1.

Ἡ Παναγία ὡς ναός τοῦ Θεοῦ

Κωνσταντίνου Μιλτιάδης (Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.)

Ἄν θά ἐπιχειροῦσε κανείς νά περιγράψει μέ μία μόνον φράση τόν ρόλο καί τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας, θά μποροῦσε νά πεῖ ὅτι «Σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά φανερώνει τόν Θεό στόν κόσμο». Καί γιά νά πετύχει τόν σκοπό της αὐτόν ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ τή Θεολογία. Ἡ Θεολογία, λοιπόν, ἐκφράζει τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μέ δύο τρόπους· εἴτε μέ τόν λόγο εἴτε μέ εἰκόνες. Οἱ δυνατότητες ὅμως τόσο τοῦ λόγου ὅσο καί τῶν εἰκόνων, ὅταν ἐπιχειροῦν νά φανερώσουν τόν Θεό, εἶναι ἀναγκαστικά πολύ περιορισμένες, καί γι’ αὐτό, προκειμένου νά κατανοήσει κανείς ὀρθά τό περιεχόμενό τους, πρέπει ἡ προσέγγισή τους νά γίνεται μέ μεγάλη προσοχή καί λαμβάνοντας κάθε φορᾶ ὑπόψη τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης εἰκόνων γιά τήν ἔκφραση τῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ γιορτή πού πανηγυρίζουμε σήμερα, ἡ γιορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.

Τό ἱστορικό ὑπόβαθρο τῆς γιορτῆς αὐτῆς βρίσκεται στή βυζαντινή περίοδο. Στά Ἱεροσόλυμα, στή θέση ὅπου παλιότερα βρισκόταν ὁ περίφημος ναός τοῦ Σολομώντα, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός ἔχτισε μία μεγάλη βασιλική πρός τιμή τῆς Παναγίας. Τά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης ἔγιναν στίς 20 Νοεμβρίου τοῦ 534 μ.Χ. καί ἡ ἀνάμνησή τους γιορτάζονταν κάθε χρόνο στίς 21 Νοεμβρίου μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα. Στά τέλη τοῦ ζ΄ ἤ στίς ἀρχές του η΄ μ.Χ. αἰώνα, ἡ πανήγυρη αὐτή συνδέθηκε μέ ἕναν ἀρχαῖο χριστιανικό θρύλο, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ Παναγία σέ ἡλικία 3 ἐτῶν ἀφιερώθηκε ἀπό τούς γονεῖς της στόν ναό τοῦ Θεοῦ πού βρισκόταν στό ἴδιο ἀκριβῶς σημεῖο, ὅπου εἶχε χτιστεῖ ἡ νέα ἐκκλησία. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς γιορτῆς ἀπό τήν Πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή ἀναφέρεται στήν περιγραφή τοῦ ναοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ.

Ἡ σύνδεση αὐτή τοῦ ναοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ μέ μία γιορτή τῆς Παναγίας κρύβει ἕνα βαθύτατο συμβολισμό, πού γιά νά τόν κατανοήσει κανείς πρέπει νά λάβει ὑπόψη του τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι κατά τήν προχριστιανική περίοδο ἀντιλαμβάνονταν τούς ναούς. Κοινό χαρακτηριστικό ὅλων σχεδόν τῶν ἀρχαίων θρησκειῶν ἦταν ἡ ἀντίληψη ὅτι οἱ θεοί κατοικοῦσαν ταυτόχρονα στόν οὐρανό καί στούς ναούς πού ἦταν ἀφιερωμένοι σ’ αὐτούς. Ἔτσι, ὁ ναός ἀποτελοῦσε τό χῶρο ὅπου ἡ διαφορά μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς αἴρεται, ὁπότε ὅποιος εἰσερχόταν στόν ναό, βρισκόταν ταυτόχρονα μπροστά στόν οὐράνιο θρόνο τοῦ θεοῦ. Στόν χῶρο τοῦ ναοῦ συντελεῖται μία ὑπέρβαση τῶν κατηγοριῶν τοῦ γήινου καί τοῦ οὐράνιου, καθώς τά ὅρια μεταξύ ἐπίγειου καί οὐράνιου κόσμου σχετικοποιοῦνται. Ἔτσι, ὁ ναός ἀποτελοῦσε, κατά τίς ἀντιλήψεις τῶν ἀρχαίων, ἕνα κομμάτι γῆς πού ἔφτανε μέχρι τόν οὐρανό ἤ, ἀντίστροφα, ἕνα κομμάτι οὐρανοῦ πού ἄγγιζε τή γῆ.

Ἀκριβῶς ἐπειδή ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ ἦταν συνδεδεμένος μέ τέτοιες παραστάσεις, ἀπαγορευόταν στούς πιστούς νά εἰσέρχονται σ’ αὐτόν. Στό ἐσώτερο μέρος τοῦ ναοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ εἰσερχόταν μόνον ὁ ἀρχιερέας μία φορά τό χρόνο, γιά νά ραντίζει τόν χῶρο μέ τό αἷμα τῆς θυσίας πού προσφερόταν στήν αὐλή. Αὐτή τήν αὐστηρή ὁριοθέτηση τοῦ χώρου ὅπου κατοικεῖ ἡ θεότητα ἀπό τό χῶρο ὅπου κατοικοῦν οἱ ἄνθρωποι κατάργησε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καθώς ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ἦρθε νά κατοικήσει μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, κατάργησε κάθε διαχωριστικό μεταξύ θείου καί ἀνθρώπινου.

Μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἔγινε πλέον ἕνας ναός, ὅπου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τή δυνατότητα τῆς ἄμεσης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό. Ἔτσι, ὁ χριστιανικός ναός συμβολίζει μέ τήν ἀρχιτεκτονική του τό σύμπαν καί κάθε μέρος του ἕνα τμῆμα τοῦ κόσμου. Τό δάπεδο συμβολίζει τή γῆ πάνω στήν ὁποία βρίσκονται οἱ ἄνθρωποι. Ἡ ὀροφή συμβολίζει τόν οὐρανό καί γι’ αὐτό στό κέντρο της εἰκονογραφεῖται πάντοτε ὁ Παντοκράτορας, ἡ εἰκόνα δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παριστάνεται συνήθως σέ μία μέση ἡλικία -οὔτε νέος οὔτε γέρος- γιά νά δείξει τήν ἕνωση τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα. Τό ἀρχιτεκτονικό τμῆμα τοῦ ναοῦ πού συνδέει τό δάπεδο μέ τήν ὀροφή, πού συνδέει, δηλαδή, τή γῆ μέ τόν οὐρανό, εἶναι ἡ κόγχη τοῦ ἱεροῦ. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού στό συγκεκριμένο σημεῖο εἰκονογραφεῖται ἡ Παναγία. Γιά νά δείξει ὅτι χάρη στή συμβολή αὐτοῦ τοῦ φτωχοῦ κοριτσιοῦ ἀπό τήν Παλαιστίνη ἔγινε δυνατή ἡ ἕνωση τοῦ οὐρανοῦ μέ τή γῆ. Μία σειρά ἀπό συμβολισμούς καί εἰκόνες, πού ὅμως, ὅταν ἑρμηνευτοῦν σωστά, συνοψίζουν ὅλη τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ εἰκόνα τῆς Μαρίας πού εἰσέρχεται στόν ναό περιγράφει μέ τόν πιό παραστατικό τρόπο τόν ρόλο της στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἄν ὁ ναός τῆς Ἱερουσαλήμ συμβόλιζε τόν τόπο κατοικίας τοῦ Θεοῦ, στά σπλάχνα τῆς Μαρίας κατοίκησε πραγματικά ὁ Θεός. Ἄν ὁ ναός τῆς Ἱερουσαλήμ συμβόλιζε τόν οὐράνιο θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἡ Μαρία καθίσταται πραγματικός θρόνος καί δίκαια ὁ ὑμνογράφος τῆς σημερινῆς γιορτῆς τήν ταυτίζει μέ τόν οὐρανό:

«Χαίρει ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τὸν οὐρανὸν τὸν νοητὸν πορευόμενον ὁρῶντες εἰς θεῖον οἶκον ἀνατραφῆναι σεπτῶς».

