1.

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Σήμερα, τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ μπροστὰ σ’ αὐτὸ ποὺ συνέβη, στὸ πῶς οἱ Ἰουδαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό, γιατί τὸν συνάντησαν μὲ τὴν φαντασία ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ἔνδοξος βασιλιὰς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τώρα μὲ κάθε ἰσχύ, νὰ ἐπικρατήσει καὶ νὰ καταρρίψει τοὺς ἀλλόθρησκους, τοὺς Ρωμαίους ποὺ εἶχαν κατακτήσει τὴν χώρα τους, καὶ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανιδρύσει ἕνα Βασίλειο, ἕνα ἐπὶ γῆς βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ. Ξέρουμε ὅτι Ἐκεῖνος δὲν ἦρθε γι’ αὐτό, ἦρθε γιὰ νὰ ἱδρύσει ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ ἔχει τέλος, ἕνα βασίλειο αἰώνιο, ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἀνοιχτὸ σ’ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ἕνα βασίλειο ποὺ θὰ βασιζόταν στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος μία περίοδος τρομερῆς σύγχυσης. Οἱ Ἰουδαῖοι συναντοῦν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐπειδὴ περιμένουν ἀπὸ Ἐκεῖνον ἕναν θριαμβευτὴ στρατιωτικὸ ἡγέτη, ἀλλὰ Ἐκεῖνος θὰ ἔρθει γιὰ νὰ πλύνει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του, νὰ δώσει τὴν ζωή Του γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ κατακτήσει μὲ βία καὶ δύναμη. Κι αὐτοί, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ Τὸν πλησίαζαν φωνάζοντας « Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυὶδ» σὲ λίγες μέρες θὰ φωνάξουν «Σταυρωθήτω, σταυρωθήτω» ἐπειδὴ πρόδωσε τὶς προσδοκίες τους. Αὐτοὶ προσδοκοῦσαν ἕναν ἐπίγειο νικητὴ καὶ αὐτὸς ποὺ βλέπουν εἶναι ἕνας νικημένος βασιλιάς. Τὸν μισοῦν γιὰ τὴν ματαίωση ὅλων τῶν ἐλπίδων τους.

Αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο ξένο γιὰ μᾶς στὶς μέρες μας. Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπομακρύνονται μὲ ἔχθρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιατί τοὺς ἀπογοήτευσε στὴν μία ἢ στὴν ἄλλη ἐλπίδα τους. Θυμᾶμαι μία γυναίκα ποὺ ἦταν πιστὴ ὅλη τὴν ζωή της, καὶ ὅταν ὁ ἐγγονὸς της πέθανε- ἕνα μικρὸ ἀγόρι- μοῦ εἶπε: «Δὲν πιστεύω πιὰ στὸν Θεὸ· πῶς μπόρεσε νὰ μοῦ πάρει τὸν ἐγγονό μου;». Κι ἐγὼ τῆς εἶπα: «Ἄλλα πιστεύατε, ἐνῶ πέθαιναν χιλιάδες, μυριάδες ἄνθρωποι…» Μὲ κοίταξε καὶ μοῦ εἶπε: «Μὰ γιατί ἔγινε αὐτὸ σὲ μένα; Δὲν μ’ ἐνδιαφέρει, αὐτὰ δὲν ἦταν παιδιά μου».

Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς σὲ μικρότερο βαθμὸ τόσο συχνὰ ποὺ ἀμφιταλαντευόμαστε στὴν πίστη μας, στὴν ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Θεό, ὅταν κάτι ποὺ περιμένουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ κάνει γιά μᾶς, δὲν γίνεται, ὅταν Ἐκεῖνος δὲν γίνεται ὁ Ὑπάκουος ὑπηρέτης μας, κι ὅταν προβάλλουμε τὴν ἐπιθυμία μας, Ἐκεῖνος δὲν λέει «Ἀμὴν» καὶ δὲν τὴν πραγματοποιεῖ. Ἄρα δὲν εἴμαστε τόσο ξένοι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνάντησαν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μετὰ στράφηκαν μακριά Του.

Καὶ τώρα, μπαίνουμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα. Πῶς ἀντικρίζουμε αὐτὰ τὰ γεγονότα; Νομίζω πὼς ὀφείλουμε νὰ μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα ὄχι σὰν θεατές, ὄχι ἁπλὰ διαβάζοντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νὰ μποῦμε σὰν νὰ εἴμαστε μέτοχοι τῶν γεγονότων, ἀλήθεια, διαβάζουμε γι’ αὐτά, ἀλλὰ θάπρεπε νὰ μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας: «ποῦ βρίσκομαι μέσα σ΄αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ λένε: «Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυίδ»; Εἶμαι μήπως ἀπ’ τοὺς περιθωριακοὺς ποὺ κραυγάζουν «Σταύρωσον αὐτόν»; Εἶμαι κάποιος ἀπ’ τοὺς μαθητὲς ποὺ πίστευαν μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἔσχατος κίνδυνος φάνηκε νὰ ἔρχεται; Θυμάστε ὅτι στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς εἶχαν ἐπιλεγεῖ γιὰ νὰ Τοῦ συμπαρασταθοῦν στὶς ὧρες τῆς ὑπέρτατης ἀγωνίας Του, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαναν, ἦταν κουρασμένοι, εἶχαν χάσει τὸ θάρρος τους κι ἀποκοιμήθηκαν. Τρεῖς φορὲς ἦρθε σ’ αὐτούς, τρεῖς φορὲς ἦταν μακρυά Του.

Δὲν συναντᾶμε τὸν Χριστὸ κάτω ἀπ’ τὶς ἴδιες συνθῆκες, ἀλλὰ συναντᾶμε τόσους ἀνθρώπους ποὺ εἶναι σὲ ἀγωνία, ὄχι μόνο γιατί πεθαίνουν σωματικά, …κι αὐτὸ συμβαίνει σὲ φίλους, σὲ συγγενεῖς, σὲ ἀνθρώπους γύρω μας ποὺ ἀγωνιοῦν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Εἴμαστε ζωντανοί, γεμάτοι ἐνδιαφέρον γι’ αὐτούς, ἕτοιμοι νὰ τοὺς βοηθήσουμε, στεκόμαστε δίπλα τους, ἢ ἀποκοιμιόμαστε, ποὺ σημαίνει ἀποσυρόμαστε, γυρνᾶμε τὴν πλάτη, τοὺς ἀφήνουμε σὲ ἀγωνία, στὸν φόβο, στὴν ἀθλιότητά τους; Καὶ δὲν θὰ μιλήσω γιὰ τὸν Ἰούδα, γιατί κανένας μας δὲν ἔχει πρόθεση νὰ προδώσει τὸν Χριστὸ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀλλὰ δὲν τὸν προδίδουμε ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὶς ἐντολές Του; Ὅταν λέει: «Σᾶς δίνω παράδειγμα, ν’ ἀκολουθήσετε..» κι ἐμεῖς κουνᾶμε τὰ κεφάλια μας καὶ λέμε: «Ὄχι θέλω μόνο ν’ ἀκολουθήσω τὶς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς μου.» Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Πέτρο, τὸν δυνατότερο, ἐκεῖνον ποὺ μποροῦσε νὰ μιλᾶ ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων, ὅταν ἔφθασε νὰ ριψοκινδυνεύσει τὴ ζωή του, ἢ μᾶλλον ὄχι τὴν ζωή του, ἁπλὰ ν’ ἀπορριφθεῖ, γιατί κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὸν σκοτώσει, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τρεῖς φορές.

Ἐμεῖς τί κάνουμε, ὅταν ἔχουμε τέτοια πρόκληση, ὅταν κινδυνεύουμε νὰ μᾶς κοροϊδέψουν, νὰ γελοιοποιθοῦμε, νὰ μᾶς ἀπομονώσουν φίλοι καὶ γνωστοὶ ποὺ σηκώνουν τοὺς ὤμους καὶ λένε: «Ἄ, Χριστιανός; Καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, πιστεύεις στὸ Εὐαγγέλιό Του, πιστεύεις ὅτι θὰ εἶναι στὸ πλάι σου; Πόσο συχνά…! Ὤ, ἂς μὴν ποῦμε: «Δὲν εἶμαι…» ἀλλὰ ἂς ποῦμε: «Ναί, εἶναι δόξα μου, κι ἂν θέλεις νὰ Τὸν σταυρώσεις, ἂν θέλεις νὰ Τὸν ἀπορρίψεις, ἀπόρριψε κι ἐμένα ἐπίσης ἐπειδὴ ἐπιλέγω νὰ σταθῶ στὸ πλευρό Του, εἶμαι μαθητὴς Του ἀκόμα κι ἂν μὲ ἀπορρίψουν, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν μοῦ ἐπιτρέψεις νὰ μπῶ στὸ σπίτι σου ξανά».

Ἂς σκεφτοῦμε τὸ πλῆθος στὸν Γολγοθά. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν ὄργανα στὴν καταδίκη Του, Τὸν περιγέλασαν, εἶχαν πάρει τὴν νίκη τους, τουλάχιστον ἔτσι νόμιζαν. Ἀκόμα ὑπῆρχαν οἱ στρατιῶτες, οἱ στρατιῶτες ποὺ Τὸν Σταύρωσαν· εἶχαν σταυρώσει ἀμέτρητους ἀκόμα ἀνθρώπους, ἔκαναν τὴν δουλειά τους. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε ποιὸν σταύρωναν. Κι ὁ Χριστὸς προσευχόταν γι’ αὐτούς: «Συγχώρησε τοὺς Πατέρα, δὲν ξέρουν τί κάνουν…» Δὲν σταυρωνόμαστε μὲν μὲ φυσικὸ τρόπο, ἀλλὰ λέμε: «Συγχώρησε Πατέρα μου, ὅλους αὐτοὺς ποὺ μᾶς προσβάλλουν, μᾶς ἀπορρίπτουν, ποὺ σκοτώνουν τὴν χαρὰ καὶ σκοτεινιάζουν τὶς ζωές μας..» Τὸ κάνουμε; Ὄχι δὲν τὸ κάνουμε. Ἀναγνωρίζουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας σ’ αὐτοὺς τοὺς σταυρωτές;

Καὶ ἔπειτα ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ κατέκλυσαν τὴν πόλη γιὰ νὰ δοῦν ἕναν ἄνθρωπο νὰ πεθαίνει, μὲ μία τρελλὴ περιέργεια, ποὺ πιέζει τόσους ἀπὸ μᾶς νὰ γινόμαστε περίεργοι, γιὰ ὅσους ὑποφέρουν, γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνιοῦν. Θὰ πεῖτε, δὲν συμβαίνει; Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας, πῶς βλέπετε τηλεόραση, πόσο παθιασμένα βλέπετε τὰ ὅσα τρομερὰ συμβαίνουν στὴν Σομαλία, στὸ Σουδάν, στὴν Βοσνία καὶ ὅποια ἄλλη χώρα. Τὰ βλέπετε μὲ ραγισμένη καρδιά; Εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπομείνετε τὸν τρόμο, ἀλλὰ στρέφεστε στὸν Θεὸ μὲ προσευχή, καὶ δίνετε, δίνετε γενναιόδωρα ὅ,τι μπορεῖτε γιὰ νὰ περιοριστεῖ ἡ πείνα καὶ ἡ μιζέρια; Ἔτσι εἶναι; Ὄχι, εἴμαστε οἱ ἴδιοι ποὺ πῆγαν στὸν Γολγοθὰ γιὰ νὰ δοῦν κάποιον νὰ πεθαίνει. Περιέργεια, ἐνδιαφέρον; Ναί, ἀλίμονο.

Ὑπῆρχαν ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦλθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι Ἐκεῖνος θὰ πεθάνει· ἐπειδὴ, ὅταν Ἐκεῖνος πεθάνει στὸν Σταυρό, ἐκεῖνοι θὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τρομερὸ μήνυμα ποὺ Ἐκεῖνος φέρνει·  ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν ἄλλο, ἔτσι ποὺ νά εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ νὰ πεθάνουμε γι’ αὐτόν. Αὐτὸ τὸ μήνυμα τῆς σταυρωμένης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, θὰ μποροῦσε νὰ καταργηθεῖ διαπαντός, καὶ γιὰ ὅλους. Κι ἂν Ἐκεῖνος ποὺ τὸ κηρύττει, πεθάνει, θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ψευδοπροφήτης, ἕνας ψεύτης.

Κι ἀκόμα, ὑπῆρχαν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦρθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Σταυρό, κι ὅτι τότε θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι πιστοὶ χωρὶς ρίσκο, θὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν «μερίδα» τῶν νικητῶν. Δὲν τοὺς μοιάζουμε τόσο συχνά;

Κι ἔπειτα τὸ σημεῖο ποὺ πολὺ δύσκολα τολμᾶμε ν’ ἀντικρύσουμε τὴν Μητέρα τοῦ θυσιαζόμενου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, σιωπηλή, προσφέροντας τὸν θάνατό Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, σιωπηλά, σβήνοντας μαζί Του, ὥρα τὴν ὥρα, καὶ ὁ μαθητὴς ποὺ γνώριζε μὲ τὸν νεανικὸ τρόπο, πῶς ν’ ἀγαπᾶ τὸν Κύριό του, στεκόμενος μὲ φόβο, κοιτάζοντας τὸν Κύριό του νὰ πεθαίνει καὶ τὴν Μητέρα ν’ ἀγωνιᾶ. Νοιώθουμε ἔτσι ὅταν διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, νοιώθουμε τὴν ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους γύρω μας;

Ἂς μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα μὲ σκοπὸ ὄχι νὰ εἴμαστε θεατὲς ὅσων συμβαίνουν, ἂς μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος καὶ σὲ κάθε βῆμα ἂς ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας: ποιὸς εἶμαι μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἡ Μητέρα; Εἶμαι ὁ μαθητής; Εἶμαι ἕνας ἀπὸ τοὺς σταυρωτές; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ φθάσουμε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης μαζὶ μ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἦταν πραγματικὰ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση· ὅταν ἡ ἀπελπισία εἶχε φύγει, ἦρθε ἡ νέα ἐλπίδα, ὁ Θεὸς εἶχε νικήσει. Ἀμήν.

2.

Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος

 Κόντογλου Φώτης

Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει θρόνο τὸν οὐρανὸ καὶ ὑποπόδιο τὴ γῆ, ὁ γυιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Λόγος του ὁ συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε καὶ ἦρθε στὴ Βηθανία ἀπάνω σ’ ἕνα πουλάρι. Καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων τὸν ὑποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ».

Οἱ πολέμαρχοι τοῦ κόσμου, σὰν τελειώνανε τὸν πόλεμο καὶ βάζανε κάτω τοὺς ὀχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι καὶ καθίζανε ἀπάνω σὲ χρυσὰ ἁμάξια γιὰ νὰ μποῦνε στὴν πολιτεία τους. Μπροστὰ πηγαίνανε οἱ σάλπιγγες κι οἱ σημαῖες κ’ οἱ ἀντρειωμένοι στρατηγοὶ καὶ πλῆθος στρατιῶτες σκεπασμένοι μὲ σίδερα ἄγρια καὶ βαστώντας φονικὰ ἅρματα γύρω σ’ ἕνα ἁμάξι φορτωμένο μὲ λογῆς λογῆς ἁρματωσιὲς καὶ σπαθιὰ καὶ κοντάρια παρμένα ἀπὸ τὸ νικημένο ἔθνος.

