιῆ ἀλλὰ νὰ δώση. Δῶσε μου νὰ πιῶ, γιὰ νὰ σοῦ δώσω νὰ πιῆς νερὸ ἀφθαρσίας. Γιατὶ ἐγὼ διψῶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Διψῶ ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ γιὰ νὰ ποτίσω. Μιμήθηκα τὸν πατέρα μου· λέει ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ. Δῶσέ μου τὸ γιό σου, πρόσφερέ μου τὸν Ἰσαάκ, τὸ γιό σου τὸν ἀγαπητό, τὸ μονάκριβο. Κάνε μου τον ὁλοκαύτωμα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Δὲν τὸ εἶπε αὐτό, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ πάρη τὸ παιδὶ ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ χαρίση τὸ δικὸ του στὴν οἰκουμένη.

Γράφει ὁ γιὸς τῆς βροντῆς ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης: Τόσον ἀγάπησε τὸν κόσμο ὁ Θεός, ὥστε ἔδωσε τὸ μονάκριβό του γιὸ γιὰ νὰ μὴ χαθῆ ὅποιος πιστέψη σ’ αὐτὸν παρὰ νὰ ζήση αἰώνια. Δῶσε μου τὸ μονογενῆ σου γιὰ νὰ χαρίσω στὸν κόσμο τὸν ἀληθινὸ Μονογενῆ. Θυσίασε τὸ γιό σου, ὄχι γιὰ νὰ τὸν θυσιάσης ἀλλὰ γιὰ νὰ θυσιάσω τὸ γιό μου τὸν Μονογενῆ γιὰ σωτηρία τοῦ κόσμου, σὲ μιὰ θυσία ζωντανή, καλόδεχτη, ἅγια. Ὅμοια κι ἐδῶ· δῶσε μου νὰ πιῶ, ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ νὰ ποτίσω.

Καὶ τοῦ λέει ἡ γυναῖκα· πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν ὑπάρχουν σχέσεις ἀνάμεσα σὲ Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες. Ἡ γυναῖκα μίλησε μὲ ἀκριβεια. Σ’ αὐτὰ δείχνει τὴν φιλοτιμία της ἡ πόρνη. Σ’ αὐτὰ ἀποδεικνύει τὴν τήρηση τοῦ νόμου. Τέτοιο εἶναι τὸ γένος τῶν Σαμαρειτῶν. Σὲ πορνεῖες μολύνονται καὶ μὲ τὸ νερὸ πιστεύουν καὶ νομίζουν ὅτι καθαρίζονται. Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴν Σαμαρείτισσα. Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς Σαμαρεῖτες. Τὴν ψυχὴ ὁλόκληρη τὴν κάνουν ἕνα στίγμα καὶ θαρροῦν ὅτι καθαρίζουν τὸ σῶμα.

Ἔτσι κι ἡ Σαμαρείτισσα. Τὴν ψυχή της εἶχε βουτηγμένη στὶς πορνεῖες καὶ φιλονικεῖ γιὰ τὴν πόση λίγου νεροῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν τὴν ἀποστόμωσε, δὲν τῆς εἶπε ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἀπὸ Θεό· ἐγὼ στερέωσα τὸν οὐρανὸ καὶ θεμελίωσα τὴ γῆ καὶ φιλονικεῖς γιὰ τὸ νερὸ καὶ τὴν πόση του καὶ μάλιστα σύ, γυναῖκα μολυσμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες; Τῆς εἶπε τοῦτο· Ἄν ἐγνώριζες τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει «δῶσε μου νὰ πιῶ», θὰ γύρευες ἐσὺ ἀπ’ αὐτὸν καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό.

Εἶδες πῶς σιγὰ-σιγὰ τῆς ξεσήκωσε τὴν ἐπιθυμία λέγοντάς της «ἄν ἤξερες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ και ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέγει δῶσε μου νὰ πιῶ, θὰ τοῦ γύρευες ἐσὺ καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό». Κι ἡ γυναῖκα παρατηρεῖ: Κύριε μήτε κουβὰ ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ· ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις καὶ μάλιστα νερὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ, ποὺ μᾶς ἔδωκε αὐτὸ τὸ πηγάδι, ἀπ’ ὅπου ἤπιε καὶ αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του; Εἶχε μεγάλη φαντασία ἡ γυναῖκα γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἰακώβ (προσέξετε μὲ ἀκρίβεια) εἶχε μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὸν Ἰακώβ ἡ Σαμαρείτισσα κι εἶχε μεγάλη ἰδέα γι’ αὐτὸν τὸν πατριάρχη καὶ δίκαια· γιατὶ ἦταν ὁ πατέρας τῶν δώδεκα πατριαρχῶν· γιατὶ οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἀκόμα ἐπειδὴ πάλεψε μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀποδείχτηκε δυνατός, ὥστε κι ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πῆ· «Ἄφησέ με γιατὶ ἄρχισε νὰ ξημερώνη». Ὁ Θεὸς πάλευε μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔλεγε. Ἄφησέ με γιατὶ εἶσαι φίλος μου κι ἄρχισε νὰ ξημερώνη. Κι αὐτὸς τοῦ εἶπε· δὲν θὰ σὲ ἀφήσω ἄν δὲ μ’ εὐλογήσης.

Τί σημαίνει αὐτὸ καὶ ποιὸ τὸ νόημα τῆς πάλης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο παρὰ ὅτι ἔμελλε νὰ ντυθῆ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Δὲν θὰ σὲ λένε πιὰ Ἰακώβ ἀλλὰ Ἰσραήλ γιατὶ ἔδειξες δύναμη στὴ πάλη σου μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ φανῆς δυνατὸς στὴν πάλη σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Εἶχε λοιπὸν ἡ γυναίκα μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν πατριάρχη. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε στὸν Κύριο. Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ πηγάδι κι ἤπιε ἀπ’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του. Πρόσεξε τώρα τὴ σοφία τοῦ Κυρίου· πρόσεξε τὴν καλωσύνη τοῦ διδασκάλου.

Δὲν τῆς εἶπε «Ναί, ἐγὼ εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα σας Ἰακώβ· οὔτε τῆς εἶπε, ὅπως εἶπε στοὺς Ἰουδαίους, ἐγὼ ὑπάρχω πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση ὁ Ἀβραὰμ ἤ σᾶς βεβαιώνω ὅτι πολλοὶ βασιλιάδες καὶ δίκαιοι μαζὶ καὶ προφῆτες ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν αὐτὰ ποὺ βλέπετε ἐσεῖς καὶ δὲν τὰ εἶδαν. Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν λέει στὴν γυναίκα, μόνο διακόπτει τὴν πάλη τὴ σχετικὴ μὲ τὸν πατριάρχη καὶ φανερὰ κάνει τὴ μάχη ἰσχυρότερη. Γιατὶ ἄν τῆς ἔλεγε ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, γιατὶ ἐκεῖνος ἀπὸ μένα δέχτηκε τὴν εὐλογία κι ἐγὼ τοῦ τὴν ἔδωσα ἀμέσως ἐκείνη μπορεῖ νὰ ἔπαιρνε δρόμο καθὼς δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀντικρύση τέτοιο ὕψος ἀποκαλύψεων.

Τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς εἶπε, ἀλλὰ μὲ τὰ φαινόμενα κάνει τὸ πρᾶγμα σαφὲς καὶ ἀκαταμάχητο. Τῆς εἶπε καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερὸ θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, θὰ γίνη μέσα του πηγὴ νεροῦ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἀναφέρθηκαν τὰ πρόσωπα τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἄφησε τὴν πάλη γιὰ τὰ πρόσωπα καὶ στρέφεται στὴν πάλη ἀνάμεσα στὰ φαινόμενα νερὰ καὶ στ’ ἀφανῆ χαρίσματα.

Ἄν ἔλεγε «ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ», ἀμέσως ἐκείνη θὰ ἔφευγε καὶ θὰ πήγαινε στὴν πόλη, θὰ ξεγλυστροῦσε πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση καὶ πρὶν μιλήση θὰ ἔφτανε στὴν πόλη λέγοντας· τοῦτος δὲν εἶναι στὰ καλά του, εἶναι δαιμονισμένος, ἕνας τρελλός, εἶναι ἕνας ξένος ποὺ τὸν χτύπησε φρενίτης, εἶν’ ἕνας καταφρονεμένος, ἰσχυρίζεται πῶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας, πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐκεῖνον πολὺ ἔγινε πατέρας τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀποδήμησε φτωχὸς καὶ γύρισε πλούσιος ἀπὸ οἰκονομία Θεοῦ.

Ἀλλὰ κατέβαινε στὸ ἐπίπεδο τῆς γυναίκας ὁ Χριστὸς καὶ ὑποχωροῦσε στὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας γιὰ νὰ τὴν ἀνεβάση λίγο-λίγο στὸ ὕψος τῶν δυνατῶν.

Ἄκουσε προσεκτικὰ τί κάνουν οἱ ψαράδες. Ρίχουν τὸ ἀγκίστρι στὴ θάλασσα κι ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι πιάστηκε ψάρι, δὲν τὸ τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω ἀμέσως, ἀλλὰ ὑποχωροῦν στὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ καταπιῆ ὁλότελα κι ἀνυποψίαστα τὸ δόλωμα. Κι ὅταν καταλάβουν ὅτι ἔχει δεχθῆ τὸ ἀγκίστρι στὰ σπλάχνα μέσα καὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τότε μὲ δύναμη τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω τὸ ψάρι αὐτοὶ ποὺ πρῶτα ἦσαν ὑποχωρητικοί. Τό ἴδιο ἔκαμε καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γυναῖκα.

Δὲν φανέρωσε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ὀμορφιὰ τῆς θεότητος οὔτε τῆς ἔδωσε ὑποσχέσεις γιὰ μεγάλα ἀγαθά, οὔτε τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἰακώβ. Ἀλλὰ ἄναψε τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της, λέγοντάς της: καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ δικό μου νερὸ θὰ γίνη πηγὴ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἄφησε τὴν πάλη τῶν προσώπων καὶ ἦρθε στὴν ἀφθονία τῶν χαρισμάτων ἤ μᾶλλον δείχνει τὴν ὑπεροχὴ τους μέσα στὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ἡ γυναίκα τοῦ λέει: Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ, οὔτε νὰ ἔρχωμαι νὰ βγάζω ἀπὸ τὸ πήγαδι.

Εἶδες πῶς ἀμέσως ἐπίστεψε πώς τὸ νερὸ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴ γέννηση τῆς δίψας; Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερὸ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ βγάζω ἀπ’ τὸ πηγάδι. Τῆς ξύπνησε λίγο-λίγο τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ πνευματικὰ νάματα. Πίστεψε πώς ἦταν νερὸ ποὺ τὸ ἔπινες καὶ δὲν ξαναδιψοῦσες. Ποὺ τὸ ἔπινες καὶ ἐξαφανιζόταν τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτημάτων. Δῶσε μου Κύριε τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ τὸ βγάζω ἀπὸ τὸ πηγάδι. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Ἄν ἔχης σύντροφο τῆς ζωῆς σου, ἄς γίνη καὶ στὴν πίστη σου σύντροφος. Μὴν παίρνης μόνη σου τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων.

Πήγαινε καὶ φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Γι αὐτὸ ἦρθα στὴ γῆ, ὄχι γιὰ νὰ σώσω μόνο τὴν Εὔα στὸ πρόσωπο τῆς ἀειπάρθενης Μαρίας καὶ Θεοτόκου ἀλλὰ γιὰ νὰ ξανακαλέσω καὶ τὸν ἄνδρα πίσω στὸ παράδεισο μὲ τὸ πάθος μου. Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα.

Κι ὁ Παῦλος ὀ δάσκαλος τῆς οἰκουμένης μὲ τὴν ἴδια σκέψη γράφοντας στοὺς Κορινθίους ἔλεγε. «Ποῦ ξέρεις γυναῖκα ἄν δὲ σώσης τὸν ἄνδρα σου». Ἄς γυρίσουμε σ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν. Πήγαινε φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Τότε λέει ἡ γυναίκα: Δὲν ἔχω ἄνδρα. Ἄρχισε ἡ γυναίκα νὰ ξεσκεπάζη τὶς ἁμαρτίες της. Ἄρχισε νὰ ἐξομολογῆται καὶ νὰ λέη δὲν ἔχω ἄνδρα. Καλὰ εἶπες, τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἔχω ἄνδρα. Εἶχες πέντε καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινό.

Τί σημαίνει αὐτό; Εἶχες πέντε ἄνδρες κι αὐτὸ ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Ἡ γυναῖκα εἶχε κάμει πέντε συζύγους καὶ πέθαναν· ὕστερ’ ἀπ’ αὐτοὺς ἔγινε πόρνη. Γι’ αὐτὸ κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν πλησιάση σὰ νόμιμη γυναῖκα. Κι αὐτὴ μὴ μπορῶντας νὰ χαλιναγωγίση τῆς ὁρμές της, εἶχε κρυφὰ αὐτὸν ποὺ πόρνευε μαζί της. Καὶ δὲν ἦταν γνωστὴ οὔτε ἀναγνωρισμένη πόρνη, συζοῦσε κρυφά μὲ κάποιον. Ἐνόμιζε ὅτι ὁ Χριστὸς, σὰν ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ πλανηθῆ καὶ τοῦ ἔλεγε, ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα. Ὁ Χριστὸς, ποὺ γνωρίζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ πάντα πρὶν ἀκόμη γίνουν, τῆς λέει: Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα· ἔλαβες πέντε κι αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι σύζυγός σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινά.

Τοῦ λέει ἡ γυναίκα. Κύριε, νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας τελοῦν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι λέτε, ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι τὰ Ἱεροσόλυμα. Ποιὸν προφήτη ἐννοεῖς γυναίκα; Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς· ὅτι κάποιον προφήτη σὰν κι ἐμένα γιὰ χάρη σας θὰ παρουσιάση ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας ἤ κάποιον ἄλλο; Αὐτὸν γυναῖκα ἐννοεῖς ὅτι ξεσκεπάζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς. Ἀφοῦ εἶδε νὰ γίνεται ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἁμαρτημάτων της ἀπὸ τὸν Κύριο, διαπιστώνει· Κύριε νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Ἦταν τὸ ἴδιο σὰν νἄλεγε τὴ φράση τοῦ Δαυίδ· καθάρισέ με ἀπὸ τὶς μυστικὲς ἁμαρτίες μου.

Καθόταν ὁ Θεὸς καὶ μιλοῦσε μὲ τὴ γυναίκα. Τί πολλὴ φιλανθρωπία. Αὐτὸς ποὺ κάθεται στὶς ράχες τῶν χερουβείμ συνομιλεῖ μὲ μίαν πόρνη. «Νομίζω πώς εἶσαι προφήτης». Οἱ πατέρες μας ἔκαναν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ πόρνη ἀνοίγει συζήτηση δογματικὴ κι ἀφοῦ νόμισε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι προφήτης δὲν ρώτησε τίποτε βιοτικό. Τὸν παραδέχτηκε σὰν Κύριο καὶ δὲν ζήτησε χρηματικὴ περιουσία. Τὸν παραδέχεται Κύριο καὶ δὲν ζητᾶ τίποτα παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς προγονικῆς πίστης. Οἱ πατέρες μας προσκυνοῦσαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσκυνοῦμε εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Γιατὶ στὸ βουνὸ ἐκεῖνο τὸ Σώμωρ, ὁ Ἀβραὰμ πρόσφερε στὸ Θεὸ θυσία τὸ γυιό του καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰακώβ κατεβαίνοντας στὸ Λάβαν ἀπὸ τὴ Συρία εἶδε στ’ ὄνειρό του τὴ σκάλα ποὺ ἔφτανε ἀπὸ τὴ γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ καὶ πάλεψε μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε «ὁ Θεὸς μοῦ παρουσιάστηκε στὴ Λούσα».

Γι’ αὐτὸ ἡ γυναίκα καταπιάνεται μὲ δόγματα καὶ λέει: «Νομίζω Κύριε, πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας προσκύνησαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προκυνοῦμε. Κι ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μὲ τὴν ἀντάξια σοφία του. Ἐπειδὴ αὐτὴ τὸν θεωροῦσε Ἰουδαῖο κι ἐκείνη ἦταν Σαμαρείτισσα δὲν θέλησε ν’ ἀπαντήση στὴν ἐρώτησή της γιὰ νὰ μὴ διαψεύση τὸ λόγο καὶ νὰ μὴν πεισμώση τὴ γυναῖκα. Γιατὶ δὲν ἐπιδίωκε τιποτ’ ἄλλο παρὰ ἤθελε νὰ ὁδηγήση τὴ γυναῖκα στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τῆς ἔδωσε κάποια ἀπότομη ἀπάντηση, γιὰ νὰ μὴ διαψεύση καὶ νὰ μὴν ντροπιάση τὴ Σαμαρείτισσα.

Ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος τῆς λατρείας, ὅπως εἶχε ὁρίσει στοὺς Ἱσραηλῖτες ὁ Μωυσῆς, θὰ τὴν ἔκανε νὰ πεισματωθῆ. Ἐπειδὴ ὅπως εἴπαμε, κρατοῦσε μιὰ παλιὰ ἰδέα γιὰ τὸ ὅρος στὰ Σίκιμα, ὅτι σ’ αὐτὸ εἶχε λάβει ὁ Ἀβραάμ ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ θυσιάση τὸν Ἰσαάκ. Κι ἄν πάλι ἀπὸ θέληση συγκαταβάσεως ἔλεγε ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ὄρος καὶ καλὰ κάμετε σ’ αὐτὸ τὴ λατρεία σας, πάλι θὰ ἦταν ψεύτικη βεβαίωση.

Γι’ αὐτὸ ἀφοῦ ἄφησε καὶ τὰ δύο αὐτὰ καθοδηγεῖ τὴ γυναῖκα στὴν πνευματικώτερη λατρεία καὶ τῆς λέει: Γυναῖκα, πίστεψέ με, ὅτι ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα δὲ θὰ προσκυνήσουν τὸ Θεό, ἀλλὰ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ τοῦ ἀποδώσουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή. Τέτοιους προσκυνητὰς ζητεῖ ὁ Πατέρας. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ οἱ προσκυνηταί του πρέπει νὰ τοῦ ἀποδίδουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Βλέπετε διδασκαλία ἔξοχη, βλέπετε σοφία δασκάλου ἐφευρετικοῦ. Γυναίκα, πίστεψε τὸ λόγο μου. Προσέξετε πὼς οἰκοδομεῖ τὴν πίστη τῆς γυναίκας. Προσέξετε πὼς λίγο-λίγο ἀνεβάζει ἀνάλαφρα τὴν φυσή της στὸν οὐρανό. Χωρὶς νὰ λογαριάζη τὴν περιβολὴ τῆς πόρνης, γίνεται διάκονος τῆς ψυχικῆς της σωτηρίας. Γιατὶ δὲν ἦρθε νὰ καλέση σὲ μετάνοια τοὺς δίκαιους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιατὶ κατέβηκε στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, μένοντας συνάμα αὐτὸς ποὺ ἦταν, χωρὶς νὰ στερήση τὸν ἑαυτὸ του ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Γυναίκα, πίστεψέ με, ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταί, θ’ ἀποδώσουν στὸν πατέρα λατρεία πνευματικὴ κι ἀληθινή. Γιατὶ τέτοιους θέλει ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Δὲν περιορίζεται σὲ λόγια ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἁπλώνεται παντοῦ ἡ ἐπίγνωση τῆς Θείας Χάρης. Δὲν οἰκειοποιοῦνται πιὰ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες τὸ σύμβολο τοῦ νόμου. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ προσκυνοῦν τὸ Θεὸ πρέπει νὰ προσφέρουν λατρεία πνευματική καὶ ἀληθινή. Ὄχι λατρεία μὲ ὁλοκαυτώματα ξένα ἀπὸ μᾶς, μόσχους καὶ κριάρια. Ὄχι πιὰ περιτομὴ καὶ τήρηση τοῦ Σαββάτου. Ὄχι Ναὸς τοῦ Σολομῶντος καὶ βωμὸς καὶ τράγος ἀποδιοπομπαῖος κι ἅγια τῶν ἁγίων. Ὄχι πιὰ σκιὰ τοῦ νόμου καὶ λατρεία καὶ Σάββατα ποὺ ἔχουν διαψευσθῆ. Γιατὶ τὶς πρωτομηνιὲς σας καὶ τὰ Σάββατα, λέει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου, καὶ τὴ μεγάλη ἡμέρα δὲν τὰ ἀνέχομαι. Τὴ νηστεία καὶ τὴ σχόλη σας τὶς μισεῖ ἡ ψυχή μου. Οἱ προσκυνηταὶ θὰ πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία ἀληθινή. Ὅλα ἐκεῖνα σὰ σκιὰ ἔχουν περάσει. Τὰ παλιὰ πέρασαν, ὅλα τώρα ἔγιναν καινούργια. Ἄλλαξε ἡ σειρὰ τῶν πραγμάτων. Δὲν ἐπιτρέπω νὰ συγκεντρώνωνται σ’ ἕνα τόπο αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὸν Θεό. Τὰ δῶρα τῆς σωτηρίας θέλω νὰ τὰ ἐπεκτείνω σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἡ λαλιά τους ἁπλώθηκε σ’ ὅλη τὴ γῆ, σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεὸς κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Τοῦ λέει ἡ γυναίκα· Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας ποὺ λέγεται Χριστός. Ὅταν ἔρθη ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Ἡ πόρνη φιλοσοφεῖ ζητήματα πνευματικά, φέρνει στὸ στόμα της τὶς Θεῖες Γραφές. Κι ἄν τὸ σῶμα της ἔχη βουτυχθῆ στὴν ἀκαθαρσία τῆς πορνείας, ἡ ψυχή της ἔχει καθαρισθῆ μὲ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας. Μεσσίας σημαίνει ὁ ἀλειμμένος. Γιὰ τοῦτο ἡ γυναῖκα λέει, προσδοκῶ τὸν ἀλειμμένον, αὐτὸν ποὺ ἡ σάρκα του θὰ ἀλειφθῆ μὲ τὴ Θεότητα. Ἐκεῖνος ὅταν ἔρθη θὰ μᾶς, τὰ φανερώση ὅλα. Ἰδοὺ πνευματικὴ προκοπή, ἰδοὺ πόρνη ποὺ τὰ γνωρίζει ὅλα. Προσέξετε πῶς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς πέταξε στοὺς οὐρανούς. Μεσσία ἀποκαλεῖ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀποστέλλεται καὶ ἀναμένεται, ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ εἶναι προφήτης καὶ κύριος.

Δὲν τὸν χαρακτηρίζει πιὰ Ἰουδαῖο, δὲν κάνει διάκριση στὸ νὰ τοῦ δώση νερό, δὲν τοῦ λέει πιά· πῶς σὺ Ἰουδαῖος, ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν συναναστρέφονται οἱ Σαμαρεῖτες μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ τοῦ λέει· Κύριε, βλέπω πὼς εἶσαι προφήτης. Καὶ πάλι ἀσχολεῖται μὲ δόγματα. Οἱ πατέρες μας στὸ βουνὸ τοῦτο προσκύνησαν καὶ σεῖς ὑποστηρίζεται ὅτι εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσφέρεται ἡ λατρεία. Προσέξετε πῶς ἁρπάζει τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων. Προσέξετε πὼς ὅλα τὰ ἐκθέτει μὲ τεκμηρίωση ἀπὸ τὴ Γραφή. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ποὺ τὸν λένε Χριστό· ὅταν ἔρθη αὐτὸς θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Αὐτὸν ἀναζητῶ, αὐτὸν προσδοκῶ, αὐτὸν περιμένω νὰ ὑποδεχθῶ. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ εἶμαι. Μεγάλα καὶ παράδοξα θαύματα. Αὐτὸ ποὺ σὲ πολλοὺς ἀποστόλους ἔκρυψε στὴν πόρνη ἀποκαλύπτει φανερά.

Στοῦ Κλεόπα δὲν φανερώθηκε στοὺς ἀποστόλους. Ἀλλὰ ὅταν ἄνοιξε τὰ μάτια τους, ἐξαφανίστηκε, ἀπὸ μπροστά τους. Κι εἶπαν οἱ μαθηταί· Δὲν εἴχαμε φωτιὰ στὴν καρδιὰ μας, καθὼς μᾶς μιλοῦσε στὸ δρόμο καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὶς Γραφές; Δὲν φανέρωσε τὸν ἑαυτὸ του σ’ ἐκείνους, ἐνῶ στὴ γυναίκα λέει, Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σοῦ μιλῶ. Αὐτὸ μόνο στὸν Παῦλο τὸ ἔκαμε, ποὺ ἀνέβηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανό, καὶ ἁρπάχθηκε ὡς τὸν παράδεισο, κι ἄκουσε ἀνείπωτους λόγους κι ἔπιασε στὰ δίχτυα του τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε πιὸ μπροστὰ στὴν Σαμαρείτισσα. Στὸν Παῦλο ὁλοκάθαρα τὸ φανέρωσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Σαῦλε, Σαῦλε, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρὸ γιὰ σένα νὰ λακτίζης τὰ καρφιά. Καὶ ὁ Σαῦλος ρώτησε· ποιὸς εἶσαι Κύριε; Κι Ἐκείνος ἀποκρίθηκε: Εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σὺ κυνηγᾶς». Αὑτὸ τὸ λέει τώρα στὴν Σαμαρείτισσα: «Εἶμαι ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ».

Στὸ μεταξὺ ἔρχονται οἱ μαθητὲς καὶ τὸν βρίσκουν νὰ μιλᾶ μὲ τὴ γυναίκα. Ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναίκα. Αὐτὸς ποὺ συμβασιλεύει μὲ τὸν Πατέρα τὴν ἀτελείωτη βασιλεία, μιλοῦσε μόνος σὲ μιὰ γυναῖκα μόνη. Ἐκείνη ὅμως ἄφησε τὴ στάμνα της καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Ἄφησε τὴ στάμνα της, γιατὶ γέμισε μὲ τὰ ζωντανὰ νερὰ καὶ ἀφοῦ μπῆκε φώναξε στοὺς πολῖτες: Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός; Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον.

Δὲν εἶπε, ἐλᾶτε νὰ δῆτε τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μὴ νομίσυν οἱ ἄνθρωποι ὅτι παραφρόνησε. Γιὰ νὰ μὴν ποῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι αὐτὴ εἶναι τρελλή. Πότε εἶδε κανεὶς τὸν Θεὸ νὰ περπατᾶ; Πότε εἶδε κανένας τὸν Θεὸ νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Τοὺς ξυπνᾶ τὴν ἐπιθυμία νὰ βγοῦν καὶ νὰ πιαστοῦν. Ὅπως πιάστηκε στὸ δίχτυ, θέλει νὰ πιάση. Εἶδε ἕνα Ἰουδαῖο κι ἔχασε ἡ ἴδια στὴν ἀντίληψη τοῦ Κυρίου κι ὁδηγεῖ τοὺς ἄλλους νὰ φτάσουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό.

Πόρνη μὲ συνείδηση ἀποστόλου ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους πιὸ δυνατή. Γιατὶ οἱ ἀπόστολοι περίμεναν νὰ συμπληρωθῆ ὁλόκληρη ἡ Θεία Οἰκονομία καὶ τότε ἄρχισαν τ’ ἀποστολικά τους κηρύγματα. Ἡ πόρνη ὅμως πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση εὐαγγελίζεται τὸν Χριστό. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Διαλαλῶ τὰ ἁμαρτήματά μου, γιὰ νὰ ὁδηγήσω σᾶς. Γιὰ νὰ δῆτε σεῖς τὸν Θεὸ ποὺ ἔφτασε στὸν κόσμο, πομπεύω τὰ σφάλαμτά μου. Κι ἄς προσκυνιέται ὁ Χριστὸς ποὺ δὲν ἀποστρέφεται τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός;

Πρόσεξε τὴ σοφία τῆς γυναίκας, πρόσεξε τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς πόρνης. Ἕνα ἁμαρτημα τῆς εἶπε ὁ Χριστός, τὴν πορνεία μονάχα, κι ἐκείνη ἄφησε τὴ στάμνα κι ἔτρεξε στὴν πόλη λέγοντας. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κηρύττει αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, κηρύττει πιὸ μεγαλόφωνα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους. Δὲν τὸν εἶδε νὰ σηκώνεται ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν εἶδε τὸν τετραήμερο Λάζαρο νὰ ξαναπροσκαλῆται ἀπὸ τὸν τάφο, δὲν εἶδε τὸ θάνατο νὰ φυλακίζεται, δὲν εἶδε τὴ θάλασσα νὰ χαλιναγωγῆται μὲ τὰ λόγια. Δὲν εἶδε τὸν πλάστη τοῦ Ἀδὰμ στὴν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ ν’ ἀναπληρώνη μὲ πηλὸ τὸ φυσικὸ ἐλάττωμα, ὅμως τὸν κεραμουργὸ τοῦ παραδείσου διαλαλοῦσε μὲ τὸ λόγο της. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κι ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη τῶν Σαμαρειτῶν πίστεψαν σ’ αὐτὸν πολλοὶ ἀπὸ τὰ λόγια τῆς γυναίκας, ποὺ μαρτυροῦσε ὅτι «μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα».

Ἄς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χωρὶς νὰ νιώθουμε παράλογη ἐντροπὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, νὰ φοβώμαστε τὸν Θεό. Τώρα ὅμως βλέπω νὰ γίνεται τὸ ἀντίθετο· δὲν φοβόμαστε αὐτὸν ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς κρίνη, ἀλλὰ τρομάζομε αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς βλάψουν σὲ τίποτα καὶ φοβόμαστε μὴ μᾶς προσβάλλουν. Γι αὐτὸ τιμωρούμαστε γι’ αὐτὰ ποὺ φοβόμαστε.

Αὐτὸς ποὺ ντρέπεται νὰ φανερώση τ’ ἁμαρτήματα του σὲ ἄνθρωπο, δὲν ντρέπεται ὅμως νὰ τὰ πράξη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν θέλει νὰ ὁμολογήση καὶ νὰ μετανοήση, θὰ θεατριστῆ ἐκείνη τὴ μέρα ὄχι μπροστὰ σ’ ἕνα καὶ σὲ δύο, ἀλλὰ στὰ μάτια ὅλης τῆς οἰκουμένης. Ἄς συνομιλήσωμε λοιπὸν μὲ τὸν Χριστό, γιατὶ καὶ τώρα ἀνάμεσά μας στέκεται καὶ μᾶς μιλᾶ μὲ τὸ στόμα τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων.

Ἄς τὸν ἀκούσωμε καὶ ἄς τὸν πιστέψουμε. Ὡς πότε θὰ ζοῦμε στὰ χαμένα. ὅταν ξοδέψουμε ἄσκοπα τὸ χρόνο ποὺ μᾶς δόθηκε, θὰ πᾶμε γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἔσχατη τιμωρία, γιὰ τὴν ἄσκοπη δαπάνη. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ μᾶς ἔβαλε λογικὴ ψυχή, ὄχι γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μόνο τὴ ζωὴ αὐτὴ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐργασθοῦμε ὅλοι γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς μέλλουσας ζωῆς. Γιατὶ τ’ ἄλογα μόνο χρησιμοποιοῦνται στὴ παροῦσα ζωή. Κι ἐμεῖς γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀθάνατη ψυχή, γιὰ νὰ πράξουμε ὅλα μὲ σκοπὸ τὴν ἐκεῖ ζωή, γιὰ νὰ λάμψουμε ἐκεῖ, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε στὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων, γιὰ νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸ βασιλιὰ γιὰ πάντα, στοὺς ἄφθαρτους αἰῶνες.

Γι αὐτὸ ἔχει γίνει ἀθάνατη ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα θὰ ξαναγίνη πάλι. Κι ἄν εἶσαι προσηλωμένος στὰ γήϊνα, ἐνῶ εἶσαι προωρισμένος γιὰ τὸν οὐρανό, κατάλαβε πόσο βαριὰ ὑβρίζεις τὸ δωρητή, ὅταν ἐκεῖνος σοῦ προτείνη τὰ ὑψηλὰ καὶ σὺ δὲν τὰ πολυλογαριάζεις καὶ τὰ ἀλλάζης μὲ τὰ γήινα. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ἀπείλησε μὲ τὴ γέενα, ἀφοῦ τὸν περιφρονοῦμε. Γιὰ νὰ μάθης ἐκεῖ πόσα πολλὰ καλὰ ἔχεις στερήσει τὸν ἑαυτό σου. Ἀλλὰ ποτὲ νὰ μὴ συμβῆ νὰ δοκιμάσης τὴν κόλαση. Παρὰ ἀφοῦ εὐαρεστήσουμε, μακάρι νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη καθὼς καὶ στὸν Πατέρα μαζί καὶ τὸ ἅγιο καὶ ζωοπάροχο πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

4.

Τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν περικοπῶν τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου ποὺ ἀναγινώσκει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου εἶναι ὅτι παρουσιάζουν μερικὰ οὐσιαστικὰ γνωρίσματα τοῦ Ἰησοῦ: Εἶναι ὁ «Κύριος καὶ Θεὸς» (Κυριακή τοῦ Θωμᾶ), ὁ Λόγος ποὺ δίνει ζωὴ στοὺς πονεμένους (Κυριακή τοῦ παραλύτου), ἡ πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει νερὸ ζωῆς αἰώνιας (Κυριακὴ Σαμαρείτιδας), τὸ φῶς τοῦ κόσμου (Κυριακή τοῦ τυφλοῦ).

Πολλὲς φορὲς τὶς ὡραῖες καὶ ὑψηλὲς διδασκαλίες του ὁ Ἰησοῦς τὶς ἀπηύθυνε σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶχαν κανένα ἐξωτερικὸ χαρακτηριστικὸ ἁγιότητας ἢ θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς. Δὲν ἀπέφευγε μάλιστα νὰ συνομιλεῖ καὶ μὲ γυναῖκες, ὅπως ἡ περίπτωση τῆς σημερινῆς περικοπῆς, πράγμα τὸ ὁποῖο ἐντυπωσίασε τοὺς μαθητές, διότι εἶναι μία πράξη ποὺ δὲν θὰ τὴν ἔκανε κανένας ἀξιοπρεπὴς δάσκαλος τῆς ἐποχῆς, δεδομένου ὅτι δὲν θεωροῦνταν οἱ γυναῖκες ἰσάξια πρὸς τὸν ἄνδρα πρόσωπα καὶ ἱκανὰ νὰ ἀκούσουν μία διδασκαλία. Ἐν τούτοις ὁ Ἰησοῦς, ἀποκαλύπτοντας καὶ σαρκώνοντας στὸ πρόσωπό του τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, βλέπει ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, στὰ ὁποῖα θέλει νὰ διδάξει ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ κυρίως τὰ ὁποῖα θέλει νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

Ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη 4, 5-42 μᾶς παρουσιάζει τὸν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος διερχόταν μὲ τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὴ Σαμάρεια, νὰ συζητᾶ στὴ Συχάρ, στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μὲ μία Σαμαρείτιδα γυναίκα καὶ μάλιστα μὲ γυναίκα, ἡ ὁποία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ συζήτηση, δὲν ὑπῆρξε πολὺ ἐνάρετη καὶ σεμνὴ στὴ ζωή της. Σ’ αὐτὴν τὴ γυναίκα, μετὰ ἀπὸ μία «τεχνικὴ παρανοήσεων» ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ νὰ διατυπώσει τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ «ζῶντος ὕδατος» ποὺ δὲν στερεύει ποτέ, περὶ τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρείας τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῆς μεσσιανικῆς του ἰδιότητας. Ἀπὸ τὴ σημαντικὴ αὐτὴ συζήτηση τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα θὰ σταματήσουμε σ’ ἕνα σημεῖο, στὴ σημαντικὴ φράση ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τί εἶναι ὁ Θεός: «Εἶναι ὅμως κοντὰ ὁ καιρός, ἦρθε κιόλας, ποὺ ὅσοι πραγματικὰ λατρεύουν, θὰ λατρέψουν τὸν Πατέρα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια – γιατί ἔτσι τοὺς θέλει ὁ Πατέρας αὐτοὺς ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα. Κι αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ φανερώνει τὴν ἀλήθεια».

Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ προφέρει ὁ Χριστὸς σὰν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῆς Σαμαρείτιδας, ποῦ εἶναι πιὸ σωστὸ νὰ λατρεύεται ὁ Θεός, στὸ Ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι ἢ στὸ ὅρος Γαριζεὶν ὅπως ἤθελαν οἱ Σαμαρεῖτες. Μὲ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ μετατίθεται τὸ θέμα ἀπὸ τὸν τόπο στὸν τρόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι χαρακτηριστικὲς οἱ λέξεις «πνεῦμα» καὶ «ἀλήθεια» ποὺ δεσπόζουν στὴν ἀπάντηση. Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ὁ Ἰησοῦς ἑνώνει πιὸ στενὰ τοὺς δύο αὐτοὺς ὅρους λέγοντας: «τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας θὰ σᾶς ὁδηγήσει σὲ ὅλη τὴν ἀλήθειαν» (16, 13).

Πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ ὑψηλὴ διατύπωση περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τοῦ τρόπου λατρείας του, τὴν ὁποία δὲν συλλαμβάνει κανεὶς θεωρητικὰ ἀλλὰ ζώντας μέσα στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας. Πρόκειται σὲ τελευταία ἀνάλυση γιὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται διὰ τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι κατάκτηση τῆς νοητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι τὸ βέβαιο συμπέρασμα μίας σειρᾶς συλλογισμῶν ἀλλ’ ἡ μείζων πρότασή τους. Εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, ἀποκάλυψη Θεοῦ, εἶναι τὸ σαρκωμένο πρόσωπο τοῦ Λόγου ποὺ διακηρύττει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Συνεπῶς ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἰδέα, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, μία ζωή, ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ προσφέρει ἀκόμη περισσότερη ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ διακήρυξη ὅτι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν τὸν Θεὸν» πρέπει νὰ μᾶς ἀφυπνίζει πάντοτε καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ λατρεύουμε τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ψεύτικη ἱκανοποίηση τῆς συνειδήσεώς μας, μὲ τὴν ἐπιφανειακὴ τήρηση τοῦ γράμματος, μὲ τὸν ποσοτικὸ ὑπολογισμὸ τῶν πράξεών μας, μὲ τὴν ὠφελιμιστικὴ σκέψη τῆς ἀμοιβῆς. Ἐπίσης, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν τυποποίηση τῆς στάσεώς μας πρὸς τὸν Θεὸ μέσα σὲ καθιερωμένες καὶ ξηρὲς λέξεις ἢ ἐκφράσεις ποὺ δὲν ζοῦμε τὸ περιεχόμενό τους. Τὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» σημαίνει ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι – μὲ ἄλλα λόγια, σημαίνει συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς Ἐκκλησίας βέβαια ποὺ ἀποτελεῖ ζωντανὸ σῶμα Χριστοῦ καὶ ὄχι ὀργανισμὸ νεκροῦ γράμματος ἢ σύνολο ξηρῶν τύπων.

Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς, ἰδιαίτερα τῆς φράσεως τοῦ Ἰησοῦ ποὺ μᾶς ἀπασχόλησε περισσότερο, εἶναι ἕνα μήνυμα ἀπαγκιστρώσεως ἀπὸ τὸ ψέμα τοῦ νεκροῦ θρησκευτικοῦ τύπου στὸ ὁποῖο κινδυνεύει κανεὶς νὰ ἐγκλωβισθεῖ, ὅταν ξεχνᾶ τὸ «πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καὶ θέλει νὰ ἱκανοποιήσει συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα τὸ δικό του πνεῦμα ποὺ μπορεῖ νὰ βρίσκεται σὲ δρόμο πλανεμένο.

5.

Ἀληθινοὶ Προσκυνητὲς τοῦ Θεοῦ (Ἰω. δ, 5-42)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»

Ὑπῆρχε μία διαμάχη μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν. Δὲν ἦταν συγγενεῖς λαοί. Ἡ Σαμάρεια ἦταν ἐξ’ ὁλοκλήρου ξένη περιοχὴ μὲ τὸν ἐθνικὸ βίο τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ Σαμαρεῖτες πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸ ὄρος Σομόρ. Τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸν θεωροῦσαν τοπικὸ θεό, ἐνῶ παράλληλα πίστευαν καὶ σὲ ἄλλους εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Οἱ Ἰσραηλίτες ἀπέφευγαν μὲ ἀποστροφὴ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ οἱ ραββινικὲς ἐντολὲς ἦταν νὰ μὴν ἔχουν οἱ Ἰουδαῖοι οὐδεμία σχέση μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Σαμάρειας. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ σταμάτησε ὁ Χριστὸς νὰ ξεκουρασθεῖ καὶ πιὸ εἰδικὰ στὴν πόλη Συχὰρ κοντὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Στὸ χῶρο ἔκανε διάλογο μὲ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα.

Ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα

Ἡ Σαμαρείτιδα ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις καὶ τὴν ἔκπληξη ποὺ δοκίμασε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται πὼς ἦταν μία ἁπλοικὴ γυναίκα, ἀγράμματη καὶ ἀμαθής. Ἀκόμη φαίνεται πὼς δὲν εἶχε καὶ καλὴ βιοτή. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ μάθει τὴν τελειότερη γνώση γιὰ τὸ θεό. Μεταξὺ ἄλλων ὁ Κύριος ἔθιξε τὸ θέμα τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Βέβαια τόνισε πὼς ὁ Σαμαρειτικὸς τρόπος λατρείας τοῦ θεοῦ εἶναι σφαλερός, ἐνῶ ὁ Ἰουδαϊκὸς ὁ ὀρθός. Οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες νόμιζαν πὼς μὲ τὰ θυμιάματα, τὶς θυσίες, τὶς περιτομές, τὸ Ναὸ ἢ τὸ ὄρος Γαρειζίν, τοὺς σωματικοὺς καθαρμοὺς κ. ἄ. εὐαρεστοῦν τὸ θεό. Ἔρχεται ὁ Κύριος καὶ λέγει πὼς ὁ θεὸς εἶναι Πνεῦμα, δηλαδὴ ἄϋλος καὶ οἱ προσκυνητὲς πρέπει νὰ Τὸν λατρεύουν πνευματικά. Ὁ θεὸς δὲν θεραπεύεται μὲ τὴν ὕλη, γι’ αὐτὸ καὶ ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ λατρεία στὸ πρόσωπό Του. Ὅλοι οἱ καθαρμοὶ καὶ οἱ περιτομὲς εἶναι σκιές, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πνευματικὴ λατρεία. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς γράφει πὼς πνευματικὴ λατρεία εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἄλλος ἑρμηνευτὴς θὰ πεῖ πὼς ἀληθινὴ λατρεία εἶναι ἡ ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ τὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς.

Ποῦ βρίσκεται ὁ Θεός;

Ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ποῦ πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦμε; Ὁ Θεὸς εἶναι παντοῦ καὶ μέσα μας. Ὁ θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ τὸ πνεῦμα «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. 3,8). Ὅλος ὁ κόσμος πλέει μέσα στὶς ἐνέργειες τοῦ θεοῦ. Ἄλλωστε τὸ Πνεῦμα τοῦ θεοῦ «ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γέν. 1,2) καὶ τῆς ἀβύσσου. Ὁ θεὸς εἶναι «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεὺς σημειώνει πὼς τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴ Σαμαρείτιδα γιὰ τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, σημαίνουν πὼς θὰ ἔλθει καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον «οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ οὐκ ἐν ἀφωρισμένῳ τόπῳ, ἀλλὰ πανταχόθεν προσοίσουσιν τὴν προσκύνησιν τῷ πανταχοῦ παρόντι θεῷ», δηλαδὴ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς ὄχι σὲ κάποιον εἰδικὸ τόπο, ἀλλὰ παντοῦ καὶ σ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς θὰ προσφέρουν τὴν προσκύνηση στὸν πανταχοῦ παρόντα θεό. Μέσα στὰ δύο τελειωτικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ἡ πράξη καὶ ἡ θεωρία, θὰ λατρεύεται ὁ Θεός.

Ἡ Σαμαρείτιδα εἶναι ἔλεγχος τῶν ραθύμων

Ἐὰν μιὰ γυναίκα Σαμαρείτιδα δείχνει τόση σπουδὴ καὶ τόση ἐπιμέλεια καὶ προθυμία γιὰ νὰ μάθει κάτι χρήσιμο γιὰ τὴν πνευματική της ζωὴ καὶ παραμένει πλησίον τοῦ Κυρίου, ἂν καὶ ἀγνοοῦσε ποιὸς εἶναι, καταλαβαίνουμε τί πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ βρίσκεται, ποὺ προσφέρει τὸν ἑαυτὸ Του κ.λ.π. Πάντοτε νὰ Τὸν ἀναζητοῦμε χωρὶς ὀκνηρία. Στοιχειώδη πράγματα ἀγνοοῦμε γύρω ἀπὸ τὴν πνευματική μας ζωή. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς δὲ γνωρίζουμε ποιὸ θεὸ λατρεύουμε. Τί εἶναι Ἐκκλησία; Πῶς θὰ σωθοῦμε; Ἡ μετάνοια τί χαρακτηριστικὰ ἔχει καὶ πολλὰ ἄλλα. Ἡ γυναίκα αὐτή, ἂν καὶ ἁμαρτωλή, εἶχε ἐπιθυμία νὰ μάθει τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ θεοῦ. Ἐμεῖς ἔχουμε τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον νὰ μάθουμε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὸ Εὐαγγέλιο;

Ἀδελφοί μου,

Ἐὰν ἐνδιαφερόμαστε νὰ μάθουμε κάτι, θὰ γνωρίζαμε πὼς ἡ ἀληθινὴ λατρεία εἶναι πνευματική. «Τιμήσατε τὸν Θεὸν πλέον τῆς συνηθείας», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος. Δὲ μᾶς σώζουν τὰ εὐλαβῆ ἔθιμα, ἀλλὰ ἡ ὁλόψυχη καὶ μὲ ἐπίγνωση πνευματικὴ λατρεία τοῦ θεοῦ.

6.

Πνεῦμα ὁ Θεός (Ἰω. δ, 5-42)

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

«Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Εἶναι πανθομολογούμενο ὅτι ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ Σαραρείτιδα εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ βαρυσήμαντους ποὺ διαβάζουμε στὰ Εὐαγγέλια. Ἐδῶ ἐπικεντρώνεται τὸ βάθος καὶ ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς λατρείας.

Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Σαμαρείτιδα

Ὁ Χριστὸς πηγαίνει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴ Γαλιλαία. Ἀλλὰ «ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας» (Ἰω. 4,4), ἔπρεπε ὅμως νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Σαμάρεια, μᾶς λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ αὐτό, ὄχι γιατί ἦταν ὁ μόνος δρόμος ποὺ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει, θὰ μποροῦσε νὰ πάει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη. Ὅμως ἔπρεπε ὁπωσδήποτε o Χριστὸς νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Συχάρ, γιὰ νὰ συναντήσει τὴ Σαμαρείτιδα. Αὐτὸ τὸ «ἔδει», δηλαδὴ αὐτὸ τὸ «ἔπρεπε» τῆς ἀνεξιχνίαστης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἂν σὲ μᾶς φαίνεται τυχαῖο, ἀπροσδόκητο καὶ ἀπρόοπτο, στὶς ποικίλες περιστάσεις καὶ τὰ γεγονότα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς εἶναι ἡ «μυστικὴ μέθοδος» ποὺ ὁ Θεὸς ἀκολουθεῖ, γιὰ νὰ μᾶς συναντήσει.

Ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ συναντήσει τὴ Σαμαρείτιδα «πλησίον τοῦ χωρίου ὅ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ» (Ἰω. 4,5), κοντὰ στὸ χωράφι ποὺ εἶχε δώσει ὁ Ἰακὼβ στὸ γιὸ του Ἰωσήφ. Οἱ Σαμαρεῖτες, μέσα στὶς αἱρετικὲς θρησκευτικές τους προτιμήσεις, ἦταν προσκολλημένοι στὶς δύο αὐτὲς βιβλικὲς μορφές, τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἰωσήφ. Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες βρίσκονταν σὲ μία διαρκῆ διαμάχη καὶ ἀντιπάθεια λόγῳ τῶν θρησκευτικῶν τους διαφορῶν. Αὐτὸ δὲν ἐμπόδισε τὸν Χριστό, κουρασμένο ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, νὰ καθίσει στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ περιμένει, γιὰ νὰ συναντήσει τὴ Σαμαρείτιδα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πράγματι ὁ Θεὸς μᾶς ἀναζητᾶ, ἔρχεται πάντοτε καὶ μᾶς περιμένει στὸ δικό μας χῶρο, στὶς συνθῆκες τῆς δικῆς μας ζωῆς, στὶς ἀσχολίες καὶ τὰ ἐνδιαφέροντά μας, στὰ γεγονότα, στὶς ἐμπειρίες καὶ τὰ βιώματα τῆς καθημερινότητάς μας.

Πνευματικὴ λατρεία

Ἄραγε, ποῦ βρίσκεται ὁ Θεὸς καὶ ποῦ πρέπει νὰ Τὸν προσκυνοῦμε; Αὐτό, οὐσιαστικά, εἶναι τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ἡ Σαμαρείτιδα στὸν Χριστό. Μία γυναίκα ἡ ὁποία μέσα στὴν ἁπλότητά τnς καὶ τὴν ἠθική της ἀταξία ἐκφράζει τὴ διαχρονικὴ πανανθρώπινη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀναζήτηση ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπαναστατική. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ τὸ «πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3,8). Ὁ Θεὸς βρίσκεται παντοῦ, μέσα μας καὶ γύρω μας. Ὁ κόσμος ποὺ ζοῦμε εἶναι διάχυτος ἀπὸ τὶς ἐνέργειές Του καὶ ἡ πραγματικότητά μας διαποτισμένη ἀπὸ τὴν παρουσία Του. Τὸ μυστήριό Του εἶναι μία ἀλήθεια ποὺ μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸ νόμο καὶ τὶς σκιές, τὰ σύμβολα καὶ τὶς τυπικὲς διατάξεις. Κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκρίνεται στὴν ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθειᾳ», γκρεμίζει μέσα του ὅλα τὰ εἴδωλα τῆς θρησκείας καὶ κάθε ἰδεολογίας ποὺ δημιουργεῖ μέσα στὴν ἱστορία, ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινή του ζωή. Συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη καὶ λατρεία εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μία ἀκόμη «ἀνακάλυψη» τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία θρησκεία δίπλα στὶς ἄλλες, ἔστω καὶ ἡ καλύτερη. Γιατί ὅπου θρησκεία, κάθε εἰκασία, δοξασία καὶ πεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν θεό. Καθετὶ ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα του γιὰ τὸν θεό. Γιὰ ἕναν θεὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται, φαντάζεται καὶ ἐπινοεῖ μέσα στὶς φοβίες καὶ τὶς ἀνασφάλειές του. Ὅπου ὅμως Ἐκκλησία, ἡ φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐκδήλωση τῆς θυσιαστικῆς καὶ λυτρωτικῆς Του ἀγάπης γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τῆς δύναμης καὶ τῆς σώζουσας χάριτός Του. Ἡ ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ καθημερινὴ πράξη μαρτυρεῖ πάντοτε τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Τὴν ἀποτυχία νὰ λατρεύουμε τὸν Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὸ διαρκῆ ἀγώνα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς συχνὰ παραμορφώνουμε καὶ ἀλλοιώνουμε τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ λατρείας. Ἐγκλωβισμένοι, περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὴ θρησκευτικότητά μας σὲ ἐξωτερικοὺς τύπους καὶ κανόνες. Ὑποτασσόμαστε τυφλὰ στὸ «γράμμα» διατάξεων καὶ νόμων. Ἀδιαφοροῦμε καὶ προδίδουμε τὸ «πνεῦμα» ὅλων αὐτῶν ποὺ ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε, γιὰ νὰ μᾶς βοηθοῦν καὶ ὄχι νὰ μᾶς αἰχμαλωτίζουν. Ἡ πληθώρα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανόνων μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι δομημένη ἡ χριστιανική μας ζωὴ ἀπαιτοῦν διάκριση, σύνεση καὶ φωτισμό, γιὰ νὰ μὴν ἐκφυλίζονται σὲ τυπολατρία, ἀλλὰ νὰ ἀποτελοῦν ἀλήθεια ποὺ γεμίζει καὶ σώζει τὰ πάντα. Ἀμήν.

7.

 Περὶ τῆς Σαμαρείτιδος

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

 

Καί ὅτι πρέπει νά καταφρονοῦμε τά παρόντα

Ὅλην αὐτήν τήν περίοδο πού διανύομε τώρα, ἐπεκτεινομένη σέ πενήντα ἡμέρες, ἑορτάζομε τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δεικνύοντας μέ αὐτή τήν παράτασι τήν ὑπεροχή της ἀπέναντι στίς ἄλλες ἑορτές. ῎Αν καί βέβαια αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἡμερῶν περιλαμβάνει καί τήν ἐπέτειο μνήμη τῆς ἐπανόδου στούς οὐρανούς, ἀλλά καί αὐτή δεικνύει τή διαφορά τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου πρός τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἀναβιώσει. Πραγματικά ὅλοι ὅσοι ἀναστήθηκαν ἀπό τούς νεκρούς ἀναστήθηκαν ἀπό ἄλλους καί, ἀφοῦ ἀπέθαναν πάλι, ἐπέστρεψαν στή γῆ.ὁ δέ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν κυριεύεται πλέον καθόλου ἀπό τόν θάνατο.διότι μόνο αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε τόν ἑαυτό του τήν τρίτη ἡμέρα, δέν ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ, ἀλλά ἀνέβηκε στόν οὐρανό, καθιστώντας τό φύραμά μας πού εἶχε λάβει ὁμόθρονο μέ τόν Πατέρα ὡς ὁμόθεο. Γι᾿ αὐτό εἶναι ὁ μόνος πού ἔγινε ἀρχή τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καί ὁ μόνος πού κατέστη ἀπαρχή τῶν νεκρῶν καί πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς καί πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ὅπως ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀποθαίνουν στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι στόν Χριστό θά ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀλλ᾿ ὁ καθένας στήν τάξι του.ἀπαρχή εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Χριστοῦ κατά τήν παρουσία του, ἔπειτα οἱ τελευταῖοι, ὅταν καταργήση κάθε ἀρχή καί ἐξουσία καί δύναμι καί θέση ὅλους τούς ἐχθρούς του κάτω ἀπό τά πόδια του. Τελευταῖος ἐχθρός πού θά καταργηθῆ εἶναι ὁ θάνατος (Α´ Κορ. 15,22 ἑἑ), κατά τήν κοινή ἀνάστασι, μέ τήν ἐσχάτη σάλπιγγα.διότι πρέπει τό φθαρτό τοῦτο στοιχεῖο νά ἐνδυθῆ ἀφθαρσία καί τό θνητό τοῦτο νά ἐνδυθῆ ἀθανασία (Α´ Κορ. 15,53).

Τέτοια δωρεά μᾶς προσφέρει ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, καί γι᾿ αὐτό μόνο αὐτήν ἑορτάζομε μέ τόση διάρκεια σάν ἀθάνατη καί ἀνώλεθρη καί ἀΐδια, προεικονίζοντας μέ αὐτά καί τήν μέλλουσα μακαριότητα τῶν ἁγίων, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐξαφανισθῆ κάθε ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός. ὑπάρχει δέ σ᾿ αὐτήν εὐφροσύνη καί πανήγυρις ἐνθουσιώδης καί ἀναλλοίωτη. διότι ἐκεῖ εἶναι πραγματικά ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων. Γι᾿ αὐτό ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρίν ἀπό τίς ἡμέρες αὐτές νά τελοῦμε τήν ἱερά τεσσαρακοστή μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί μέ προσευχή καί κάθε εἶδος ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν. Μέ τήν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα ἡ ζωή τῶν σωζομένων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μετάνοια καί θεοφιλής βίος.μέ τήν πεντηκοστή δέ αὐτή, πού διανύομε τώρα, ἐπιδεικνύει τήν ἄνεσι καί ἀπόλαυσι πού θά ὑποδεχθῆ αὐτούς πού ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιά τόν Θεό.

Γι᾿ αὐτό ἐκείνη μέν εἶναι τεσσαρακοστή, ἔχει συνακόλουθη τήν μνήμη τῶν σωτηρίων παθῶν καί μετά τήν ἑβδόμη ἑβδομάδα λαμβάνει τήν λύσι τῆς νηστείας.αὐτή δέ σάν πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀπό τή γῆ μετάθεσι στόν οὐρανό καί τήν κατάβασι καί διάδοσι τοῦ θείου Πνεύματος. Διότι αὐτός ἐδῶ ὁ αἰών εἶναι ἑβδοματικός καί συνίσταται ἀπό τέσσερις ἐποχές καί μέρη καί στοιχεῖα καί γι᾿ αὐτούς πού σ᾿ αὐτόν καθιστοῦν τούς ἑαυτούς των κοινωνούς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ὀγδόη καί καταλήγει στήν ὀγδόη καί ἀφοῦ ξεπεράση τήν ἑβδομάδα καί τήν τετρακτύ, διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τῆς ἔπειτα ἀπό αὐτήν ἀναλήψεως παριστάνει τήν μέλλουσα ἀνάστασι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τήν κατ᾿ αὐτήν ἀνύψωσι τῶν ἀξίων στά σύννεφα πρός τήν θεία συνάντησι καί στήν συνέχεια τήν συνύπαρξι καί ἀνάπαυσι μέ τόν Θεό στούς αἰῶνες.

Αὐτή λοιπόν θά ἔλθη στόν καιρό της. ῾Ο δέ Κύριος κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας πρίν ἀπό τό πάθος καί δεικνύοντας στούς μαθητάς ὅτι δέν θά γίνη μόνο ἀνάμεσα στούς ᾿Ιουδαίους ἡ ἐκλογή τῶν ἀξίων τῆς πίστεως καί τῆς ἀπό αὐτόν προτεινομένης ἀΐδιας κληρονομίας ἀλλά καί ἀνάμεσα στούς ᾿Εθνικούς, κατά τήν σήμερα ἀναγινωσκομένη στήν ἐκκλησία περικοπή τοῦ εὐαγγελίου (᾿Ιω. 4,5-30) “ἔρχεται σέ μιά πόλι τῆς Σαμαρείας, πού λέγεται Σιχάρ, πλησίον τοῦ τόπου πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν υἱό του ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖ ἦταν ἡ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ”. Πηγή φυσικά ὀνομάζει τό φρέαρ, διότι εἶχε ὕδωρ πηγαῖο, ὅπως θά φανῆ ἀπό τήν συνέχεια τοῦ λόγου.ἦταν δέ τοῦ ᾿Ιακώβ, ἐπειδή ἐκεῖνος τό εἶχε ἀνοίξει. ῾Ο δέ τόπος πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν ᾿Ιωσήφ εἶναι τά Σίκημα. Διότι εἶπε πρός αὐτόν, ὅταν ἔπνεε τά ἔσχατα στήν Αἴγυπτο καί ἔκαμε διαθήκη. “᾿Ιδού ἐγώ πεθαίνω, ἐνῶ ἐσᾶς θά σᾶς ἐπαναφέρη ὁ Θεός ἀπό αὐτή τή γῆ στή γῆ τῶν πατέρων μας. ᾿Εγώ δίδω τά Σίκημα κατ᾿ ἐξαίρεσι ἀπό τούς ἀδελφούς σου σέ σένα, τά ὁποῖα ἔλαβα ἀπό τούς ᾿Αμορραίους μέ τό ξίφος καί τό τόξο μου”. Γι᾿ αὐτό τά μέν Σίκημα κατοικοῦνταν ὕστερα ἀπό τήν φυλή τοῦ ᾿Εφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱός τοῦ ᾿Ιωσήφ, τόν δέ τόπο γύρω ἀπό αὐτά κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ, τίς ὁποῖες ἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης ῾Ιερουβοάμ.

᾿Αφοῦ δέ αὐτοί προσέκρουσαν στόν Θεό πολλές φορές καί ἐγκαταλείφθηκαν ἀπό αὐτόν πολλές φορές, ὕστερα ἔγιναν ὅλο τό γένος αἰχμάλωτοι, ὁπότε ἀντί αὐτῶν ὁ ἡγέτης τῶν ᾿Ασσυρίων ἐγκατέστησε στόν τόπο ἔθνη πού συνάθροισε ἀπό διάφορα μέρη καί τούς ὠνόμασε Σαμαρεῖτες ἀπό τό ὄρος Σομόρ. ῞Οπως δέ ὁ ᾿Ιακώβ περνώντας ἀπό ἐκεῖ ὑπέταξε τά Σίκημα, καθώς λέγει ἡ ἱστορία, ἔτσι περνώντας ὁ Χριστός τώρα ὑπέταξε τή Σαμάρεια. ᾿Αλλά ἐκεῖνος μέν τό ἔκαμε, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, μέ τήν ρομφαία καί τό τόξο του, δηλαδή πρός ἐξολόθρευσι καί καταστροφή τῶν παλαιῶν κατοίκων, ὁ δέ Χριστός μέ λόγο καί διδασκαλία, δηλαδή γιά σωτηρία.“διότι ὁ ᾿Ιησοῦς”, λέγει, “κουρασμένος ἀπ᾿ τήν ὁδοιπορία, ἐκαθόταν ἔτσι δίπλα στό πηγάδι.ἡ ὥρα ἦταν περίπου ἕκτη”.

Καί ἡ ὥρα καί ὁ κόπος καί ὁ τόπος ἐπέβαλλαν νά καθήση καθένας πού ἔχει σῶμα σάν τό δικό μας. Θέλοντας λοιπόν νά ἐπιβεβαιώση τοῦτο καί προβλέποντας τό μελλοντικό κέρδος, ἐκαθόταν, λέγει, ἔτσι δίπλα στό πηγάδι, δηλαδή ἀφελῶς κάτω, μόνος του σάν ἕνας ὁδοιπόρος ἀπό τούς πολλούς, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στήν πόλι, γιά ν᾿ ἀγοράσουν τροφές. Καθώς λοιπόν ἐκαθόταν ἔτσι μόνος του δίπλα στό πηγάδι, ἔρχεται μιά γυναῖκα ἀπό τήν Σαμάρεια νά πάρη νερό. ῾Ο δέ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος διψώντας καί βλέποντας νά ἔρχεται κάποια ἀνθρωπίνως διψῶσα, γιά νά σταματήση τή δίψα της, ὡς Θεός δέ βλέποντας καί τήν καρδιά της νά διψᾶ γιά σωτήριο ὕδωρ, χωρίς ὅμως νά γνωρίζη αὐτόν πού μπορεῖ νά τῆς τό προσφέρη, ἐπείγεται ν᾿ ἀποκαλύψη τόν ἑαυτό του στήν ποθοῦσα ψυχή, διότι ποθεῖ καί αὐτός τούς ποθοῦντας κατά τά γεγραμμένα, ἀρχίζει δέ ἀπό ἐκεῖ πού θά γίνη εὐπρόσδεκτος.καί τῆς λέγει, “δός μου νερό νά πιῶ”. Αὐτή δέ, καθώς ἦταν εὐφυής καί ἀντελήφθηκε καί ἀπό μόνο τή στολή καί τό σχῆμα καί τήν ἔκδηλη ἐξωτερική κοσμιότητα ὅτι εἶναι ᾿Ιουδαῖος καί φύλακας τοῦ νόμου, εἶπε, θαυμάζω πῶς ζητεῖς ἀπό Σαμαρείτιδα νερό, ἐνῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἐπικοινωνοῦν μέ τούς Σαμαρεῖτες ὡς ἐθνικούς. ῾Ο δέ Κύριος. παίρνοντας ἀπό αὐτό ἀφορμή, ἀρχίζει νά ἀποκαλύπτη τόν ἑαυτό του πρός αὐτήν λέγοντας.“ἄν ἐγνώριζες τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει, δός μου νά πιῶ νερό, ἐσύ θά τοῦ ἐζητοῦσες καί θα σοῦ ἔδινε ζωντανό ὕδωρ”.

Βλέπεται ἐπιβεβαίωσι περί τοῦ ὅτι, ἄν ἐγνώριζε, θά ἐζητοῦσε ἀμέσως καί θά ἐγινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανοῦ ὕδατος, ὅπως ἔπραξε καί ἀπήλαυσε ὅταν ἔμαθε ὕστερα, ἐνῶ τό συνέδριο τῶν ᾿Ιουδαίων, πού ἐρώτησαν κι᾿ ἔμαθαν σαφῶς, ἔπειτα ἐσταύρωσαν τόν Κύριο τῆς δόξης (Α’ Κορ 2,8); ᾿Αλλά ποιά εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ; “διότι”, λέγει, “ἄν ἐγνώριζες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ”. Γιά ν᾿ ἀφήσωμε τά ἄλλα, καί μόνο τοῦτο, τό ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός δέν βδελύσσεται τούς θεωρουμένους ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους βδελυκτούς καί ἀκοινωνήτους ἀκόμη καί γιά ἕνα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά καί χάρις δέν εἶναι; Τό δέ νά τούς θεωρῆ τόσο ἀγαπητούς, ὥστε ὄχι μόνο νά δέχεται τά διδόμενα ἀπό αὐτούς, ἀλλά νά μεταδίδη σ᾿ ἐκείνους ἀπό τά ἴδια τά θεῖα χαρίσματά του (τί λέγω τά χαρίσματα; Διότι προσφέρει τόν ἑαυτό του καί καθιστᾶ τούς πιστούς σκεύη δεκτικά τῆς θεότητός του, ἀφοῦ, ὅπως προβλέποντας ἐπαγγέλλεται, δέν εἶναι δυνατό νά ἔχουν ἀλλιῶς μέσα τους πηγή, πού νά τρέχη στήν αἰώνια ζωή), ποιός νοῦς θά τό καταλάβη; Ποιός λόγος θά ἐκφράση τό ὑπερβάλλον τῆς δωρεᾶς;

῾Η Σαμαρεῖτις, ἐπειδή δέν κατάλαβε ἀκόμη τό μεγαλεῖο τοῦ ζωντανοῦ ὕδατος, πρῶτα μέν ἀπορεῖ, ἀπό πού θά εὕρη τό ὕδωρ πού ὑπόσχεται ὁ συνομιλητής, ἀφοῦ κουβᾶ δέν ἔχει καί τό πηγάδι εἶνα βαθύ. ῎Επειτα ἐπιχειρεῖ νά τόν συγκρίνη μέ τόν ᾿Ιακώβ, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί πατέρα, ἐξυμνώντας τό γένος ἀπό τόν τόπο, καί ἐξαίρει τό νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέ τή σκέψι ὅτι δέν μπορεῖ νά εὑρεθῆ καλύτερο ἀπό αὐτό. ῞Οταν δέ ἄκουσε τόν Κύριο νά λέγει ὅτι “τό ὕδωρ πού θά σοῦ δώσω ἐγώ, θά γίνη γιά τόν δεχόμενο πηγή πού τρέχει πρός αἰώνια ζωή”, ἄφησε λόγο ψυχῆς πού ποθεῖ καί ὁδηγεῖται πρός τήν πίστι, ἀλλά δέν μπόρεσε ἀκόμη νά κυττάξη καθαρά πρός τό φῶς.“δός μου”, λέγει, “Κύριε, τό ὕδωρ τοῦτο, γιά νά μήν διψῶ κι᾿ οὔτε νά ἔρχωμαι ἐδῶ νά παίρνω”. ῾Ο δέ Κύριος, θέλοντας ἀκόμη νά ἀποκαλύπτεται λίγο λίγο, τήν προστάσσει νά φωνάξη καί τόν ἄνδρα της. Καθώς δέ ἐκείνη, κρύβοντας τή διαγωγή της καί συγχρόνως σπεύδοντας νά πάρη τό δῶρο, ἔλεγε, “δέν ἔχω ἄνδρα”, ἀκούει πόσους ἄνδρες εἶχε δικούς της ἀπό παιδί καί ἐλέγχεται ὅτι τώρα ἔχει ἄνδρα πού δέν εἶναι δικός της.δέν στενοχωρεῖται ὅμως ἀπό τόν ἔλεγχο, ἀλλά ἀμέσως, ἀντιληφθεῖσα ὅτι εἶναι προφήτης ὁ συνομιλητής, ἐπιλαμβάνεται ὑψηλοτέρων ζητημάτων.

Βλέπεται πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ φιλομάθεια τῆς γυναικός; Διότι, λέγει, “οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο καί σεῖς λέγετε ὅτι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νά προσκυνοῦμε εἶναι στά ᾿Ιεροσόλυμα”. Βλέπετε πόση συλλογή εἶχε στήν διάνοιά της καί πόση γνώσι τῆς Γραφῆς εἶχε; Πόσοι τώρα ἀπό τούς γεννημένους πιστούς καί τροφίμους τῆς ᾿Εκκλησίας ἀγνοοῦν ὅ,τι ἐγνώριζε ἡ Σαμαρεῖτις, ὅτι οἱ πατέρες μας, ὁ ᾿Ιακώβ δηλαδή καί οἱ ἀπό αὐτόν πατριάρχες, προσκύνησαν τόν Θεό στό ὄρος τοῦτο; Αὐτήν τή γνῶσι καί τήν βαθειά μελέτη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς δεχόμενος ὁ Χριστός σάν ὀσμή εὐωδίας, ἐπέμεινε συζητώντας εὐχαρίστως μέ τή Σαμαρείτιδα. ῞Οπως δηλαδή, ἄν ἐπάνω στούς ἄνθρακες τοποθετήσης κάτι εὔοσμο, ἐπαναφέρεις καί συγκρατεῖς τούς πλησιάζοντας, ἄν ὅμως βάλης κάτι βαρύ καί δύσοσμο, τούς ἀπωθεῖς καί τούς ἀπομακρύνεις, ἔτσι καί στήν διάνοια.ἄν ἔχεις ἱερά μελέτη καί σπουδή, καθιστᾶς τόν ἑαυτόν σου ἄξιον θείας ἐπιστασίας, διότι αὐτή εἶναι ἡ ὀσμή εὐωδίας πού ὀσφραίνεται ὁ Κύριος.ἄν ὅμως τρέφης μέσα πονηρούς καί ρυπαρούς καί γηίνους λογισμούς, ἀπομακρύνεσαι ἀπό τήν θεία ἐπιστασία, καθιστώντας τόν ἑαυτό σου ἄξιον τῆς ἀποστροφῆς, ἀλλοίμονο, τοῦ Θεοῦ. Διότι “δέν θά παραμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου”, λέγει πρός τόν Θεό ὁ ψαλμωδός προφήτης (Ψαλμ. 5,5). ᾿Αφοῦ ὁ νόμος διατάσσει “νά μνημονεύης διαπαντός τόν Κύριο τόν Θεό σου, ὅταν κάθεσαι καί ὅταν βαδίζης, ὅταν εἶσαι ξαπλωμένος καί ὅταν εἶσαι ὄρθιος”, τό δέ εὐαγγέλιο λέγει, “ἐρευνᾶτε τίς Γραφές”, διότι σ᾿αὐτές θά εὑρῆτε ζωή αἰώνια (᾿Ιω. 5,39), καί ὁ ἀπόστολος παραγγέλει, “νά προσεύχεσθε ἀδιαλείπτως” (Α´ Θεσσ. 5,17), αὐτός πού ἀσχολεῖται ἐπίμονα μέ γηίνους λογισμούς εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομος, πολύ περισσότερο αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ πονηρούς καί ρυπαρούς.

᾿Αλλά πότε προσκύνησαν τόν Θεό σ᾿ αὐτό τό ὄρος οἱ πατέρες μας; ῞Οταν ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ, ἀποφεύγοντας τόν φοβερό ἀδελφό του ᾿Ησαῦ καί πειθαρχώντας στίς συμβουλές τοῦ πατρός ᾿Ισαάκ, ἀνεχώρησε πρός τή Μεσσοποταμία καί ὅταν ἐπανῆλθε ἀπό ἐκεῖ μέ γυναῖκες καί τέκνα. Κατά τήν ἐπάνοδο, ὅταν ὁ ᾿Ιακώβ ἔπηξε σκηνές σ᾿ αὐτόν περίπου τόν τόπο, ὅπου ὡμιλοῦσε ὁ Κύριος μέ τήν Σαμαρείτιδα, μετά τό ἐπεισόδιο τῆς Δείνας καί τήν ἅλωσι τῶν Σικήμων, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ὅπως γράφεται στή Γένεσι.“σήκω καί πήγαινε στήν Βαιθήλ καί κατασκεύασε ἐκεῖ θυσιαστήριο στόν Θεό πού σοῦ ἐμφανίσθηκε ὅταν ἀπέδρασες ἀπό τήν παρουσία τοῦ ἀδελφοῦ σου ᾿Ησαῦ”. Μετά τά λόγια αὐτά ὁ ᾿Ιακώβ ἐσηκώθηκε καί ἀνέβηκε στό παρακείμενο ὄρος καί οἰκοδόμησε ἐκεῖ, λέγει, θυσιαστήριο καί ἐκάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου Βαιθήλ. διότι ἐκεῖ τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό λέγει ἡ Σαμαρεῖτις ὅτι οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο, ἀκολουθώντας τούς ἀρχαίους ἐκείνους.διότι οἱ σχετικές διατάξεις γιά τόν ναό τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἐνομοθετήθηκαν ὕστερα. Καί ἐπειδή βέβαια ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθηκε ἀπό τόν ᾿Ιακώβ οἶκος Θεοῦ, διότι τοῦτο σημαίνει τό ὄνομα Βαιθήλ ἑρμηνευόμενο, αὐτή ἀπορεῖ ποθώντας νά μάθη, πῶς δέν λέγετε ὅτι ἐκεῖ εἶναι μᾶλλον ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου νομίζετε ὅτι πρέπει νά θυσιάζετε καί νά προσκυνῆτε τόν Θεό. ῾Ο δέ Κύριος, ὁλοκληρώνοντας ἤδη τόν σκοπό τῶν λόγων του καί προφητεύοντας περί τῆς γυναικός, ὅτι θά εἶναι τέτοια καθώς τήν ζητεῖ καί τήν δέχεται ὁ Θεός, καί ἀποκρινόμενος πρός τούς λόγους της λέγει, “γυναῖκα, πίστευσέ με, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὁπότε οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα”, καί ἔπειτα ἀπό λίγο, “τέτοιους ζητεῖ ὁ Θεός αὐτούς πού τόν προσκυνοῦν”.

Βλέπετε ὅτι καί γι᾿ αὐτήν βεβαιώνει ὅτι θά γίνη τέτοια, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός, καί ὅτι θά προσκυνῆ τόν ῞Υψιστο Πατέρα, ὄχι τοπικῶς ἀλλά εὐαγγελικῶς, (διότι πρός αὐτήν ἀπευθύνεται ὁ λόγος ὅτι οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα), συγχρόνως δέ προαναγγέλλει σ᾿ αὐτήν φανερά καί τήν μετάθεσι τοῦ νόμου; Διότι, ἀφοῦ θά μετατεθῆ ἡ προσκύνησις, ἀναγκαίως θά γίνη μετάθεσις καί τοῦ νόμου.

᾿Αλλά καί τό ἐνδιάμεσο κείμενο “σεῖς προσκυνεῖτε ὅ,τι δέν γνωρίζετε, ἐμεῖς προσκυνοῦμε, ὅ,τι γνωρίζομε, ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους”, εἶναι ἀπόκρισις πρός τόν λόγο ἐκείνης, ἀλλά συγχρόνως ἀποτελεῖ συνέπεια τῶν λόγων του. Διότι λέγει ὅτι κατά τοῦτο ἐμεῖς οἱ ᾿Ιουδαῖοι (διότι τοποθετεῖ καί τόν ἑαυτό του μ᾿ ἐκείνους, ἀφοῦ κατά σάρκα εἶναι ἀπό ἐκείνους).ἐμεῖς λοιπόν, λέγει, πού δέν διαψεύδομε τό ὄνομα, ἀλλά γνωρίζομε τά ἰδικά μας, κατά τοῦτο διαφέρομε στήν προσκύνησι ἀπό σᾶς τούς Σαμαρεῖτες, ὅτι γνωρίζομε πώς ὁρίζεται νά τελῆται στήν ᾿Ιουδαία ἡ προσκύνησις γιά τόν λόγο ὅτι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους θά προέλθη ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δηλαδή θά ἔλθη ὁ Χριστός. ᾿Επειδή δέ δέν πρόκειται νά ἔλθη στό μέλλον, διότι ἦταν αὐτός ὁ ἴδιος, δέν εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία θά εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι. “᾿Αλλά ἔρχεται ὥρα”, λέγει, “καί εἶναι τώρα”. Καί αὐτά εἶναι προφητικά.τό ἔρχεται χρησιμοποιήθηκε διότι δέν ἐτελέσθηκε ἀκόμη, ἀλλά θά τελεσθῆ, τό δέ “τώρα εἶναι”, χρησιμοποιήθηκε ἐπειδή τήν ἔβλεπε ἔτοιμη νά πιστεύση σύντομα καί νά προσκυνῆ πνευματικῶς καί ἀληθῶς.“ἔρχεται λοιπόν”, λέγει, “ὥρα, καί τώρα ἀκριβῶς εἶναι, ὁπότε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί θά προσκυνοῦν τόν Πατέρα κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”.διότι ὁ ὕψιστος καί προσκυνητός Πατήρ, εἶναι Πατήρ αὐτοαληθείας, δηλαδή τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καί ἔχει Πνεῦμα ἀληθείας, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν κατ᾿ αὐτούς, τό πράττουν διότι ἔτσι πιστεύουν καί διότι ἐνεργοῦνται δι᾿ αὐτῶν. Διότι, λέγει ὁ ἀπόστολος, τό Πνεῦμα εἶναι αὐτό διά τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καί διά τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε (Βλ. Ρωμ. 8,26), καί “κανείς δέν ἔρχεται πρός τόν Πατέρα παρά μόνο δι᾿ ἐμοῦ”, λέγει ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ (᾿Ιω. 14,6).

Αὐτοί λοιπόν πού προσκυνοῦν ἔτσι κατά τό Πνεῦμα καί τήν ἀλήθεια τόν ὕψιστο Πατέρα, αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί. ᾿Αφοῦ δέ ἐξέβαλε καί τά ᾿Ιεροσόλυμα καί τήν Σαμάρεια, γιά νά μή νομίση κανείς ὅτι πρόκειται νά εἰσαχθῆ ἀντί γι᾿ αὐτά ἄλλος τόπος, στήν συνέχεια ἀπομακρύνει πάλι τόν ἀκροατή ἀπό κάθε σωματική ἔννοια καί τόπο καί προσκύνησι, λέγοντας, “Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά προσκυνοῦν κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”, δηλαδή ἐννοώντας τόν ἀσώματο ἐντελῶς ἔξω ἀπό σώματα.διότι ἔτσι θά τόν ἰδοῦν καί ἀληθινῶς παντοῦ μέσα στό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του. ῾Ως πνεῦμα δηλαδή πού εἶναι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος, τό δέ ἀσώματο δέν εὑρίσκεται σέ τόπο οὔτε περιγράφεται μέ τοπικά ὅρια. ῾Επομένως αὐτός πού λέγει ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά προσκυνῆται μόνο στά ὅρια τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἤ τοῦ ὄρους τῆς Σαμαρείας ἤ σέ κάποιον ἄλλο ἀπό τούς πανταχοῦ στή γῆ καί τόν οὐρανό τόπους, δέν ὁμιλεῖ ἀληθῶς οὔτε προσκυνεῖ ἀληθῶς. ᾿Αλλά ὡς ἀσώματος ὁ Θεός δέν εἶναι πουθενά, ὡς Θεός δέ εἶναι πανταχοῦ.ἐάν ὑπάρχη ὄρος ἤ τόπος ἤ κτιστό πρᾶγμα, ὅπου δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, πάλι θά εὑρεθῆ νά περιγράφεται σέ κάτι.εἶναι λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα ὁ Θεός. Πῶς λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα; ῾Ως περιεχόμενος ὄχι ἀπό μέρος ἀλλά ἀπό τό σύμπαν; ῎Οχι βέβαια, διότι πάλι θά εἶναι σῶμα. ῾Επομένως, ὡς συνέχων καί περιέχων τό πᾶν, αὐτός εἶναι στόν ἑαυτό του, πανταχοῦ καί ἐπάνω ἀπό τό σύμπαν, προσκυνούμενος ἀπό τούς ἀληθινούς προσκυνητάς κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του.

Πανταχοῦ λοιπόν, ὄχι μόνο τῆς γῆς ἀλλά καί τῶν ὑπεράνω τῆς γῆς, θά προσκυνηθῆ ὁ Θεός ἀπό τούς ἔτσι πιστεύοντας ἀληθῶς καί θεοπρεπῶς, Πατήρ ἀσώματος καί κατά τόν χρόνο καί τόπο ἀόριστος, στό ἅγιο καί ἀΐδιο Πνεῦμα καί στόν συνάναρχο Υἱό καί Λόγο, πού εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια τοῦ Πατρός. Βέβαια καί ἡ ψυχή καί ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δέν εἶναι σέ τόπο, ἀλλά δέν εἶναι πανταχοῦ, διότι δέν συνέχουν τό σύμπαν ἀλλά ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος, ἑπομένως καί αὐτά εἶναι στόν συνέχοντα καί περιέχοντα τό σύμπαν, ὁριζόμενα ἀπό αὐτόν καταλλήλως. ῾Η ψυχή ὅμως, συνέχοντας τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθηκε μαζί, εἶναι πανταχοῦ τοῦ σώματος, ὄχι ὡς εὑρισκομένη σέ τόπο οὔτε περιεχομένη σέ σῶμα, ἀλλά ὡς συνέχουσα καί περιέχουσα αὐτό, ἀφοῦ ἔχει καί τοῦτο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.

῾Η δέ Σαμαρεῖτις, καθώς ἄκουσε ἀπό τόν Χριστό αὐτά τά ἐξαίσια καί θεοπρεπῆ λόγια, ὅτι ὁ Θεός πουθενά δέν πρέπει νά προσκυνῆται ἀληθινά, παρά μόνο κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του, ὅπως ἡ στό ῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων ψυχή πού νυμφεύεται τόν Θεό, ἀναπτερωμένη ἀπό τή φωνή τοῦ νυμφίου τῆς ἀφθαρσίας, μνημονεύει τόν προσδοκώμενο καί ποθούμενο καί, κρυφά ἀκόμη, παρόντα νυμφίο, λέγοντας. “γνωρίζω ὅτι ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός, ἔρχεται.ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα”. Βλέπετε πώς ἦταν ἑτοιμοτάτη γιά τήν πίστι, ὅτι πλησιάζει ἤδη ὁ προσδοκώμενος, καί γεμάτη ἐλπίδα; ῏Αρα δέν ἐταίριαζε νά εἰπῆ καί αὐτή κατά τόν Δαβίδ, “ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, θά τραγουδήσω καί θά ψάλω κατά τήν δόξα μου” (Ψαλμ. 56,8).

᾿Από πού θά ἐγνώριζε τοῦτο μέ τόση βεβαιότητα καί ἀσφάλεια καί θά εἶχε τήν ψυχική διάθεσι γι᾿ αὐτό, ἄν δέν εἶχε μελετήσει τά προφητικά βιβλία μέ ἄκρα σύνεσι; Γι᾿ αὐτό εἶχε καί τόν νοῦ τόσο μετάρσιο, ἀφοῦ εἶχε γεμίσει ἀπό τήν θεία κατοχή.ὥστε ἐμένα, καθώς βλέπω τώρα μέ χαρά τόν σφοδρό πνευματικό πόθο τῆς Σαμαρείτιδος αὐτῆς πρός τόν Χριστό, μοῦ ἔρχεται νά εἰπῶ πάλι γι᾿ αὐτήν τά λόγια τοῦ Ἄσματος ἐκείνου, “ποιά εἶναι αὐτή πού προβάλλει σάν ἡ αὐγή, ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐκλεκτή σάν ὁ ἥλιος;” (῏Ασμα 6,10). Διότι, ἀφοῦ ἐξαγγέλλει ὅτι σέ λίγο θά φανῆ ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός καί ὑποδηλώνει ὅτι δι᾿ αὐτῆς ἀρχίζει ἡ ᾿Εκκλησία τῶν ἐθνῶν, σάν νά ἀνεβαίνη ἀπό ἱερά κολυμβήθρα, τήν πηγή ἐπάνω στήν ὁποία ἐστεκόταν, καθώς κατηχεῖτο ἀπό τόν Σωτῆρα, τήν βλέπω νά προβάλλη σάν πολυέραστος ὄρθρος. Εἶναι δέ ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐπείδη φέγγει, ἄν καί ἐπικρατεῖ ἡ νύκτα τῆς ἀσεβείας ἀκόμη.ἐκλεκτή δέ σάν ὁ ἥλιος, γι᾿ αὐτό ὠνομάσθηκε Φωτεινή ἀπό τόν Σωτῆρα καί καταγράφηκε καί αὐτή στόν κατάλογο τῶν μελλόντων νά λάμψουν σάν ὁ ἥλιος κατά τό εὐαγγέλιο, ἐπειδή ἐπεσφράγισε τόν ὑπόλοιπο φωτοειδῆ βίο της μέ μακάριο καί μαρτυρικό τέλος, καί τώρα δέ ἀνεγνώρισε τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί τόν ἐξύμνησε τελείως ὡς Θεό, καί ὅ,τι εἶπε αὐτός ὕστερα στούς μαθητάς περί τοῦ συμφυοῦς καί ὁμοτίμου Πνεύματος, ὅτι, θά ἔλθη ἐκεῖνος, θά διδάξη ὅλη τήν ἀλήθεια, τοῦτο λέγει προλαβαίνοντας καί αὐτή περί αὐτοῦ, “ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα” (᾿Ιω. 15,26).

᾿Αλλά μόλις τήν εἶδε νά εἶναι τέτοιας λογῆς ὁ νοητός νυμφίος Χριστός, λέγει πρός αὐτήν ἀπροκαλύπτως, “ἐγώ εἶμαι πού σοῦ ὁμιλῶ”. ᾿Εκείνη δέ γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτή πραγματικά εὐαγγελίστρια καί ἀφήνοντας τήν ὑδρία καί τρέχοντας πρός τήν πόλι τούς πείθει μέ τά λόγια καί τούς ὁδηγεῖ πρός τήν πίστι τοῦ φανέντος, λέγοντας “ἔλθετε νά ἰδῆτε ἄνθρωπο, πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα.μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;”. ῾Ομιλεῖ δέ ἔτσι ὄχι ὅτι ἔχει κάποια ἀμφιβολία, ἀλλά διότι πιστεύει ὅτι καί οἱ ἄλλοι θά πληροφορηθοῦν καλύτερα μέ τή θέα καί θά πεισθοῦν εὐχερέστερα διά τῆς συνομιλίας πρός τόν Κύριο, ὅπως καί στήν πρᾶξι συνέβηκε.

᾿Εγώ καί τά προηγούμενα ἀνέπτυξα συνοπτικῶς, ἀλλά καί τή συνέχεια τῶν εὐαγγελικῶν λόγων θά παραλείψω τώρα, διότι βλέπω ὅτι ἡ ὥρα σᾶς βιάζει πρός τίς ἀνάγκες τοῦ βίου καί τά ἔργα τοῦ βίου. ᾿Αλλά σεῖς προσέξατε αὐτήν τήν Σαμαρείτιδα. μόλις ἄκουσε τά εὐαγγελικά λόγια, πού ἀνακοινώνομε κι᾿ ἐμεῖς πρός τήν ἀγάπη σας, ἀμέσως κατεφρόνησε ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος. ῎Αφησε ἀμέσως καί τή στάμνα καί τήν οἰκία, καί, τρέχοντας στήν πόλι καί παρασύροντας τούς Σαμαρεῖτες, ἐπανῆλθε πάλι μαζί μέ αὐτούς πρός τόν Χριστό.διότι τό, “ἔλθετε νά ἰδῆτε”, τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει, “ἀκολουθήσατέ με καί θά σᾶς ὁδηγήσω καί θά σᾶς δείξω τόν ἀπό τούς οὐρανούς Σωτῆρα πού ἦλθε στόν κόσμο”.

῎Ετσι προέτρεψε τότε ἐκείνους καί τούς παρουσίασε στόν Χριστό. ἐμᾶς δέ τώρα μέ τήν ἐγκατάλειψι τῆς οἰκίας καί τῆς στάμνας διδάσκει νά θεωροῦμε προτιμότερη ἀπό τίς βιοτικές ἀνάγκες τήν ὠφέλεια ἀπό τή διδασκαλία, τήν ὁποία ὁ Κύριος ὠνόμασε ἀγαθή μερίδα πρός τήν Μάρθα τοῦ εὐαγγελίου, ὑπερασπίζοντας τήν Μαρία πού παρακολουθοῦσε τόν λόγο (Λουκ. 10,42). ᾿Εάν δέ πρέπει νά περιφρονοῦμε τά ἀναγκαῖα, πόσο περισσότερο τά ἄλλα; ῎Αλλωστε τί σέ βιάζει πρός τά ἐκεῖ καί σέ ἀπομακρύνει ἀπό τά ὠφέλιμα ἀκούσματα; ᾿Επιμέλεια οἴκου καί παιδιῶν καί γυναίκας; Οἰκεῖο ἤ συγγενικό πένθος ἤ χαρά; ᾿Αγορά κτημάτων ἤ πώλησις; Χρῆσις ὅλων τῶν ὑπαρχόντων σου ἤ μᾶλλον κατάχρησις; ᾿Αλλ᾿ ἄκουσε μέ σύνεσι τά ἀποστολικά διδάγματα. “῾Ο καιρός, ἀδελφοί εἶναι συνεσταλμένος στό ἑξῆς, ὥστε καί ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νά εἶναι σάν νά μή ἔχουν καί ὅσοι κλαίουν σάν νά μή κλαίουν καί ὅσοι χαίρονται σάν νά μή χαίρωνται καί ὅσοι ἀγοράζουν σάν νά μή κατέχουν καί ὅσοι χρησιμοποιοῦν τόν κόσμο τοῦτο σάν νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦν.διότι τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχεται” (Α´ Κορ. 7,29).

Τί σημαίνει ὅτι “ὁ καιρός εἶναι συνεσταλμένος”; Σύντομος ὁ βίος, πλησίον ὁ θάνατος, φθαρτός ὁ κόσμος αὐτός, ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος πού μένει παντοτινά.ἐμᾶς δέ μᾶς παραπέμπει πρός ἐκεῖνον μέ ἀσφάλεια ἡ καταφρόνησις τοῦ παρόντος κόσμου, ἡ ἑτοιμασία γιά ἐκεῖνον τόν μέλλοντα, ἡ κατά τό δυνατό διαβίωσις ἀπό ἐδῶ σύμφωνα μ᾿ ἐκείνη τή διαγωγή καί ἡ κατά δύναμι ἀποφυγή τῶν ἐπιβλαβῶν τοῦ παρόντος βίου. ῞Οπως δέ ὅταν γίνεται πυκνά ἐπιδρομή ἐχθρῶν στά ἐκτός τῆς πόλεως, ἔχομε τούς ἀγρούς σάν νά μή τούς ἔχωμε καί τόν περισσότερο καιρό, φεύγοντας ἀπό ἐκείνους, καθόμαστε μέσα σέ ἀσφάλεια, κι᾿ ἄν οἱ ἐχθροί ἀναχωρήσουν γιά λίγο, χρησιμοποιοῦμε σύντομα τούς περιπάτους ἐμπρός ἀπό τό ἄστυ, χωρίς κατάχρησι, διότι βλέπουμε τόν καιρό τῆς χρήσεως συνεσταλμένο.ἔτσι καί αὐτόν τόν κόσμο παραινεῖ ὁ ἀπόστολος νά τόν χρησιμοποιοῦμε ἀλλά νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦμε.διότι βλέπει τούς ἀοράτους ἐχθρούς νά ἐπεμβαίνουν δεινῶς καί τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς. “παρέρχεται”, λέγει, “τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου”. ᾿Αλλ᾿ ὅμως, ἐπειδή τά παρόντα δέν ὑφίστανται οὐσιωδῶς ἀλλ᾿ ἀποτελοῦν σχηματισμό, καί γίνονται μέν ἀλλά δέν εἶναι, φαινόμενα γιά λίγο καί παρερχόμενα, κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, δέν θά μπορέση ποτέ, σάν σκιά θερινῆς ἄγονης νεφέλης πού διώκεται ἀπό ἄνεμο καί παρέρχεται γρήγορα, ἡ παραίνεσις παρέρχεται γιά νά γίνη φανερά ἡ πρόθεσις τοῦ καθενός καί γιά νά δώση σημεῖο τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἀπό τόν Θεό διαταγμάτων.διότι κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, ὅπως εἶπα, τά παρόντα δέν εἶναι καθεκτά, κι᾿ αὐτό διττῶς.ὄχι μόνο ὁ κόσμος αὐτός παρέρχεται, ἀλλά κι᾿ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, πού χρησιμοποιοῦμε αὐτόν τόν κόσμο, μερικές φορές παρέρχεται καί πρίν ἀπό τά ἐγκόσμια πού ἔχει στή διάθεσί του. Κάθε ἄνθρωπος παρέρχεται σάν νά βαδίζη ὁδόν, πού κι᾿ αὐτή κινεῖται πολυειδῶς καί παρέρχεται ἀπό αὐτόν, καί συμβαίνει ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ τόν προφθάνει ἡ ὁδός καί ὅσα κατεῖχε δέν μπορεῖ πλέον νά τά κατέχη ἤ αὐτός προφθάνει καί δέν μπορεῖ πλέον νά κατέχη τά τοῦ βίου.διότι, ἀφοῦ εἶναι θνητός ὁ ἄνθρωπος, εἶναι συνημμένος μέ τά τοῦ βίου, πού εἶναι καί αὐτά τρεπτά. ῎Η λοιπόν ὡς συνημμένος μέ τά τρεπτά τρέπεται πολυτρόπως κι᾿ ἔχασε ὅσα κατεῖχε, πλοῦτο ἴσως, λαμπρότητα, εὐθυμία, ἤ πεθαίνοντας προφθάνει νά ἐπιφέρη στόν ἑαυτό του κεφαλαιωδέστερη τροπή καί ἀναχωρεῖ γυμνός, ἐγκαταλείποντας τά τωρινά ἀγαθά του καί τίς ἐλπίδες γι᾿ αὐτά. ῎Ισως σέ παιδιά, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ εὐχαρίστησι καί ἀπ᾿ αὐτό; Αὐτός μέν δέν ἔχει πλέον καμμιά αἴσθησι τῶν ἐδῶ πραγμάτων, τά δέ παιδιά θά πέσουν μέ τόν ἴδιο ἤ ἄλλον τρόπο.

Τό τέλος λοιπόν τῶν προσκολλημένων σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι πάντοτε συμφορά, ἀφοῦ τελικῶς ἐκφέρονται γυμνοί καί ἐγκαταλείπουν ὅλα τά ἐδῶ ἀγαπητά πράγματα. Σέ ὅσους δέ περιφρονοῦν τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί ζητοῦν νά μάθουν περί τοῦ μέλλοντος κόσμου καί σπεύδουν νά πράττουν αὐτά πού θά συντελέσουν γιά ἐκεῖνον, ὁ θάνατος, ὅταν ἔρχεται δέν ἐπιφέρει ζημία, ἀλλά μᾶλλον τούς μεταφέρει ἀπό τοῦτα τά μάταια καί ρευστά, πρός ἀνέσπερη ἡμέρα, πρός ἄφθαρτη τρυφή, πρός ἀΐδια δόξα, πρός τά πραγματικά ὑπάρχοντα καί ἀναλλοιώτως διαμένοντα.

Αὐτά εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία αὐτοῦ πού ἔκλινε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε ὑπέρ ἡμῶν, ὄχι ἕως ἐμᾶς, ἀλλά καί ἕως τίς ἔγκλειστες στά καταχθόνια ψυχές.καί πού ἀπό ἐκεῖ ξανανέβηκε δι᾿ ἀναστάσεως καί ἀναβιώσεως καί προσέφερε σ᾿ ἐμᾶς τόν φωτισμό καί τή γνῶσι καί τήν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καί ἀϊδίων, στά ὁποῖα εἶναι δεδοξασμένος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

8.

 Εἰς τὴν Σαμαρεῖτιν

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Εἰς τὴν Σαμαρεῖτιν. Τῇ ἡμέρᾳ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς

Φέρε τοίνυν σήμερον͵ ἀγαπητοὶ͵ καθὼς ἂν ἡ θεία χάρις δίδωσι͵ τοῖς εὐαγγελικοῖς θησαυροῖς ἐγχειρήσω μεν. Κοσμεῖ γὰρ τὸ περὶ ταῦτα φιλομαθὲς τὰς ψυχὰς͵ καὶ τὴν γηΐνην ἐκτείνει πρὸς οὐρανὸν ἕξιν. Καὶ γὰρ φιλομάθεια τὴν θαυμασίαν ἐκείνην Σαμαρεῖτιν ἐξ ὑδροφόρου κατεσκεύασεν ἔνθεον· εὑροῦσα γὰρ μαθημάτων θησαυρὸν͵ παρέδραμε· μᾶλλον δὲ οὐχ ηὗρεν͵ ἀλλ΄ ηὕρηται. Οὐ γὰρ ἀνέβαινε Χριστὸς ταῖς τῶν δεομένων ἀναζητεῖσθαι σπουδαῖς͵ ἀλλ΄ αὐτὸς ἐφ΄ ἑκάστης ὠδίνει βοηθείας· συνείχετο μεριμνῶν παραλύτους͵ συναλγῶν τοῖς πυρέττουσι͵ τὰ τῶν τυφλῶν οἰκειούμενος͵ τὴν ἐπὶ τοῖς λεπροῖς περιφέρων φροντίδα͵ τρέχων εἰς δαιμονιώντων βοήθειαν͵ ἐκπλύνων ἐῤῥυπωμένας ψυχὰς ἁπάντων͵ ὑδροφορούσαις διδάσκαλος.

Τότε γὰρ ἐκ τῆς ὁδοιπορίας κεκοπιακὼς παρεκαθέζετο τῷ φρέατι· Ὁ γὰρ Ἰησοῦς͵ φησὶν͵ κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ. Ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. Ἐπάλληλος ἀπληστία φιλανθρωπίας· πρῶτον μὲν͵ ὅτι κέκμηκε͵ τῆς Σαμαρείτιδος σπεύδων προετοιμάσαι σωτηρίαν· δεύτερον͵ ὅτι ἐκαθέζετο͵ μένων σωθῆναι φανεῖσαν· τρίτον͵ ὅτι τὸν τοῦ ἀρίστου καιρὸν εἰς τὴν ὑπὲρ αὐτῆς προσεδρίαν ἀνήλισκεν. Ὥρα ἦν͵ φησὶν͵ ὡσεὶ ἕκτη. Εἰ γὰρ καὶ Θεὸς ἦν͵ ἀλλὰ τὸ φαινόμενον τοῖς τῆς φύσεως τέως περιεβέβλητο πάθεσιν͵ αἰσθανόμενος κόπων͵ ὑποκείμενος ὕπνῳ͵ διοχλούμενος πείνῃ͵ πᾶσαν ἔχων πρὸς ἡμᾶς πλὴν ἁμαρτίας συγγένειαν. Ἐνίκα δὲ ὅμως ἐν αὐτῷ τῶν σωζομένων ὁ πόθος τὸν τοῦ σώματος κόπον. Ἐβράδυνε μᾶλλον τοῦ κοπιαθέντος ἡ χρῄζουσα͵ καὶ ὁ μὴ χρῄζων παρέμενεν. Ἐφλέγετο τῷ τῆς μεσημβρίας αὐχμῷ͵ καὶ τὴν τῆς σωθησομένης παρουσίαν ἐκαιροτήρει. Ἐκαθέζετο γὰρ͵ φησὶν͵ ἐπὶ τῇ πηγῇ͵ οὐδὲ κατακλινόμενος τὴν θήραν ἀνέμενεν͵ ἀλλ΄ ὠδίνων παρασχεῖν σωτηρίαν͵ ἐν ἑτοίμῳ τῇ Σαμαρείτιδι προητοιμάζετο.

Ἡ δέ γέ που τάχα τῆς οἰκίας ἐξῄει κατὰ μικρὸν προϊοῦσα͵ γυναικικοῖς χρωμένη βαδίσμασιν͵ ἀνειμένη͵ τὴν ὑδρίαν ἐπαγομένη͵ πρὸς καρπὸν ὡς ἐν ἀγρῷ θεωρίαν ἱσταμένη πολλάκις μεταξὺ τοῦ βαδίσματος. Ὁ κατάσκοπος ἄοκνος καὶ ἀφανὴς͵ θηρευτὴς ἐπιστήμων͵ κρύψας δὲ τὸν εὐεργέτην͵ ὡς ἐνδεὴς ἐμφανίζεται· Λέγει γὰρ͵ φησὶν͵ ὁ Ἰησοῦς· Γύναι͵ δός μοι πιεῖν. Σπείρει τὴν φωνὴν͵ ὡς κόκκον ῥεμβομένη περιστερά· Δός μοι πιεῖν. Ὑποκρίνεται δίψαν ὁ ἐλθὼν αὐτῇ κεράσαι σωτηρίας ποτήριον· μᾶλλον δὲ͵ εἴ τις λεπτότερον τὴν φωνὴν μεταλλεύῃ͵ ἀληθὲς τοῦ Δεσπότου τὸ δίψος· ἐδίψα γὰρ τὴν αὐτῆς σωτηρίαν͵ καὶ δικαίως πρὸς αὐτὴν ἐβόα· Δός μοι πιεῖν. Ἔχεις͵ φησὶν͵ ἐν ἑαυτῇ κεκρυμμένην εὐγνωμοσύνης πηγήν· ἀπ΄ ἐκείνης με νᾶμα γεμίσασα πότισον.

Ἀλλ΄ οὐκ ᾐσθάνετο τῶν αἰνιγμάτων τὸ γύναιον͵ ψιλῇ δὲ φωνῇ προσέχουσα· Πῶς σὺ͵ Ἰουδαῖος ὢν͵ παρ΄ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς͵ οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; Μεθ΄ ὁδοιπορίας κόπου δίκη τῷ Χριστῷ δογμάτων ἀπήντησεν· ἀλλ΄ ἅπαξ ἑλομένῳ τὰ ὑπὲρ ἡμῶν ἀναδέξασθαι͵ φορητὰ τὰ συμβαίνοντα. Διὰ τοῦτο καὶ τὴν ἐκ Σαμαρείτιδος ἐπιτίμησιν φέρει. ῞Ηδετο γὰρ κατιὼν τῆς ἀξίας͵ ἵνα τῆς ἁμαρτωλοῦ εὐτελείας ἀναγάγῃ τὴν ψυχήν. Ἁμαρτωλή τις εὐτέλεια τὴν Σαμαρεῖτιν κατεῖχε͵ πορνικῷ ἐῤῥυπαίνετο βίῳ͵ ἐραστὴν ἐξ ἐραστοῦ μετελάμβανε͵ γάμον εἶχε τὸν τοῦ ἔρωτος χρόνον͵ ὕπανδρος ἦν ἐρασταῖς νύμφη͵ χήρα τις διαπαντὸς καὶ νεόγαμος· μᾶλλον δὲ οὔτε χήρα καθαρῶς͵ οὔτε νύμφη· οὔτε γὰρ θανάτῳ τὸν πρῶτον κεχώριστο͵ οὔτε γάμοις νομικοῖς τοῖς δευτέροις συνήπτετο.

Τούτου μάρτυς πρὸς αὐτὴν ὁ Δεσπότης· Καλῶς͵ φησὶν͵ εἶπας ὅτι Ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες͵ καὶ νῦν ὃν ἔχεις͵ οὐκ ἔστι σου ἀνήρ. Τοῦτο 61.744.10 ἀληθὲς εἴρηκας. Ἀλλ΄ ἦν μαργαρίτης βορβόρῳ φυρόμενος͵ καὶ τὸν τοιοῦτον οὐκ ἔλαθεν ἔμπορον· τῆς γὰρ ψυχῆς αὐγὰς ἐδείκνυ τοῖς ῥήμασι. Πῶς σὺ͵ φησὶν͵ Ἰουδαῖος ὢν͵ παρ΄ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς͵ οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; Πῶς σύ; Καὶ τὸ͵ Σύ͵ θυμουμένης. Πῶς ζητεῖς παρ΄ ἐμοῦ πιεῖν; Εἰ μὲν ὡς ταὐτά μοι φρονῶν͵ ἔσομαί σοι πρὸς τὴν αἴτησιν ἕτοιμος· εἰ δὲ τὰ Ἰουδαίων ποθεῖς͵ μὴ ζήτει παρ΄ ἀλλοφύλων δεξίωσιν· μὴ δῶρον͵ ὅπερ ἀποφεύγεις͵ ἀπαίτει.

Ἐνόμιζεν ἡ Σαμαρεῖτις διὰ τὴν τῆς δίψης ἀνάγκην τὸν Κύριον Σαμαρειτικῇ σαγηνεύειν λατρείᾳ· οὐκ ᾔδει δὲ δεσμουμένη τοῖς ῥήμασιν· ἐδέδετο γὰρ τῇ πρὸς τὸν Κύριον ἀποκρίσει͵ μᾶλλον δὲ ταῖς παρὰ τοῦ Κυρίου πρὸς αὐτὴν φωναῖς· Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ͵ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι͵ Δός μοι πιεῖν͵ σὺ ἂν ᾔτησας αὐτὸν͵ καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. Ἐπειδή μου͵ φησὶ͵ διασύρεις τὴν δίψαν͵ καὶ καλεῖς Ἰουδαῖον πρὸς ὑμᾶς ἀκοινώνητον͵ μάθε πολὺ τῆς ἐπ΄ ἐμοὶ σφαλλομένη δοκιμασίας. Οὐκ οἶδάς μου τὴν ἀληθῆ γενεὰν͵ οὐκ οἶδας τὴν παρ΄ ἐμοῦ φιλοτιμίαν οὖσαν πολλὴν͵ οὐκ οἶδας οἵα εὔροια τῆς πηγῆς παρ΄ ἐμοί· εἰ γὰρ ᾔδεις ᾔτησας ἄν· νῦν δὲ ἀγνοοῦσαν οὐ μέμφομαι͵ αἰτησάσῃ δὲ δίδωμι.

Πρὸς ὄρεξιν δίψης τὴν μὴ διψῶσαν κινεῖ πρὸς χρείαν ποτοῦ τὴν ποτίζουσαν στρέφει· τέτρωτο γοῦν τοῖς λόγοις τὸ γύναιον͵ καὶ τῷ τοῦ ὕδατος πόθῳ ἥλω. Προσπεσοῦσα γὰρ πρὸς τὸν Κύριον ἔλεγε͵ Κύριε͵ δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ͵ ἵνα μὴ διψῶ͵ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Ἡ τὸ πρὶν ποτίζειν ἠξιωμένη͵ νῦν ἀξιοῖ ποτισθῆναι. Αἱ γὰρ εὐγενεῖς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν· οἵα τις ἦν ἡ τῆς μακαρίας ταύτης Σαμαρείτιδος γνώμη͵ οἷος ὁ τρόπος κεκαθαρμένος ἀκανθῶν ἀπιστίας͵ οὐκ ἔχων Ἰουδαϊκὴν βασκανίαν.

Αὕτη γὰρ τὸν Μεσσίαν προσδοκῶσα͵ καὶ τυχοῦσα τῆς αὐτοῦ θεϊκῆς διδασκαλίας͵ ἐπίστευσεν εἰλικρινῶς· καὶ οὐ μόνη τὸ δῶρον κατέσχεν͵ ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑαυτῆς πολίτας ἔπεισε πρὸς αὐτὸν δραμεῖν͵ ἀποστολικῶς κηρύξασα; Δεῦτε͵ ἴδετε ἄνθρωπον͵ ὃς εἶπέ μοι πάντα͵ ὅσα ἐποίησα. Μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Ὢ γυναικὸς σοφῆς ἠπίστατο ὅτι γυνὴ ἀπαράδεκτός ἐστιν εἰς μαρτυρίαν· διὰ τοῦτο τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως αὐτῆς ἐπισπᾶται μάρτυρας͵ ἵνα πολλῶν πρόξενος σωτηρίας γένηται. Φησὶν οὖν ὁ εὐαγγελιστής· Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν͵ διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικὸς μαρτυρούσης͵ ὅτι· Εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται͵ ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ΄ αὐτοῖς. Καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ· τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον͵ ὅτι Οὐκ ἔτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· ἡμεῖς γὰρ ἀκηκόαμεν καὶ οἴδα μεν͵ ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.

Εἶδες͵ ἀγαπητὲ͵ τοῦ Χριστοῦ τὴν δίψαν͵ καὶ πῶς βρῶμα καὶ πόμα τὴν σωτηρίαν εἶχε τῶν πιστευόντων ἐπ΄ αὐτῷ; Ἐμὸν γὰρ͵ φησὶ͵ βρῶμά ἐστιν͵ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρὸς͵ καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. Τούτου χάριν διψῶν ποτίζει τὴν Σαμαρεῖτιν ὕδωρ͵ ἀντλήσασα δὲ αὕτη ἐπέδωκε δαψιλῶς τοῖς πολίταις αὐτῆς ἀφθόνως τὴν τοῦ Κυρίου δωρεάν. Διὰ ταύτης ὁ τοῦ Ἀβραὰμ δῆμος Σαμαρειτικῆς γνώμης δυσμαθέστερος· τοῖς μὲν γὰρ οὐδὲ τὰ παρὰ τὸν ναὸν ὠφέλει μαθήματα· τῇ δὲ καὶ ἡ παρὰ τὸ φρέαρ διάλεξις ὠφέλει. Περιθώμεθα τοίνυν τὰ τῆς Σαμαρείτιδος εἰς ἑαυτοὺς καλὰ͵ ζῆλον οἰκειωσώμεθα θεῖον͵ φιλομαθίαν ποθήσωμεν εὐγνώμονα ἡμεῖς· κἂν ἐν ἐκκλησίᾳ διαλεγώμεθα τὰ θεῖα͵ νομίσωμεν καὶ 61.745 πρὸς ἡμᾶς λέγεσθαι τὸ πρὸς ἐκείνην παρὰ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ͵ Τοὺς προσκυνοῦντας τὸν Θεὸν͵ ἐν 61.746 πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ· προσκυνεῖν. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

9.

Συζήτησις Ἰησοῦ καί Σαμαρείτιδος

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ἰωάννου 4,1-42 Ἀρχαί Φεβρουαρίου 28 μ.Χ.

Oἱ Φαρισαῖοι ἐφθόνησαν τό ἒργον τοῦ Προδρόμου (Ματθ. 3,7). Τώρα φθονοῦν καί τό ἒργον τοῦ Ἰησοῦ. Τοῦτο φαίνεται ἐκ τοῦ ὃτι «ὡς οὖν ἒγνω ὁ Κύριος», ὃταν ἒμαθεν ὁ Κύριος «ὃτι ἢκουσαν οἱ Φαρισαῖοι, ὃτι ὁ Ἰησοῦς πλείονας μαθητάς ποιεῖ καί βαπτίζει ἢ Ἰωάννης» ὃτε ἢκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὃτι ὁ Χριστός προσελκύει περισσοτέρους μαθητάς ἀπό τόν Ἰωάννην τόν Πρόδρομον καί βαπτίζει (καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτός οὐκ ἐβάπτιζεν, ἀλλά οἱ μαθηταί αὐτοῦ) (ἂν καί ὁ ἲδιος ὁ Ἰησοῦς δέν ἐβάπτιζεν ἀλλά οἱ μαθηταί Του) «ἀφῆκε τήν Ἰουδαίαν καί ἀπῆλθεν πάλιν εἰς τήν Γαλιλαίαν». Ὁ Κύριος δηλαδή πληροφορηθείς τόν φθόνον τῶν Φαρισαίων διά τό βάπτισμα τῶν μαθητῶν του μεταβαίνει ἐκ τῆς μεσημβρινῆς Ἰουδαίας ἐκ τῆς τοποθεσίας τῆς Αἰνών καί Σαλείμ εἰς Γαλιλαίαν. «Ἒδει δέ διέρχεσθαι Αὐτόν διά τῆς Σαμαρείας».

Ὁ Κύριος ἒπρεπε νά μεταβῇ εἰς τήν Γαλιλαίαν μέσω Σαμάρειας, διότι ἐν τῇ Σαμαρεία ἦτο ἐλαχίστη ἡ ἐπίδρασις τῶν Φαρισαίων, μετά τῶν ὁποίων ἀπέφευγε τάς συγκρούσεις, ἳνα δυνηθῇ νά τελειώσῃ τό ἒργον Του. Ἀναχωρήσας λοιπόν ὁ Κύριος ἐκ τῆς Αἰνών μετά πορείαν μιᾶς καί ἡμισείας ἡμέρας «ἒρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ» φθάνει δηλαδή πλησίον της πόλεως Συχάρ Σαμαρείας κειμένης εἰς τούς πρόποδας τοῦ ὂρους Γαριζείν. Ἡ δέ Συχάρ εὑρίσκετο «πλησίον τοῦ χωρίου» πλησίον τοῦ τόπου, «ὃ ἒδωκεν Ἰακώβ Ἰωσήφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ∙ ἦν δε ἐκεῖ πηγή τοῦ Ἰακώβ». Ἡ περιοχή αὓτη εἶχε δοθῆ εἰς τόν Ἰωσήφ ὑπό τοῦ πατρός τοῦ Ἰακώβ. Διά τοῦτο τό φρέαρ, τό ὁποῖον ἦτο ἐκεῖ, ὠνομάζετο φρέαρ τοῦ Ἰακώβ.

Φθάσας ἐκεῖ ὁ Κύριος «κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὓτως ἐπί τῇ πηγῇ» κατάκοπος ὁ Κύριος ἐκ τῆς ὁδοιπορίας δέν ζητεῖ κάθισμα ἢ προσκεφάλαιον. Κάθεται ἀφελῶς πλησίον τῆς πηγῆς. Κάθεται, ὂχι μόνον διότι ἦτο ἐξηντλημένος ἐκ τῆς ὁδοιπορίας, ἀλλά διά νά δώσῃ τήν σωτηρίαν εἰς μίαν ἁμαρτωλόν ψυχήν καί εἰς ὁλόκληρον λαόν τῶν Σαμαρειτῶν. Κουρασμένος σωματικῶς ζητεῖ τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν, «ὣρα ἦν ὡσεί ἓκτη». Ἦτο περίπου μεσημέρι. «Ἒρχεται γυνή ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὓδωρ». Μία νέα γυναῖκα ἒρχεται διά νά πάρῃ νερό. Ἡ γυναῖκα αὐτή κατήγετο ἐκ τῆς Συχέμ διαφόρου τῆς Συχάρ ἀνηκούσης εἰς τήν ἐπαρχίαν Σαμαρείας.

Ὃταν λοιπόν ἦλθεν ἡ Σαμαρεῖτις, ὁ Ἰησοῦς ἐπιθυμῶν νά σώσῃ τήν ἁμαρτωλήν της ψυχήν ἀποκαλύπτει ὂχι ἀμέσως ἀλλά βαθμηδόν καί μεθοδικῶς, ὃτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἰδού δέ πῶς ἒγινεν ἡ ἀποκάλυψις αὓτη.

«Οἱ μαθηταί Του ἀπεληλύθεισαν εἰς τήν πόλιν ἳνα τροφάς ἀγοράσωσι». Οἱ 5-6 μαθηταί τοῦ Κυρίου εἶχον μεταβῆ – πλήν τοῦ Ἰωάννου πιθανώτατα τοῦ συγγραφέως τῆς διηγήσεως ταύτης παραμείναντος πλησίον του εἰς τήν πόλιν Συχάρ — ἳνα ἀγοράσωσι τρόφιμα. Ὁ Κύριος λαμβάνει ἀφορμήν ἀπό τήν δίψαν του καί τό ὓδωρ, τό ὁποῖον πρόκειται νά ἀντλήσῃ ἀπό τό πηγάδι ἡ Σαμαρεῖτις, ἀρχίζει δηλαδή ἐκ παρόντος τινός ἀναγκαιοτάτου και συγκεκριμένου στοιχείου διά τήν ζωήν μας ἐκ τοῦ ὓδατος, τήν διδασκαλίαν του. Και λέγει εἰς τήν Σαμαρείτιδα. «Δός μοι πιεῖν». Δός μου νά πίω. Ἡ γυναῖκα ὃμως ἀναγνωρίσασα τήν Ἰουδαϊκήν Του καταγωγήν ἐκ τῆς ἐνδυμασίας Του και τῆς ἰδιαιτέρας προφορᾶς Του, ἐρωτᾷ αὐτόν πῶς τολμᾷ νά ζητήσῃ ἀπό αὐτήν ὓδωρ, ἀφοῦ εἶναι Σαμαρεῖτις «πῶς σύ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὒσης γυναικός Σαμαρείτιδος» ἀφοῦ εἶναι γνωστόν, συνεχίζει ἡ γυνή, ὃτι οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Σαμαρεῖται δέν εὑρίσκονται εἰς φιλικάς σχέσεις∙ «οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Εἶναι γνωστόν, ὃτι οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Σαμαρεῖται εὑρίσκοντο εἰς διάστασιν λόγῳ τῆς ἐπιμιξείας τῶν Σαμαρειτῶν μετ’ ἂλλων εἰδωλολατρῶν. Ἐπί τῆς ἐποχῆς ὃμως τοῦ Κ. Η. Ι. Χ. ἡ διάστασις αὓτη δέν ἦτο τόσον ὀξεῖα, διότι οἱ μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ μετέβησαν εἰς τήν πόλιν, διά νά ἀγοράσουν τροφάς εἲτε ἐκ τῶν Σαμαρειτῶν εἲτε ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐγκατεστημένων ἐν τῆ πόλει ταύτη.

Ὁ Κύριος ἐδῶ σοφώτατα παρακάμπτει τό ἂγονον πεδίον συζητήσεως, εἰς τό ὁποῖον ἒτεινεν ἡ ἐρώτησις τῆς Σαμαρείτιδος λέγων πρός αὐτήν. «Εἲ ᾒδεις τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐστίν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σύ ἂν ᾒτησας αὐτόν καί ἒδωκεν ἂν σοι ὓδωρ ζῶν». Ἐάν ἐγνώριζες ποίαν μεγάλην χάριν (δωρεάν) σοῦ ἒκαμεν ὁ Θεός καί ποιός εἶμαι ἐγώ, ὣστε νά σοῦ ζητῶ νερό, σύ θά ἐζήτεις ἀπό Ἐμέ καί Ἐγώ θά σοῦ ἒδιδον «ὓδωρ ζῶν». Ἐνταῦθα «ὓδωρ ζῶν» κατά λέξιν ἐννοεῖται το πηγαῖον τό τρεχούμενον ὓδωρ ἐν ἀντιθέσει πρός τό στάσιμον τῶν στερνῶν. Τό πρῶτον τό τρεχούμενον σπανιώτατον ἐν τῇ Παλαιστίνῃ ἦτο καί πολυτιμώτερον. Ὁ Κύριος ὃμως ἒδιδε μεταφορικήν ἒννοιαν εἰς τήν φράσιν «ὓδωρ ζῶν», τήν ὁποίαν θά ἲδω-μεν κατωτέρω καί τήν ὁποίαν δεν ἐννόησεν ἡ Σαμαρεῖτις. Αὓτη ὡς καί ὁ Νικόδημος παραμένουσιν ἐπί τοῦ αἰσθητοῦ πεδίου. Ἡ Σαμαρεῖτις ἐννοεῖ ὓδωρ ζῶν τό πηγαῖον ὓδωρ τοῦ ὁποίου τάς ἰδιότητας νομίζει, ὃτι ἒχει τό ὓδωρ τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακώβ, διά τοῦτο ἐρωτᾷ τόν Ἰησοῦν «Κύριε οὒτε ἂντλημα ἒχεις καί τό φρέαρ ἐστί βαθύ∙ πόθεν οὖν ἒχεις τό ὓδωρ τό ζῶν; Πῶς θά μπορέσῃς νά δώσῃς τοιοῦτον ὓδωρ, ἀφοῦ τό φρέαρ εἶναι βαθύ καί στερεῖσαι μέσου; Παρ’ ὃλην ὃμως τήν ἐκ πατριωτικοῦ ἐγωισμοῦ ἀπόδοσιν ὑπ’ αὐτῆς εἰς τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ ἰδιοτήτων τοῦ ρέοντος ὓδατος, μένει κάποιο κενόν εἰς τήν ψυχήν της, ὃτι ὁ Ἰησοῦς διά τῆς φράσεως «ὓδωρ ζῶν» ἐννοεῖ κάτι τι, τοῦ ὁποίου ἐστερεῖτο τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Διά τοῦτο συνεχίζουσα ὑποβάλλει ἐρώτησιν καί λέγει πρός τόν Ἰησοῦν. «Μή σύ εἶ μείζων τοῦ πατρός ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἒδωκεν ἡμῖν τό φρέαρ, καί αὐτός ἐξ αὐτοῦ ἒπιε, καί οἱ υἱοί αὐτοῦ καί τά θρέμματα αὐτοῦ; » Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος Σύ τοῦ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἒπιεν ἀπό τό ὓδωρ τοῦτο αὐτός, οἱ υἱοί του καί τά πρόβατά του, ἀφοῦ δύνασαι νά δώσῃς νερό, τό ὁποῖον αὐτός δέν ἒδωκεν; Αἱ δύο αὐταί ἐρωτήσεις τῆς Σαμαρείτιδος εἰσάγονται διά τοῦ «Κύριε» καί οὓτω ἡ πρώτη ἀδιαφορία τῆς γυναικός καί τό ἐθνικόν της μῖσος ὑποχωροῦν ἐμπρός εἰς τό συναίσθημα τοῦ σεβασμοῦ της πρός τόν Κύριον.

Ὁ Κύριος ἀντιληφθείς τόν σεβασμόν τῆς γυναικός πρός Ἑαυτόν ἀρχίζει νά ἀφαιρῇ τό ἀλληγορικόν περικάλυμμα τοῦ λόγου Του δεικνύων τάς ἰδιότητας τοῦ ὓδατος τοῦ ζώντος ἐν συγκρίσει πρός τάς ἰδιότητας τοῦ ὓδατος τοῦ Ἰακώβ, ὣστε ἡ ὑπεροχή Αὐτοῦ ἒναντι τοῦ Ἰακώβ νά ἒλθῃ ὡς λογικόν ἐπακολούθημα. Λέγει λοιπόν εἰς αὐτήν ὁ Κύριος. «Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὓδατος τούτου διψήσει πάλιν∙ ὃς δ’ ἃν πίῃ ἐκ τοῦ ὓδατος, οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα∙ ἀλλά τό ὓδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὓδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὃστις πίει ἐκ τοῦ ὓδατος τούτου τοῦ φρέατος θά διψήσῃ, πάλιν. Μάρτυς τῶν λόγων Μου εἶσαι σύ μέ τήν ὑδρίαν σου. Ὃποιος ὃμως πίει ἐκ τοῦ ὓδατος, τό ὁποῖον θά τοῦ δώσω ἐγώ, δέν θα ξαναδιψήσῃ ποτέ. Ὂχι μόνον τοῦτο. Ἀλλά τό ὓδωρ τό ὁποῖον θά πίῃ ἐξ ἐμοῦ, θά γίνῃ πηγή, ἣτις θά τείνῃ εἰς ζωήν αἰώνιον, εἰς τούς οὐρανούς, ὃθεν ἐξεπήγασεν, ὃπως καί τά νερά ὃλων τῶν πηγῶν τείνουν νά ἀνέλθουν, κατά τόν νόμον τῶν συγκοινωνούντων δοχείων, εἰς τό ὓψος, ὃθεν αἱ πηγαί των. Ὣστε ἐκ τῆς ἐννοίας τῆς ἀναβλυζούσης καί ἀστειρεύτου ἐξωτερικῆς πηγῆς ἐρχόμεθα εἰς τήν ἐσωτερικήν πηγήν ἁλλομένην τήν ἀναβλύζουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον διά τῆς χάριτος.

Ἡ Σαμαρεῖτις μένουσα ἀκόμη ἐπί τοῦ φυσικοῦ πεδίου – τί φυσικότης διηγήσεως! – ὡς καί ὁ Νικόδημος ζητεῖ νερό ἀπό τόν Ἰησοῦν, αὐτό τό ὁποῖον περιέχει τάς ἰδιότητας αὐτάς διά νά μή ἒρχεται καί ἀντλῇ καί «λέγει πρός Αὐτόν ἡ γυνή∙ Κύριε δός μοι τοῦτο τό ὓδωρ ἳνα μή διψῶ μηδέ ἒρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν». Κύριε δός μου τό ὓδωρ αὐτό τό ζῶν τό τρεχούμενον διά νά μή ἒρχομαι ἐδῶ νά παίρνω ἀπό τό ὓδωρ τοῦτο. Ὁ Κύριος τώρα προκειμένου να δώσῃ εἰς αὐτήν τό ζητηθέν ὓδωρ ἢτοι προκειμένου νά ἀποκαλυφθῇ εἰς αὐτήν ὡς Μεσσίας, διά ἐρωτήσεως Του παρακινεῖ αὐτήν εἰς συναίσθησιν καί μετάνοιαν τῆς ἁμαρτωλῆς της ζωῆς, ἳνα καταστῇ ἀξία τῆς τοιαύτης δωρεᾶς. «Ὓπαγε φώνησον τόν ἂνδρα σου και ἐλθέ ἐνθάδε». Λέγει δηλαδή εἰς αὐτήν νά φωνάξῃ τόν ἂνδρα της καί νά ὑπάγῃ μετ’ αὐτοῦ ἐκεῖ. Ἐκείνη ἀπήντησεν «οὐκ ἒχω ἂνδρα» δέν ἒχω ἂνδρα. Ὁ Κύριος ὃμως γνωρίζων τήν ζωήν της ὡς Θεός λέγει εἰς αὐτήν «καλῶς εἲπας, ὃτι ἂνδρα οὐκ ἒχω∙ πέντε γαρ ἂνδρας ἒσχες∙ και νῦν ὃν ἒχεις, οὐκ ἐστι σου ἀνήρ∙ τοῦτο ἀληθές εἲρηκας». Ὃτι πέντε ─ἂνδρας ἒσχες καί (ἀποθανόντων αὐτῶν ἢ διαζευχθέντων) ἐκεῖνον τόν ὁποῖον ἒχεις τώρα, δέν εἶναι ἂνδρας ἰδικός σου, ὁμιλεῖς ὀρθῶς. Καλά εἶπες, λέγει ο Κύριος.

Ὁ Κύριος προηγουμένως ἀπηυθύνετο εἰς τόν νοῦν της. Διά τῆς ἀπαντήσεως ὃμως ταύτης δίδων τό τελειωτικόν κτύπημα ἀπευθύνεται εἰς τήν συνείδησίν της. Ἡ Σαμαρεῖτις πιστεύουσα, ὃτι ὁ ἀποκαλύψας τήν συνείδησίν της δέν εἶναι εἷς τυχαῖος ἁπλοῦς «Κύριος», ὃπως τόν ὠνόμαζε μέχρι τῆς στιγμῆς αὐτῆς, ἀλλά προφήτης λέγει∙ «Κύριε θεωρῶ, ὃτι προφήτης εἶ σύ» καί ἐρωτᾷ Αὐτόν περί ζητήματος θρησκευτικοῦ τοῦ χωρίζοντος τούς Ἰουδαίους καί Σαμαρείτας. Ἡ δέ ἐρώτησίς της προερχομένη ἐκ σοβαρότητος και οὐχί διά νά ἀποφύγῃ τήν δυσάρεστον συζήτησιν διά τήν ἂσεμνον ζωήν της, ὡς ἐνόμισάν τινες, εἶναι ἡ ἑξῆς. «Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὂρει τοῦτο) (τῷ Γαριζείν καί δεικνύει) «προσεκύνησαν καί ὑμεῖς» (οἱ Ἰουδαῖοι) λέγετε ὃτι ἐν Ἱερουσαλήμ ἐστίν ὁ τόπος, ὃπου δεῖ προσκυνεῖν». Λέγετε ὃτι ἐν Ἱερουσαλήμ πρέπει νά λατρεύωμεν τόν Θεόν. Σεῖς ποίαν γνώμην ἒχετε ἐπ’ αὐτοῦ; ἐρωτᾷ ἡ Σαμαρεῖτις. Ὁ Κύριος ἐδῶ δέν παρακάμπτει τήν συζήτησιν, ὃπως ἒκαμεν ἀνωτέρω δίς, ἀλλά ἀπαντᾷ εἰς τήν Σαμαρείτιδα λέγων. «ΙΙίστευσον μοι γύναι, ὃτι ἒρχεται ὣρα, ὃτε οὒτε (μόνον) ἐν τῷ ὂρει τούτω οὒτε ἐν Ἱερουσαλήμοις προσκυνήσετε τῷ Πατρί».

Ὁ Κύριος δηλαδή λέγει εἰς τήν Σαμαρείτιδα: Ἡ προσκύνησις, ἢτοι ἡ θυσία – ὂχι ἡ προσευχή, διότι ἡ προσευχή ἐγένετο καί τότε ὂχι μόνον ἐν Ἱερουσαλήμ ἀλλά καί ἐν ταῖς Συναγωγαῖς – θά γίνεται πανταχοῦ καταργουμένων τῶν φραγμῶν τῆς γλώσσης, τῆς ἐθνικότητος κ.λ.π. κατά τήν προφητείαν τοῦ Μαλαχίου (1,11). Ὁ Κύριος δηλαδή ἦλθεν, ὂχι ἳνα καταργήσῃ ἀλλά νά συμπληρώσῃ τόν Νόμον διά τῆς θυσίας του. «Ὑμεῖς προσκυνεῖτε, ὃ οὐκ οἲδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν, ὃ οἲδαμεν, ὃτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν». Οἱ Ἰουδαῖοι εὑρίσκονται ἐν τάξει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ συγκρινόμενοι πρός τούς Σαμαρείτας, διότι προσέφερον θυσίας ἐν τῷ τόπω, τῷ Ναῷ τῶν Ἱεροσολύμων καί κατά τρόπον ὁρισθέντα ύπό τοῦ Θεοῦ ἐνῷ οἱ Σαμαρεῖται οὐχί. «Ἀλλ’ ἒρχεται ὣρα και νῦν ἐστί, ὃτε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τῷ Πατρί ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Ἡ Ἰουδαϊκή θρησκεία και θυσία, ἂν καί ἀνωτέρα τῆς Σαμαρειτικῆς, ἐν τούτοις εἶναι παροδικαί σκιαί συμ-πληρούμεναι ὑπό τοῦ σώματος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Διά τοῦ «ἒρχεται ἡ ὣρα» δηλοῖ ὃτι τό ἒργον Αὐτοῦ δέν ἐτελείωσε. Διά τοῦ «και νῦν ἐστί» ὃτι τό ἒργο του ἢρχισε συμπηχθείσης τῆς ὁμάδος τῶν μαθητῶν, τοῦ πυρήνος τούτου τῶν ἀληθινῶν προσκυνητῶν. Ἡ θυσία αὓτη θά προσφέρεται ὑπό τῶν χριστιανῶν τῶν ἀληθινῶν προσκυνητῶν «ἐν Πνεύματι» ἢτοι ἐσωτερικῶς ἂρα παντοῦ καί ὂχι μόνον ἐν Ἱερουσαλήμ ἢ Γαριζίν, «ἐν ἀληθείᾳ» ἢτοι ὂχι διά τύπων καί θυσιῶν νομικῶν ἀλλά διά τῆς πραγματικῆς θυσίας τοῦ Ἀμνοῦ.

Ὁ Κύριος θέτων τήν σφραγίδα τῶν ἀνωτέρω λέγει: «καί γάρ ὁ Πατήρ τοιούτους ζητεῖ τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν». Τοιούτους προσκυνητάς ζητεῖ καί ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ Θεός. «Πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Πνεῦμα εἶναι ὁ ἲδιος ὁ Θεός καί διά τοῦτο θέλει ὃπως οἱ προσκυνηταί του λατρεύουν Αὐτόν ὂχι μόνον ἐξωτερικῶς ἀλλά καί ἐσωτερικῶς, ἀλλά καί ἀληθῶς μέ θρησκείαν ἀληθῆ. Διά τούτων τῶν λέξεων δέν καταργεῖται ἡ ἐξωτερική λατρεία λαμβανομένης ὑπ’ ὂψιν τῆς συστάσεως ἐκ σώματος καί ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τῆς κοινωνικότητος αὐτοῦ καί ἑπομένως ἒχοντος ἀνάγκην τῆς ἐξωτερικῆς καί ὁμαδικῆς ἐκδηλώσεως τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου. Ἡ σωτηρία ἡ ὑποσχεθεῖσα θά ἒλθῃ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὡς καταγομένου τοῦ Ἰησοῦ κατά σάρκα ἐκ τῶν Ἰουδαίων.

Ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούσασα τούς λόγους τούτους τοῦ Κυρίου καί μή δυνηθεῖσα νά ἐννοήσῃ πολλά πράγματα ἐξ αὐτῶν εἶπεν εἰς τόν Κύριον, ὃτι καί ἂλλα σχετικά θά μᾶς διδάξῃ, ὃταν ἒλθῃ ὁ Μεσσίας. «Οἷδα ὃτι Μεσσίας ἒρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός». Γνωρίζω ὃτι θά ἒλθῃ ὁ Μεσσίας ὁ λεγόμενος ἑλληνιστί Χριστός, «ὃταν ἒλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα». Ὃταν ἒλθῃ Αὐτός, θά μᾶς τά εἲπῃ ὃλα αὐτά τά πράγματα. Ὁ Κύριος τότε ἀπήντησεν εἰς αὐτήν∙ «Ἐγώ εἰμί ὁ λαλῶν σοι». Ὁ Κύριος φανερώνεται πρώτην φοράν ὡς Μεσσίας εἰς τήν Σαμαρείτιδα και ὂχι εἰς τούς Ἰουδαίους, διότι οἱ ’Ιουδαῖοι ἒχοντες ψευδεῖς Μεσσιακάς ἰδέας θά ἀνεσείοντο μέ τό ἂκουσμα τοῦ Μεσσίου καί θά ἠμπόδιζον τό ἒργον Του. Τοιοῦτος ὃμως κίνδυνος ἐν τῇ Σαμαρείᾳ δέν ὑπῆρχεν.

Οἱ μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ οἱ ὁποῖοι εἶχον μεταβῇ εἰς τήν πόλιν διά νά ἀγοράσωσι τροφάς, «ἐπί τούτῳ ἦλθον» ἐπέστρεψαν δηλαδή τήν στιγμήν, καθ’ ἣν ὁ Κύριος ἀπεκαλύπτετο ὡς Μεσσίας εἰς τήν Σαμαρείτιδα καί «ἐθαύμασαν, ὃτι μετά γυναικός ἐλάλει» ἠπόρησαν, διότι ὁ Κύριος ὡμίλει μετά γυναικός, ἀφοῦ κατά τήν Ραββινικήν ἐντολήν οὒτε ἁπλοῦς χαιρετισμός ἐπετρέπετο εἰς τάς γυναῖκας δημοσίᾳ. Ἐκτός αὐτοῦ, φαίνεται, ὃτι ὁ Κύριος πρώτην φοράν θά συνεζήτησε μετά γυναικός ἀπό τῆς ἐνάρξεως τοῦ δημοσίου βίου Του. «Οὐδείς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς». Δέν ἐτόλμησαν ὃμως νά ἐκφράσωσι τήν ἀπορίαν των πρός Αὐτόν.

Ἡ Σαμαρεῖτις ἐπηρεασμένη ἀπό τήν συζήτησιν, ὃταν ἒφυγε διά τήν πόλιν της, «ἀφῆκεν τήν ὑδρίαν αὐτῆς» λησμονεῖ τήν ὑδρίαν της πλησίον τῆς πηγῆς. Ἐλθοῦσα δέ εἰς τήν πόλιν Συχέμ «λέγει τοῖς ἀνθρώποις», ἒλεγεν εἰς τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους συνήντα. «Δεῦτε ἲδετε ἂνθρωπον, ὂς εἶπέ μοι πάντα, ὃσα ἐποίησα∙ μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» Ἐλᾶτε νά ἲδετε ἂνθρωπον, ὃστις εἶπεν εἰς ἐμέ πάντα, ὃσα ἐποίησα μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός; Δεν εἶπεν ἐλᾶτε νά ἲδητε τόν Μεσσίαν, ἀλλά ἂνθρωπον, ὃς εἶπέ μοι πάντα. Αὐτό πού εἶπεν, ὃτι «εἶπεν αὐτῇ πάντα», ἠδύνατο νά τό βεβαίωσῃ καί νά φανῇ ἀξιόπιστος. Διά τό δεύτερον ὃμως, ὃτι εἶναι ὁ Χριστός δέν θά ἦτο ἀξιόπιστος. Διά τοῦτο συνεχίζουσα μετά προνοητικότητος θαυμαστῆς – καί οὐχί ἀμφιβάλλουσα – λέγει∙ «μήτι οὗτος ἐστιν ὁ Χριστός;» Μήπως Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;

Οἱ συγχωριανοί της «ἐξήρχοντο ἐκ τῆς πόλεως καί ἢρχοντο πρός τόν Ἰησοῦν. Ἐν τῷ μεταξύ οἱ μαθηταί ἠρώτων» παρεκάλουν «Αὐτόν λέγοντες∙ Ραββί φάγε». Ἒλεγον εἰς τόν Ἰησοῦν νά φάγῃ ἐκ τῶν τροφῶν, τάς ὁποίας ἠγόρασαν. Ὁ Ἰησοῦς ὃμως ἒχων ὑπ’ ὂψιν Του τήν πνευματικήν τροφήν, τήν ἐπιστροφήν πολλῶν ψυχῶν, ἒλεγεν εἰς τούς μαθητάς Του, ὃτι «ἐγώ βρῶσιν ἒχω φαγεῖν» ἐγώ πρόκειται νά φάγω φαγητόν, «ἣν ὑμεῖς οὐκ οἲδατε», τό ὁποῖον σεῖς δέν γνωρίζετε. Οἱ μαθηταί μή νοήσαντες τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ἒλεγον πρός ἀλλήλους», διηρωτῶντο «μή τίς ἢνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν», μήπως ἒφερεν ἂλλος τις εἰς Αὐτόν φαγητόν καί ἒφαγεν; Ὁ Ἰησοῦς ἐξηγῶν τό εἶδος τοῦ φαγητοῦ, περί τοῦ ὁποίου ὡμίλει, «λέγει αὐτοῖς∙ ἐμόν βρῶμα ἐστίν, ἳνα ποιῶ τό θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αὐτοῦ τό ἒργον». Τό ἰδικόν Μου φαγητόν ἡ ἐπιθυμία Μου εἶναι νά φέρω εἰς πέρας, νά τελειώσω τό ἒργον τοῦ πατρός Μου.

Συνεχίζων ὁ Κύριος τόν λόγον Του και θέλων νά δείξῃ εἰς τούς μαθητάς Του τούς πλουσίους και συντόμους καρπούς τοῦ ἒργου Του καί τήν μεγάλην ἀνταμοιβήν τῶν συνεργατῶν Του τῶν μαθητῶν, λέγει πρός αὐτούς. «Οὐχ ὑμεῖς λέγετε, ὃτι ἒτι τετράμηνον ἐστί καί ὁ θερισμός ἒρχεται; ». Διά νά γίνῃ δηλαδή ὁ θερισμός χρειάζεται νά διέλθουν ἀπό σήμερα 4 μῆνες ἃρα τότε ἦτο μέσα Ἰανουαρίου – ἢτοι πρέπει νά παρεμβληθῇ ἓνα χρονικόν διάστημα ἀρκετά σεβαστόν. Διά νά θερίσετε ὃμως πνευματικούς καρπούς, ἐπιστροφήν ψυχῶν, δέν χρειάζεσθε παρά νά σηκώσητε τά μάτια σας καί νά ἲδητε τήν ὡριμότητα τοῦ πνευματικοῦ χωραφιοῦ: «ἐπάρατε τούς ὀφθαλμούς ὑμῶν καί θεάσασθε τάς χώρας, ὃτι λευκαί εἰσί πρός θερισμόν». Οἱ στάχυες ὃταν ὡριμάσουν ἀσπρίζουν καί τά χωράφια φαίνονται λευκά.

Συνεχίζων ἀκόμη ὁ Κύριος καί ἐπεξηγῶν λέγει, ὃτι ὁ προκείμενος θερισμός διαφέρει τοῦ ἂλλου τοῦ ὑλικοῦ 1) διότι «ὁ θερίζων μισθόν λαμβάνει καί συνάγει καρπόν εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὁ θερίζων δηλ. ὑλικῶς συναθροίζει καρπούς εἰς ἀποθήκας προσκαίρους, ὁ δέ θερίζων πνευματικῶς εἰς αἰωνίους ἀποθήκας 2) κατά τόν ὑλικόν θερισμόν εἶναι δυνατόν νά σπείρῃ ἓνας μέ δάκρυα καί ἀγωνίας, διότι δέν γνωρίζει ποία θά εἶναι ἡ ἀνταμοιβή τῶν κόπων του. Ἐδῶ ὃμως «ὁ σπείρων και ὁ θερίζων ὁμοῦ χαίρει» ἀμείβονται καί χαίρονται ὁμοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἒσπειραν καί οἱ ἂλλοι οἱ ὁποῖοι ἐθέρισαν τά σπαρτά ἂλλων. Διά νά μή καυχηθοῦν ὃμως ἐκ τῶν ἐπιτυχιῶν τοῦ κηρύγματος οἱ μαθηταί, λέγει εἰς αυτούς, ὃτι θερίζουν αὐτοί, ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἂλλοι – Ἰωάννης, Ἰησοῦς, Προφῆται – ἒσπειρον. «Ἐν γάρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστίν ὁ ἀληθινός, ὃτι ἂλλος ἐστίν ὁ σπείρων, καί ἂλλος ὁ θερίζων». Εἰς τήν προκειμένην περίπτωσιν ὁ λόγος εἶναι ἀληθής: Ἂλλος ἒσπειρε καί ἂλλος ἐθέρισε. «Ἐγώ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν, ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε»∙ Ἐγώ σᾶς ἀποστέλλω νά θερίσητε ἐκεῖνο διά τό ὁποῖον δέν ἐκοπιάσατε νά σπείρητε – «ἂλλοι κεκοπιάκασι, καί ὑμεῖς εἰς τόν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε»∙ ἂλλοι πρό ὑμῶν Χριστός, Προφῆται ἒσπειραν καί σεῖς θά θερίσητε.

Εἰς τόν λόγον αὐτόν ἦλθον καί οἱ ὑπό τῆς Σαμαρείτιδος εἰδοποιηθέντες καί ἢκουσαν τόν λόγον τοῦ Κυρίου. Οὗτοι «ἠρώτησαν αὐτόν μεῖναι πάρ’ αὐτοῖς» παρεκάλεσαν Αὐτόν νά μείνῃ πλησίον των. «Καί ἒμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας» εἰς τό μέρος ἐκεῖνο ἒμεινεν ὁ Κύριος δύο ἡμέρας. «Ἐκ δέ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοί ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν τῶν Σαμαρειτῶν διαλόγον τῆς γυναικός μαρτυρούσης, ὃτι εἶπέ μοι πάντα ὃσα ἐποίησα». Ἐκ τῶν Σαμαρειτῶν πολλοί πίστευσαν δια ἐκεῖνα, πού τούς εἶπεν ἡ Σαμαρεῖτις, ὃτι τῆς εἶπε ὃλα ὃσα ἒκαμε. «Πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διά τόν λόγον αὐτοῦ. Τῇ τε γυναικί ἒλεγον, ὃτι οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν∙ αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἲδαμεν, ὃτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου». Πολλοί ὃμως περισσότεροι ἐπίστευσαν ἀπό τόν λόγον τοῦ Ἰησοῦ καί εἰς τήν γυναῖκα ἒλεγον, ὃτι δέν πιστεύομεν τώρα, ὃπως πρίν πού μᾶς εἶπες, ὃτι σοῦ ἀπεκάλυψε τήν συνείδησίν σου ἀλλά διά τόν λόγον Του, τό κήρυγμα σου. Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ἑπομένως καί ἡμῶν καί ὂχι μόνον τῶν Ἰουδαίων. Οἱ Σαμαρεῖται πιστεύουν ἂνευ θαυμάτων, μόνον διά τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου. Οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦν θαύματα ! Ὁποία διαφορά !

Ἐκ τῆς διηγήσεως ταύτης ἒχομεν δύο θέματα 1) τόν Ἰησοῦν ὡς διδάσκαλον και 2) τήν Σαμαρείτιδα ὡς μαθήτριαν. Πῶς δηλαδή ἒκαμε τό μαθημά Του ὁ Χριστός καί ποῖα μαθήματα ἒλαβε αὓτη ἐκ τοῦ Χριστοῦ.

Θέμα α) Ὁ Κύριος ὡς διδάσκαλος

Γίνονται συνέδρια παιδαγωγικά, γράφονται βιβλία παιδαγωγικά κατάλληλα καί πολύγλωσσα. Δίδονται ὁδηγίαι πρός μαθητευομένους σοφαί καί πολλαί. Ποῖος ὑποπτεύεται ὃτι ἡ διήγησις τῆς Σαμαρείτιδος θά ἒχῃ παιδαγωγικόν μάθημα σπουδαῖον δια διδάσκοντας; Ἂς ἲδωμεν.

Ὁ Ἰ η σο ῦ ς εἶναι ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος τῶν αἰώνων. Πῶς κάμνει τό μάθημα Του εἰς τήν Σαμαρείτιδα; Ἰδού. Αἲθουσα διδασκαλίας δέν εἶναι ὁ κλειστός χῶρος ἀλλά τό ὓπαιθρον ! Ὡς ἓδρα τῆς διδασκαλίας ἡ ἁπλότης τοῦ καθίσματος ἐμφαινομένη διά τοῦ «ὁ δέ Ἰησοῦς ἐκαθέζετο οὓτως ἐπί τῇ πηγῇ» ἐκάθησεν ὡς ἒτυχεν, ἁπλῶς. Τά ζῶα, τα παιδιά και οι ἁπλοῖ ἂνθρωποι ἐξ ἐνστίκτου ἑλκύονται ὑπό τῶν ἀγαπώντων αὐτούς. Ἡ ἁπλή γυναῖκα τοῦ χωρίου εἱλκύσθη ὑπό τοῦ ἀγαπῶντος Ἰησοῦ τούς ἁπλούς ἀνθρώπους. Ὡς μορφή διδασκαλίας χρησιμοποιεῖται ὁ διάλογος καί ὂχι ὁ μονόλογος, τό μάθημα καί ὂχι τό κήρυγμα ἢ κάλλιον εἰπεῖν κήρυγμα ὑπό μορφήν μαθήματος, ὃπως οἱ διάλογοι τοῦ Πλάτωνος. «Ἡ δέ μέθοδος; Ἀρχίζει ἀπό τό νερό καί τήν δίψαν. Τό νερό τό ὁποῖον εἶχεν ἡ μαθητευόμενη, τήν δίψαν, την ὁποίαν ᾐσθάνετο ὁ ἲδιος. Ὑπάρχει ὑλικώτερον καί αἰσθητότερον καί ἑπομένως περισσότερον συγκεκριμένον πρᾶγμα ἀπό τό νερό καί τήν δίψαν; Ὂχι. Θαυμασία λοιπόν ἀρχή διδασκαλίας !

Θέλων λοιπόν ὁ Κύριος νά διδάξῃ πρᾶγμα ἀφῃρημένον, ὃτι Αὐτός δηλαδή εἶναι ὁ Μεσσίας, ἀρχίζει ἀπό τό συγκεκριμένον. Ἐκ τοῦ γνωστοῦ λοιπόν προχωρεῖ εἰς τό ἂγνωστον, ἐκ τοῦ συγκεκριμένου εἰς τό ἀφηρημένον, ἐκ τῆς γῆς εἰς τόν Οὐρανόν. Ὑπάρχει ψυχολογικώτερος τρόπος διδασκαλίας; Ὂχι. Ἀλλά καί ἡ πορεία τοῦ μαθήματος εἶναι βαθμιαία. Πρῶτον εἰς τήν λέξιν ὓδωρ θέτει τήν λέξιν ζῶν, κατά λέξιν μέν, ἳνα νοήσῃ τά ἐκ τῶν ἀρτεσιανῶν φρεάτων ἢ πηδάκων ἀναπηδῶντα, ἁλλόμενα εἰς ὓψος ὓδατα, κατά βάθος δέ, διά τοῦ «εἰς ζωήν αἰώνιον» ἳνα ὑπανοίξῃ εἰς αὐτήν ὁρίζοντας εὐρύτερους. Κάθε νέος λόγος τοῦ Κυρίου πρός τήν Σαμαρείτιδα εἶναι προσθήκη νέας ὂψεως τοῦ αὐτοῦ θέματος, νέα ἀνάπτυξις τοῦ προηγουμένου. Δέν ἐπαναλαμβάνει τά αὐτά παρά μόνον ὃταν παραθέτῃ νέον τι. Ὑπάρχει παιδαγωγικώτερος τρόπος τούτου; Ὂχι! Ὃταν ἡ Σαμαρεῖτις περιαυτολογοῦσα ἐθνικῶς λέγει τήν καταγωγήν τοῦ φρέατος καί πρόκειται νά ἐξέλθῃ τοῦ θέματος, ὁ Κύριος δέν φεύγει τῆς κυρίας γραμμῆς, γίνεται δεσπότης τῶν ἀδεσπότων ἰδεῶν, τῶν παρασίτων εἰς τήν συνομιλίαν ταύτην καί εἰδικεύεται εἰς τήν ἒννοιαν τῆς δωρεᾶς. Ἀφοῦ διηγέρθη τό ἐνδιαφέρον τῆς γυναικός καί ἀντί αὓτη νά δώσῃ, ζητεῖ νά λάβῃ ὓδωρ, ὁ Κύριος κτυπᾶ τήν καρδίαν, τόν βίον της. Τῆς ξεσκεπάζει τόν ἑαυτόν της εἰς τά μάτια της. Μετά ταῦτα ζητεῖ ἡ ἰδία νά διαφωτισθῇ, «Κύριε» λέγουσα. Πόση εὐγένεια ἐν ἀντιθέσει προς τό προηγούμενον «πῶς σύ Ἰουδαῖος ὢν ζητεῖς ὓδωρ παρ’ ἐμοῦ;» ! Ὃταν ἡ Σαμαρεῖτις εἶπεν, ὃτι ἀναμένει τόν Μεσσίαν, τότε ὁ Κύριος ἀπαντᾷ. Ἐγώ εἶμαι. Προσφέρεται εἰς αὐτήν, ὃταν ἡ ψυχή της ἐξέφρασε τήν λαχτάραν τοῦ Μεσσίου. Ἀφῆκε τήν ὑδρίαν της λησμονήσασα αὐτήν εἰς τήν πηγήν καί σάν νά πῆραν τά φορέματα της φωτιά, τρέχει εἰς τήν πόλιν. Τό μάθημα ἐτελείωσεν: Ἒμαθεν, ὃτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μεσσίας ! Ἑπομένως βούλησις, καρδία και νοῦς ἐθίγησαν σοφώτατα, παιδαγωγικώτατα !

Ἡ μ ε ῖ ς; Εἲμεθα διδάσκαλοι καί διδασκόμενοι. Εἲμεθα καθηγηταί ἢ καθηγήτριαι, κατηχηταί ἢ κατηχήτριαι, διδάσκαλοι ἢ διδασκάλισσαι, γονεῖς ἢτοι διδάσκαλοι κατ’ οἶκον. Πῶς πρέπει νά κάμωμεν τό μάθημά μας; Ὃπως καί ὁ Κύριος ! Ἢτοι: Ἁπλοῦς πρέπει νά εἶναι ὁ τρόπος μας, ἀγάπη νά ἒχῃ ἡ καρδία μας, ἳνα δυνηθῶμεν νά ἑλκύσωμεν τά παιδιά. Ὁ Κύριος μένει ἀκίνητος καί διδάσκει κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νά ἀποφεύγῃ τάς πολλάς κινήσεις ἐν τῇ αἰθούσῃ διδασκαλίας σύρτα -φέρτα, τάς ὁποίας τινές διδάσκαλοι κάμνουσιν ὡς λέοντες ὠρυόμενοι. Πάντοτε ὁ διδάσκαλος πρέπει νά ἀρχίζῃ ἀπό συγκεκριμένα πράγματα καί νά κάμνῃ τό μάθημά του εἲτε διδάσκαλος εἶναι ἐν σχολείῳ εἲτε κατηχητής ἐν τῷ ναῷ εἲτε μήτηρ κατ’ οἶκον. Τό μάθημα του ὃσον τό δυνατόν θά εἶναι συνομιλία, συζήτησις, μάθημα ὂχι κήρυγμα. Ὃσα ὀλιγώτερα λέγει ὁ διδάσκαλος, τόσον καλύτερος διδάσκαλος εἶναι.

Κατά τήν διεξαγωγήν τοῦ μαθήματος εἰς τό μυαλό τοῦ διδασκάλου καί. εἰς τήν γλῶσσαν τῶν διδασκομένων θά ἒρχωνται σκέψεις παρεκλίνουσαι τῆς κυρίας γραμμῆς. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νά γίνεται δεσπότης τῶν ἀδέσποτων αὐτῶν ἰδεῶν ἐντάσσων εἰς τήν ὁμιλίαν μόνον τάς καταλλήλους σκέψεις. Θά φροντίζῃ ν’ ἀπευθύνεται ὂχι μόνον εἰς τόν νοῦν, ἀλλά καί εἰς τήν καρδίαν. Ὂχι μόνον εἰς τήν καρδίαν ἀλλά καί εἰς τόν νοῦν. Ὂχι μόνον νά δίδῃ γνώσεις ἀλλά καί νά βάνῃ γνώση, ὃπως κοινῶς λέγομεν. Σκοπός δέ πρέπει νά εἶναι γενικῶς μέν ἡ Ἀλήθεια, εἰδικῶς δέ ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια. Οὐδένα πρέπει νά ἀποκλείωμεν τῆς διδασκαλίας τῆς Ἀληθείας, ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν ἀπέκλεισε τήν Σαμαρείτιδα, πού ἦτο Σαμαρεῖτις, γυνή κακῆς διαγωγῆς.

Θ έ μ α: β) Αὐτογνωσία – Ζῆλος – Σύνεσις

Α’ Ἡ Σαμαρεῖτις – Αὓτη εἶχε τρία πράγματα: Αὐτογνωσίαν, ζῆλον, σύνεσιν.

Αὐτογνωσία. Ἡ Σαμαρεῖτις πρίν γνωρίσῃ τόν Χριστόν ἡγνόει τόν ἑαυτό της, διότι «ἂνδρα οὐκ ἒχω» ἀπαντᾷ εἰς τόν Κύριον. Ὃταν ὃμως ὁ Κύριος ἀποκαλύπτῃ τήν ρυπαρό-τητα τοῦ βίου της δια τοῦ «πέντε γάρ ἂνδρας ἒσχες καί νῦν ὃν ἒχεις οὐκ ἒστι σου ἀνήρ», τότε ἒρχεται εἰς ἐπίγνωσιν τοῦ ἑαυτοῦ της καί τοῦ Ἰησοῡ∙ ἐπιγιγνώσκει τό κατώτερον ἑαυτῆς καί τό ὑπέρτερον τοῦ ὁμιλοῦντος πρός αὐτήν. Ὣστε ἡ Σαμαρεῖτις αἰσθανθεῖσα τήν ρυπαρότητα τοῦ βίου της ἐζήτησε νά μάθῃ κατόπιν περί τοῦ Μεσσίου, τοῦ Χριστοῦ. Καί Τόν ἒμαθεν ! Ἰδού ὁ κόμβος τοῦ ζητήματος τῆς Θείας γνώσεως: Ἡ αἲσθησις τῆς ρυπαρότητός μας και ἰδίᾳ τῆς σαρκικῆς. Ἰδού ὁ τρόπος τῆς γνώσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ δέ τρόπος τῆς δημοσιεύσεως; Διά ζήλου καί συνέσεως.

Ζῆλος. Γνωρίσασα ἡ Σαμαρεῖτις τόν Χριστόν δέν ἒμεινεν ἁπλοῦς θεατής τοῦ Μεγαλείου τοῦ Κυρίου, δεικνύει μεγάλον ζῆλον διά τό κήρυγμα καί εἰς ἂλλους. Σημεῖα δεικνύοντα τον ζῆλον εἶναι α’) λησμονεῖ τήν ὑδρίαν της εἰς τήν πηγήν και τρέχει εἰς τήν πόλιν, β’) προσκαλεῖ τούς συγχωριανούς της νά ὑπάγουν νά ἲδουν ἂνθρωπον, ὃς εἶπεν αὐτῆ πάντα, γ’) τό ἀποτέλεσμα τοῦ ζήλου της ὑπῆρξε φανερόν καί μέγα, διότι πλῆθος ἀνθρώπων Σαμαρειτῶν ἐξῆλθον καί μετέβησαν πρός τόν Ἰησοῦν καί «πολλοί τῶν Σαμαρειτῶν ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν διά τόν λόγον τῆς γυναικός μαρτυρούσης, δτι «εἶπε μοι πάντα ὃσα ἐποίησα» καί δ’) ὁ ζῆλος τῆς Σαμαρείτιδος ἐξαίρεται, ἂν σκεφθῇ τις, ὃτι ὁ χρόνος τῆς διδασκαλίας της ὑπῆρξεν ἐλάχιστος το πολύ, 10’—20′ λεπτά τῆς ὣρας. Καί ὃμως ὁποῖον ἡφαίστειον!

Σ ύ ν ε σ ι ς. Θά ἐπερίμενε τις ἀπό μία γυναῖκα ἐπάνω εἰς τήν ἒξαψιν τῆς χαρᾶς της νά παραπαίῃ, νά παραληρῇ. Καί ὃμως ! δεικνύει μεγάλην σύνεσιν, διότι ἀποφεύγει δύο ἀκρότητας, ὃταν ὁμολογῇ, ὃτι συνήντησεν ἂνθρωπον, ὃς εἶπεν αὐτῇ πάντα, ὃσα ἐποίησε: α’) Δέν λέγει τι τῆς εἶπεν ὁ Κύριος συγκεκριμένως ἢτοι ὃτι «εἶχε πέντε ἂνδρας και ὃν ἒχει οὐκ ἐστι ἀνήρ αὐτῇ», β’) Δέν εἶπεν ἐλᾶτε νά ἲδητε τόν Χριστόν άλλά «μή τί αὐτός ἐστίν ὁ Χριστός; » Ζήτημα κοσμιότητος καί εὐπρεπείας καί γυναικείας ἀδημοσύνης της ἀπηγόρευσαν νά ὁμιλήσῃ συγκεκριμένως ἐπί τῆς ἀποκαλύψεως ἑαυτῆς ὑπό τοῦ Κυρίου. Ὁμολογεῖ τήν ἀποκάλυψιν ἑαυτῆς ὑπό τοῦ Κυρίου καί ὂχι τόν Χριστόν, διότι διά τό πρῶτον ἦτο βεβαιότατη, διά τό δεύτερον ἀφῆκε τούς ἂλλους νά πεισθοῦν. Ὣστε ὁ Χριστός ἐθέρμανε τήν καρδίαν διά ζήλου, ἐφώτισε τήν διάνοιαν διά τῆς συνέσεως. Ποῖον μεγαλεῖον !

Β’ «Ἡμεῖς; Πρέπει νά ἒχωμεν τά αὐτά. Αὐτογνωσίαν. Ὁ καλλίτερος τρόπος τοῦ νά γνωρίσωμεν τόν Χριστόν καί ἡ ἀπόδειξις, ὃτι ἐγνωρίσαμεν Αὐτόν, εἶναι ἡ συναίσθησις τῆς ρυπαρότητος τῆς ψυχικῆς, ἰδίᾳ δέ τῆς σαρκικῆς. Νέοι, οἱ ὁποῖοι δικαιολογοῦν τήν σαρκικήν ρυπαρότητα μέ τό ὃτι τοῦτο εἶναι «φυσιολογική ἀνάγκη» δεικνύουν, ὃτι δέν ἐγνώρισαν τόν Χριστόν. Νέαι αἱ ὁποῖαι καλύπτουν τό ρυπαρόν τῶν σχέσεών των δικαιολογούμεναι, ὃτι πρόκειται περί ἀγνῶν αἰσθημάτων, αἰθερίων συναισθημάτων καί πλατωνικῶν φιλιῶν, δεικνύουν, ὃτι εἶναι μακράν τοῦ Χριστοῦ. Εὐτυχής εἶναι ὁ νέος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐμπνεόμενος ὑπό τοῦ Κυρίου θά αἰσθανθῇ τήν κακοσμίαν τῆς σαρκικῆς ρυπαρότητος, εὐτυχής εἶναι ἡ νέα, ἐάν ἐμπνεομένη καί αὓτη ὑπό τοῦ Κυρίου αἰσθανθῇ τήν δυσωδίαν τῶν ἀναθυμιάσεων τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας. Παράδειγμα σπουδαιότατον ἒχομεν τόν Ἃγιον Αὐγουστῖνον. Οὗτος ὃταν ἐφωτίσθη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἢνοιξε τήν Ἁγίαν Γραφήν τό πρῶτον τό ὁποῖον ἐδιάβασε μέ μάτια φωτισμένα, εἶναι τό «μή κώμαις και μέθαις, μή κοίταις καί ἀσελγίαις» Ρωμ. 13,13. Ἒθεσεν ἐκεῖ τόν δάκτυλον του και εἶπεν ἀπό ἐδῶ θά ἀρχίσω, θά διορθώσω τόν ἀνήθικόν μου βίον. Κατόπιν ἀποσύρεται εἰς τό βάθος τοῦ κήπου καί ἀναλύεται ἐπί 4 ὣρας εἰς δάκρυα χαρᾶς καί λύπης, χαρᾶς μέν, διότι εὑρῆκε τό φῶς, λύπης δέ διότι ἒζησε μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης κυλιόμενος εἰς τόν βοῦρκον τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διά τοῦτο τονίζει ἰδιαιτέρως τό σαρκικόν ἁμάρτημα διαστέλλων αὐτό τῶν λοιπῶν λέγων, «πᾶσα ἁμαρτία ἐκτός τοῦ σώματος ἐστί, ὁ δέ πορνεύων εἰς τό ἲδιον σῶμα ἁμαρτάνει». Ἡ ὑποχρέωσίς μας δέν εἶναι μόνον νά γνωρίσωμεν ἡμεῖς τόν Χριστόν, ἀλλά νά τόν γνωρίσωμεν καί εἰς τούς ἂλλους, οἱ ὁποῖοι τόν ἀγνοοῦν ὁ δέ τρόπος; ὁ ζῆλος καί ἡ σύνεσις.

Ὁ Ζῆλος. Ἓκαστος εἰς τό περιβάλλον του, εἰς τόν κύκλον του, ὡς ἡ Σαμαρεῖτις εἰς τούς συγχωριανούς της, πρέπει νά ὁμολογήσωμεν τόν Χριστόν. Θά συναντήσωμεν σκώμματα καί ἀντιρρήσεις ἒκ τινων διά τήν ζωήν τήν Χριστιανικήν μας. Θά μᾶς κατηγορήσωσι διά διαφόρων κατηγοριῶν καί σκωμμάτων. Θά μᾶς εἲπωσιν ὑποκριτάς, ἀναχρονιστικούς, κουτούς, ἒχοντες ὡς βάσεις διαφόρους ἐλλείψεις μας σωματικάς, πνευματικάς, ψυχικάς, γενικῶς ἀνθρωπίνας ἐλλείψεις. Θά καταντήσωμεν νά μᾶς θεωροῦν βρωμερούς, διότι εἲμεθα πιτσιλισμένοι ἀπό μερικές λάσπες τῆς ζωῆς, ἂνθρωποι κυλιόμενοι εἰς τόν βοῦρκον τῆς ἀνηθικότητος ! Θά μᾶς εἲπουν κουτούς, ἂνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν γνωρίζουν νά μοιράσουν δύο γαϊδουριῶν ἂχυρο! Ὁ ζῆλος ὃμως εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θά ὑπερπήδησῃ τά ἐμπόδια αὐτά. Τις ἡμᾶς χωρίσῃ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις, στενοχώρια, διωγμός; φωνάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Σ ύ ν ε σ ι ς. Περισσοτέραν ἀνάγκην ἒχομεν τῆς συνέσεως. Δέν θά γίνωμεν ὃλοι κήρυκες καί Θεολόγοι εὐαγγελιζόμενοι τόν Χριστόν. Θά φροντίσωμεν νά τούς ὁδηγήσωμεν σ’ ἓνα καλογραμμένο θρησκευτικόν βιβλίον, κήρυγμα, Πνευματικόν, δηλαδή εἰς τόν Χριστόν ὡς ἒκαμε καί ἡ Σαμαρεῖτις εἰς τούς πατριώτας της. Ὁ ζῆλος χωρίς τήν σύνεσιν ὁδηγεῖ εἰς τόν φανατισμόν. Μερικοί νεοφώτιστοι θέλοντες νά γίνουν ἀμέσως ἂμεσοι διδάσκαλοι τῶν πλανωμένων περιέπεσαν εἰς πολλάς πλάνας, ἀποτέλεσμα τῆς διδασκαλίας τῶν ὁποίων εἶναι, ὃτι κατεστράφησαν καί κατέστρεψαν. Ἡ σύστασις ἑνός βιβλίου ἀναλόγου τῆς μορφώσεως, τῆς ἀνάγκης τοῦ πλανωμένου εἶναι κήρυγμα πρώτης τάξεως. Ἡ σύστασις ἑνός κηρύγματος εἰς τούς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντος σου εἶναι ὁ καλλίτερος τρόπος ἐμμέσου κηρύγματος. Ἡ σύστασις πρός ἐξομολόγησιν καί ἡ ὑπόδειξις καταλλήλου Πνευματικοῦ δέν εἶναι καθόλου ἂτυχα μέσα πρός διάδοσιν τοῦ Χριστοῦ∙ οὓτω ἀποφεύγει τις πλάνας διδασκαλικάς, ἐγωϊσμόν, φανατισμόν κ.λ.π.

Ἰδού ἡ Σαμαρεῖτις, ἰδού καί ἡ πρέπουσα διαγωγή μας. Ἐπίγνωσις, Ζῆλος καί Σύνεσις.

10.

Ὑπέρβαση τῶν σχημάτων τοῦ κόσμου

Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)

 

Γεμάτη στερεότυπα ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γεμάτη ἀπό θεωρήσεις καί πιστεύματα, πού χωρίς νά πολυσκέπτεται τά ἀποδέχεται παθητικά, εἴτε γιατί τό κοινωνικό ἤ οἰκογενειακό περιβάλλον τοῦ τά καλλιέργει, εἴτε γιατί ἡ καθημερινότητα ἤ ἡ ἀνάγκη τοῦ τά ἐπιβάλλει. Πολλές δέ φορές, κατά τή διαδικασία δημιουργίας καί ἐπιβολῆς τῶν στερεότυπων αὐτῶν, ἀναζητεῖται ἡ βοήθεια θεσμῶν, φορέων, συγγενῶν ἰδεολογιῶν, ἀκόμη καί τῆς Ἐκκλησίας, σέ μία προσπάθεια ἐκμετάλλευσης τοῦ κύρους καί τῆς διεισδυτικοτητάς της στόν λαό.

Ποιό τό πρόβλημα μέ τά στερεότυπα; Μά τό γεγονός ὅτι λειτουργοῦν δογματικά καί ἐγκλωβίζουν τή σκέψη, τυποποιώντας τη σέ συγκεκριμένες παραμέτρους, πέραν τῶν ὁποίων δέν μπορεῖ νά ἐπεκταθεῖ. Ἐκτός δέ ἀπό τίς ἀγκυλώσεις στόν τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι, τά στερεότυπα εἶναι ὑπεύθυνα καί γιά τήν καλλιέργεια προκαταλήψεων καί ἀποκλεισμῶν στήν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου, πού ὄχι μόνον ἐπηρεάζουν τίς διαπροσωπικές σχέσεις, ἀλλά καί εὐθύνονται εἴτε γιά τήν ἀποδόμηση, εἴτε γιά τήν καρκινωματική δυσμορφία τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ.

Ὁ Χριστός ξεπερνᾶ τά κοινωνικά στερεότυπα

Ἡ συμπεριφορά τοῦ Χριστοῦ ὅπως περιγράφεται στό σημερινό Εὐαγγέλιο, εἶναι τουλάχιστον ἀπρόσμενη καί πρωτόγνωρη. Γι’ αὐτό κι ὅσοι γίνονται κοινωνοί αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν του, κατά τήν περικοπή «θαυμάζουν», δηλαδή καταλαμβάνονται ἀπό ἐκπλήξη γιά τό πρωτοφανές πού διαδραματίζεται μπροστά στά μάτια τους, «κουμπώνονται» καί περιμένουν ἐξηγήσεις ἐκεῖ ποῦ ἐνδεχομένως δέν χρειάζονται! Ποιοί «θαυμάζουν»; Ὅλοι ὅσοι ἀναφέρονται στή σημερινή περικοπή ἐκτός ἀπό τόν Χριστό. «Θαυμάζουν» οἱ μαθητές, «θαυμάζει» ἡ Σαμαρείτιδα, «θαυμάζουν» οἱ συμπατριῶτες της… Γιατί;

Ὁ Χριστός ξεπερνᾶ στερεότυπα καί διαλύει προκαταλήψεις αἰώνων! Ἀναιρεῖ στήν πράξη ἕναν τρόπο σκέψης πού φρόντιζε νά καλλιεργεῖ τίς διακρίσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί, ὑψώνοντας φραγμούς, νά μεθοδεύει τήν κατάργηση τῆς ἀγάπης. Στό ὄνομα αὐτῆς τῆς ἀγάπης πρός τόν κάθε ἄνθρωπο, ὁ Θεός ἔρχεται καί δρᾶ ἔξω ἀπό κάθε καθωσπρεπισμό καί κοινωνική συμβατικότητα. Τί κάνει;

Ὁ Χριστός «διαλέγεται» μέ τή Σαμαρείτιδα

Πρῶτ’ ἄπ’ ὅλα, διαλέγεται! Κάθεται καί συζητᾶ Αὐτός, ὁ φημισμένος διδάσκαλος, ὁ ἀξιοσέβαστος καί ἀποδεκτός ἀπό τή συντριπτική πλειοψηφία τοῦ λαοῦ. Ἀντί νά διεκδικεῖ τόν ἐξουσιαστικό μονόλογο, τό μονοφωνικό κήρυγμα, τό ἀπόλυτο τῆς αὐθεντίας, Αὐτός συζητᾶ καί καταδέχεται ν’ ἀκούσει ὄχι μόνον ἀπορίες, ἀλλά καί ἀντιθέσεις καί ἀμφισβητήσεις καί ἀντιρρήσεις.

Ἔπειτα, καταδέχεται νά συζητήσει μέ ἀλλόθρησκο! Οἱ Σαμαρεῖτες εἶχαν ἀπό καιρό διαφοροποιήσει τήν πίστη τους σέ σχέση μέ τόν ἰουδαϊσμό, καθώς εἶχαν ἀποδεχθεῖ ἔντονα εἰδωλολατρικά στοιχεῖα. Παρ’ ὄλ’ αὐτά, ὁ μόνος κήρυκας τῆς ἀληθείας δέν τούς ἀπορρίπτει, οὔτε τούς ἐπιτιμᾶ, ἀλλά τούς φωτίζει καί τούς ἀποκαλύπτει ἐξίσου τή μοναδικότητα τῆς πίστης.

Καταδέχεται νά συζητήσει μέ ἀλλόφυλο! Τήν ἐποχή πού, παρά τή ρωμαϊκή κατάκτηση, οἱ διακρίσεις καί οἱ ἀντιθέσεις μεταξύ τῶν γειτονικῶν λαῶν γνώριζαν ἔξαρση, ὁ κατά τό ἀνθρώπινο Ἰουδαῖος Χριστός συνομιλεῖ μέ τούς κατεξοχήν ἐχθρούς.

Ναί, καταδέχεται νά συζητήσει μέ ἀλλόφυλο! Ὅταν μία ἀπό τίς εὐχαριστίες πού ἀναπέμπονταν τότε στήν καθημερινή λατρεία τῆς Συναγωγῆς ἦταν «Εὐλογητός εἰ, Κύριε (…), ὅτι οὐκ ἐποίησάς με γυναῖκα», ὁ Χριστός συνομιλεῖ μέ τή Σαμαρείτιδα. Ὅταν ὕπηρχε παράγγελμα ραββινικό «Ἄς κατακαίωνται οἱ λόγοι τοῦ νόμου μᾶλλον παρά νά διδασκωνται εἰς γυναῖκας», ὁ Χριστός διδάσκει στή Σαμαρείτιδα θεολογία καί τήν καθοδηγεῖ στήν ἀλήθεια τῆς πίστης.

Δοκιμάζει τίς ἀντοχές τῶν μαθητῶν του! Ἐνῶ ἀποροῦν καί παρατηροῦν τόν διάλογο, σιωπώντας ταυτόχρονα ἀπό διάκριση καί σεβασμό στόν Διδάσκαλο, ὁ Χριστός δέν τούς ἐξηγεῖ τίποτε, ἀκριβῶς γιατί δέν ὕπηρχε τίποτε νά ἐξηγήσει. Δέν εὐθυνόταν Αὐτός γιά τά κοινωνικά, φυλετικά, διαφυλικά καί θρησκευτικά ἀκόμη στερεότυπα πού ἡ πονηρία καί οἱ σκοπιμότητες τοῦ κόσμου τούς εἶχαν καλλιεργήσει. Κι ἔτσι ἁπλά, χωρίς ἕνα λόγο, τούς ὁδηγεῖ στό νά ἀναλογισθοῦν τί παράδειγμα τούς δίνει καί τούς ἀπελευθερώνει ἀπό ὅλα αὐτά, ἀναδεικνύοντας τήν προτεραιότητα τῆς διακονίας τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἀγάπης!

Ἀδελφοί μου, ἡ ὑπέρβαση τῶν ὅποιων σχημάτων τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι ὑποχρεωτική, ἄν θελουμε νά ἀποκτήσουμε «νοῦν Χριστοῦ». Ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπό στερεότυπα, προκαταλήψεις καί συμβατικότητες εἶναι μονόδρομος στήν προσπάθειά μας γιά τήν κατάκτηση τῆς ἁγιότητας. Τελικά, ἡ πνευματική λογική, ἡ ὁποία «οὐκ ἔστι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», εἶναι ἡ μόνη σωτηρία γιά τήν ἐπίλυση τῶν ὅποιων προβλημάτων καί τοῦ κόσμου τούτου!