Καί ἄν, τέλος, ὁ ναός τῆς Ἱερουσαλήμ ὡς τόπος κατοικίας τοῦ Θεοῦ ἦταν γιά τούς ἰουδαίους ἅγιος, δίκαια ἡ Μαρία ἀποκαλεῖται ἀπό τούς χριστιανούς “Παναγία”. Μέ τήν εἰκόνα τῆς εἰσόδου τῆς Μαρίας στόν ναό τοῦ Θεοῦ δηλώνεται σαφέστατα ἡ κατάργηση τῶν διαχωριστικῶν ὁρίων μεταξύ οὐράνιου καί ἐπίγειου κόσμου πού ἐπιτεύχθηκε μέ τή σταυρική θυσία καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τώρα πιά ὅλοι ἔχουν τή δυνατότητα νά γίνουν πολίτες τοῦ οὐρανοῦ. Ὅμως αὐτή ἡ δυνατότητα, αὐτή ἡ χάρη πού ἔκανε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, δέν εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό ὑποχρεώσεις. Ἐφόσον ὅλος ὁ κόσμος, ὅπως ἀναφέρθηκε, ἔγινε ἕνας ναός τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι δυνατόν νά συμπεριφέρεται κανείς διαφορετικά στήν καθημερινή του ζωή καί διαφορετικά τίς Κυριακές μέσα στήν ἐκκλησία. Ἄν στήν ἐκκλησία ἔρχεται κανείς γιά νά δοξάσει τόν Θεό, τό ἴδιο ὀφείλει νά κάνει καί μέ ὅλες τίς πράξεις του στήν καθημερινή του ζωή.

Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ κοσμογονικές ἀλλαγές τοῦ τέλους τοῦ εἰκοστοῦ μ.Χ. αἰώνα σέ πολιτικό-κοινωνικό καί οἰκονομικό ἐπίπεδο κλόνισαν τίς ἐλπίδες ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων καί γέννησαν σέ πολλούς ἀπό αὐτούς αἰσθήματα ἀνασφάλειας καί ἀβεβαιότητας. Χιλιάδες εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀπογοητευμένοι ἀπό τά διάφορα κοινωνικά καί οἰκονομικά συστήματα ἀναζητοῦν λύσεις καί καταφύγιο στίς πιό ἀπίθανες θρησκεῖες πού γεννᾶ τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα σ’ αὐτόν τό γενικό ἀποπροσανατολισμό τῆς σύγχρονης ἐποχῆς οἱ χριστιανοί καλοῦνται νά γίνουν μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους οἱ ὁδοδεῖκτες γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτό προϋποθέτει ἕνα διαρκῆ αὐτοέλεγχο, ὥστε ὅλες τους οἱ ἐπιλογές καί οἱ ἐνέργειες νά εἶναι σύμφωνες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Προϋποθέτει μία ἑτοιμότητα ἀπό τήν πλευρά τῶν χριστιανῶν, ὥστε νά μποροῦν νά ἀκοῦν σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς τους τό τί ζητάει ὁ Θεός ἀπ’ αὐτούς καί νά εἶναι σέ θέση νά ἐπαναλάβουν τά λόγια της Μαρίας: «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» (Λουκ. α΄ 38). Τότε θά ἰσχύσουν καί γι’ αὐτούς τά λόγια του Χριστοῦ μέ τά ὁποῖα κλείνει ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς γιορτῆς: Χαρά σ’ ἐκείνους πού ἀκοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί πού τόν ἐφαρμόζουν (Λουκ. ια΄ 28).

2.

Τὰ Εἰσόδεια τῆς Θεοτόκου

Γκότσης Χρῆστος

Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) ξεχωρίζουν μεταξύ τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν διά τόν πλούσιον συμβολισμόν των, ὅπως τόν βλέπομεν ἄλλωστε εἰς τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς καί τήν εἰκονογραφίαν. Ἡ Ἱερά Παράδοσις συνεπλήρωσε τά κενά τῶν Εὐαγγελίων γύρω ἀπό τήν ζωήν τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ καί μᾶς ἐγνώρισε διδακτικούς σταθμούς τῆς ζωῆς της, πού ἐμπνέουν καί τρέφουν τήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν πρός τό πρόσωπόν της.

«Ὅπως ἡ ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ», παρατηρεῖ ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ, «ἔτσι καί ἡ ἑορτή τῆς Εἰσόδου της εἰς τόν Ναόν ἐδημιουργήθη ὑπό τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐχρησιμοποίησε τά ἀπόκρυφα (Εὐαγγέλια) διά νά δώσῃ ἔμφασιν –αὐτήν τήν φοράν ἐν τῷ προσώπῳ τῆς διαλεγμένης Παρθένου, πού ἀφιέρωσε τόν ἑαυτόν της εἰς τήν ὑπηρεσίαν τοῦ Θεοῦ -εἰς «τήν ἐκπλήρωσιν τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου». Τό μυστήριον τῆς Θεομητορικῆς αὐτῆς ἑορτῆς, τό ὁποῖον ἠμπορεῖ νά συγκριθῇ μέ τήν Κοίμησιν, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς αὐτό τοῦτο τό θησαυροφυλάκιον τῆς Παραδόσεως· ἡ Ἐκκλησία διακόπτει τήν σιγήν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί μᾶς δείχνει τούς ἀκαταλήπτους δρόμους τῆς θείας Προνοίας, οἱ ὁποῖοι προπαρασκευάζουν τό δοχεῖον τοῦ Λόγου, «τήν πρό αἰώνων προορισθεῖσαν μητέρα», «τήν ἐκ τῶν Προφητῶν προκηρυχθεῖσαν» πού εἰσάγεται τώρα εἰς τά Ἅγιᾳ τῶν Ἁγίων, ὡς « τό ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».

Περιγραφήν τῆς εἰσόδου τῆς Θεομήτορος εἰς τόν Ναόν εὑρίσκομεν εἰς τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου. Ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα, ἐπί πολλά χρόνια ἄτεκνοι, ὅπως εἴδομεν, ἀποκτοῦν ὕστερα ἀπό νηστείαν καί προσευχήν τέκνον, τήν Μαρίαν, τήν ὁποίαν εἰς ἡλικία τριῶν ἐτῶν ἀφιερώνουν εἰς τόν Ναόν συμφώνως πρός τήν ὑπόσχεσίν των:

«Καί ἐγένετο τριετής ἡ παῖς, καί εἶπεν Ἰωακείμ· Καλέσατε τάς θυγατέρας τῶν Ἑβραίων τάς ἀμιάντους καί λαβέτωσαν ἀνά λαμπάδα, καί ἔστωσαν καιόμεναι, ἵνα μή στραφῇ ἡ παῖς εἰς τά ὀπίσω καί αἰχμαλωτισθῇ ἡ καρδία αὐτῆς ἐκ ναοῦ Κυρίου. Καί ἐποίησαν οὕτως ἕως ἀνέβησαν ἐν τῷ ναῷ Κυρίου. Καί ἐδέξατο αὐτήν ὁ ἱερεύς, καί φιλήσας εὐλόγησεν αὐτήν καί εἶπεν· Ἐμεγάλυνεν Κύριος τό ὄνομά σου ἐν πάσαις ταῖς γενεαῖς· ἐπί σοί ἐπ᾽ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν φανερώσει Κύριος τό λύτρον (=λύτρωσιν) αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. Καί ἐκάθισεν αὐτήν ἐπί τρίτου βαθμοῦ τοῦ θυσιαστηρίου, καί ἐπέβαλεν Κύριος ὁ Θεός χάριν ἐπ᾽ αὐτήν, καί κατεχόρευσεν τοῖς ποσίν αὐτοῖς, καί ἠγάπησεν αὐτήν πᾶς οἶκος Ἰσραήλ. Καί κατέβησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς θαυμάζοντες καί αἰνοῦντες τόν δεσπότην Θεόν, ὅτι οὐκ ἐπεστράφη ἡ παῖς εἰς τά ὀπίσω. Ἦν δέ Μαρία ἐν τῷ ναῷ Κυρίου ὡς περιστερά νεμομένη, καί ἐλάμβανεν τροφήν ἐκ χειρός ἀγγέλου».

Εἰς τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα τοῦ Πρωτευαγγελίου στηρίζεται καί ἡ ἱερά ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς. Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι προχωροῦν πέραν τοῦ Θεομητορικοῦ αὐτοῦ ἐπεισοδίου διά νά συλλάβουν τήν μυστικήν σημασίαν του καί τήν σχέσιν του πρός τό θεῖον σχέδιον τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Παναγία δέν εἰσέρχεται εἰς τόν Ναόν μόνον διά νά προσφέρῃ μέ τούς γονεῖς της τό δῶρον της καί νά ὑψώσῃ τήν εὐχαριστήριον προσευχήν της. Εἰσέρχεται διά νά γίνῃ ἡ ἰδία «καί ἀνάθημα καί εὐῶδες θυμίαμα». Κατοικεῖ εἰς τά ἄδυτα τοῦ Ναοῦ διά νά γίνῃ «τοῦ Ἰησοῦ οἰκητήριον, τερπνόν καί ὡραῖον» (β’ Ἀπόστιχον τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. α’ ἤχου).