Ὅλοι οἱ πολεμιστὲς ἤτανε σὰν ἄγρια θηρία σιδεροντυμένα, τὰ κεφάλια τους ἤτανε κλειδωμένα μέσα σὲ φοβερὲς περικεφαλαῖες, τὰ χοντρὰ καὶ μαλλιαρὰ χέρια τους ἤτανε ματωμένα ἀπὸ τὸν πόλεμο, τὰ γερὰ ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα καὶ τεντωμένα, σὰν τοῦ λιονταριοῦ ποὺ ξεσκίσε μὲ τὰ νύχια του τὸ ζαρκάδι καὶ τανύζεται μὲ μουγκρητὰ καὶ φοβερίζει τὸν κόσμο. Ὕστερα ἐρχότανε τὸ χρυσὸ τ’ ἁμάξι τοῦ πολεμάρχου, ποὺ καθότανε σ’ ἕνα θρονὶ πλουμισμένο μ’ ἀκριβὰ πετράδια, περήφανος, ἀκατάδεχτος, φοβερός, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀντικρύσει μάτι δίχως νὰ χαμηλώσει καὶ βαστοῦσε τὸ τρομερὸ σκῆπτρο του, ποὺ κάθε σάλεμά του ἤτανε προσταγή, δίχως ν’ ἀνοίξει τὰ στόμα του αὐτὸς ποὺ τὸ κρατοῦσε.

Ἄλογα ἀνήμερα, ἤτανε ζεμένα σ’ αὐτὰ τ’ ἁμάξι, μὲ λουριὰ χρυσοκεντημένα μὲ γαϊτάνια καὶ περπατούσανε κι αὐτὰ καμαρωτὰ καὶ περήφανα σὰν τοὺς ἀνθρώπους. Ἕνα κορίτσι ἔμορφο σὰν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστοῦσε ἕνα χρυσὸ στεφάνι ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ νικητῆ, κι ἄλλα κορίτσια κι ἀγόρια ρίχνανε λιβάνια κι ἄλλα μυρουδικὰ σὲ κάποια μεγάλα θυμιατήρια ὅμοια μὲ μανουάλια.

Ἀπὸ πίσω ἐρχόντανε οἱ σκλάβοι ἄντρες καὶ γυναῖκες κι ὅποιοι ἤτανε ἄρρωστοι καὶ λαβωμένοι, τοὺς σέρνανε καὶ τοὺς χτυπούσανε οἱ στρατιῶτες. Ὅση δόξα εἴχανε αὐτοὶ ποὺ πηγαίνανε μπροστά, ἄλλη τόση καταφρόνεση καὶ δυστυχία εἴχανε ὅσοι ἀκολουθούσανε ἀπὸ πίσω. Αὐτοὶ ἤτανε δεμένοι μὲ σκοινιὰ καὶ μ’ ἁλυσίδες, πολλοὶ πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σὰν πεθαμένοι ἀπὸ τὰ μαρτύρια κι ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια. Πολλοὶ ἤτανε μισόγυμνοι κ’ οἱ πλάτες τους ἤτανε μελανιασμένες ἀπὸ τὸ βούνευρο. Ἀνάμεσά τους ἤτανε γυναῖκες, παρθένες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες μὲ ἀθώα μωρὰ στὴν ἀγκαλιά τους, γρηὲς ποὺ βαστούσανε τὰ ἐγγόνια τους ἀπὸ τὸ χέρι, ὅλες κατατρομαγμένες σὰν τὰ ἀρνιὰ ποὺ τὰ πάνε στὸν μακελάρη. Γύρω ὁ κόσμος ἔκανε σὰν τρελλὸς καὶ φώναζε καὶ δόξαζε τὸν νικητὴ κι ἀπὸ πολλὰ στόματα τρέχανε ἀφροί. Ἀλαλαγμὸς ἔβγαινε σὰν καπνὸς ἀπ’ ὅλη τὴν πολιτεία. Αὐτὴ τὴν παράταξη τὴ λέγανε «θρίαμβο».

Ἕναν τέτοιον θρίαμβο ἔκανε κι ὁ Χριστὸς σήμερα, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης. Μά, ὅπως τὰ ἄλλαξε ὅλα καὶ τὰ ἔκανε ἀνάποδα ἀπ’ ὅ,τι συνηθίζανε οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι κι ὁ θρίαμβος ποὺ ἔκανε, ἤτανε θρίαμβος τῆς φτώχειας καὶ τῆς ταπείνωσης. Ὁ Ρωμαῖος ὕπατος ἤτανε καθισμένος ἀπάνω σὲ θρόνο καὶ σὲ χρυσὸ ἁμάξι, μὰ ὁ Χριστὸς ἤτανε καβαλικεμένος ἀπάνω σ’ ἕνα πουλάρι, σ’ ἕνα γαϊδουρόπουλο, ποῦνε τὸ πιὸ ταπεινὸ καὶ καταφρονεμένο ἀνάμεσα στὰ ζῶα.

Κι’ ὁ ἴδιος ἤτανε ταπεινός, πράος, ἥσυχος, φτωχοντυμένος, κατὰ τὴν προφητεία ποὺ ἔλεγε: «Εἴπατε τὴ θυγατρὶ Σιών· Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πρᾶος καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον, υἱὸν ὑποζυγίου». Τὸ χέρι του δὲν βαστοῦσε σκῆπτρο, ἀλλὰ βλογοῦσε τὸν κόσμο. Ἀπὸ πόλεμο ἐρχότανε καὶ κεῖνος, μὰ ἕναν πόλεμο πολὺ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στὴν κακία καὶ στὴν ψευτιὰ καὶ στὴν ὑποκρισία καὶ στὴ φιλαργυρία. Καὶ δὲν πήγαινε νὰ ξεκουραστεῖ ἀπ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ἀλλὰ πήγαινε ν’ ἀρχίσει ἄλλον, πιὸ σκληρόν, καὶ νὰ στεφανωθεῖ μ’ ἀγκαθένιο στεφάνι καὶ νὰ δαρθεῖ καὶ νὰ περιπαιχθεῖ καὶ στὸ τέλος νὰ καρφωθεῖ ἀπάνω σ’ ἕνα ξύλο σὰν κακοῦργος.

Δὲν ἤτανε τριγυρισμένος ἀπὸ ἀγριεμένους ὑποταχτικούς, ἀλλὰ ἀπὸ ἄκακους ψαράδες, καταφρονεμένους σὰν καὶ κεῖνον. Κι οὔτε ἔσερνε ἀπὸ πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, ἀλλὰ ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τοῦ διαβόλου καὶ πεθαμένους ποὺ ἀναστηθήκανε ἀπὸ τὴ φωνή του. Σάλπιγγες καὶ τούμπανα δὲν φωνάζανε γιὰ νὰ τὸν δοξάσουνε, ἀλλὰ παιδιὰ ἀθῶα ποὺ συμβολίζανε τὴν ἁπλότητα ποὺ ἔχουνε οἱ χριστιανοὶ καὶ ποὺ φωνάζανε «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» καὶ κρατούσανε ἀντὶ γιὰ σημαῖες καὶ γιὰ μπαϊράκια κλαδιὰ πράσινα τῶν δέντρων. Κλαδιὰ χλωρὰ καὶ ροῦχα στρώνανε χάμω γιὰ νὰ πατήσει τὸ γαϊδούρι καὶ νὰ περάσει. Κι αὐτὸ τὸ βλογημένο πήγαινε μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι, ταπεινό, ἀνήξερο, σηκώνοντας τὸν Χριστὸ ποὺ καθότανε πρωτύτερα ἀπάνω στὰ τρομερὰ ἑξαφτέρουγα σεραφεὶμ ποὺ εἶναι ἀπὸ φωτιά. Δὲν ἀξιώθηκε νὰ τὸν σηκώσει κανένα χρυσὸ ἁμάξι, μήτε ἄλογο ἀκριβοσελωμένο, μήτε καμμιὰ κούνια ποὺ νὰ τὴ βαστᾶνε ἀντρειωμένοι βαστάζοι, ἀλλὰ τὸν σήκωνε τὸ γαϊδούρι. Ποιὸ μάτι δὲν δακρύζει ἅμα συλλογιστεῖ αὐτὸ τὸ μυστήριο!

Ὁ Χριστὸς ἀναποδογύρισε ὅσα εἶχε γιὰ σωστὰ καὶ γιὰ ἀληθινὰ ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ ἄνθρωπος. Ποιὸς ὅμως εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει τὴν ἐλευθερία ποὺ μᾶς ἔφερε καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ πουλάρι μὲ τὸ σκοινένιο καπίστρι κι ὄχι τ’ ἀφρισμένα τἄλογα ποὺ χλιμιντρᾶνε καμαρωτὰ καὶ νὰ μὴ μπεῖ στὴ Ρώμη μὲ τὰ πολλὰ τὰ εἴδωλα, παρὰ νὰ μπεῖ μαζὶ μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς εἰρήνης στὴν Ἀπάνω Ἱερουσαλήμ;

Πολλοί, ποὺ εἶναι σοβαροὶ ἄνθρωποι, θὰ ποῦνε πὼς δὲν τὰ καταλαβαίνουνε αὐτὰ καὶ πὼς τὰ παιδιὰ παιδιακίζουνε κ’ οἱ ἄντρες ἀντρειεύουνται. Τὰ ἴδια λέγανε κ’ οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ σπουδασμένοι. «Ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τὰ θαύματα ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παίδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας: Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυίδ, ἠγανάκτησαν καὶ εἶπον αὐτῷ: Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς: Ναι· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον;» Καὶ καταλιπῶν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω της πόλεως». Οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ γραμματεῖς διαβάσανε τὸν ψαλμὸ τοῦ Δαυὶδ ποὺ ἔλεγε πὼς θὰ προϋπαντήσουνε τὸν Χριστὸ τὰ νήπια καὶ δὲν πιστέψανε ὡστόσο σ’ αὐτὸν ποὺ ὑμνολογούσανε. Ἀμὴ ἐμεῖς ποὺ διαβάσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν ψαλμὸ κι αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἑβραίους, δὲν θὰ κριθοῦμε πιὸ αὐστηρὰ ἂν δὲν τὸν πιστέψου­με; Ἡ ματαιότητα κ’ ἡ περηφάνεια μᾶς κάνουνε νὰ μὴν καταδεχόμαστε νὰ πᾶμε μαζὶ μὲ τὴ φτωχὴ συνοδεία του, ντρεπόμαστε νὰ ἀκολουθήσουμε ἕνα ἀρχηγὸ ποὺ πάει καβαλικεμένος ἀπάνω σ’ ἕνα γαϊδούρι. Τὰ ταπεινά, τὰ φτωχικά, δὲν τὰ θέλουμε. Μὰ μπορεῖ νὰ γίνει χριστιανὸς ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ αὐτὰ ποὺ ἀγάπησε ὁ Χριστός;

Χθές, Σάββατο, ἀνάστησε ἕναν πεθαμένο ἄνθρωπο, τὸν Λάζαρο. Ποιὸς ἤτανε αὐτὸς ὁ Λάζαρος; Κανένας ἐπίσημος ἄνθρωπος, κανένας τρανός; Ὁ Λάζαρος ἤτανε φτωχός, χωριάτης, κι ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ἤτανε φίλος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶχε φίλους ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἕναν φίλο σημειώνει τὸ Εὐαγγέλιο πὼς εἶχε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, κι αὐτὸς ἤτανε φτωχὸς κι ἀγράμματος. Μὰ ποιὸς ἀπὸ μᾶς ἀγαπᾶ αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχια τοῦ Χριστοῦ; Ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι ἡ φτώχια ἡ ἀληθινή, ὅπως ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστὸς λείπει κ’ ἡ ζωὴ ἡ ἀληθινὴ καὶ βασιλεύει ὁ θάνατος. Αὐτὸ θὰ τὸ καταλάβεις καλώτατα ἂν γυρίσεις καὶ δεῖς γύρω σου κι ἀκουμπήσεις τὸ κεφάλι σου καὶ συλλογιστεῖς. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ Ρωμαῖοι κ’ οἱ παντοδύναμοι ἀφέντες ποὺ κάνανε τοὺς θριάμβους ὁπού ἱστορήσαμε πρωτύτερα; Τί γινήκανε κι αὐτοὶ κι οἱ μυριάδες ποὺ τοὺς προσκυνούσανε καὶ ποὺ γονατίζανε μπροστά τους σὰν τὰ καλάμια ποὺ τὰ γέρνει ὁ βοριάς; Ποιὸς τοὺς φέρνει στὸν νοῦ του ἐξὸν κάποιοι ποὺ γράφουνε τὰ ἱστορικὰ ἐκείνου τοῦ καιροῦ; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, ἄλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, ὅλα πέσανε σ’ ἕναν λάκκο καὶ χαθήκανε καὶ σβύσανε σὰν νὰ μὴ γινήκανε ποτές. Καὶ τί ἀπόμεινε ἀπὸ ὅλα τοῦτα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων; Τίποτα κι ἀκόμα πιὸ λίγο ἀπὸ τίποτα.

Πλὴν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄπιστος ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ βλέπει καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ πιάνει μὲ τὰ χέρια του καὶ τραβᾶ τὸν δρόμο ποὺ τραβήξανε καὶ κεῖνοι καὶ σέρνει μὲ εὐχαρίστηση τὸ ἅρμα τοῦ Νέρωνα, γιατί εἶναι «νεῦρον σιδηροῦν ὁ τράχηλός του». Τ’ αὐτιὰ του εἶναι σφαλιχτὰ σὲ Κεῖνον ποὺ λέγει: «Ἐγὼ εἰμὶ Θεὸς πρῶτος καὶ εἰς τὰ ἐπερχόμενα ἐγὼ εἰμί. Ἐγὼ βοσκήσω τὰ πρόβατά μου καὶ ἐγὼ ἀναπαύσω αὐτά». Ἐκεῖνος ποὺ καθότανε ἀπάνω στὸ γαϊδούρι, ἐκεῖνος εἶναι ζωντανὸς μέσα στὶς ἁπλὲς ψυχὲς στὸν αἰώνα κ’ εἶναι γιὰ δαῦτες θροφή, πηγὴ ἀθανασίας, χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, κατὰ τὸν λόγο ποὺ λέγει: «Εὐφρανθήσεται καρδία ζητούντων τὸν Κύριον». Ναί, ὅποιος ἔνοιωσε τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σὰν τὸν πεθαμένο ποὺ ἀναστήθηκε. Στὸν κόσμο ὑπάρχουνε πονεμένοι λογῆς λογῆς. Ὅσοι πονᾶνε στὸ κορμὶ καὶ στὴν ψυχὴ κι ὁ πόνος τους καθαρίζει καὶ τοὺς πηγαίνει στὸν Θεό, αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀγαπημένοι τοῦ Χριστοῦ καὶ περπατᾶνε στὴ στράτα του μὲ τὸ φῶς του τὸ παρηγορητικό. Οἱ ἄλλοι ὑποφέρουνε ἄγονα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στοὺς Κορινθίους: «Νῦν χαίρω, οὒχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ’ ὅτι ἐλυπήθητε κατὰ Θεόν, ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν. Ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται». Γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐλπίζουνε στὸν Θεό, δὲν μετάλλαξε ὁ Χριστὸς τὸν ἄγονον ἵδρωτά τους σὲ ἱδρώτα σωτηρίας, «ἱδρώτα ἱδρῶτι», ἀλλὰ θρηνοῦνε καὶ πονᾶνε παντοτινὰ σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες, σφαζόμενοι μὲ τὰ μαχαίρι τῆς μοίρας. Γι’ αὐτοὺς δὲν ἄλλαξε ὁ Χριστὸς τὸν ἱδρώτα τῆς ἀγωνίας τους σὲ ἱδρώτα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐλπίδας. Ὅποιος δὲν πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι πεθαμένος, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ ζωὴ μέσα του. Γιατί ζωὴ δὲν θὰ πεῖ νὰ ἀνασαίνεις καὶ νὰ περπατᾶς καὶ νὰ τρῶς καὶ νὰ πίνεις, ἀλλὰ νὰ νοιώθεις τὴ χάρη τῆς ἀθανασίας. Τότε θὰ μπορεῖς νὰ ψάλεις μαζὶ μὲ τὸν ὑμνωδὸ τοῦτο τὸ ἐξαίσιο ἀπολυτίκιο:

«Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός. Ὅθεν καὶ ἠμεῖς, ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

3.

Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλειώδης εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς θριαμβευτικῆς νίκης τῆς Ἀναστάσεώς Του. Προαναγγελία τοῦ θριάμβου τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο. Στὴ σημερινὴ γιορτὴ καλούμαστε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λυτρωτικῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὰ εὐαγγέλια τονίζουν τὴ μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Πρώτη φορὰ ἀποδέχθηκε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, τὴ δημόσια ἐπιδοκιμασία καὶ ἀναγνώριση. Καὶ αὐτὸ γιατί γνώριζε πόσο θολὰ καὶ ἐπιφανειακὰ εἶναι συνήθως τὰ αἰσθήματα τοῦ κόσμου. Πόσο ἀσταθὴς καὶ εὐμετάβλητη εἶναι ἡ ψυχολογία τῆς μάζας. Πόσο εὔκολα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ τὸ «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἐξελίσσεται καὶ μεταβάλλεται σὲ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτὸν» (Ἰω. 19,15). Μία χαρακτηριστικὴ καὶ ἀντιπροσωπευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ μᾶς συνετίζει.

Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κάθε χρόνο θυμόμαστε καὶ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονός. Καθὼς ψάλλουμε τὸ «σήμερον ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν», συνδέουμε τὸ χθὲς τῆς ἱστορίας ποὺ πέρασε μὲ τὸ σήμερα τῆς καθημερινότητας ποὺ ζοῦμε. Ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια τροπάρια καὶ ἀναγνώσματα, τὶς ἴδιες ἀκολουθίες καὶ τελετές. Καὶ ὅμως τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πνευματικό τους μήνυμα μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς συγκινεῖ πάντοτε. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε μάρτυρες τῆς ὀδύνης τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ μέτοχοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται τὸ ἅγιο καὶ βαθὺ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε τόπο καὶ χρόνο.

Τὸ νόημα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ

Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι». Σ’ αὐτὴ τὴν πορεία μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πολίτες της. Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ ἐνίσχυση καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, γιὰ εἰρήνη καὶ ἐλπίδα. Μᾶς λέει γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἁγιότητας μὲ τιμιότητα καὶ ταπείνωση, μὲ κόπο καὶ θυσία. Ἀπογοητεύει, βέβαια, τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του καὶ τοὺς σημερινούς, ποὺ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν βλέπουν ὠφελιμιστικά. Ἀπογυμνώνει κάθε θρησκευτικὴ πίστη ποὺ στοχεύει στὴν ὑπεροχή, τὴν κοσμικὴ δύναμη, τὴν ἐπιτυχία, τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὅποιων ὀνείρων εὐτυχίας. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὁτιδήποτε γήινο καὶ ἐγκόσμιο. Ὅπως τότε παρεξηγήθηκε, ἔτσι καὶ σήμερα διαστρεβλώνεται στὴν ἐσφαλμένη σκέψη καὶ πρακτικὴ κάποιων χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ μυστηριακὰ στὴν Ἐκκλησία, κρυμμένη στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν μελῶν Tnς, ποὺ περιμένουν τὴ φανέρωσή της.

«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

«…Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμεvος ἐν ὀνόματι Κυρίου…». Καθὼς ψάλλουμε τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας ὅτι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό, ἔστω καὶ ἂν πεθάνουμε, δὲν θὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ θὰ ζήσουμε στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀποδεχόμαστε ὅτι ὁ θάνατός Του εἶναι ἀπόδειξη καὶ φανέρωση τῆς κυριότητάς Του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει «διὰ τοῦτο Αὐτὸν βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω Αὐτὸν σταυρούμενον· βασιλέας γὰρ ἐστιν τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ζοῦμε σ’ ἕναν κόσμο ποὺ γκρεμίζει τὰ χριστιανικὰ θεμέλια του πολιτισμοῦ. Μία ἐποχὴ ποὺ προδίδει τὶς χριστιανικὲς ρίζες καὶ ἀρχές. Κυβερνήσεις, πολιτικοοικονομικὰ συστήματα καὶ μέσα ἐνημέρωσης στὴ θρησκευτική τους ἀδιαφορία καὶ οὐδετερότητα θέλουν τὴν ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας. Ἀγωνίζονται γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ἀνταγωνίζονται γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν ἐπιρροή τους. Συγκρούονται σφοδρὰ γιὰ νὰ προωθήσουν τὰ συμφέροντά τους. Ἡ πίστη ἀμφισβητεῖται, ἐμπαίζεται καὶ παραμερίζεται. Αὐτὸ δὲν εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν μας, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φοβίζει καὶ νὰ μᾶς ἀπογοητεύει. Εἶναι βαθιὰ κατανόηση τῆς φύσης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου σὲ σχέση μὲ τὸν διαχρονικὸ ἀγώνα τῆς πίστης. Οἱ πανίσχυρες καὶ διαπλεκόμενες «βασιλεῖες τοῦ κόσμου» δὲν ἄφηναν ποτὲ καὶ δὲν ἀφήνουν καὶ σήμερα τόπο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τὸν δικό Του παράδοξο καὶ μυστηριώδη τρόπο νὰ ἐνεργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἀνυποψίαστος ὁ σημερινὸς κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τοὺς πιστοὺς ποὺ καὶ σήμερα διακηρύττουν στὶς κάθε εἴδους βασιλεῖες τῆς ἐποχῆς μας «ὡσαννά, ζεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας». Ἀμήν.

4.

 Τὰ σύμβολα τῆς νίκης

Κουτσίδης Νίκων (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἦταν παλιά ἔθιμο νά ὑποδέχονται τούς νικητές στρατηλάτες μέ τιμές, κρατώντας στά χέρια τους κλάδους φοινίκων. Γιατί ἡ νίκη τους ἐσήμαινε σωτηρία τοῦ λαοῦ ἀπό ἐξανδραποδισμό καί δουλεία. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, σάν νικητή στρατηλάτη, ὑποδέχθηκε ὁ λαός τῶν Ἑβραίων τόν Χριστό. Γιατί ὅμως;

* * *
Λίγες ἡμέρες πρίν, ὁ Χριστός ἀνάστησε τόν Λάζαρο. Τόν ἀνάστησε, ἐνῶ ἦταν τέσσερες ἡμέρες στόν τάφο! Ἔδειξε ἔτσι, ὅτι ἦταν κύριος καί τοῦ θανάτου. Καί ὅτι εἶχε ἐξουσία καί νεκρῶν καί ζώντων. Καί τό μεγάλο θαῦμα μαθεύτηκε. Καί ὅλος ὁ λαός πῆρε στά χέρια του τά βαΐα (=τά φύλλα) τῶν φοινίκων «καί ἐξῆλθεν εἰς ὑπάντησιν αὐτοῦ».

Πανηγύριζε τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ θανάτου: τοῦ ἐχθροῦ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἦταν σαφές. Ἐκεῖνος πού μπορεῖ καί ἀνασταίνει ἕνα νεκρό τετραήμερο, μπορεῖ νά ἀναστήσει καί ἕνα πεθαμένο πρίν ἀπό χίλια χρόνια. Τό μήνυμα αὐτό ἔχει διατυπωθῆ μέ πολλῆ σαφήνεια στό τροπάριο: «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός».

Τότε ἐνίκησε τόν θάνατο δίνοντας σέ μᾶς πιστοποίηση τῆς δυνάμεώς Του, γιά τό τί μπορεῖ νά κάμει καί τί θά κάμει ἀργότερα, τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Δέν σταμάτησε τότε τόν θάνατο ὁ Χριστός. Τότε ὁ Χριστός ἔδωκε πιστοποίηση καί ἐλπίδα: ὅτι μιά ἡμέρα θά τόν καταργήσει. Μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἡ ἐλπίδα αὐτή δέν ἦταν μιά ἐλπίδα κούφια. Εἶναι μιά σιγουριά!

Κρατώντας στά χέρια «τά τῆς νίκης σύμβολα, τούς κλάδους τῶν δένδρων καί τά βαΐα τῶν φοινίκων, οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ τήν Ἀνάστασιν προεμήνυσαν». Ἔδειξαν σέ μᾶς, ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι νίκη καί θρίαμβος.

* * *
Τά βαΐα τῶν φοινίκων, εἶναι σύμβολα καί μιᾶς ἄλλης νίκης. Πολύ πιό σπουδαίας ἀπό τήν νίκη τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Εἶναι ἡ νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου τῆς ψυχῆς· πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἀνάσταση ψυχῆς ἡ νίκη τῆς ἁμαρτίας. Θάνατος ψυχῆς εἶναι ζωή καί νοοτροπία ἀντίθετη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ζωή τῆς ψυχῆς εἶναι ζωή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· ζωή μέ ἔργα καί αἰσθήματα καλά· ζωή μέ ἀγάπη.

* * *
Ἄς προσπαθήσωμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς, διανύοντας τήν περίοδο αὐτή, πού ἔχει κέντρο της τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, «μετά κλάδων νοητῶς καί κεκαθαρμένοι τάς ψυχάς, νά ἀνευφημοῦμεν ὡς οἱ παῖδες, τόν Χριστόν», τόν νικητή τοῦ θανάτου καί ἐλευθερωτή τῶν ψυχῶν μας.

5.

Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

Κυριακή τῶν Βαΐων σήμερα! Καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ χαρά καί σέ εὐφροσύνη: «Χαῖρε καί εὐφραίνου· τέρπου καί ἀγάλλου ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»! Γιατί; Διότι ἔρχεται στά Ἱεροσόλυμα ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιάς τοῦ Νέου Ἰσραήλ, ὁ Ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Χθές Τόν εἴδαμε νά ἀνασταίνει τόν Λάζαρο. Μπροστά στά μάτια ἑνός ὁλόκληρου χωριοῦ, ἀνέστησε ἕνα νεκρό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἤδη τέσσερες ἡμέρες μέσα στόν τάφο! Καί ἔτσι ἔδωσε μιά ἀκόμη ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία τῆς θεϊκῆς Του ὕπαρξης, πού νικάει καί τόν θάνατο!

Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ ὄχλος Τόν ὑποδέχεται στά Ἱεροσόλυμα μέ κραυγές καί ἐπευφημίες: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»! «Ὡσαννά» σημαίνει «σῶσε μας!». «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», σημαίνει «δόξα σέ Σένα, πού ἔρχεσαι στό ὄνομα τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καί Κυρίου μας»!

Μέ ἄλλα λόγια ὁ ὄχλος ὁμολογοῦσε: «Ναί, ξέρουμε πλέον ὅτι Κάποιος Ἄλλος Σέ ἔστειλε! Σέ ἔστειλε ὁ Ἕνας Ἀληθινός Θεός! Ὁ Κύριος τῆς δόξης! Καί στό ὄνομα Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου Σύ ἔρχεσαι τώρα νά μᾶς σώσεις! Ἔρχεσαι νά μᾶς ἐλευθερώσεις! Τό εἴδαμε μέ τά μάτια μας, ὅταν χθές ἀνάστησες τόν τετραήμερο Λάζαρο. Σύ μπορεῖς νά μᾶς ἐλευθερώσεις ἀκόμα καί ἀπό τόν μεγαλύτερο ἐχθρό μας, τόν θάνατο! Καί γι’ αὐτό σέ ὑποδεχόμαστε μέ δοξολογίες· μέ χαρά καί ἀγαλλίαση!»: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

***

Ἀπό τότε, αὐτή ἡ φράση ἔγινε ἡ πιό μεγάλη δοξολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πιό λαμπρός ὕμνος, πού δοξάζει τόν Χριστό. Καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά τόν ψάλλωμε κάθε πρωί, ὅταν ἀρχίζουμε τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου: «Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Δηλαδή: «Ὁ Χριστός, πού εἶναι Θεός μας καί Κύριός μας, ἦλθε καί φανερώθηκε σέ μᾶς». Ἦλθε καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Δέν εἶναι πιά μιά ἄπιαστη ἀόρατη δύναμη! Τόν εἴδαν ἀνθρώπινα μάτια καί τόν ψηλάφησαν ἀνθρώπινα χέρια! Ἀλλά ἐπειδή οἱ σύγχρονοί Του δέν Τόν ἀναγνώρισαν, τόν πέρασαν γιά βλάσφημο θεομπαίχτη πού διαταράσσει τήν βολική ἡσυχία τοῦ κατεστημένου. Καί Τόν ὁδήγησαν στό δικαστήριο, Τόν κατεδίκασαν σέ θάνατο καί Τόν σταύρωσαν! Ἐκεῖνος ὅμως, δείχνοντας γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός καί Κύριος, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν! Καί μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι θά εἶναι μαζί μας «ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας»! Δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ! Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι Τοῦ ἀρέσει νά «χώνεται» στήν ζωή μας, χωρίς ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε!

Βασική προϋπόθεση γιά νά μπῆ στήν ζωή μας εἶναι: πρῶτοι ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε! Ἐμεῖς νά Τόν καλέσουμε! Ἐμεῖς νά Τόν περιμένουμε σάν Σωτήρα καί Ἐλευθερωτή μας! Ἐμεῖς νά εἴμαστε ἕτοιμοι κάθε στιγμή νά Τόν ὑποδεχθοῦμε μέ τήν δοξολογία: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!»

Ἀλλά γιά νά ζοῦμε πάντοτε μέ αὐτήν τήν ζωοποιό λαχτάρα, γιά νά Τόν περιμένουμε πάντοτε ἕτοιμοι νά φωνάξουμε «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!», χρειάζεται κάτι πού – ἔστω κι ἄν κάποτε τό ζήσαμε – τώρα δυστυχῶς τό ἔχουμε τελείως ξεχάσει! Χρειάζεται – ὅπως λέει τό δεύτερο ἀπολυτίκιο τῆς σημερινῆς γιορτῆς – νά ἔχουμε μπεῖ κι ἐμεῖς στόν τάφο μαζί Του! Νά ἔχουμε ταφεῖ μαζί Του! Ὄχι στόν φυσικό τάφο, ἀλλά σέ κάποιον ἄλλον τάφο! Σέ ἕνα τάφο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Ἁγία Κολυμβήθρα, πού κάποτε μᾶς βούτηξαν μωρά!

