1.
- Ἀρχίζει ἡ νηστεία
Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς σήμερα, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ἔξωση τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Γιατί ὅμως ἐξορίστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Παράδεισο; Διότι καταπάτησε τὴν ἐντολὴ τῆς νηστείας· ἔφαγε ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τοῦ εἶχε δώσει ἐντολὴ ὁ Θεὸς νὰ μὴ φάει. Πολὺ εὔστοχα λοιπὸν ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς καλεῖ νὰ νηστεύσουμε, ὥστε νὰ ξαναβροῦμε τὸν δρόμο γιὰ τὸν Παράδεισο: «Ἐπειδὴ οὐκ ἐνηστεύσαμεν, ἐξεπέσομεν τοῦ παραδείσου‧ νηστεύσωμεν τοίνυν, ἵνα πρὸς αὐτὸν ἐπανέλθωμεν» (P.G. 31, 168).
Καθὼς ἤδη φθάσαμε στὴν ἀρχὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἂς ξεκινήσουμε τὴ νηστεία μὲ χαρὰ κι ἂς ἐντείνουμε τὸν πνευματικό μας ἀγώνα μὲ συγκεκριμένες ἀποφάσεις, μὲ πιὸ θερμὴ ἐξομολόγηση καὶ συχνότερη συμμετοχὴ στὴ θεία Εὐχαριστία. Τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος καιρὸς νὰ ἐργαστοῦμε καὶ νὰ κοπιάσουμε γιὰ τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς μας‧ ἡ ὠφέλεια θὰ εἶναι μεγάλη: εἰρήνη, ψυχικὴ ἀνάπαυση καί, τελικά, αἰώνια σωτηρία.
- Κυριακὴ τῆς συγγνώμης
Ἐπιπλέον ἡ σημερινὴ Κυριακὴ ὀνομάζεται καὶ Κυριακὴ τῆς συγγνώμης. Ἡ ὀνομασία αὐτὴ στηρίζεται στὴν παλαιὰ συνήθεια τῶν πιστῶν Χριστιανῶν νὰ ἀλληλοσυγχωροῦνται κατὰ τὸν Κατανυκτικὸ Ἑσπερινὸ ὁ ὁποῖος τελεῖται τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ὥστε νὰ ξεκινοῦν τὸν πνευματικὸ ἀγώνα τῆς Σαρακοστῆς συμφιλιωμένοι καὶ ἀγαπημένοι.
Τὸ πόσο σημαντικὸ εἶναι τὸ νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους φαίνεται ξεκάθαρα ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου ποὺ ἀναγινώσκονται στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή: «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος». Δηλαδή, ἐὰν συγχωρήσετε τὰ ἁμαρτήματα ποὺ σᾶς ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι, ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος θὰ συγχωρήσει καὶ τὰ δικά σας ἁμαρτήματα. Δὲν μποροῦμε λοιπὸν νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες μας, ἐὰν ἐμεῖς πρῶτοι δὲν ἔχουμε συγχωρήσει εἰλικρινὰ αὐτοὺς ποὺ τυχὸν μᾶς ἔβλαψαν ἢ μᾶς ἀδίκησαν.
Βέβαια δὲν εἶναι εὔκολο νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἄλλους. Ἀντιδρᾶ ὁ ἐγωισμός μας ἢ ἡ πεποίθηση ὅτι δῆθεν ἐμεῖς ἔχουμε δίκιο. Σὲ κάθε περίπτωση ὅμως ἂς φέρνουμε στὸ νοῦ μας τὸν ἀναμάρτητο Κύριο Ἰησοῦ ὁ Ὁποῖος ἐπάνω στὸ σταυρὸ προσευχόταν γιὰ τοὺς σταυρωτές Του. Ὅταν κι ἐμεῖς συγχωροῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔφταιξαν σὲ κάτι, μιμούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ἂς Τὸν παρακαλοῦμε λοιπὸν Ἐκεῖνος νὰ μαλακώνει τὶς καρδιές μας, γιὰ νὰ συμπονοῦμε καὶ νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους. Τότε πραγματικὰ θὰ αἰσθανθοῦμε τὴ λυτρωτικὴ καὶ σωτήρια δύναμη τῆς ἀγάπης Του!
- Ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς γῆς
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα διαβάζουμε ἐπίσης καὶ τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου νὰ προσφέρουμε ἐλεημοσύνη. Μὴ συγκεντρώνετε, λέει, θησαυροὺς γιὰ τὸν ἑαυτό σας ἐδῶ στὴ γῆ ἀλλὰ στὸν οὐρανό. Πρῶτον, διότι τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ εἴτε φθείρονται εἴτε τὰ κλέβουν οἱ ἐπιτήδειοι. Καὶ δεύτερον, πρέπει νὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς ὄχι στὴ γῆ ἀλλὰ στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ εἶναι ἡ καρδιὰ σας προσκολλημένη στὸ Θεὸ καὶ στὰ οὐράνια. Διότι «ὅπου ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν»· δηλαδή, ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἀξίζει νὰ τὸ ὑπογραμμίσουμε. Εἶναι σημαντικὸ νὰ δώσουμε στὴ ζωή μας σωστὸ προσανατολισμό. Δυστυχῶς στὶς μέρες μας πολλοὶ κάναμε τὸ τραγικὸ λάθος νὰ συνδυάσουμε τὴν εὐτυχία μὲ τὸν πλοῦτο. Ἔτσι ἡ ζωή μας κατάντησε ἀτελείωτο κυνήγι γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν. Δάνεια καὶ ἐπιτόκια, μετοχὲς καὶ χρηματιστήρια, ἐπενδύσεις καὶ κέρδη, ἔγιναν οἱ μόνιμες συζητήσεις μας. Καθὼς ὅμως ὅλα αὐτὰ ἀποδείχθηκαν πλέον ἐντελῶς σαθρά, εἶναι ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ ἀλλάξουμε προσανατολισμὸ καὶ νὰ ἀκούσουμε τὸν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ: «Τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολ. γ΄ 2). Στὰ ἄνω, στὰ οὐράνια νὰ κατευθύνετε καὶ νὰ προσηλώνετε τὶς σκέψεις σας· ὄχι στὰ γήινα. Αὐτὸ πρακτικὰ μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιτύχουμε καὶ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Τὰ χρήματα καὶ ἡ κάθε εἴδους βοήθεια ποὺ παρέχουμε, ἀποταμιεύονται μὲ ἀσφάλεια στὸν οὐρανό. Ἐκεῖ θὰ κληθοῦμε νὰ ζήσουμε αἰωνίως, ἀπολαμβάνοντας πλούσια τὴν ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ κάθε ἀγαθοεργία μας. Ἂς βοηθήσουμε λοιπὸν τὴν ψυχή μας νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ἀγαθά. Στὸν οὐρανὸ ἂς στρέφουμε διαρκῶς τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας, καὶ τότε ἡ ζωή μας θὰ ἀποκτήσει ἄλλη προοπτική. Τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητος.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ
2.
«…Αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών… νηστεύητε… μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης…».
Να ’μαστε, αγαπητέ αναγνώστη, ένα βήμα πριν την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Και η γραφίδα του υμνογράφου αποτυπώνει το γεγονός αυτό λέγοντας πως «το στάδιον των αρετών ηνέωκται, οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε»! Χαρακτηρίζει δηλαδή αυτή την περίοδο των σαράντα ημερών ως ένα μεγάλο στάδιο στο οποίο όχι μόνο καλούμαστε να αγωνιστούμε, αλλά και να βγούμε νικητές.
Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα θα ακούσουμε για τα γνωρίσματα της γνήσιας χριστιανικής ζωής τα οποία είναι η συγχώρεση του πλησίον μας, η νηστεία, και οι πνευματικοί θησαυροί. Σ’ αυτά τα τρία θα ήθελα να επιμείνουμε σήμερα.
Μελετώντας συχνά κανείς την Καινή Διαθήκη θα διαπιστώσει πως ο Χριστός υπερτονίζει, θα λέγαμε, την συγχώρεση του πλησίον μας. Λέγει μάλιστα πως αν εμείς συγχωρέσουμε τον αδελφό μας να είμαστε βέβαιοι πως και ο ίδιος ο Θεός θα συγχωρήσει εμάς.
Είναι γεγονός πως πολλές φορές είτε διάφοροι άγνωστοι είτε συντοπίτες ή γείτονες ή φίλοι ή συγγενείς, ακόμη και άτομα μέσα από την οικογένειά μας θέλουν το κακό μας. Αυτό συμβαίνει από κακία ή και από συμφέρον καμιά φορά. Καθημερινά μας ενοχλούν και μας βλάπτουν. Και τότε… φουντώνει μέσα μας ο θυμός και πάει λέγοντας.
Ο χριστιανός όμως δεν πρέπει να κρύβει μέσα στην ψυχή του πάθη, κακίες, εγωισμούς, πείσματα, μίσος, εκδίκηση. Τα ανέχεται όλα και προπάντων ξέρει να συγχωρεί.
Δεύτερο γνώρισμα είναι η νηστεία, αυτός ο τόσο παρεξηγημένος θεσμός σήμερα. Βεβαίως η νηστεία αποτελεί εντολή του Θεού από τον Παράδεισο ακόμη. Είναι γνωστή άλλωστε η ανυπακοή τον Πρωτοπλάστων σ’ αυτό το μικρό «δεν πρέπει», που έφερε τελικά την εξορία του Παραδείσου την ανάμνηση του οποίου επιτελούμε σήμερα.
Ο ίδιος ο Χριστός νήστεψε εδώ στην γη, αλλά και οι προφήτες, οι απόστολοι, ολόκληρες γενεές πιστών. Ένας κανόνας μάλιστα της εκκλησίας μας υποχρεώνει του υγιείς να νηστεύουν, ενώ για τους ασθενείς υπάρχει η σχετική οικονομία. Σήμερα για να γλιτώσουμε αυτοχρηζόμαστε όλοι ασθενείς! και ηρεμούμε έτσι την συνείδησή μας.
Ένα σημαντικό σημείο που θα πρέπει να αναφέρουμε είναι πως δεν πρέπει να σκανδαλίζουμε με την νηστεία μας. Δεν είναι ανάγκη να επιδιώκουμε τον έπαινο των ανθρώπων για την προσπάθεια που κάνουμε. Του Θεού το έλεος να επιζητούμε.
Πριν περάσουμε στο τρίτο γνώρισμα της γνήσιας χριστιανικής ζωής πρέπει να αναφερθούμε σ’ ένα «καυτό» θέμα που ταλανίζει την κοινωνία μας σήμερα και αυτό είναι οι επίγειοι θησαυροί. Οι φιλάργυροι ζητούν περισσότερα χρήματα, κτήματα και ακίνητα, ρούχα πολυτελή, πανάκριβα κοσμήματα και ό,τι άλλο μπορεί να φαντασθεί ο ανθρώπινος νους.
Όλα φθαρτά! Τα τρώει σκόρος και τα αφανίζει η σκουριά, όπως λέγει και ο Χριστός. Τις περισσότερες φορές καταλαμβάνονται από άγχος για τους κλέφτες. Για πνευματικά αγαθά ούτε λόγος. Υπάρχει όμως και ένας κλέφτης που δεν μπορεί να τον ξεφύγει κανένας, ο θάνατος! Ρίξε μια ματιά σ’ ένα κοιμητήριο, αγαπητέ αναγνώστη. Άραγε τι πήρε ο κάθε νεκρός αδελφός μας μαζί του; Τίποτα! Μόνο την ψυχή του και τις καλές ή κακές πράξεις του.
Πλουτίστε σε καλές πράξεις, μας λέγει ο Χριστός μας. Νηστέψτε, συγχωρεθείτε, δώστε ελεημοσύνη. Αυτός ο πνευματικός πλούτος θα σας σώσει.
Βρισκόμαστε στο κατώφλι της Μεγάλης Τεσσαρακοστής! Αύριο αρχίζει η μεγάλη μάχη και καλούμαστε να συμμετάσχουμε και εμείς. Δεν έχει σημασία αν θα βγούμε νικητές. Η προσπάθεια μετράει.
Όλοι στον στίβο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής για την σωτηρία της ψυχής μας και για να αξιωθούμε να προσκυνήσουμε τον Αναστάντα Χριστό. Καλή και ευλογημένη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Αμήν.
Διαλεχτός –imtks.gr
«Τη αυτή ημέρα ανάμνησιν ποιούμεθα της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του πρωτοπλάστου Αδάμ»
Θα συνεχίσουμε και σήμερα, αγαπητέ αναγνώστη με την παράθεση αποσπασμάτων από τον Συναξάρι της Κυριακής της τυρινής.
«Οι άγιοι Πατέρες μας τοποθέτησαν την ανάμνηση της εξορίας του Αδάμ πριν ακριβώς από την αγία Τεσσαρακοστή. Αυτό το έκαναν για να μας δείξουν έμπρακτα πόσο ωφέλιμο είναι το φάρμακο της νηστείας στην ανθρώπινη φύση και πόσο μεγάλο κακό είναι η πολυφαγία και η παρακοή στο λόγο του Θεού. Αμέτρητα είναι όλα όσα έγιναν για τον Αδάμ! Όλα αυτά όμως τα αφήνουν στην άκρη οι θεοφόροι Πατέρες μας και μας παρουσιάζουν τον ίδιο τον Πρωτόπλαστο. Πόσο μεγάλο κακό έπαθε, επειδή δε νήστεψε για λίγο και εξ αιτίας αυτού πόσο κακό προξένησε στην ανθρωπότητα. Με όλα αυτά μας δείχνουν ότι πρώτη εντολή του Θεού στο ανθρώπινο γένος ήταν το αγαθό της νηστείας.
Γι’ αυτή την απόλαυση του Αδάμ ο Κύριος νήστεψε σαράντα μέρες κι έγινε (σαν νέος Αδάμ) υπάκουος στην εντολή του Θεού. Για να μιμηθούμε, λοιπόν, κι εμείς τον Κύριο μας Ιησού Χριστό επινοήθηκε από τους αγίους Αποστόλους η νηστεία αυτή της αγίας Τεσσαρακοστής. Έτσι, αυτό που έπαθε τότε ο Αδάμ (έχασε την αφθαρσία) με το να μη φυλάξει την εντολή, θα το κερδίσουμε τώρα εμείς τηρώντας αυτή τη νηστεία.
Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο Συναξάριο, αυτός ήταν και ο σκοπός των αγίων Πατέρων να μας παρουσιάσουν στο Τριώδιο μια περίληψη των όσων έκανε ο Θεός για τον άνθρωπο από την αρχή μέχρι το τέλος. Επειδή, λοιπόν, η αίτια όλων των συμφορών μας ήταν αυτή η παράβαση, εξαιτίας της οποίας διώχθηκε από τον Παράδεισο της τρυφής ο Αδάμ, γι’ αυτό το λόγο την έβαλαν τώρα στην αρχή για να τη θυμόμαστε και να αποφύγουμε κι εμείς το ίδιο σφάλμα, την παρακοή. Κι ακόμη, για να μη ζηλέψουμε με κανέναν τρόπο τη γαστριμαργία και την έλλειψη εγκράτειας του Αδάμ.