Ἡ Παναγία δηλαδή γίνεται μέ τήν εἴσοδόν της καί τήν παραμονήν της εἰς τόν Ναόν «ὁ ναός ὁ ἔμψυχος τοῦ μεγάλου Βασιλέως», ὁ «θεοχώρητος ναός», «ὁ οὐρανός ὁ νοητός», «ὁ καθαρώτατος ναός τοῦ Σωτῆρος» κατά τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Ἔτσι ὁ Ναός τοῦ Νόμου (πρόκειται διά τόν Ναόν τοῦ Ζοροβάβελ, πού ὑστεροῦσεν εἰς λαμπρότητα ἀπό ἐκεῖνον τοῦ Σολομῶντος) γίνεται τύπος καί σύμβολον τῆς Παρθένου. Αὐτή μέ τήν προετοιμασίαν της εἰς τόν Ναόν τοῦ Θεοῦ θά γίνῃ ἀργότερον ὁ Ναός τοῦ Σώματος τοῦ Υἱοῦ της. Τρέφεται μέ οὐράνιον ἄρτον, διότι θά γεννήσῃ τόν Ἄρτον τῆς ζωῆς. Ὡραιότατα παρουσιάζει τούς συμβολισμούς αὐτούς τό γ’ Στιχηρόν τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς:

«Ἐπουρανίῳ τραφεῖσα, Παρθένε, ἄρτῳ πιστῶς ἐν τῷ Ναῷ Κυρίου, ἀπεκύησας κόσμῳ ζωῆς ἄρτον τόν Λόγον· οὗ ὡς ναός ἐκλεκτός καί πανάμωμος προεμνηστεύθης τῷ Πνεύματι μυστικῶς, νυμφευθεῖσα τῷ Θεῷ καί Πατρί».

Ἔτσι ἡ ἱερά Ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καί ἡ σχετική εἰκόνα ὑπηρετοῦν ἕνα βαθύτερον σκοπόν: Χειραγωγοῦν τόν πιστόν εἰς τό μυστήριον τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου εἰς τόν Ναόν εἶναι τό προοίμιον τῆς εὐνοίας τοῦ Θεοῦ εἰς τούς ἀνθρώπους, ἡ προκήρυξις τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἡ προαγγελία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ πραγματοποίησις τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας διά τήν σωτηρίαν τοῦ Κόσμου. Αὐτά διακηρύσσει τό Ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς:

«Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τό προοίμιον καί τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις. Ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ τρανῶς ἡ Παρθένος δείκνυται καί τόν Χριστόν τοῖς πᾶσι προκαταγγέλλεται. Αὐτῇ καί ἡμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν· Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἡ ἐκπλήρωσις».

Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος μέ βάσιν τάς ἀνωτέρω πληροφορίας τῆς ἀποκρύφου διηγήσεως καί τήν δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς Θεοτόκου συνθέτει τήν εἰκόνα τῶν Εἰσοδίων.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ «Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου»

Τό Κύριον πρόσωπον τῆς εἰκόνος εἶναι ἡ τριετής Παναγία. Εἰκονίζεται τήν στιγμήν πού τήν ὑποδέχεται εἰς τόν Ναόν ὁ ἱερεύς Ζαχαρίας, ὁ μετέπειτα πατήρ τοῦ Προδρόμου. Τήν συνοδεύουν οἱ γονεῖς της καί αἱ παρθένοι, πού βαστοῦν λαμπάδας.

Ἡ Παναγία δέν ἐμφανίζει τίποτε τό παιδικόν, ἐκτός ἀπό τό μικρόν μέγεθος τοῦ σώματός της. Αὐτό γίνεται σκοπίμως. Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος θέλει νά μᾶς ἀπομακρύνῃ ἀπό τό γράμμα τῆς διηγήσεως («τριετής ἡ παῖς») διά νά συλλάβωμεν τό πνεῦμά της, τήν ἐκκλησιολογικήν της διάστασιν. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Διά τοῦτο ὁ ὑμνῳδός μᾶς καλεῖ «τήν νηπιάζουσαν φύσει καί ὑπέρ φύσιν» Μητέρα ἀναδειχθεῖσαν τοῦ Θεοῦ εὐφημήσωμεν ὕμνοις (Τροπάριον τοῦ Ὄρθρου).

Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ὡς ὥριμος γυναῖκα μέ τό γνωστόν μαφόριόν της, ὅπως τήν βλέπομεν εἰς τάς εἰκόνας της.

Τό ἴδιο κάμνει ὁ ὑμνῳδός τῆς Ἐκκλησίας καί διά τάς λαμπάδας τῶν παρθένων. Αἱ ἀνημμέναι λαμπάδες δέν εἶχον σκοπόν κατ᾽ αὐτόν νά ἐμποδίσουν τήν τριετῆ παιδίσκην νά στραφῇ εἰς τά ὀπίσω, καθώς ἐπήγαινεν εἰς τόν Ναόν, ὅπως ἀναφέρει ἡ ἀπόκρυφος διήγησις, ἀλλά νά ὑποδείξουν τήν νοητήν λαμπάδα, τήν Παναγίαν, καί προδηλώσουν τήν μελλοντικήν αἴγλην, πού θά ἀνέλαμπεν ἀπό αὐτήν καί θά ἐφώτιζε τούς εἰς τό σκότος τῆς ἁμαρτίας καθημένους ἀνθρώπους, δηλαδή τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Αὐτόν τόν συμβολισμόν παρουσιάζει τό δ’ Στιχηρόν προσόμοιον τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ δ’ ἤχου:
«Αἱ νεάνιδες χαίρουσαι καί λαμπάδας κατέχουσαι, τῆς λαμπάδος σήμερον προπορεύονται τῆς νοητῆς καί εἰσάγουσιν αὐτήν εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων ἱερῶς προδηλοῦσαι τήν μέλλουσαν αἴγλην ἄρρητον ἐξ αὐτῆς ἀναλάμψειν καί φωτίσειν τούς ἐν σκότει καθημένους, τῆς ἀγνωσίας ἐν Πνεύματι».
Τήν Παναγίαν ὑποδέχεται εἰς τό ἱερόν ὁ ἱερεύς Ζαχαρίας φορῶν τήν ἐπίσημον ἱερατικήν στολήν του. Κύπτει μέ τεταμένας τάς χεῖρας νά ὑποδεχθῇ «εὐφραινόμενος ταύτην ὡς Θεοῦ κατοικητήριον». Ἡ μικρά Παναγία λυγερόσωμος καί εὐθυτενής τείνει καί αὐτή τάς χεῖράς της πρός τόν ἱερέα.
Εἰς τό ἄνω ἀριστερόν πολλῶν εἰκόνων παριστάνεται ἡ Παναγία καθημένη ἐπάνω εἰς μαρμάρινον θρόνον, ὅπου δέχεται τήν τροφήν, πού τῆς κομίζει ὁ ἄγγελος Γαβριήλ. Ἡ Παναγία θά παραμείνῃ εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων ὡς νέα Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ὡς ἡ «ἔμψυχος κιβωτός» καί κατά τήν 12ετῆ παραμονήν της εἰς τό Ἱερόν θά τρέφεται θαυματουργικῶς μέ οὐράνιον τροφήν.

3.

Ἡ Ζωὴ τῆς Παναγίας

Τσαγκάρης Παναγιώτης (Θεολόγος)

Στὸ χῶρο τοῦ σύμπαντος τὸ φαινόμενο τῆς ἔκλειψης τοῦ ἡλίου εἶναι κάτι ποὺ συχνὰ συμβαίνει. Στὸ χῶρο τῆς χριστιανικῆς πίστης ὅμως, ὑπάρχει ἕνας ἥλιος ποὺ δὲν γνωρίζει ἔκλειψη εἰς τὸν αἰώνα. Εἶναι ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Χριστός! Μαζί του λάμπει στοὺς αἰῶνες καὶ ὁ ἥλιος τῆς Παναγίας μητέρας Του. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἥλιος, ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Θεοῦ, «ἡ μετὰ Θεὸν Θεός», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, καθὼς εἶναι ἐκείνη ποὺ δέχθηκε μέσα της, ἐκύησε, ἐγέννησε, γαλακτοτρόφησε καὶ ἀνέθρεψε τὸ νοητὸ Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης.

Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἥλιος ἁγνείας, παρθενίας, ὑπακοῆς, ὑπομονῆς, σιωπῆς, ἀγάπης, πίστης, σεμνότητας, καθαρότητας, διακριτικότητας, σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ὡραιότητας. Ἥλιος καλοκαιρινός, δεκαπενταυγουστιάτικος, ποὺ λαμπρύνει τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀποτελεῖ καύχημα καὶ κόσμημα τῶν χριστιανῶν.

