1.

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Μέσα στὶς παραβολὲς ποὺ ἐδίδαξε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι καὶ ἡ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου, αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Θέλει νὰ μᾶς διδάξη ὁ Κύριος σὲ τούτη τὴν παραβολὴ πόσα κάνει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ πόσα προφασίζονται οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ μὴ σωθοῦνε, γιατί δὲν καταλαβαίνουνε καὶ δὲν ἐκτιμοῦνε τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς σωτηρίας δὲ θὰ καθίσουν ὅλοι κι ἂς τοὺς καλῆ ὅλους ὁ Θεός· γιατί κι ἂν εἶναι ὅλοι καλεσμένοι, μὰ δὲν εἶναι ὅλοι ἄξιοι καὶ διαλεχτοί. Οἱ διάλεχτοι εἶναι πάντα λίγοι. Ἂς ἀκούσουμε τὴν παραβολὴ στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Εἶπεν ὁ Κύριος ἐτούτη τὴν παραβολή. Ἕνας ἄνθρωπος ἔκαμε τραπέζι μεγάλο καὶ κάλεσε πολλούς. Κι ἔστειλε τὸν ὑπηρέτη του τὴν ὥρα τοῦ τραπεζιοῦ νὰ πῆ στοὺς καλεσμένους. Ἐλᾶτε, γιατί ὅλα εἶν’ ἕτοιμα. Κι ἄρχισαν ὅλοι σὰν συνεννοημένοι νὰ ξεφεύγουν. Ὁ πρῶτος εἶπε· ἀγόρασα χωράφι κι ἔχω ἀνάγκη νὰ βγῶ νὰ τὸ δῶ· σὲ παρακαλῶ, βγάλε με ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση. Κι ἄλλος εἶπε· ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω· σὲ παρακαλῶ, βγάλε μ῝ε ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση. Κι ἄλλος εἶπε· ἔκαμα τὸ γάμο μου καὶ γι’ αὐτὸ δὲ μπορῶ νὰ ‘ρθω. Καὶ παρουσιάσθηκε ὁ ὑπηρέτης ἐκεῖνος καὶ τὰ εἶπε τοῦτα στὸν Κύριό του. Τότε ὠργίσθηκε ὁ Κύριος κι εἶπε στὸν ὑπηρέτη του. Ἔβγα γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῆς πόλεως καὶ τοὺς φτωχοὺς καὶ σακάτηδες καὶ κουτσοὺς καὶ στραβοὺς φέρε τους ἐδῶ μέσα. Κι εἶπε ὁ ὑπηρέτης· Κύριε, ἔγινε ὅπως διάταξες κι ἀκόμα ὑπάρχει τόπος. Κι εἶπε ὁ Κύριος στὸν ὑπηρέτη· ἔβγα στὶς στράτες καὶ τὰ μονοπάτια κι ἀνάγκασε νὰ μποῦνε καὶ νὰ γεμίση τὸ σπίτι μου. Σᾶς λέγω λοιπὸν πὼς κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τοὺς καλεσμένους δὲ θὰ φάγη ἀπὸ τὸ τραπέζι μου. Γιατί πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, μὰ λίγοι εἶναι oἱ διαλεχτοί.

Ἐτούτη τὴν παραβολή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν εἶπε πρῶτ’ ἀρχὴ γιὰ τοὺς Ἑβραίους. Οἱ Ἑβραῖοι μὲ διάφορες προφάσεις δὲν ἄκουσαν καὶ περιφρόνησαν τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοὺς Προφῆτες καὶ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Ἀποστόλους δὲν τοὺς ἄκουσαν οἱ Ἑβραῖοι, κι ὄχι μόνο δὲν τοὺς ἄκουσαν, μὰ καὶ τοὺς ἐδίωξαν.

Μὰ ἂς ἀφήσουμε τώρα τοὺς Ἑβραίους κι ἂς ἔρθουμε σὲ μᾶς· γιατί ἡ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ἔχει ἐφαρμογὴ σὲ κάθε λαὸ καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὁ Θεὸς τὸν καλεῖ στὴ βασιλεία του κι ἐκεῖνος ξεφεύγει μὲ διάφορες προφάσεις. Στὸ τέλος θὰ βρεθοῦν νὰ ‘ναι ὅλοι καλεσμένοι, γιὰ νὰ μὴν πῆ κανεὶς πὼς δὲν τὸν κάλεσε ὁ Θεός, μὰ θὰ φανῆ πὼς ὅλοι δὲν ἦσαν ἄξιοι γιὰ τέτοιο κάλεσμα. Δὲν τὸ κατάλαβαν καὶ δὲν τὸ πρόσεξαν, ἦταν τὸ μυαλό τους κι ἡ καρδιὰ τους ἀλλοῦ, καὶ στοὺς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, ποὺ καλοῦνε τὸν κόσμο στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς σωτηρίας, ἀπάντησαν μὲ τὰ ἴδια λόγια τῆς παραβολῆς· «Σὲ παρακαλῶ, ἄφησέ με ἥσυχο». Ἄφησέ με ἥσυχο λένε καὶ σήμερα πολλοί, ὅταν τοὺς μιλῆς γιὰ τὴν ψυχή τους, γιὰ τὴ σωτηρία τους καὶ γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτά, λένε, εἶναι γιὰ τοὺς καλογέρους· σάμπως μόνο οἱ καλόγεροι ἔχουν ψυχὴ καὶ μόνο ἐκεῖνοι πρέπει νὰ σκεφθοῦνε γιὰ τὴ σωτηρία τους.

Μὰ θ’ ἀφήσουμε ὅλες τὶς ἄλλες προφάσεις καὶ θὰ μιλήσουμε σήμερα γιὰ μιὰ μόνο πρόφαση. Ὅλες τὶς προφάσεις μᾶς τὶς βάζει στὸ μυαλό μας ὁ διάβολος, ποὺ εἶναι μεγάλος τεχνίτης γιὰ νὰ μᾶς πλανάη ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας μας. Μὰ τούτη ἡ πρόφαση, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε σήμερα, εἶναι ἡ πιὸ ἁμαρτωλὴ κι ἂς φαίνεται πὼς εἶναι τάχα φόβος Θεοῦ καὶ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας μας. Εἶναι ἡ σατανικὴ εὐλάβεια, καθὼς τὴ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Γι’ αὐτὴ τὴ σατανικὴ εὐλάβεια πρέπει νὰ ποῦμε σήμερα, γιατί τὸ μεγάλο δεῖπνο, ποὺ λέγει ὁ Χριστὸς στὴν παραβολή, εἶναι ἡ θεία Κοινωνία καὶ τώρα εἶναι οἱ μέρες ποὺ οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ κοινωνήσουν.

Κάμποσοι λοιπὸν λένε· «Δὲν πάω νὰ κοινωνήσω, γιατ’ εἶμαι ἁμαρτωλός». Αὐτὴ εἶναι ἡ σατανικὴ εὐλάβεια, ἡ ἁμαρτωλὴ πρόφαση ποὺ βάζει στὸ μυαλὸ καὶ στὸ στόμα τῶν χριστιανῶν ὁ διάβολος γιὰ νὰ μὴν κοινωνήσουν. Ἔτσι τοὺς κερδίζει καὶ τοὺς κρατάει μακρυὰ ἀπὸ τὸ δεῖπνο καὶ τὸ τραπέζι τοῦ Θεοῦ, μακρυὰ δηλαδὴ κι ἔξω ἀπὸ τὴ σωτηρία τους. Ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε πὼς χωρὶς τὸ σῶμα του καὶ τὸ αἷμα του δὲ μποροῦμε νὰ ‘χουμε ζωὴ αἰώνιο, γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ μεταλαβαίνουμε, ἔστω τέσσερις φορὲς τὸ χρόνο, μιὰ καὶ δὲ μάθαμε νὰ μεταλαβαίνουμε κάθε ποὺ γίνεται ἡ θεία Λειτουργία. Κι ἂν καταλαβαίνουμε πὼς εἴμαστε ἁμαρτωλοί, νὰ μετανοήσουμε λοιπὸν καὶ νὰ ξομολογηθοῦμε. Ὅποιος θέλει τὴ σωτηρία του ξέρει πὼς πρέπει νὰ μεταλαβαίνη, κι ὅποιος καταλαβαίνει πὼς εἶναι ἁμαρτωλὸς μετανοεῖ καὶ πάει καὶ ξομολογιέται. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι ἁμαρτωλὴ πρόφαση καὶ σατανικὴ εὐλάβεια.

Μὰ ἡ πρόφαση, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲ σταματάει ἐδῶ· πάει ἀκόμα πιὸ πέρα, γιατί ὅταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ξεστρατίση κι ἀρχίση νὰ προφασίζεται, δὲν ἔχει σταμάτημα. Εἶναι λοιπὸν πολλοὶ ποὺ λένε· «Τί χρειάζεται νὰ μεταλαβαίνης; Νὰ ‘σαι καλὸς ἄνθρωπος· αὐτὸ εἶν’ ὅλο». Μὰ τί θὰ πῆ, χριστιανοί μου, καλὸς ἄνθρωπος καὶ πῶς γίνεσαι καλὸς ἄνθρωπος; Καλὸς ἄνθρωπος εἶναι ὅποιος ἔχει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν ἔχει ὅποιος μεταλαβαίνει. Ἔξω ἀπὸ τὴ θεία χάρη δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ καλωσύνη κι ἔξω ἀπὸ τὴ θεία Μετάληψη καὶ τ’ ἄλλα ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ὑπάρχει θεία χάρη. Ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος τάχα καλοὺς ἀνθρώπους, μὰ καλοὶ δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἐκεῖνοι ποὺ μετανοοῦν, ποὺ ξομολογιοῦνται, ποὺ μεταλαβαίνουν. Ἐτοῦτοι μὲ μιὰ λέξη λέγονται χαριτωμένοι. Ἐμεῖς χαριτωμένους λέμε τοὺς ὄμορφους καὶ τοὺς εὐχάριστους, μὰ πραγματικὰ χαριτωμένοι εἶναι ὅσοι ἔχουνε μέσα τους τὴ θεία χάρη.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Μεγάλη μας τιμὴ ποὺ μᾶς κάλεσε ὁ Θεός, ποὺ βρεθήκαμε νὰ ‘μαστε χριστιανοί. Μὰ ἐτοῦτο δὲ φτάνει· πρέπει ν’ ἀνταποκριθοῦμε στὸ κάλεσμα καὶ νὰ δείξουμε πὼς εἴμαστε ἄξιοι γιὰ τέτοια τιμή. Δὲ φτάνει πὼς εἴμαστε καλεσμένοι, πρέπει νὰ ‘μαστε καὶ διαλεχτοί. Νὰ προσέλθουμε χωρὶς πρόφαση στὴν τράπεζα τῆς θείας Κοινωνίας, γιὰ νὰ ‘χουμε θέση καὶ στὸ μεγάλο δεῖπνο τῆς θείας βασιλείας. Ἀμήν.

2.

Τὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

(Ματθ.22.1-14 καὶ Λκ. 14.16-24)
Ἂς μελετήσουμε γιὰ λίγα λεπτὰ τὴν παραβολὴ αὐτή.

Κάποιος ἄνθρωπος προσκάλεσε σὲ δεῖπνο αὐτοὺς ποὺ φαινόντουσαν νὰ εἶναι οἱ πιὸ ἀγαπημένοι φίλοι του γιὰ νὰ περάσουν λίγες ὧρες μέσα στὴ δική του χαρά. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὁ ἕνας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλο περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή του, ὁ καθένας καὶ γιὰ τὸ δικό του λόγο. Ὁ ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕνα κομμάτι γῆς, εἶχε ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ, τὸ κατεῖχε, εἶχε γίνει ὁ ἰδιοκτήτης καὶ δὲν εἶχε πιὰ τὸν καιρὸ νὰ μοιραστεῖ τὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου – εἶχε τὴ δική του.

Ἕνας ἄλλος εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ εἶχε δουλειά, εἶχε ἔργο σοβαρὸ στὴ ζωή, ἦταν πολὺ ἀπασχολημένος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ξεχαστεῖ στὶς γιορτὲς ἑνὸς ἄλλου, νὰ κάθεται ἀργὸς στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε πάνω στὴ γῆ τὴ δική του δημιουργικὴ ἀπασχόληση.