Ο Αδάμ πλάσθηκε την έκτη ήμερα από το χέρι του Θεού. Ο Θεός τον τίμησε του έδωσε την εικόνα Του με το εμφύσημα Του. Τότε του έδωσε και την εντολή. Κι ο Αδάμ έζησε μέσα στον Παράδεισο έξι ώρες. Έπειτα όμως παρέβη την εντολή κι εξορίστηκε από εκεί…
Μερικοί λένε ότι το δένδρο εκείνο της παρακοής ήταν συκιά, επειδή, μόλις κατάλαβαν οι Πρωτόπλαστοι ότι ήταν γυμνοί, χρησιμοποίησαν τα φύλλα της και σκέπασαν τη γύμνια τους. Γι’ αυτό, συνεχίζουν, την καταράστηκε και ο Χριστός, επειδή έγινε αιτία της αμαρτίας. Κι είναι αλήθεια ότι η συκιά έχει μερικά στοιχεία που είναι σχετικά με την αμαρτία. Πρώτα απ’ όλα ο καρπός της έχει γλυκύτητα, όπως και η αμαρτία. Έπειτα, τα φύλλα της είναι τραχιά. Τέτοια τραχύτητα δημιουργεί και η αμαρτία με τις τύψεις της συνειδήσεως. Επίσης ένα άλλο γνώρισμα της συκιάς είναι το κολλώδες, γιατί το γάλα που βγαίνει απ’ αυτή, είναι ουσία κολλητική. Έτσι κάπως είναι και η αμαρτία αφού τη διαπράξει κανείς, στη συνέχεια μένει προσκολλημένος σ’ αυτήν. Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιοι που υποστήριξαν -χωρίς όμως να έχουν δίκιο- ότι το δένδρο της παραβάσεως ήταν η σαρκική μίξη του Αδάμ και της Εύας…
Επειδή, λοιπόν, με το να μη νηστέψει μία φορά ο Αδάμ πάθαμε τόσα πολλά, προβάλλεται τώρα στην αρχή της Τεσσαρακοστής η σχετική ιστορία. Στόχος της είναι, ενθυμούμενοι εμείς πόσο κακό έφερε η έλλειψη της νηστείας, να την υποδεχθούμε με χαρά και να την τηρήσουμε, κι αυτό που δεν κατάφερε ο Αδάμ, τη θέωση, εμείς να το πετύχουμε. Ναι! Να το πετύχουμε κλαίγοντας και νηστεύοντας και ταπεινούμενοι, μέχρις ότου μας επισκεφτεί ο Θεός! Γιατί χωρίς αυτά δεν είναι εύκολο να λάβουμε αυτό που χάσαμε.
Πρέπει επίσης να ξέρουμε ότι η αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ένας αποδεκατισμός (=τό ένα δέκατο περίπου) όλου του χρόνου. Οι Εβραίοι πρόσφεραν στο Θεό το ένα δέκατο απ’ ότι είχαν. Έτσι ας κάνουμε, λοιπόν, κι εμείς για κάθε ετήσια περίοδο της ζωής μας. Γνωρίζοντας οι Πατέρες μας ότι εξ αιτίας της ραθυμίας μας δεν αποφασίζουμε να νηστέψουμε όλο το χρόνο και να απέχουμε από τις κακές μας συνήθειες, επινόησαν αυτή τη νηστεία της Τεσσαρακοστής σαν μία εποχή θέρους και πνευματικής καρποφορίας για τις ψυχές μας. Ας την προσφέρουμε, λοιπόν, στο Θεό, όπως οι Εβραίοι προσέφεραν στο Θεό το ένα δέκατο της σοδιάς τους, όταν συγκέντρωναν τα γεννήματά τους στην εποχή της συγκομιδής. Ας προσπαθήσουμε να την τηρήσουμε με ακρίβεια. Και όσα άτοπα πράξαμε όλη τη χρονιά, ας τα εξαλείψουμε τώρα με συντριβή καρδίας και ταπεινούμενοι με τη νηστεία. Βέβαια, και τις άλλες τρεις νηστείες πρέπει να τηρούμε, δηλαδή των αγίων Αποστόλων, της Θεοτόκου και των Χριστουγέννων, αφού οι Πατέρες μας καθόρισαν τις τέσσερις αυτές νηστείες, μία για κάθε εποχή του έτους… Γι αυτό και οι Πατέρες μας συνδύασαν τώρα την εξορία του Αδάμ με την αρχή αυτής της νηστείας». Αμήν.
Διαλεχτός
3.
Περί νηστείας καὶ περί θησαυρισμοῦ (Ματθ. 6,16-24)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
«Ὅταν δέ νηστεύητε, μή γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταί σκυθρωποί˙ ἀφανίζουσι γάρ τά πρόσωπα αὐτῶν, ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες. Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν. Σύ δέ νηστεύων ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπον σου νίψαι, ὅπως μή φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλά τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ, ἀποδώσει σοί ἐν τῷ φανερῷ». Ἡ νηστεία εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἄσκησις τῆς αὐτοκυριαρχίας μας. Οἱ Φαρισαῖοι ἔκαμον καί δί’ αὐτῆς τήν ἐπίδειξιν. Ἄφηνον οὗτοι ἄνιπτον τό πρόσωπον καί ἀπεριποίητον, ἐξήρχοντο μέ ἀναμαλλιάρικο κεφάλι καί γένειον ἀκτένιστον (αὐτό εἶναι ὁ ἀφανισμός), ἵνα φαίνωνται, ὅτι νηστεύουσι καί ἐλκύσωσι τήν συμπάθειαν, τόν σεβασμόν. Ὁ Κύριος συνιστᾷ νά νίπτωνται καί νά μυρώνονται οἱ μαθηταί του, ὅταν νηστεύωσι. Νίψιμον καί μύρωμα ἔκαμον οἱ σύγχρονοι τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν ἐπρόκειτο νά ὑπάγωσιν εἰς γάμον. Τοῦτο θέλει νά δηλώσῃ τήν μεγάλην χαράν, μέ τήν ὁποίαν ἔπρεπε νά κρύπτωσι τήν ἄσκησιν τῶν οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου.
Θέμα: Περί νηστείας.
Τί εἶναι ἡ νηστεία; Ἐάν συγκεντρώσωμεν τάς περί αὐτῆς γνώμας τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, σημερινῶν παιδαγωγῶν, ἠθικολόγων καί ἰατρῶν, θά ἴδωμεν ὅτι ἡ νηστεία εἶναι σπουδαῖος θεσμός ἔχων ὅλα τά προσόντα τοῦ ἀκμαιοτάτου ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ ἤτοι σῶμα καί δόξαν. Ἄς ἴδωμεν καί ταῦτα εἰς τήν νηστείαν.
Α’.
Τό Σῶμα τῆς νηστείας. Εἰς κάθε σῶμα ἐξετάζονται κυρίως τρία πράγματα ὡρισμένη ἡλικία, ἠθική, καί ὑγεία. Ἡ ἡλικία τῆς νηστείας Ἐμφανίζεται πρῶτον εἰς τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔαν ὡς ἐντολή τοῦ Θεοῦ 5—6 χιλιάδες χρόνια πρό Χριστοῦ. Ἐμφανίζεται εἰς τόν Μωϋσῆν 1500 χρόνια πρό Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνήστευσε 40 ἡμέρας, πρίν λάβη τόν νόμον ἐπί τοῦ ὄρους Σινᾶ. Ὁ Δανιήλ διά τῆς νηστείας ἐστό-μωσε τούς ἐπί ἑπτά ἡμέρας νήστεις λέοντας, ὅταν ἐρρίφθη εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων καί δέν ἐθίγη ὑπ’ αὐτῶν. Οἱ τρεῖς παῖδες ἐν καμίνῳ διά τῆς νηστείας ἐφάνησαν ὡραῖοι εἰς τά ὄμματα τοῦ Ναβουχοδονόσορος καί δέν ἐθίγησαν ὑπό τῆς πυρᾶς τῆς καμίνου.
Ὁ Πρόδρομος ἦτο ἀσκητής, ὁ Κύριος ἐνήστευσε 40 ἡμέρας καί ῥητῶς συνέστησε τήν νηστείαν λέγων˙ «τό γένος τοῦτο» τῶν δαιμόνων «οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Ἀλλά καί εἰς τήν περικοπήν ταύτην συνιστᾷ καί πάλιν τήν νηστείαν. Ὁ πρῶτος μετά τόν ἕνα, ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος ὁμολογεῖ, ὅτι ἦτο «ἐν νηστείαις πολλάκις». Ἔπειτα ἔρχεται ἡ σειρά τῶν ἀσκητῶν, ἐρημιτῶν, μοναχῶν, οἱ Βασίλειοι, οἱ Γρηγόριοι, οἱ Χρυσόστομοι, οἱ ὁποῖοι ἐτήρησαν τήν νηστείαν. Γενικῶς δέ μέχρι τῆς ἐκρήξεως τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολέμου 1914, ἡ νηστεία ἦτο παρ’ ἡμῖν θεσμός ἀξιοσέβαστος. Μετά ταῦτα ἐχαλαρώθη ὁ θεσμός οὗτος λόγῳ ἴσως τῆς ἐπιμιξίας τῶν Ἐθνῶν. Ἑπομένως ἡ ἡλικία τῆς νηστείας ἀνέρχεται εἰς 5—6 χιλιάδας χρόνια π. Χ. καί 1900 περίπου μ. Χ. ἤτοι 7—8 χιλιάδες χρόνια ! Ἡ ἡλικία αὕτη εἶναι σοβαρά καί οὐχί εὐκαταφρόνητος προκειμένου νά ἐπιβληθῇ εἰς τάς συνειδήσεις μας.
Ἡ ἠθική βάσις τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία εἶναι ἡ γυμναστική τῆς ψυχῆς, ὅπως λέγουσι σπουδαῖοι παιδαγωγοί καί ἠθικολόγοι ῥητῶς. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ τήν ἀδαμαντίνην βάσιν τῆς ἀσκήσεως τῆς βουλήσεως.(1) Καί πράγματι.Ἡ ἐντολή «μή φάγῃς» καί τό περιεχόμενον τῆς ἐντολῆς ταύτης «μή φάγῃς κρέας κλπ.», πράγματα τά ὁποῖα κολακεύουν τήν γεῦσιν καί τόν οὐρανίσκον, θίγουσι τόν ψυχικόν ἐγωϊσμόν, καί τόν σωματικόν ἡδονισμόν. Ἡ ἐκτέλεσις τῆς ἐντολῆς ταύτης ταπεινώνει τήν ψυχήν καί ἀσκεῖ τήν βούλησιν εἰς τήν κυριαρχίαν ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅτι ἡ διπλῆ αὕτη μορφή τῆς ἐντολῆς ταύτης εἶναι σπουδαία ἄσκησις τῆς βουλήσεώς μας, φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι φαγητά πασχαλινά τρωγόμενα εἰς ἡμέρας νηστείας ὑπό ἀνθρώπων ἐχόντων ἀκόμη συνείδησιν τῆς ἀπαγορευτικῆς ἐντολῆς εἶναι νοστιμώτερα παρά ἐάν κατελύοντο ἄλλας ἡμέρας. Τοῦτο προέρχεται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ κατάλυσις τῆς νηστείας εἶναι κατάλυσις ἀπηγορευμένου καρποῦ.
Ἡ ὑγεία. Ἡ νηστεία εἶναι ὑγεία. Πόσον ὑγιεινή εἶναι ἡ πραγματική νηστεία, φαίνεται καί ἐκ τῶν σημερινῶν ἀκόμη ἰατρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄνευ θρησκευτικῶν προϋποθέσεων συνιστοῦν τήν νηστείαν εἰς διαφόρους παθήσεις σωματικᾶς, εἰς δέ τούς ὑγιεῖς τήν φρουτοφαγίαν, ἄλλοι δέ καί θεραπείας διαφόρων σωματικῶν νόσων ὑποδεικνύουν διά κερασοθεραπείας, σταφυλοθεραπείας, χυλοθεραπείας κλπ. Ἡ σύστασις τῶν βιταμινῶν διά τήν ἀποτοξίνωσιν τοῦ ὀργανισμοῦ καί ἡ παντελής ἀσιτία εἰς παχύσαρκους εἶναι σύστασις ὄχι θεολόγων, ἀλλ’ ἰατρῶν.
Ἑπομένως ἡ νηστεία εἶναι ἡλικίας ἀξιοσεβάστου, ἠθικῆς βαρύτητος πρώτου μεγέθους καί αἴτιον ὑγείας διά τόν ὀργανισμόν τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ νηστεία εἶναι φάρμακον. Ὁ Χρυσόστομος ὅμως παρατηρεῖ, ὅτι ὁσονδήποτε σπουδαῖον φάρμακον καί ἄν εἶναι δέν εἶναι ἡ αὐτή δι’ ὅλους, ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ὑγιεινῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Διά τοῦτο πρέπει νά προσέχωμεν κατά τόν ἵδιον πατέρα, τόν χρόνον, τόν τρόπον, τό ποσόν. Ἰδού τό σῶμα τῆς νηστείας. Ἀλλά ἀνωτέρα τοῦ σώματος τῆς νηστείας εἶναι ἡ δόξα ταύτης.
Β’.
Ἡ δόξα τῆς νηστείας.
Αὕτη εἶναι οἱ πατέρες, οἱ ὁποῖοι τήν ἔζησαν, ἡ νηστεία τῶν παθῶν, ἡ ὁποία τήν στεφανώνει καί αἱ δύο πτέρυγες αὐτῆς προσευχή καί ἐλεημοσύνη. Καί ἡ νηστεία ἔχει μέλη ὡραιότατα ἔχει Μωϋσήν, τρεῖς παῖδας ἐν καμίνῳ, προφήτην Ἠλίαν, Πρόδρομον, Ἀποστ. Παῦλον, Χρυσόστομον, Βασίλειον, Γρηγόριον, ἀσκητάς, Μέγαν Ἀντώνιον, ἐρημίτας, ἀλλά καί πρό πάντων τιμιώτατον μέλος τόν Χριστόν ὡς κεφαλήν της. Ὑπάρχουν τιμιώτερα μέλη, ὡραιότερα, θειότερα, καί ἁγνότερα ἀπό τούς πατέρας τούτους καί ἰδίως τόν Χριστόν; Ἀσφαλῶς ὄχι.
