Του Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκου στην ROMFEA.gr
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό πνευματικό στέγαστρο τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τήν προστατευτική σκέπη τοῦ ὁποίου διεφυλάχθη ἀπό ἰσχυρούς καύσωνες καί καταρρακτώδεις ὑετούς ἡ ζωή καί ἡ ἀκεραιότητα τοῦ Ἔθνους μας.
Αὐτή ἀπεκάλυψε στούς Ἕλληνες «ὅν, ἀγνοοῦντες, ηὐσέβουν», συνετέλεσε στή διαμόρφωση τοῦ ὑπερχιλιετοῦς Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ, ὑπῆρξε ἡ μόνη καταφυγή καί τό μόνο στήριγμα στούς ζοφερούς χρόνους τῆς δουλείας, ἐνέπνευσε καί εὐλόγησε τόν ἱερό ἀγῶνα τῆς παλιγγενεσίας.
Αὐτή εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν παράγων ἑνότητας τοῦ ἐλευθέρου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ὁ βασικώτερος φορέας κοινωνικῆς-φιλανθρωπικῆς διακονίας, ἡ ἀνεξάντλητη πηγή ἐμπνεύσεως τῆς τέχνης, τό σταθερό θεμέλιο τῶν ἀνθρωπιστικῶν διατάξεων τῆς δικαιοσύνης, ἡ καθοριστική συνεργάτιδα στό ἔργο τῆς Ἐθνικῆς μας Παιδείας.
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἐπιθυμοῦμε νά καταθέσουμε ὡς πνευματικοί ταγοί τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ ἀλλά καί ὡς ἐλεύθεροι Ἕλληνες πολίτες τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας τίς σκέψεις μας καί τίς θέσεις μας ἐπί τῶν σημείων τά ὁποῖα ἐσχάτως τίθενται δημοσίως.
Καί οἱ θέσεις αὐτές θά στηρίζονται στήν ἱστορική μας ἐμπειρία ἀλλά καί στό σεβασμό τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἀξιῶν τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή κάθε ἐξουσίας στό πολίτευμα τῆς Χώρας μας.
Τό Ἔθνος, ἀπό τῆς συστάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, στήν ἀρχή ὅλων τῶν Συνταγμάτων του ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί ὁμοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος.
Συγκεκριμένα στό πρῶτο Σύνταγμα τοῦ Ἀγῶνα, ἐκεῖνο τῆς Ἐπιδαύρου τήν 1η Ἰανουαρίου 1822, προτάσσεται ἡ φράση «ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος», ὅπως συμβαίνει καί στά ἄλλα δύο Συντάγματα τοῦ Ἀγῶνα, καί ἀκολουθεῖ ὡς προοίμιο ἡ διακήρυξη ὅτι «τό Ἑλληνικόν Ἔθνος ... κηρύττει ... ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων τήν πολιτικήν αὐτοῦ ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν».
Ὁρίζεται, μάλιστα, ὅτι «ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἕλληνες, καί ἀπολαμβάνουσιν ἄνευ τινός διαφορᾶς ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων», ἐνῶ στό ἀναθεωρηθέν Σύνταγμα τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως τοῦ Ἄστρους (29.3.1823) ὁρίζεται ὅτι «ὁμοίως Ἕλληνές εἰσί ... ὅσοι ἔξωθεν ἐλθόντες καί τήν ἑλληνικήν φωνήν πάτριον ἔχοντες καί εἰς Χριστόν πιστεύοντες ...».
Ἀναλόγως ρυθμίζεται τό ζήτημα καί στό Σύνταγμα τῆς Τροιζήνας (1.5.1827). Καί αὐτή ἀκόμη ἡ εὐεργετική γιά τήν Ἑλλάδα Συνθήκη τοῦ Λονδίνου (6.7.1827) ἀρχίζει μέ τή φράση «ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος».
Στό ἴδιο πλαίσιο ἐκινήθη τόσο ὁ Θεόφιλος Καΐρης ὁ ὁποῖος ὑπεδέχθη τόν Κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια θέτοντας ὡς ἐπικεφαλίδα τῆς προσφωνήσεώς του τήν φράση ἀπό τό βιβλίο τῶν «Κριτῶν» «οὐκ ἄρξω ἐγώ, οὐκ ἄρξει ὁ υἱός μου ἐν ὑμῖν. Κύριος ἄρξει ὑμῶν, Κύριος κυβερνήσει ὑμᾶς», ὅσο καί ὁ ἴδιος ὁ Κυβερνήτης Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ ὁποῖος ἄρχισε τό διάγγελμά του πρός τόν Ἑλληνικό Λαό μέ τήν φράση «ἐάν ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν, οὐδείς καθ’ ἡμῶν».