Κάποιος τρίτος εἶχε παντρευτεῖ, εἶχε βρεῖ τὴν προσωπική του χαρὰ καὶ δὲ γνοιαζόταν γιὰ τὴ γιορτὴ ἑνὸς φίλου.

Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι γύρισαν τὴν πλάτη στὸ φίλο τους γιατί ὁ καθένας εἶχε βρεῖ καὶ κάτι τὸ ὁποῖο τὸν ἀπορροφοῦσε περισσότερο ἀπὸ τὴ φιλία, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀφοσίωση.

Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ δική μας ἡ μοῖρα; Ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ νὰ μοιραστοῦμε τὴν ἴδια ζωὴ μ’ Ἐκεῖνον, τὴ δική Του ζωή, τὴν αἰώνια, οὐράνια ζωὴ καὶ ἑπομένως καὶ τὴν αἰώνια εὐφροσύνη. Κι ἐμεῖς λέμε: «Ναὶ Κύριε, θὰ ἔλθουμε, θὰ ἔλθουμε ὅμως ὅταν δὲ θὰ ἔχουμε πιὰ τίποτα νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ· ὅσο ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει μιὰ λωρίδα γῆς στὴν ὁποία εἶναι δυνατὸ νὰ προσκολληθοῦμε ἢ κάτι νὰ κάνουμε ποὺ νὰ μᾶς ἀπορροφᾶ καὶ νὰ μᾶς μεθάει, ὅσο ἔχουμε τὴ δική μας χαρά, μικρὴ ἴσως ἀλλὰ δική μας, δὲν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴ δική σου χαρά. Ὅταν θὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ φύγουν αὐτὰ τὰ τερπνὰ ἴσως νὰ θυμηθοῦμε ὅτι μᾶς ἔχεις προσκαλέσει. Ἴσως, ὅταν τίποτα δὲ θὰ μᾶς ἔχει ἀπομείνει, νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε αὐτὸ ποὺ ἀνήκει σὲ κάποιον ἄλλο – τὸ δικό Σου».

Δὲν εἶναι τέτοιος ὀ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε; Ὁ καθένας μας ἔχει δώσει τὴν καρδιά του σὲ κάτι, εἶναι μπλεγμένος καὶ μεθυσμένος μὲ κάποιο πράγμα, ὁ καθένας ἀναζητεῖ τὴ δική του εὐχαρίστηση, ἡ ζωὴ ὅμως περνᾶ καὶ ὁ Κύριος ἔχει ἔλθει πάνω στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴ δική Του χαρά. Ἦλθε μέσα στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε τόσο ποὺ ἂν μόνο ἤμασταν μαζί Του θὰ ‘τανε ὅλος δικός μας· ὄχι πὼς θὰ τὸν θεωρούσαμε κτῆμα μας μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ κτηματίας αἰσθάνεται τὴν ἰδιοκτησία τῆς γῆς ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἕνας καλλιτέχνης βλέπει τὴν ὀμορφιὰ καὶ μπορεῖ νὰ χαίρεται, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀρπακτικότητα.

Ὁ Κύριος ἔχει μπεῖ στὴ ζωὴ καὶ ἐκτελεῖ ἕνα ἔργο στὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ νὰ συμμετάσχουμε. Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι νὰ μεταμορφώσουμε τὴ ζωή, νὰ μεταμορφώσουμε τὸν κόσμο, νὰ μεταμορφώσουμε τὴ γῆ μας σὲ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ μεγαλοψυχία καὶ πλατειὰ ἀγάπη, ἀπαιτεῖ τὴν ἱκανότητα νὰ θεωροῦμε σὰν δική μας φροντίδα ὄχι μόνο τὴ δική μας ἐργασία ἀλλὰ καὶ ἐκείνη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ δικό μας ἔργο πρέπει οἱ ψυχές μας νὰ μεγαλώσουν, πρέπει νὰ μποροῦμε νὰ ξεχνᾶμε τὶς δικές μας μικρὲς ὑποθέσεις γιὰ χάρη τοῦ μεγάλου ἔργου τοῦ Θεοῦ. Ἡ κάθε καρδιὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ κάποιον, ὁ Κύριος ὅμως μᾶς λέει: «Ἡ καρδιὰ σας εἶναι πολὺ στενή, ἀνοῖξτε την πλατύτερα, ἀγαπῆστε συμπαθεῖς καὶ ἀσυμπαθεῖς, ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπημένους σας, ἀγαπᾶτε ὅμως καὶ τοὺς ξένους, ἀγαπᾶτε μὲ ἀγάπη δοσμένη, χωρὶς ἰδιοτέλεια, ξεχνώντας τοὺς ἑαυτούς σας».

Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι περιγράφονται στὴν παραβολὴ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ κάνουμε. Εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ξεχάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ περιμένουμε μέχρι ποὺ νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ ἐπίγεια χαρὰ πρὶν θυμηθοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐνῶ θὰ μπορούσαμε ἤδη νὰ ζούσαμε μέσα της, ἡ ζωὴ παρέρχεται κι ἐμεῖς ἀντιπαρερχόμαστε τὴ ζωή.

Ό Κύριος λέει: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6.33), δὲν προσθέτει ὅμως ὅτι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα τότε θὰ μᾶς ἀφαιρεθοῦν. Λέει ἀντίθετα: «ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Εἴμαστε ἀληθινὰ ἀνίκανοι νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δώσει ζωή, περίσσεια ζωῆς ὥστε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη νὰ μᾶς εἶναι ἀκριβή καὶ ὄχι μόνο μιὰ ἐλάχιστη γωνιά της, ὥστε νὰ ‘ ναι δικό μας ὁλόκληρο τὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ κόσμου κι ὁλόκληρο τὸ πεπρωμένο του, ὄχι ἁπλῶς τὸ κομματάκι ποὺ ἐμεῖς θὰ μπορέσουμε νὰ κατορθώσουμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σύντομης ἐπίγειάς μας ζωῆς; Δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν πιστέψουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μας ποὺ ἀγκαλιάζει τόσο λίγους ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ τοὺς στηρίξει τέλεια μόνο, ὅταν ξεχάσουμε τὴν ἰδιοκτησία καὶ θυμηθοῦμε τὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ;

3.

Ἐξαναγκασμός καὶ Ἐκκλησία (Λουκ. ιδ΄16-24)

Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)

 

Ἡ ἐποχή μας, ἄν καί διεκδικεῖ τήν κατοχύρωση ὅρων ἐλευθερίας καί δυνατότητας ἐπιλογῶν, χαρακτηρίζεται ἀπό στυγνό πειθαναγκασμό καί χειραγώγηση. Παρ’ ὅλους δέ τούς σχετικούς ἀγῶνες πολλῶν, μᾶλλον ἀποτυγχάνει τό ὅραμα τῆς ἐλευθερίας καί κυριαρχεῖ ἡ πραγματικότητα τοῦ ἐξαναγκασμοῦ. Στό ὄνομα ἰδεῶν, εὐγενῶν σκοπῶν, ἀκόμη καί θρησκειῶν, προκαλεῖται ὑποχρεωτικοτητα καί ἀσκεῖται ποικιλότροπη βία, εἴτε ἀπό φορεῖς τῆς ἐξουσίας πού ἐπικαλοῦνται βάσιμα ἤ καταχρηστικά τήν πρός τοῦτο ἁρμοδιότητά τους, εἴτε ἀπό φορεῖς πού διεκδικοῦν τήν ἐξουσία καί ἐπικαλοῦνται τό πρός τοῦτο δικαίωμά τους, εἴτε ἀπό ὁμάδες πού ἀντιστρατεύονται τήν ὅποιας μορφῆς ἐξουσία, ἀλλά ἐπικαλοῦνται τήν ἀνάγκη σύγκρουσης μαζί της γιά νά δικαιολογήσουν τίς ἐνέργειές τους. Ὅμως καί πέραν τῆς ἐξουσίας, ἀπό τό χρηματοοικονομικο πεδίο ἐκπηγάζει καταναγκασμός καί ὑποδούλωση, μέ κυρίαρχο προτάγμα τήν ὑποταγή τῶν πάντων στήν παραγωγή κερδῶν, δικαίωμα καί πρόσβαση στά ὁποῖα δέν ἔχουν ὅλοι μέ κριτήρια δικαιοσύνης καί ἠθικῆς, ἀλλά μέ ὅρους ζούγκλας. Καί στόν ἰδεολογικό στίβο ὅμως, ἡ ἰδεοληψία καί ἡ πεισματική ἐμμονή σέ θεωρήσεις καί πιστεύματα, ὁ ἐγκλωβισμός σέ ἀνεδαφικές ἡ οὐτοπικές ἰδέες, οἱ ἀγκυλώσεις τῆς ἡμιμάθειας καί τῆς στρατευμένης ἐκπαίδευσης, δέν προκαλοῦν καί δέν καλλιεργοῦν τίποτε ἄλλο παρά ἀντιπαλότητες, πού δέν ἐξελίσσονται σέ διάλογο, ἀλλά σέ πολλαπλές κοινωνικές πολώσεις, οἱ ὁποῖες μέ τή σειρά τούς συνεπιφέρουν συγκρούσεις μέ κύρια διεκδίκηση τήν ἐπιβολή καί τήν κυριαρχία, ἀποκλείοντας στόν ὁποῖο ἄλλο τή δυνατότητα ὕπαρξης.

Ὀφείλουμε ἐδῶ νά κάνουμε εἰδικό λόγο γιά τίς θρησκεῖες, μιᾶς πού ἀπό ὁρισμένα κέντρα ἐντέχνως καλλιεργεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ἔχουν τόν πρῶτο λόγο στόν πειθαναγκασμό καί τήν ἐπιβολή. Ὀφείλουμε νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι στό ὄνομα τοῦ ὅποιου θεοῦ ἔχουν διαπραχθεῖ φρικτά ἐγκλήματα, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὑπεύθυνοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, συνήθως ὄχι οἱ πραγματικά πιστοί, ἀλλά ὅσοι ἐκμεταλλευόμενοι τό θρησκευτικό συναίσθημα πρός ἴδιον ὄφελος, ἐπιδιώκουν ἐπιμελῶς ἐγκοσμιοκρατικους στόχους καί σκοπούς μέ ὄχημα τήν ἰδεολογικοποιηση τῆς ὅποιας πίστης. Ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι σέ καμιά θρησκεία ὁ ἐξαναγκασμός δέν ἀποτελεῖ μέσο διάδοσης, ἀφοῦ ἀκόμη καί γιά τό Ἰσλάμ, ὁ ἱερός πόλεμος (τζιχαντ) δέν εἶναι ἕνας ἀπό τούς πέντε ὑποχρεωτικούς πυλῶνες τῆς ζωῆς τοῦ μουσουλμάνου, λογίζεται μᾶλλον ὡς ἐξαίρεση.

Ἡ προτροπή «ἀνάγκασον»

Κι ὅμως, στό Εὐαγγέλιο ὑπάρχει ἡ προτροπή «ἀνάγκασον». Τό διαβάζουμε στή σημερινή περικοπή, ἡ ὁποία πραγματεύεται τήν παραβολή τοῦ μεγάλου δείπνου. Στήν ἀρχή τῆς παραβολῆς περιγράφεται ἡ προσβλητική γιά τόν οἰκοδεσπότη ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησής του ἀπό ὅσους κατ’ ἀρχήν θεώρησε ὡς ἐπιφανέστερους, ἄξιους νά κληθοῦν. Τό πνίξιμό τούς ὅμως, ἀπό βιοτικές μέριμνες δέν τούς ἐπέτρεψε ν’ἀξιολογήσουν σωστά τήν πρόσκληση καί φθάνουν νά γυρίσουν τήν πλάτη σ’ ἐκεῖνον πού σκοπεύει νά τούς προσφέρει ὄχι ἁπλῶς ἀκόμη μία χάρη, ἀλλά τή μονή σωστική καί ἁγιαστική εὐεργεσία.