Ἀλλά ἐάν τά μέλη τῆς νηστείας εἶναι τόσον ὡραῖα, ὁ στέφανός της εἶναι ἐξ ἴσου ὡραῖος. Καί ποῖος εἶναι οὗτος; Ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Δέν πρέπει νά νηστεύῃ μόνον τό σῶμα μας, ἡ κοιλία μας, τό στόμα μας ἐκ τῶν ὑλικῶν φαγητῶν, ἀλλά καί αἱ ἄλλαι αἰσθήσεις μας ἐκ τῶν κακιῶν». Καί συγκεκριμένως ὁ αὐτός πατήρ συνεχίζει: «νηστεύεις οἶνον καί ὅμως θυμώνεις. Νηστεύεις κρέατα ἰχθύων καί ἄλλων χερσαίων ζώων καί ὅμως ἐμπηγνύεις τήν γλῶσσαν σου εἰς τήν ὑπόληψιν τοῦ ἀδελφοῦ σου. Νηστεύεις τό γάλα καί ὅμως τήν μητέρα σου, ἡ ὁποία σέ ἔθρεψε μέ τό γάλα της, ἐντρέπεσαι νά τήν εἴπῃς μητέρα, τήν ὑβρίζεις, τήν κακοποιεῖς. Νηστεύεις τό ἔλαιον καί ὅμως τόσον στενοχωρεῖς τούς ὑφισταμένους σου καί πιέζεις αὐτούς, ὥστε στραγγίζεις ἀπ’ αὐτούς ὄχι μόνον τό ἔλαιον των, ἀλλά καί τό αἷμα των».
Νηστεύεις τό βούτυρον, τό ὁποῖον εἶναι ὁ ἀφρός τοῦ γάλακτος καί τό ὁποῖον γάλα εἶναι ἀφρός τῆς σαρκός τοῦ ζῴου, δέν νηστεύεις ὅμως τόν πονηρόν ὀφθαλμόν, ὁ ὁποῖος διά τῆς ὀφθαλμομοιχείας πίνει τόν ἀφρόν τοῦ γάλακτος τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας. Δέν θέλεις νά ἀκούσῃς περί καταλύσεως φαγητῶν, ὅταν νηστεύῃς, καί ὅμως ἡ ἀκοή σου εἶναι πρόθυμος νά ἀκούσῃ διαβολάς καί συκοφαντίας τοῦ ἀδελφοῦ σου. Πρέπει ἑπομένως νά νηστεύωσιν ὀφθαλμοί, ἀκοή, χεῖρες καί πόδες. Τά στολίσματα λοιπόν τοῦ στεφάνου τῆς νηστείας εἶναι ἡ καθαρότης τῶν ὀφθαλμῶν, ἡ ἁγνότης ἀκοῆς, ἡ ἀποχή ἀδικιῶν διά τῶν χειρῶν γενομένων, ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν ποδῶν μας ἀπό οἴκους ἀνοχῆς, ἡ κατάπαυσις τῆς γλώσσης μας ἀπό κατάκρισιν καί διαβολήν. Ἰδού καί ὁ στέφανος τῆς νηστείας, αἱ ποικίλαι ἀρεταί. Αὗται εἶναι τόσον σπουδαῖαι, ὥστε εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχωσιν, ὅταν διά λόγους ὑγείας δέν δύναται νά ἐφαρμοσθῇ ἡ τῶν ὑλικῶν φαγητῶν νηστεία.
Πλησίον ὅμως τῆς ὡραιότητος τῶν μελῶν τῆς νηστείας τῶν ὡραιοτάτων κοσμημάτων τοῦ στεφάνου της, τῶν διαφόρων ἀρετῶν, ὑπάρχουν πρός δόξαν τῆς νηστείας καί αἱ δύο πτέρυγες ταύτης, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἡ προσευχή καί ἡ ἐλεημοσύνη. Καί πράγματι. Ἡ νηστεία χωρίς τήν προσευχήν, ὁμοιάζει πρός δένδρον χωρίς χυμόν, ἑπομένως εἶναι κούτσουρο! Ἡ νηστεία ἔχει τόν σκοπόν νά μᾶς ἀναβιβάσῃ διά τῆς προσευχῆς εἰς τόν Θεόν κάμνουσα τό σῶμα μᾶς ἐλαφρότερον, ἵνα πετάξῃ διά τῆς νηστείας πρός τόν Δημιουργόν μας. Ἑπομένως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος νηστεύει, ἀλλά δέν προσεύχεται, οὐδόλως αἰσθάνεται τήν ὠφέ-λείαν ἐκ τῆς νηστείας!
Ἀλλ’ ἐάν ἡ νηστεία εἶναι βοηθητικόν μέσον τῆς προσευχῆς, ἐξ ἴσου βοηθητικόν τῆς προσευχῆς καί σκόπιμον της νηστείας μέσον εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Ὁ ἄνθρωπος νηστεύει ὄχι μόνον διά νά πετάξη μέ τήν προσευχήν, ἀλλά καί νά εὕρῃ ἐκ τῆς νηστείας του περίσσευμά τι διά νά βοηθήσῃ τούς πτωχούς. Ἐκεῖνος λοιπόν ὁ ὁποῖος νηστεύει, ἀλλά δέν ἐλεεῖ, ἁμαρτάνει, διότι ἀποφεύγει ἕνα ἐκ τῶν κυρίων σκοπῶν τῆς νηστείας, τήν ἐλεημοσύνην. Ὁ Χρυσόστομος τονίζει ἐπ’ αὐτοῦ ἐπιγραμματικῶς τά ἑξῆς. «Αἱ 5 μωραί παρθένοι ἄν καί παρθένοι ἐτιμωρήθησαν, διότι δέν εἶχον ἐλεημοσύνην. Πόσῳ μᾶλλον εἶναι ἔνοχοι τιμωρίας ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐφαρμόζουν μικροτέραν ἀρετήν τῆς παρθενίας τήν νηστείαν, ἀποφεύγουσιν ὅμως τήν ἐλεημοσύνην ;» Ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ προσευχή, κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον, εἶναι αἱ δύο πτέρυγες, διά τῶν ὁποίων θά πετάξωμεν μέ τό ἐλαφρόν ἐκ τῆς νηστείας γενόμενον σῶμα μας ὡς πτηνά εἰς τόν οὐρανόν. Καί μέ ὀλίγα λόγια διά τῆς προσευχῆς ἀφιερώνομεν τήν ψυχήν μας εἰς τόν Θεόν, διά τῆς νηστείας τό σῶμα μας, διά τῆς ἐλεημοσύνης τά ὑλικά μας ἀγαθά. Ἰδού ἡ νηστεία κατά τό σῶμα καί τήν δόξαν.
Ὁ Ἱπποκράτης ὁ Πατήρ τῆς Ἰατρικῆς ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν 100 ἐτῶν. Ἐρωτηθείς δέ εἰς τί ὀφείλει τήν μακροζωΐαν του, ἀπήντησεν: Οὐδέποτε ἐσηκώθηκα ἀπό τό τραπέζι μου χορτάτος. Ἀλλά καί σήμερον ὑπάρχουσι Μοναστήρια εἰς ὅλον τόν κόσμον ὀνομαζόμενα Μοναστήρια τῶν Τραπιστῶν. Οἱ Μοναχοί τούτων ἔχουσιν ἀπόλυτον σιωπήν, τρέφονται διά τροφῶν φυτικῶν, ἀπέχουσι πασχαλινῶν φαγητῶν καί κοιμῶνται κατά γῆς ἀπό τάς 7 μέχρι τάς 2 τοῦ μεσονυκτίου. Οἱ μοναχοί οὗτοι φθάνουσιν εἰς μεγάλην ἡλικίαν, εἶναι ὑγιέστατοι καί πολλοί ἐξ αὐτῶν ἐθεραπεύθησαν ὅταν εἰσῆλθον εἰς τήν Μονήν ἐξ ἀσθενειῶν, τάς ὁποίας εἶχον πρίν εἰσέλθωσιν. Ἰδέ Spirago σελίδα 544.
Ἀς μάθωμεν λοιπόν νά νηστεύωμεν.
Περί θησαυρισμοῦ. (Ματθ. ΣΤ’ 19-24)
«Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε δέ ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν, οὐδέ κλέπτουσιν. Ὅπου γάρ ἐστίν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν. Ὁ λύχνος τοῦ σώματος ὁ ὀφθαλμός ἐστίν˙ ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται˙ ἐάν δέ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου σκοτεινόν ἔσται. Εἰ οὖν τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί, τό σκότος πόσον; Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν˙ ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».
Ὁ ἄνθρωπος προσκολλᾶται εἰς τά ὑλικά ἀγαθά, ἄν καί ταῦτα εἶναι πρόσκαιρα, διότι εἶναι παρόντα. Ἀδιαφορεῖ διά τά ἐπουράνια ἀγαθά, ἄν καί εἶναι αἰώνια, διότι εἶναι ἀπόντα. Ἐφαρμόζει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τό «κάλλιο ἕνα καί στό χέρι, παρά δέκα καί καρτέρει». Ὁ Κύριος διά νά μᾶς πείσῃ νά ἀδιαφορῶμεν εἰς τά ἐπίγεια καί νά προσκολλώμεθα εἰς τά οὐράνια ἀγαθά, ἀφιερώνει τήν περικοπήν ταύτην. Ἄς ἴδωμεν τάς κακίας καί ἀρετάς ἐπιγείων καί οὐρανίων θησαυρῶν.
Α.
Ἐπίγεια ἀγαθά. Ταῦτα φθείρονται καί φθείρουν. Φθείρονται τά ἴδια καί φθείρουν τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι.
1ον.
Φθείρονται! Ὁ Κύριος λέγει˙ «μή θησαυρίζετε θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι». Σής εἶναι ὁ σκῶρος καί πᾶν ζωΰφιον ἐξωτερικόν, τό ὁποῖον κατατρώγει ἐνδύματα, ξύλα ἐπίπλων, καρπούς κλπ. Βρῶσις δέ εἶναι ἡ σκωρία ἡ σῆψις καί πᾶν εἶδος ἐσωτερικῆς φθορᾶς εἰς τά διάφορα ἀγαθά μας. Ἐπειδή ὅμως τά διάφορα χρυσᾶ νομίσματα δέν ὑπόκεινται εἰς σκῶρον ἤ σκώριαν, ὁ Κύριος θέτει ἄλλον ἐχθρόν τούτων, τούς κλέπτας, οἵτινες διορύσσουσι καί κλέπτουσιν ἤτοι κάμνουν διάρρηξιν καί ἀφαιροῦν τά τιμαλφῆ ἀντικείμενα. Ἀλλά κλέπται τῶν τιμαλφῶν δέν εἶναι μόνον οἱ κρυφοί διαρρῆκται, ἀλλά καί οἱ φανεροί ποικίλοι λῃσταί, οἱ ὁποῖοι διά διαφόρων τεχνικῶν ὑποτιμήσεων ἤ ἀνατιμήσεων τῆς λίρας κλέπτουν ἄλλοτε μέν τήν ἀξίαν τῆς λίρας ἄλλοτε δέ τήν ἀξίαν τῶν ἐμπορευμάτων.
Τελευταῖος ὅμως ἐχθρός τῶν χρυσαφικῶν εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ κάτοχος, ὁ ὁποῖος διά τῆς πολυχρονίου χρήσεως τῶν τιμαλφῶν καί τῆς συνηθείας αὐτῶν ἐξαφρίζει ἀρκετόν μέρος ἐκ τῆς ἀξίας τῶν, διότι δέν ἐκτιμᾷ αὐτά τόσον μετά δεκαετίαν, ὅσον ἐλαχταροῦσεν αὐτά κατά τήν ἀρχήν τῆς ἀποκτήσεως τῶν. Ἑπομένως ἐχθροί τῶν ὑλικῶν μας ἀγαθῶν, τά ὁποῖα φθείρονται εἶναι ζωΰφια ἀόρατα, χρόνος πανδαμάτωρ, ἄνθρωποι κακοί καί ἡμεῖς!
2ον).
Ἡ πλεονεξία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν φ θ ε ί ρ ει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἰδού. Ὁ Κύριος βεβαιοῖ ῥητῶς˙ «ὁ λύχνος τοῦ σώματος ἐστίν ὁ ὀφθαλμός». Ὁ ὀφθαλμός εἶναι διά τό σώμα, ὅ,τι ὁ λύχνος διά τόν ὅλον ἄνθρωπον. «Ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται. Ἐάν δέ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου σκοτεινόν ἔσται». Ὅπως δηλαδή ὁ ὀφθαλμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό λυχνάρι, διά τοῦ ὁποίου βλέπει οὗτος τό σῶμα του καί τά πέριξ τοῦ σώματός του, τόν ὁρατόν κόσμον γενικῶς, κατά παρόμοιον τρόπον καί ὁ νοῦς εἶναι ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς. Ὅταv εἶναι «ἁπλοῦς» ὑγιής ὁ ὀφθαλμός μας καί φωτίζεται ὑπό τοῦ ἡλίου, βλέπομεν ὅλον τό σῶμα μας, ἐνῷ ὅταν ὁ ὀφθαλμός μας εἶναι «πονηρός» ἤτοι βλαμμένος, γύρω μας ὑπάρχει σκότος. Κατά παρόμοιον τρόπον καί ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς μας ὁ νοῦς, ὅταν μέν εἶναι ὑγιής φωτιζόμενος ὑπό τοῦ Οὐρανίου φωτός, μακράν τῆς προσκολλήσεως τῶν ἐπιγείων, φωτίζει τό ἐσωτερικόν τῆς ψυχῆς μας, ἐνῷ ὅταν δέν φωτίζεται ὑπό τοῦ οὐρανίου φωτός, ἔχει πάθη βλάβην, ἰδίως διά τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας καί δέν βλέπει. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει λέγει ὁ Κύριος˙ «εἰ τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί» ἐάν ὁ φωτισμένος νοῦς σκοτισθῇ, «τό σκότος πόσον;» τά σκοτεινά πάθη, τά ὁποῖα ὑπάρχουν εἰς τήν ψυχήν μας ὑπό τῆς πλεονεξίας ὠθούμενα ἐπαναστατοῦν καί γίνονται σκοτεινότερα.