«Συνταφέντες σοι διά τοῦ βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει Σου, καί ἀνυμνοῦντες κράζομεν· ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Λέει δηλαδή ὁ ὑμνωδός: Κάποτε βαπτισθήκαμε, ὄχι γιά νά κρατήσουμε φωτογραφίες καί βίντεο ἀπό ἕνα χαριτωμένο μωρό, ἀλλά βαπτισθήκαμε, γιά νά θάψουμε μέσα στήν κολυμβήθρα μιά ψευτοζωή χωρίς τόν Χριστό. Νά θάψουμε μιά καρικατούρα ζωῆς, πού δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τῶν ζώων, καί γιά νά ἀναστηθοῦμε σέ Ζωή μαζί μέ τόν Χριστό· μαζί μέ Αὐτόν πού εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς Ἀληθινῆς Ζωῆς· μιᾶς Ζωῆς πού ποτέ δέν ἔχει τέλος! Μόνον ἔτσι μποροῦμε νά εἴμαστε ἀληθινά ζωντανοί γιά πάντα, καί μόνον ἔτσι μποροῦμε σήμερα – καί κάθε στιγμή – νά Τόν καλοῦμε καί νά Τόν καλωσορίζουμε στήν ζωή μας λέγοντας: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

6.

Εὐαγγέλιον τῶν Βαΐων (Ἰωαν.ιβ, 1-18)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

«Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων ». Τὸ Πάσχα τοῦτο ἦτο τὸ τέταρτον Πάσχα τοῦ δημοσίου βίου τοῦ Κυρίου.«Ἀνέβησαν πολλοὶ» Ἰουδαῖοι «ἐκ τῆς χώρας πρὸ τοῦ Πάσχα, ἵνα ἀγνίσωσιν ἑαυτούς». Ὁ ἀγνισμός οὗτος ἦτο καθαρισμὸς νομικὸς ἐκ μολυσμάτων νομικῶν (Ἐξοδ. 19,10. Ἀρίθμ. 9,10).Οἱ Ἰουδαῖοι « ἐζήτουν οὖν» ἐζήτουν λοιπὸν νὰ εὕρουν « τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔλεγον μετ’ ἀλλήλων » ὀλίγοι μεταξύ τους «ἐν τῷ ἱερῷ» χώρῳ τῶν προαυλίων τοῦ Ναοῦ «ἑστηκότες» εὑρισκόμενοι. «Τί δοκεῖ ὑμῖν» τί νομίζετε; «Οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τήν ἑορτήν» δὲν θὰ ἔλθῃ κατὰ τὴν ἑορτήν τοῦ Πάσχα; Τοῦτο ἔλεγον διὰ τὸν Ἰησοῦν, διότι «δεδώκεισαν οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ἐντολάς, ἵνα, ἐάν τις γνῷ ποῦ ἔστιν, μηνύσῃ, ὅπως πιάσωσιν Αὐτὸν». Εἶχε δώσει ἐντολήν τὸ Μέγα Συνέδριον, ὅπως, ἐὰν τις μάθῃ ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, καταγγείλῃ Τοῦτον καὶ Τὸν συλλάβωσιν.

Ὁ Κύριος προχωρῶν πρὸς Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὴν Ἱεριχώ ἔρχεται εἰς Βηθανίαν, τὴν πατρίδα τῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καὶ Μαρίας. Ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγει: «Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν».Ἡ ἕκτη αὕτη ἡμέρα πρὸ τοῦ Πάσχα συνέπιπτε μὲ τὸ Σάββατον. Εἰς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ ἀδελφοῦ των Λαζάρου αἱ δύο ἀδελφαί «ἐποίησαν δεῖπνον καί ἡ Μὰρθα» ἡ ἀγαπῶσα τὴν διακονίαν «διηκόνει. Ὁ δέ Λάζαρος ἦν εἷς τῶν συνανακειμένων» ἦτο εἷς ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων. Ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου «λαβοῦσα λίτρην μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὑτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ» ἐσπόγγισε τούς πόδας Του διὰ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς της. Τὸ μῦρον τοῦτο ἦτο βάρους μέν, μιᾶς λίτρας ἤτοι 325 γραμμαρίων, ποιότητος δὲ ἀρίστης, διότι ὀνομάζεται μῦρον «νάρδου πιστικῆς». Νάρδος ἦτο ὀνομασία περίφημου ἀρώματος, τὸ ὁποῖον προήρχετο ἐκ τινος ὁμωνύμου φυτοῦ φυομένου εἰς τὰς Ἰνδίας. Τὸ ἄρωμα τοῦτο ἦτο «πιστικὸν» δηλαδὴ πιστόνι γνήσιον, καθαρόν. Τόσον δὲ ἦτο ἡ ποιότης τοῦ ἀρώματος καλή, ὥστε «ἡ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου».

Ὁ παριστάμενος Ἰούδας παραξενεύεται διὰ τὴν σπατάλην ταύτην καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει: «Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας» ὁ υἱός τοῦ «Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης» ὁ καταγόμενος ἐκ τῆς πόλεως Καριὼθ τῆς Ἰουδαίας «ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι» ὁ μέλλων προδότης. «Διατί τοῦτο τὸ μῦρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;» Διατί τὸ μῦρον τοῦτο δὲν ἐπωλήθη ἀντὶ 300 δηναρίων καὶ τὸ προϊόν τῆς πωλήσεως νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς; «εἶπε δὲ τοῦτο, οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ» δὲν τὸν ἐνδιέφερε διὰ τοὺς πτωχοὺς «ἀλλ’ ὃτι κλέπτης ἦν» ἦτο κλέπτης «καὶ τὸ γλωσσόκομον» τὸ ταμεῖον «εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν» κατεκράτει τὰ ῥιπτόμενα ἐκεῖ χρήματα. Τὰ τριακόσια δηνάρια εἶναι, ἂν λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν μας τὴν παραβολὴν τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, 300 ἡμερομίσθια ! Πολὺ πολύτιμον ἦτο τὸ μῦρον !

Ὁ Κύριος εἶπεν : «ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιαμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό». Τοὺς νεκροὺς τότε ἤλειφον διὰ μύρων. Αἱ μυροφόροι δὲν ἐπρόλαβον νὰ μυρίσωσι τὸ πτῶμα τοῦ Ἰησοῦ, διότι τὸ μὲν ἑσπέρας τοῦ θανάτου Του ἔκλεισαν τὰ μαγαζιὰ καὶ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ἀγοράσωσιν ἀρκετὰ ἀρώματα, τὴν δὲ Κυριακὴν πρωΐ εὗρον Αὐτὸν ἀναστάντα. Ἑπομένως ἡ Μαρία προέλαβεν εἰς τὸ μύρωμα.

Ὁ Κύριος συνεχίζει : «Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμέ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε». Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον κοιλία, ὥστε νὰ τρώγῃ, ἀλλά καὶ καρδία, ὥστε νὰ λατρεύῃ, λέγει ὁ Κύριος. Ὁ πόνος τοῦ θανάτου τοῦ Διδασκάλου σας ἔπρεπε νὰ σᾶς ἀπορρόφησῃ περισσότερον ἀπό τούς πόνους τῶν ἄλλων πτωχῶν, διότι ἡ πρὸς τὸν Διδάσκαλόν σας ἀγάπη πρέπει νὰ εἶναι ἀνωτέρα τῆς ἀγάπης ὅλων τῶν πτωχῶν. Ὅπως οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ εἰς μίαν γυναίκα ἐξουδετερώνουν ὅλους τοὺς ἄλλους πόνους τοῦ πάσχοντος σώματός της ἐξ ἄλλων νόσων, κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ πόνος τοῦ θανάτου τοῦ Διδασκάλου των ἔπρεπε νὰ εἶχεν ἀπορροφήσει τοὺς πόνους τῶν πτωχῶν. Ἡ ὑποφέρουσα καρδία τοῦ Διδασκάλου των εἶναι ἀνωτέρα τῆς πείνης τῆς κοιλίας τῶν πτωχῶν.

Ἐνταῦθα πλὴν τῶν ἄλλων προσώπων ἔχομεν τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν Ἰούδαν. Καί ὁ μέν ,Ἰούδας δεικνύεται, ὅτι ἔχει φιλοπτωχείαν, πράγματι ὅμως ἦτο ὑποκριτής, διότι ἦτο κλέπτης. Ὁ δὲ Κύριος ἐκδηλῶν καὶ πάλιν τὴν μακροθυμίαν Του φέρεται εὐγενής πρὸς αὐτον. Ἄς ἴδωμεν τὴν εὐγένειαν τοῦ ἑνός, τὴν ὑποκρισίαν τοῦ ἄλλου καί τὸν ἑαυτόν μας.

Ά) Ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου: Ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ.Ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Ἰούδα εἶναι πολυποίκιλος. Ἰδού. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε πρὸ ἑνὸς ἔτους, ὅτι ὅποιος δὲν φάγει τὴν σάρκα Του καὶ δὲν πίει τὸ αἷμά Του, δὲν ἔχει ζωὴν αἰώνιον καί ἐσκανδαλίσθησαν μερικοί, ἐδήλωσεν, ὅτι «εἷς ἐξ ὑμῶν διάβολος ἐστιν». Διάβολον ἐθεώρει τὸν Ἰούδαν. Δὲν ἤλεγξε προσωπικῶς τότε τὸν Ἰούδαν, ἀλλά εὐγενῶς φερόμενος ὡμίλησε διὰ τοῦ «εἷς ἐξ ὑμῶν» συνεσκιάσμενως, ἵνα δηλώσῃ, ὅτι οὐδὲν διαφεύγει τοῦ βλέμματός Του. Ἰδοὺ εἷς τρόπος εὐγενείας. Ἄλλος τρόπος. Ὁ Χριστὸς ἐγνώριζεν, ὅτι ὁ Ἰούδας ἦτο φιλάργυρος καὶ κλέπτης, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ παρὸν Εὐαγγέλιον. Διατί ὁ Κύριος ἀναθέτει εἰς αὐτόν τὸ «γλωσσόκομον» τὸ ταμεῖον τῶν Ἀποστόλων; Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀπαντᾷ: «Τὸν μὲν ἀπόρρητον λόγον ὁ Θεὸς οἶδε. Εἰ δὲ χρὴ ἡμᾶς στοχαζομένους εἰπεῖν, ἵνα πᾶσαν ἐκκόψῃ πρόφασιν. Οὐ γὰρ εἶχε εἰπεῖν, ὅτι διὰ χρημάτων ἔρωτα ἐποίησε τὴν προδοσίαν—εἶχε ἐκ τοῦ γλωσσοκόμου τὴν παρηγορίαν τῆς ἐπιθυμίας—ἀλλά διὰ πονηρίαν ψυχῆς πολλήν. Ὁ Χριστὸς πολλῇ συγκαταβάσει πρός αὐτὸν κεχρημένος οὐδὲ ἐνεκάλει αὐτῷ κλὲπτοντι». Προκειμένου δηλαδὴ νὰ προβῇ ὁ Ἰούδας εἰς τὴν προδοσίαν διὰ φυλαργυρίαν καὶ ἵνα ἀποτρέψῃ αὐτόν ὁ Χριστὸς ταύτης, ἀφῆκεν εἰς αὐτὸν τὸ ταμεῖον, ἵνα ἔχῃ παρηγορίαν ἐκ τῶν χρημάτων, τὰ ὀποῖα ἐπόθει. Διά τὸν αὐτὸν λόγον δὲν ἤλεγχεν ὁ Κύριος καὶ τὴν κλοπήν του. Δεύτερος ὁ τρόπος οὗτος εὐγενείας τοῦ Κυρίου:

Καὶ συνεχίζεται. Βλέπων ὁ Κύριος τὴν ἐσωτερικὴν κακουρ-γίαν τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν ἐξωτερικὴν δῆθεν φιλοπτωχείαν ἀπήντησε κυρίως πρός τόν Ἰούδαν:« Ἄφετε αὐτὴν εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου ἐποίησεν». Εἶναι ὡς ἐὰν ἔλεγε εἰς τὸν Ἰούδαν, κατὰ τὸν Χρυσόστομον: «Ἐπαχθής εἴμι καὶ φορτικός, ἀνάμεινον ὀλίγον καὶ ἀπελεύσομαι». Σοῦ ἔγινα βάρος, περίμενε ὀλίγον καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω τῆς παρουσίας μου. Πόση εὐγένεια!

Μετ’ ὀλίγον πλύνει ὁ Κύριος τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, ἴσως καὶ πρώτου αὐτοῦ ὡς ἀπ’ αὐτοῦ ἀρξάμενος. Μεταδίδει εἰς αὐτόν τὸ σῶμά Του καί τὸ αἷμά Του. Δηλοῖ εἰς τὴν Τράπεζαν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν θὰ μὲ προδώσῃ. Δὲν ἀπευθύνεται προσωπικῶς καὶ πάλιν πρὸς τὸν Ἰούδαν, ἀλλά γενικῶς εἰς ὅλους. Πόση ἡ εὐγένεια τοῦ Κυρίου λόγοις καὶ ἕργοις! Καὶ τέλος τὸ κορύφωμα τῆς εὐγενείας τοῦ Κυρίου εἶναι, ὅταν ἐφιλήθη ὑπὸ τοῦ Ἰούδα. Τότε εἶπεν εἰς αὐτὸν «ἑταῖρε ἒφ’ ᾦ πάρει;» Τὸν ὀνομάζει ἑταῖρον, φίλον, καὶ τὸν ἐρωτᾷ: Φίλε, δὶ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸν ἦλθες ; Ἦλθες νὰ μὲ φιλήσῃς ἤ δι’ ἄλλον τινὰ λόγον ; Ὁποία εὐγένεια! Ὁποία μακροθυμία !

Ἡ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα. Καὶ αὕτη εἶναι πολλαπλῆ, μεγάλη! Ἐνῷ σκέπτεται νὰ λάβῃ 30 ἀργύρια, ἐνῷ ἦτο κλέπτης τοῦ ταμείου τῶν Ἀποστόλων, λέγει, ὅτι φροντίζει διὰ τοὺς πτωχοὺς! Ὁποία ὑποκρισία! Ἐνῷ φροντίζει νὰ φονεύσῃ τὸν Διδάσκαλόν του, ἰσχυρίζεται ὅτι ἐνδιαφέρεται μήπως πεινάσουν οἱ πτωχοὶ! Ἀντὶ 300 δηναρίων ἐξετίμησε τὸ μῦρον διὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀντὶ 30 ἀργυρίων τὴν τιμὴν τοῦ Διδασκάλου Του! Ὁποία ὑποκρισία! Ὁ μὲν Ἀπόστ. Πέτρος ἀφοῦ διεμαρτυρήθη, ἐδέχθη νὰ τοῦ πλύνῃ τὰ πόδια ὁ Χριστός. Ὁ Ἰούδας ὅμως ἄνευ διαμαρτυρίας ἔπειτα ἀπὸ τόσα ποὺ εἶχε εἰς τὴν ψυχὴν του διὰ τὸν Ἰησοῦν δέχεται νὰ πλυθῇ ὑπὸ τοῦ Διδασκάλου Του. Ποίαν πώρωσιν ἔφερεν εἰς αὐτὸν ἡ ὑποκρισία !