Πῶς ἀντίδρα ὁ οἰκοδεσπότης στήν ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησής του; Τονίζει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ὀργίζεται γιά νά ὑπογραμμίσει τήν εὐθύνη ὅποιου ἀπορρίπτει τήν πρόσκληση πού τοῦ ἀπευθύνει ὁ Ἅγιος Θεός καί μάλιστα κατά προτεραιότητα. Στή συνέχεια δίνει νέα ἐντολή στούς ἀνθρώπους του νά ξεχυθοῦν στίς πλατεῖες καί τίς ὁδούς καί νά μαζέψουν ὅσους ὑπάρχουν ἐκεῖ ὡς περιφρονημένοι, τούς φτωχούς, τούς ἀνάπηρους, τούς ἄρρωστους καί τυφλούς γιά νά προσέλθουν στό σπουδαῖο δεῖπνο καί νά ἀπολαύσουν ὅ,τι οἱ ἄλλοι δέν μπόρεσαν νά ἀξιολογήσουν ὡς ἀνώτερο καί σωτήριο. Κι ὅταν ὁλοκληρώνεται κι αὐτή ἡ διαδικασία καί διαπιστώνεται ὅτι ἀκόμη ὑπάρχει χῶρος στό στρωμένο τραπέζι, πάλι ὁ οἰκοδεσπότης δίνει ἐντολή σ’ ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες του νά βγεῖ στά πλέον ἀπόμερα σοκάκια, στούς πιό ξεχασμένους καί περιθωριοποιημένους ἀνθρώπους καί αὐτούς ν’ ἀναγκάσει νά εἰσέλθουν στό σπίτι τοῦ κυρίου του καί ν’ ἀπολαύσουν τό πλούσιο δεῖπνο.

Τί νόημα ἔχει στή συνάφεια τοῦ κειμένου αὐτό τό «ἀνάγκασον»; Ἤ καλύτερα, ἕνας ἄνθρωπος μόνος του πῶς θά μποροῦσε ν’ «ἀναγκάσει» ὅλους αὐτούς πού προσκαλεῖ ὁ κύριός του; Καί πῶς συνδέεται τό «ἀνάγκασον» μέ τό «μέγα δεῖπνο»; Εἶναι προφανές ὅτι τό «ἀνάγκασον» ἐδῶ σημαίνει τό νά πιέσει ὁ ἕνας καί μόνος ὑπηρέτης ὅλους ἐκείνους τούς προσκεκλημένους πού εἴτε ἀπό αὐτοσυνειδησία γιά τήν κατάστασή τους, εἴτε ἀπό φυσική συστολή, θά δίσταζαν ν’ ἀνταποκριθοῦν στήν πρόσκληση. Πῶς ἕνας φτωχός, ἕνας περιθωριοποιημένος, ἕνας ἀνάπηρος ἡ ἕνας φοβισμένος ἄνθρωπος νά πιστέψει ὅτι ὑπάρχει μιά πρόσκληση γι’ αὐτόν, ἐκεῖ πού οὔτε ἔχει ὀνειρευθεῖ πότε ὅτι θά μποροῦσε νά βρεθεῖ. Ἄρα, καλεῖται ὁ ὑπηρέτης ἐκεῖνος νά πιέσει πείθοντας, ὥστε νά ξεπερασθεῖ ὁ φόβος, ἡ δειλία, ἡ ἐπιφυλακτικότητα. Δέν ἀμνηστεύονται οἱ θρησκευτικές διώξεις, ἀλλά κατοχυρώνεται ἡ παρακλητική πειθώ ὡς μεθολογια ἱεραποστολῆς.

Φιλότιμο

Κι ἐμᾶς σήμερα ἔτσι μᾶς χειρίζεται ἡ Ἐκκλησία μας. Δέν μᾶς χειραγώγει, οὔτε μᾶς πειθαναγκάζει. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε, σέ περιβάλλον κοσμικό, ὅπου καί ἡ ἁπλή ἀναφορά θεμάτων πίστης συνεπιφέρει στήν καλύτερη περίπτωση εἰρωνικά μειδιάματα, ἄν ὄχι καί προσβλητικές ἀναφορές; Ἀλλά καί στό παρελθόν, ὅταν θεωροῦνταν «κρατοῦσα» ἡ Ἐκκλησία μας, πότε ὑποχρέωσε; Πότε δέσμευσε; Πότε ἐξανάγκασε;Μέ ὄπλα τό κήρυγμα καί τήν προσευχή ἡ Ἐκκλησία δέεται νά μᾶς φωτίσει τό Πανάγιο Πνεῦμα, ὥστε νά ἐγκολπωθοῦμε τήν ἀλήθεια καί νά ζήσουμε σύμφωνα μέ αὐτή.

Κι ὅμως, ὑπάρχουν στήν πίστη μᾶς στοιχεῖα, τά ὁποία θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι μᾶς «πιέζουν» σέ μία συνειδητή πνευματική πορεία. Ὅταν ἀναλογιστεῖ κανείς τή λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου, τόν ἑκούσιο θάνατό του, τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, πώς μπορεῖ νά μείνει ἀσυγκίνητος καί νά μή φιλοτιμηθεῖ ν’ ἀνταποκριθεῖ σέ αὐτή τήν εὐεργεσία; Ὅταν μελετήσει κανείς τούς βίους τῶν Ἅγιων καί δεῖ τούς ποταμούς αἱμάτων τῶν μαρτύρων μας καί τούς κόπους τῶν ἀσκητῶν μας, πώς μπορεῖ νά μή θαυμάσει καί νά μή ζηλέψει φιλοτιμούμενος σέ κάτι νά τούς μοιάσει; Ὅταν ἐντρυφήσει κανείς στόν πλοῦτο τῶν κείμενων τῶν Πάτερων τῆς Ἐκκλησίας μας καί στήν Ἱερά Παράδοση πού αὐτά ἐπιστηρίζουν, πῶς νά μήν ποθήσει φιλοτιμούμενος νά ἐμβαπτισθεῖ σέ αὐτά γιά νά ἀναγεννηθεῖ «ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος»;

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξέρει νά μᾶς κυνηγᾶ καί νά μᾶς αἰχμαλωτίζει, ὄχι σέ δίκτυα βίας καί ψυχαναγκασμοῦ, ἀλλά σέ περιβάλλον ἐλευθερίας κεντρίζοντάς μας στό φιλότιμο, ἐνισχύοντας τή φωνή τῆς συνείδησής μας, χαρίζοντας βιώματα ἅγια καί μοναδικά. Τό πόσο δεχόμαστε ν’ ἀνταποκριθοῦμε σέ ὅλ’ αὐτά, ἀναδεικνύει καί τί εἴδους ἄνθρωποι τελικά εἴμαστε.

4.

Πρόσκληση στὸ Μυστήριο τῆς Ζωῆς (Λουκ. ιδ΄ 16-24)

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μετέχει ὁ ἄνθρωπος στὸ μυστήριο τῆς ὄντως ζωῆς, μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ καθίσει στὸ τραπέζι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ κοινωνήσει ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωή Του, γιὰ νὰ μεταγγίσει στὸ σῶμα τοῦ κόσμου τὸ αἷμα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Θεὸς πατέρας καλεῖ τὰ παιδιά του, νὰ νιώσουν καὶ νὰ βιώσουν τὴ ζωντανὴ παρουσία Του. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μέσα στὴ θεία λατρεία καὶ κατεξοχὴν στὴ θεία Λειτουργία.

Πόσο διδακτικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ὅταν γράφει: «Εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθουμε τὸ θαῦμα τῶν Μυστηρίων, δηλαδὴ τὴ θεία Εὐχαριστία, τί ἀκριβῶς εἶναι, καὶ γιατί μᾶς δόθηκε καὶ τί ὠφελούμαστε ἀπὸ αὐτό: Ἕνα σῶμα γινόμαστε καὶ μέλη ἐκ τῆς σαρκὸς Αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων Αὐτοῦ (…). Ὁ Κύριος σ’ αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς εὐχαριστίας ἀναμειγνύει τὸν ἑαυτό Του μὲ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μᾶς προσφέρει τὸ Σῶμα Του καὶ γινόμαστε σύσσωμοι μὲ Αὐτὸν καὶ μᾶς κάνει ναὸ τῆς θεότητάς Του. Ἂς ἀναμειχθοῦμε μὲ τὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ, γιατί μὲ αὐτὴ τὴν τροφὴ ποὺ μᾶς χάρισε θέλει νὰ δείξει πόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε». Ἐδῶ συμπυκνώνεται καὶ πραγματώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μυστήριο ποὺ διαχέει τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μιᾶς ἀγάπης ποὺ θυσιάζεται καὶ προσφέρεται διαρκῶς, γιὰ νὰ ἁγιασθεῖ, νὰ ζήσει καί, τελικά, νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος.

«Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες»

Ὁ λόγος τῆς παραβολῆς εἶναι πράγματι προφητικὸς καὶ ἀποκαλυπτικός, γιατί στὸ δεῖπνο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀντικατοπτρίζεται ἡ στάση τοῦ ἄνθρωπου κάθε ἐποχῆς. Οἱ προσκεκλημένοι, ἐνῶ ἀρχικὰ δέχονται, στὴ συνέχεια ἀποποιοῦνται τὴν πρόσκληση δίνοντας διάφορες δικαιολογίες γιὰ τὴν ἄρνησή τους. Ἐνδεχομένως, ὑποκύπτουν στὸν πειρασμό, γιὰ νὰ καλύψουν προσχηματικὰ τὴ φοβερή τους ἀδιαφορία. Ἀπορροφημένοι μέσα στὴν τύρβη τοῦ κόσμου καὶ τὴ δίνη τῆς καθημερινότητάς τους, ἐπικαλοῦνται πάντοτε τὶς ἴδιες δικαιολογίες. Ἴσως οἱ μορφὲς καὶ οἱ ἀφορμὲς νὰ εἶναι διαφορετικές, ἀλλὰ οἱ βαθύτερες αἰτίες ἴδιες: «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν… ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά…». Οἱ ἀτελείωτες βιοτικὲς μέριμνες, ἡ ἀγωνία τῆς ἐργασίας, ἡ ἐξασφάλιση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γίνονται κάποτε ἐμπόδια στὴν πρόσκληση τῆς σωτηρίας.

Καὶ αὐτό, γιατί συνήθως ὅλα αὐτὰ συνδέονται μ’ ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα καὶ συναίσθημα, τὸ ἄγχος. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἄγχος πολιορκεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὁ χῶρος τῆς καρδιᾶς του καὶ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του στενεύουν ἐπικίνδυνα καὶ τότε τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ἀπωθεῖται στὸ περιθώριο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τυλιχθεῖ μέσα στὸ δίχτυ τοῦ ἄγχους, ζεῖ σὲ μιὰ ἀφόρητη πίεση καὶ ἔνταση, γι’ αὐτὸ καὶ νιώθει νὰ πνίγεται. Νά, γιατί τὰ προβλήματα καὶ οἱ δυσκολίες μεγεθύνονται, οἱ ἀνασφάλειες καὶ οἱ φοβίες πολλαπλασιάζονται καί, τρέχοντας ὁ ἄνθρωπος λαχανιασμένος νὰ προλάβει τὴ ζωή, παραβλέπει καὶ προσπερνᾶ τὸν Θεό. Ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι πίσω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βρίσκεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία χαράσσει μιὰ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο καὶ ὑψώνει ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθειά Του καὶ νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνή Του. «Γυναῖκα ἔγημα», κάποιες ἄλλες φορὲς ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ διάφορες ἀνθρώπινες σχέσεις δυσχεραίνει τὴν ἀνταπόκρισή μας στὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.

Ἐδῶ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὰ αὐτονόητα οἰκογενειακὰ βάρη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς προσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ποὺ σήμερα μᾶς ἀπασχολοῦν ἰδιαίτερα. Σχέσεις ποὺ, κάποτε, δὲν ἔχουν εἰλικρίνεια καὶ ἠθική. Σχέσεις ποὺ δὲν στηρίζονται στὴν ἀγάπη, ἀλλὰ στὴν ἐκμετάλλευση, καὶ ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδα πάθη, νεκρώνοντας κάθε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν Θεό. Γιατί κάθε ἐπικοινωνία, σχέση, καὶ σύνδεσμός μας μὲ τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ ἔχει ὅρια. Ὅρια ἀπαραβίαστα, ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν ἀνεξαρτησία μας καὶ τὴν ἐσωτερική μας ἐλευθερία καὶ ἀφήνουν μέσα μας χῶρο καὶ χρόνο γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἴδιο κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νὰ ζήσουμε τὴν παρουσία Του στὸ μυστήριο τῆς ὄντως ζωῆς μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία ἐνόψει τῶν Χριστουγέννων. Γι’ αὐτό, μὴ χανόμαστε στὴν ὁμίχλη τῶν προφάσεων τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

5.