Ὅτι ἡ φιλαργυρία σκοτίζει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι ὁ φιλάργυρος δέν βλέπει τί ἔχει, ἀλλά τί τοῦ λείπει. Καί ἐπειδή, ὅσα πολλά καί ἄν ἔχῃ, κάτι θά τοῦ λείπῃ, δέν αἰσθάνεται ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχει, ἀλλά λαχταρᾷ τό ἐλάχιστον, τό ὁποῖον τοῦ λείπει. Διά τοῦτο βλέπετε ἀνθρώπους πλουσίους καί ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι φιλονικοῦν, ἔχουν θανάσιμον μῖσος δι’ ἕνα πῆχυν τόπον. Βλέπετε συνοίκους εὐπόρους, οἱ ὁποῖοι τρέχουν εἰς τά δικαστήρια διά τήν διαφοράν ἑνός νεροχύτου. Βλέπετε γείτονας εὐκαταστάτους, οἱ ὁποῖοι ἔχουσι χρόνια ὁλόκληρα νά ἀνταλλάξουν τήν «καλημέρα» τοῦ Θεοῦ διά οἰκονομικάς διαφοράς ἐλαχίστας. Ὀλίγον εἶναι αὐτό τό σκότος εἰς τόν νοῦν τοῦ φιλαργύρου; Πόσα πάθη δέν ἐπαναστατοῦν ἐντός των; Πόσαι ἐχθρότητες, μίση, ζηλοτυπίαι, χαιρεκακίαι, ἐγωϊσμοί ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας των!
Ἡ πλεονεξία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν φθείρει τόν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ πρῶτον φθαρῶσιν αὐτά. Ἀλλά ἐχθρός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν δέν εἶναι μόνον τά ζωΰφια, ὁ χρόνος, οἱ κακοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος ὁ φιλάργυρος, ἀλλά καί ὁ μεγαλύτερος φιλάργυρος, ὁ Ἰούδας ἦτο ἐχθρός τῶν χρημάτων, διότι οὗτος ἐπέταξε τά ἀργύρια, διά τά ὁποῖα ἐπρόδωσε τόν Χριστόν.
Ὁ Χριστός ἐγεννήθη καί ἀπέθανε πάμπτωχος, ἵνα δείξῃ τήν περιφρόνησίν του εἰς τά ὑλικά ἀγαθά. Ἑπομένως ἐχθροί τῆς προσκαίρου ταύτης ὕλης εἶναι ζωΰφια, χρόνος, κακοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ φιλάργυρος Ἰούδας, ὁ Χριστός, ἑπομένως ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Ἰδού τά χαρακτηριστικά οἱ ἐχθροί τῶν ἐπιγείων θησαυρῶν!
Β.
Οὐράνια ἀγαθά. Ἐάν τά ἐπίγεια ἀγαθά φθείρουν καί φθείρωνται, τά οὐράνια ἀγαθά εἶναι ἄφθαρτα ἐκεῖ, εὐγενικά ἀπό ἐδῶ.
Μάλιστα! 1ον. Εἶναι ἄφθαρτα, ἄνευ σκωλήκων καί ζωϋφίων τῆς γῆς˙ ἐκεῖ ὑπάρχει δόξα ἄφθαστος καί ὅπως λέγει ὁ Κύριος ῥητῶς «οὔτε σής, οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν». Ἀντί τοῦ πανδαμάτορος χρόνου ἐδῶ, ἡ αἰωνιότης ἐκεῖ, ἡ ὁποία δέν γεννᾷ τήν μόνοτονίαν, διότι αἰώνιον ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πάντοτε καινούργιο. Ἀντί τῶν ἐδῶ πολλάκις ἀδίκων νόμων, ἐκεῖ ὑπάρχει «πόλις ἐν ᾗ δικαιοσύνη κατοικεῖ». Ἐδῶ ὁ πλοῦτος φορολογεῖται, ἐκεῖ ἀμείβεται, ὅπως λέγει ὁ Κύριος ῥητῶς «ἐπί ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπί πολλῶν σέ καταστήσω, εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». Ἐδῶ ὑπάρχουν ἄστεγοι ἤ ἐνοικιοστάσιον χάριν τῶν ἀστέγων, ἐκεῖ οὔτε ἐνοικιοστάσιον, οὔτε ἄστεγοι, διότι κατά τήν διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου πολλαί μοναί εἰσίν». Ἀντί τῆς ἐδῶ μερικῆς καί σχετικῆς γνώσεως, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ πλήρης γνῶσις, ἡ ὅρασις τοῦ Θεοῦ καθώς ἐστίν.
Τά ἐπουράνια ἀγαθά δέν εἶναι μόνον αἰώνια ἐκεῖ, ἀλλά καί 2) εὐγενικά ἀπό ἐδῶ. Πράγματι. Ὁ Κύριος μᾶς τό βεβαιοῖ λέγων «ὅπου γάρ ἐστίν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν». Ἐνταῦθα «καρδία» σημαίνει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον, ἑπομένως τόν νοῦν του, τό συναίσθημα καί τήν θέλησίν του. Κατά συνέπειαν ὁ νοῦς, ἡ καρδία καί ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει θησαυρούς εἰς τόν οὐρανόν, εἶναι οὐράνιοι. Καί συγκεκριμένως : Ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει θησαυρούς εἰς τόν οὐρανόν, εἶναι φωτεινός ὡς ἑξῆς. Ὁ φιλάργυρος συγκεντρώνει χρήματα καί ὁ πλεονέκτης κτήματα διά τόν ἑαυτόν τῶν καί ὅμως θά τά ἀφήσουν εἰς ἄλλους ἴσως καί εἰς τους ἐχθρούς τῶν. Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ σκορπίζει εἰς τούς ἄλλους καί θά τά εὕρη πολλαπλάσια εἰς τόν οὐρανόν διά τόν ἑαυτόν του. Δέν εἶναι λοιπόν σοφός ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ, διότι τελικῶς τά σκορπιζόμενα θά ἔλθουν εἰς τήν ἐξουσίαν του, ἐν ᾧ ὁ θησαυρίζων ἐπί γῆς συγκεντρώνει διά τόν ἑαυτόν του καί ὅμως τά ἀφίνει χωρίς νά θέλῃ εἰς τούς ἄλλους;
Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ δέν εἶναι μόνον σοφός διά τόν λόγον τοῦτον, ἀλλά καί διά τήν ἀσφάλειαν τῶν ὑλικῶν του ἀγαθῶν. Ὁ οὐρανός δηλαδή εἶναι ἡ καλυτέρα τράπεζα, ἡ ὁποία ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει οὐδέποτε χρεωκοπεῖ, ἐν ἀντιθέσει πρός τάς ἐπιγείους τράπεζας, αἵτινες ὁσονδήποτε μεγάλαι καί ἄν ἦσαν, ἦλθεν ἐποχή, ὅτε ἐχρεωκόπησαν. Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ δέν εἶναι μόνον σοφός, ἀλλ’ ἀναπτύσσει καί τοσαῦτα εὐγενῆ αἰσθήματα, ὥστε εἶναι ἀγαπητός καί ἐδῶ ὄχι μόνον ὑπό φίλων, ἀλλά καί ὑπό ἐχθρῶν του, διότι γνωρίζει νά βοηθῇ ὄχι μόνον φίλους ἀλλά καί ἐχθρούς του. Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ εἶναι ἀγαπητός εἰς αὐτήν τήν ζωήν ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐάν ἡ σοφία του εἶναι διά τόν ἑαυτόν του, ἡ εὐγένειά του εἶναι διά τούς ἄλλους. Ἀγαπᾶται διά ταύτην ὄχι μόνον ὑπό φίλων καί ἐχθρῶν ἀλλά καί ὑπό τῶν ἀγγέλων. Μεγάλη ἡ σοφία του, μεγάλη ἡ εὐγένειά του.
Ἡ ἐξύψωσις ὅμως τοῦ θησαυρίζοντος ἐν οὐρανῷ δέν εἶναι μόνον εἰς τόν νοῦν καί τήν καρδίαν του, ἀλλά καί εἰς τήν θέλησίν του, διότι εἶναι ὁ ἡρωϊκώτερος τῶν ἀνθρώπων. Πόσον ἡρωϊκός εἶναι οὗτος φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι δέν ἑλκύεται ἐκ τοῦ παρόντος καί τῶν θελγήτρων αὐτοῦ, εἰς τά ὁποῖα εὑρίσκονται τά ὑλικά ἀγαθά, οὔτε ἐμποδίζεται ἐκ τῆς ἀπουσίας τῆς μελλούσης ἀμοιβῆς. Ἔχει τήν δύναμιν ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ νά διασκελίζῃ τό «ἕνα καί στό χέρι» καί νά φθάνῃ εἰς τά «δέκα καί καρτερεῖ» τῶν μελλόντων τοῦ οὐρανοῦ ἀγαθῶν. Ἡ διασκέλισις αὕτη ὁσονδήποτε καί ἄν ἑλκύεται ὑπό τῆς αἰωνιότητος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ὁσονδήποτε καί ἄν ὠθῆται ὑπό τῆς προσκαιρότητος τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν, εἶναι ἡρωϊσμός, διότι ἀδιαφορεῖ διά τό «ἕνα καί στό χέρι» τό ὁποῖον εἶναι παρόν τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν καί βλέπει τά «δέκα καί καρτέρει» τῶν οὐρανίων θησαυρῶν, τά ὁποῖα εἶναι ἀπόντα.
Τέλος ὁ Κύριος θέτει τήν σφραγίδα λέγων˙ «οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν˙ ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει ἤ τοῦ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὔ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί Μαμωνᾶ». «Ἀντέχομαι» σημαίνει προσκολλώμαι στερεῶς. Ἤ θά μισήσῃ λοιπόν τίς τόν πλοῦτον καί θά ἀγαπήσῃ τόν Θεόν ἤ θά κράτησῃ στερεῶς τόν πλοῦτον καί θά καταφρονήσῃ τόν Θεόν. «Μαμωνᾶς» εἶναι λέξις Συριακή καί σημαίνει τό μέρος, ὅπου κρύπτει τις τούς θησαυρούς του. Ἐδῶ δέ σημαίνεται ὁ θεός τοῦ πλούτου τῶν Σύρων. Μέ δύο λόγια ὁ χρυσός καί ὁ Χριστός εἶναι δύο κύριοι ζηλότυποι. Ἕκαστος ἐξ αὐτῶν θέλει ὁλόκληρον τόν ἑαυτόν μας. Ὁ Χριστός μᾶς δίδει περισσότερα ἀπό ὅ,τι μᾶς ὑπόσχεται. Ὁ χρυσός ἀφαιρεῖ καί ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑπόσχεται, διότι φθείρεται καί φθείρει. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τόν χρυσολάτρην μέ σκύλον δεμένον διά χρυσῶν ἁλύσεων καί γαυγίζοντα. Ὅπως ὁ σκύλος δηλαδή εἶναι δεμένος μέ τήν ἁλυσίδα ἔτσι καί ὁ πλούσιος μέ τά χρήματά του. Ὅπως ὁ σκύλος γαυγίζει διά ξένους θησαυρούς, ἔτσι καί ὁ φιλάργυρος γαυγίζει διά ὑλικά ἀγαθά, τά ὁποῖα θά ἀφήσῃ εἰς ἄλλους. Τρομερώτατον κατάντημα φιλαργυρίας εἶναι τό ἑξῆς: Κατά τόν Νοέμβριον τοῦ 1848 ἀπέθανε πλησίον τῶν Παρισίων γέρων 75 ἐτῶν, ὀνομαζόμενος Πικάρδος. Οἱ γείτονες, ἐπειδή δέν τόν εἶδον ἐπί ἡμέρας νά ἐξέλθῃ τῆς οἰκίας του, εἰδοποίησαν τήν ἀστυνομίαν. Ἀστυφύλακες ἐλθόντες ἤνοιξαν βιαίως τήν θύραν καί εἰσῆλθον εἰς τό δωμάτιον τοῦ δυστυχοῦς γέροντος, ὁ ὁποῖος ἦτο νεκρός ἐπί στρώματος ἐξ ἀχύρου ἔχων ὡς προσκεφάλαιον μίαν πέτραν. Ὅλα τά ἔπιπλά του ἦσαν ἕν ξύλινον κιβώτιον, τό ὁποῖον ἦτο πλῆρες χρημάτων, τό ὁποῖον εἶχε πλησίον του. Κατόπιν νεκροψίας ἀπεδείχθη, ὅτι ἀπέθανεν ἐκ πείνης. Αἱ ἀρχαί εἰς μάτην ἐζήτησαν νά εὕρωσι κληρονόμους. Ἦτο ἄγνωστος, διότι μετῴκησεν ἐξ ἄλλης πόλεως!
Ἄς ἀγαπήσωμεν λοιπόν τούς οὐρανίους θησαυρούς καί οὐχί τούς προσκαίρους ὑλικούς.
(1) Ἠθική Ἀνδρούτσου
4.
Κυριακὴ τῆς συγχώρησης
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, καθὼς ἀπόψε ξεκινᾶ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μᾶς μιλάει μὲ λόγια θείας ἐλπίδας ἀλλὰ καὶ προειδοποιεῖ: Συγχωρεῖτε ἐκείνους ποὺ σφάλουν ἐνώπιόν σας, συγχωρεῖτε, διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ συγχωρηθεῖτε. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης, ἀμοιβαίας ἀποδοχῆς καὶ ἀγάπης, στοιχείων ποὺ συμπίπτουν μὲ τὴ χαρὰ τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑτοιμότητας νὰ σηκώνουμε ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου.
Νὰ συγχωροῦμε, ἀλλὰ πῶς; Ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ ἡ συγνώμη; Θὰ ἦταν τόσο εὔκολο, πραγματικὰ θαυμάσιο, ἂν ἡ συγνώμη μποροῦσε νὰ ἀρχίσει μὲ μία τέτοια ἀλλαγὴ τῆς καρδιᾶς, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς εἶναι ἀπεχθεῖς νὰ γίνουν ἀγαπητοί, αὐτὰ ποὺ μᾶς πόνεσαν νὰ ξεχαστοῦν καὶ νὰ μποροῦμε νὰ ἀρχίζουμε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ σὰν τίποτε νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ.
Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει! Τὸν πόνο τοῦ παρελθόντος τὸν νιώθουμε, δὲν ξεχνιέται, δὲν μποροῦμε ἁπλῶς νὰ ξαναρχίσουμε σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε τίποτε προηγουμένως. Ἀλλὰ τὸ νόημα τῆς συγνώμης δὲν εἶναι αὐτό. Συγνώμη δὲν σημαίνει λήθη· ἡ λήθη δὲν ὁδηγεῖ πουθενά. Ἂν ξεχάσουμε πώς, γιὰ ποιὸ λόγο, κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες, λόγω ποιᾶς ἀδυναμίας, σὲ ποιὸ σημεῖο ἦταν εὐάλωτος ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαλε, τότε τὸν ἀφήνουμε ἀπροστάτευτο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὸ λάθος πρέπει νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ ἐνδεχόμενη νέα πτώση. Αὐτὸ ποὺ ἔκανε, οἱ λόγοι καὶ οἱ συνθῆκες τῆς πτώσης του δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχαστοῦν, διότι ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική μας στοχαστική, ἀγαπητικὴ μέριμνα, ὥστε νὰ μὴ γλιστρήσει, νὰ μὴν ἁμαρτήσει καὶ πάλι.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ συγνώμη: τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία, ἀναγνωρίζοντας τὸ εὔθραυστο τῶν ἄλλων, ὅπως ἀναγνωρίζω καὶ τὸ δικό μου, τὴν ἀνάγκη τους γιὰ προστασία καὶ βοήθεια, γιὰ εὐσπλαχνία, εἶμαι προετοιμασμένος νὰ φέρω μαζί τους τὸ φορτίο τῆς ἀδυναμίας τους, τὸ εὐάλωτο τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ἡ συγνώμη ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφασίζω νὰ ἀνέχομαι τοὺς ἀδελφούς μου, χωρὶς νὰ περιμένω νὰ ἀλλάξουν, νὰ τοὺς ἀνέχομαι ὅπως εἶναι, νὰ κάνω ἐλαφρότερο τὸ φορτίο τους, ὥστε κάποτε ἡ ἀλλαγή τους νὰ καταστεῖ ἐφικτή.