Εἰς τὴν τράπεζαν μιμεῖται τοὺς ἄλλους κατὰ τοὺς τρόπους οὐχὶ ὅμως καὶ κατὰ τὴν γνώμην, διότι ὅπως ἐρωτοῦν οἱ ἄλλοι τὸν Ἰησοῦν «μὴ τι ἐγώ Κύριε εἰμὶ» ἐρωτᾷ ὁμοίως καὶ ὁ Ἰούδας. Εἶναι ὑποκρισία κρυμμένη˙ εἰς ὁμαδικὴν ἐνέργειαν, ὁμαδικὴν ὑποβολήν. Ἀλλά ,τὸ ὕψος τῆς ὑποκρισίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἵσταται μόνος του ὁ Ἰούδας εἶναι, ὅταν φιλῇ τὸν Διδάσκαλόν του καὶ λέγῃ εἰς Αὐτὸν τὸ «χαῖρε Ραββὶ» καί ταὐτοχρόνως Τὸν παραδίδει εἰς τὰ χέρια τῶν δημίων καὶ ἐκτελεστῶν Ἑβραίων!

Ποίαν ὅμως κακίαν ἔχει ὡς ἐπιφάνειαν ἡ μεγάλη αὐτὴ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα; Τὴν φιλαργυρίαν τῶν 30 ἀργυρίων! Ποίαν ἔχει ὡς βάθος ἡ εὐγένεια καὶ μακροθυμία τοῦ Κυρίου ἔναντι τοῦ Ἰούδα; Τὴν αὐταπάρνησιν τοῦ Διδασκάλου!

Β.’ Ἐκ τῆς Ζωῆς. Ἡ φιλαργυρία κατὰ βάθος εἶναι μεγάλη ὑποκρισία διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους: Ὁ φιλάργυρος εἶναι ψεύτης μετὰ δακρύων. Οὐδεὶς ἄλλος κλαίεται τόσον, ὅσον ὁ φιλάργυρος. Οὗτος κλαίεται, μοιρολογεῖται μόνος του καὶ ζωντανός.Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὁ χειρότερος κλέπτης, διότι δὲν κλέπτει μόνον τοὺς ἄλλους, ἀλλά καὶ τὸν ἑαυτόν του. Ἄν πρόκειται νὰ πάρῃ μίαν δραχμήν, ἔχει τὴν ἀπαίτησιν, ὅπως, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ τοῦ τὴν δώσῃ, νὰ μὴν δίδῃ εἰς αὐτὴν ἀξίαν. Ἄν πρόκειται ὅμως νὰ δώσῃ οὗτος, ἡ μία δραχμὴ ἀξίζει δι’ αὐτὸν 100 δραχμάς. Ταὐτοχρόνως, ὅταν ἔχῃ χρήματα,.νομίζει, ὅτι δὲν ἔχει τίποτε, διότι πάντοτε παραπονεῖται καὶ λέγει, ὅτι δὲν ἔχει. Καὶ ἔτσι γίνεται καταβόθρα τῶν ἀγαθῶν του. Ὅταν δὲν ἔχῃ χρήματα νομίζει ὅτι, ἂν τὰ ἀποκτήσῃ θὰ εἶναι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔτσι γελᾷ τὸν ἑαυτόν του, ὑποκρίνεται εἰς.τὸν ἑαυτόν του! Ὑπάρχει ἑπομένως μεγαλύτερα ὑποκρισία ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν;

Ἡ ὑποκρισία τῆς φιλαργυρίας συνεχίζεται. Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὁ μεγαλύτερος ὑποκριτὴς διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ἔχει συγκεντρώσει 19 λίρες. Εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ἀγορὰσῃ κάτι. Ἐπειδὴ βιάζεται πότε νὰ κάμῃ τὶς 19 λίρες 20 διὰ τὸ στρογγυλόν τοῦ ἀριθμοῦ, δανείζεται ξένα λεπτὰ προχείρως καὶ ἀτόκως διὰ νὰ μὴ χαλάση ὁ στρογγυλὸς ἀριθμὸς 20! Τὸ 20 γίνεται βάσις ἐξορμήσεως δὶ’ ἄλλους στρογγυλοὺς ἀριθμοὺς 25, 30 κ.λ.π. Ὁ τοιοῦτος εἶναι ψεύτης καὶ κλέπτης ὄχι φανερῶς ἀλλά κρυφῶς, ὑποκριτικῶς. Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὄχι μόνον ψεύτης καὶ κλέπτης, ἀλλά καὶ ὁ χειρότερος εἰδωλολάτρης εἰς τὸν ὁποῖον ἅγιαι εἰκόνες εἶναι τὸ χρῆμα καὶ ναὸς τὸ κιβώτιον, ἡ ντουλάπα, τὸ χρηματοκιβώτιον, ὅπου εὑρίσκονται αἱ λίραι Ἀγγλίας ἀρσενικαί ἤ θηλυκαί, Τουρκίας ἤ Αἰγύπτου κ.λ.π.

Θὰ μοῦ εἴπῃς, φιλάργυρε, ὅτι δὲν προσκυνᾷς τὸν χρυσόν, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι τὰ εἴδωλα. Μὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι δὲν προσεκὺνουν τὰ εἴδωλα, τὸ ξόανον, ἀλλά τὸν δαίμονα, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε ὄπισθεν τοῦ ξοάνου. Οὕτω καὶ σύ. Δὲν προσκυνεῖς τὸν χρυσόν, ἀλλά τὸν ἐνοικοῦντα δαίμονα. Δὲν βλέπετε πόσον ευλαβῶς ἅπτονται τῶν χρημάτων των; Δὲν τολμῶσι νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν. Εἰς ἐγγονοὺς ἀφίνουσι ταῦτα ἀνέπαφα σὰν τὰς ἱερωτέρας καὶ θαυματουργικωτέρας εἰκόνας ! Ὁποία ὑποκρισία ἐν τῇ εἰδωλολατρικῇ φιλαργυρίᾳ!

Ἔναντι τῆς φιλαργυρίας—ὑποκρισιάς τοῦ Ἰούδα, ἵσταται ὁ εὐγενὴς καὶ αὐταπάρνησιν ἔχων Κύριος. Τὴν ποικίλην εὐγένειαν καὶ αὐταπάρνησιν τοῦ Κυρίου εἴδομεν προηγουμένως. Καὶ παρ’ ἡμῖν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ εἶναι εὐγενής, πρέπει νὰ ἔχῃ αὐταπάρνησιν. Ἄνευ αὐταπαρνήσεως οὐδέποτε θὰ γίνωμεν εὐγενεῖς καὶ οὐδέποτε θὰ ἀποφύγωμεν τὴν ὑποκρισίαν! Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θα θελήσουν νὰ εἶναι εὐγενεῖς χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχωσιν αὐταπάρνησιν, γίνονται περισσότερον ὑποκριταί. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ εἶναι φιλάργυρος καὶ εὐγενής, θέτει εἰς ὑπηρεσίαν τῆς φιλαργυρίας του τὴν εὐγένειάν του καὶ μειδιᾷ εὐγενῶς διὰ νὰ ἀπόκτησῃ περισσότερα χρήματα. Πόση ὑποκρισία εἰς τὴν εὐγένειαν ταύτην! Ἑπομένως γίνεται καὶ πάλιν περισσότερον ὑποκριτής. Συνεπῶς μόνον ἡ αὐταπάρνησις δύναται νὰ συνδυασθῇ μὲ τὴν εὐγένειαν.

Παράδειγμα σπουδαιότατον, ὅπου συναντᾶται φιλαργυρία καὶ ὑποκρισία εἶναι τὸ τοῦ ποιητοῦ τῆς ἀρχαιότητος Σιμωνίδου. Οὗτος ἦτο τόσον φιλάργυρος, ὥστε παρακληθείς νὰ ἐπαινέσῃ διὰ στίχων ἄνθρωπον εὐγνώμονα ἔλεγεν εἰρωνικῶς τὸ ἑξῆς: Ἔχω δύο κιβώτια. Εἰς τὸ ἕν ἐξ αὐτῶν ῥίπτω τὰ χρήματα καὶ εἰς τὸ ἄλλο τὴν εὐγνωμοσύνην. Ὅταν ἀνοίγω τὸ δεύτερον κιβώτιον τῆς εὐγνωμοσύνης εἶναι πάντοτε ἄδειον. Διά τοῦτο προτιμῶ τὸ κιβώτιον τῶν χρημάτων. Ὡμολόγει δέ, ὅτι ἡ μόνη ἡδονή, ἡ ὁποία ἀπέμεινεν εἰς αὐτόν, ἦτο ἡ τοῦ θησαυρισμοῦ. Οὗτος ἦτο καὶ τόσον ὑποκριτής, ὥστε τὰ τρόφιμα τὰ ὁποῖα ἔστελλεν εἰς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς τῶν Συρακουσῶν Ἱέρων, ἐπώλει καὶ εἰσέπραττε πρὸς ἴδιον ὄφελος τὰ χρήματα. Ἐρωτώμενος ὅμως διὰ τὴν πώλησιν ἔλεγεν, ὅτι ἔδιδεν αὐτὰ δωρεὰν ἵνα δείξῃ τὴν ἰδικήν του ἐγκράτειαν καὶ τὴν γενναιοδωρίαν τοῦ Βασιλέως. Πόση φιλαργυρία καὶ ὑποκρισία! Ἄς ἔχωμεν λοιπὸν αὐταπάρνησιν, ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα εὐγενεῖς, ὅπως ὁ Κύριος καὶ ὄχι φιλαργυρίαν καὶ ὑποκρισίαν, ὅπως εἶχεν ὁ Ἰούδας. Γένοιτο!

7.

Εὐαγγέλιον τῶν Βαΐων (Ἰωαν.ιβ, 1-18)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

«Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων ». Τὸ Πάσχα τοῦτο ἦτο τὸ τέταρτον Πάσχα τοῦ δημοσίου βίου τοῦ Κυρίου.«Ἀνέβησαν πολλοὶ» Ἰουδαῖοι «ἐκ τῆς χώρας πρὸ τοῦ Πάσχα, ἵνα ἀγνίσωσιν ἑαυτούς». Ὁ ἀγνισμός οὗτος ἦτο καθαρισμὸς νομικὸς ἐκ μολυσμάτων νομικῶν (Ἐξοδ. 19,10. Ἀρίθμ. 9,10).Οἱ Ἰουδαῖοι « ἐζήτουν οὖν» ἐζήτουν λοιπὸν νὰ εὕρουν « τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔλεγον μετ’ ἀλλήλων » ὀλίγοι μεταξύ τους «ἐν τῷ ἱερῷ» χώρῳ τῶν προαυλίων τοῦ Ναοῦ «ἑστηκότες» εὑρισκόμενοι. «Τί δοκεῖ ὑμῖν» τί νομίζετε; «Οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τήν ἑορτήν» δὲν θὰ ἔλθῃ κατὰ τὴν ἑορτήν τοῦ Πάσχα; Τοῦτο ἔλεγον διὰ τὸν Ἰησοῦν, διότι «δεδώκεισαν οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ἐντολάς, ἵνα, ἐάν τις γνῷ ποῦ ἔστιν, μηνύσῃ, ὅπως πιάσωσιν Αὐτὸν». Εἶχε δώσει ἐντολήν τὸ Μέγα Συνέδριον, ὅπως, ἐὰν τις μάθῃ ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, καταγγείλῃ Τοῦτον καὶ Τὸν συλλάβωσιν.

Ὁ Κύριος προχωρῶν πρὸς Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὴν Ἱεριχώ ἔρχεται εἰς Βηθανίαν, τὴν πατρίδα τῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καὶ Μαρίας. Ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγει: «Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν».Ἡ ἕκτη αὕτη ἡμέρα πρὸ τοῦ Πάσχα συνέπιπτε μὲ τὸ Σάββατον. Εἰς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ ἀδελφοῦ των Λαζάρου αἱ δύο ἀδελφαί «ἐποίησαν δεῖπνον καί ἡ Μὰρθα» ἡ ἀγαπῶσα τὴν διακονίαν «διηκόνει. Ὁ δέ Λάζαρος ἦν εἷς τῶν συνανακειμένων» ἦτο εἷς ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων. Ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου «λαβοῦσα λίτρην μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὑτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ» ἐσπόγγισε τούς πόδας Του διὰ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς της. Τὸ μῦρον τοῦτο ἦτο βάρους μέν, μιᾶς λίτρας ἤτοι 325 γραμμαρίων, ποιότητος δὲ ἀρίστης, διότι ὀνομάζεται μῦρον «νάρδου πιστικῆς». Νάρδος ἦτο ὀνομασία περίφημου ἀρώματος, τὸ ὁποῖον προήρχετο ἐκ τινος ὁμωνύμου φυτοῦ φυομένου εἰς τὰς Ἰνδίας. Τὸ ἄρωμα τοῦτο ἦτο «πιστικὸν» δηλαδὴ πιστόνι γνήσιον, καθαρόν. Τόσον δὲ ἦτο ἡ ποιότης τοῦ ἀρώματος καλή, ὥστε «ἡ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου».

Ὁ παριστάμενος Ἰούδας παραξενεύεται διὰ τὴν σπατάλην ταύτην καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει: «Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας» ὁ υἱός τοῦ «Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης» ὁ καταγόμενος ἐκ τῆς πόλεως Καριὼθ τῆς Ἰουδαίας «ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι» ὁ μέλλων προδότης. «Διατί τοῦτο τὸ μῦρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;» Διατί τὸ μῦρον τοῦτο δὲν ἐπωλήθη ἀντὶ 300 δηναρίων καὶ τὸ προϊόν τῆς πωλήσεως νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς; «εἶπε δὲ τοῦτο, οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ» δὲν τὸν ἐνδιέφερε διὰ τοὺς πτωχοὺς «ἀλλ’ ὃτι κλέπτης ἦν» ἦτο κλέπτης «καὶ τὸ γλωσσόκομον» τὸ ταμεῖον «εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν» κατεκράτει τὰ ῥιπτόμενα ἐκεῖ χρήματα. Τὰ τριακόσια δηνάρια εἶναι, ἂν λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν μας τὴν παραβολὴν τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, 300 ἡμερομίσθια ! Πολὺ πολύτιμον ἦτο τὸ μῦρον !

Ὁ Κύριος εἶπεν : «ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιαμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό». Τοὺς νεκροὺς τότε ἤλειφον διὰ μύρων. Αἱ μυροφόροι δὲν ἐπρόλαβον νὰ μυρίσωσι τὸ πτῶμα τοῦ Ἰησοῦ, διότι τὸ μὲν ἑσπέρας τοῦ θανάτου Του ἔκλεισαν τὰ μαγαζιὰ καὶ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ἀγοράσωσιν ἀρκετὰ ἀρώματα, τὴν δὲ Κυριακὴν πρωΐ εὗρον Αὐτὸν ἀναστάντα. Ἑπομένως ἡ Μαρία προέλαβεν εἰς τὸ μύρωμα.