Γαμήλια γιορτή (Λουκ. ιδ΄16-24)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Πόσο συχνὰ ἔχουμε ἀκούσει τὴν σημερινὴ παραβολὴ γιὰ κείνους ποὺ κλήθηκαν στὴ Γαμήλια Γιορτὴ τοῦ Βασιλιᾶ, καὶ ἀρνήθηκαν νὰ πᾶνε. Ὁ ἕνας εἶχε ἀποκτήσει ἕνα κομμάτι γῆς· νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε· στὴν πραγματικότητα ἦταν τόσο δεμένος ποὺ δὲν μποροῦσε ν’ ἀποδεσμευτεῖ ἀπ’ αὐτὴν· ἦταν φυλακισμένος σ’ αὐτὸ ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε. Καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ ὅ,τι νομίζουμε ὅτι κατέχουμε· μᾶς ἀρκεῖ νὰ κρατᾶμε στὰ χέρια μας τὸ πιὸ ἀσήμαντο πράγμα – καὶ αὐτὸ τὸ χέρι γίνεται ξένο πρὸς ἐμᾶς· δὲν μποροῦμε πλέον νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε, δὲν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ μπράτσο μας, ὅλο τὸ σῶμα μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κατέχουμε ἤ φανταζόμαστε ὅτι κατέχουμε: εἴμαστε δέσμιοί του.

Ἄλλοι ἄνθρωποι ἀρνήθηκαν νὰ ἔλθουν ἐπειδὴ εἶχαν ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια: ἔπρεπε νὰ τὰ δοκιμάσουν, ἔπρεπε νὰ τελειώσουν μιὰ ἐργασία, εἶχαν ὅπως νόμιζαν μιὰν ἀποστολὴ στὴ ζωή τους, γιὰ τοῦτο τὸν λόγο δὲν εἶχαν χρόνο γιὰ ὁτιδήποτε πέρα ἀπ’ ὅ,τι ἀποτελοῦσε τὴν προσωπική τους μέριμνα.

Καὶ ὁ τελευταῖος ποὺ κλήθηκε ἀρνήθηκε νὰ πάει ἐπειδὴ ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴ χαρὰ του, ἔχοντας παντρευτεῖ, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν γάμο κάποιου ἄλλου; Ἦταν γεμάτος ἀπὸ τὴν δικὴ του χαρὰ – πῶς θὰ μποροῦσε νὰ συμμετέχει στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου;

Κι ἔτσι ὅλοι τους ἀρνήθηκαν τὸ κάλεσμα.

Τοὺτη ἡ παραβολὴ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα; Ὁ καθένας μας κατέχει κάτι ποὺ θεωρεῖ τόσο σημαντικὸ ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ γυρίσει τὴν πλάτη του στὸν Θεὸ – ναὶ, στὸν Θεὸ: δὲν ὐπάρχει χρόνος γιὰ προσευχή, γιὰ λατρεία. Τὴν ἴδια ὥρα ἀπορρίπτουμε ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ μᾶς χρειάζονται, ἐπειδὴ εἴμαστε ἀπασχολημένοι μὲ τὶς δουλειὲς μας;

Καὶ πόσο συχνὰ συμβαινει νὰ εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἤ λύπη – ἀλλὰ ἀνήκουν σ’ ἐμᾶς, τὰ ἔχουμε κλείσει στην καρδιά μας, δὲν ἔχουμε χρόνο γιὰ τὴν λύπη ἥ τὴν χαρὰ κάποιου ἄλλου.

Ἀλλὰ τότε, τὶ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε; Κάθε Κυριακὴ στὴν Θεία Λειτουργία ἀκοῦμε, «πᾶσαν τὴν βιοτικὴ ἀποθώμεθα μέριμναν»· σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν γῆ ὅπου ζοῦμε, τὶς μέριμνές μας, τὶς χαρές καὶ τὶς λύπες ποὺ ἔρχονται στὸν δρόμο μας; Ὄχι!

Ἀλλὰ ὑπάρχει ἴσως μία ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα στὶς γραμμὲς ποὺ προηγοῦνται τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς στὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ποὺ μᾶς λέει: Ἀναστηθήκατε μὲ τὸν Χριστό; Βρίσκεστε ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται; Εἶναι ἡ ζωή σας κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν Θεό; Τὶ σημαίνει πραγματικὰ αὐτὸ γιὰ μᾶς; Σημαίνει ὅτι ἄν εἴμαστε νεκροὶ μὲ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στὸ κάθε τι ποὺ καταστρέφει τὴν ἀγάπη, τὴν συμπόνοια, στὸ κάθε τι ποὺ ἔχει σὰν κέντρο του τὸν ἐγωισμό, ποὺ εἶναι ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ δὲν ἀφήνει χῶρο γιὰ κανέναν παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας – ἐὰν εἴμαστε νεκροὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ, καὶ ἔχουμε ἀποδεχτεῖ τὴν ζωὴ μὲ τοὺς ὅρους τοῦ Χριστοῦ, ἕτοιμοι νὰ ζήσουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὸν Χριστὸ, νὰ ζήσουμε γιὰ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ζωὴ ἐκείνων ποὺ βρίσκονται γύρω μας – τότε ἔχουμε ἀναστηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ ἡ ζωή μας εἶναι πραγματικὰ κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν Θεό, βρίσκεται στὰ ἴδια τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θεϊκῆς ἀγάπης! Καὶ τότε μποροῦμε νὰ γυρίσουμε πρὸς τὴν γῆ· τότε, ἀντὶ νὰ κατέχουμε μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε, ἀντὶ νὰ ὑπερισχύουμε μποροῦμε νὰ προσπαθοῦμε νὰ γίνει ἡ δική μας γῆ ἐλεύθερη, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης, ἀπὸ μιὰ πράξη εὐλάβειας, νὰ γίνει γῆ τοῦ Θεοῦ, νὰ μπορεῖ νὰ φέρει καρποὺς, ὄχι σὰν νὰ βιάζεται ἀπὸ μᾶς, σὰν νὰ ἀνήκει σὲ μᾶς μὲ τὴ βία, ἀλλὰ προσφέροντάς μας τοὺς καρπούς της μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη σωτήριας καὶ ἀνταποδοτικῆς ἀγάπης. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὰ ἔργα μας· καλούμαστε νὰ διακονήσουμε, καλούμαστε νὰ φτιάξουμε μιὰ ζωὴ ποὺ νὰ εἶναι γιὰ ὅλους πράξη ἐνδιαφέροντος, ἀγάπης, φροντίδας – τότε, ὅ,τι κάνουμε γίνεται ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀποκτάει νόημα καὶ δὲν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ.

Κι ἄν ἡ χαρὰ ἔχει ἔλθει στὴν καρδιά μας, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ· ἄν ἡ θλίψη ἔχει ἔλθει στὴν καρδιά μας, μποροῦμε νὰ τὴν παρουσιάσουμε στὸν Θεό, γιὰ νὰ γίνει ἕνα μέσα στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας!

Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτό! Ἄς παραμερίσουμε ὅλες τὶς μέριμνες τούτης τῆς ζωῆς, ποὺ πάει νὰ πεῖ νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ ὄχι φυλακισμένοι: Ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Καὶ τότε ἡ γῆ καὶ ὁ μόχθος μας καὶ οἱ χαρές καὶ οἱ θλίψεις μας θὰ γίνουν κομμάτι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τότε πραγματικά, ἡ ζωή μας θὰ βρίσκεται κρυμμένη μὲ τὸν Χριστό στὸν Θεό, ἀλλὰ ἕναν Θεὸ ποὺ διάλεξε ν’ ἀγαπήσει τόσο τὸν κόσμο ὥστε νὰ ἐνδυθεῖ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, νὰ φέρει στοὺς ὤμους Του τὴν ἀνθρώπινη μοῖρα, τὴν κτιστότητα, τὴν ζωὴ σ’ ἕναν ἁμαρτωλὸ κόσμο, τὶς συνέπειες τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καὶ ἀκόμα τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι αὐτὸ ποὺ σκοτώνει. Καὶ ἀφοῦ, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη σωτηριολογικὴ καὶ λυτρωτική, τὰ ἀποδέχτηκε ὅλα, ἀναστήθηκε, καὶ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὴν αἰώνια ζωή, τὴ ζωὴ τῆς ἀνάστασης ἑνώνοντας τὴ ζωή του μὲ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.

6.

Ὁ Μεγάλος Δεῖπνος (Λουκ. ιδ΄ 16-24)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα»

Στὴν παραβολὴ αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ὁ Θεὸς παρουσιάζεται μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ἕνα δεῖπνο γιὰ πολλλοὺς προσκεκλημένους. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς συμπληρώνει πὼς ὁ γάμος τοῦ παιδιοῦ του προκάλεσε τὸ δεῖπνο αὐτό. Ἐνῶ εἶχε καλέσει πολλούς, οἱ προσκεκλημένοι ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση φέρνοντας διάφορες δικαιολογίες. Π.χ. Ἀγόρασαν κτήματα, ζῶα ἢ νυμφεύθηκαν κ. ἄ. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ἔφερε στὸ τραπέζι του ὄχι τοὺς ἐπώνυμους προσκεκλημένους, ἀλλὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ ποὺ ἦταν στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῆς πόλεως, τοὺς χωλούς, τοὺς ἀναπήρους, τυφλοὺς καὶ πτωχούς, μέχρις ὅτου γέμισε τὸ σπίτι του. Μάλιστα εἶπε: «Οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. 14,24).

Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ δείπνου

Μὲ τὴ λέξη «δεῖπνος» ἐννοοῦνται πολλά. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος γράφει πὼς ὁ Κύριος ὀνόμαζε τὸ δεῖπνο μέγα, «ἐπειδὴ καὶ μέγα τὸ τῆς σωτηρίας ἡμῶν μυστήριον», δηλ. εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Τὸ τραπέζι ποὺ ἔστρωσε ὁ οἰκοδεσπότης Κύριος συμβολίζει τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Μία ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι πὼς ὁ Κύριος ἔκανε ἕνα μεγάλο δεῖπνο, δηλ. μία οἰκουμενικὴ πανήγυρη. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἡ θυσία Του καὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἡ οἰκουμενικὴ πανήγυρη, γράφει ἕνας Ἅγιος «…δέδωκεν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ σάρκα φαγεῖν, ἄρτος ὤν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ», μᾶς ἔδωσε νὰ φᾶμε τὴ σάρκα του, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἄρτος ποὺ κατέβηκε ἀπ’τὸν οὐρανὸ κι ἔδωσε ζωὴ στὸν κόσμο (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).

Ἐὰν πάρουμε τὴν εἰκόνα τοῦ γαμήλιου δείπνου ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ›› (κεφ. 22,2), μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ τὶς ἑξῆς ἑρμηνεῖες: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ γάμοι ποὺ κλήθηκαν τόσοι πολλοὶ νὰ συμμετάσχουν σ’αὐτούς; Κατὰ τοὺς Πατέρες, γάμος εἶναι ἡ μυστικὴ συνάφεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸ Χριστὸ μὲ τὴν πίστη στὴ γῆ αὐτὴ καὶ ὑπερφυέστατα καὶ τέλεια θὰ ἑνωθεῖ μαζί Του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ λαὸς ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. «Νύμφη μὲν οὖν ὁ λαὸς τῶν πιστῶν, ἡ Ἐκκλησία μυστικῶς συναπτομένη διὰ πίστεως νυμφίος δὲ ὁ Χριστός» (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός). Κάθε ψυχῆς νυμφίος εἶναι ὁ Χριστὸς νυμφώνας ὅπου γίνεται ἡ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός, εἶναι ὁ τόπος τοῦ βαπτίσματος, δηλ. ἡ Ἐκκλησία. Ἐδῶ δίδονται οἱ ἀρραβῶνες στὴ νύμφη, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὰ «τελεώτερα» θὰ δοθοῦν στὸ μέλλον, ὅταν θὰ μυσταγωγήσει ὁ Χριστὸς τοὺς τελείους στὰ καλύτερα καὶ ὑψηλότερα. Ἂς σημειωθεῖ πὼς νυμφίος εἶναι μόνον ὁ Χριστός, ἐνῶ ὅλοι ὅσοι διδάσκουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι νυμφαγωγοί, γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Πράγματι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι δοτήρας ἀγαθῶν παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι μεσίτες καὶ διάκονοι τῶν ἀγαθῶν ποὺ δίνει ὁ Κύριος.