Ἡ προϋπόθεση πάντως τῆς συγνώμης βρίσκεται μέσα μου: εἶναι ἡ προθυμία μου νὰ ἀναλάβω αὐτὸν τὸν σταυρό, αὐτὸ τὸ φορτίο, ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ θεραπευθοῦν ἢ τουλάχιστον νὰ προστατευθοῦν ἀπέναντι στὸ κακό. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ὁ καθένας, δὲν χρειάζεται παρὰ μία στιγμὴ κατανόησης, ἀποφασιστικότητα καὶ καλὴ θέληση. Ὅλοι μας ἔχουμε δίπλα μας ἀνθρώπους ποὺ δύσκολα ἀνεχόμαστε, ποὺ εἶναι αἰτία ταλαιπωρίας, δυστυχίας καὶ θυμοῦ· μποροῦμε νὰ ἀκυρώσουμε αὐτὸ τὸ θυμὸ καὶ νὰ ξεπεράσουμε τὴ δυστυχία ἂν κάνουμε τὸ καθῆκον μας, τὸ καθῆκον τῆς ζωῆς μας, τὸ ἔργο μας, ποὺ εἶναι νὰ κουβαλᾶμε μαζί τους τὸ φορτίο, νὰ εἴμαστε αὐτοὶ πού, πληγωμένοι καὶ προσβεβλημένοι καὶ ἀποδιωγμένοι, θὰ στραφοῦμε στὸν Κύριο καὶ θὰ ποῦμε: “Κύριε, συγχώρησε, γιατί δὲν μνησικακῶ, θέλω νὰ γίνω καὶ νὰ παραμείνω στέρεος μ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀδυναμία του καὶ στὴν ἁμαρτωλότητά του. Δὲν θὰ σταθῶ κριτικὰ ἀπέναντί του, κι ἂν ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀκόμη ἱκανὸς νὰ τὸ κάνω, κάνε το Ἐσὺ γιὰ μένα: μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κρίση, μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κατάκριση ποὺ μὲ τραχύτητα πρόφερα, μὴν ὑποστηρίξεις τὸν θυμό μου. Στάσου δίπλα σ’ αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε, ἐπειδὴ αὐτὸς ἢ αὐτὴ ἔχει ἀνάγκη βοήθειας, συγχώρησης καὶ θεραπείας γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο “.
Ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ συγνώμη, κι ἂν δὲν ἀρχίσει ἐκεῖ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ τίποτα ἄλλο. Σηκώνουμε τὸ φορτίο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ἀποδεχόμαστε τὴν ἀλληλεγγύη μὲ ἐκείνους ποὺ ἔσφαλαν καὶ σφάλλουν, τοὺς ἀγαποῦμε “ἐν καινότητι” ζωῆς καὶ μόνον τότε ἡ συγχώρηση γίνεται αὐτὴ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι: μία πράξη μεσιτείας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μία πράξη ποὺ γιατρεύει καὶ μεταμορφώνει. Αὐτὴ τὴν ἀρχὴ τῆς συγνώμης ὅλοι μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε, εἶναι μέσα στὶς δυνάμεις μας νὰ ἀναλάβουμε αὐτὸ τὸ ἔργο. Ἂς κάνουμε λοιπὸν ὅ,τι μποροῦμε, καὶ ἂς ἀφήσουμε τὸ Θεὸ νὰ πραγματοποιήσει μέσα μας, γιά μᾶς, καταμεσῆς τῆς ζωῆς μας, αὐτὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὴ καλή μας θέληση, ὥστε νὰ χτίσουμε σιγὰ-σιγὰ τὴ βασιλεία τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, μιὰ βασιλεία ποὺ εἶναι ἀληθινὰ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
5.
Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Παράδεισο (τῆς Τυρινῆς)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Τό ἀνθρώπινο γένος στό πρόσωπο τοῦ παλιοῦ Ἀδάμ ἔπεσε, ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη· κι ἡ φοβερή κρίση τοῦ Θεοῦ θά εἶναι μιά κρίση γιά τήν ἀνθρώπινη ἀγάπη.
Ὁ ἄνθρωπος εἶχε προσκληθεῖ στήν πλήρη ἀντίληψη, σέ μιά ἑνότητα ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του μέ τό Θεό μέσω τῆς ἀγάπης ἀλλά ἔπεσε ἐπειδή θέλησε νά μάθει τό μυστήριο τοῦ εἶναι μέ τήν κρύα λογική του καί τήν τυφλωτική ἀντίληψη τῆς σάρκας. Καί ἔγινε σάρκα, τό πνεῦμα σβήστηκε ἐνῶ ὁ φυσικός ἄνθρωπος θριάμβευσε μέσα του, κι ἔγινε αὐτό ποὺ γνωρίζουμε τούς ἑαυτούς μας νά εἶναι: κάτοχος ἑνός ἀβέβαιου, ψεύτικου εἴδους κατανόησης τοῦ μυαλοῦ κι ἑνός μεθυστικοῦ εἴδους ἀντίληψης τοῦ σώματος.
Τή γνώση ὅμως ἐκείνη ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶχε κληθεῖ νά ἀποκτήσει μέσα στήν ἑνότητά του μέ τό Θεό, μέ τήν ἐνατένιση τῶν μυστηρίων τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης στό βάθος τοῦ Θεοῦ τήν ἔχασε – ὅπως τή χάνει καί τώρα – ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη.
Τό Εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς ἦταν γιά τή Μέλλουσα Κρίση. Ἡ κρίση αὐτή βασιζόταν ἀποκλειστικά στήν ἐρώτηση ἄν ἤμασταν ἱκανοί ν’ ἀγαπᾶμε ὅταν ζούσαμε στή γῆ: «Ἔθρεψες τούς πεινασμένους, συμπόνεσες ὅσους κρύωναν, ἕντυσες τούς γυμνούς, εἶχες τό θάρρος νά ἐπισκεφτεῖς τούς φυλακισμένους, εἶχες δείξει ἔλεος καί ἀγάπη;» Αὐτή εἶναι ἡ μόνη κρίση γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Κύριος. Ρωτάει μόνο τί εἴδους καρδιά εἴχαμε, ἄν πάνω στή γῆ ἤμασταν ἱκανοί ν’ ἀγαπήσουμε μέ ὅλο τό πλάτος τῆς γήινης ἀγάπης καί μέ μιά ζωντανή, ἀνθρώπινη καρδιά γεμάτη συμπάθεια, στοργή καί συμπόνια. Ἡ φοβερή κρίση εἶναι τρομακτική διότι δέ θά ἀπαιτήσει τίποτα ἀπό μᾶς. Θά σταθοῦμε ἁπλῶς μπροστά στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί τότε ἐμπρός στό πρόσωπο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, σ’ ἕνα πεδίο ὅπου δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπό τήν ἀγάπη, ὅπου ἡ ἀγάπη ἐκφράζει ὅλο τό νόημα τοῦ εἶναι, αὐτό ποὺ εἶναι καλό μέσα μας θά θρηνήσει διότι ποτέ δέν τό ἀφήσαμε ἐλεύθερο, ποτέ δέν τό ἀφήσαμε νά ἐκφραστεῖ στήν πληρότητά του, διότι σκοτώσαμε τήν ἀγάπη γιά χάρη τῆς κρύας λογικῆς μας καί τῶν πειρασμῶν τῆς σάρκας.
Σήμερα λοιπόν, θυμούμενοι τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ μποροῦμε πολύ εὔκολα νά φανταστοῦμε τό πῶς ἔχυσε πικρά δάκρυα ἐμπρός ἀπό τίς πύλες τοῦ παραδείσου. Οἱ πύλες αὐτές τοῦ παραδείσου εἶναι οἱ πύλες οἱ ὁποῖες εἶναι κλεισμένες σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποτύχει στήν ἀγάπη. Πόσο συχνά δέ νιώθουμε κι ἐμεῖς κάτι παρόμοιο: ἡ οἰκογένεια διαλύεται καί κάποιος θρηνεῖ μπροστά στίς κλειστές πύλες τοῦ παραδείσου ἐπειδή ἡ ἀγάπη δέν μπόρεσε νά σταθεῖ καί νά θριαμβεύσει, ἐπειδή τίποτα δέν ἔχει μείνει ἐκτὸς ἀπό ψυχρότητα καί ἀπομάκρυνση· πεθαίνει ἴσως μιά φιλία κι ἕνας ἄνθρωπος στέκεται στόν παγωμένο κόσμο μιᾶς σβησμένης ἀγάπης καί μιᾶς κλειστῆς καρδιᾶς.
Δέ γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τόν πόθο ἐκεῖνο τοῦ Ἀδάμ γιά τόν ὁποῖο ἡ ἐκκλησία ψάλλει μέ τόσο μεγάλο πόνο; Δέν ἕλκεται ἡ ψυχή μας πρός τό Θεό, πρός τά ἀγαπημένα μας πρόσωπα, καί δέ μᾶς κλείνεται ἡ πόρτα κατάφατσα ἐπειδή ἡ ἀγάπη μας δέν εἶναι ἀρκετή, ἐπειδή ἡ ψύχρα καί ἡ ἀπολίθωση τῶν καρδιῶν καί τοῦ μυαλοῦ μας εἶναι τόσο δυνατές;
Τί πρέπει νά κάνουμε ὅμως; Πῶς νά ξεφύγουμε ἀπό τή φρίκη αὐτή; Τήν ἀπάντηση μᾶς τή δίνει τό σημερινό Εὐαγγέλιο. Τό νά μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ἔξαφνα, ἀνεπιφύλακτα, τό ν’ ἀνοίξουμε τίς καρδιές μας, ν’ ἀνοίξουμε τίς ζωές καί τίς ψυχές μας στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους εἶναι πέρα ἀπό τίς δυνάμεις μας, μποροῦμε ὅμως τουλάχιστο ν’ ἀρχίσουμε ἀπό τά μικρά- μποροῦμε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 14.1) νά ἀρχίσουμε νά δεχόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο σάν «ἀσθενοῦντας», ὅπως ἀκριβῶς ἀσθενεῖς εἴμαστε καί ἐμεῖς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς συγχώρησης.
Εἴμαστε ἀνίκανοι νά συγχωροῦμε ὥστε νά μήν παραμένει πόνος καί φρίκη, μποροῦμε ὅμως ν’ ἀρχίσουμε νά συγχωροῦμε, μποροῦμε νά ποῦμε: «Σέ δέχομαι ὅπως εἶσαι· παρ’ ὅλη σου τήν ψυχρότητα καί τήν πικροχολία, τήν κακοτροπία καί τήν ἀσχήμια δέ θά σέ ἀποστραφῶ· εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, ἡ ἀδελφή μου, ἡ μητέρα μου, ὁ πατέρας, ὁ φίλος μου. Θά ἀνεχτῶ τήν ψυχρότητά σου, θά ἀνεχτῶ τά πάντα, θά τά ὑποφέρω. Πρός τό παρόν αὐτό εἶναι ὅλο ποὺ μπορῶ νά κάνω- δέν εἶμαι ἱκανός νά σέ ἀγαπήσω, μπορῶ ὅμως νά σέ ἀποδεχτῶ. Μπορῶ νά σέ δεχτῶ ὅπως καί ὁ Χριστός δέχτηκε τό σταυρό, τόν ἄσπλαχνο, βασανιστικό σταυρό, καί νά σέ μεταφέρω μέ μαρτύριο καί θλίψη στούς ὤμους μου».
Δέν εἶναι βέβαια ὅλους ποὺ πρέπει νά ὑπομείνουμε μέ τόσο πόνο καί λύπη. Πολλούς μποροῦμε νά μεταφέρουμε μέ χαρά· κι ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅλους ὅσους μεταφέρουν ἐμᾶς μέ στοργή, μέ συμπόνια, μέ ἀγάπη.
Ἄν δέν μποροῦμε νά συγχωρέσουμε τέλεια ἄς λυπηθοῦμε τουλάχιστο τόν ἄλλο ποὺ εἶναι ἁμαρτωλός ὅπως ἀκριβῶς καί ἐμεῖς, ποὺ εἶναι ἐξ ἴσου μ’ ἐμᾶς ἀσθενικός καί ἀνίσχυρος, τό ἴδιο ἀνίκανος ν’ ἀγαπήσει, τό ἴδιο ἀνίκανος νά συγχωρέσει, νά ζήσει. Ἄς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τήν ἀγάπη τοῦ σταυροῦ, καί ἄς μποῦμε στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαιρόμενοι ποὺ μᾶς δόθηκε νά προχωρήσουμε μαζί πρός τή σωτηρία, πρός τήν ἡμέρα ποὺ μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, τή στοργή καί τήν ἀγάπη καί τήν παρηγοριά τοῦ Θεοῦ θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε καλά καί νά γνωρίσουμε τήν πλήρη συγχώρηση, τήν τέλεια ἀγάπη καί μέσα ἀπό τίς στενές πύλες θά ἔχουμε φτάσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Σημ. Τήν Κυριακή αὐτή μνημονεύουμε τήν Ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.
6.
Κυριακή της Τυροφάγου
Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))
Φτάσαμε πιὰ στὶς τελευταῖες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἤδη κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακή της Συγγνώμης, δύο μέρες – ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ – ξεχωρίστηκαν νὰ ἀνήκουν στὴ Σαρακοστή. Θεία Λειτουργία δὲν τελέστηκε καὶ ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη στὶς ἀκολουθίες ἔχει πάρει τὰ λειτουργικὰ χαρακτηριστικά τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Στὸν Ἑσπερινό τῆς Τετάρτης χαιρετίζουμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ μὲ τοῦτο τὸν ὡραιότατο ὕμνο:
Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ τῆς νηστείας, καὶ τὸ ἄνθος τῆς μετανοίας ἁγνίσωμεν οὖν ἑαυτοὺς ἀδελφοί, ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ, τῷ φωτοδότῃ ψάλλοντας, εἴπωμεν δόξα σοι, μόνε φιλάνθρωπε.
