π. Δημητρίου Μπόκου

πατριάρχης ακβ συναισθανόμενος τ τέλος του κάλεσε κοντά του τος δώδεκα γιούς του. «Συναχθτε γύρω μου, επε, γι ν σς ναγγείλω τί πρόκειται ν σς συμβε μέχρι τ τέλος το κόσμου». φο συγκεντρώθηκαν λοι, ρχισε π τν μεγαλύτερο, τν Ρουβήν, ν τος ελογε κα ν προφητεύει μ τν φωτισμ το Θεο τ μέλλοντα. 

διαίτερη ελογία δωσε στν τέταρτο γιό του, τν ούδα: «ούδα, θ σ μνήσουν ο δελφοί σου. δύναμή σου θ εναι σχυρ πάνω στος χθρούς σου. Ο πόγονοι το πατέρα σου θ σ προσκυνήσουν. Εσαι σκύμνος λέοντα (νεαρ λιοντάρι), ούδα. π βλαστ φύτρωσες, γιέ μου. Ξάπλωσες κα κοιμήθηκες πως κοιμται λέοντας κα σκύμνος. Ποις τολμάει ν τν πλησιάσει γι ν τν ξυπνήσει; Δν θ λείψει ρχοντας π τ φυλ το ούδα κα ρχηγς π τος πογόνους του, σπου ν λθει κενος στν ποο πόκεινται (λες) ο ξουσίες κα ατς θ εναι προσδοκία τν θνν» (Γεν. 449, 1-10). 

Μ τ λόγια του ατ ακβ προφητεύει λοκάθαρα τν προέλευση το Μεσσία π τ φυλ το ούδα. Κλάδοι το γενεαλογικο του δένδρου ταν ο κατ σάρκα πρόγονοι το Χριστο, μ ξέχοντα τν κλεκτ το Θεο βασιλι Δαυδ. τσι λοιπν «ρχων κα γούμενος» δν λειψαν ποτ π τ φυλ το ούδα, μέχρις του λθε Χριστός, γι τν ποο μιλοσαν λες ο προφητεες κα ποος ταν λπίδα κα προσδοκία λων τν θνν. 

Μόνο κατ τν καιρ «τς π γς παρουσίας» του, ταν λθε πλέον ν γεννηθε ς «Θες σχυρός, ξουσιαστής, ρχων ερήνης, πατρ το μέλλοντος αἰῶνος» Χριστς (σ. 9,6), λειψαν π τος ουδαίους ο ρχοντες κα βασίλευσε τότε ρώδης, δουμαος τν καταγωγ κα χι ουδαος, π τν σκάλωνα τς Παλαιστίνης. 

Στν κπλήρωση τς προφητείας το ακβ ναφέρεται τ α΄ τροπάριο τς δ΄ δς το α΄ κανόνα τς Γεννήσεως το Χριστο 

ν πάλαι προεπεν ακβ θνν πεκδοχήν, Χριστέ, φυλς ούδα ξανέτειλας…»): ξανέτειλες, Χριστέ, π τ φυλ το ούδα, σ γι τν ποο προφήτευσε τν παλαι καιρ ακώβ, τι πρόκειται ν γίνεις «πεκδοχή», λπίδα δηλαδ κα προσδοκία λων τν εδωλολατρικν θνν. 

ούδας ξιώθηκε, μετ τν πατέρα του ακώβ, ν γίνει ρίζα π’ τν ποία νέτειλε σν νθος Χριστός. Δν λαβαν λοι ο γιο το ακβ τν δια ελογία. Δν εχαν πιδείξει λοι νεπίληπτη συμπεριφορά. Μερικο (Ρουβήν, Συμεών, Λευ) εχαν περιπέσει σ βαρι μαρτήματα. Δν παρομοιάζεται μ φίδι πού, κρυμμένο στ δρόμο, παραμονεύει τν διερχόμενο καβαλλάρη.

καθένας λοιπν λαμβάνει κατ τν ξία του. ακώβ, ούδας, Δαυδ κα λλοι ξιώθηκαν ν γίνουν λαμπερο κρίκοι στν λυσίδα τν προπατόρων το Χριστο. Πάνω π’ λους βέβαια στέκει πανάχραντη μητέρα του, Παναγία, πο μ τν ξία της ξεπέρασε κάθε λλο δημιούργημα. 
Κα μως Χριστς δν δικε κανένα. Μς κάλεσε ν γίνουμε λοι κατ σάρκα συγγενες του: πραγματικ δέλφια κα μητέρα του. ν φαρμόσουμε τ θέλημά του (Ματθ. 12, 50). Τί μς μποδίζει λοιπν ν’ ρχίσουμε κι μες τ μυστικ κυοφορία το Χριστο, ν τν φήσουμε ν (δια)μορφωθε (Γαλ. 4, 19), ν γεννηθε, ν ζε γι πάντα μέσα μας;