Ἀπὸ ποῦ μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος;

Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Κύριος μᾶς κάλεσε ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας. Μέσα ἀπὸ καταστάσεις ἁμαρτωλές, ἐνῶ ζούσαμε ἀνυποψίαστοι ὅτι ὑπάρχει ἄλλη πνευματικὴ ζωή. Καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει νὰ διηγηθεῖ μία τέτοια ἱστορία τῆς ζωῆς του. Βέβαια ἡ πρόσκληση γίνεται ἀδιάκριτα σ’ ὅλους δηλ. ἀγαθοὺς καὶ πονηρούς, ἀλλὰ ἡ ζωὴ ὅμως αὐτῶν ποὺ κλήθηκαν στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι «ἀνεξέταστος», ἀλλ’ ἐρευνᾶται ἐπιμελῶς ἀπ’ τὸν οἰκοδεσπότη Χριστό. Προσκλήθηκαν ὅλοι. Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση του ἔχει κληθεῖ στὸ ἀγαθό. Ἔχει ἔμφυτο τὸ ἀγαθὸ μέσα του. Ἡ ἁμαρτία ἔκανε τὸν ἄνθρωπο πτωχό, ἀνάπηρο καὶ τυφλὸ πνευματικά. Μετὰ τὸ Χριστό, ὅσοι πιστέψαμε σ’ Αὐτόν, γίναμε εὔρωστοι καὶ ὑγιεῖς. Μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς ἔκανε ὁμοτράπεζους καὶ συγκληρονόμους Του. Ὅσοι δὲν τιμήσαμε τὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου καὶ ὅσοι παρακαθήσαμε στὸ δεῖπνο Του, ἀλλὰ δὲν ἀλλάξαμε ζωή, θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητοι. Μᾶς δόθηκε ἡ πρόσκληση ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ συμμετάσχουμε στὸ δεῖπνο κι ἐμεῖς, κυριευμένοι ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ εἰδικότερα ἀπὸ τὰ πάθη τῆς φιλαργυρίας καὶ φιληδονίας, τὴν ἀπορρίψαμε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ στερηθοῦμε τὴν πραγματικὴ ζωή.

Ἀδελφοί μου,

Δὲν βιάζει κανέναν ὁ Κύριος νὰ συμμετάσχει στὸ δεῖπνο Του. Ἀπευθύνεται στὴν προαίρεσή μας. Ἐὰν ὅμως θελήσουμε νὰ συμμετάσχουμε σ’ αὐτό, τότε ἀρχίζουν καὶ οἱ ὑποχρεώσεις μας. Ὀφείλουμε νὰ ἐργαστοῦμε μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, στὸ ὄντως δεῖπνο, ποὺ εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες» (Ματθ. 26,27), μᾶς εἶπε ὁ Ἴδιος. Ἡ συμμετοχή μας στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου. Χριστιανὸς ποὺ δὲ συμμετέχει στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, εἶναι πνευματικὰ νεκρός. Ἂς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία μας.

7.

Ἡ Παραβολὴ τοῦ Δείπνου, Λουκ. ιδ΄15—24

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Εἴδομεν προηγουμένως, πῶς ὡμίλησεν ὁ Κύριος εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ Φαρισαίου. Κάποιος ὅμως «τῶν συνανακειμένων» ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ δείπνου ἐκείνου ἀκούσας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς στιγμὴν ἐνθουσιασθεὶς ἐκ τῶν λόγων τῆς ἀναστάσεως τῶν δικαίων εἶπε «μακάριος ὅστις φάγεται ἄρτον ἐν τῇ βααιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» εὐτυχὴς δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θ’ ἀπολαύσῃ μετὰ τοῦ Μεσσίου καὶ τῶν Πατριαρχῶν τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Κύριος λαβὼν ἐκ τούτου ἀφορμὴν καὶ θέλων νὰ διδάξῃ, ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ τονίζῃ τὸ μεγαλεῖον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ δέχεται τὴν κλῆσιν πρὸς αὐτὸ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἀσχολούμεθα μὲ πνευματικὰ ζητήματα καὶ νὰ μὴ προσκολλώμεθα εἰς τὰ ἐπίγεια, εἶπε τὴν παραβολὴν ταύτην τοῦ Μεγάλου Δείπνου. Αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς :

«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα» κάποιος ἄνθρωπος ἔκαμε μεγάλο βραδινὸ συμπόσιον «καὶ ἐκάλεσε πολλοὺς καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου» κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου «εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις» νὰ εἴπῃ εἰς τοὺς προσκεκλημένους˙ «ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» ἐλᾶτε, ἄνευ βραδύτητος προετοιμασίας καὶ φαγητῶν, διότι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. «Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι, πάντες». Οἱ προσκεκλημένοι, ὡς ἀπὸ συμφώνου, ἠρνήθησαν ὅλοι τὴν πρόσκλησιν. «Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ˙ ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτὸν». Πρόφασις! «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος εἶπε: «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» ἔχω ἀνάγκην νὰ δοκιμάσω τὰ 10 βόδια, τὰ ὁποῖα ἠγόρασα εἰς δύναμιν, εὐπείθειαν, παραγωγήν˙ «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος προσκεκλημένος εἶπε: «γυναῖκα ἔγημα» ἐνυμφεύθην «καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» καὶ διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ἔλθω. «Καὶ παραγενομένος» καὶ μεταβὰς «ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε» ἀνήγγειλε «τῷ Κυρίῳ αὐτοῦ» εἰς τὸν Κύριόν του «ταῦτα.

Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ˙ ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας» ἔβγα εἰς πλατείας καὶ στενωποὺς «τῆς πόλεως καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους» ἤτοι τοὺς σακάτηδες καὶ συγκεκριμένως «χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε» ὁδήγησε «ὧδε» ἐδῶ. «Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος˙ Κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας» ἔγινε ὅ,τι διέταξες «καὶ ἔτι τόπος ἐστὶ» καὶ ὑπάρχει κενὸς χῶρος καὶ δι’ ἄλλους. «Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν δοῦλον˙ ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς» ἔβγα εἰς τοὺς δρόμους ἐντὸς τῆς πόλεως «καὶ φραγμοὺς» καὶ φράκτας ἐκτὸς τῆς πόλεως «καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν» διότι σᾶς λέγω «ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων» οὐδεὶς ἐκ τῶν προσκεκλημένων καὶ μὴ ἐλθόντων «γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» θὰ φάγῃ εἰς τὸ δεῖπνον μου!

Ὁ καλέσας οὗτος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Θεός. Δεῖπνον εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν γῇ καὶ Οὐρανῷ. Ἡ ὥρα τοῦ δείπνου εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ τῶν θαυμάτων Του καλεῖ τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἵνα συμμετάσχωσιν εἰς τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως δεμένοι μὲ τὰ πάθη των καὶ τὰς ψευδεῖς Μεσσιανικὰς ἰδέας δὲν ἐδέχθησαν. Προβάλλουσι δὲ ὡς ἀφορμὰς διαφόρους ἤτοι ἀγορὰν βοῶν καὶ ἀγροῦ, γάμον ἤτοι τὴν ἀλαζονείαν διὰ τῆς ἐπιθεωρήσεως τῶν κτημάτων, τὴν πλεονεξίαν διὰ τῆς δοκιμασίας τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν βοδιῶν καὶ τὴν σαρκικὴν ἀπόλαυσιν διὰ τοῦ νωποῦ γάμου των. Πράγματι ὅμως «ἀπὸ μιᾶς αἰτίας ἤρξαντο παραιτεῖσθαι πάντες» ἀπὸ τὴν κακίαν των.

«Πλατεῖαι καὶ ρύμαι» εἶναι οἱ πλατεῖς καὶ στενοὶ δρόμοι. Ὁ Κύριος δηλαδή, ἀφοῦ ἐκάλεσε τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν, τότε ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, τοὺς ἠθικῶς ἀναπήρους, χωλούς, τυφλοὺς ἤτοι τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὸ «ἔτι τόπος ἐστὶν» δεικνύει τὴν ἀφθονίαν τῆς θείας χάριτος. «Ὁδοὶ καὶ φραγμοὶ» «οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκτὸς τῆς πόλεως, εἶναι οἱ ἐκτὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτραι. Τὸ «ἀνάγκασον εἰσελθεῖν» δὲν θέλει νὰ δηλώσῃ, ὅτι διὰ τῆς βίας πρέπει νὰ εἰσέλθωσιν οἱ πιστοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ διὰ τῆς πειθοῦς. Ἡ πειθὼ ὅμως αὕτη πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη εἰς λογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ εἰς διαγωγὴν τῶν πιστῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας, ὥστε νὰ κάμπτωσι πειστικῶς τὰς καρδίας τῶν ἀπίστων.

Ἑπομένως ὁ Κύριος ἐκάλεσε πρῶτον τους Φαρισαίους, τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων. Μετὰ ταῦτα καλεῖ τοὺς Τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τὰς ρύμας, τοὺς Σαμαρείτας καὶ ἐθνικοὺς ἀπὸ τοὺς φραγμούς, ἵνα γεμισθῇ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πιστῶν.

Θέμα: Ἡ κλῆσις μας, ἄρνησις καὶ τιμωρία.

Ἡ παραβολὴ αὕτη εἶναι εἰλημμένη ἐκ τῆς ζωῆς παρούσης καὶ μελλούσης. Πρὶν ἢ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν ζωήν, ἂς ἀναλύσωμεν τὴν παραβολήν, ἵνα διὰ ταύτης χειραγωγηθῶμεν εἰς τὴν ζωήν.

Α’. Ἡ παραβολὴ αὕτη περιέχει τρία κύρια σημεῖα. Τὴν χαρὰν τῆς κλήσεως, τὴν ἀναιδῆ ἄρνησιν, τὴν σκληρὰν τιμωρίαν.

Καὶ πρῶτον ἡ χαρά. Πολλαὶ εἶναι αἱ χαραὶ τοῦ κόσμου. Μία ὅμως χαρὰ εἶναι ἀπὸ κοσμικῆς ἀπόψεως καὶ θείας ζωηρὰ καὶ νόμιμος, ὁ γάμος, νὰ ὑπανδρεύεσαι σὺ ἢ νὰ ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου. Ἡ πρώτη χαρά, ὅταν ὑπανδρεύεσαι, εἶναι σαρκική, ἡ δευτέρα χαρά, ὅταν ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου, εἶναι πνευματική. Τί περισσότερον χαρούμενον τῆς πατρικῆς καρδίας, ὅταν ὑπανδρεύῃ τὸ παιδί του! Πρὸς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, παρομοιάζει ὁ Κύριος τὴν χαρὰν τῶν πιστῶν, ὅταν συνδεθῶσι μὲ τὸν Χριστόν. Εἰς ἐπίμετρον τῆς χαρᾶς ταύτης εἶναι ἡ τιμὴ τῆς κλήσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἀνάλογος τῆς ὑψηλῆς θέσεως τοῦ καλοῦντος καὶ τῆς ἐσχάτης θέσεως τοῦ καλουμένου. Ὅσον δηλαδὴ μεγάλος εἶναι ὁ καλῶν καὶ ἀσήμαντοι οἱ καλούμενοι, τόσον μεγάλη εἶναι ἡ τιμὴ τῶν καλουμένων καὶ ἑπομένως ἡ ἐκ ταύτης χαρά. Ποῖος ὁ καλῶν εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην; Ὁ Βασιλεύς, ὁ Θεός. Ποῖοι οἱ καλούμενοι; Πρόσκαιροι ἄνθρωποι καὶ τῶν τριόδων! Μεγίστη ἑπομένως ἡ τιμὴ καὶ ἡ χαρὰ τῶν καλουμένων, τῶν πιστῶν !

Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἠρνήθησαν! Ἡ ἄρνησίς των ἦτο ἀναιδεστάτη! Περιφρόνησις, προφάσεις, κακοποίησις τῶν ἀπεσταλμένων. «Ἀγρὸν ἠγόρασα» ὁ εἷς, «γυναῖκα ἔγημα» ὁ ἄλλος, «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα» ὁ τρίτος. Ἔναντι τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ καὶ τοῦ διὰ τούτου σημαινομένου οὐρανοῦ μερικὰ μέτρα χωραφιοῦ! Ἔναντι τῆς χαρᾶς ὅλως οὐρανίας ἀντιβάλλεται ἡ γήινη ἡδονή. Ἔναντι τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ οὐρανίου γάμου, τῶν ἀγγέλων, χιλιάδων καὶ μυριάδων, 5 ζεύγη βοῶν, 10 βόδια! Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις, ὅπως ἀναφέρει ἑτέρα ὁμοία πρὸς ταύτην παραβολὴ τοῦ βασιλικοῦ γάμου ( Ματθ. 22,2—10), ἡ ἐπιθετικὴ στάσις κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων οὐχὶ ἅπαξ, ἀλλὰ κατ’ ἐπανάληψιν, οὐχὶ μόνον δι’ ὕβρεων ἀλλὰ καὶ διὰ θανάτου! Χαρὰν καλοῦνται νὰ λάβουν ὑπὸ τῶν ἀπεσταλμένων, λύπην δίδουν εἰς αὐτούς. Τιμὴν ἐκεῖνοι δίδουν, ὕβριν αὐτοὶ ἀνταποδίδουν.

Ἡ ἀναίδειά των αὕτη κορυφοῦται, ἂν σκεφθῶμεν, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἀπευθύνονται εἰς τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἐφάνηκε τόσον ἀγαθός, ὥστε νὰ μὴ ἐπιβαρυνθῶσι καὶ φέρωσι δαπανῶντες καὶ τὸ ἐλάχιστον διὰ γαμήλιόν τι δῶρον, καλεῖ αὐτοὺς κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου καί, ἀφοῦ ἅπαξ καὶ δὶς ἐκακοποιήθη διὰ τῶν ἀπεσταλμένων, συνεχίζει τὴν πρόσκλησιν!

Ἔναντι αὐτῶν ἔχομεν τὴν σκληρὰν τιμωρίαν. «Οὐδεὶς γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» λέγει διὰ τοὺς ἀρνηθέντας. Διὰ δὲ τὸν εἰσελθόντα εἰς τὸν γάμον ἄνευ τοῦ οἰκείου φορέματος, διατάσσει νὰ ριφθῇ ἐκεῖ ἔνθα «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» ὅπως συμπληροῖ ὁ Κύριος διὰ τῆς ἐν Ματθαίῳ 22,2-10 ὁμοίας παραβολῆς. Ἀντὶ τοῦ φωτὸς τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου σκότος φυλακῆς! Ἀντὶ τῆς χαρᾶς, ὁ κλαυθμός. Ἀντὶ ὀργάνων παιζόντων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου, ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων! Ὁποία πράγματι σκληρὰ ἀντίθεσις μεταξὺ τοῦ βιολιοῦ καὶ τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ τριβομένου δοξαριοῦ κατὰ τὸ παίξιμον καὶ τῆς τριβῆς, τοῦ τριγμοῦ, βρυγμοῦ τῶν ὀδόντων τῆς ἄνω καὶ κάτω σιαγόνος κατὰ τὴν τιμωρίαν! Ὥστε ἡ χαρὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ὁ ἐκ τῆς ἀναιδοῦς ἀρνήσεως βρυγμὸς τῶν ὀδόντων ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Ἰδοὺ ἡ εἰκὼν τῆς παραβολῆς!

Βʹ. Ἐκ τῆς Ζωῆς μας: Γίνεται εἰς ἡμᾶς ὅ,τι καὶ εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην. Ἡ κλῆσις μας εἶναι μεγάλη, ἡ ἄρνησις τρομερά, ἡ τιμωρία τραγική. Καὶ πράγματι!

Ἡ κλῆσις μας! Ὅταν ὁ φιλόσοφος Πλάτων ἀπέθνῃσκεν, ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, διότι ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ὄχι γάιδαρος, Ἕλλην καὶ ὄχι βάρβαρος καὶ τρίτον ἐγεννήθη τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη ὁ φιλόσοφος Σωκράτης. Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι ἐγεννήθημεν Χριστιανοὶ καὶ ἀκούομεν ὄχι τὸν Σωκράτην, ἀλλὰ τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἐπερίμενεν ὁ Σωκράτης; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι καλούμεθα διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, μετανοίας, Θείας Μεταλήψεως, Μελλούσης ζωῆς εἰς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, ὅπου ἡ ψυχή μας νυμφεύεται τὸν Χριστόν; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ αἰσθανώμεθα, διότι εἰς τὴν ὑψίστην ταύτην χαρὰν μᾶς καλεῖ διὰ ποικίλων ἀγγελιοφόρων, διὰ διαφόρων τρόπων; Θρησκευτικὰ βιβλία, κηρύγματα, πόλεμοι, νόσοι, σεισμοί, κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν, ἐμπνεύσεις ἐσωτερικαί, παραδείγματα εὐσεβῶν καὶ τιμωρίαι ἀσεβῶν εἶναι ἀγγελιοφόροι, οἱ ὁποῖοι μᾶς καλοῦν εἰς τὴν ὑψηλὴν καὶ ποικίλην κλῆσιν τῆς χαρᾶς.

Ἔναντι τῆς ὑψηλῆς ταύτης κλήσεως, τῆς ποικίλης χαρᾶς διὰ ποικίλων μέσων, ποικίλη εἶναι καὶ ἡ ἰδική μας ἄρνησις. Οἱ μὲν προβάλλουσιν τὸ « γυναῖκα ἔγημα ». Νόμιμος καὶ παράνομος σαρκικὴ ἀπόλαυσις προβάλλονται ὡς ἐμπόδιον εἰς τὴν κλῆσιν. Καὶ πράγματι! Πῶς θὰ πλησιάσῃ ὁ παρανόμως συζῶν μετά τινος νέας εἰς τὸν Χριστόν; Ὁ δὲ νομίμως ζῶν προβάλλει ὡς πρόφαση τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἐκ τῆς ἐκκλησίας, ὅπου γίνεται ὁ γάμος ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, σπίτια, παιδιά, σκοτοῦρες οἰκογενειακές. Δὲν εὐκαιρῶ, λέγουν, νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διότι ἔχω τὸ σπίτι μου, τὰ παιδιά μου, λέγει ἡ γυναῖκα. Ἔχω τὸ μαγαζί μου, τὸ κυνήγι μου, λέγει ὁ ἄνδρας. Δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν κοινωνοῦν οὗτοι, ὥστε νὰ συμμετάσχωσι τῆς χαρᾶς τοῦ γάμου ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, διότι αἱ σαρκικαὶ ἀπολαύσεις πνίγουν τὴν χαρὰν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ψυχήν των.

Πλὴν ὅμως τοῦ «γυναῖκα ἔγημα» τῶν σαρκολατρῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ πλειονότητα εὑρίσκονται εἰς τὰς πόλεις, ἔρχεται ὡς δικαιολογία «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» τῶν ἀγροτῶν, τῶν ἀνθρώπων τῆς ὑπαίθρου. Καὶ πράγματι! Ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγρόται καὶ κτηνοτρόφοι δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν ἐκκλησιάζονται, δὲν κοινωνοῦν, ἀποφεύγουν δηλαδὴ τὸν γάμον αὐτὸν τῆς ψυχῆς των μετὰ τοῦ Χριστοῦ, διότι τὴν Κυριακὴν θὰ ἀσχοληθοῦν ὅπως καὶ τὰς ἄλλας ἡμέρας μὲ τὰ χοιρινά των, τὰ πρόβατά των, τὰ γαϊδούρια των, ὥστε νὰ ὁδηγήσωσιν αὐτὰ εἰς βοσκήν. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν των, ἀμελοῦν τὴν ἐξομολόγησιν, ἀπέχουν ἀπὸ τὴν θείαν κοινωνίαν.

Πλὴν τῶν ἀνθρώπων τῶν πόλεων μὲ τὴν σαρκολατρείαν καὶ τῶν κτηνοτρόφων τῆς ὑπαίθρου μὲ τὴν κτηνοτροφίαν, ἔρχονται ἀστοὶ καὶ ἀγρόται, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν κλῆσιν τῆς ἐκκλησίας ἀπαντοῦν: «ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Οἱ εἰς τὰς πόλεις δηλαδὴ καὶ τὰ χωρία μένοντες μεγαλοκτηματίαι τὴν Κυριακὴν θὰ εὕρωσιν ὡς κατάλληλον ἡμέραν καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας λειτουργίας νὰ μεταβῶσιν εἰς τὸν ἀγρόν των πρὸς ἐπίσκεψιν ἢ διὰ κυνήγι. Τὴν πρωΐαν τῆς Κυριακῆς θὰ εὕρωσιν οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων νὰ ἐκδράμωσιν, ἵνα ἴδωσι κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνας τοὺς ἀγροὺς τῆς ὑπαίθρου. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουσιν ἀπὸ τὸ δεῖπνον, τὸ ὁποῖον τελεῖται διὰ τῆς θείας εὐχαριστίας εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν κτυποῦν καὶ καλοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ παρευρεθῶσιν εἰς τὸ δεῖπνον τῆς θείας εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ὅμως κωφεύουν εἰς τοὺς κώδωνας τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τρέχουν εἰς τὰ κλάξον τῶν αὐτοκινήτων διὰ τὴν ἐκδρομήν!
Ὡς δικαιολογητικὸν οἱ ἀνωτέρω περιφρονηταὶ τοῦ δείπνου φέρουσι τὴν πρόφασιν, ὅτι δὲν εὐκαιροῦν λόγω τῶν ἀποσχολήσεών των μὲ ζῶα, παιδιά, ἐμπόριον, νὰ ἐκκλησιασθοῦν, ἐξομολογηθοῦν, κοινωνήσουν.

Ἀπαντῶ: Ὅταν ἀσθενήσῃς ἡμέρας καὶ ἑβδομάδας ἴσως καὶ μῆνας, πῶς τότε ἀφίνεις τὶς δουλειές σου; Ὅταν ἀποθάνῃς ποῦ θὰ ἀφίσης τὰς ἀσχολίας σου; Ὁ ἐκκλησιασμός σου εἶναι μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἡ νόσος σου ὅμως δυνατὸν νὰ διαρκέσῃ ἑβδομάδας, ὁ δὲ θάνατός σου πάντοτε. Ὅταν γίνῃ ἐπιστράτευσις, πῶς τὰ ἀφίνεις ὅλα καὶ φεύγεις; Φροντίζει ἡ Κυβέρνησις διὰ τὰ παιδιά σου; Μήπως καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἀφίνῃ σε ἀπροστάτευτον, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουσι μέτρα διὰ τοὺς ἐπιστρατευθέντας; Ἀδικαιολόγητοι αἱ ἀρνήσεις καὶ αἱ δικαιολογίαι τούτων.

Διὰ τοῦτο ἔρχονται αἱ σκληραὶ τιμωρίαι. Ἐπειδὴ λέγεις, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα νὰ σηκώσῃς τὸ βλέμμα σου εἰς τὸν Θεόν, στέλλει ὁ Θεὸς ἀρρώστεια, διὰ τῆς ὁποίας σὲ ἐξαπλώνει ἀνάσκελα εἰς τὸ κρεβάτι σου καὶ ἐκεῖ θὰ βλέπῃς ἑβδομάδας καὶ μῆνας πρὸς τὰ ἄνω! Ἐπειδὴ προφασίζεσαι, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς νὰ ἐπικαλεσθῇς τὸν Θεὸν μίαν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, στέλλει ὁ Θεὸς τὸν Ἀλβανικὸν πόλεμον, ὅπου ἐπὶ μῆνας ὄχι μόνον ἀπουσιάζεις ἀπὸ τὶς δουλειές σου, ἀλλὰ δὲν ἔπαυες νύχτα καὶ ἡμέραν νὰ ἐπικαλῆσαι τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν εἰς βοήθειάν σου. Ἐπειδὴ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα δὲν ὑψώσαμε τὰ χέρια μας ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν, ἦλθεν ἡ κατοχή, ἐντοπία καὶ ξένη, σοῦ ἐστραπάτσαρε τὶς δουλειές σου, τὰ βόδια σου, τὰ πρόβατά σου, τὰ χοιρινά σου, τὰ παιδιά σου, τὰ σπίτια σου καὶ μὲ τὰ πιστόλια εἰς τὰ χέρια σοῦ ἐφώναζον «ψηλὰ τὰ χέρια». Ἀφοῦ δὲν τὰ ἐσήκωνες εἰς προσευχὴν ἀπὸ ἀγάπην, ὅταν σοῦ τὸ ἔλεγεν ὁ Θεός, τὰ σηκώνεις ἀπὸ ἀνάγκην, διότι σοῦ τὸ λέγουν οἱ ἐχθροί σου.

