Θεοξένη Μοναχὴ (Καθηγουμενη Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς – Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ – Κρήτη)
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς
Πανοσιολογιώτατοι ἅγιοι Καθηγούμενοι καὶ ὁσιολογιώτατες Γερόντισσες
Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφὲς
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ
Εὐλογεῖτε
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Χρυσόστομε, καὶ ἐσᾶς, σεβαστὴ Γερόντισσα Ἑλένη, διότι μᾶς δίνετε τὴν εὐκαιρία νὰ βρισκόμαστε ἀνάμεσά σας, σ’ αὐτὴν τὴν εὐλογημένη σύναξη, καὶ νὰ ἔχουμε πνευματικὴ ὠφέλεια.
Ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀποστολικὴ ἐποχή. Εἰδικότερα ὁ κοινοβιακὸς μοναχισμὸς ἀπηχεῖ τὴν τάξη καὶ τὸ ἦθος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς κοινοκτημοσύνης, κατὰ τὸ ἀποστολικὸ «ἅπαντα κοινὰ»[1], μὲ τὴν ποικιλία τῶν χαρισμάτων, μὲ τὴν ἑνότητα τοῦ κοινοῦ ἀσκητικοῦ ἀγώνα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐσχατολογικὴ ἀναζήτηση, ὅπως αὐτὴ κατ’ ἐξοχὴν βιωνόταν ἀπὸ τοὺς πρώτους Χριστιανοὺς μέσα ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς συνάντησης μὲ τὸν Ἀναστημένο Χριστό. Στὴν πορεία τῆς μοναστικῆς ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων κυριαρχεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς καὶ ὁδηγοῦ, τὸ ὁποῖο ἀσκεῖ καθοριστικὸ καθοδηγητικὸ ρόλο. Συγχρόνως ὅμως καὶ παράλληλα, στὰ μεγάλα γυναικεῖα κοινόβια τοῦ ἀρχέγονου μοναχισμοῦ ἐμφανίζεται τὸ πρόσωπο τῆς Ἡγουμένης. Ἡ Ἀμμάς εἶναι ἡ μητέρα τῶν μοναζουσῶν, αὐτὴ ποὺ συνοδοιπορεῖ βαστάζοντας τὸν σταυρὸ τῆς κάθε ἀδελφῆς καὶ τὴν ὑποστηρίζει μὲ ἀγάπη καὶ μητρικὴ στοργὴ στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.
Ἡ ἱστορία τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ ἔχει βαθειὲς ρίζες καὶ μακραίωνη παράδοση. Στὴν Αἴγυπτο, ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου, βρισκόταν τὸ ἀνδρικὸ Κοινόβιο τοῦ ὁσίου Παχωμίου καὶ στὴν ἀπέναντι πλευρὰ λειτουργοῦσε γυναικεῖο Κοινόβιο μὲ ἡγουμένη τὴν κατὰ σάρκα ἀδελφή του, Μαρία, ἡ ὁποία ἡγεῖτο τετρακοσίων μοναζουσῶν, ποὺ ζοῦσαν μὲ τοὺς κανόνες ποὺ εἶχε θεσπίσει ὁ ὅσιος Παχώμιος. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδελφή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ ἁγία Μακρίνα, ἡγήθηκε γυναικείας ἀδελφότητος. Εὐρέως γνωστὰ ἐπίσης εἶναι τὰ ὀνόματα καὶ οἱ ὁσιακοὶ βίοι μεγάλων ἀσκητριῶν καὶ ἀμμάδων, ὅπως τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς, τῆς ἁγίας Θεοδώρας καὶ τῆς ἁγίας Σάρρας.
Ὁ νομοθέτης τοῦ μοναχισμοῦ, Μέγας Βασίλειος, στοὺς θεμελιώδεις γιὰ τὸν μοναχισμὸ «Ἀσκητικοὺς Λόγους» του, ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ ἀδελφότητες δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς ἄνδρες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες[2]. Καὶ ἀναφέρεται στὴν Ἡγουμένη ὡς πρόσωπο κοινῆς ἐμπιστοσύνης καὶ ἀποδοχῆς, στὸ ὁποῖο ἀποβλέπει ὅλη ἡ ἀδελφότης, θεωρώντας την ὡς «γνησία μητέρα παίδων γνησίων»[3]. Ἡ Ἀμμάς, ἡ Γερόντισσα, ἡ Στάρετσα, εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ διαθέτει ἀπεριόριστη ἀγάπη γιὰ ὅλους, διάκριση μητρική, ὕφος συγκαταβατικό, ἐπιεικὲς καὶ διδακτικό, ἦθος ἐκκλησιαστικό, πνευματικὴ μόρφωση καὶ ὡριμότητα. Σὲ ἕνα συγκροτημένο Κοινόβιο, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ζῆ σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελικὸ νόμο, τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ἀποφάσεις τῆς Καθηγουμένης ἐκφράζουν τὴν συνείδηση τῆς ἀδελφότητας. Ἡ παρουσία της καταργεῖ τὰ ἐπιμέρους θελήματα καὶ διατηρεῖ τὴν ὁμοψυχία. Εἶναι, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, «ὁ σύνδεσμος τῆς ὁμοφροσύνης»[4], «τὸ φῶς τῆς τῶν ψυχῶν ὁδηγίας»[5]. Ὁ θεσμικὸς ρόλος τῆς Ἡγουμένης καὶ ἡ εὐθύνη τῆς διοίκησης τῆς Μονῆς δὲν σημαίνει κατάργηση τῆς ἀμεσότητας στὴ σχέση μὲ τὴν κάθε ἀδελφή, οὔτε μειώνει τὴν στοργικὴ καὶ παρακλητικὴ ἐπικοινωνία. Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς δεσμός, ὅταν εἶναι βαθύς, οὐσιαστικὸς καὶ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνεχίζεται καὶ στὴν ζωὴ τὴν ἐπέκεινα.Ἡ ζωὴ στὸ Κοινόβιο ἀποτελεῖ συνένωση σὲ ἕνα σῶμα προσώπων συνδεδεμένων μὲ ἀδελφικὸ δεσμό, πού, μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ προεστῶτος, συναγωνίζονται καὶ συνοδοιποροῦν πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, στὸ μοναστήρι ἐγκαταβιώνουν ἄνθρωποι ποὺ προέρχονται ἀπὸ διαφορετικὰ γένη καὶ συνταιριάζουν καὶ συνταυτίζονται τόσο πολύ, σὰν νὰ εἶναι μία ψυχὴ σὲ πολλὰ σώματα μὲ μία γνώμη[6].