Ἂς δοῦμε σύντομα τὴ μοναδικὴ ζωὴ αὐτῆς τῆς μοναδικῆς γυναίκας.

Κατὰ τὸ λεγόμενο, «πρωτευαγγέλιο» τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, ὁ ἱερέας Ματθᾶν (23ος ἀπόγονός του Δαβίδ, κατὰ τὸν γενεαλογικὸ πίνακα τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ματθαίου), παντρεύτηκε τὴ Μαρία καὶ μαζὶ ἀπέκτησαν τὸν Ἰακώβ, τὸν πατέρα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ μνήστορος τῆς Παναγίας, καὶ τρεῖς κόρες:

τὴ Μαρία, ἡ ὁποία γέννησε τὴ Σαλώμη τὴ μαία,

τὴ Σοβῆ, ἡ ὁποία γέννησε τὴν Ἐλισάβετ, τὴ μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου καὶ

τὴν Ἄννα, ἡ ὁποία γέννησε τὴ Μαρία, τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ἄννα (ἡ μνήμη τῆς τιμᾶται στὶς 25 Ἰουλίου), παντρεύτηκε σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, τὸν τριαντάχρονο τότε Ἰωακείμ (ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 9 Σεπτεμβρίου μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Ἄννα), ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ, ὅπως κι ἐκείνη. Ὅμως πέρασαν 40 χρόνια ἔγγαμου βίου καὶ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα δὲν εἶχαν ἀποκτήσει παιδί. Ἡ ἀτεκνία στὴν ἐποχὴ τοὺς ἦταν μεγάλη ντροπή. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ ντροπὴ τὴν ἔφερναν πάνω τους καὶ οἱ δυό τους ἀγόγγυστα κι ἀδιαμαρτύρητα ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὑπέμεναν τὸ θέλημά Του, Τὸν θερμοπαρακαλοῦσαν, πίστευαν μὲ ἁπλοϊκὴ καὶ πηγαία πίστη στὴν παντοδυναμία Του καὶ περίμεναν…

Ἀπέναντι στὴ τόση πίστη, ὑπομονὴ καὶ προσευχὴ ὁ Θεὸς ἀπάντησε μὲ πολλαπλὰ μεγάλα θαύματα. Στέλνει τὸν ἄγγελό Του καὶ λύει τὴν ἀτεκνία τῆς Ἄννας (9 Δεκεμβρίου). Καὶ ἡ γριὰ καὶ στείρα Ἄννα, ὡς ἄλλη Σάρα, θὰ μείνει ἔγκυος καὶ στὰ 60 της χρόνια θὰ γεννήσει καὶ θ᾿ ἀποκτήσει (8 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα Δευτέρα τοῦ ἔτους 15 π.Χ.) κόρη. Καὶ τί κόρη(!) τὴ Μαρία, τὴ μετέπειτα Παναγία Δέσποινα.

Τῆς ἔδωσαν τ᾿ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς της, ὅμως τὸ καθένα ἀπὸ τὰ πέντε γράμματα τοῦ ὀνόματός της παραπέμπει καὶ σὲ ἕνα γυναικεῖο πρόσωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ ὁποῖο διακρίθηκε γιὰ μία τουλάχιστον ἀρετή:

ἡ Μ-αριάμ, γιὰ τὴν ἁγνότητά της,

ἡ Ἀ-βιγαία (=πηγὴ χαρᾶς), γιὰ τὴν ταπείνωση & τὴ σωφροσύνη της,

ἡ Ρ-αχήλ (=ἀμνάδα), γιὰ τὴν ὀμορφιά της,

ἡ Ἱ-ουδήθ, γιὰ τὴν ἀνδρειοφροσύνη & τὴν πίστη της,

ἡ Ἄ-ννα (=Θεία Χάρη), γιὰ τὴν ὑπομονή της.

Ἔτσι τὸ ὄνομα Μαρία περιγράφει καὶ τὰ χαρίσματα τῆς Παναγίας.

Στὸ δῶρο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τῆς Μαρίας, ἀπαντοῦν μὲ ἀντίδωρο. Προσφέρουν στὸ Θεὸ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς πρόσφερε. Φέρνουν στὸ ναὸ καὶ ἀφιερώνουν στὸ Θεὸ τὴν τρίχρονη(!) κορούλα τους.

Μεγάλη ἡ καρδιά τους – Μεγάλη ἡ ἀπόφασή τους – Μεγάλη ἡ πίστη τους.

Ἂς τοὺς θαυμάσουμε καὶ ἂς τοὺς μοιάσουμε.

Τὸ τρίχρονο κοριτσάκι τρέχοντας ἀνέβηκε τὰ σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ κι ἔπεσε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἁγίου ἀρχιερέα Ζαχαρία. Ἐκεῖνος προφανῶς, γνωρίζοντας ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτὸ τὸ παιδί, γεμάτος χαρά, ἀφοῦ πρῶτα πείθει τὸν λαὸ γιὰ τὸ σωστό της παράδοξης ἀπόφασής του, ὁδηγεῖ (21 Νοεμβρίου) τὴ μικρὴ κόρη στὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» του ναοῦ (!!!), ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ μόνο ὁ ἀρχιερέας ἔμπαινε κι αὐτὸς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο. Ἐκεῖ φυλάσσονταν ἀπὸ τοὺς ἱσραηλίτες τὰ ἱερότερα τῶν κειμηλίων τους, ἡ κιβωτὸς τῆς Διαθήκης ποὺ περιεῖχε τὶς πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν καὶ τὸ δοχεῖο μὲ τὸ μάννα.

Ἐκεῖ θὰ παραμείνει ἐπὶ 12 συναπτὰ ἔτη ἡ πιὸ ἁγνὴ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ἡ μικρὴ Μαρία, ζωντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ὑπακοὴ καὶ τρεφόμενη ἀπὸ ἀγγελικὰ χέρια, καθὼς ἐκείνη ἔμελλε νὰ ἀναδειχθεῖ μεγαλύτερη κι ἀπὸ τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» καὶ νὰ γίνει ἡ νέα κιβωτὸς ποὺ μέσα της θὰ στέγαζε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ.

Στὰ ἐννέα της χρόνια θὰ γνωρίσει τὴν πίκρα τῆς ὀρφάνιας, καθὼς θὰ στερηθεῖ καὶ τοὺς δυὸ ἀγαπημένους γονεῖς της. Ἔτσι οἱ ἱερεῖς τοῦ ναοῦ καὶ οἱ συγγενεῖς της, ὅταν πλέον ἦρθε ἡ ὥρα (σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν) νὰ ἀφήσει τὸ ναὸ καὶ νὰ βγεῖ ἔξω στὸν κόσμο, ἀποφασίζουν νὰ μὴν τὴν ἀφήσουν μόνη ἐκτεθειμένη στοὺς κινδύνους τῆς ζωῆς, ἀλλὰ νὰ τὴν προστατεύσουν.

Τὴν θέτουν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Ἰωσήφ, ἑνὸς μακρινοῦ συγγενῆ της (ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω), τοῦ ὁποίου ἡ γυναίκα εἶχε πεθάνει καὶ τοῦ εἶχε ἤδη ἀφήσει 7 παιδιά, 4 ἀγόρια καὶ 3 κορίτσια (τὰ ὁποῖα ἀργότερα θὰ θεωρηθοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς ἐποχῆς, ὡς ἀδέλφια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ). Ἡ ἀπόφασή τους αὐτὴ ἐπικυρώθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, καθὼς κατὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰωσὴφ ὡς μνηστήρα τῆς Μαρίας, ἕνα περιστέρι βγῆκε ἀπὸ τὴ ράβδο του καὶ πέταξε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του.

Ὁ Ἰωσὴφ παρέλαβε τὴ 16χρονη Μαρία, παρὰ τοὺς δισταγμοὺς ποὺ εἶχε, ἐπειδὴ ἦταν χῆρος με παιδιὰ καὶ μεγάλος σε ἡλικία (75 ἐτῶν).

Ἡ Μαρία δὲν πρόλαβε νὰ κλείσει χρόνο στὴ νέα της ζωὴ κι ἕνα ἀνοιξιάτικο κυριακάτικο ἀπόγευμα στὶς 25 τοῦ Μαρτιοῦ, ἐνῶ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά της ἦταν προσηλωμένη στὴν νοερὰ προσευχή, μὲ τὰ χείλη σιγόψελνε ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ μὲ τὰ χέρια χρυσοκένταγε τὸ νέο «καταπέτασμα» τοῦ ναοῦ, ἄκουσε ἀπὸ τ᾿ Ἀρχαγγελικὰ τοῦ Γαβριὴλ τὰ χείλη, τὴν ἐκπλήρωση τοῦ «πρωτευαγγελίου». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία!. Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ». Ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ νὰ συμβεῖ τὸ ποθούμενο, καθὼς ἁγιωτέρα καὶ καθαροτέρα ψυχὴ δὲν ὑπῆρξε μέχρι τότε, οὔτε θὰ ὑπάρξει σὰν αὐτὴ τῆς Παναγίας. «Μὴ φοβᾶσαι, Μαρία, θὰ γεννήσεις τὸ Γιὸ τοῦ Ὑψίστου. Πνεῦμα Ἅγιο θὰ σὲ ἐπισκιάσει». Καὶ ἡ ἀπάντησή της ποὺ ἀκολούθησε τοὺς πρώτους ἀνθρώπινους δισταγμούς της: «Ἰδού, ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου». Ἡ σωτήρια ἀπάντηση ποὺ περίμενε ὅλος ὁ κόσμος, δόθηκε.

Ἡ Μαρία ἔγγυος (καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὴν ἀγγίξει ἄνδρας!!!). Δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς τοῦ δίκαιου Ἰωσήφ. Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου θὰ τὸν ἐνημερώσει γιὰ τὰ συμβάντα καὶ ἔτσι ἐκεῖνος, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κόσμου θὰ πάρει τὴν εὐθύνη καὶ θὰ καλύψει τὴν Παρθένο.

Ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ θὰ γίνει μάνα ὄντας παρθένος. Παρθένος πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὸν τοκετό. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὶς εἰκόνες της ἁγιογραφεῖται μὲ τρία ἀστέρια (δυὸ στοὺς ὤμους καὶ ἕνα στὸ μέτωπο) πάνω στὴν ἐσθήτα της καὶ ὑμνολογεῖται ὡς «Νύμφη ἀνύμφευτη».

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ βέβαια, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς ὄχι μόνο του Ἰωσήφ, μὰ καὶ κάθε ἀνθρώπου. Κι ὅμως ἡ ἐξαδέλφη τῆς Μαρίας ἡ Ἐλισάβετ, φωτιζόμενη ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸ πεῖ: «ἦρθε σὲ μένα ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου» καὶ τὸ βρέφος ποὺ εἶχε στὴν κοιλιά της θὰ σκιρτήσει μὲ τὴν παρουσία τῆς Παρθένου Μαρίας.

Ἀκολουθεῖ τὸ ταξίδι πρὸς τὴν Βηθλεὲμ τὴ γενέτειρα τοῦ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν ἐκεῖ ὁ ἴδιος καὶ ἡ Μαρία, σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου.

«Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικτε πάσιν ἡ Ἐδέμ».

Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄσημο χωριὸ ποὺ βρίσκεται 10 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ γεννήσει ἡ Παρθένος σ᾿ ἕναν στάβλο καὶ θὰ ἐναποθέσει σ᾿ ἕνα παχνὶ τὸν κτίσαντα τὸν κόσμο ὅλον.

Ὁ Ἐμμανουήλ (=ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας) εἶναι ἐδῶ κι ἡ μάνα του κρυφὰ Τὸν καμαρώνει, καθὼς ἁπλοϊκὰ τσομπανόπουλα Τὸν προσκυνοῦνε, ἄγγελοι Τὸν ὑμνοῦνε, ἄδολα ζῶα Τὸν ζεσταίνουν μὲ τὰ χνῶτα τους, μάγοι (σπουδαγμένοι πανεπιστήμονες τοῦ καιροῦ τους) Τὸν χρυσώνουν.

Στὶς 8 μέρες ἀκολουθεῖ ἡ περιτομὴ καὶ ἡ ὀνοματοδοσία τοῦ νεαροῦ ἀγοριοῦ. Ἰησοῦς θἆναι τ᾿ ὄνομά Του.

Στὶς 40 μέρες οἱ εὐλογημένοι γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ, ἀκολουθώντας τὴν παράδοση καὶ τὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, θὰ φέρουν τὸ παιδὶ στὸ ναό, γιὰ νὰ πάρουν ὅλοι μαζὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συνεχίσουν ἔτσι οἱ γονεῖς μὲ δύναμη καὶ φρόνηση, τὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ τους.

Θὰ ἀκολουθήσει ἡ φυγὴ τῆς ἁγίας οἰκογένειας στὴν Αἴγυπτο, κατόπιν ἀγγελικῆς προτροπῆς, γιὰ νὰ γλιτώσει ὁ μικρὸς Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ φονικὸ μαχαίρι τοῦ Ἡρώδη. Ἀγόγγυστα καὶ μὲ χαρὰ ἡ Μαρία θὰ ὑποφέρει τὸν ξεριζωμὸ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὸν ξενιτεμὸ πρὸς χάριν τοῦ παιδιοῦ της.

Δὲν θὰ ἀργήσει ὅμως νὰ ἔλθει καὶ ἡ ποθητὴ μέρα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα καὶ ἡ ἐγκατάσταση τῆς ἱερῆς οἰκογένειας στὴ Γαλιλαία.

Τὴν Παναγία θὰ τὴν ξανασυναντήσουμε στὰ εὐαγγέλια. Θὰ ψάχνει ἐναγωνίως τὸ δωδεκάχρονο πιὰ ἀγόρι της, ποὺ Τὸ εἶχε χάσει, κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου εἶχαν πάει γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Ἄραγε μέσα σὲ τί ἀγωνία θὰ ζοῦσε ἡ ἁγία της ψυχὴ ἐκεῖνες τὶς τρεῖς ἡμέρες ποὺ πέρασαν, προτοῦ βρεῖ τὸν Ἰησοῦ νὰ διδάσκει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα Του, τοὺς σοφοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ ναοῦ;

Τὴ λαχτάρα ποὺ τῆς ἔδωσε τότε ὁ Γιός της, θὰ τῆς τὴν ξεπληρώσει ὅταν πιὰ τριαντάχρονος θ᾿ ἀρχίσει τὸ δημόσιο ἔργο Του.

Γιὰ χάρη τῆς μητέρας Του τότε θὰ κάνει τὸ πρῶτο θαῦμα Του, ἂν καὶ ἦταν παράκαιρο ὅπως τῆς εἶπε. Ἐντούτοις, θὰ κάνει τὸ νερὸ κρασὶ στὸν ἐν Κανᾷ γάμο γιὰ νὰ συνεχισθεῖ τὸ γλέντι καὶ ἡ χαρὰ τῶν παρευρισκομένων σ᾿ αὐτὸ τὸ γιορτάσι, διότι… Ἐκείνη Τοῦ τὸ ζήτησε!

Σὲ κάποια ἄλλη στιγμὴ ὅμως, ὅταν Τὸν ἀναζητοῦσαν ἡ μητέρα του καὶ τ᾿ ἀδέρφια Του, θὰ πεῖ πὼς μητέρα μου κι ἀδέρφια μου εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐφαρμόζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Οἱ καλοθελητὲς θὰ σχολιάσουν πὼς πλήγωσε μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, τὴ μητέρα Του.

Λέτε, ἀλήθεια, νὰ ἀδιαφοροῦσε τόσο πολὺ γιὰ Ἐκείνη ὁ Κύριος;

Ποιός; Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἦταν καρφωμένος πάνω στὸ Σταυρό, καὶ φρικτὰ ὑπέφερε, ἐντούτοις νοιάστηκε γιὰ ΄κείνη, γιὰ νὰ μὴν μείνει μόνη καὶ ἀπροστάτευτη μετὰ τὸ θάνατό Του καὶ τὴν ἔθεσε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ἀγαπημένου Του μαθητῆ, τοῦ Ἰωάννη.

Κι Ἐκείνη λέτε νὰ μὴ γνώριζε τὴ σημασία τῶν παραπάνω λόγων τοῦ παιδιοῦ της, ὅταν ἦταν:

Ἐκείνη ποὺ Τὸν γέννησε καὶ Τὸν ἀνέθρεψε;

Ἐκείνη ποὺ Τὸν παράστεκε σ᾿ ὅλες τὶς περιοδεῖες Του;

Ἐκείνη ποὺ στὸ Γολγοθὰ ἐπάνω καὶ κάτω ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ τοῦ παιδιοῦ της ἀνήμπορη καὶ μόνη παρακολουθεῖ τὰ φρικτὰ γενόμενα ποὺ σὰν κοφτερὸ λεπίδι σχίζουν τὰ σωθικὰ της; «Σφαγήν Σου τὴν ἄδικον Χριστέ, ἡ Παρθένος βλέπουσα..» (ὅπως εἶχε προφητεύσει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὅταν κατὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου στὸ ναὸ εἶχε πεῖ: «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴ διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. 2, 35).

Ἐκείνη ποὺ κατὰ τὴν ἀποκαθήλωση ἔλουσε μὲ τὰ δάκρυά της, μύρωσε καὶ νεκροπρεπῶς ἐνταφίασε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Γιοῦ της;

Ἐκείνη ποὺ πρωτοτίμησε ὁ Γιός της μὲ τὴν ἀναστημένη παρουσία Του;

Ἐκείνη ποὺ μπροστὰ στὰ μάτια της Γιός της καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς;

Ἐκείνη ποὺ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔλαβε στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους;

Ἐκείνη ποὺ ξεκίνησε μετὰ ἀπὸ τὸν κλῆρο ποὺ τῆς ἔλαχε, νὰ πάει νὰ κηρύξει τὸ Γιό της στὴν Ἰβηρία;

Ἀλλὰ τελικά, τὸ θέλημα τοῦ Γιοῦ της ἦταν νὰ βρεθεῖ στὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθωνα καὶ αὐτὸς ὁ εὐλογημένος τόπος νὰ τῆς παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀπὸ τότε καὶ ἕως τὰ τέλη τῶν αἰώνων ὡς περιβόλι δικό της.

Ἡ Παναγία γνώριζε ἀπὸ τὸν τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ὅλα τὰ μελλούμενα, ἀλλὰ «διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. δ´ 51).

Μιὰ συνεχὴς σιωπή, προσευχή, διακριτικὴ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση, ἦταν ἡ ζωή της.

Κι ἔτσι συνέχισε νὰ πολιτεύεται καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Γιοῦ της στοὺς οὐρανούς.

«Ξενυχτοῦσε στὴν προσευχή. Καὶ δὲν προσευχόταν ὄρθια ἢ γονατιστή. Χρωμάτιζε τὴν προσευχή της μὲ τὶς ἐπίμονες γονυκλισίες (=μετάνοιες). Ἔκανε τόσες πολλὲς μετάνοιες, ὥστε στὰ ἁγία γόνατά της σχηματίστηκαν «κόμποι» (ὅπως τῆς γίδας). Τὸ δὲ μάρμαρο ποὺ ἀκουμποῦσαν τὰ γόνατά της …βαθούλωσε!!!

Μετὰ τὴν ὁλονύκτια προσευχή της, ξάπλωνε γιὰ λίγο, ἔχοντας σὰ στρῶμα μία πέτρα.

Ἡ δὲ προσευχή της (καὶ τί προσευχή!) ἔκανε θαύματα! (Ἡ Παναγία προσευχόταν!) Θεράπευε ἄρρωστους, ἔβγαζε δαιμόνια κ.λ.π.

Ὅμως ἡ φιλεύσπλαχνος Παρθένος δὲν εἶχε περιορισθεῖ μόνο στὴν προσευχή, ἀλλ᾿ εἶχε ἀνοιχθεῖ καὶ πρὸς τὸν κόσμο. Δὲν ἐπικοινωνοῦσε μονὸ μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν κόσμο. Τὴ νύχτα δηλαδὴ τὴν εἶχε ἀφιερώσει στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἡμέρα στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸ συνάνθρωπο.

* Ὑποδεχόταν τοὺς ξένους με πλατιὰ καρδιά. Καὶ τοὺς περιποιοῦνταν.

* Ἔκανε ἐλεημοσύνες.

* Ἔτρεχε στὰ ὀρφανά, στὶς χῆρες, στοὺς καταπονημένους, στοὺς θλιβομένους.

Ἡ μεγάλη της εὐσπλαχνία ράγιζε καὶ τὶς πέτρινες ψυχές.»

Ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα σὲ ἡλικία ἄγνωστη σὲ μᾶς (ἄλλοι λένε 59 ἐτῶν καὶ ἄλλοι 74, κάτι, ποὺ εἶναι ἴσως καὶ τὸ πιθανότερο), νὰ πάει νὰ συμβασιλεύσει στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὸν Γιό της «πεποικιλμένη τῇ Θείᾳ δόξῃ».

Ὁ Ἄγγελος Γαβριὴλ τῆς φέρνει τὴν εἴδηση τῆς ἀναχώρησής της μετὰ τρεῖς ἡμέρες στοὺς οὐρανούς, προσφέροντάς της ἕνα κλαδὶ φοίνικα ποὺ εἶναι σύμβολο ἀθανασίας.

Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἡμερῶν, ἔκανε ὅλες τὶς ἀπαραίτητες ἑτοιμασίες ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ γίνουν γι᾿ αὐτὸ τὸ ταξίδι.

Προσευχήθηκε στὸ ἀγαπημένο της ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κι ἐκεῖ τὰ δέντρα ἔκλιναν τὶς κορφές τους γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν, νὰ τὴν τιμήσουν καὶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσουν.

Μὰ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν τελειωμό. Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν διασκορπιστεῖ στὰ πέρατα τῆς γῆς γιὰ νὰ κηρύξουν «Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον». Τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὅμως, σύννεφα τοὺς ἅρπαξαν καὶ τοὺς μετέφεραν «Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ», στὸ σπίτι τῆς Παναγίας. Παρόντες ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ὁ Ἰερόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Δὲν μποροῦσαν ν᾿ ἀφήσουν μόνη της τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτὲς τὶς τελευταῖες ἐπίγειες στιγμές της.

Κι Ἐκείνη τοὺς μιλάει, τοὺς νουθετεῖ, τοὺς καθοδηγεῖ καὶ τοὺς παρηγορεῖ, μὲ τὴν ἀπαράμιλλη γλυκύτητα ποὺ τὴν διακρίνει πάντα. Καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα (9 τὸ πρωὶ τῆς 15ης Αὐγούστου), παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὰ χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Γιοῦ της, ὁ Ὁποῖος τότε ἐκπλήρωσε καὶ τὴν ἐπιθυμία της, νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τοὺς τόπους ὅπου πῆγε Ἐκεῖνος γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς Προπάτορες, ἀλλὰ νὰ δεῖ καὶ τοὺς βασάνους τῶν ἁμαρτωλῶν στὴν κόλαση.

Ὅταν λοιπόν, ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πῆγε τὴν ψυχή της στὸν χῶρο ἐκεῖνο, τόσο συγκλονίσθηκε ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὸ φοβερὸ θέαμα τῶν βασανισμένων στὴν κόλαση ποὺ παρακάλεσε τὸν Γιό της γι᾿ αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς. Καὶ Ἐκεῖνος γιὰ τὸ δικό της χατήρι κάθε χρόνο καὶ γιὰ πενήντα ἡμέρες (ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι τὴν Πεντηκοστή), ἀπελευθερώνει τοὺς κολασμένους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κόλασης.

Ὅταν ἡ Παναγία ἄφησε τὴν τελευταία γήινη πνοή της, ὁ Πέτρος πρῶτος τῆς ψάλλει ἐπιτάφια ἐγκώμια καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι σηκώνουν τὸ νεκροκρέββατό της καὶ προχωροῦνε πρὸς τὸ μνῆμα γιὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸ πανάγιο σκῆνος της. Ὅμως οἱ πάγκακοι Ἰουδαῖοι δὲν σέβονται οὔτε αὐτὴ τὴν ἱερὴ γιὰ κάθε ἄνθρωπο στιγμή. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς μάλιστα, ὁ Ἰεφονίας ἔπιασε τὸ νεκροκρέββατο τῆς Παναγίας μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἀνατρέψει. Παρευθὺς τοῦ κόβονται, ἀπὸ ἀόρατο σπαθί, τὰ βέβηλα χέρια του. «Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μου συγχώρα με» φωνάζει. Καὶ ἀμέσως ἐπανασυγκολοῦνται τὰ κομμένα μέλη τοῦ σώματός του. Ἄλλοι ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ ὄχλο ποὺ ἀκολουθοῦσε ὀργισμένος καὶ μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιτεθεῖ στὴ νεκρικὴ πομπή, τυφλώνονται. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ τὴν μητέρα Του, θὰ βροῦν τὸ φῶς τους, ὅταν ὁ θεραπευμένος πλέον Ἰεφονίας, παίρνει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πέτρου τὸ φοίνικα ποὺ εἶχε δώσει ὁ Γαβριὴλ στὴν Παναγία καὶ τοὺς ἀκουμπάει στὰ μάτια.

Ὅμως καὶ πάλι κατὰ θεία εὐδοκία, «εἷς ἐκ τῶν δώδεκα», ὁ Θωμᾶς, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ γενόμενα. Ἁρπάζεται ἀπὸ σύννεφο, μόλις τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὴν κοίμησή της καὶ μεταφέρεται στὴ Γεθσημανῆ. Ἐκεῖ βλέπει τὴν Παναγία νὰ ἀνεβαίνει σύσσωμη στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ τοῦ δίνει, ὡς ἱερὸ ἐνθύμιό της, τὴν ἁγία ζώνη της, ἡ ὁποία σήμερα φυλάσσεται ὡς θησαυρὸς πολυτιμότατος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Συναντᾶ, λοιπόν, ὁ Θωμᾶς τοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες δὲν ἔφυγαν πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τῆς Παναγίας, καὶ τοὺς θερμοπαρακαλεῖ νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο της, νὰ τὴν δεῖ καὶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσει κι αὐτός. Καὶ ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος, ὅταν ἄνοιξαν τὸν τάφο διαπίστωσαν ὅτι αὐτὸς ἦταν ἄδειος ἀπὸ τὸ πανάχραντο σῶμα τῆς Θεοτόκου. Στὸν τάφο μέσα εἶχε μείνει μόνο τὸ σεντόνι μὲ τὸ ὁποῖο τύλιξαν κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τὸ νεκρὸ σῶμα της. Ἡ Παναγία μετέστη σωματικῶς στοὺς οὐρανούς. Δὲν ἀνέστη ἁπλῶς ἐκ τοῦ τάφου, ὅπως ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ μετέβη ταυτόχρονα ὁλόσωμη στοὺς οὐρανούς, ὅπως τὴν εἶδε ὁ Θωμᾶς. Ἔτσι θὰ τὴ δοῦνε, μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ὅλοι οἱ μαθητὲς νὰ τοὺς χαιρετᾶ καὶ νὰ τοὺς διαβεβαιώνει: «Χαίρετε, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας», κι ἐκεῖνοι θὰ ἀναφωνοῦν: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν».

Δὲν ἔχουμε λοιπόν, μόνο ἀνάσταση, τὴν πρώτη ποὺ ἐνεργεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς καὶ αὐτὴ πρὸς χάρη τῆς μητέρας Του, ἀλλὰ καὶ ἀνάληψη συνάμα, τῆς Θεοτόκου στοὺς οὐρανούς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἑορτάζουμε τὸ μικρὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, τὸν Δεκαπενταύγουστο, ὄχι τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου.

«Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα τὰ σὰ Θεοτόκε μυστήρια».

Ἔτσι τίμησε ὁ Χριστὸς τὴν μητέρα Του.

Ἡ Ἁγία Ἑλένη γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Ὑπερδεδοξασμένη Θεομήτορα, ἔχτισε ναὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ σήμερα ἐπάνω στὸν τάφο της (ποὺ βρίσκεται στὴ Γεθσημανῆ καὶ ὄχι ὅπως λένε οἱ δυτικοὶ στὴ θέση «Καπουλὴ Παναγιά», λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὴν Ἔφεσο).

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Πάναγνη μορφή της, «ἱστόρησε» πάνω ἀπὸ 70 εἰκόνες τῆς Παναγίας. Τὴν πρώτη εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ ἔφτιαξε, τὴν ἔφερε στὴν Κυρία Θεοτόκο κι ἐκείνη τὴν εὐλόγησε. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, εἰκόνες τῆς Παναγίας ποὺ ἔχει φτιάξει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἶναι ἡ Μεγαλοσπηλιώτισσα στὰ Καλάβρυτα, ἡ Παναγία Σουμελᾶ στὴ Βέροια, ἡ Κυκκώτισσα στὴν Κύπρο, ἡ Ἐλεοῦσα στὴ Βίλνα τῆς Ρωσίας καὶ ἡ Προυσιώτισσα στὴν Εὐρυτανία.

Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης πάλι, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὅταν ἀκόμη ἦταν ἐν ζωῇ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιὰ νὰ τὴν τιμήσουν, ἔχτισαν, στὴν περιοχὴ Λύδδα τῆς Παλαιστίνης, τὴν πρώτη ἐκκλησία ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸ ὄνομά της, τὴν ὁποία μάλιστα ἡ ἴδια ἡ Παναγία ἐγκαινίασε μὲ τὴν παρουσία της.

Οἱ χριστιανοὶ γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Κεχαριτωμένη, τὴν ἔχουν κοσμήσει μὲ πάμπολλα ἐπίθετα καὶ χαρακτηρισμοὺς καὶ τῆς ἔχουν δώσει πλῆθος ὀνομάτων.

Οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ τιμήσουν τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τοὺς 8.000 περίπου ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ἔχουν ἀφιερώσει στὴν μνήμη της τοὺς 2.000. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ περισσότερα μοναστήρια μας. Ἐπίσης, τ᾿ ἁγιασμένο ὄνομά της τὄχουν δώσει σὲ ἀγαπημένα πρόσωπά τους, σὲ νησιά, ὄρη, χωριὰ κλπ.

Ἐμεῖς ἄραγε, μὲ ποιὸ τρόπο, θὰ τιμήσουμε τὴ μάνα μας, γιατὶ εἶναι καὶ δική μας μάνα, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶναι ἀδελφός μας;

Ἐμεῖς ἄραγε, μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τιμήσουμε αὐτὸν τὸν Ἀτίμητο Θησαυρὸ τῆς πίστης μας, ποὺ ἂν καὶ μετέστη ἐκ τῆς γῆς, «τὸν κόσμο οὐ κατέλιπε» καὶ σκέπει καὶ φρουρεῖ πάντας ὅσους εὐλαβῶς προστρέχουν στὴν χάρη της;

Ἡ Παναγία δὲν ἀπαιτεῖ τίποτε, ἐνῶ δέχεται τὰ πάντα. Δὲν ἐπιδιώκει τίποτε καὶ κατέχει τὰ πάντα. (π. Ἀλέξ. Σμέμαν)

Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς διδάξει, οὔτε ν᾿ ἀποδείξει τίποτε. Ἡ παρουσία της ὅμως καὶ μόνο, μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν χαρά της, ἀπομακρύνει τὸ ἄγχος τῶν φανταστικῶν μας προβλημάτων. (π. Ἀλέξ. Σμέμαν)

Ὅταν ὁ Μέγας Ναπολέων μπῆκε νικητὴς στὸ Λουξεμβοῦργο, οἱ κάτοικοι ἔτρεξαν νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ τῆς πόλεως ποὺ τὰ εἶχαν φυλάξει στὰ χέρια ἑνὸς ἀγάλματος τῆς Παναγίας.

– Ἀφήσατέ τα στὰ χέρια τῆς Παναγίας, εἶπε ἐκεῖνος, γιατὶ ὅ,τι φυλάει ἡ Παναγία εἶναι καλὰ φυλαγμένο.

Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶπε κάποτε. Ἕνα δάκρυ τῆς μητέρας μου ἀθώωσε πολλούς. Ἀλήθεια πόσους ἔχουν ἀθωώσει τὰ δάκρυα καὶ ἡ μεσιτεία τῆς Μεγάλης Μάνας μας τῆς Παναγίας!

Ἡ ἁγιότητα σὲ μιὰ ψυχὴ αὐξάνει ὅσο πιὸ πολὺ αὐξάνει ἡ εὐλάβειά της πρὸς τὴν Παναγία.

Ἀδύνατον νὰ χάσει τὴν ψυχή του ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὴν Παναγία.

4.

Εἴσοδος στὴν ζωή

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)

Ἕνα σύνθημα πού προπαγανδίζεται ἀπό ὅλα τά ΜΜΕ καί κυριαρχεῖ στήν σύγχρονη νοοτροπία κυρίως τῶν νέων εἶναι τό γνωστό: «Ἡ ζωή εἶναι πολύ μικρή γιά νά εἶναι θλιβερή. Γι’ αὐτό γλέντησέ την!»

Ἡ νεολαία μας ὅμως, πού γαλουχήθηκε μέ αὐτή τήν γλεντζέδικη «φιλοσοφία», διαπιστώνει ὅτι τελικά μέ τέτοια γλέντια δέν ξεδιψάει ὁ ἄνθρωπος. Γιατί δέν εἶναι «νερό καθαρό». Πρόκειται γιά βρωμόνερα. Γιά … νερά βόθρου! Κι ὅσο πίνεις ἀπό αὐτά, τόσο πιό πολύ σέρνεσαι σέ ἕνα ἄρρωστο καταναλωτισμό, πού ἀφήνει τήν καρδιά ἄδεια ἀπό πραγματικό νόημα ζωῆς. Κάπου τό γράψανε πολύ γλαφυρά κάποιοι «ἀναρχικοί»:

«Καταναλῶστε εἰκόνες. Καταναλῶστε ἐμπορεύματα. Καταναλῶστε μοναξιά. Φᾶτε κοπριά. Κερνάει ἡ κοινωνία. Καλῶς ἤλθατε στόν ἀστραφτερό κόσμο τοῦ ΤΙΠΟΤΑ!» Καί κάπου ἀλλοῦ ἔγραψαν μέ λιγότερα λόγια: «Ἄδειες ζωές, τίγκα στίς πιστωτικές»!

* * *

Στίς 21 Νοεμβρίου γιορτάζουμε τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Παναγία ἦταν ἕνας ἀπόλυτα φυσιολογικός ἄνθρωπος, πού ‐ ὅπως ὅλοι – διψοῦσε γιά τήν χαρά τῆς ζωῆς. Γαλουχήθηκε ὅμως ἀπό τούς γονεῖς της μέ ἕνα σύνθημα … λίγο διαφορετικό ἀπό τό παραπάνω.

Πρῶτα μέ τό παράδειγμά τους καί ἔπειτα μέ τά λόγια τους, τῆς ἔμαθαν ὅτι μόνο κοντά στόν Θεό μπορεῖ νά χαρεῖ τήν ζωή! Γι’ αὐτό τήν ἔτρεφαν καί τήν ζωογονοῦσαν μέ τό ὀξυγόνο τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, ὅταν τριῶν ἐτῶν τήν ἔφεραν στόν Ναό γιά νά τήν ἀφιερώσουν στόν Θεό, ἡ μικρή Μαρία σκίρτησε ἀπό χαρά. Καί «σώματι καί πνεύματι ΕΧΑΙΡΕ ἐν τῷ Ναῷ Κυρίου σχολάζουσα»! Δέν ἔμενε στόν Ναό, ἐπειδή … τῆς ἄρεσε τό ψυχοπλάκωμα! Δέν ἐγκαταστάθηκε στόν Ναό, γιά νά … χαντακώσει τήν ζωή Της. Ἔμενε, γιατί πραγματικά ἐκεῖ μέσα … γλένταγε κυριολεκτικά τήν ζωή Της! «Ἐν τῷ Ναῷ μετεῖχε τῆς ἀκηράτου τρυφῆς»!

Ρούφαγε ἀχόρταγα τό «καθαρό νερό» τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀκούγοντας τίς Ἅγιες Γραφές. Καί γεμάτη ἀπό τήν «δρόσο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» δοξολογοῦσε τόν Θεό ἀκατάπαυστα.

Καί τόσο πολύ ξεδίψασε πίνοντας τό «Ὕδωρ τῆς Ζωῆς», ὥστε ἀξιώθηκε νά γίνει ἡ Ζωοδόχος Πηγή, «ἐξ ἧς τό ΑΘΟΛΩΤΟΝ ἡμῖν προῆλθεν ΥΔΩΡ»! Ἀξιώθηκε σωματικά νά γεννήσει τήν Χαρά τοῦ κόσμου, τόν Χριστό! Μιά Χαρά, πού τίποτε δέν μπορεῖ νά τήν θολώσει. Τίποτε δέν μπορεῖ νά τήν βρωμίσει. Μᾶς ἔφερε τήν Χαρά ἐκείνη, πού ὅποιος Τήν ἀποκτήσει, κανείς καί τίποτε δέν μπορεῖ νά τοῦ Τήν κλέψει! Ἐκτός κι ἄν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος … τήν πουλήσει, γιά νά ξαναβουτήξει στά λασπόνερα τῆς χωρίς Θεό ψευτοχαρᾶς.

Ἔτσι ἡ Παναγία ἔγινε ἡ Αἰτία τῆς Χαρᾶς τοῦ κόσμου! Ἔγινε ἡ Πάντων Χαρά! Μιά Χαρά, πού δέν τήν ἔχασε οὔτε ὅταν εἶδε τό Παιδί Της νά σταυρώνεται γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου· οὔτε τήν χάνει, ὅταν βλέπει σήμερα τούς ἀνθρώπους νά συνεχίζουν νά ἁνασταυρώνουν τόν Υἱό Της μέ τίς ἁμαρτίες τους.

* * *
Τά Εἰσόδια τῆς Παναγίας μᾶς θυμίζουν ὅτι:
Ὅσο πιό συνειδητά ΜΠΑΙΝΕΙ κάποιος καί ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ στήν Ἐκκλησία, τόσο πιό πολύ γεύεται τήν Χαρά τῆς Ἀληθινῆς Ζωῆς. Τόσο πιό πολύ ΓΕΜΙΖΕΙ ἡ ἄδεια καρδιά του ἀπό ἀληθινό νόημα Ζωῆς.

Ὅσο πιό συνειδητά μετέχει κάποιος στήν Λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τόσο γεμίζουν τά … ἄδεια ταμεῖα τῆς ψυχῆς του ἀπό «τούς θησαυρούς τῆς ἀπορρήτου τοῦ Θεοῦ Οἰκονομίας» (ὅπως λέει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς). «Θησαυρούς», πού δέν κινδυνεύουν ἀπό καμμιά … κατανάλωση. Καί πού δέν ἔχουν καμμιά σχέση οὔτε μέ «ἄδειες ζωές» οὔτε μέ «τίγκα πιστωτικές»!

5.

Τα Εισόδια της Θεοτόκου

Μέ πανηγυρική χαρά καί εὐφροσύνη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τά «Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου» κάθε χρόνο, στίς 21 Νοεμβρίου. Σ’ αὐτή τήν χαρά καί τήν πνευματική εὐφροσύνη καλεῖ ὅλους μας, μέσα ἀπό τήν πλούσια ὑμνολογία τῆς ἡμέρας: «ἑορτάσωμεν

 

πιστοί, ἑορτήν πνευματικήν», «Πανηγυρίσωμεν… καί συνευφρανθῶμεν τῷ πνεύματι ἐν τῇ ἁγίᾳ Ἑορτῇ»· καί «Λαμπροφορήσωμεν οἱ Ὀρθόδοξοι», καί «Χορεύσωμεν φιλέορτοι», διότι ἡ κόρη τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας, ἡ μικρή Μαριάμ «προσάγεται τῷ Κυρίῳ ὡς τριετίζουσα δάμαλις » καί εἰσέρχεται στά ἐνδότερα τοῦ Ναοῦ, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Τό γεγονός αὐτό χαρακτηρίζεται «θαῦμα», διότι στον ἱερό αὐτό τόπο μόνο ὁ Ἀρχιερεύς ἔμπαινε μιά φορά τόν χρόνο. Εὔλογο ἔτσι θά ἦταν τό ἐρώτημα «γιατί αὐτή ἡ ἐξαίρεσις»; Διότι ἦταν μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ μικρή κόρη τῆς Ναζαρέτ νά γίνη «ἔμψυχος ναός τῆς θεότητος». Διότι αὐτή ἦταν το πρόσωπο, πού σύμφωνα μέ τίς προφητεῖες, ἦταν ἡ διαλεχτή ἀνάμεσα στούς διαλεχτούς ὅλων τῶν αἰώνων, ἡ ἐπιλεγμένη νά πραγματώση τό «μυστήριον τῆς οἰκονομίας» τοῦ Θεοῦ, δηλ. τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σημειώνει (ΝΒ΄ ὁμιλία) γιά τήν ἐπιλογή της, πώς τό σχέδιο αὐτό τοῦ Θεοῦ προετοιμαζόταν ἀπό τήν ἐποχή τῶν παιδιῶν τοῦ Ἀδάμ. Καί γιά νά εὑρεθῆ, λέγει, ἱκανή πρός τοῦτο παρθένος «ταύτην τήν παρ’ ἡμῶν ὑμνουμένην ἀρτίως ἀειπάρθενον κόρην πρό αἰώνων ὁ Θεός προορίζει καί τῶν ἀπ’ αἰῶνος ἐξειλεγμένων ἐκλέγεται» (ΕΠΕ, τ.11ος, σ. 248).

Γι’ αὐτό καί τήν εἴσοδο τῆς Ὑπεραγίας στόν Ναό, ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας τήν χαρακτηρίζει ὡς «τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τό προοίμιον καί τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις». Προκηρύσσεται ἡ σωτηρία μας, διότι ἡ μικρή Μαριάμ προσφέρεται στόν Θεό «ἀνατραφῆναι ἐν Κυρίῳ», ὥστε νά γίνη ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ λυτρωτοῦ καί σωτῆρος τοῦ κόσμου.

 

Περιοδικό «ΛΥΔΙΑ»-pinelopitisithakis