Ἀλλὰ ἡ τιμωρία αὕτη πρόσκαιρος καὶ πρὸς συμμόρφωσιν εἶναι ἐλαχίστη ἐνώπιον τῆς πέραν τοῦ τάφου, ὅπου ἔσται ὁ βρυγμὸς καὶ ὁ τριγμὸς τῶν ὀδόντων καὶ ὅπου οὐδεὶς γεύσεται τοῦ δείπνου τῆς χαρᾶς ἐκείνης! Ὁποία τιμωρία!

Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ χριστιανική μας χαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς: Γύρω ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα τὸν Α’ εἶχον συγκεντρωθῇ οἱ μεγαλύτεροι στρατηγοί του. Ἐρωτᾶ αὐτούς: Κύριοι γνωρίζετε, ποία εἶναι ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου; Ἡ μάχη τοῦ Μαρέγκο, ἀπαντᾷ ὁ ἕνας. Ἡ νίκη εἰς τὰς Πυραμίδας, παρατηρεῖ ἕνας ἄλλος. Ἡ δόξα τοῦ Ἀούστερλιτς, διαβεβαιοῦν ἄλλοι. Ὄχι, διακόπτει ὁ Ναπολέων. Ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου εἶναι ἡ ἀξέχαστη ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκοινώνησα διὰ πρώτην φοράν. Οἱ ἀξιωματικοί του ἀλληλοεκοιτάχθησαν μὲ ἔκπληξιν. Ἕνας μόνον ἐδάκρυσεν ἀπὸ συγκίνησιν. Ὁ Ναπολέων κτυπῶν αὐτὸν ἐλαφρῶς εἰς τὸν ὦμον του τοῦ λέγει. Πολὺ καλά, φίλε μου, εἶμαι εὐτυχής, διότι μὲ ἐκατάλαβες. Ἡ χαρὰ τῆς χριστιανικῆς κλήσεως ἦτο ἀνωτέρα πάσης κατακτήσεως. Πόσον βαθεῖα εἶναι ἡ χαρὰ αὕτη καὶ ἐπιπόλαιοι αἱ ἄλλαι χαραὶ τοῦ ἐγωισμοῦ!

Ἂς σκεφθῶμεν τὴν ὑψηλὴν τιμὴν τῆς κλήσεως, τὰς τιμωρίας διὰ τὴν ἄρνησίν μας καὶ ἂς μετανοήσωμεν πλησιάζοντες τὸν Χριστόν.

8.

Οἱ Ἅγιοι Προπάτορες

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν ἁγίων Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προπάτορες εἶναι οἱ τρεῖς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ὁ Ἰούδας, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ ὁποίου γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ὁ Ἰακὼβ κάλεσε τὰ δώδεκα παιδιά του καὶ τοὺς εἶπε· «Συναχθῆτε καὶ ἀναγγείλω ὑμῖν τί συναντήσει ὑμῖν ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν». Ἔπειτα ἄρχισε νὰ τοὺς εὐλογῆ ἕναν – ἕναν, κι ὅταν ἔφτασε στὸν Ἰούδα εἶπε· «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Αὐτὴ εἶναι ἡ προφητεία ὅτι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός.

Δὲν θὰ μείνωμε τώρα περισσότερο, ἀκολουθώντας τὴ συνέχεια τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα ὥς τὸν βασιλέα Δαβὶδ κι ὕστερα ὥς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτοὺς ὅλους στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια εἶναι δυὸ κατάλογοι, ἕνας ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου καὶ δεύτερος ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὴ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ…», καθὼς ἀκοῦμε στὴ θεία Λειτουργία μία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὅλοι ὅσων τὰ ὀνόματα ἀναφέρονται στὸν γενεαλογικὸ αὐτὸν κατάλογο, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὥς τὸν Ἰούδα, ἀπὸ τὸν Ἰούδα ὥς τὸν Δαβὶδ κι ἀπὸ τὸ Δαβὶδ ὥς τὸν Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα, εἶναι οἱ προπάτορες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Θὰ ὁμιλήσουμε τώρα μόνο γιὰ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Προπάτορες καὶ ὁ γενάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ἀπολύτρωσης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μετὰ τὸν ὑπαινιγμὸ καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στοὺς Πρωτοπλάστους, ἀμέσως μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση. Δυὸ χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴ δημιουργία καὶ τετρακόσια χρόνια μετὰ τὸν κατακλυσμό, κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θὰ κληρονομήσουν τὴν Παλαιστίνη, θὰ γίνουν μέγα ἔθνος καὶ αὐτοὶ θὰ μεταδώσουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ εἶναι ἡ Γένεση, διαβάζομε τὴν ἱερὴ ἱστορία τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ.

Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀπόλυτη πίστη στὸ Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν θέλη νὰ ὁμιλήση γιὰ τὴν πίστη, πάντα καὶ μάλιστα στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, φέρνει γιὰ παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ. Θὰ περιορισθοῦμε σὲ δυὸ μόνο περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ πίστη του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀδιαμαρτύρητη ὑπακοή του σὲ ὅ,τι λέγει ὁ Θεός. Στὸ δωδέκατο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν κλήση τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἂν σοὶ δείξω». Δὲν εἶναι μικρὸ καὶ λίγο αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Θεός· νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο του καὶ νὰ μὴν ξέρη ποῦ πηγαίνει. Ὁ Ἀβραάμ ἀδιαμαρτύρητα «ἐπορεύθη, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Κύριος».

Στὸ εἰκοστὸ δεύτερο κεφάλαιο πάλι τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Πάρε τὸ γιό σου τὸν Ἰσαὰκ κι ἀνέβα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω καὶ πρόσφερε τὸν θυσία σ’ ἐμένα…» Ἡ θεία Γραφὴ λέγει ὅτι «ὁ Θεὸς ἐπείραζε τὸν Ἀβραάμ», τὸν δοκίμαζε δηλαδὴ καὶ τὸν ἔβαζε νὰ κάμη κάτι, ποὺ στὸ τέλος ὁ ἴδιος δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε. Ὁ Ἀβραάμ, μὲ πίστη ποὺ χαρίζει ὑπεράνθρωπη δύναμη, πῆρε τὸν Ἰσαάκ, τὸν φόρτωσε καὶ τὰ ξύλα τῆς θυσίας κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἒχτισ’ ἐκεῖ ἕνα πρόχειρο θυσιαστήριο, ἔβαλε τὸ παιδὶ ἐπάνω στὰ ξύλα καὶ σήκωσε τὸ μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ σφάξη. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· «Μὴ ἐπιβάλης τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποίησῃς αὐτῷ μηδὲν νῦν γὰρ ἔγνων ὅτι φοβῇ τὸν Θεὸν σύ, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι’ ἐμέ…».

Ἄλλο παράδειγμα τέτοιας πίστης καὶ ὑπακοῆς στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει. Καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Ἰσαὰκ ἦταν «υἱὸς τῆς ἐπαγγελίας», τὸ παιδὶ ποὺ γέννησε ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴ Σάρα σὲ ἡλικία ἑκατὸ ἐτῶν, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς πὼς στὰ γεράματά του θὰ γέννηση παιδί, δὲν ἀπίστησε· κι ὅταν ὕστερα τοῦ εἶπε νὰ τὸ θυσιάση, πάλι δὲν ἀπίστησε, ἀλλὰ συμμορφώθηκε ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Γιὰ τὰ δυὸ αὐτὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ τὰ ὁποῖα εἴπαμε, γράφει ὁ Ἀπόστολος στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Μὲ πίστη ὑπήκουσε ὁ Ἀβραὰμ κι ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο του, «μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». Καὶ πάλι μὲ πίστη «προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος». Ἀμήν.

9.

Ὁ κίνδυνος τῆς εἰδωλολατρίας σήμερα(Κολ.3,4-11)

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

 

Αἴτημα βασικό τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀνακαίνιση ὄχι σάν ἕνα στατικό γεγονός πού συντελεῖται αὐτόματα καί ἀστραπιαία ἀλλά σάν μία συνεχής δυναμική πορεία μέ πτώσεις καί ἐπανορθώσεις. Τό χριστιανικό εὐαγγέλιο δέν παρουσιάστηκε μέσα στόν κόσμο σάν μία καινούργια διδασκαλία μόνο, ἀλλά κυρίως καί κατ’ ἐξοχή ἦλθε σάν καινούργια ζωή, σάν δείκτης πορείας ἀπό τόν φθαρμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο στόν σωστό καί ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο.

Γι’αὐτό γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στούς Κολοσσαεῖς (3,4-11): «Ὅταν ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή μας, φανερωθεῖ, τότε κι ἐσεῖς θά φανερωθεῖτε μαζί του δοξασμένοι στήν παρουσία του. Ἀπονεκρῶστε, λοιπόν, ὅ,τι σᾶς συνδέει μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόν: Τήν πορνεία, τήν ἠθική ἀκαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξία, πού εἶναι εἰδωλολατρία. Γιά ὅλα αὐτά θά πέσει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω σ’ ἐκείνους πού δέν θέλουν νά πιστέψουν. Σ’ αὐτούς ἀνήκατε ἄλλοτε κι ἐσεῖς, ὅταν αὐτά τά πάθη δυνάστευαν τή ζωή σας. Τώρα ὅμως πετάξτε τά ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας: Τήν ὀργή, τό θυμό, τήν πονηρία, τήν κακολογία καί τήν αἰσχρολογία. Μή λέτε ψέματα ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπό πάνω σας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἑαυτό σας μέ τίς συνήθειές του. Τώρα πιά ἔχετε ντυθεῖ τόν καινούργιο ἄνθρωπο, πού ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μέ τή νέα ζωή του νά φτάσει στήν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτή τή νέα κατάσταση δέν ὑπάρχουν πιά ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοι, περιτμημένοι κι ἀπερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δοῦλοι, ἐλεύθεροι· τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλα καί ὁ Χριστός τά διέπει ὅλα».

Στό κείμενο αὐτό ἀπαριθμοῦνται διάφορες ἐκδηλώσεις πού ἀνήκουν στόν ἄνθρωπο μιᾶς περασμένης ἐποχῆς πού δέν γνώρισε τήν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Ἀνήκουν, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν ὁρολογία τοῦ Ἀπ. Παύλου στό πρωτότυπο κείμενο, στόν «παλαιό ἄνθρωπο». Ἀνάμεσα σ’ αὐτές τίς ἐκδηλώσεις εἶναι οἱ σεξουαλικές ἐκτροπές, τά πάθη, οἱ κακίες, ὁ θυμός, τό ψέμα καί ἡ πλεονεξία. Μέ πολύ σκεπτικισμό καί ἀπορία ἀναρωτιέται κανείς, ἄν αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις ἀνήκουν ἀνεπιστρεπτί σέ μία προχριστιανική ἐποχή ἤ μήπως συχνά ἀποτελοῦν στοιχεῖα καί τῆς σημερινῆς πραγματικότητας πού εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας.

Ἐλέχθη προηγουμένως ὅτι ἡ ἀνακαίνιση εἶναι πορεία, στήν ὁποία εἶναι ἐνδεχόμενο νά πέσει κανείς καί νά ξανασηκωθεῖ γιά νά συνεχίσει. «Ὁσάκις ἄν πέσῃς, ἔγειραι καί σωθήσῃ» λέγει ἕνα ἄγραφο λόγιο τοῦ Χριστοῦ πού διασώζεται μέσα στά πατερικά καί λειτουργικά μας κείμενα. Ἡ ἀνακαίνιση εἶναι συνεχής πορεία καί ἀγώνας, στόν ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά κουραστεῖ, νά καταβληθεῖ, ἀλλά καί νά ξανασυνεχίσει τήν ἄνοδο στίς κορυφές τῆς τελειότητας. «Βρισκόμαστε σέ ἀδιέξοδο, ἀλλά δέν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν, ὁ Θεός ὅμως δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ρίχνουν κάτω, μά δέ χάνουμε τόν ἀγώνα», γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στή Β΄ Κορινθίους 4,8-9.