Κατόπιν, τὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου ἡ Ἐκκλησία μας «ποιεῖ μνείαν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν». Οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θ’ ἀκολουθήσουμε, οἱ ὁδηγοὶ στὴ δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας
Στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται ν’ ἀρχίσουμε δὲν εἴμαστε μόνοι:
Δεῦτε ἅπαντες πιστοί, τὰς τῶν ὁσίων Πατέρων, χορείας ὑμνήσωμεν. Ἀντώνιον τὸν κορυφαῖον, τὸν φαεινὸν Εὐθύμιον, καὶ ἕκαστον καὶ πάντας ὁμοῦ καὶ τούτων ὥσπερ Παράδεισον ἄλλον τρυφῆς. τὰς πολιτείας νοητῶς διεξερχόμενοι, τερπνῶς ἀνακράξωμεν…
Ἔχουμε βοηθοὺς καὶ παραδείγματα:
Τῶν Μοναστῶν τὰ πλήθη, τοὺς καθηγητὰς νῦν τιμῶμεν. Πατέρες, ὅσιοι: δι’ ὑμῶν γὰρ τὴν τρίβον, τὴν ὄντως εὐθεῖαν πορεύεσθαι ἔγνωμεν μακάριοι ἐστε τῷ Χριστῷ δουλεύσαντες…
Τελικὰ ἔρχεται ἡ τελευταία μέρα, ποὺ συνήθως, τὴν ὀνομάζουμε Κυριακή τῆς συγγνώμης, ἀλλὰ ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο λειτουργικὸ ὄνομα ποὺ θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε: «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτόπλαστου Ἀδάμ». Τὸ ὄνομα αὐτὸ συνοψίζει οὐσιαστικὰ τὴν πλήρη προπαρασκευὴ γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία του ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴ γῆ εἶναι μιὰ ἐξορία. Ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου στὸν καθένα ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ, καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας, κάνει τὴ ζωὴ μας μιὰ προσκυνηματικὴ πορεία πρὸς τὴν οὐράνια πατρικὴ γῆ.
Ἔτσι, ἀρχίζοντας τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἴμαστε σὰν τὸν Ἀδάμ:
Ἐξεβλήθη Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου, διὰ τῆς βρώσεως διὸ καὶ καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου, ὠδύρετο ὀλολλύζων, ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ καὶ ἔλεγεν οἴμοι, τί πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ! Μίαν ἐντολὴν παρέβην τὴν τοῦ Δεσπότου, καὶ τῶν ἀγαθῶν παντοίων ἐστέρημαι. Παράδεισε ἁγιώτατε, ὁ δι’ ἐμὲ πεφυτευμένος, καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευε τῷ σὲ ποιήσαντι, κἀμὲ πλάσαντι, ὅπως τῶν σῶν ἀνθέων πλησθήσωμαι. Διὸ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Σωτήρ τὸ ἐμὸν πλάσμα οὐ θέλω ἀπολέσθαι, ἀλλὰ βούλομαι τοῦτο σώζεσθαι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν ὅτι τὸν ἐρχόμενον πρὸς με, οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω.
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ «κόσμου τούτου». Καὶ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Ματθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μία τέτοια ἀπελευθέρωση.
Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία – ἡ ἄρνηση δηλαδὴ νὰ δεχτοῦμε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς «πεπτωκυίας» φύσης μας σὰν ὁμαλές, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ ἡ νηστεία μας δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι». Νὰ μὴ φαινόμαστε «τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες», ἀλλὰ «τῷ Πατρὶ ἡμῶν τῷ ἐν τῷ κρύπτῳ».
Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη. «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος», (Ματθ. 6,14). Ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας, τὸ κύριο σημάδι τοῦ ρόλου της πάνω στὸν κόσμο, εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ ἀντίθεση, ὁ χωρισμός, τὸ μίσος. Ἔτσι τὸ πρῶτο σπάσιμο σ’ αὐτὸ τὸ φρούριο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγχωρητικότητα: «ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴν σύμπνοια, στὴν ἀγάπη». Τὸ νὰ συγχωρήσω κάποιον σημαίνει νὰ βάζω ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὸν «ἐχθρό» μου τὴν ἀκτινοβόλα συγχώρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ συγχωρήσω εἶναι νὰ ἀγνοήσω τὰ ἀπελπιστικὸ ἀδιέξοδο στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ νὰ τὰ ἀναφέρω στὸ Χριστό. Συγχώρεση πραγματικὰ εἶναι ἕνα πέρασμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ «πεπτωκότα» κόσμο.
Οὐσιαστικὰ ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀρχίζει μὲ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς. Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ σὲ βάθος καὶ ὡραιότητα ἀκολουθία ἔχει δυστυχῶς ἐκλείψει ἀπὸ ἀρκετὲς ἐκκλησίες. Ὅμως παρ’ ὅλα αὐτὰ τίποτε, ἄλλο δὲν ἀποκαλύπτει καλύτερα τὸ χαρακτηριστικὸ τόνο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ διακηρύσσεται τόσο καλὰ ἡ ἔντονη πρόσκληση στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀκολουθία ἀρχίζει μὲ τὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινὸ ὅπου ὁ ἱερέας εἶναι ντυμένος μὲ λαμπερὰ ἄμφια. Τὰ κατανυκτικὰ στιχηρὰ ποὺ λέγονται ὕστερα ἀπὸ τὸν ψαλμὸ «Κύριε ἐκέκραξα πρὸς Σέ…» ἀναγγέλλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καί, πέρα ἀπ’ αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα!
Τὸν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρὸς ἀγῶνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες, ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκαν καθάρωμεν νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος, ἐν αἶς διατελοῦντες ποθῶ, ἀξιωθείημεν πάντες, κατιδεῖν τὸ πάνσεπτον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιωμένοι.
Κατόπιν γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν ἑσπερινὸ ὕμνο: «φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης…». Ὁ ἱερέας τώρα προχωρεῖ πρὸς τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ ν’ ἀναφωνήσει τὸ ἑσπερινὸ Προκείμενο ποὺ πάντοτε ἀναγγέλλει τὸ τέλος τῆς μιᾶς καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄλλης μέρας. Τὸ Μέγα προκείμενο αὐτῆς τῆς ἡμέρας ἀναγγέλλει τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Μὴ ἀποστρέψης τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι· ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν.
Ἀκοῦστε τὴ θαυμάσια μελωδία τοῦ στίχου τούτου, αὐτὴ τὴν κραυγὴ ποὺ ξαφνικὰ γεμίζει τὴν ἐκκλησία «… ὅτι θλίβομαι!» – καὶ θὰ καταλάβετε τὸ σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκινάει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή: τὸ μυστηριῶδες μίγμα τῆς ἐλπίδας μὲ τὴν ἀπογοήτευση, τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι. Ἡ ὅλη προετοιμασία ἔφτασε πιὰ στὸ τέλος. Στέκομαι μπροστὰ στὸ Θεό, μπροστὰ στὴ δόξα καὶ στὴν Ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας Του. Συνειδητοποιῶ ὅτι ἀνήκω σ’ αὐτή, ὅτι δὲν ἔχω ἄλλη κατοικία, οὔτε ἄλλη χαρά, οὔτε ἄλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ἀκόμα ὅτι εἶμαι ἐξόριστος ἀπὸ αὐτὴ μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ λύπη τῆς ἁμαρτίας γι’ αὐτὸ «θλίβομαι»! Τελικὰ παραδέχομαι ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει σ’ αὐτὴ τὴ θλίψη, ὅτι μόνον σ’ Αὐτὸν μπορῶ νὰ πῶ «πρόσχες τῇ ψυχῇ μου». Μετάνοια πάνω ἀπ’ ὅλα, εἶναι τὸ ἀπελπισμένο κάλεσμα γιὰ τὴ Θεία βοήθεια.
Πέντε φορὲς ἐπαναλαμβάνουμε αὐτὸ τὸ Προκείμενο. Καὶ τότε νά! ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀρχίζει. Τὰ φωτεινὰ χρωματιστὰ ἄμφια καὶ καλύμματα τοῦ ναοῦ ἀλλάζουν τὰ φῶτα σβήνουν. Ὁ ἱερέας ἐκφωνεῖ τὶς αἰτήσεις, ὁ χορὸς ἀπαντάει μὲ τὰ «Κύριε ἐλέησον» τὴν κατ’ ἐξοχὴν σαρακοστιανὴ ἀπάντηση. Γιὰ πρώτη φορὰ διαβάζεται ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ μετάνοιες. Στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας ὅλοι οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ζητώντας τὴν ἀμοιβαία συγχώρεση. Ἀλλὰ καθὼς γίνεται αὐτὴ ἡ ἱεροτελεστία τῆς συμφιλίωσης, καθὼς ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἐγκαινιάζεται μ’ αὐτὴ τὴν κίνηση τῆς ἀγάπης, τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἀδελφοσύνης, ὁ χορὸς ψάλλει πασχαλινοὺς ὕμνους. Πρόκειται τώρα πιὰ νὰ περιπλανηθοῦμε σαράντα ὁλόκληρες μέρες στὴν ἔρημο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ὅμως ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπει στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
7.
Κρυψίνοια καὶ μυστικότητα
Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)
Πολλές φορές στή ζωή μας ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ ἀνθρώπους κρυψίνοες, τῶν ὁποίων ἡ ὅλη διαγωγή καί πολιτεία προδίδει ὅτι κάτι θέλουν ἤ κάτι ἔχουν νά κρύψουν. Μάλιστα δέ αὐτό τό κάτι καθίσταται ἡ αἰτία πολλῶν δεινῶν, μιᾶς πού εἴτε ἡ περιέργεια τῶν ἄλλων ἐξάπτεται, μέ ἀποτέλεσμα νά καταλήγουν σέ λάθος συμπεράσματα μέ ὀλέθριες συνέπειες, εἴτε ὁ ἴδιος ὁ μυστικοπαθής ἀπό αὐτό πού κουβαλᾶ μέσα του ὑποφέρει τόσο, ὥστε νά βιώνει δυστυχία ἤ καί ἔλεγχο.
Ἀκόμη χειρότερα εἶναι τά πράγματα ὅταν αὐτό τό ὁποῖο ἐπιδιώκεται νά παραμείνει κρυφό, δέν ἀφορᾶ σέ κάποιο πρόσωπο, ἀλλά ἀποτελεῖ τακτική ὁμάδας ὁλόκληρης. Ὅταν πολλοί ἔχουν νά κρύψουν κάτι ἀπό τούς ὑπολοίπους, τότε τίθεται θέμα σκοπιμότητας καί ἀσφάλειας. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἀνά τούς αἰῶνες συνωμοτικές ὁμάδες στάθηκαν πρόξενοι μεγάλων δεινῶν στήν ἀνθρωπότητα, μιᾶς πού σπανίως ἐπιδιώκεται κάποιος εὐγενής καί ἀνώτερος σκοπός, ὅπως ἡ ἐλευθερία κάποιου λαοῦ. Συνήθως τίθεται θέμα διεκδίκησης ἐξουσίας, ἤ ἀπόκτησης ἐλέγχου ἐπί τῶν ὑπολοίπων, ὅπως ἔχουν κατά καιρούς κατηγορηθεῖ, ὄχι ἀβάσιμα, κάποιες μυστικές ἑνώσεις, κρυφές ὁμάδες καί σέκτες.
Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή δίνεται τό μέτρο, κατά τό ὁποῖο ὁ χριστιανός μπορεῖ καί πρέπει ἄφοβα καί μέ ἀσφάλεια νά καλύπτει μέ πέπλο μυστικότητας πτυχές τῆς ζωῆς του, ὥστε αὐτό πού καθίσταται κρυφό νά μήν ἀποτελεῖ κίνδυνο, πρώτιστα πνευματικό, γιά τόν ἴδιο καί τούς ἀδελφούς του, ἀλλά νά διασφαλίζεται στό αἰώνιο της μνήμης τοῦ Θεοῦ. Ἀνανοηματοδοτεῖται ἔτσι καί ἀναπροσανατολίζεται μιά ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου, καθώς πλέον αὐτή στρατεύεται στήν ὑπόθεση τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς θέωσης.
Ἡ συγχωρητικότητα
Πλήν τοῦ μόνου ἀναμάρτητου Θεανθρώπου, δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχει ἁμαρτήσει. Κι ὅλο αὐτό στό ὁποῖο ἀστοχήσαμε καί σφάλαμε, διακαῶς προσπαθοῦμε νά τό κρατήσουμε κρυφό, ὥστε νά ξεχαστεῖ καί νά σβήσει. Πολλοί μάλιστα μεθοδεύουν τά μύρια ὅσα ὥστε νά ἐξαφανίσουν ἀποδεικτικά στοιχεῖα, νά καλύψουν ἴχνη, γενικά ὁτιδήποτε τούς συνδέει μέ κάποιο, μέ ἀνθρωπινά μέτρα θεωρούμενο ὡς μικρότερο ἡ μεγαλύτερο κακό.
Τί μᾶς λέει τό σημερινό Εὐαγγέλιο; Ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία δέν πολεμιέται μέ τή λήθη καί δέν κρύβεται μέ τή σιωπή, καθώς ἀπό μονή της πολλές φορές βόα καί εἶναι προφανής! Πῶς κρύβεται καί πῶς ἐξαφανίζεται ὥστε νά μή μᾶς ἐλέγχει; Μέ τή συγχωρητικότητα! Συγχωρῶ, δηλαδή ὄχι ἁπλῶς ἀνέχομαι, ἀλλά διαγράφω, ξεχνῶ καί δέν ἀφήνω νά ἐπηρεάσουν τήν ἀγάπη μου πρός τόν ὅποιο ἄνθρωπο, τά ὅποια παραπτώματά του. Δέν ἀντιπαρέρχομαι συγκαλύπτοντας τήν ἁμαρτία τοῦ ἄλλου, ἀλλά ἐπενεργῶ θετικά, ὥστε νά ἐκλείψει ἡ ἐκτροπή καί νά ἀποκατασταθεῖ ἡ κατάσταση εἰρήνης καί ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Τότε καί μόνον τότε, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός συγχωρεῖ καί τά δικά μου ἁμαρτήματα καί τά ἐξαφανίζει, ὥστε νά μήν καταστοῦν φανερά «ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» ἐνώπιον ἀγγέλων καί ἀνθρώπων!
Ἀρετή χωρίς ἐγωισμό
Ἀλλά καί ὅ,τι καλό, ξεκινώντας ἀπό τήν πρακτική ἀρετή τῆς νηστείας, μας καλεῖ τό σημερινό Εὐαγγέλιο νά τό ἀσκοῦμε στά κρυφά, δηλαδή κατά τέτοιο τρόπο ὥστε νά μήν τό ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι. Γιατί; Δέν πρέπει νά δίνουμε οἱ χριστιανοί τό «καλό παράδειγμα» στούς ὑπολοίπους; Δέν πρέπει νά διαφημίζουμε τό καλό ὥστε νά κυριαρχεῖ στήν κοινωνία μας; Τά ἐρωτήματα αὐτά ἀγγίζουν τά ὅρια τῆς φαρισαϊκῆς λογικῆς, ἑνός τρόπου σκέψης, δηλαδή, πού προκάλεσε καί καλλιέργησε τήν ὑποκρισία στήν καθημερινότητα, στό ὄνομα δῆθεν τῆς ἀρετῆς, σκανδαλίζοντας πολλούς καί διαστρέφοντας τίς θεῖες παρακαταθῆκες.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος τυγχάνει τόσο εὐάλωτος στόν σκληρό ἐγωισμό καί τή ναρκισσιστική ὑπερηφάνειά του, πού εὔκολα ἀποπροσανατολίζεται, αὐτοθαυμάζεται καί ἀντί νά ἀναφέρει πρός τόν ἅγιο Θεό ὁποιοδήποτε καλό ἐπιτυγχάνει ἤ ὅ,τι ἀγαθό τόν χαρακτηρίζει, στρέφεται στόν ἑαυτό του καί τόν εἰδωλοποιεῖ. Ὅσο πιό γρήγορα, λοιπόν, κρύβουμε ἤ, ἀκόμη καλύτερα ξεχνᾶμε, τό ὅποιο καλό ἐργασθήκαμε, τόσο πιό ἀσφαλεῖς θά εἴμαστε ἀπό τόν ἑαυτό μας τόν ἴδιο, ἀλλά καί ἀπό τόν συνήθως ψεύτικο καί πάντως προσωρινό ἔπαινο τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, πού ἔρχεται γιά νά μᾶς στερήσει τόν αἰώνιο καί οὐσιαστικό ἔπαινο τοῦ Θεοῦ!
Ὁ πνευματικός θησαυρός
Ὁ λαός μας λέει «κάνε τό καλό καί ρίξ’ τό στό γυαλό»! Δηλαδή, τό καλό πού θά κάνεις κρύψ’ τό τόσο καλά, ὥστε νά ἐξαφανιστεῖ. Δέν ἐξαφανίζεται βεβαίως τό καλό. Ἁπλῶς δέν ἐκτίθεται στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι πάντα νά διαστρέψουν ὅ,τι ἔγινε, νά παρεξηγήσουν προθέσεις, νά παρερμηνεύσουν κίνητρα καί σκοπούς καί τελικά νά μή καταλάβουν. Ὁ μισόκαλος πατήρ τοῦ ψεύδους ἔχει τήν ἱκανότητα νά ἐμπνέει πόλεμο κατά τοῦ ὅποιου καλοῦ κι ἐμεῖς δέν ἐπιτρέπεται νά τόν διευκολύνουμε σέ αὐτό.
Στό τέλος τῆς σημερινῆς περικοπῆς ὁ Χριστός μᾶς μιλᾶ γιά θησαυρό. Ὄχι ἐπίγειο, ὁ ὁποίος ἀφοῦ ἀποτελέσει ἀγώνα ζωῆς γιά ν’ ἀποκτηθεῖ, μετά καθίσταται ἀγωνία γιά τούς κυρίους του, καθώς τούς πνίγει ὁ φόβος μήν τόν χάσουν, μήν τόν βροῦν καί τούς τόν ἁρπάξουν κ.λπ. Μιλᾶ γιά οὐράνιο θησαυρό, ἀποτελούμενο ἀπό ὅσα ἀγαθά ἐργάστηκε ὁ ἄνθρωπος στή ζωή του, ὁ ὁποῖος δέν κινδυνεύει ἀπό κλέφτες, φθορά, ἀνώμαλες οἰκονομικές συγκυρίες κ.λπ., ἀλλά προσαυξάνεται μέ τεράστιο ἐπιτόκιο ἀκριβῶς γιατί ὁ χριστιανός ἀγαθοεργεῖ «ἐν τῷ κρυπτῷ», ὑποχρεώνοντας ἔτσι τόν Θεό νά ἀνταποδώσει ἀσφαλῶς τά ἀπείρως πολλαπλάσια στήν αἰωνιότητα.
8.
Ἡ δύναμη τῆς συγχωρητικότητας
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Μία ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ἀποκαλύπτει μιὰ ξεκάθαρη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ. Νὰ δεχόμαστε καὶ νὰ προσφέρουμε τὴ συγνώμη μας στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τὴ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεό. «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. 6,14).
Συγχώρηση, προϋποθέσεις καὶ συνέπειες
Ἡ συγχώρηση προϋποθέτει τὴ συνείδηση τῆς ἐνοχῆς. Τὴ συναίσθηση ἐκείνη ποὺ μᾶς λέει ὅτι μὲ τὶς πράξεις μας, τὶς παραλείψεις μας, τὶς νοοτροπίες μας καὶ τὶς συμπεριφορὲς μας βλάψαμε τοὺς ἄλλους καὶ πικράναμε τὸν Θεό. Διαχαράξαμε τὴν τάξη, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔθεσε μέσα μας καὶ γύρω μας. Ἀπὸ ἐδῶ, λοιπόν, πηγάζει αὐθόρμητα ἡ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς καὶ τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ ἡ συγχώρηση. Χρειαζόμαστε τὴ συγχώρηση, γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι. Γιατί ἡ φύση μας εἶναι ἀτελὴς καὶ λανθάνει συνεχῶς. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ὅτι «καὶ οἱ νόμοι γνωρίζουν νὰ συγχωροῦν τὰ ἀναπόφευκτα, ἀφοῦ τὸ νὰ κάνουμε λάθη καὶ νὰ πέφτουμε σὲ πλάνη εἶναι ἀνθρώπινο».
Κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι γιὰ νὰ μάθουμε νὰ συγχωροῦμε, θὰ πρέπει νὰ ἀγνοήσουμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων ποὺ μᾶς πλήγωσαν, θὰ πρέπει νὰ ξεχάσουμε τὰ σφάλματα αὐτῶν ποὺ μᾶς ζημίωσαν. Αὐτὸ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νὰ σβήσουμε ὁλοκληρωτικὰ τὴ μνήμη μας καὶ νὰ διαγράψουμε τὴ λογική μας. Ἄλλωστε, θυμόμαστε πράγματα ποὺ δὲν θέλουμε καὶ ἀδυνατοῦμε νὰ παραβλέψουμε τὴν πραγματικότητα τὴν ὁποία ζοῦμε. Εἶναι ἀνέφικτο νὰ ἀγνοοῦμε τὸ κακὸ ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ διαρκῶς.
Μὲ τὴ συγχώρηση δὲν σβήνουμε τὸ κακό. Καταλαβαίνουμε ὅμως, πὼς αὐτὸ μᾶς ἐξαπατᾶ καὶ μᾶς παραπλανᾶ καὶ ἔτσι μποροῦμε νὰ παλέψουμε ἐναντίον του. Μὲ τὴ συγχώρηση μποροῦμε νὰ καθαρίσουμε τὴ μνήμη ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια τῆς καρδιᾶς μας καὶ νὰ διαχωρίσουμε τὴν ὀρθὴ καὶ ἀντικειμενικὴ κρίση ἀπὸ τὴν κατάκριση καὶ τὸν κάθε εἴδους ἀρνητισμό. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὁ δρόμος φαίνεται νὰ εἶναι μακρὺς καὶ δύσκολος, σκληρὸς καὶ ὀδυνηρός. Καὶ ἐδῶ οἱ παγίδες εἶναι πολλὲς καὶ ποικίλες. Κάποτε ἡ συγχώρηση γίνεται ἐξωτερικὴ καὶ τυπικὴ καὶ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ βάθος «τῶν καρδιῶν ἡμῶν». Ἄλλοτε, πάλι, παρὰ τὰ ὅσα ἰσχυριζόμαστε στοὺς ἄλλους, ὑποκαθιστοῦμε τὴ συγχώρηση μὲ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν κρυμμένη ἐχθρότητα. Κάποιες ἄλλες φορὲς θέτουμε στὴ συγνώμη μας ὅρια καὶ προϋποθέσεις, κρατούμενα καὶ ὑπολογισμούς. Ἡ συγχωρητικότητα εἶναι ἡ πληγωμένη ἀγάπη ποὺ δίνει πάντα εὐκαιρίες γιὰ μιὰ καινούργια ἀρχή. Εἶναι ἡ δύναμη ποὺ ἀνανεώνει τὴν ἐμπιστοσύνη μας γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ προσπαθεῖ νὰ τοὺς κατανοεῖ καὶ νὰ τοὺς ἀποδέχεται.
Τὸ ἀδιέξοδο τῆς μνησικακίας
Ὅποιος δὲν συγχωρεῖ, γκρεμίζει τὴ γέφυρα ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ χρειαστεῖ κάποτε νὰ περάσει καὶ ὁ ἴδιος. Ὁδηγεῖ τὶς καθημερινὲς διαπροσωπικές του σχέσεις σὲ ἀδιέξοδο καὶ διάλυση. Ποιά, ἄραγε, ἀνθρώπινη σχέση δὲν περνάει κρίση; Πῶς μποροῦμε νὰ κρατήσουμε ἀδιάσπαστη τὴ συζυγία, τὴν οἰκογένεια, τὴ φιλία, τὴ συνεργασία; Πῶς μποροῦμε νὰ διαφυλάξουμε τὴν ἀνθρώπινη σχέση καὶ τὸν πνευματικὸ σύνδεσμο, ὥστε νὰ μὴν παγώσουν καὶ διαλυθοῦν, ἂν δὲν μάθουμε νὰ συγχωροῦμε;
Ὁ δυνατὸς λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καὶ πάλι μᾶς καθοδηγεῖ: «Ἔχεις ἀδικηθεῖ πολὺ καὶ στερήθηκες πολλὰ ἐξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες καὶ ζημιώθηκες σὲ πολὺ σοβαρὰ θέματά σου καὶ γι’ αὐτὸ θέλεις νὰ δεῖς νὰ τιμωρεῖται ὁ ἀδελφός σου; Καὶ ἐδῶ πάλι εἶναι χρήσιμο νὰ τὸν συγχωρήσεις. Γιατί, ἐὰν θελήσεις ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ἐκδικηθεῖς καὶ νὰ ἐπιτεθεῖς ἐναντίον του εἴτε μὲ τὰ λόγια σου, εἴτε μὲ κάποια ἐνέργειά σου, ἤ μὲ τὴν κατάρα σου, ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπέμβει κατ’ αὐτοῦ -ἐφόσον ἐσὺ ἀνέλαβες τὴν τιμωρία του- ἀλλὰ ἐπιπλέον θὰ σὲ τιμωρήσει ὡς θεομάχο. Ἄφησε τὰ πράγματα στὸν Θεό. Αὐτὸς θὰ τὰ τακτοποιήσει πολὺ καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι ἐσὺ θέλεις».
Καὶ ὅμως, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, συχνὰ διαπιστώνουμε πόσο ἀβυσσαλέο εἶναι τὸ μίσος καὶ οἱ κακίες μας. Πόσο βαθιὰ ριζωμένα εἶναι στὴν καρδιά μας τὰ πάθη καὶ οἱ ἀδυναμίες μας. Ἐδῶ ἀκριβῶς κατανοοῦμε τὴν οὐσία καὶ τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ. Συνειδητοποιοῦμε ὅτι, ὅσο καὶ ἂν προσπαθήσουμε, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὸ κακὸ μόνοι μας. Μόνο ἂν στραφοῦμε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, ἂν τοῦ ζητήσουμε μὲ πίστη τὸ ἔλεος καὶ τὴ χάρη Του, θὰ συγχωρεθοῦμε καὶ θὰ συγχωρέσουμε, θὰ πάρουμε τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφεση, καὶ θὰ ζήσουμε τὴ λύτρωση. Ἀμήν.
9.
Κυριακὴ τῆς Συγγνώμης
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Oἱ ἑβδομάδες ποὺ προηγήθηκαν τῆς Κυριακῆς τῆς Συγγνώμης εἶναι ἑβδομάδες ὅπου μέσα ἀπὸ ἱστορίες ἤ παραβολὲς, ἐμφανιζόμαστε μὲ τὰ βασικὰ ἁμαρτήματα μας, τὴν αἰτία τῆς πτώσης μας.
Τούτη τὴν περίοδο θὰ ἔπρεπε νὰ εἴχαμε ἐξετάσει σὲ βάθος τὸν ἑαυτό μας· νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε μὲ φρίκη γιὰ ὅ,τι δεχτήκαμε νὰ γίνουμε, ἄλλοτε μὲ πόνο γιὰ ὅ,τι ἔχει γίνει ὡς ἐπακόλουθο τῆς ζωῆς μας.
Καὶ τώρα φθάσαμε στὸ σημεῖο ποὺ καλεῖται Τεσσαρακοστή( Lent). Lent εἶναι μιὰ παλιὰ Ἀγγλικὴ λέξη ποὺ ἔχει τὶς ρίζες της στὴν Γερμανικὴ γλώσσα καὶ σημαίνει ἄνοιξη, τὸ ξύπνημα τῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι πιὰ ἡ περίοδος ποὺ μᾶς παραχωρήθηκε γιὰ μετάνοια. Εἶναι καιρὸς ποὺ ἐφόσον ἔχουμε μετανοήσει, θὰ μποροῦμε μαζὶ νὰ κινηθοῦμε πρὸς ἕνα μονοπάτι ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει, μέσα ἀπὸ τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων, πρῶτα στὸν Γολγοθᾶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἐκεῖ νὰ δοῦμε ποιὲς εἶναι οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτωλότητας μας· ἐπειδὴ, καθὼς διαβάζουμε στὸν βίο ἑνὸς ἁγίου, στὴν ἀπάντηση ἑνὸς ἱερέα ποὺ παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸ νὰ τιμωρήσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς, ὁ Κύριος τοῦ παρουσιάστηκε καὶ εἶπε· «Ποτὲ νὰ μὴν τὸ ζητᾶς αὐτὸ. Ἀκόμα κι ἄν ὑπῆρχε μόνο ἕνας ἁμαρτωλὸς στὸν κόσμο, θὰ γινόμουν ξανὰ ἄνθρωπος, καὶ θὰ πέθαινα πάλι στὸ σταυρὸ γιὰ νὰ σωθεῖ ἐκεῖνος.»
Ὅταν θὰ σταθοῦμε μαζὶ δίπλα στὸ Σταυρό, τὸ βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης, ἤ δίπλα στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ τὴν Μ. Παρασκευή, πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι αὐτὸ συνέβη γιὰ τὸν καθένα μας, – ὄχι γιὰ τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθένα μας. Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς καὶ πρέπει ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ παρουσιαστοῦμε ἔτσι ποὺ νὰ Τοῦ δείξουμε ὅτι δὲν πέθανε μάταια ἐπάνω στὸν σταυρό. Καὶ τότε νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὴν Ἀνάσταση μὲ ἀγαλλίαση, μ’εὐγνωμοσύνη, ἀλλὰ ἐπίσης ἀνανεωμένοι, ν’ ἀποκτήσουμε νέα ὕπαρξη – ὄχι τέλεια, ἐπειδὴ ἔχουμε καιρὸ μπροστὰ μας ν’ ἀκολουθοῦμε τὸ ἴδιο μονοπάτι, βῆμα-βῆμα, ξανὰ καὶ ξανά, μέχρι νὰ ὡριμάσουμε καὶ νὰ μπορέσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Σήμερα θὰ ζητήσουμε συγχώρηση ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Αὐτὸ εἶναι κάτι ἀπραγματοποίητο, ἄν φανταστοῦμε ὅτι μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὸν καθένα ποὺ μᾶς πλήγωσε, μᾶς τραυμάτισε, ποὺ κάποτε κατέστρεψε τὴ ζωή μας καὶ νὰ ποῦμε˙ « Ἄς συμφωνήσουμε ὅτι ὁ τρόμος ποὺ ἔφερες στὴ ζωή μου, δὲν ὑπάρχει πλέον. Σὲ συγχωρῶ, πήγαινε ἀναπαυμένος.»
Δὲν εἴμαστε ἀρκετὰ ὥριμοι γι’ αὐτὸ. Οἱ μάρτυρες ἦταν ἱκανοὶ˙ ἐμεῖς ὄχι. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ποὺ μπορεῖ ὁ καθένας μας νὰ κάνει, εἶναι νὰ πεῖ˙ «ἐπειδὴ σὲ ἀγάπησε τόσο ὁ Χριστὸς, ὥστε νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ ζήσει, νὰ διδάξει καὶ νὰ πεθάνει γιὰ σένα, σέ δέχομαι ὅπως εἶσαι. Πραγματικά, θὰ ἤμουν τόσο χαρούμενος, ἄν ἤσουν διαφορετικὸς, ἄν δὲν ἤσουν σταυρὸς στοὺς ὤμους μου, πληγὴ στὴν καρδιά μου, τρόμος στὴ ζωή μου, ταπείνωση. Ἀλλὰ ἔχουμε ἀκόμα καιρὸ μπροστά μας, καὶ τώρα σὲ δέχομαι ὅπως εἶσαι, καὶ θὰ σὲ σηκώσω στοὺς ὤμους, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος˙ «Νὰ φέρετε ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου, ἐπειδὴ ἔτσι θὰ ἐκπληρώσετε τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ.»
Καὶ φέρω τὸ βάρος τοῦ ἄλλου σημαίνει, πρῶτα πρῶτα, ἀποδέχομαι τὸν πλησίον μου ὅπως εἶναι, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι τὰ πράγματα θ’ ἀλλάξουν, κάνοντας προσευχὴ ὅπως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μεταμορφώσει, ν’ ἀλλάξει αὐτὸ τὸ πρόσωπο – ἀλλὰ ἐπίσης κι ἐμένα, ἐπειδὴ πῶς μπορῶ νὰ κρίνω τὶς ἁμαρτίες ἄλλων, ἐνῶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἐνῶ εἶμαι πειρασμὸς, πληγὴ στὴ ζωὴ τόσων ἄλλων ἀνθρώπων;
Ἄς κάνουμε αὐτὴ τὴν προσπάθεια. Ὅταν ποῦμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον: «Συγχώρα με», ἄν πεῖτε, «ναὶ, σὲ συγχωρῶ», δὲν σημαίνει ὅτι κάθε τι κακὸ ἀνάμεσα μας ἔχει διαγραφεῖ, δὲν ὑπάρχει πλέον. Ἀλλὰ σημαίνει˙ «Σὲ δέχομαι ὅπως εἶσαι, μὲ τὶς ἁμαρτίες σου, πληγὴ στὴ σάρκα μου, πρόβλημα γιὰ τὴ ζωή μου – ἀλλὰ σὲ ἀποδέχομαι καὶ θὰ βαστάξω τὴ δοκιμασία μου καὶ σένα, γιὰ ὅλη μου τὴ ζωή, καὶ θὰ προσεύχομαι νὰ σ’ εὐλογεῖ ὁ Θεὸς καὶ νὰ μᾶς θεραπεύσει καὶ τοὺς δύο, μέχρι ποὺ νὰ φτάσω νὰ μὴν εἶμαι πειρασμὸς γιὰ σένα, αἰτία τῆς πτώσης σου.
Ἄς προσευχηθοῦμε λοιπὸν μαζὶ στὴ διάρκεια τούτης τῆς λειτουργίας, μετανοώντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γι΄ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ γιὰ ὅ,τι ἤμασταν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φέρουμε κοντά στὸν Θεὸ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Ἡ πορεία μας πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, πρὸς τὴν ἀνάσταση, μοιάζει μὲ τοὺς ταξιδιῶτες ποὺ ἐπιβιβάζονται στὸ ἴδιο πλοῖο, ὅπως ἔγραψε ἕνας ἀρχαῖος συγγραφέας. Δὲν θὰ φτάσουν ποτὲ ἀσφαλεῖς, ἄν μεταξύ τους ὑπάρχουν διαμάχες, ἄν δὲν εἶναι ἕνα. Ἄς γίνουμε ἕνα, «Ναὶ, σὲ συγχωρῶ,» σημαίνει, «Σὲ δέχομαι, ὅπως εἶσαι, μὲ τὶς ὅποιες συνέπειες. Σὲ δέχομαι, καὶ προσφέρω τὴ ζωή μου ἀντάλλαγμα γιὰ τὴ δική σου.» Ἀμήν.
10.
Η ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μία διάχυτη απαισιοδοξία. Μόνο τα παιδιά και οι έφηβοι, οι οποίοι είναι στραμμένοι στον δικό τους κόσμο, κρατούνε μία νότα ευχάριστης αφέλειας που τους οδηγεί στο να είναι ήσυχοι για το μέλλον τους. Οι υπόλοιποι έχουμε μέσα μας μία κρυφή ή μία φανερή αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι. Παρότι ο πολιτισμός μας μάς κρατά δεμένους με το σήμερα, χάρις στην δύναμη της τεχνολογίας, τις πολλαπλές επιλογές ο χρόνος μας να γεμίζει με την βοήθεια των ΜΜΕ και του Διαδικτύου, για να μην προλαβαίνουμε ούτε να βαρεθούμε ούτε να σκεφτούμε, εντούτοις στο βάθος της ύπαρξής μας μνήμες, συγκρίσεις, λογισμοί δεν μας επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι για το αύριο. Είτε η κρίση, είτε η ανεργία, είτε η υγεία, είτε η αγωνία για τα παιδιά μας, είτε ο θάνατος που χωρίς να το καταλαβαίνουμε πλησιάζει, φανερά ή αδιόρατα, καθώς προχωρούμε εν χρόνω, μας κάνουν να δυσκολευόμαστε να χαμογελάσουμε, να ηρεμήσουμε, να κοιμηθούμε. Η μελαγχολία επιτείνεται από το γεγονός ότι δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε, με την έννοια του να βγούμε από τον εαυτό μας. Να αφεθούμε στις σχέσεις μας τόσο με τον Θεό όσο και τον πλησίον μας, μια και το πρότυπο ζωής το οποίο έχουμε υιοθετήσει είναι εγωκεντρικό. Οι άλλοι πρέπει να έρθουν σε μας. Οι άλλοι πρέπει να μας αγαπήσουν για την μοναδικότητά μας. Και όσο δεν το βλέπουμε αυτό, τόσο αρνούμαστε να τους αγαπήσουμε. Αρνούμαστε να γίνουμε «τα κορόιδα» που προσφέρουν και προσφέρονται, που κουράζονται για να μην λαμβάνουν τίποτα.
Σ’ αυτή την περίοδο της απαισιοδοξίας έρχεται η Εκκλησία μας να αντιτάξει την ευλογία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Να ζητήσει από εμάς να αναφωνήσουμε μαζί με τον απόστολο Παύλο: «νυν εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν» (Ρωμ. 13,11). «Τώρα η τελική σωτηρία βρίσκεται πιο κοντά μας παρά τότε που πιστέψαμε». Η Εκκλησία έρχεται να μοιραστεί μαζί μας την αισιοδοξία που αυτή η περίοδος φέρνει, παρότι για πολλούς, επειδή προηγείται ο βαρύς κόπος της νηστείας, της προσευχής, της εγκράτειας, του αγώνα εναντίον της κατάκρισης, υπάρχει ένα αίσθημα πένθους και σχετικής μελαγχολίας. Δεν είναι όμως έτσι. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή δεν είναι μόνο στροφή στον εαυτό μας, προτροπή για σχετική ησυχία μέσα από τις ωραίες ακολουθίες, στις οποίες δεν δεσπόζουν τόσο οι μελωδίες των ύμνων, αλλά ο λόγος διά των αναγνωσμάτων. Είναι και μία γλυκιά χαρά, η οποία πηγάζει και από τον αποστολικό λόγο.
Σωζόμαστε από την απαισιοδοξία των καιρών μας διότι αισθανόμαστε στην εκκλησιαστική ζωή ότι ο Θεός είναι Αυτός που μας μας σώζει! Αυτόν αναζητούμε στην Σαρακοστή. Αυτόν που έγινε άνθρωπος για μας και είδε τα βάσανα και τους κόπους μας, την ήττα μας από την αμαρτία, τον διάβολο, την φθορά, τον θάνατο και συνέπαθε με μας. Άφησε και Αυτός τον εαυτό Του να ηττηθεί από τον πόνο και τον θάνατο, αλλά μας έδειξε ότι πιστεύοντας δεν νικιόμαστε από την αμαρτία. Γιατί αυτή είναι που μας καταβάλλει. Το να μην πράττουμε το θέλημα του Θεού, το να μην αγαπούμε τους ανθρώπους, το να μην χαιρόμαστε που ο Θεός είναι κοντά μας, όσο βάρος κι αν προσθέτουν οι περιστάσεις της ζωής. Το να μην γευόμαστε την χάρη της μετάνοιας, που αλλάζει την ζωή μας. Το να μην είμαστε ενταγμένοι στην ζωή της Εκκλησίας, αλλά να βλέπουμε την πίστη ως μία ιδεολογική πεποίθηση, η οποία υπάρχει για το άτομό μας, όχι όμως για να μας κάνει να συναντούμε τους άλλους, για να τους αγαπήσουμε και να τους συγχωρήσουμε.
Σωζόμαστε από την απαισιοδοξία των καιρών μας όταν φεύγουμε από το χτες, από το «τότε που πιστέψαμε», αλλά και από κάθε χτες. Από όσα χάσαμε και θα θέλαμε να ξανα-έχουμε. Από τα όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν. Από τις σχέσεις που δεν προχώρησαν. Από τα λάθη που δεν αποφύγαμε. Από τα «και αν» που μας καθηλώνουν στο παρελθόν και από τα «γιατί;» που δεν μας αφήνουν να δούμε ότι η ζωή είναι πορεία. Ότι δεν είναι ο θάνατος στον οποίο πλησιάζουμε, αλλά ο Χριστός που μας περιμένει για να μας δώσει την ανάσταση και την ζωή. Ότι οι άλλοι δεν είναι αυτοί που μας υπονομεύουν, οι εχθροί μας, ακόμη κι αν φέρονται έτσι, αλλά αυτοί που καλούμαστε να κερδίσουμε με την αγάπη, με την καλοσύνη, με την ευγένεια, την υπομονή. Με τον τρόπο δηλαδή της αρετής και όχι την εκδίκηση και το αίσθημα της δικαιοσύνης. Ή, εκεί όπου δεν υπάρχει άλλος δρόμος, μέσα από τις δυνατότητες που η κοινωνία μας μάς δίνει, χωρίς όμως κακία και εμπάθεια. Οι εμπειρίες του χτες είναι πολύτιμη πρώτη ύλη, όχι για να μας καθηλώσουν, αλλά για να μας απελευθερώσουν. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την πίστη και την ζωή της Εκκλησίας.
Σωζόμαστε από την απαισιοδοξία των καιρών μας όταν αισθανόμαστε ότι όλα είναι «εγγύτερον» στον άνθρωπο ο οποίος τα έχει βρει με τον εαυτό του, έχει βρει το νόημά του, ξέρει γιατί και προς Ποιον πορεύεται. Αν πιστέψουμε ότι ο Κύριος είναι εγγύς, αν εμείς παίρνουμε την απόφαση να Τον πλησιάσουμε μέσα από την ασκητική ζωή της πίστης μας, μέσα από το ιλαρό πρόσωπο που ξέρει να αγαπά και να χαίρεται την παρουσία των ανθρώπων, που δεν ασκημίζει την ύπαρξη του με κακίες και αμαρτίες, που δεν το τρώνε οι λογισμοί, τότε η σωτηρία έχει έρθει. Οι περιστάσεις της ζωής δεν μας γεμίζουν με αγωνία. Η κρίση των καιρών δεν μας αφήνει άπιστους στην πρόνοια και την βοήθεια του Θεού. Η πίστη μας οδηγεί να σκεφτούμε και να ζήσουμε ότι μπορούμε να διαχειριστούμε οποιαδήποτε δυσκολία, προσαρμόζοντας τον εαυτό μας στις εναλλαγές, αποδεχόμενοι ταπεινά ό,τι δεν μπορούμε να αλλάξουμε, αλλά και κάνοντας καινούργιες αρχές εκεί όπου μπορούμε. Και τότε εγγύτερον η Αλήθεια, εγγύτερον η Ελπίδα, εγγύτερον η Συνάντηση με Εκείνον που μας αγαπά.
Ο χριστιανός παλεύει διά της πίστεως και διά της ζωής της Εκκλησίας να μην καταβληθεί από την όποια απαισιοδοξία του κόσμου. Βοηθός είναι ο Θεός, αλλά και οι αδελφοί μας στην σύναξη της εκκλησιαστικής μας κοινότητας. Ας παλέψουμε πνευματικά και ας ανοιχτούμε καρδιακά τώρα που αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και η ημέρα της ανάστασης έρχεται! Μαζί με τον Χριστό, ο Οποίος μας αγαπά και μας δίνεται κάθε στιγμή, για να μην μετράμε την ζωή μας με την κοσμική επιτυχία ή αποτυχία, αλλά με την χαρά που γεννά η δική Του αγάπη.
Κέρκυρα, 18 Φεβρουαρίου 2018