Ἡ ἐπίκληση αὐτή δέν εἶναι ἔκφραση στενῆς θρησκευτικῆς ὁμολογίας, ἀλλά διαπίστωση μιᾶς ἱστορικῆς πραγματικότητος, τῆς διασώσεως ὑπό τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς ἐκπληρώσεως μέ τήν δύναμή Της μέσῳ τῶν αἰώνων τῶν ὑπέροχων πολιτιστικῶν πτήσεων.
Συνεπῶς μέ τήν ἐπίκληση αὐτή στήν ἀρχή τοῦ Συντάγματος, τό Ἑλληνικό Ἔθνος διακηρύττει τήν εὐγνωμοσύνη του στόν ἐν Τριάδι Θεό καί θέτει ὑπό τήν σκέπη καί προστασία Του τόν Καταστατικό Χάρτη του, γιά νά συνεχίσει ἔτσι τήν ἐκπλήρωση τῆς ἱστορικῆς του ἀποστολῆς.
Ἴσως κάποιοι θελήσουν νά ἀπαλείψουν μιά τέτοια ἐπίκληση, γιατί θά τήν θεωρήσουν τάχα ὀπισθοδρομική.
Πρέπει, ὅμως, νά ἀναλογισθοῦμε ὅτι ἡ Θεία Πρόνοια ἀπό ὅλα τά Ἔθνη ἐπέλεξε τό Ἑλληνικό γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς σημαντικώτερης ἀποστολῆς, δηλαδή τήν ἐμπέδωση καί τή διάδοση τῆς Χριστιανικῆς Ἀλήθειας.
Πρέπει, μάλιστα, νά λάβουμε ὑπ’ ὄψη μας ὅτι ἡ ἐπίκληση αὐτή ὑπάρχει στήν ἀρχή Συνταγμάτων Ἐθνῶν τῶν ὁποίων ἡ σχετική παράδοση δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ ἐκείνη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
Ἐπί παραδείγματι τό Σύνταγμα τῆς Ἰρλανδίας τῆς 29.12.1937 ὅπως ἀναθεωρήθηκε τήν 7.12.1972 ἀρχίζει μέ τήν ἑξῆς θαυμάσια ἐπίκληση: «Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐκ τῆς ὁποίας πηγάζει κάθε ἐξουσία καί εἰς τήν ὁποίαν ὡς ἔσχατον τέλος ἡμῶν πρέπει νά ἀναφέρεται κάθε πρᾶξις ἀνθρώπων καί Κρατῶν.
Ἡμεῖς, ὁ Λαός τῆς Ἰρλανδίας ἀναγνωρίζοντες ταπεινοφρόνως ὅλας μας τάς ὑποχρεώσεις εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος συμπαρεστάθη εἰς τούς Πατέρας μας εἰς τάς δοκιμασίας αἰώνων, ἐνθυμούμενοι δέ εὐγνωμόνως τόν ἡρωικόν καί ἀνένδοτον ἀγῶνά τους διά τήν ἐπανάκτησιν τῆς δικαίας ἀνεξαρτησίας τοῦ ἔθνους μας ... θεσμοθετοῦμεν καί δίδομεν εἰς τόν ἑαυτόν μας τό ἀκόλουθον Σύνταγμα».
Σ’ αὐτές τίς θέσεις προστίθενται οἱ ἀναρίθμητες φωνές τῶν ἡρώων καί τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους μας, τῶν Μεγάλων Πατέρων καί Διδασκάλων τοῦ Γένους καί ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι συνέθεσαν τήν μεγαλειώδη ἐποποιία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ὡς ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διεμόρφωσαν τόν πολυτιμώτερο θησαυρό τῆς ἀνθρωπότητας, τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση.
Γι’ αὐτό ἀπό τίς ἀποφάσεις πού θά ληφθοῦν «Κριταί θά μᾶς δικάσουν οἱ ἀγέννητοι καί οἱ νεκροί». Ἐμεῖς θέλουμε τό Ἔθνος μας νά προοδεύει, τό λαό μας νά εἶναι ἑνωμένος, τήν Ἐκκλησία νά δέχεται τόν σεβασμό τῶν ἄλλων, ὅπως καί ἐκείνη σέβεται καί στηρίζει ὅλους.
«Τοῦτο οὖν λέγω καί μαρτύρομαι ἐν Κυρίῳ, μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν, καθώς καί τά λοιπά ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοός αὐτῶν, ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ὄντες ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, διά τήν ἄγνοιαν τήν οὖσαν ἐν αὐτοῖς, διά τήν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν» (Ἐφεσ. δ΄ 17)