Μέσα στὴν μοναστικὴ ἀδελφότητα ἡ Ἡγουμένη, ἡ «πρωτόνυμφος», ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης[7], πληροφορεῖ μὲ τὸ βίωμα, τὸν λόγο καὶ τὴν στάση της, ἀγωνιζόμενη νὰ γίνεται ὑπόδειγμα καὶ κανόνας ζωῆς. Ἡ ἴδια, ἔχοντας ὡς ἀπαράμιλλο πρότυπο ἀφιερώσεως τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καλεῖται νὰ διδάσκει στὶς μοναχὲς τὸν σωτήριο λόγο «γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου»[8], μέσω τῆς σπουδῆς τῶν θεμελιωδῶν μοναστικῶν ἀρετῶν.
Συγκεκριμένα, καλεῖται νὰ ἐμπνέει καὶ νὰ διδάσκει τὴν ὑπακοή, ποὺ εἶναι ἡ βάση τοῦ μοναχισμοῦ, εἶναι «τὸ φῶς, τὸ ἔαρ, ὁ ἥλιος»[9], εἶναι τὸ μυστικό τῆς πνευματικῆς ζωῆς, κατὰ τὸν ὅσιο Γέροντα Πορφύριο[10]. Ἡ ὑπακοὴ μπορεῖ νὰ δίνει νόημα ζωῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιδιώκει τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἰδίου θελήματος, ὄχι ἀναγκαστικὰ ἀλλὰ ἐν ἐλευθερίᾳ, στοχεύοντας ἤδη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ στὴν πρόγευση τῆς μέλλουσας Βασιλείας. Τότε ἡ παραίτηση ἀπὸ τὴν αὐτονόμηση καὶ ἡ νέκρωση τοῦ θελήματος μπορεῖ νὰ πραγματώνεται ὡς ἐρωτικὴ προσφορὰ πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἡ μοναχικὴ ζωὴ νὰ γίνεται ἀληθινὸς παράδεισος στὴ γῆ[11].
Ἡ Ἡγουμένη καλεῖται ἐπίσης νὰ ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα παρθενικοῦ ἤθους, τὸ ὁποῖο βιώνεται ὡς καθημερινὴ νυμφικὴ συνοδοιπορία μὲ τὸν Χριστὸ καί, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μεθόδιο Ὀλύμπου, ὁδηγεῖ σὲ ἁγιότητα πνεύματος καὶ σώματος[12].
Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, θὰ πρέπει νὰ εἶναι τέτοια ἡ ἀκτινοβολία τῆς καθαρότητας καὶ ἁγιοσύνης τῆς μοναχῆς, ὥστε καὶ μόνο ἡ ἐμφάνισή της μέσα στὸ πλῆθος νὰ ἐκπλήσσει ὡς ἐμφάνιση ἀγγέλου[13].
Ἡ προτροπὴ καὶ ἡ καθοδήγηση κάθε ἀδελφῆς ἀπὸ τὴν Γερόντισσα γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς καθαρότητας σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἀσκεῖται ὡς καταπίεση ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ὡς ὑπέρβαση τῶν γήινων παθῶν, ἐμπειρία χαρμολύπης καὶ προσέγγιση τῆς παρθενικῆς εὐφροσύνης τῶν ἁγίων.
Ὅσο γιὰ τὴν ἀκτημοσύνη, πρέπει νὰ ἐνεργεῖται μέσα στὸ Κοινόβιο, χωρὶς στέρηση καὶ καταναγκασμό• ἀντίθετα, νὰ εἶναι ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τῆς ἄρνησης γιὰ προσκόλληση σὲ ὀ,τιδήποτε ὑλικὸ καὶ ἀγάπη τῆς ἑκούσιας φτώχειας ποὺ «θησαυρίζει θησαυροὺς ἐν οὐρα-νῷ»[14].
Στὸν πνευματικὸ αὐτὸν ἀγώνα τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητας, ἡ προεστῶσα ἀναλαμβάνει προσωπικὰ νὰ συνδράμει τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἐλλείψεις τῆς κάθε ψυχῆς καί, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ βρίσκει τρόπους ὑπέρβασης τῶν δυσκολιῶν καὶ θεραπείας τῶν πνευματικῶν ἀσθενειῶν. Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτό, ἡ Γερόντισσα καλεῖται νὰ ἀγαπᾶ μὲ πνευματικὴ μητρικὴ στοργὴ τὶς ἀδελφές, νὰ τὶς νουθετεῖ μὲ ἀγάπη καὶ νὰ ὑπομένει τὶς ἀδυναμίες τους, ὅπως ὁ Θεὸς ὑπομένει τὶς ἁμαρτίες ὅλων.
Ὁ ἅγιος Παχώμιος, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, καθοδηγοῦσε τοὺς προεστῶτες νὰ φέρουν τὸν σταυρό τους μὲ πιὸ μεγάλη διάθεση ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ νὰ εἶναι ἀκριβεῖς στὴν τήρηση τοῦ κανονισμοῦ ποὺ εἶναι θεσπισμένος γιὰ τὴν ἀδελφότητα, ὥστε καὶ οἱ ὑπόλοιποι νὰ τὸν ἐφαρμόζουν»[15].