Οἱ παραπάνω ἐκδηλώσεις πού ἀπαριθμεῖ τό ἀνάγνωσμα ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς εἰδωλολατρίας. Τό ὅτι ὁ Παῦλος τίς ἐπισημαίνει ἀπευθυνόμενος σέ χριστιανούς, στούς χριστιανούς τῶν Κολοσσῶν ἀλλά σέ μᾶς σήμερα, ἔχει τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελοῦν συνεχῆ κίνδυνο. Ἡ προτροπή του μᾶς ὁδηγεῖ στό νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ εἰδωλολατρία δέν εἶναι ξεχασμένο παρελθόν ἀλλά ἕνα συνεχῶς ἀπειλητικό παρόν. Ὁ Χριστιανισμός βέβαια ἱστορικά θριάμβευσε ἐπάνω στά εἴδωλα, αὐτά ὅμως σέ ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο δέν παύουν νά ἐκδικοῦνται τούς χριστιανούς, προσπαθώντας νά τούς ἐπαναφέρουν στήν παλιά ἐποχή.
Ἄν ἀμφιβάλλει κανείς, δέν ἔχει παρά νά προσέξει τίς ἐκδηλώσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἡ πλεονεξία – γιά τήν ὁποία χαρακτηριστικά σημειώνει τό ἀνάγνωσμα ὅτι εἶναι εἰδωλολατρία – παρουσιάζεται σάν ἔλλειψη πίστεως καί ἐμπιστοσύνης στόν Θεό, σάν φόβος μπροστά στό ἀβέβαιο μέλλον, σάν ἄμυνα στή σκέψη τοῦ θανάτου, σάν ὑπερτροφική ἐνίσχυση τοῦ ἑαυτοῦ μας, σάν κατάσταση ἑωσφορικῆς αὐτοπεποιθήσεως.

Ἀκόμη πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἀναζητήσουν μορφές εἰδωλολατρίας στόν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας κόσμο. Αὐτή μπορεῖ ὕπουλα νά ἐμφωλεύει καί μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀκριβέστερα μέσα στούς χριστιανούς. Τό νά χρησιμοποιεῖ κανείς τόν Θεό σάν μέσο γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν στόχων του, τό νά τόν θέτει στήν ὑπηρεσία τῶν κοινωνικῶν του ἐπιδιώξεων δέν εἶναι εἰδωλολατρία, καί μάλιστα τῆς πιό συγκαλυμμένης καί ὕπουλης μορφῆς; Τό νά ὁμιλεῖ κανείς γιά ἱερά πράγματα, ἐνῶ ἡ ζωή του καί ἡ σκέψη του εἶναι κολλημένες στήν ἀπόκτηση ἀξιωμάτων γιά τήν καταδυνάστευση τῶν ἄλλων, στήν ἐξασφάλιση τοῦ ἐγώ μέ κάθε τρόπο, δέν εἶναι εἰδωλολατρία συνταιριασμένη μέ πολλή ὑποκρισία;

Ὁ κίνδυνος λοιπόν τῆς εἰδωλολατρίας ἀπειλεῖ τούς χριστιανούς καί σήμερα. Καί εἶναι κίνδυνος ὄχι εὐκαταφρόνητος. Τό «οὐ ποιήσης σεαυτῷ εἴδωλον» τῆς πρώτης ἐντολῆς τοῦ Μωσαϊκοῦ δεκαλόγου, τῆς πιό δύσκολης ὁμολογουμένως ἐντολῆς, ἄς ἠχεῖ συνεχῶς στά ἀφτιά μας. Ὅσο κι ἄν ὁ παλαιός ἄνθρωπος ἑλκυστικά προβάλλει σάν προσαρμοστική δύναμη στή ζωή, ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ ὁλοκληρωμένος ἠθικά καί πνευματικά, εἶναι τό τέρμα μιᾶς ἀγωνιστικῆς πορείας πού καταξιώνει καί ὀμορφαίνει τή ζωή.

10.

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά (Των Προπατόρων) –Το μεγάλο μήνυμα της παραβολής του Μεγάλου Δείπνου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ – ΚΘ΄ Κυριακής: Κολ. γ ‘ 4 -11

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Λουκ. ιδ΄ 16-24

 

Ουδείς τών άνδρών εκείνων τών κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου

Σήμερα, Κυριακή τών άγιων Προπατόρων, τιμούμε τή μνήμη τών δικαίων τής Παλαιάς Διαθήκης. Στό εύαγγελικό άνάγνωσμα άκούσαμε τήν παραβολή του Μεγάλου Δείπνου: Ένας άνθρωπος παρέθεσε ≪δείπνον μέγα≫, μεγάλο βραδινό συμπόσιο, καί κάλεσε πολλούς.

 

Τήν ώρα του Δείπνου έστειλε τον δούλο του στούς καλεσμένους γιά την τελική πρόσκληση, έκείνοι όμως άρνήθηκαν προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες.

Ό οικοδεσπότης οργίστηκε και διέταξε τόν δούλο του άρχικά μέν να οδηγήσει στό Δείπνο τούς φτωχούς καϊ άναπήρους της ττόλεως, κατόπιν δέ τούς άστέγους πού έμεναν έξω άπό αύτήν. Διότι, κατέληξε ό οικοδεσπότης, κανείς άπό εκείνους τούς προσκεκλημένους δέν θά γευθεΐ τό Δείπνο μου.

Τό Μέγα Δείπνο συμβολίζει τή Βασιλεία τών Ούρανών. ’Άς δούμε λοιπόν σήμερα ποιές άρετές πρέπει νά έχουμε γιά νά άξιωθοϋμε τής Βασιλείας των Ούρανών.

  1. Έμπρακτος πόθος για την Βασιλεία

Οί προσκεκλημένοι άρνήθηκαν την πρόσκληση στό Δείπνο λόγω άλλων άσχολιών. Ό ένας είπε ότι είχε άνάγκη νά πάει νά δεί τό χωράφι πού μόλις είχε άγοράσει, ό άλλος ότι ήθελε νά δοκιμάσει στό όργωμα τά πέντε ζευγάρια βόδια πού έπίσης μόλις είχε άγοράσει, και ό τρίτος είπε ότι παντρεύτηκε.

Δέν ήταν έφάμαρτες οί άπασχολήσεις τους- τις προτίμησαν όμως άπό το Δείπνο. Άπορροφήθηκαν άπό τις έγκόσμιες άσχολίες καί τις οικογενειακές άνέσεις καί φροντίδες τους. Έδωσαν τήν καρδιά τους στά έπίγεια καί όχι στα ούράνια άγαθά, καί γι’ αύτό άποκλείσθηκαν άπό τό Δείπνο τής Βασιλείας.

‘Επομένως γιά νά συμμετάσχουμε στο Δείπνο, πρέπει νά τό θέλουμε- όχι όμως άπλώς νά τό θέλουμε – διότι καί έκεΐνοι οί προσκεκλημένοι πιθανόν νά τό ήθελαν, άλλά τελικά τούς κέρδισαν άλλα- πρέπει νά τό ποθούμε ολόψυχα, νά λαχταρά ή καρδιά μας, νά ζοΰμε αύτό πού λέμε στό Σύμβολο τής Πίστεως: ≪Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών καί ζωήν του μέλλοντος αίώνος≫.

Άλλά γιά νά είναι ειλικρινής ό πόθος μας αύτός, θά πρέπει νά είναι έμπρακτος. Στή ζωή μας καί στήν καρδιά μας νά δώσουμε τήν πρώτη θέση στό Χριστό- νά άπαρνηθοϋμε ό,τι μάς χωρίζει άπό ’Εκείνον, καί περισσότερο άπό όλα νά μάς ένδιαφέρει πώς θά εύαρεστήσουμε στόν Κύριο. Κάθε πράξη, λόγος, σκέψη μας νά ύπηρετεί τό όνειρό μας, τή συμμετοχή μας στό Μεγάλο Δείπνο. Τότε θά είμαστε έτοιμοι νά θυσιάσουμε τά πάντα γιά τόν Χριστό, καί όχι τον Χριστό γιά οτιδήποτε άλλο.

  1. Ταπεινοφροσύνη

Ό Κύριος δίδαξε τήν Παραβολή κατά τή διάρκεια ένός γεύματος στό σπίτι ένός Φαρισαίου άρχοντα. Οί άκροατές Του ήταν Φαρισαίοι καί νομοδιδάσκαλοι (βλ. Λουκ. ιδ’ 1-15). Αύτοί θεωρούσαν ότι ήταν άξιοι τής Βασιλείας τού Θεού καθώς ήταν ’Ιουδαίοι, φυσικοί άπόγονοι τού πατριάρχη Αβραάμ, άλλά και βαθείς γνώστες καί πιστοί τηρητές του Μωσαϊκού Νόμου. Μάλιστα περιφρονούσαν τούς άνθρώπους τού λαού για τή θρησκευτική τους άγνοια καί πολύ περισσότερο τούς έθνικούς, δηλαδή τούς μή ’Ιουδαίους, καί τούς θεωρούσαν άποκλεισμένους άπό τή Βασιλεία.

Ό Κύριος λοιπόν στήν Παραβολή παρουσιάζει αύτές τις τρεις τάξεις άνθρώπων κατά τήν άλαζονική άντίληψη των Φαρισαίων: τούς προσκεκλημένους, πού είναι οί άρχοντες τού ’Ισραήλ- τους φτωχούς τής πόλεως, πού είναι οί άπλοι ’Ιουδαίοι- τούς άστέγους πού έμεναν έξω άπό τήν πόλη, πού είναι οί έθνικοί.

Οί πρώτοι άποκλείσθηκαν, ένώ οί ύπόλοιποι έλαβαν μέρος. Γιατί άποκλείσθηκαν;

Διότι περιφρόνησαν τήν κλήση του Θεοΰ, ή όποία τούς έγινε διά τού Κυρίου Ιησού Χριστού- διότι δέν ταπεινώθηκαν άπέναντί Του, δέν δέχθηκαν τό κήρυγμά Του, δέν πίστεψαν σ’ ’Εκείνον.

Δηλαδή τελικά άποκλείονται άπό τη Βασιλεία τού Θεού όσοι θεωρούν τον έαυτό τους έπίσημο προσκεκλημένο, έκλεκτό τού Θεού- ένώ άξιώνονται της Βασιλείας τών Ούρανών ≪οί πτωχοί τω πνεύματι≫, οί ταπεινοί. Αύτοί συναισθάνονται τήν άμαρτωλότητά τους, την άναξιότητά τους νά παραστοΰν στό Μέγα Δείπνο, καί γι’ αύτό≪άναγκάζονται εισελθείν≫. ‘Η ταπεινοφροσύνη έλκύει τή Χάρι τού Θεού. Ή ταπεινοφροσύνη εισάγει στή Βασιλεία τού Θεού.

……………………..

Σέ λίγες ήμέρες θά γιορτάσουμε Χριστούγεννα, τήν ένανθρώπηση τού Υίού καί Λόγου τού Θεού, τήν όποία τόσο πόθησαν οί δίκαιοι Προπάτορες. Να τήν γιορτάσουμε κι έμείς μέ παρόμοια διάθεση, μέ ίερό πόθο καί βαθιά ταπείνωση.

Νά μήν ξεχαστούμε μέ τά ψώνια, τις έπισκέψεις καί τις άλλες έργασίες, άλλά στις ήμέρες πού άπομένουν, να έτοιμάσουμε τήν ψυχή μας. Νά άνταποκριθούμε στή θεία κένωση καί συγκατάβαση μέ τήν άπόφαση νά ζήσουμε με βαθύτερη ύπακοή στό Σωτήρα τού κόσμου, πού γεννιέται στή Βηθλεέμ. Νά έξομολογηθούμε, νά προσευχηθούμε περισσότερο, νά μελετήσουμε σχετικά, νά έμβαθύνουμε στό μεγάλο μυστήριο τής θείας ένανθρωπήσεως. Νά έτοιμαστούμε γιά νά κοινωνήσουμε. Έτσι, θα ζήσουμε τήν πνευματική χαρά τής Εορτής καί θά έξέλθουμε άπό τό άγιο Δωδεκαήμερο γεμάτοι ψυχικά, άνανεωμένοι, πνευματικότεροι.

 

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”