Ὁ Κύριος συνεχίζει : «Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμέ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε». Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον κοιλία, ὥστε νὰ τρώγῃ, ἀλλά καὶ καρδία, ὥστε νὰ λατρεύῃ, λέγει ὁ Κύριος. Ὁ πόνος τοῦ θανάτου τοῦ Διδασκάλου σας ἔπρεπε νὰ σᾶς ἀπορρόφησῃ περισσότερον ἀπό τούς πόνους τῶν ἄλλων πτωχῶν, διότι ἡ πρὸς τὸν Διδάσκαλόν σας ἀγάπη πρέπει νὰ εἶναι ἀνωτέρα τῆς ἀγάπης ὅλων τῶν πτωχῶν. Ὅπως οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ εἰς μίαν γυναίκα ἐξουδετερώνουν ὅλους τοὺς ἄλλους πόνους τοῦ πάσχοντος σώματός της ἐξ ἄλλων νόσων, κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ πόνος τοῦ θανάτου τοῦ Διδασκάλου των ἔπρεπε νὰ εἶχεν ἀπορροφήσει τοὺς πόνους τῶν πτωχῶν. Ἡ ὑποφέρουσα καρδία τοῦ Διδασκάλου των εἶναι ἀνωτέρα τῆς πείνης τῆς κοιλίας τῶν πτωχῶν.

Ἐνταῦθα πλὴν τῶν ἄλλων προσώπων ἔχομεν τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν Ἰούδαν. Καί ὁ μέν ,Ἰούδας δεικνύεται, ὅτι ἔχει φιλοπτωχείαν, πράγματι ὅμως ἦτο ὑποκριτής, διότι ἦτο κλέπτης. Ὁ δὲ Κύριος ἐκδηλῶν καὶ πάλιν τὴν μακροθυμίαν Του φέρεται εὐγενής πρὸς αὐτον. Ἄς ἴδωμεν τὴν εὐγένειαν τοῦ ἑνός, τὴν ὑποκρισίαν τοῦ ἄλλου καί τὸν ἑαυτόν μας.

Ά) Ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου: Ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ.Ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Ἰούδα εἶναι πολυποίκιλος. Ἰδού. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε πρὸ ἑνὸς ἔτους, ὅτι ὅποιος δὲν φάγει τὴν σάρκα Του καὶ δὲν πίει τὸ αἷμά Του, δὲν ἔχει ζωὴν αἰώνιον καί ἐσκανδαλίσθησαν μερικοί, ἐδήλωσεν, ὅτι «εἷς ἐξ ὑμῶν διάβολος ἐστιν». Διάβολον ἐθεώρει τὸν Ἰούδαν. Δὲν ἤλεγξε προσωπικῶς τότε τὸν Ἰούδαν, ἀλλά εὐγενῶς φερόμενος ὡμίλησε διὰ τοῦ «εἷς ἐξ ὑμῶν» συνεσκιάσμενως, ἵνα δηλώσῃ, ὅτι οὐδὲν διαφεύγει τοῦ βλέμματός Του. Ἰδοὺ εἷς τρόπος εὐγενείας. Ἄλλος τρόπος. Ὁ Χριστὸς ἐγνώριζεν, ὅτι ὁ Ἰούδας ἦτο φιλάργυρος καὶ κλέπτης, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ παρὸν Εὐαγγέλιον. Διατί ὁ Κύριος ἀναθέτει εἰς αὐτόν τὸ «γλωσσόκομον» τὸ ταμεῖον τῶν Ἀποστόλων; Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀπαντᾷ: «Τὸν μὲν ἀπόρρητον λόγον ὁ Θεὸς οἶδε. Εἰ δὲ χρὴ ἡμᾶς στοχαζομένους εἰπεῖν, ἵνα πᾶσαν ἐκκόψῃ πρόφασιν. Οὐ γὰρ εἶχε εἰπεῖν, ὅτι διὰ χρημάτων ἔρωτα ἐποίησε τὴν προδοσίαν—εἶχε ἐκ τοῦ γλωσσοκόμου τὴν παρηγορίαν τῆς ἐπιθυμίας—ἀλλά διὰ πονηρίαν ψυχῆς πολλήν. Ὁ Χριστὸς πολλῇ συγκαταβάσει πρός αὐτὸν κεχρημένος οὐδὲ ἐνεκάλει αὐτῷ κλὲπτοντι». Προκειμένου δηλαδὴ νὰ προβῇ ὁ Ἰούδας εἰς τὴν προδοσίαν διὰ φυλαργυρίαν καὶ ἵνα ἀποτρέψῃ αὐτόν ὁ Χριστὸς ταύτης, ἀφῆκεν εἰς αὐτὸν τὸ ταμεῖον, ἵνα ἔχῃ παρηγορίαν ἐκ τῶν χρημάτων, τὰ ὀποῖα ἐπόθει. Διά τὸν αὐτὸν λόγον δὲν ἤλεγχεν ὁ Κύριος καὶ τὴν κλοπήν του. Δεύτερος ὁ τρόπος οὗτος εὐγενείας τοῦ Κυρίου:

Καὶ συνεχίζεται. Βλέπων ὁ Κύριος τὴν ἐσωτερικὴν κακουρ-γίαν τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν ἐξωτερικὴν δῆθεν φιλοπτωχείαν ἀπήντησε κυρίως πρός τόν Ἰούδαν:« Ἄφετε αὐτὴν εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου ἐποίησεν». Εἶναι ὡς ἐὰν ἔλεγε εἰς τὸν Ἰούδαν, κατὰ τὸν Χρυσόστομον: «Ἐπαχθής εἴμι καὶ φορτικός, ἀνάμεινον ὀλίγον καὶ ἀπελεύσομαι». Σοῦ ἔγινα βάρος, περίμενε ὀλίγον καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω τῆς παρουσίας μου. Πόση εὐγένεια!

Μετ’ ὀλίγον πλύνει ὁ Κύριος τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, ἴσως καὶ πρώτου αὐτοῦ ὡς ἀπ’ αὐτοῦ ἀρξάμενος. Μεταδίδει εἰς αὐτόν τὸ σῶμά Του καί τὸ αἷμά Του. Δηλοῖ εἰς τὴν Τράπεζαν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν θὰ μὲ προδώσῃ. Δὲν ἀπευθύνεται προσωπικῶς καὶ πάλιν πρὸς τὸν Ἰούδαν, ἀλλά γενικῶς εἰς ὅλους. Πόση ἡ εὐγένεια τοῦ Κυρίου λόγοις καὶ ἕργοις! Καὶ τέλος τὸ κορύφωμα τῆς εὐγενείας τοῦ Κυρίου εἶναι, ὅταν ἐφιλήθη ὑπὸ τοῦ Ἰούδα. Τότε εἶπεν εἰς αὐτὸν «ἑταῖρε ἒφ’ ᾦ πάρει;» Τὸν ὀνομάζει ἑταῖρον, φίλον, καὶ τὸν ἐρωτᾷ: Φίλε, δὶ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸν ἦλθες ; Ἦλθες νὰ μὲ φιλήσῃς ἤ δι’ ἄλλον τινὰ λόγον ; Ὁποία εὐγένεια! Ὁποία μακροθυμία !

Ἡ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα. Καὶ αὕτη εἶναι πολλαπλῆ, μεγάλη! Ἐνῷ σκέπτεται νὰ λάβῃ 30 ἀργύρια, ἐνῷ ἦτο κλέπτης τοῦ ταμείου τῶν Ἀποστόλων, λέγει, ὅτι φροντίζει διὰ τοὺς πτωχοὺς! Ὁποία ὑποκρισία! Ἐνῷ φροντίζει νὰ φονεύσῃ τὸν Διδάσκαλόν του, ἰσχυρίζεται ὅτι ἐνδιαφέρεται μήπως πεινάσουν οἱ πτωχοὶ! Ἀντὶ 300 δηναρίων ἐξετίμησε τὸ μῦρον διὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀντὶ 30 ἀργυρίων τὴν τιμὴν τοῦ Διδασκάλου Του! Ὁποία ὑποκρισία! Ὁ μὲν Ἀπόστ. Πέτρος ἀφοῦ διεμαρτυρήθη, ἐδέχθη νὰ τοῦ πλύνῃ τὰ πόδια ὁ Χριστός. Ὁ Ἰούδας ὅμως ἄνευ διαμαρτυρίας ἔπειτα ἀπὸ τόσα ποὺ εἶχε εἰς τὴν ψυχὴν του διὰ τὸν Ἰησοῦν δέχεται νὰ πλυθῇ ὑπὸ τοῦ Διδασκάλου Του. Ποίαν πώρωσιν ἔφερεν εἰς αὐτὸν ἡ ὑποκρισία !

Εἰς τὴν τράπεζαν μιμεῖται τοὺς ἄλλους κατὰ τοὺς τρόπους οὐχὶ ὅμως καὶ κατὰ τὴν γνώμην, διότι ὅπως ἐρωτοῦν οἱ ἄλλοι τὸν Ἰησοῦν «μὴ τι ἐγώ Κύριε εἰμὶ» ἐρωτᾷ ὁμοίως καὶ ὁ Ἰούδας. Εἶναι ὑποκρισία κρυμμένη˙ εἰς ὁμαδικὴν ἐνέργειαν, ὁμαδικὴν ὑποβολήν. Ἀλλά ,τὸ ὕψος τῆς ὑποκρισίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἵσταται μόνος του ὁ Ἰούδας εἶναι, ὅταν φιλῇ τὸν Διδάσκαλόν του καὶ λέγῃ εἰς Αὐτὸν τὸ «χαῖρε Ραββὶ» καί ταὐτοχρόνως Τὸν παραδίδει εἰς τὰ χέρια τῶν δημίων καὶ ἐκτελεστῶν Ἑβραίων!

Ποίαν ὅμως κακίαν ἔχει ὡς ἐπιφάνειαν ἡ μεγάλη αὐτὴ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα; Τὴν φιλαργυρίαν τῶν 30 ἀργυρίων! Ποίαν ἔχει ὡς βάθος ἡ εὐγένεια καὶ μακροθυμία τοῦ Κυρίου ἔναντι τοῦ Ἰούδα; Τὴν αὐταπάρνησιν τοῦ Διδασκάλου!

Β.’ Ἐκ τῆς Ζωῆς. Ἡ φιλαργυρία κατὰ βάθος εἶναι μεγάλη ὑποκρισία διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους: Ὁ φιλάργυρος εἶναι ψεύτης μετὰ δακρύων. Οὐδεὶς ἄλλος κλαίεται τόσον, ὅσον ὁ φιλάργυρος. Οὗτος κλαίεται, μοιρολογεῖται μόνος του καὶ ζωντανός.Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὁ χειρότερος κλέπτης, διότι δὲν κλέπτει μόνον τοὺς ἄλλους, ἀλλά καὶ τὸν ἑαυτόν του. Ἄν πρόκειται νὰ πάρῃ μίαν δραχμήν, ἔχει τὴν ἀπαίτησιν, ὅπως, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ τοῦ τὴν δώσῃ, νὰ μὴν δίδῃ εἰς αὐτὴν ἀξίαν. Ἄν πρόκειται ὅμως νὰ δώσῃ οὗτος, ἡ μία δραχμὴ ἀξίζει δι’ αὐτὸν 100 δραχμάς. Ταὐτοχρόνως, ὅταν ἔχῃ χρήματα,.νομίζει, ὅτι δὲν ἔχει τίποτε, διότι πάντοτε παραπονεῖται καὶ λέγει, ὅτι δὲν ἔχει. Καὶ ἔτσι γίνεται καταβόθρα τῶν ἀγαθῶν του. Ὅταν δὲν ἔχῃ χρήματα νομίζει ὅτι, ἂν τὰ ἀποκτήσῃ θὰ εἶναι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔτσι γελᾷ τὸν ἑαυτόν του, ὑποκρίνεται εἰς.τὸν ἑαυτόν του! Ὑπάρχει ἑπομένως μεγαλύτερα ὑποκρισία ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν;

Ἡ ὑποκρισία τῆς φιλαργυρίας συνεχίζεται. Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὁ μεγαλύτερος ὑποκριτὴς διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ἔχει συγκεντρώσει 19 λίρες. Εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ἀγορὰσῃ κάτι. Ἐπειδὴ βιάζεται πότε νὰ κάμῃ τὶς 19 λίρες 20 διὰ τὸ στρογγυλόν τοῦ ἀριθμοῦ, δανείζεται ξένα λεπτὰ προχείρως καὶ ἀτόκως διὰ νὰ μὴ χαλάση ὁ στρογγυλὸς ἀριθμὸς 20! Τὸ 20 γίνεται βάσις ἐξορμήσεως δὶ’ ἄλλους στρογγυλοὺς ἀριθμοὺς 25, 30 κ.λ.π. Ὁ τοιοῦτος εἶναι ψεύτης καὶ κλέπτης ὄχι φανερῶς ἀλλά κρυφῶς, ὑποκριτικῶς. Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὄχι μόνον ψεύτης καὶ κλέπτης, ἀλλά καὶ ὁ χειρότερος εἰδωλολάτρης εἰς τὸν ὁποῖον ἅγιαι εἰκόνες εἶναι τὸ χρῆμα καὶ ναὸς τὸ κιβώτιον, ἡ ντουλάπα, τὸ χρηματοκιβώτιον, ὅπου εὑρίσκονται αἱ λίραι Ἀγγλίας ἀρσενικαί ἤ θηλυκαί, Τουρκίας ἤ Αἰγύπτου κ.λ.π.

Θὰ μοῦ εἴπῃς, φιλάργυρε, ὅτι δὲν προσκυνᾷς τὸν χρυσόν, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι τὰ εἴδωλα. Μὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι δὲν προσεκὺνουν τὰ εἴδωλα, τὸ ξόανον, ἀλλά τὸν δαίμονα, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε ὄπισθεν τοῦ ξοάνου. Οὕτω καὶ σύ. Δὲν προσκυνεῖς τὸν χρυσόν, ἀλλά τὸν ἐνοικοῦντα δαίμονα. Δὲν βλέπετε πόσον ευλαβῶς ἅπτονται τῶν χρημάτων των; Δὲν τολμῶσι νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν. Εἰς ἐγγονοὺς ἀφίνουσι ταῦτα ἀνέπαφα σὰν τὰς ἱερωτέρας καὶ θαυματουργικωτέρας εἰκόνας ! Ὁποία ὑποκρισία ἐν τῇ εἰδωλολατρικῇ φιλαργυρίᾳ!