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ προεστῶσα τῆς Μονῆς δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐπιζητεῖ μόνο τὸ εὐχάριστο γιὰ τὶς ἀδελφές, οὔτε νὰ ὑποκύπτει στὰ θελήματά τους, ἐπιδιώκοντας τὴν εὔνοιά τους. Διότι ἐκείνη θὰ δώσει λόγο στὸν Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ ἀνεπίτρεπτα σφάλματα στὴν κοινότητα[16]. Καὶ θεωρεῖ τὴν θεραπεία τῶν ἀδυναμιῶν καὶ τὴν διακονία τῆς ἀδελφότητος ὄχι ὡς ἀφορμὴ ἐπάρσεως, ἀλλὰ μᾶλλον ταπεινώσεως, ἀγωνίας καὶ ἀγῶνος[17].
Πράγματι, ἡ συναναστροφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὶς ἀδελφὲς ἀπαιτεῖ μεγάλη διάκριση. Ἡ θεραπευτικὴ ἐπέμβαση στὶς ψυχὲς τους εἶναι χάρισμα ποὺ ἐνεργεῖται μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τῆς ἀδελφότητας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν συνεχῆ προσωπικὸ ἀγώνα μὲ ταπείνωση καὶ αὐτομεμψία τῆς προεστώσας καὶ μὲ τὴν πεποίθησή της ὅτι ἡ ἀδελφότης πάσχει καὶ ἐξαιτίας τῶν ἐλλείψεών της. Ἡ πνευματικὴ μητέρα θὰ πρέπει νὰ ἀνακαλύπτει καὶ νὰ κτίζει γέφυρες ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ἀδελφότητας, ὥστε νὰ συρρικνώνονται τὰ αἴτια ποὺ ἀπομακρύνουν τὶς ψυχὲς καὶ νὰ καλλιεργοῦνται οἱ πνευματικὲς ἐκεῖνες δυνάμεις ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀλληλοκατανόηση, στὴν ἑνότητα καὶ στὴν ἐν Χριστῷ ἁρμονία. Ὅπου ὑπάρχει τέτοια ὁμοψυχία, ἡ μοναχικὴ ζωὴ φτάνει σὲ πληρότητα.
Ὕψιστο ἔργο καὶ ἀποστολὴ τῆς Ἡγουμένης εἶναι νὰ μεταδώσει στὴν ἀδελφότητα πνοὴ αἰωνιότητας καὶ τὸν ζῆλο τοῦ μαρτυρίου τῆς συνειδήσεως. Νὰ ἐμπνέει σὲ ὅλες μαζὶ καὶ στὴν κάθε ἀδελφὴ ξεχωριστὰ ὅτι ἡ καθ’ ἡμέραν πρόγευση τῆς Μέλλουσας Βασιλείας βιώνεται μὲ τὴν συναντίληψη, τὴν συνοδοιπορία καὶ τὴν συνεχῆ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς οἰκειότητας τῶν μελῶν τῆς ἀδελφότητας, ποὺ ὡς σύνδεσμο κοινὸ καὶ ἀκατάλυτο ἔχουν τὴν ἀγάπη τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Ἡ ἐνσυναίσθηση αὐτὴ δίνει νόημα καὶ ἐσχατολογικὴ διάσταση στὴν λατρεία, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, καὶ ἀποκλείει τὸ ἐνδεχόμενο ὁ κύκλος τῶν ἀκολουθιῶν νὰ μετατρέπεται σὲ τυπικὸ καθῆκον.
Ὅπως καὶ ἡ πνευματικὴ μελέτη τῶν θείων γραφῶν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνεξάντλητη πηγὴ χαρᾶς, εὐφροσύνης καὶ θείου ἐνθουσιασμοῦ[18]. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ εἶχε ἱδρύσει καὶ καθοδηγοῦσε τὴν γυναικεία Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν Αἴγινα, ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ προϊσταμένη μιᾶς Μονῆς δὲν ζῆ γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀδελφότητα καὶ ζώντας γιὰ τὴν ἀδελφότητα, ζῆ γιὰ τὸν Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς ἀποδέχεται αὐτὴν τὴν ζωή, ποὺ προϋποθέτει τὴν ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ καὶ τὴν νέκρωση κάθε προσωπικοῦ θελήματος, ὡς θυσία εὐπρόσδεκτη[19]. Ἀποκαλεῖ τὴν Ἡγουμένη Ξένη «πνευματικὴ μητέρα τῶν μοναστριῶν»[20], ὑπεύθυνη γιὰ τὴν εὐταξία τοῦ Κοινοβίου, καὶ παρακινεῖ τὶς μοναχὲς νὰ ἐξομολογοῦνται σὲ ἐκείνη τὰ σφάλματα καὶ τοὺς λογισμούς τους, ἀκόμη κι ὅταν εἶναι ὑβριστικοὶ καὶ ἀπογνωστικοί, καὶ τὴν Ἡγουμένη τὴν καλεῖ νὰ τοὺς δέχεται μὲ ἀγάπη, ὥστε νὰ νικῶνται οἱ πειρασμοὶ[21].
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος διδάσκει μοναχή, στὴν ψυχὴ τῆς ὁποίας ἔχουν εἰσβάλει λογισμοὶ ἀντιπαθείας γιὰ τὴν Γερόντισσα, ὅτι ἡ κατάσταση αὐτὴ ὀφείλεται σὲ ἐπήρεια τοῦ δαίμονα, ποὺ ὑποβάλλει μίσος στὴν ψυχή της, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς ἀδελφῆς πρὸς τὴν Γερόντισσα ποὺ ἐργάζεται γιὰ τὴν σωτηρία της. Τὴν ἴδια τὴν Γερόντισσα τὴν συμβουλεύει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Πρέπει νὰ γνωρίσης ὅτι ὅταν σὺ ὑγιαίνης, ὑγιαίνουσι καὶ αἱ ἀδελφαί, ἀκόμη καὶ αἱ πάσχουσαι. Καὶ ὅταν σὺ πάσχης, τότε πάσχουσι καὶ αἱ ὑγιαίνουσαι. Γνώρισον ὅτι ἡ εὐθυμία σου φαιδρύνει τὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν καὶ καθιστᾶ τὴν Μονὴν παράδεισον καὶ ἀπὸ σὲ ἐξαρτᾶται ἡ χαρὰ τῶν ἀδελφῶν καὶ ἔχεις καθῆκον νὰ συντηρῆς ταύτην εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν. Τοῦτο νὰ πράττης καὶ βιάζουσα πολλάκις σεαυτὴν»[22].
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του ποὺ ἀπευθύνονται σὲ ἡγουμένες καὶ μοναχὲς παρακινεῖ τὴν Γερόντισσα Εὐφροσύνη: «Καὶ ἐσύ, ἀγαπητή μου, ποὺ ἔχεις τὸν Χριστὸ Νυμφίο σου, νὰ δώσεις καὶ τὴν ψυχή σου ἀκόμη, ὄχι βέβαια σὲ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο στὴν φροντίδα τῶν ἀδελφῶν• καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο τὴν ψυχή τους, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα»[23]. «Τὸ ποίμνιο πού σοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, λέει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἅγιος, εὔχομαι νὰ τὸ ποιμαίνεις ἅγια ὡς πνευματικὴ μητέρα, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀσκεῖς ἀνθρώπινη ἐξουσία. Νὰ εἶσαι ἡ ἴδια πρότυπο γι’ αὐτὰ ποὺ παραγγέλλεις, δίχως ἀπαιτήσεις ποὺ ξεπερνοῦν τὶς δυνάμεις τῶν ἀδελφῶν»[24].
Ἡ προεστῶσα μέσα ἀπὸ τὴν διακονία τῆς ἀδελφότητας, τὴν ἄσκηση τῆς ὑπομονῆς, τὴν κατανόηση, τὴν συγχωρητικότητα καὶ τὸν συνεχῆ ἀγώνα γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν παθῶν, βιώνει καὶ τὴν ὑπέρβαση τῶν δικῶν της δυσκολιῶν καὶ ἀδυναμιῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος παρακινεῖ: «Νὰ διδάσκεσαι καὶ νὰ διδάσκεις· νὰ φωτίζεσαι καὶ νὰ φωτίζεις· νὰ καθοδηγεῖσαι καὶ νὰ καθοδηγεῖς· νὰ κατευθύνεσαι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ κατευθύνεις»[25]. Μὲ ψυχὴ γεμάτη ἀγάπη νὰ διατηρεῖς τὴν συνοχὴ τῆς ἀδελφότητος, ἐπαγρυπνώντας γιὰ ὅσα ὁδηγοῦν στὸν Θεὸ»[26].
Ἡ προεστῶσα ὀφείλει παράλληλα μὲ τὴν συνεχῆ ἐπαγρύπνηση γιὰ τὴ συνοχὴ τῆς ἀδελφότητας καὶ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν ποὺ ἔχει ἀναλάβει, νὰ στηρίζει τὴν ἀδελφότητα στὰ γερὰ θεμέλια τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ στὸ ἀξίωμα ὅτι ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώνει, ἐνῶ οἱ ἀκρότητες, ἡ αὐτονόμηση καὶ ἡ αἵρεση ἀπομονώνουν καὶ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν σωτηρία, ἀφοῦ ἀποκόπτουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ πνευματικὴ μητέρα καὶ ὁδηγὸς καλεῖται, ὅπως συμβουλεύει ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, νὰ τρέφει τὶς νύμφες τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν καθαρὸ ἄρτο τῆς Ὀρθοδοξίας[27]. Γιατί ἡ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁδὸς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ἀληθινὴ ζωή, ἕνωση μὲ τοὺς ἁγίους, πορεία στὴν αἰώνια μακαριότητα. Μία μοναστικὴ κοινότητα μπορεῖ νὰ πορεύεται ἀπ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα, ἐφ’ ὅσον ἀποκτᾶ πλήρη ταύτιση μὲ τὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ συναισθάνεται καὶ βιώνει τὸ γεγονὸς ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι ἕνα, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος[28]. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ ἁγιασμὸς τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητας μπορεῖ καὶ συμβάλλει στὴν κοινὴ ἐν Χριστῷ μεταμορφωτικὴ πορεία ὁλόκληρου τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπιδίωξη τῶν παραπάνω προϋποθέτει τὴν προσέγγιση καὶ τὸ ἄγγιγμα τῶν ψυχῶν. Εἶναι αὐτὸ ποὺ πολὺ εὔγλωττα ἀναφέρεται σὲ κείμενο τῆς Κελτικῆς παράδοσης τῶν πρώτων αἰώνων, ὅτι ὁ προεστὼς εἶναι «φίλος της ψυχῆς». Ὁ ἅγιος Κολούμπα (521-597), ἅγιος τῆς Ἰρλανδίας, Κοινοβιάρχης καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς πολλῶν μοναχῶν, ἔκλαιγε μαζὶ μὲ τὸν μετανοοῦντα ἀδελφὸ[29].
Μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα, στὸ κείμενο τῆς «Κλίμακος» τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη διαβάζουμε ὅτι ὁ προεστὼς θὰ πρέπει νὰ διδάσκει καὶ νὰ θεραπεύει μὲ πραέα καὶ ἥμερα λόγια καὶ μὲ ἄκρα συγκατάβαση[30].
Μὲ ἐπιείκεια καὶ ἀγάπη προτρέπει καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τὴν Γερόντισσα Εὐφροσύνη νὰ καθοδηγεῖ τὶς ἀδελφές: «Ἔτσι φρόντισε γιὰ τὴ διαποίμανση τῶν ἀδελφῶν ποὺ ἔχεις στὰ χέρια σου, λέει. Νὰ τὶς καθοδηγεῖς ἐν Κυρίῷ μὲ πολλὴ μακροθυμία, μὲ συμπάθεια, ζητώντας νὰ ἐκπληρώνουν τὰ καθήκοντά τους χωρὶς νὰ τὶς πιέζεις ὑπερβολικά. Ἀλλά, ὅπως ἡ μάνα περιθάλπει τὰ παιδιά της, ἔτσι καὶ ἐσὺ μὲ μητρικὴ στοργὴ νὰ τοὺς προσφέρεις ὅ,τι ἔχουν ἀνάγκη, δίνοντας ἀκόμη καὶ τὴν ἴδια τὴν ψυχή σου γιὰ χάρη τους.
Καὶ σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς τὴν ἴδια γράφει:«Νὰ μοιράζεις τὴν ἀγάπη σου ἐξίσου σὲ ὅλες τὶς ἀδελφές, χωρὶς νὰ μεροληπτεῖς ὑπὲρ τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης. Τὴν μία νὰ παρηγορεῖς, τὴν ἄλλη νὰ προτρέπεις, ἄλλη νὰ τὴν ἀσφαλίζεις, καὶ γενικὰ νὰ προσφέρεις σὲ καθεμιὰ ὅ,τι χρειάζεται»[31].
Ὁ Στάρετς Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὴν Ἡγουμένη Μάρθα, γράφει: «Δίδαξε στὶς ἀδελφὲς τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δίνοντας σ’ αὐτὲς τὸ παράδειγμα κάθε καλοῦ ἔργου μὲ τὴν ἐπιμελῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, μὲ τὴν μειλιχιότητα καὶ τὴν ταπείνωση, μὲ τὴν πιὸ βαθειὰ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ στὶς σχέσεις μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μὲ μία εὐσπλαγχνία ἀληθινὰ μητρικὴ»[32].
Ὁ γνωστὸς καὶ ἰδιαίτερα ἀγαπητὸς στοὺς Σέρβους Γέροντας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης (+1991) εἶχε πνευματικὴ ἐπικοινωνία καὶ καθοδηγοῦσε πολλὲς γυναικεῖες ἀδελφότητες, ὄχι μόνο στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες χῶρες. Γιὰ τὴν Γερόντισσα τόνιζε ὅτι θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἐπιεικής, νὰ κατανοεῖ τὴν καρδιὰ τῆς κάθε ἀδελφῆς καὶ νὰ προσεύχεται. Χρειάζονται, ἔλεγε, ἁπαλοὶ τρόποι. Νὰ βρίσκεται ἡ ψυχὴ σὲ πνευματικὴ φόρμα. Γιὰ νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ δέχεται καὶ νὰ χειραγωγεῖ ἄλλους, νὰ ἀκούει τοὺς λογισμούς, πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ἅγιος. Νὰ χρησιμοποιεῖ συμβουλευτικὸ τρόπο, πραότητα, ἀγάπη[33].
Ὁ Γέροντας μᾶς τόνιζε ὅτι γιὰ τὴν καθοδήγηση τῆς ἀδελφότητας χρειάζεται διάκριση. Πρωταρχικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν ψυχῶν θεωροῦσε τὴν ἐμπιστοσύνη, ὥστε νὰ αἰσθάνεται ἡ ἀδελφὴ σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια νὰ φανερώνει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ σφάλματά της καὶ ὄχι φόβο ἢ κίνδυνο γιὰ ἀπόρριψη. Βεβαίωνε ὅτι ὅταν ἡ Γερόντισσα νοιώθει ἀληθινὴ συμπάθεια καὶ πόνο γιὰ τὴν δυσκολία καὶ τὸν ἀγώνα τῶν ἀδελφῶν, τότε ἀρχίζει τὸ στάδιο τῆς θεραπείας. Σ’ αὐτὴν τὴν φάση ἀρχίζει μία λεπτὴ ἐργασία, διὰ τῆς ὁποίας, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀναγεννηθεῖ πνευματικά, νὰ υἱοθετήσει νέες προοπτικές.
Ἔλεγε ὅτι ἡ Γερόντισσα καλεῖται νὰ ἀγαπᾶ τὶς ἀδελφὲς πνευματικά, νὰ παραβλέπει τὰ σφάλματά τους καὶ νὰ τὶς κατευθύνει στὸ φῶς καὶ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ Παραδείσου. Θεωροῦσε πολὺ σημαντικὴ τὴν μυστικὴ προσευχὴ τῆς Γερόντισσας γιὰ τὴν κάθε ἀδελφὴ καὶ ἔλεγε ὅτι αὐτὴ ἡ κίνηση τῆς προσευχῆς ἑνώνει καὶ χαριτώνει ὅλη τὴν ἀδελφότητα.
Τὶς Γερόντισσες ποὺ στενοχωροῦνταν γιὰ τὰ σφάλματα τῶν ὑποτακτικῶν τους, τὶς προέτρεπε νὰ μιλοῦν λίγο τὴν ὥρα τῆς δυσκολίας καὶ τοῦ πειρασμοῦ καὶ νὰ καλοῦν τὶς ψυχὲς σὲ νέα προσπάθεια.
Στὸ θέμα τῆς αὐστηρότητας ἦταν πολὺ ἐπιφυλακτικός. «Σὲ ἕνα μοναστήρι, ἔλεγε, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει τάξη καὶ σειρά, ἀλλὰ ἡ μοναχικὴ ζωὴ νὰ εἶναι ἀνύπαρκτη»[34]. Θεωροῦσε λάθος τακτικὴ τὴν ἰσοπέδωση τῶν προσώπων μὲ τὴν ἐφαρμογὴ ἑνὸς ἄκαμπτου συστήματος αὐστηρότητος, τὸ ὁποῖο δὲν ἀσκεῖ ἐξατομικευμένη παιδαγωγία, ἀνάλογα μὲ τὴν προσωπικότητα, τὴν ἰδιοσυγκρασία καὶ τὴν ἰδιαίτερη ψυχικὴ κατάσταση τῆς κάθε ἀδελφῆς.
Βεβαίως, θεωροῦσε ἀπαραίτητο γιὰ τὴν Γερόντισσα νὰ ἔχει ἀσκηθεῖ στὴν ὑπακοή. Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὅτι πρέπει νὰ ἔχεις ὁ ἴδιος περάσει ἀπὸ ὑπακοή, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ μπαίνεις στὴ θέση ἐκείνου ποὺ καλεῖται νὰ ὑπακούσει.
Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Γέροντας Πορφύριος τόνιζε ὅτι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλευθερία δίνουν δύναμη στὴν ψυχή, γιὰ νὰ προχωρήσει στὴν μοναχικὴ ζωή: «Γιὰ νὰ προκόψει κανεὶς στὸ μοναστήρι, πρέπει νὰ ἀγωνίζεται χωρὶς νὰ πιέζεται, ἔλεγε ὁ Γέροντας. Ὅλα μὲ χαρὰ καὶ προθυμία, ὄχι ἀναγκαστικά. Ὅ,τι κάνει νὰ τὸ κάνει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν οὐράνιο Νυμφίο, ἀπὸ θεῖο ἔρωτα. Ὄχι νὰ βάζει στὸν νοῦ του τὴν κόλαση. Ὁ μοναχισμὸς δὲν πρέπει νὰ εἶναι φυγὴ ἀρνητική, ἀλλὰ φυγὴ θείου ἔρωτος. Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ χαρισάμενη»[35].
Ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος τὸ ἴδιο σημαντικὴ μὲ τὴν ἰσορροπία τῆς ψυχῆς θεωροῦσε καὶ τὴν ἰσορροπία τῶν λειτουργιῶν τοῦ σώματος. Συχνὰ τηλεφωνοῦσε σὲ μοναστήρια ἢ καὶ τὰ ἐπισκεπτόταν, ὅσο τὸ ἐπέτρεπε ἡ ὑγεία του, καὶ συμβούλευε τὶς Γερόντισσες νὰ προσέξουν τὴν ὑγρασία τῆς περιοχῆς, νὰ φροντίσουν γιὰ τὴν θέρμανση, γιὰ τὴν διατροφὴ καὶ γιὰ τὴν ὑγεία τῶν ἀδελφῶν. Θεωροῦσε ἀναγκαῖο οἱ μοναχὲς νὰ περπατοῦν καὶ νὰ κινοῦνται καὶ στενοχωριόταν ὅταν οἱ Γερόντισσες δὲν καταλάβαιναν πόσο σημαντικὸ εἶναι αὐτό.
Ἔβλεπε, μὲ τὸ χάρισμα ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός, ὅτι ἡ ἐναλλαγὴ τῶν διακονημάτων, ἀπὸ τὸ ἐργόχειρο στὴν ἐνασχόληση μὲ τὴν φύση, βοηθοῦσε τὶς ἀδελφὲς νὰ εἶναι πιὸ χαρούμενες καὶ αἰσιόδοξες. Ἐπίσης ἐνδιαφερόταν ὁ Γέροντας Πορφύριος γιὰ τὴν ποιότητα τοῦ πόσιμου νεροῦ στὰ μοναστήρια. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶχε καθοδηγήσει πολλὰ μοναστήρια γιὰ τὴν εὕρεση πηγῶν καὶ τόνιζε τὴν σημασία τῆς ποιότητας τοῦ νεροῦ γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ στομάχου καὶ ὅλου τοῦ ὀργανισμοῦ. Στὸ μοναστήρι μας εἶχε ὑποδείξει ὅτι ἡ πηγὴ τοῦ σπηλαίου τῶν Ἁγίων Ἑπτὰ Παίδων εἶναι ἁγίασμα καὶ συμβούλευε νὰ πίνουν ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερὸ οἱ ἀσθενεῖς.
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ περιστατικό, τὸ ὁποῖο διαβάσαμε στὸ βιβλίο τοῦ καθηγητῆ κ. Κρουσταλάκη. Τὸ περιστατικὸ συνέβη ἐδῶ, στὴν Σερβία, στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Γιάζακ, στὴν περιοχὴ τοῦ Novi Sad. Ὁ Γέροντας Πορφύριος, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὴν Σερβία καὶ τὴν Μονή, ἐνημέρωσε τὴν Γερόντισσα τηλεφωνικῶς ὅτι κάποιοι σχεδίαζαν νὰ μολύνουν τὸ νερὸ τῆς Μονῆς καὶ τὴν συμβούλευσε νὰ ἀναζητήσουν σὲ ἄλλη περιοχὴ νερὸ γιὰ τὸ μοναστήρι, προτείνοντάς της μάλιστα μία πηγὴ στὸ γειτονικὸ δάσος[36].