Ἔναντι τῆς φιλαργυρίας—ὑποκρισιάς τοῦ Ἰούδα, ἵσταται ὁ εὐγενὴς καὶ αὐταπάρνησιν ἔχων Κύριος. Τὴν ποικίλην εὐγένειαν καὶ αὐταπάρνησιν τοῦ Κυρίου εἴδομεν προηγουμένως. Καὶ παρ’ ἡμῖν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ εἶναι εὐγενής, πρέπει νὰ ἔχῃ αὐταπάρνησιν. Ἄνευ αὐταπαρνήσεως οὐδέποτε θὰ γίνωμεν εὐγενεῖς καὶ οὐδέποτε θὰ ἀποφύγωμεν τὴν ὑποκρισίαν! Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θα θελήσουν νὰ εἶναι εὐγενεῖς χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχωσιν αὐταπάρνησιν, γίνονται περισσότερον ὑποκριταί. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ εἶναι φιλάργυρος καὶ εὐγενής, θέτει εἰς ὑπηρεσίαν τῆς φιλαργυρίας του τὴν εὐγένειάν του καὶ μειδιᾷ εὐγενῶς διὰ νὰ ἀπόκτησῃ περισσότερα χρήματα. Πόση ὑποκρισία εἰς τὴν εὐγένειαν ταύτην! Ἑπομένως γίνεται καὶ πάλιν περισσότερον ὑποκριτής. Συνεπῶς μόνον ἡ αὐταπάρνησις δύναται νὰ συνδυασθῇ μὲ τὴν εὐγένειαν.

Παράδειγμα σπουδαιότατον, ὅπου συναντᾶται φιλαργυρία καὶ ὑποκρισία εἶναι τὸ τοῦ ποιητοῦ τῆς ἀρχαιότητος Σιμωνίδου. Οὗτος ἦτο τόσον φιλάργυρος, ὥστε παρακληθείς νὰ ἐπαινέσῃ διὰ στίχων ἄνθρωπον εὐγνώμονα ἔλεγεν εἰρωνικῶς τὸ ἑξῆς: Ἔχω δύο κιβώτια. Εἰς τὸ ἕν ἐξ αὐτῶν ῥίπτω τὰ χρήματα καὶ εἰς τὸ ἄλλο τὴν εὐγνωμοσύνην. Ὅταν ἀνοίγω τὸ δεύτερον κιβώτιον τῆς εὐγνωμοσύνης εἶναι πάντοτε ἄδειον. Διά τοῦτο προτιμῶ τὸ κιβώτιον τῶν χρημάτων. Ὡμολόγει δέ, ὅτι ἡ μόνη ἡδονή, ἡ ὁποία ἀπέμεινεν εἰς αὐτόν, ἦτο ἡ τοῦ θησαυρισμοῦ. Οὗτος ἦτο καὶ τόσον ὑποκριτής, ὥστε τὰ τρόφιμα τὰ ὁποῖα ἔστελλεν εἰς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς τῶν Συρακουσῶν Ἱέρων, ἐπώλει καὶ εἰσέπραττε πρὸς ἴδιον ὄφελος τὰ χρήματα. Ἐρωτώμενος ὅμως διὰ τὴν πώλησιν ἔλεγεν, ὅτι ἔδιδεν αὐτὰ δωρεὰν ἵνα δείξῃ τὴν ἰδικήν του ἐγκράτειαν καὶ τὴν γενναιοδωρίαν τοῦ Βασιλέως. Πόση φιλαργυρία καὶ ὑποκρισία! Ἄς ἔχωμεν λοιπὸν αὐταπάρνησιν, ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα εὐγενεῖς, ὅπως ὁ Κύριος καὶ ὄχι φιλαργυρίαν καὶ ὑποκρισίαν, ὅπως εἶχεν ὁ Ἰούδας. Γένοιτο!

8.

Κυριακὴ τῶν Βαΐων

Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))

 

Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ἀπὸ λειτουργικῆς πλευρᾶς, εἶναι τὰ προεόρτια τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων – τῆς Εἰσόδου τοῦ Κυρίου μας στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς γιορτὲς ἔχουν ἕνα κοινὸ θέμα: τὸ θρίαμβο καὶ τὴ νίκη. Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου ἀποκαλύπτει τὸν Ἐχθρό, δηλαδὴ τὸ Θάνατο· ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων προαναγγέλλει τὸ νόημα τῆς νίκης ὡς θρίαμβο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ μόνου Βασιλέως, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ σεμνὴ εἴσοδός Του στὴν Ἁγία Πόλη ἦταν τὸ μόνο ὁρατὸ σημεῖο θριάμβου. Μέχρι αὐτὴ τὴ μέρα ὁ Ἰησοῦς ἔδειχνε ἐπίμονη ἄρνηση σὲ κάθε περίπτωση θριάμβου καὶ δόξας Του. Ἕξι μέρες ὅμως πρὶν τὸ Πάσχα, ὄχι μόνο δέχτηκε νὰ δοξαστεῖ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος προκάλεσε καὶ ὀργάνωσε αὐτὴ τὴ δόξα. Κάνοντας αὐτὸ ποὺ προανήγγειλε ὁ προφήτης Ζαχαρίας: «ἰδοὺ ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι… πραΰς καὶ ἐπιβεβηκώς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον» (Ζαχ. 9, 9), φανέρωσε ὅτι ἤθελε νὰ ἐπιδοκιμαστεῖ καὶ νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς Μεσσίας, Βασιλέας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ Ἰσραήλ.

Οἱ Εὐαγγελικὲς περικοπὲς τονίζουν ὅλα αὐτὰ τὰ μεσσιανικὰ στοιχεῖα, δηλαδὴ τοὺς κλάδους τῶν βαΐων καὶ τὰ Ὡσαννά, τὶς ἐπευφημίες γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Δαυὶδ καὶ Βασιλέας τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ ἱστορία τοῦ Ἰσραὴλ τώρα ὁλοκληρώνεται, φτάνει στὸ τέλος της, αὐτὸ ἐξ ἄλλου εἶναι καὶ τὸ νόημα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, τῆς ἀγγελίας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ αὐτῆς τῆς ἱστορίας ἔπρεπε νὰ ἀναγγελθεῖ καὶ νὰ προετοιμαστεῖ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἔλευση τοῦ Μεσσία. Καὶ τώρα ἐκπληρώθηκε, γιατί ὁ Βασιλέας εἰσέρχεται στὴν Ἁγία Πόλη Του καὶ ὅλες οἱ προφητεῖες καὶ oἱ προσδοκίες βρίσκουν τὴν ἐκπλήρωσή τους στὸ Πρόσωπό Του. Ὁ Χριστὸς ἐγκαθιστᾶ τὴ Βασιλεία Του ἐπὶ τῆς γῆς.

Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων θυμόμαστε καὶ τιμᾶμε αὐτὸ τὸ μέγιστο γεγονός. Κρατώντας κλάδους βαΐων ταυτιζόμαστε μὲ τὸ λαὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ. Μαζί τους χαιρετίζουμε τὸν ταπεινὸ Κύριο καὶ Βασιλέα ψέλνοντας: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Ἄραγε ποιὸ εἶναι τὸ ἀληθινὸ νόημα ὅλων αὐτῶν σήμερα γιά μᾶς;

Πρῶτα-πρῶτα εἶναι ἡ ὁμολογία μας ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Βασιλέας καὶ Κύριός μας. Πολὺ συχνά, στὴν καθημερινὴ ζωή μας, ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἤδη ἐγκατασταθεῖ στὴ γῆ καὶ ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς μας γίναμε πολίτες αὐτῆς τῆς Βασιλείας καὶ ὑποσχεθήκαμε ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ πίστη μας σ’ αὐτὴ νὰ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη πίστη μας. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Χριστὸς γιὰ λίγες ὧρες ἦταν πραγματικὰ ὁ Βασιλέας πάνω στὴ γῆ, σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸ δικό μας – γιὰ λίγες μόνο ὧρες καὶ σὲ μία συγκεκριμένη πόλη. Ἀλλά, ὅπως στὸ πρόσωπο τοῦ Λαζάρου ἀναγνωρίσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς, τοῦ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστά, ἔτσι καὶ σ’ αὐτὴ τὴν πόλη (τὴν Ἱερουσαλὴμ) ἀναγνωρίζουμε τὸ μυστηριακὸ κέντρο ὅλου τοῦ κόσμου καὶ γενικὰ ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας. Γιατί ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ βιβλικὸ νόημα τῆς πόλης Ἱερουσαλήμ, εἶναι δηλαδὴ τὸ ἑστιακὸ σημεῖο ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ λυτρωμοῦ, εἶναι ἡ Ἁγία Πόλη τῆς ἔλευσης τοῦ θεοῦ στὴ γῆ. Ἔτσι λοιπὸν ἡ Βασιλεία ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ εἶναι μία παγκόσμια Βασιλεία ποὺ ἀγκαλιάζει καθολικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλη τὴ δημιουργία… Γιὰ λίγες ὧρες – ὅμως αὐτὲς οἱ ὧρες ἦταν πολὺ ἀποφασιστικὸς χρόνος – φάνηκε ἐπὶ τῆς γῆς ἡ τελικὴ «ὥρα τοῦ Ἰησοῦ», ἡ ὥρα τῆς ἐκπλήρωσης ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅλων τῶν ὑποσχέσεών Του, ὅλων τῶν ἀποφάσεών Του. Ἔφτασε στὸ τέλος ὅλη ἡ προπαρασκευαστικὴ πορεία ποὺ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ στὴν Ἁγία Γραφὴ· ἦρθε τὸ τέλος ὅλων ὅσων ὁ Θεὸς ἔκανε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι αὐτὴ ἡ σύντομη ὥρα τοῦ ἐπὶ γῆς θριάμβου τοῦ Χριστοῦ ἀποκτάει ἕνα αἰώνιο νόημα. Εἰσάγει τὴν πραγματικότητα τῆς θείας Βασιλείας στὸ δικό μας χρόνο, στὶς δικές μας ὧρες. Αὐτὴ ἡ Βασιλεία δίνει τὸ νόημα στὸ χρόνο καὶ γίνεται ὁ ἀπώτερος, ὁ αἰώνιος σκοπός του. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε στὸν κόσμο τοῦτο καὶ αὐτὴ τὴν ὥρα ἡ παρουσία της κρίνει καὶ μεταμορφώνει τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία.

Ὅταν, σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ἀκολουθίας, τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων παίρνουμε ἀπὸ τὸν ἱερέα ἕναν κλάδο βαΐων, ἀνανεώνουμε τὸν ὅρκο στὸν Βασιλέα μας, ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Βασιλεία Του δίνει τελικὸ νόημα καὶ περιεχόμενο στὴ ζωή μας. Ὁμολογοῦμε ὅτι τὸ καθετὶ στὴ ζωή μας καὶ στὸν κόσμο ἀνήκει στὸν Χριστὸ καὶ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τὸν μοναδικό, ἀληθινὸ Κτήτορά του, γιατί δὲν ὑπάρχει περιοχὴ τῆς ζωῆς ὅπου Ἐκεῖνος δὲν κυβερνᾶ, δὲν σώζει, δὲν λυτρώνει. Διακηρύττουμε τὴν παγκόσμια, τὴν καθολικὴ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ ἐπιβεβαιώνουμε τὴν παγκόσμια ἀποστολή της.

Ξέρουμε, βέβαια, ὅτι ὁ Βασιλέας τὸν ὁποῖο οἱ Ἰουδαῖοι ζητωκραύγαζαν τότε καὶ τὸν ὁποῖο ἐμεῖς σήμερα ἐπιδοκιμάζουμε, βρίσκεται στὸ δρόμο πρὸς τὸ Γολγοθά, πρὸς τὸ Σταυρὸ καὶ τὸν τάφο. Ξέρουμε, ἐπίσης, πὼς αὐτὸς ὁ σύντομος θρίαμβος δὲν εἶναι παρὰ ὁ πρόλογος τῆς θυσίας Του. Τὰ κλαδιὰ στὰ χέρια μας ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἑτοιμότητά μας καὶ τὴ διάθεσή μας νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο τῆς θυσίας, καὶ ὅτι ἀποδεχόμαστε τὴ θυσία καὶ τὴν αὐταπάρνηση σὰν τὴ μόνη βασιλικὴ ὁδὸ πρὸς τὴ θεία Βασιλεία. Τελικὰ αὐτοὶ οἱ κλάδοι καὶ ἡ ὅλη γιορτὴ φανερώνουν τὴν πίστη μας στὴν τελικὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι ἀκόμα κρυμμένη, ὁ κόσμος τὴν ἀγνοεῖ καὶ ζεῖ σήμερα σὰν νὰ μὴν ἔχουν συμβεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα. Σὰν νὰ μὴν ἔχει πεθάνει ἀτὸ Σταυρὸ καὶ νὰ μὴν ἔχει ἀναστηθεῖ ὁ Θεάνθρωπος. Ἐμεῖς ὅμως οἱ χριστιανοὶ πιστεύουμε στὴν ἐρχόμενη Βασιλεία στὴν ὁποία ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ τὰ πάντα πληρῶν» καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος Βασιλέας.

Στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας θυμόμαστε τὰ γεγονότα τοῦ παρελθόντος. Ἀλλὰ ὅλο τὸ νόημα καὶ ἡ δύναμη τῆς Θείας Λειτουργίας βρίσκεται στὸ γεγονὸς ὅτι μετατρέπει τὴν ἀνάμνηση σὲ παρόν, σὲ παροῦσα πραγματικότητα. Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων αὐτὴ ἡ πραγματικότητα εἶναι ἡ συμμετοχή μας στὰ γεγονότα, ἡ ἀνταπόκρισή μας σ’ αὐτά, ἡ ἴδια ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν μπαίνει πιὰ στὰ Ἱεροσόλυμα θριαμβευτής. Τὸ ἔκανε μιὰ φορὰ καὶ γιὰ πάντα. Καὶ δὲν χρειάζεται πιὰ «σύμβολα», γιατί δὲν πέθανε στὸ Σταυρὸ γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς αἰώνια νὰ «συμβολίζουμε» τὴ ζωή Του. Ἀλλὰ ζητάει ἀπὸ μᾶς μία πραγματική, εἰλικρινῆ ἀποδοχὴ τῆς Βασιλείας ποὺ μᾶς ἔφερε…

Ἂν δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κρατήσουμε τὴν ἱερὴ ὑπόσχεση ποὺ δώσαμε μὲ τὸ βάπτισμά μας καὶ ποὺ ἀνανεώνουμε κάθε χρόνο τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἂν δὲν ἐπιμένουμε νὰ κάνουμε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ κανόνα ὅλης τῆς ζωῆς μας, μάταια γιορτάζουμε τούτη τὴ γιορτὴ καὶ οἱ κλάδοι τῶν βαΐων ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὸ σπίτι μας δὲν ἔχουν κανένα νόημα, εἶναι ἄχρηστοι.

9.

Κυριακή των Βαΐων – Η θριαμβευτική είσοδος

 

  1. ΚΛΑΔΟΙ ΒΑΪΩΝ

Ὁ Κύριος πορεύεται πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος του. Καὶ ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα φθάνει στὴ Βηθανία. Ἐκεῖ οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ ἀδελφοῦ τους Τοῦ παραθέτουν δεῖπνο, ὅπου ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου Μαρία ἄλειψε μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Κυρίου.