Θὰ ἤθελα κλείνοντας νὰ ἀναφερθῶ στὴν μακαριστὴ Γερόντισσα Θεοσέμνη, κοντὰ στὴν ὁποία εἴχαμε τὴν εὐλογία νὰ ζήσουμε. Ἡ Γερόντισσα ἵδρυσε τὴν ἀδελφότητα τῆς Χρυσοπηγῆς, πρὶν ἀπὸ τριάντα πέντε χρόνια, καὶ κοιμήθηκε τὸ 2000. Ἡ Γερόντισσα Θεοσέμνη δίδασκε ἐμπειρικά, μὲ βιωματικὸ τρόπο. Μὲ ἕνα της βλέμμα, μία κίνηση, ἕνα χαμόγελο ἔδειχνε αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ δεῖς, πῶς νὰ προχωρήσεις. Ἡ εἰρήνη τοῦ προσώπου της γαλήνευε τὶς ἀνησυχίες ὅλων καὶ ὁ εἰρηνοποιός της λόγος λειτουργοῦσε ἰαματικὰ στὶς ψυχές. Ἀπέναντι στὶς ἀδελφὲς ἡ Γερόντισσα εἶχε ἕνα αἴσθημα ἀπέραντης εὐθύνης, φροντίζοντας πάντα νὰ τὶς προστατεύει ἀπὸ κάθε κίνδυνο μὲ πνεῦμα αὐτοθυσίας. Δὲν ἀπέλπιζε καμμία καὶ ὅλες μας χωροῦσε ἡ μητρική της καρδιὰ καὶ ἐπιείκεια. Μάθαμε κοντά της νὰ μοιραζόμαστε τὸν κόπο τῶν διακονημάτων μὲ φροντίδα ἡ μία γιὰ τὴν ἄλλη καὶ στοργή. Δίδασκε μὲ τὸ ζωντανό της παράδειγμα πὼς ὁ μοναδικὸς τρόπος θεραπείας τῶν ψυχῶν μέσα στὴν μοναστικὴ κοινότητα καὶ ἡ ὁδὸς γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ βίωση τῆς μοναστικῆς μας κλήσεως εἶναι ἡ κατανόηση τῆς ἀδυναμίας τῆς κάθε ἀδελφῆς. Ἡ Γερόντισσα Θεοσέμνη εἶχε ἕναν ἀεικίνητο καὶ εὐέλικτο τρόπο παιδαγωγίας τῶν ψυχῶν, μολονότι ἡ ἴδια ὡς χαρακτήρας ἦταν σιωπηλὴ καὶ ἡσυχαστική. Ἀσκοῦσε τὴν διοίκηση τῆς Μονῆς ἐντελῶς ἀθόρυβα. Διέθετε ἐφευρετικότητα νὰ ἀνακαλύπτει χρόνο ξεχωριστὸ γιὰ τὴν κάθε ἀδελφή. Τὴν μία ἔπαιρνε νὰ μαζέψουν μαζὶ χόρτα ἢ τσάϊ τοῦ βουνοῦ, τὴν ἄλλη νὰ τῆς δείξει πῶς νὰ μαστορέψει, ἐφ’ ὅσον εἶχε καταλάβει ὅτι αὐτὸ εἶχε γιὰ ἐκείνη νόημα. Μία ἄλλη ποὺ δειλίαζε μπροστὰ στὸν κόπο καὶ τὴν ἄσκηση, τὴν καλοῦσε ν’ ἀνέβουν πεζοπορία στὸ βουνό, γιὰ νὰ δοῦν τὴν ἀνατολή, ὅπως παρακινοῦσε ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος.
Ἡ ἀγάπη τῆς Γερόντισσας γιὰ τὴν φύση ἦταν κίνηση δοξολογικὴ καὶ τὴν ἐνεργοῦσε ὡς ψηλάφηση τῆς θείας Ὡραιότητος. Ζοῦσε αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος: «Ὅλα γύρω μας εἶναι σταλαγματιὲς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Οἱ ὀμορφιὲς τῆς φύσης εἶναι οἱ μικρὲς ἀγάπες ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν μεγάλη Ἀγάπη, τὸν Χριστὸ»[37]. Αὐτὴν τὴν στάση ζωῆς ἐνέπνεε σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα, ὥστε μὲ τὴν ἐνθάρρυνσή της καὶ μὲ τὸ δίδαγμα τῆς ἀκαταπόνητης προσωπικῆς της ἐργασίας, νὰ φιλοτιμοῦνται οἱ ἀδελφὲς νὰ ἀναλαμβάνουν σωματικοὺς κόπους, ὅπως ἀπαιτήθηκε ὅταν ἡ Γερόντισσα πρότεινε τὴν πρωτοποριακὴ γιὰ τὰ τότε δεδομένα ἐφαρμογὴ τῆς βιολογικῆς γεωργίας στὰ κτήματα τῆς Μονῆς.
Στὴν σημερινὴ ἐποχὴ οἱ μοναχὲς ποὺ προσέρχονται στὰ μοναστήρια μας εἶναι στὴν συντριπτική τους πλειοψηφία πρόσωπα μὲ πολλὰ κοινωνικὰ καὶ μορφωτικὰ ἐφόδια καὶ ἔχουν ἀνατραφεῖ μὲ τοὺς κανόνες τῶν σύγχρονων κοινωνιῶν. Κάποιες ἀπὸ αὐτὲς προέρχονται ἀπὸ πολυπολιτισμικὰ περιβάλλοντα, ἄλλες ἔχουν ταξιδέψει σὲ πολλὲς χῶρες καὶ ἔχουν σπουδάσει διάφορες ἐπιστῆμες. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπιλέγουν τὴν μοναχικὴ ζωή, ἐπειδὴ ἀναζητοῦν τὸν Χριστὸ ὡς Νυμφίο καὶ ἔχοντας πλήρη ἐπίγνωση ὅτι θὰ εἰσπράξουν κοινωνικὸ ὄνειδος. Γιὰ νὰ μπορέσουν αὐτὲς οἱ νέες ἀδελφὲς νὰ ζήσουν μὲ συνέπεια τὴν νήψη καὶ τὴν σταυρικὴ πορεία τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ὅπως συνεχίζει νὰ βιώνεται στὴν Ἐκκλησία δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἕνα κλίμα συνεχοῦς πνευματικῆς ἀνατροφοδότησης, ἐγρήγορσης καὶ καθημερινῆς νοηματοδότησης. Ἡ Γερόντισσα καλεῖται νὰ ἐνισχύει διαρκῶς τὶς ἀδελφές, ὥστε νὰ διατηροῦν τὸν ζῆλο καὶ νὰ μὴ φοβοῦνται νὰ ἐπιλέξουν τὴν δυσκολία ἀντὶ γιὰ τὴν εὐκολία, τὸν κόπο ἀντὶ γιὰ τὴν ἄνεση, τὴν θυσιαστικὴ προσφορὰ ἀντὶ γιὰ τὴν ἀπαίτηση καὶ τὸ δικαίωμα. Γιατί παραμονεύει πάντοτε ὁ κίνδυνος νὰ υἱοθετηθοῦν στὰ μοναστήρια μας νοοτροπίες καὶ τακτικὲς ἐκκοσμίκευσης, ποὺ ἀκυρώνουν τὴν μοναχική μας ἰδιότητα, ἡ ὁποία εἶναι αὐθεντική, μόνο ὅταν καὶ ἐφ’ ὅσον παραμένει «σταυροῦ καὶ θανάτου ἐπαγγελία»[38].
Σημειώσεις:
1. Πράξ. 4, 32.
2. Λόγος Ἀσκητικὸς Γ΄, 2, ΕΠΕ, σελ. 153.
3. Ἀσκητικαὶ Διατάξεις 28, PG 31, 1417 A.
4. Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, ΒΕΠ 69, 116, 3 κ.ἐξ.
5. ο.π.
6. «ἄνθρωποι ἐκ διαφόρων γενῶν καὶ χωρῶν κινηθέντες», οἱ ὁποῖοι «εἰς τοσαύτην ἀκρίβειαν ταυτότητος συνηρμόσθησαν, ὥστε μίαν ψυχὴν ἐν πολλοῖς σώμασι θεωρεῖσθαι καὶ τὰ πολλὰ σώματα μιᾶς γνώμης ὄργανα δείκνυσθαι»: Μεγάλου Βασιλείου, Ἀσκητικαὶ Διατάξεις 18,2, PG 31, 1381D-1384A.
7. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολὲς πρὸς μοναχές, Ι. Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου, Πανόραμα-Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 131.
8. Λουκ. 1, 38.
9. Νικηφόρου Θεοτόκη, Λόγος Ἐπιφωνηματικὸς Δεύτερος εἰς μοναχὴν τὴν ἡμέραν εἰς τὴν ὁποίαν ἐνεδύθη τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Παντοκράτορος Νταοῦ Πεντέλης, Ἀθῆναι 1970, σελ. 38-39.
10. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος καὶ Λόγοι, Ἱ. Μονὴ Χρυσοπηγῆς 10 2009, σελ. 343.
11. Ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Τὴν ὑπακοὴ στοὺς Γέροντές μου τὴν αἰσθανόμουνα σὰν παράδεισο». Βλ. ὅ.π., σελ. 344.
12. Συμπόσιον, Λόγος α/, PG 18, 40 A-B.
13. Περὶ τοῦ τὰς Κανονικὰς μὴ συνοικεῖν ἀνδράσιν, ἀπόσπ. 8, Bareille, 1, σελ. 442-4.
14. Μάτθ. 6, 20.
15. Festugiere, G 95, σελ. 208-209 ἀπὸ P. Deseille, Ὁ Παχωμιακὸς μοναχισμός, ἔκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι 1992, σελ.19.
16. Λόγος Ἀσκητικὸς Γ΄, 2, ΕΠΕ, σελ. 153.
17. Ὅροι κατὰ πλάτος Β΄, Ἐρώτησις Λ/, ΕΠΕ, σελ. 315.
18. Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ ὁσίου Γέροντος Πορφυρίου: «Θέλετε νὰ βρεῖτε τὴν χαρὰ στὴν ζωή; Νὰ διαβάζετε Ἁγία Γραφή. Νὰ ἐκκλησιάζεσθε. Νὰ προσέχετε τὶς ἀκολουθίες, ὄρθρο, ὧρες, ἑσπερινό, ἀπόδειπνο κ.λπ., γιατί τὰ λόγια τους εἶναι γραμμένα ἀπὸ ἁγίους … Ὅταν τὰ μελετᾶς μὲ ζῆλο καὶ ὄρεξη καὶ θεῖο ἔρωτα, τὰ ἐνστερνίζεσαι, τὰ ἐρωτεύεσαι, τ’ ἀγαπάεις, τὰ ζεῖς, γίνεσαι ἔνθεος. Κι ὅταν αὐτὸ γίνει μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ συνέπεια, ἁγιαζόμαστε»: Βίος καὶ Λόγοι, μν.ἔρ., σελ. 527, 532.
19. Ἁγίου Νεκταρίου, Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, 35 Ποιμαντικὲς Ἐπιστολές, ἔκδ. «Ὑπακοή», Ἀθήνα 1993, σελ. 121-122.
20. ὅ.π., σελ. 122.
21. ὅ.π., σελ. 74.
22. ὅ.π., σελ. 121-122.
23. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, μν. ἔρ., σελ. 133.
24. ὅ.π., σελ. 104-105.
25. ὅ.π., σελ. 97.
26. ὅ.π., σελ. 135.
27. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, μν. ἔρ., σελ. 129.
28. Βίος καὶ Λόγοι, μν. ἔρ., σελ. 197.
29. Vita S. Columbae I, 30, σελ. 40-41 ἀπὸ Ἱερομ. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανοῦ, Οἱ ἐραστὲς τῆς Βασιλείας, Ἅγιον Ὄρος 2009, σελ. 195.
30. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ΛΑ/ 12, 24.
31. ὅ.π., σελ. 105-6.
32. Βλ. S. Tshetverikoff, Paissi Velitchkovsky, Reval, 1938, β΄μέρος, σελ. 49.
33. Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης – Ὁρόσημο ἁγιότητος στὸ σύγχρονο κόσμο, Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ 2008, σελ. 334-335.
34. Βίος καὶ Λόγοι, μν. ἔρ., σελ. 343.
35. ὅ.π., σελ. 338.
36. Βλ. Γ. Κρουσταλάκη, Γέρων Πορφύριος – Ὁ πνευματικὸς πατέρας καὶ παιδαγωγός, ἔκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2011 10, σελ. 52-53.
37. Βίος καὶ Λόγοι, μν. ἔρ., σελ. 461.
38. «Ἀκολουθία τοῦ μεγάλου σχήματος», στὸ Μέγα Εὐχολόγιον, ἔκδ. «Ἀστήρ», σ. 208.
Ἡ ὁμιλία τῆς Γερόντισσας Θεοξένης, Καθηγουμένης τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς – Χρυσοπηγῆς, Χανίων Κρήτης, ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ Γερόντισσα στὰ πλαίσια τοῦ Ἐπιστημονικοῦ-Πνευματικοῦ Συμποσίου ποὺ διοργάνωσε καὶ φιλοξένησε ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἱερὰ Μονὴ Ζίτσης ἀπὸ τὴν 1η μέχρι καὶ τὶς 4 Σεπτεμβρίου 2011. Τὸ θέμα τοῦ Συμποσίου ἦταν: «Περὶ γυναικείου μοναχισμοῦ».