 

Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ Κύριος εἰσέρχεται στὴν Ἁγία Πόλι. Ἡ εἴδησι τῆς παρουσίας του στὴ Βηθανία εἶχε ἤδη κυκλοφορήσει ἀστραπιαῖα σ’ ὅλη τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀμέτρητα πλήθη λαοῦ τρέχουν μὲ ἐνθουσιασμὸ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν κρατῶντας στὰ χέρια τους κλαδιὰ φοινίκων, ποὺ ἦταν σύμβολα νίκης. Ὁ τρόπος ὑποδοχῆς ἦταν ἐντυπωσιακός, θερμὸς καὶ ἐνθουσιώδης. Τὸν ὑποδέχθηκαν ὡς τὸν Μεσσία ποὺ ἐπὶ αἰῶνες περίμεναν οἱ πρόγονοί τους κι αὐτοί. Ἔδειχναν μὲ τοὺς κλάδους τῶν βαΐων ὅτι δὲν τιμοῦσαν ἁπλῶς ἕναν προφήτη, ἀλλὰ ἀπέδιδαν τιμὲς στὸν Νικητὴ καὶ Μεσσία. Σὲ ποιὰ νίκη ὅμως ἀναφέρονταν οἱ πανηγυρισμοί; Στὴν νίκη τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ θανάτου στὴν πε-ρίπτωσι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου. Ἐξαιτίας αὐτῆς ἐντυπωσιάσθηκαν καὶ βγῆκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Χριστὸ ὑμνῶντας Τον ὡς νικητὴ τοῦ θανάτου. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν ὑμνοῦσαν τὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου ὄχι μόνο τοῦ Λαζάρου ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος.

Ζητωκραύγαζαν Ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἐχάριζε τὴν νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου· ἀλλὰ καὶ τὴν νίκη τοῦ κάθε πιστοῦ. Κάτι ἀνάλογο βλέπουμε καὶ στὴν «Ἀποκάλυψι». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶδε ἕνα ὅραμα ἀντίστοιχου θριαμβευτικοῦ πανηγυρισμοῦ, ὄχι βέβαια στὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλὴμ ἀλλὰ στὴν ἐπουράνια. Ἐκεῖ νέφη μαρτύρων κρατοῦν στὰ χέρια τους βαΐα ὡς ἔμβλημα τῆς νίκης τους κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου.

Τὰ πλήθη τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἦταν μιὰ ἀμυδρὰ προεικόνισι τῆς ἔνδοξης ἐκείνης συνοδείας τῆς «Ἀποκαλύψεως» «ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου» (Ἀποκ. ζ΄ 9). Ἐδῶ τὰ πλήθη τῆς Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦταν ἐνώπιον τοῦ θρόνου, ἦταν ὅμως ἐνώπιον τοῦ Ἀρνίου, τὸ Ὁποῖο πορευόταν γιὰ νὰ θυσιασθῇ καὶ νὰ γίνῃ ἡ ἀπαρχὴ ὅλων τῶν πιστῶν ποὺ θὰ νικήσουν τὴν ἁμαρτία καὶ θὰ πανηγυρίζουν ἐνδόξως στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Μιὰ τέτοια δόξα περιμένει τὸν κάθε νικητή, περιμένει κι ἐμᾶς.

  1. ΟΙ ΕΠΕΥΦΗΜΙΕΣ

Οἱ ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» ἦταν τμῆμα τοῦ 117ου μεσσιακοῦ Ψαλμοῦ (στίχ. 26). Κάθε Ἰσραηλίτης ἐγνώριζε ἀπ’ ἔξω τοὺς στίχους τοῦ Ψαλμοῦ αὐτοῦ, διότι τοὺς ἔψαλλαν κατὰ τὶς λιτανεῖες τῶν μεγάλων ἑορτῶν. Ἦταν μιὰ ἐπίκλησις τῶν Ἰουδαίων πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἔλευσι τοῦ Μεσσία. Ὁ συγκεκριμένος στίχος φανερώνει ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ ἦτο ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Καὶ μάλιστα οἱ Ἰσραηλῖτες προσέθεσαν τὴν φράσι «ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ», δείχνοντας ὅτι περίμεναν τὸν Μεσσία ὡς ἐπίγειο ἔν-δοξο καὶ νικητὴ βασιλέα. Νόμιζαν ὅτι Αὐτὸς θὰ ἐγκαθίδρυε μιὰ ἐπίγεια βασιλεία καὶ θὰ τοὺς ἀπελευθέρωνε ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν Ρωμαίων. Καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου χαιρετοῦσαν καὶ ἐπευφημοῦσαν τὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀποσταλέντα Μεσσία· Αὐτὸν ποὺ θὰ εἶχε ἀδιαμφισβήτητη βασιλικὴ ἰδιότητα καὶ κυριαρχία.

Ὅμως ὁ Κύριος θὰ διακηρύξῃ ὅτι ἡ βασιλεία του εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ περίμεναν τὰ πλήθη. Ὁ Χριστὸς γνωρίζει ὅτι εἶναι ὁ βασιλεὺς τῆς Σιών, τοῦ ὄρους δηλαδὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, τὸ ὁποῖο ὅλοι θεωροῦσαν ὡς πρωτεύουσα τοῦ Μεσσία. Ὅμως πορεύεται πρὸς τὴν ἐπίγεια Σιὼν γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι εἶναι ὁ βασιλεὺς ὄχι μόνο τῆς ἐπίγειας ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπουράνιας Σιών. Ὁ βασιλεὺς τοῦ Οὐρανοῦ εἰσέρχεται στὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλὴμ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεώς του καὶ νὰ εἰσέλθῃ πλέον στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐκείνη εἶναι ἡ πραγματικὴ θριαμβευτική του εἴσοδος, ἡ εἴσοδός του στοὺς Οὐρανούς, ὅπου Τὸν ὑποδέχονται ἀμέτρητες στρατιὲς τῶν Ἀγγέλων ὡς τὸν μόνο πραγματικὸ Βασιλέα, τὸν «βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ κύριον τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. Ϛ΄ 15). Σὲ μία βασιλεία πνευματική, αἰώνια. Ὁ Κύριος λοιπὸν κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Σιὼν πίσω ἀπὸ τὴν πτωχεία του καὶ τὴν ταπείνωσί του ἀποκαλύπτει σὲ ὅλους μας ὅτι δὲν εἶναι μόνον Αὐτὸς ποὺ ἐπιβαίνει «ἐπὶ πῶλον ὄνου» ἀλλὰ καὶ «ὁ ἐπιβαίνων ἐπὶ τὸν οὐρανόν… ὁ μεγαλοπρεπὴς τοῦ στερεώματος» (Δευτ. λγ΄ 26). Ἐκεῖ καλεῖ καὶ ὅλους μας, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ συμ-βασιλεῖς του. Μᾶς περιμένει.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

10.

ΟΣΑ ΕΣΤΙΝ ΑΛΗΘΗ, ΤΑΥΤΑ ΛΟΓΙΖΕΣΘΕ

 

 

            Ποιο άραγε είναι το ηθικό ποιόν της πρώτης σκέψης που έρχεται στον νου μας, όταν συναντούμε έναν άνθρωπο ή έχουμε μπροστά μας  την πρόκληση μιας κατάστασης  ή όταν ξεκινά η μέρα μας; Συνήθως είναι το «τι κάνω εγώ;» ή «τι με ωφελεί;», «τι έχω να κερδίσω;», «μήπως χάσω;». Τα πράγματα μπαίνουν στην λογική του χρήσιμου, του σωστού και του λάθους, του ευχάριστου και του δυσάρεστου. Κέντρο της σκέψης δεν είναι ο άλλος, αλλά εγώ. Τα πρόσωπα, οι καταστάσεις, ο χρόνος όλα ξεκινούν από μας. Δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό αυτό.  Εμείς άλλωστε ζούμε, εμείς κρίνουμε, εμείς θυμόμαστε, εμείς υπολογίζουμε, εμείς θα κερδίσουμε ή θα χάσουμε. Είναι ωφελιμιστικός ο πολιτισμός μας, είναι ωφελιμιστικός ο τρόπος σκέψης και ζωής και το να προσπαθούμε να αλλάξουμε έναν τέτοιο τρόπο φαίνεται μάταιο. Όμως υπάρχει κι ένα άλλο κριτήριο, το οποίο θα άξιζε τον κόπο να κάνει την σκέψη μας να κινητοποιηθεί. Είναι το κριτήριο της αρετής, το κριτήριο της ποιότητας η οποία αγγίζει τόσο τον εαυτό μας όσο και τους άλλους. Αν ο εαυτός μας παλεύει στην προοπτική της ποιότητας, τότε ωφελούνται όλοι. Και όχι μόνο. Δίνουμε την αφορμή σε όσους συναναστρέφονται μαζί μας, αλλά και στον κόσμο που μας προκαλεί με τις ειδήσεις, τις νοοτροπίες, τις ιδέες του, να κατανοήσουν ότι υπάρχει και μία άλλη διάσταση, η οποία ξεκινά από εδώ και οδηγεί στην αιωνιότητα. Γιατί η αρετή είναι εφαλτήριο και για μία άλλη πραγματικότητα, που ξεπερνά τα όρια του κόσμου και του χρόνου.

Η Εκκλησία φέρνει ενώπιόν μας στις αρχές της άνοιξης την Μεγάλη Εβδομάδα, ως ευκαιρία εύρεσης της οδού της αρετής, της οδού της αλλιώτικης ποιότητας, της υπέρβασης της πραγματικότητας και του πολιτισμού που ζούμε. Είναι ο Χριστός που μας καλεί να πάρουμε μία τέτοια θέση. Γιατί το βίωμα της Εκκλησίας δεν είναι ιδεολογικό ή ιστορικό η παραδοσιακό, ούτε καν θρησκευτικό.  Όποιος το περιορίζει σ’ αυτές τις πτυχές, στην πράξη είναι αδύνατον να το ζήσει. Το βίωμα ξεκινά και καταλήγει σε ένα Πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού. Αυτός μας καλεί να πάρουμε θέση στα όσα του συνέβησαν, να ελέγξουμε τον εαυτό μας σε ποια ομάδα ανήκουμε, αυτή των σταυρωτών ή αυτή των ελάχιστων μαθητών και οικείων. Μας καλεί να δούμε τον εαυτό μας, πώς σκεφτόμαστε με βάση τα όσα Εκείνος μας έχει αφήσει ως παρακαταθήκη Του  στην ζωή της Εκκλησίας, στον τρόπο της αγάπης, στον τρόπο της κοινωνίας μαζί Του. Γιατί ο Χριστός δεν είναι μόνο ο Θεός μιας πίστης  η οποία έχει κάποιους κανόνες και κάποια δόγματα και στην οποία ανήκουν όσοι θέλουν. Είναι ο Θεός που μας καλεί προσωπικά να Τον συναντήσουμε, ακριβώς διότι προσέλαβε την φύση μας, την ένωσε με την θεότητά Του και μας έδωσε την δωρεά να είμαστε ένα μαζί Του.

Το να πάρουμε θέση, προϋποθέτει να δούμε πώς σκεφτόμαστε, ποιο είναι το ηθικό ποιόν, ποιες είναι οι προτεραιότητες. Ο απόστολος Παύλος  μας προτρέπει σχετικά: «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, εις τις αρετή και ει τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε» (Φιλιπ. 4, 8). «Ό,τι είναι αληθινό, σεμνό, δίκαιο, καθαρό, αξιαγάπητο, καλόφημο, ό,τι έχει σχέση με την αρετή και είναι άξιο επαίνου, αυτά να έχετε στο μυαλό σας».

Αυτό το παράγγελμα έρχεται σε επικύρωση του ήθους που μας δίδαξε ο Χριστός.

Ο λογισμός μας να στρέφεται προς την αλήθεια, τόσο για μας όσο και για τους άλλους και τα πράγματα. Για να έρθει αυτό χρειάζεται να αποστασιοποιούμαστε από τον εγωκεντρισμό, να βγαίνουμε λίγο από τον εαυτό μας και να σκεφτόμαστε με κριτήριο τον άλλο, να προσπαθούμε να δούμε τι θέλει κι εκείνος. Να βλέπουμε τις περιστάσεις σφαιρικά και όχι μόνο με βάση το πώς θα θέλαμε να είναι. Ο λογισμός μας να στρέφεται προς την σεμνότητα. Να είμαστε ταπεινοί και εντός της καρδιάς μας και στην συμπεριφορά μας ως προς τους άλλους, στην εμφάνιση αλλά και στους τρόπους. Να μην προκαλούμε ούτε σωματικά ούτε ψυχικά.  Ο λογισμός μας να στρέφεται προς την δικαιοσύνη. Να μην κάνουμε στους άλλους ό,τι δεν θα θέλαμε να μας κάνουν. Να βοηθήσουμε όσους αδικούνται. Ο λογισμός μας να στρέφεται προς την αγνότητα των κριτηρίων και των κινήτρων, να αποφεύγουμε τον μολυσμό του σώματος και της ψυχής από την απουσία της αυθεντικής αγάπης, να μην παραδιδόμαστε στην ηδονή η οποία δεν έχει μέτρο και νόημα γιατί δεν συνοδεύεται από την ευθύνη του μοιράσματος όλης της ζωής. Ο λογισμός μας να στρέφεται προς την αγάπη. Κάθε πράξη μας να μην έγκειται στην υποταγή του άλλου, στην εξουσιαστικότητά μας, αλλά στην διακονία και στην χαρά όλων.  Ο λογισμός μας να στρέφεται προς το καλόφημο, να έχουμε δηλαδή έγνοια για την κοινωνία στην οποία ανήκουμε, να βλέπουμε τους νόμους της, τι κάνει τους άλλους να πονούνε και να μοιραζόμαστε καλοσύνη.

Ο λογισμός μας τελικά να στρέφεται προς την αρετή και προς ό,τι είναι άξιο επαίνου. Ό,τι μας φέρνει στον Θεό και ό,τι μας κάνει να μη συμβιβαζόμαστε με το κακό, με το εφήμερο, με το εγωκεντρικό νοηματοδοτεί αυθεντικά  την ζωή μας. Μας κάνει να γιορτάζουμε αληθινά. Ξέρουμε ότι αυτή η στάση μάς φέρνει σε ρήξη στην πράξη με το κοσμικό ήθος.  Όμως δεν είμαστε μόνοι μας. Μαζί μας είναι ο Χριστός, Τον Οποίον καλούμαστε να αφήσουμε να μάς βοηθήσει να αλλάξουμε την ζωή μας.

Τι έχουμε να κερδίσουμε σκεπτόμενοι έτσι;

Με τα κοσμικά μέτρα ίσως μοναξιά, ίσως έναν καλό λόγο και ένα χτύπημα συμπάθειας στην πλάτη, και από πίσω πολλή ειρωνεία. Ίσως αδιαφορία. Μπορεί όμως να δώσουμε ένα αλλιώτικο παράδειγμα, το οποίο, μέσα από την όποια απόσταση από την λογική των πολλών, αφήνει μία βαθιά πνευματική χαρά και παρηγοριά. Ότι το ήθος της πίστης μας δίδει μία εσωτερική ποιότητα, η οποία μας κάνει να μην απελπιζόμαστε στις δυσκολίες και να μπορούμε να εκτιμήσουμε κάθε ευλογημένη στιγμή, κάθε ευλογημένη περίοδο του χρόνου και της ζωής.

Ναι, κληθήκαμε να είμαστε διαφορετικοί! Δεν είμαστε όμως μόνοι! Όλα ξεκινούν από την αρχή, με μία νέα όρεξη για ζωή, με την χαρά της αγάπης, με την ποιότητα του να γνωρίζουμε τι θέλουμε και ποιοι τελικά είμαστε. Τέκνα Θεού!

 

Κέρκυρα, 1η Απριλίου 2018

 

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός