1.
«Ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη»
Ἕνας «νομικός», δηλαδὴ μελετητὴς ποὺ γνώριζε πολὺ καλὰ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, σηκώθηκε γιὰ νὰ ρωτήσει κάτι τὸν Κύριο μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν φέρει σὲ δύσκολη θέση. Τελικὰ ὅμως ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ στὸν Κύριο νὰ μᾶς χαρίσει μία ἀκόμη θαυμάσια Παραβολή, τὴν Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.
Ὁ Σαμαρείτης αὐτὸς εἶδε κάποτε ἕναν ταξιδιώτη ποὺ εἶχε πέσει θύμα ληστῶν καὶ τὸν ἐλέησε, σὲ ἀντίθεση μὲ ἕναν ἱερέα (τῆς ἰουδαϊκῆς λατρείας) καὶ ἕνα Λευΐτη (ἄνθρωπο τῆς φυλῆς Λευΐ, ποὺ διακονοῦσε στὸ Ναό), οἱ ὁποῖοι τὸν εἶχαν προσπεράσει ἀδιάφοροι. Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἂς δοῦμε ποιὰ εἶναι τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς θεάρεστης ἐλεημοσύνης.
- Ἡ πραγματικὴ συμπάθεια
Ὁ Σαμαρείτης ταξιδεύοντας ἦλθε στὸ μέρος ὅπου ἦταν πεσμένος ὁ τραυματισμένος· «καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη»· τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε, τὸν πόνεσε. Αὐτὴ ἡ φράση τοῦ ἱεροῦ κειμένου μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ βασικὸ στοιχεῖο τῆς θεάρεστης ἐλεημοσύνης: τὴν εἰλικρινὴ συμπάθεια στὸν πόνο καὶ τὴ δοκιμασία τοῦ συνανθρώπου μας.
Ὁ Σαμαρείτης καταγόταν ἀπὸ ἔθνος μισητὸ στοὺς Ἰουδαίους. Οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς θεωροῦσαν αἱρετικούς, διότι δὲν εἶχαν φυλάξει καθαρὴ καὶ ἀναλλοίωτη τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Σαμαρείτης λοιπὸν ἐκεῖνος ἦταν λιγότερο φωτισμένος ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τὸν Λευΐτη ποὺ δὲν βοήθησαν τὸν πληγωμένο συμπατριώτη τους. Ἤξερε λιγότερη θεολογία ἀπὸ αὐτοὺς καὶ πολὺ λιγότερη ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς. Δὲν εἶχε διαβάσει πνευματικὰ βιβλία, δὲν εἶχε γνωρίσει ἅγιους Γέροντες, καὶ φυσικὰ δὲν μετεῖχε σὲ ἱερὰ Μυστήρια. Ἦταν ὅμως ἄνθρωπος. Εἶχε καρδιά. Καρδιὰ ποὺ συμπονοῦσε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὸν παρουσιάζει ὡς ὑπόδειγμα – «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως», λέει στὸ νομικό. Τὸν παρουσιάζει ὡς τὸν τηρητὴ τῆς «δευτέρας μεγάλης» ἐντολῆς τοῦ Νόμου, τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον (βλ. Ματθ. κβ´ 36-40).
Ἀπὸ τὰ παραπάνω καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι καθῆκον, δὲν εἶναι ὑποχρέωση. Εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ πνευματικὰ ὑγιοῦς ἀνθρώπου· τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἔχει σκληρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὴ φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμό· ποὺ ἡ καρδιά του ἔχει, ὅπως λέμε, ἀνθρώπινα αἰσθήματα: δηλαδὴ ἀγάπη καὶ συμπόνια.
- Ἡ αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία
Δὲν φθάνει ὅμως μόνο ἡ συμπάθεια, ἡ ἐσωτερικὴ συμμετοχὴ στὸν πόνο τοῦ πλησίον. Ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἔμπρακτη ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς συμπάθειας. Ὅποιος συμπονᾶ εἰλικρινά, βρίσκει καὶ τρόπο νὰ βοηθήσει, νὰ συμπαρασταθεῖ μὲ αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία. Τὸ ἂν καὶ πόσο ἀγαπᾶμε κάποιον, φαίνεται ἀπὸ τὸ ἂν καὶ πόσο εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ θυσιαστοῦμε γι᾿ αὐτόν. Τὸ μέτρο τῆς ἀγάπης τὸ δίνει ὁ βαθμὸς τῆς αὐταπαρνήσεως ποὺ δείχνουμε γιὰ χάρη τοῦ προσώπου ποὺ ἀγαπᾶμε. Καὶ σ᾿ αὐτὸ ὁ Σαμαρείτης τῆς Παραβολῆς ἀποδείχθηκε σπουδαῖος.
Δὲν λογάριασε τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐρημιὰ ἀπὸ ἐνδεχόμενη ἐπίθεση τῶν ληστῶν, ἀλλὰ σταμάτησε καὶ περιποιήθηκε τὶς πληγὲς τοῦ χτυπημένου. Κατόπιν μὲ πολὺ κόπο, τὸν ἀνέβασε στὸ ὑποζύγιό του καὶ ὑποβαστάζοντάς τον τὸν μετέφερε σὲ πανδοχεῖο, ὅπου «ἐπεμελήθη αὐτοῦ». Τὸν φρόντισε, τὸν περιποιήθηκε σὰν ἀδελφός, σὰν δικός του ἄνθρωπος. Ὁπωσδήποτε τὸ βράδυ θὰ ξενύχτησε στὸ προσκέφαλό του. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἔδωσε χρήματα στὸν πανδοχέα γιὰ τὴν περαιτέρω διαμονὴ καὶ νοσηλεία του καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ξαναπερνοῦσε γιὰ νὰ ξεπληρώσει τὰ τυχὸν ἐπιπλέον ἔξοδα. Δηλαδὴ ἡ δυστυχία τοῦ χτυπημένου ἔγινε δική του ὐπόθεση ἐξ ὁλοκλήρου, καὶ μὲ κόστος ποικίλο καὶ ὄχι ἀσήμαντο. Τέλεια ἀγάπη, ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη!
***
Ὁ Κύριος δὲν ἐπετίμησε τελικὰ τὸν νομικὸ γιὰ τὴν πονηρή του διάθεση, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, τὸν προέτρεψε νὰ μιμηθεῖ τὸν Καλὸ Σαμαρείτη. Αὐτὸ προτρέπει καὶ ὅλους μας: Νὰ δείχνουμε ἔλεος στοὺς συνανθρώπους μας ποὺ βρίσκονται σὲ δυσκολία. Νὰ ἔχουμε ἀνθρώπινη, εὐσπλαχνικὴ καρδιά. Καὶ νὰ ἐκδηλώνουμε ἔμπρακτα τὴ συμπάθειά μας, νὰ ἔχουμε ἀληθινὴ ἀγάπη, μὲ αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία· κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ πανελεήμονος Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ τὴν ἄπειρη εὐσπλαχνία Του ἐνανθρώπησε καὶ σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ δὲν παύει ὅλους νὰ εὐεργετεῖ, τὴ Βασιλεία Του ὅμως τὴν χαρίζει στὰ ἀληθινὰ παιδιά Του, στοὺς εὐσπλαχνικοὺς καὶ ἐλεήμονες.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
2.
Ἀδιαφορία: Ὁ ἐχθρός τῆς ἀγάπης (Λουκ. ι΄27-35)
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἡ περίοδος τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀνοίγεται μπροστὰ μας μέσα ἀπὸ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν, στοχεύει κυρίως στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλεγγύης γιὰ τὸν «περιπεσόντα εἰς τοὺς ληστὰς» ἄνθρωπο. Αὐτὸ μᾶς λέει μὲ τὸν παραστατικό, ἀλληγορικὸ καὶ δυνατό της λόγο καὶ ἡ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Σὲ αὐτή, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπελευθερώνει τὴν ἀγάπη ἀπὸ ὅρους καὶ προϋποθέσεις, ποὺ ἐμεῖς συνήθως θέτουμε, ἀνταλλάγματα καὶ ὑπολογισμούς, κρατούμενα καὶ ἐπιφυλάξεις, ποὺ κάποτε μᾶς δεσμεύουν καὶ μᾶς πολιορκοῦν.
Ὁ Σαμαρείτης, ἂν καὶ ἦταν ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐχθρός τοῦ Ἰουδαίου, «ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη». Ἀπαγκιστρώνεται ἀπὸ ἐχθρικὲς ἀγκυλώσεις καὶ συμπλέγματα ἐμπάθειας καὶ μὲ μιὰ καθαρότητα νοῦ καὶ καρδίας ποὺ μᾶς ἐκπλήσσει, ζεῖ καὶ προσφέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εὐεργεσία τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης.
Τὸ μήνυμα, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, εἶναι σαφὲς καὶ αὐτονόητο. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ὀδυνηρὴ παραίτηση ἀπὸ πράγματα πού, ἴσως δικαιωματικά, μᾶς ἀνήκουν, χρόνος, ἄνεση, ἀσχολίες, χρῆμα καὶ ἄλλα. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει στὴν ποιότητα τῆς συμπεριφορᾶς μας εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα Θεοῦ, πέρα ἀπὸ γεωγραφικὲς καὶ ἐθνικὲς συναρτήσεις, πάνω ἀπὸ θρησκευτικοὺς διαχωρισμοὺς καὶ κοινωνικὲς προκαταλήψεις. Τὸ κομβικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι ὁ ἄγνωστος καὶ ἀνώνυμος πλησίον, ἀλλὰ πῶς θὰ γίνουμε πλησίον γιὰ αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται τὴ βοήθεια μας· καὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοί. Εἶναι πολλοὶ καὶ ἐμεῖς, θὰ πρέπει νὰ τὸ παραδεχθοῦμε, εἴμαστε «μικροί», «λιγοστοὶ» καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτό ταπεινωνόμαστε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴν ἀνεπάρκειά μας.
Τὸ προσπέρασμα τῆς ἀδιαφορίας
Ἡ ἀδιάφορη στάση τοῦ ἱερέα καὶ τοῦ λευίτη ἀπέναντι στὸν πληγωμένο συνάνθρωπο εἶναι μιὰ κριτικὴ στὸ ἦθος πολλῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Πολλῶν ἀπὸ ἐμᾶς πού, ἐνῶ θεωροῦμε τὴν πίστη στὸν Θεὸ ἱερὴ ὑπόθεση, στὴν καθημερινότητά μας προσπερνᾶμε μὲ ἀδιαφορία τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ἡ πνευματική μας φθορά.
Ἡ ὀργάνωση καὶ οἱ ρυθμοὶ τῆς ζωῆς μας, τὰ πυκνὰ προγράμματα καὶ οἱ πολλὲς καὶ ποικίλες ἀσχολίες μας εἶναι τέτοια καὶ τόσα, ποὺ ἐξανεμίζουν καὶ ἐξασθενοῦν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ ἀφορμὲς καὶ οἱ προφάσεις εἶναι πολλὲς καὶ εὐλογοφανεῖς, ὅπως ὑπαινίσσονται οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς παραβολῆς. Ὁ φόβος, ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἡ ἀνάγκη αὐτοπροστασίας ἀπὸ ἐνδεχόμενο κίνδυνο ἢ ἀπειλὴ συντελοῦν ἀναπόφευκτα στὴν παράλειψη τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ ἡ προσκόλληση στὸν τύπο, ποὺ συχνὰ ἐπικαλύπτει τὴν οὐσία πολλῶν πραγμάτων, συμπνίγει τὴν αὐθόρμητη ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης. Πολλὲς φορὲς ἰσχυριζόμαστε ὅτι θέλουμε ἢ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, ἀλλὰ νομίζουμε ὅτι δὲν πρέπει, γιατί ἴσως νὰ παρεξηγηθοῦμε. Ἀκόμη, τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ οἱ ἀσχολίες μας, τὰ ἐπαγγελματικά μας καθήκοντα καὶ οἱ προσωπικές μας προτεραιότητες στέκονται, κάποτε, ἐμπόδια στὸ νὰ ἀφιερώσουμε χρόνο στὴ ζωή μας καὶ χῶρο στὴν καρδιά μας, στὸ νὰ σταθοῦμε κοντὰ καὶ δίπλα στὸν ἄλλον.
Ἡ συναισθηματικὴ ἀπάθεια καὶ ἡ ἠθικὴ ἀναλγησία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι πλέον κραυγαλέες, ἀποτέλεσμα καὶ σύμπτωμα τῆς τραγικῆς ἀδιαφορίας του. Ἀπορροφημένος, λοιπόν, ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν προσπάθεια νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀτομικὲς καὶ ἰδιοτελεῖς του ἀνάγκες, προσπερνᾶ τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν ἀνθρωπιά. Ἐπιδιώκει μόνο τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ὠφέλιμο. Δὲν διακρίνει ποιὸ εἶναι τὸ πλαστὸ καὶ ποιὸ τὸ νόθο, ποιὸ τὸ σαθρὸ καὶ ἐφήμερο καὶ ποιὸ τὸ γνήσιο στοιχεῖο τῆς ζωῆς. Μέσα στὸ τέλμα τῆς ἀδιαφορίας του, συμβάλλει στὴν ἐπικίνδυνη προσαρμογὴ τῶν σταθερῶν καὶ διαχρονικῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν. Δὲν ἀγωνίζεται, ὅσο θὰ ἔπρεπε, γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης.
Στὴ φοβερὴ ἀδιαφορία καὶ φυγὴ τῶν πολλῶν, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀναλαμβάνουμε τὶς εὐθύνες μας, γιατί δὲν εἴμαστε μόνοι σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄλλοι. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ὄχι μόνο ὅταν διαπράττουμε τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ ὅταν μὲ τὴν ἀδιαφορία, τὴν παθητικότητα καὶ τὴν οὐδετερότητά μας, ἀφήνουμε τοὺς ἄλλους νὰ τὸ διαπράξουν. Ἡ ἀδιαφορία φυγαδεύει τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ διαστρέφει τὴν ἀνθρωπιὰ σὲ κυνικὴ ἀπανθρωπιὰ καὶ σκληροκαρδία.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ θυσίες καὶ κόποι. Ἐκεῖ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ γενναιότητα καὶ μόνο τότε μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι συνάντησε τὸν Θεό, γιατί πρῶτα συνάντησε, ἐνδιαφέρθηκε, πρόσφερε καὶ ἀγάπησε τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο. Ἀμήν.
3.
Ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ (Λουκ ι΄ 25-37)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δημόσιας τριετοῦς δράσεως τοῦ Κυρίου, «λογοποιεί τινες ἀθυροστομεῖν εἰωθότες» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), δηλ. ἄνθρωποι κουτσομπόληδες ποὺ εἶχαν συνηθίσει νὰ λέγουν ἀθυροστομίες, διέδιδαν εἰς βάρος Του τὰ ἀκόλουθα: Ἔλεγαν πὼς ὁ Χριστὸς περιφρονεῖ τὸ Μωσαϊκὸ Νομό, «καινὰ δὲ αὐτὸς εἰσφέρει διδάγματα», δηλ. καινούργια διδάγματα εἰσάγει στὸ βίο τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ἔρχεται ὁ σημερινὸς νομικός τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσπαθεῖ νὰ παρασύρει τὸν Ἰησοῦ σὲ κάποια συζήτηση, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἐπιτύγχανε δύο πράγματα, θὰ ἔκανε τὸ Χριστὸ νὰ ὁμολογήσει πὼς ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ εἶναι παρωχημένος, ἐνῶ ὁ ὑποτιθέμενος δικός Του εἶναι σωστός. Ἀγνοοῦσε πὼς ὁ νομοθέτης καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂς παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τὴ συνετὴ συμπεριφορὰ τοῦ Κυρίου ἀπέναντι στὸ νομικό.
Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ νομικοῦ
Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου πὼς ὁ νομικὸς πλησίασε τὸ Χριστὸ μὲ διάθεση ὄχι νὰ μάθει, ἀλλὰ νὰ πειράξει. Τὸν ἀποκαλεῖ διδάσκαλο: «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10,25). Ἡ πρόθεση τοῦ νομικοῦ δὲν ἦταν νὰ μάθει κάτι περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἤξερε, ἀλλὰ «συναρπάσαι προσδοκῶν», ἤθελε νὰ παγιδεύσει τὸ Χριστό, κατὰ τοὺς Πατέρες. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς συνεχῶς μιλοῦσε στὰ κηρύγματά Του γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ «περίαυτος» (ἐγωιστὴς) νομικὸς χρησιμοποιεῖ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ Τὸν δελεάσει. Ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὸν ἀποκαλύπτει. Δὲν ξεσκεπάζει τὴν ὑποκρισία του οὔτε τὸν περιφρονεῖ. Ὁ νομικὸς καυχιόταν γιὰ τὴ γνώση του πάνω στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο. Ὁ Χριστὸς τὸν παραπέμπει ἐκεῖ. «Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτὸν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» (ὅπ. π. στίχ. 26). Μάλιστα ὅταν ἀποκρίθηκε σωστά, τὸν ἐπαίνεσε ὁ νομοδότης Κύριος. «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης» (ὅπ. π. στίχ. 28). Δὲν τὸν ἐξερέθισε· ἀντίθετα χωρὶς φθόνο καὶ κακότητα τὸν ἐπαίνεσε δημόσια. Ὁ νομικὸς στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ πὼς εἶναι κάποιος τυχαῖος, ρώτησε ποιὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους «πλησίον» (ὅπ. π. στίχ. 29). Ὁ νομικὸς ἦταν δοχεῖο γνώσεων, ἀλλὰ δὲν ἦταν σκεῦος ἀρετῶν.
Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος λέγει πὼς ἡ ἀρετὴ δὲ συναντᾶται πάντοτε ὅπου ὑπάρχει γνώσει καὶ ὅπου λάμπει τὸ ἀξίωμα. «Ἡ ἀρετὴ εἶναι εἰς τὴν πρᾶξιν, εἰς τὴν ἐφαρμογὴν ἐκείνων ποὺ λέγομεν ὅτι πιστεύομεν, εἰς τὴν πραγμάτωσιν τῶν ἰδεῶν ποὺ ἐκπροσωποῦμεν, εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ὄχι ἁπλῶς εἰς τὴν γνώση των». Ὁ νομικὸς ἤθελε νὰ δείξει στὸ Χριστὸ πὼς δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα, ὅπως τὰ λέγει, ἀλλ’ ἔχουν βάθος. Ἤθελε νὰ παρουσιάσει τὶς ἰδέες του, νὰ δείξει πὼς ὑπερέχει ὅλων. «Ὤιετο γὰρ πάντων ὑπερέχειν», κατὰ τὴν πατερικὴ γραμματεία. Ὁ νομικὸς ρωτάει γιὰ τὸν πλησίον καὶ ὁ Κύριος τοῦ δείχνει τί κάνει ὁ πλησίον.
Ὁ ἕνας ἤθελε γνώσεις κι ὁ Ἄλλος τοῦ ὑπέδειξε τὴν πράξη. Μὲ τὴ φιλάνθρωπη διάθεση ἀποδεικνύουμε ἐὰν νιώθουμε τὸ διπλανό μας ὡς πλησίον.
«Εἶδα τὸν ἀδελφό μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεὸ μου»
Οἱ διάφοροι φιλόσοφοι τοῦ κόσμου τούτου λένε πὼς «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλαση μου». Ἀντίθετα οἱ Ἅγιοι ἔλεγαν: «εἶδα τὸν ἀδελφό μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεό μου». Ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ μεγάλος Πλησίον, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθένα μας ὁ συνάνθρωπος ἂς γίνει πλησίον. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ καθένας ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὸ συνάνθρωπό του. Δὲν μᾶς ὠφελοῦν τὸ πλῆθος τῶν θεολογικῶν γνώσεων, ὅταν εἴμαστε στεγνοὶ ἀπὸ αἰσθήματα φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης γιὰ τὸ διπλανό μας.
Μάλιστα οἱ πολλὲς γνώσεις χωρὶς τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τους γίνονται καὶ ἀφορμὴ κατακρίσεώς μας: «Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς›› (Λουκ. 12,47). Ὁ προμνημονευθεὶς Μητροπολίτης λέγει πὼς τὸ νέο ποὺ κόμισε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι πὼς ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας. Καὶ τὸ νέο ποὺ κόμισε γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Κανένα πολιτικὸ ἢ κοινωνικὸ σύστημα δὲν ἔφτασε σ’ αὐτὴν τὴν πληρότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ βλέπουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα τὰ πολιτικὰ συστήματα ὁμιλοῦν γιὰ παρατάξεις, γιὰ ὁμάδες, γιὰ ὀπαδοὺς καὶ ἀκολούθους. Ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνες», ὁμιλεῖ γιὰ πλησίον, γιὰ ἀδελφούς, γιὰ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ἀγάπη χωρὶς διάκριση, γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἀδελφοί μου,
Ὁ μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε: «Οὐδέποτε προτίμησα τὸ προσωπικό μου συμφέρον ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ἐπίσης ὁ ἀββὰς Ἀγάθων συμπληρώνει: «Ἀγάπη εἶναι νὰ βρῶ ἕναν λεπρὸ καὶ νὰ τοῦ δώσω εὐχαρίστως τὸ σῶμα μου καί, ἂν εἶναι δυνατό, νὰ πάρω τὸ δικὸ του». Ἂς τὰ ἔχουμε ὅλα αὐτὰ ὑπόψη μας, γιὰ νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι μποροῦμε γιὰ τὸν πλησίον μας, ποὺ εἶναι ὁ ἀδελφός μας.
4.
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς διδάσκει σήμερα στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον καὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ τὸν πλησίον. Καὶ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη αὐτό, εἶπε μία παραβολή, τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν. Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κάποιος νομικὸς πλησίασε τὸν Ἰησοῦ πειράζοντάς τον καὶ λέγοντας. Διδάσκαλε, τί ἂν θὰ κάμω θὰ κληρονομήσω αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Τί εἶναι γραμμένο στὸ Νόμο; Πῶς διαβάζεις; Κι ὁ νομικὸς ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε· Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο ποὺ εἶν’ ὁ Θεός σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ ὅλη σου τὴν σκέψη καὶ τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· ὀρθὰ ἀποκρίθηκες· αὐτὸ νὰ κάνης καὶ θὰ ζήσης. Μὰ ὁ νομικός, θέλοντας νὰ δείξη πὼς καταλαβαίνει εἶπε στὸν Ἰησοῦ· καὶ ποιὸς εἶναι πλησίον μου; Τότε παίρνοντας τὸ λόγο ὁ Ἰησοῦς εἶπε. Ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ, κι ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν· οἱ ληστὲς ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ἔδειραν, ἔφυγαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένο. Ἔτυχε τότε καὶ κατέβαινε στὸ δρόμο ἐκεῖνο ἕνας ἱερέας ποὺ τὸν εἶδε καὶ προσπέρασε· τὸ ἴδιο κι ἕνας λεβίτης, ποὺ βρέθηκε σ’ ἐκεῖνο τὸν τόπο, ἦλθε, εἶδε καὶ προσπέρασε. Καὶ κάποιος Σαμαρείτης, ποὺ ὡδοιποροῦσε ἦλθε πρὸς τὰ κεῖ κι ὅταν τὸν εἶδε πόνεσε μέσα του· κι ἀφοῦ πλησίασε τοῦ ἔδεσε καλὰ τὰ τραύματα πλένοντάς τα μὲ κρασὶ καὶ βάζοντας ἐπάνω λάδι· κι ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο καὶ τὸν φρόντισε. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ποὺ ἔφυγε ἔβγαλε κι ἔδωκε δύο δηνάρια στὸν πανδοχέα καὶ τοῦ εἶπε· φρόντισέ τονε κι ἂν τύχη καὶ ξοδέψης κάτι παραπάνω, ἐγὼ στὸ γυρισμό μου θὰ στὸ πληρώσω. Ποιὸς λοιπόν σοῦ φαίνεται πὼς ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἔγινε πλησίον σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν; Κι ὁ νομικὸς εἶπε· ἐκεῖνος ποὺ τὸν πόνεσε καὶ τὸν κοίταξε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς· πήγαινε καὶ κᾶνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο.
Αὐτὸς ὁ νομικός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε τάχατες τί νὰ κάμη γιὰ νὰ κληρονομήση τὴν αἰώνιο ζωή, αὐτὸς λοιπὸν δὲν ρωτοῦσε γιὰ νὰ μάθη, μὰ ἤθελε νὰ πειράξη τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸς ἦταν διαβασμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του μελετοῦσε κι ἐξηγοῦσε τὸ Νόμο καὶ θὰ μποροῦσε νὰ μπλέξη τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ καμμιὰ συζήτηση. Μὰ πῆρε τὸ μάθημα ποὺ τοῦ χρειαζότανε. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ ‘δωσε καὶ κατάλαβε πὼς ἄλλο νὰ ‘σαι τάχα διαβασμένος καὶ νὰ κάνης τὸν ἔξυπνο κι ἄλλο νὰ ‘σαι καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος. Σοφία δὲν εἶναι νὰ ξέρης ποιὸς εἶν’ ὁ πλησίον, μὰ νὰ ξέρης τί πρέπει νὰ κάνης γιὰ τὸν πλησίον. Ὅλοι ξέρουνε καὶ λένε πολλά, μὰ λίγοι κάνουνε ὅ,τι πρέπει. Γι’ αὐτὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ πὼς ἀλλιῶς ρωτᾶ ὁ νομικὸς κι ἀλλιῶς τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός. Ὁ νομικὸς ρωτᾶ· «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου;». Κι ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾶ· «Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο». Ὁ νομικὸς ρωτᾶ γιὰ νὰ μάθη τάχα ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον κι ὁ Χριστὸς τὸν στέλνει νὰ πάη νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του σὲ κάθε ἄνθρωπο. Γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Δὲν τοῦ λέει πὼς πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος, μὰ τί πρέπει νὰ κάνη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ‘ναι ὁ πλησίον. Κι αὐτὸ εἶναι, χριστιανοί μου, ποὺ μᾶς χρειάζεται κάθε φορά· ὄχι νὰ ξέρουμε πολλὰ καὶ νὰ ‘μαστε σοφοί, μὰ νὰ ‘χουμε ἀγάπη καὶ νὰ κάνουμ’ ἐκεῖνα ποὺ πρέπει.
Πολλοὶ τώρα τελευταία, ποὺ δὲν εἶναι δὰ καὶ σοφοί, κάθουνται μέρα νύχτα στὸ καφενεῖο καὶ λένε λόγια· λένε γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἰσότητα, γιὰ εἰρήνη, γιὰ δημοκρατία καὶ γιὰ ἄλλα τέτοια πολλά. Ὁ Χριστὸς θὰ τοὺς πῆ. Πᾶτε νὰ ἐργασθῆτε, γιατί ἐκεῖνο ποὺ σᾶς λείπει δὲν εἶναι τὰ λόγια, μὰ ἡ ἐργασία καὶ ἡ νοικοκυροσύνη. Πᾶτε λοιπὸν νὰ ἐργασθῆτε αὐτὰ ποὺ λέτε καὶ νὰ δείξετε στὴν πράξη καὶ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ δημοκρατία ποὺ φωνάζετε. Στὸ δάσκαλο, ποὺ ἄλλα λέει καὶ ἄλλα κάνει, οἱ ἄλλοι θὰ τοῦ ποῦνε καὶ θὰ γελάσουνε μαζὶ του· «Δάσκαλε, ποὺ δίδασκες…».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σ’ αὐτὴ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν, μᾶς δίδαξε κάτι καινούργιο, ποὺ δὲν τὸ ‘ξερε ὥς τὰ τότε ὁ κόσμος. Μᾶς δίδαξε τί θὰ πῆ πλησίον, τί θὰ πῆ ἕνας ἄνθρωπος. Καὶ μᾶς εἶπε πὼς πλησίον εἶναι ὄχι μόνο ὁ κάθε ἄνθρωπος, μὰ πὼς πλησίον εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος. Στὸν καιρὸ μας ὅλα εἶναι γεμάτα ὑποκρισία· μᾶς πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ τί γίνεται στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, φωνάζουμε γιὰ σκλάβους ποὺ δὲν τοὺς εἴδαμε, σκοτωνόμαστε γιὰ λαοὺς ποὺ δὲν τοὺς ξέρουμε, ὅταν τὴν ἴδια στιγμὴ μπροστὰ στὰ μάτια μας εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ περιμένει ἀπό μᾶς. Φωνάζουμε γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ξεχνοῦμε τὸν ἄνθρωπο· σκοτωνόμαστε γιὰ ξένους λαοὺς καὶ ρημάζουμε τὸν τόπο μας· θέλουμε ἰσότητα κι ὅσοι εἶναι στὴ δούλεψή μας τοὺς ἔχουμε γιὰ δούλους· τάχα ζητοῦμε δικαιοσύνη καὶ τρῶμε τὸν κόπο τοῦ ἐργάτη μας· κηρύττουμε δημοκρατία κι εἴμαστε τυραννικοὶ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας. Ὅλα ἐτοῦτα γίνονται, γιατί ξεκινοῦμε ἀνάποδα· ἀφίνουμε τὰ κοντινά μας καὶ πᾶμε στὰ μακρινὰ· βάζουμε σκοπό μας τὴν ἀνθρωπότητα κι ἀφίνουμε τὸν ἄνθρωπο· ἀγνοοῦμε τὸν πλησίον καὶ γνοιαζόμαστε γιὰ κεῖνον ποὺ ‘ναι μακρυά. Στ’ ἀλήθεια δὲ γνοιαζόμαστε γιὰ τίποτα καὶ τὸ βρήκαμ’ ἔξυπνο καὶ βολικὸ νὰ φωνάζουμε γιὰ ἰδεολογίες καὶ νὰ κάνουμε τὴ δουλειά μας. Μὰ ὁ Χριστὸς δὲ μᾶς θέλει ἰδεολόγους, μὰ πιστούς· δὲ μᾶς θέλει νὰ φωνάζουμε γιὰ δικαιοσύνη, μὰ νὰ ‘μαστε δίκαιοι· δὲ μᾶς στέλνει νὰ βροῦμε κείνους ποὺ εἶναι μακρυά, μὰ νὰ κοιτάξουμε αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντά μας. Ὁ Χριστὸς δὲν ξέρη τί θὰ πῆ ἀνθρωπότης, ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον· κι ἀκόμη πιὸ ἁπλὰ καὶ πιὸ πρακτικὰ ξέρει τί θέλει ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον. Γι’ αὐτὸ στὸν καθένα, ποὺ ὑποκριτικὰ ρωτᾶ σὰν τὸν νομικό, τὸν στέλνει, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μάθη ποιὸς εἶν’ ὁ πλησίον, μὰ καὶ γιὰ νὰ πράξη ὅ,τι χρειάζεται ὁ πλησίον. Ἄκουε, χριστιανέ μου, ἐκεῖνο πού σοῦ λέει ὁ Χριστός, κάνε ὅ,τι ἔκαναν μέχρι τώρα κι οἱ πατέρες σου. Ψέματα δὲ μᾶς εἶπε ὁ Χριστὸς κι οἱ πατέρες μας, ἂς μὴν ἤξεραν πολλά, ὅμως εἶχαν πρακτικὴ σοφία· πίστευαν στὸ Θεό, σέβονταν τὴν Ἐκκλησία, ἀγαποῦσαν τὸν τόπο τους, κοίταζαν τὴ δουλειά τους καὶ δὲν ἤξεραν ἀπὸ ἰδεολογίες.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ἂς μὴν πηγαίνουμε μακρυὰ κι ἂς μὴ χανώμαστε σὲ λόγια. Κοντὰ μας εἶναι ὁ πλησίον καὶ μπρὸς στὰ μάτια μας εἶναι οἱ ἀνάγκες του. Ἂς κάνουμε ὁ καθένας μάς ὅ,τι μποροῦμε, ὄχι γιὰ νὰ μάθουμε τάχα ποιὸς εἶν’ ὁ πλησίον μὰ γιὰ νὰ βοηθοῦμε στ’ ἀλήθεια τὸν πλησίον. Τότε νιώθουμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅταν αἰσθανώμαστε κοντά μας τὸν πλησίον. Κι ἡ ἐντολὴ εἶναι ν’ ἀγαποῦμε τὸν πλησίον σὰν τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ ‘χουμε ζωὴ αἰώνιο. Ἀμήν.
5.
Παραβολὴ τοῦ σπλαχνικοῦ Σαμαρείτη (Λουκ ι΄25-37)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐν συντομίᾳ, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἐμπεριέχει ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ.
Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴ διάνοια, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη, μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας καὶ τὸν πλησίον μας ὡς τὸν ἑαυτὸν μας. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε σημαίνει νὰ προτιμοῦμε ὅλα ὅσα εἶναι ἀγαπητὰ στὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀγαπητὰ σέ μᾶς. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ζήσουμε, καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινὰ ἔτσι ὥστε Αὐτὸς νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτα ξένο σὲ Αὐτὸν στὶς ζωές μας.
Καὶ τότε ἔρχεται ἡ δεύτερη ἐντολή, τὴν ὁποία δὲν κατανοοῦσε ὁ νομικός: ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ξανα-ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό μας. Πολὺ συχνὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι χριστιανοί, ἂν αἰσθανόμαστε μία ζεστασιὰ στὴν καρδιά μας, νομίζουμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸ Θεό. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετό. Ἡ δοκιμασία αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μοιρασιὰ τῆς μοναδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.
Θυμᾶμαι μιὰ θλιβερὴ στιγμὴ στὴ ζωή, ὅταν ὁ πατέρας μου μὲ ρώτησε ποιὸ εἶναι τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς μου, ἤμουν νέος τότε, κι ἐγὼ εἶπα: «Νὰ εἶμαι μόνο μὲ τὸ Θεό», καὶ αὐτὸς μὲ κοίταξε λυπημένα καὶ μοῦ εἶπε: Δὲν ἔχεις ἀρχίσει ἀκόμη νὰ γίνεσαι χριστιανός. Ἐπειδὴ ἂν ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ πρέπει νὰ μοιραζόμαστε μαζί του ὅλες τὶς φροντίδες του γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ γιὰ κάθε πρόσωπο ξεχωριστὰ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο.
Ἂς λάβουμε ὑπόψη μας λοιπὸν σὰν γνώμονα αὐτὸ τὸ σύντομο γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν παραβολή. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε ποτὲ πόσο πολὺ ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Εἶναι δύσκολο, γιατί εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεγελάσεις κάποιον. Ἀκόμα κι ὅταν λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε κάποιον, μπορεῖ νὰ ἔρθει μία στιγμὴ ἐγωισμοῦ, διαφωνίας, ἕνας καυγᾶς μπορεῖ νὰ τελειώσει, τουλάχιστον γιὰ λίγο, μία κοινή μας φιλία καὶ ζεστασιὰ.
Ὑπάρχει ὡστόσο ἕνα ἀντικειμενικὸ κριτήριο. Πῶς συμπεριφέρεσαι στὸν πλησίον; Τί σημαίνει αὐτὸς γιὰ σένα; Ἂν δὲν σημαίνει τίποτα, ἂν εἶναι ἕνας περαστικός, ἂν εἶναι ἁπλὰ κάποιος στὸ δρόμο σου, ἢ ἂν εἶναι κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ τραβήξει τὴν προσοχή σου, ὅταν ἐσὺ εἶσαι σὲ καλὴ διάθεση, τότε δὲν ἀρχίσαμε ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο μαζὶ μ’ Αὐτόν.
Ἂς τὸ ἀναλογιστοῦμε λοιπόν, ἂς κάνουμε στοὺς ἑαυτοὺς μας σχετικὲς ἐρωτήσεις, καὶ ἂς διορθώσουμε τὴ ζωή μας. Ἀμήν.
6.
Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ.ι΄25—37)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Εἴδομεν, ὅτι ὁ Κύριος εὑρισκόμενος εἰς τὴν Σαμάρειαν ἀπέστειλεν ἑβδομήκοντα μαθητάς, ἵνα κηρύξωσιν εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας τὸν θεῖον λόγον. Κατόπιν συνεχίζει τὴν ὁδοιπορίαν Του πρὸς Ἱεροσόλυμα διὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας.
Ὁ Κύριος προχωρεῖ Νοτίως καὶ ἤδη εὑρίσκεται πιθανώτατα εἰς τὸ μέρος, ὅπου γίνεται λόγος ἐν τῇ παραβολῇ ἤτοι ἐν τῇ ὁδῷ Ἱεριχοῦς πρὸς Ἱερουσαλήμ. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἐμφανίζεται «Νομικὸς» νομομαθὴς δηλαδὴ τις τοῦ Ἑβραϊκοῦ νόμου καθήμενος κἄπου. Οὗτος «ἀνέστη» ἠγέρθη «ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων! Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Ὁ νομομαθὴς δηλαδὴ οὗτος ἔχων ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ὁ Κύριος ἦτο κοσμοπολιτικοῦ χαρακτῆρος, ἐνῷ ὁ Ἑβραϊκὸς νόμος ἦτο Ἐθνικιστικός, Σωβινιστής, ἐρωτῶν τὸν Ἰησοῦν ἐσκόπει νὰ φέρῃ εἰς ἀντίθεσιν Αὐτὸν πρὸς τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον ἤ ὁδηγήσῃ Αὐτὸν εἰς ἄλλην τινὰ ἀδιέξοδον.Ὁ Κύριος ὅμως καταφεύγει εἰς τὴν πηγὴν τῆς ἀληθείας, τὴν Βίβλον καὶ ἐρωτᾷ τὸν νομικόν: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» Τί γράφει ὁ νόμος περὶ τούτου καὶ ποία εἶναι ἡ γνώμη σου; Ὁ νομικὸς ἀπαντᾷ: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ σου καὶ ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν»(1) Ἀγάπη δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλας τὰς φυσικάς, πνευματικάς καὶ ἠθικάς δυνάμεις ψυχῆς καὶ σώματος καὶ ἀγάπη τοῦ πλησίον μας ὅπως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἰδοὺ αἱ δύο οὐσιωδέστεραι ἐντολαί. Ὁ Κύριος δευτερολογῶν λέγει: «ὀρθῶς ἀπεκρίθης˙» ὀρθῶς ἀπήντησες «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ». Τοῦτο πάντοτε ἐφάρμοζε καὶ θὰ ἀποκτήσῃς τὴν αἰώνιον ζωήν.
Ὁ δὲ νομικὸς «θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν» θέλων δηλαδὴ νὰ ἀπόδειξῃ εἰς τὸν Χριστόν, ὅτι ἡ ἀπορία του παραμένει ἀκόμη δύσκολος εἰς ἀπάντησιν, ἂν καὶ τόσον εὐκόλως αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ Ἰησοῦ «εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὶς ἐστίν μου πλησίον;» ἔμαθα, λέγει ὁ νομικός, πόσον πρέπει νὰ ἀγαπῶ. Δὲν γνωρίζω ὅμως ποῖον πρέπει νὰ ἀγαπῶ, ποῖος εἶναι πλησίον μου. Οἱ πλεῖστοι τῶν Ἑβραίων τότε ἔκλινον ὑπὲρ τῆς γνώμης, ὅτι πλησίον εἶναι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι. Οἱ λοιποί, οἱ εἰδωλολάτραι οἱ λεγόμενοι ἐθνικοί, ἦσαν ἐχθροί. Ὁ Κύριος «ὑπολαβών» λαβών τὸν λόγον λέγει: «ἄνθρωπὸς τὶς κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν˙ οἵ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγάς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Κἄποιος Ἰουδαῖος δηλαδή, ἐνῷ κατήρχετο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ τὴν Ἱεριχώ περιέπεσεν εἰς λῃστᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ ἴσως ἔφερε ἀντίστασιν, ἀφοῦ τὸν ἐλῄστευσαν, τὸν ἐκτύπησαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένον. «Κατὰ συγκυρίαν» κατὰ σύμπτωσιν, «ἱερεὺς τις» Ἰουδαῖος τις ἱερεὺς τελέσας πιθανῶς τὰ ἱερατικά του καθήκοντα ἐν Ἱερουσαλὴμ «κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ» βαδίζων τὴν ὁδὸν ἐκείνην μετέβαινε πρὸς τὴν Ἱεριχώ «καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν». «Ἀντιπαρῆλθε», σημαίνει, ὅτι ἐβάδισε τὴν ἄλλην ὁδὸν ἐκείνης ὅπου εὑρίσκετο ὁ πληγωμένος φοβηθείς τὴν ἐπικίνδυνον τοποθεσίαν ἐκείνην. Μετ’ ὀλίγον «καὶ Λευΐτης» Ἰουδαῖος δηλαδὴ διάκονος ἐν τῷ Ναῷ «γενόμενος κατὰ τὸν τόπον» διερχόμενος ἐκεῖθεν «ἐλθών» καὶ «ἰδὼν» τὸν Σαμαρείτην «ἀντιπαρῆλθεν». Ὁ Λευΐτης οὗτος ἐφάνη σκληρότερος τοῦ προηγουμένου, διότι εἶδε ἐκ τοῦ πλησίον τὴν ἀθλιότητα τοῦ δυστυχοῦς καὶ δὲν τὸν ἐβοήθησε, ἀλλὰ ἐπῆρε τὸν ἄλλον δρόμον.
«Σαμαρείτης δὲ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη καὶ προσελθών κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ». Ὁ Σαμαρείτης, ἰδιώτης, καὶ οὐχὶ κληρικός, ὡς ἦσαν οἱ ἄλλοι δύο, ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων καὶ οὐχὶ συμπατριώτης τοῦ πληγωμένου «ὁδεύων» διερχόμενος ἐκεῖθεν, ἀδιαφορήσας διὰ τὸν κίνδυνον τοῦ τόπου, εὐσπλαγχνίζεται αὐτὸν καὶ «ἦλθε κατ’ αὐτὸν» τὸν ἐπλησίασε, πλύνει τὰς πληγάς του δι’ οἴνου, ἀλείφει αὐτάς μὲ ἔλαιον καὶ προχείρως «κατέδησε» δένει αὐτάς. Μετὰ ταῦτα λαμβάνει αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ τὸν φορτώνει εἰς τὸ ζῷον του. Πεζῆ αὐτός, εἰς τὸ ὑποζύγιόν του ὁ ἐχθρός του, ὑποβαστάζων ὁ Σαμαρείτης τὸν φορτωμένον τραυματίαν ἔρχονται εἴς τι ξενοδοχεῖον, ὅπου ἐπεμελήθη αὐτοῦ καλλίτερον. «Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλών δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ. Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι». Τὴν ἑπομένην ἡμέραν θέλων νὰ φύγῃ ὁ καλὸς Σαμαρείτης δίδει εἰς τὸν ξενοδόχον δύο δηνάρια, δύο προπολεμικάς δραχμάς, ὑποσχεθείς συμπλήρωμα διὰ τὰ περαιτέρω ἔξοδα. Ἔδωκε δὲ ταῦτα ἐξελθών τοῦ πανδοχείου, ἵνα μὴ θίξῃ τὸν ἐλεούμενον.
Καὶ ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τὸν Νομικόν: «Τὶς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;» Ποῖος νομίζεις, ὅτι ἐφάνη πλησίον, φίλος εἰς τὸν δυστυχῆ αὐτὸν Ἰουδαῖον; Ὁ νομικὸς ἠρώτησεν ἐν ἀρχῇ «τὶς ἐστί μου πλησίον». Ὁ Κύριος ἀντικαθιστᾷ τὴν ἐρώτησιν ταύτην διὰ τῆς ἐρωτήσεως, ποῖος ἐφάνηκε πλησίον εἰς τὸν ἐμπεσόντα εἰς τοὺς λῃστάς. Ἡ ἐρώτησις τοῦ Κυρίου εἶναι ὀρθοτέρα, διότι ἐπιβάλλει καθήκοντα. Ὁ νομικὸς ἐντροπιασμένος ἀπαντᾷ: «ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ» ὁ ἐλεήσας αὐτόν. Ἤτοι πλησίον ἦτο ὁ ἐχθρός του Σαμαρείτης. Ἑπομένως φίλος, πλησίον μας, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν εἶναι καὶ οἱ ἐχθροί μας, πᾶς ἄνθρωπος, ἀδιακρίτως γλώσσης, θρησκείας, ἐθνικότητος. Πόσον σοφῶς ὁ Κύριος ἠνάγκασε τὸν νομικὸν νὰ εἴπῃ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον, ἂν τὸ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς, θὰ ἐσκανδάλιζε αὐτόν!
Δύο ἑρμηνείας ἔδωκαν τῆς ὡραίας ταύτης παραβολῆς οἱ πατέρες. Μίαν γραμματικὴν καὶ τὴν ἑτέραν ἀλληγορικήν. Ἡ πρώτη εἶναι δεοντολογικὴ καί λέγει τί πρέπει νὰ πράττωμεν, ἡ δευτέρα εἶναι Χριστολογικὴ καὶ λέγει τί πρέπει νὰ πιστεύωμεν.
α) Θ έ μ α: Χριστολογικὸν
Εἰς τὴν Χριστολογικὴν ταύτην ὁμιλίαν θὰ ἴδωμεν ποία ἦτο ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης ὡς ὁ περιπεσών εἰς λῃστάς καὶ ποῖος ὁ θεραπεύσας ταύτην καλὸς Σαμαρείτης.
Α.΄ Ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης. Διπλοῦν πάθος εἶχε: Νόσον καὶ ἀδυναμίαν ἰάσεως.
α) Ν ό σ ο ς. Ἡ ἀνθρωπότης πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον «ὥδευε ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ» ἤτοι ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν πόλιν τῶν εἰδώλων, τὴν Ἱεριχώ, ἀπὸ τὴν ἀρετὴν εἰς τὴν κακίαν, ἀπὸ τὴν ἁγνότητα εἰς τὴν διαφθοράν. Οὕτω ὁδεύουσα ἡ ἀνθρωπότης «λῃσταῖς περιέπεσεν» περιέπεσεν εἰς τοὺς δαίμονας. Ὡς οἱ λῃσταὶ κρυπτόμενοι ἐπιπίπτουσιν αἰφνιδίως κατὰ τῶν ὁδοιπόρων καὶ ἀφαιροῦσι πᾶν πολύτιμον, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ οἱ δαίμονες κεκαλυμμένοι λῃστεύουσι τοὺς ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Τί λῃστεύουσι; Οἱ λῃσταὶ τῆς παραβολῆς ἀφῄρεσαν ἀπὸ τοῦ ἀτυχοῦς ὁδοιπόρου: 1) ἐνδύματα «ἐκδύσατες αὐτὸν» ἀποκαλύψαντες τὴν αἰσχύνην αὐτοῦ. 2) τὴν ὑγείαν «καὶ πληγάς ἐπιθέντες», 3) τοῦ ἔδωκαν νὰ ἐννοήσῃ τὴν μόνωσιν ἐν τῇ ἐρημίᾳ «ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον» καὶ 4) τὸν ἀφῆκαν «ἡμιθανῆ τυγχάνοντα» χαροπαλαίοντα, ὁπότε ἡ μόνωσις ἦτο αἰσθητοτέρα. Τὸ αὐτὸ καὶ οἱ δαίμονες πράττουσιν εἰς τὰ θύματά των. Ἀφαιροῦν πᾶν πολύτιμον, τὸ ὁποῖον ἔχουν, πᾶσαν ἐντροπὴν διὰ τὸ κακόν, φροντίζοντες νὰ δικαιολογοῦν πᾶσαν ἁμαρτίαν. Μετὰ ταῦτα ἀκολουθοῦν αἱ σωματικαὶ βλάβαι, τῶν ὁποίων αἰτία εἶναι ἡ ἁμαρτία, διαφθορά, ἐξαχρείωσις. Κατόπιν ἔρχεται τὸ θῦμα, ὁ ἄνθρωπος, ὅταν χορτάσῃ τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν μόνωσιν, τὴν πλῆξιν, τὸν κόρον καὶ τὴν ἀηδίαν. Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι νὰ πατήσῃ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸ κατώφλιον τοῦ θανάτου, ὅτε τὸ αἴσθημα τῆς μονώσεως εἶναι εἰς τὸ ὀξύτατον σημεῖον.
β) Θεραπεία. « Ἱερεὺς τις κατέβαινε…» Πάντες οἱ πρὸ Χριστοῦ καὶ οἱ μετὰ Χριστόν, ἀλλὰ ἄνευ Χριστοῦ ζῶντες ἱερεῖς καὶ φιλόσοφοι, συνοδοιπόροι ὄντες τῆς πασχούσης καὶ εἰς λῃστάς πεσούσης ἀνθρωπότητος, ἀντιπαρῆλθον τὸν πόνον της, διότι δὲν ἠδύναντο ἤ καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ καλύψουν τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνότητος, νὰ θεραπεύσουν τὰς πληγάς, νὰ συντροφεύσουν τὴν μόνωσιν καὶ τέλος ν’ ἀπαλλάξουν ταύτην τοῦ ἐπιθανατίου ῥόγχου. Οὔτε ὁ παλαιὸς τῶν Ἑβραίων Νόμος μὲ τὴν ἀτελείωτον περιπτωσιολογίαν του, οὔτε οἱ φιλόσοφοι μὲ τὰς ὑψηλάς, ὡραίας λεπτάς, ἀλλὰ δυσκόλους ἰδέας των κατώρθωσαν ν’ ἀνταποκριθοῦν εἰς τοὺς βαθεῖς ἀνθρωπίνους πόνους καὶ πόθους. Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἦτο μόνον παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν παρέχων συνείδησιν ἁμαρτωλότητος ὄχι ὅμως καὶ θεραπείαν.
Ἡ φιλοσοφία καὶ γενικῶς ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ θεολογία ὄχι μόνον δὲν ἐκάλυψαν τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνώσεως, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐθεοποίησαν τὸ σαρκικὸν πάθος διὰ τῆς Ἀφροδίτης, τὴν κλοπὴν διὰ τοῦ Ἑρμοῦ, τὰ ὄργια διὰ τοῦ Βάκχου, τὴν μέθην διὰ τοῦ Διονύσου κ.λ.π. Ὄχι μόνον δὲν ἐκάλυψαν τὴν αἰσχύνην, ἀλλὰ κατῄσχυναν διὰ τῆς ἀδιαντροπίας των τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀλλὰ καὶ ἡ μεταπολεμικῶς καὶ ἄνευ Χριστοῦ ζῶσα ἀνθρωπότης; Κεῖται καὶ αὕτη κατὰ γῆς λῃστευομένη, μωλωπισμένη, ὀρφανεμένη καὶ ψυχορραγοῦσα. Ὁ πόλεμος, ὁ μέγας αὐτὸς λῄσταρχος, πόσους δὲν ἐμωλώπισε διὰ τῶν φονικῶν ὅπλων, πόσους δὲν ἐγύμνωσε, πόσους δὲν ἀπωρφάνισε καὶ ἀφῄρεσε φιλτάτους καὶ οὕτω ἔγινε ἡ μόνωσις αἰσθητή; Πόσους δὲν ἔκαμε, ὥστε νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ θανάτου, ὅλους ἠνάγκασε νὰ πατήσουν τὸ κατώφλιον τοῦ θανάτου; Οὐδεὶς τῶν σοφῶν ἀπελύτρωσε ταύτην. Ποῖος ὁ Λυτρωτής; Ὁ Χριστός, ὁ καλὸς Σαμαρείτης.
Β΄. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης. Οὗτος εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐκκλησία Του. Μὴ δυνηθείσης τῆς ἀνθρωπότητος νὰ εὕρῃ τὸν Θεόν, ὁ Θεὸς ἐνανθρωπήσας «ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν» εὗρε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Χριστὸς ἐλθών πλησίον τοῦ ἀνθρώπου καὶ «ἰδὼν αὐτὸν» ὡς «ὁ καλὸς Σαμαρείτης εὐσπλαγχνίσθη» τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Σαμαρείτης δὲν περιορίζεται εἰς μόνον τὸ συναισθηματικὸν (τὸ ὁποῖον δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶχαν καὶ οἱ δύο Ἰουδαῖοι, Ἱερεὺς καὶ Λευΐτης, καὶ τὸ ὁποῖον ἐγείρεται εἰς τοὺς πλείστους ἐξ ἡμῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὅταν ἴδωμεν πάσχοντα, γινόμενοι θρηνῳδοὶ ὄχι ὅμως καὶ βοηθοὶ τῆς δυστυχίας τοῦ ἄλλου) ἀλλὰ προβαίνει εἰς τὸ ἔργον «κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ καὶ κατέχυσεν ἔλαιον κ. λ. π. Μετὰ ταῦτα ἐναγκαλίζεται αὐτόν, θέτει ἐπ’ ὤμων…» Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ἀντὶ τῆς γυμνότητος, τὴν ὁποίαν ἐπροξένησεν ἡ ἁμαρτία, δίδει τὴν κάλυψιν διὰ τῆς ἀγκάλης, ἀντὶ τοῦ πόνου τὴν ἀνακούφισιν διὰ τῶν ὤμων καὶ ἐπὶ πλέον ἐφόρτωσεν αὐτὸν εἰς τὸ ἴδιον κτῆνος ἀναγκασθείς ὁ ἴδιος νὰ πεζοπορῇ, ἀντὶ τῆς μονώσεως τὴν συντροφιά, ἀντὶ τοῦ ψυχορραγήματος τὴν σωτηρίαν. Καθαρίζει τὰς πληγάς διὰ τοῦ οἴνου τῆς ἐξομολογήσεως, μαλακώνει διὰ τοῦ ἐλαίου τῆς θείας εὐσπλαγχνίας. Μόνον ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς σώσῃ ἀπὸ τὰ δεινά τοῦ πολέμου, τῆς γυμνότητος, ἀδιαντροπίας, ψυχορραγήματος, διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ πραγματικὴ αἰδημοσύνη, θεραπεία, ὑγεία, συντροφιὰ καὶ ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία. Ὁ καλὸς Σαμαρείτης ὡδήγησε τὸν ψυχορραγοῦντα εἰς τὸ πανδοχεῖον, δώσας δύο δηνάρια εἰς τὸν πανδοχέα, τὸν ξενοδόχον. Πανδοχεῖον εἶναι ἡ ἐκκλησία, διότι δέχεται τοὺς πάντας, ἀνεξαρτήτου φύλου, φυλῆς, πτωχείας, πλούτου κ. λ. π. Πανδοχεῖς εἶναι οἱ κληρικοί, διότι δέχονται τοὺς πάντας, ἁμαρτωλοὺς καὶ δικαίους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Δύο δηνάρια εἶναι αἱ δύο Διαθῆκαι, Παλαιὰ καὶ Καινή, ἔνθα ὑπάρχει ὁ θεῖος λόγος βάσει τοῦ ὁποίου πρέπει οἱ κληρικοὶ νὰ ἐπιμελῶνται τῶν εἰσερχομένων εἰς τὸ πανδοχεῖον, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
Ὅ,τι ἄλλο ὁ καλὸς κληρικὸς προσδαπανήσῃ, κόπον, ἀγῶνα, μελέτην, διδασκαλίαν Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Δίκαιος Κριτὴς ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι Αὐτὸν ἀποδώσει εἰς ἐκεῖνον. Τὶς εἶναι ὁ πραγματικὸς πλησίον μας; ἠρώτησε τότε ὁ Κύριος. Ὁ νομικὸς ἀπήντησεν «πᾶς ἄνθρωπος». Τὶς ὁ πραγματικὸς πλησίον μας, ἐρωτῶμεν καὶ ἡμεῖς; Πᾶς ἄνθρωπος ἰδίως ὅμως ὁ Ἰησοῦς! Πρὸς Αὐτὸν ἂς στραφῶμεν!
Ὡραῖον παράδειγμα τῆς ἀρχαιότητος δεικνύοντὸν πόθον τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων δι’ εὐγενοῦς προσώπου εἶναι τὸ ἑξῆς:
Ὅταν πρὸ Χριστοῦ κατὰ τινα παράδοσιν ἐβασίλευεν εἰς Ἀθήνας ὁ Κόδρος, οἱ Δωριεῖς εἰσέβαλον εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἠπείλουν τὰς Ἀθήνας. Τό Μαντεῖον τῶν Δελφῶν εἶπεν, ὅτι θὰ νικήσωσιν ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ὁ βασιλεύς, θὰ φονευθῇ ἀπὸ ἐχθρικὸν χέρι. Ὁ βασιλεὺς Κόδρος μαθών τοῦτο ἐνδύεται τὰ ἐνδύματα δούλου τινὸς καὶ μεταβαίνει εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν. Φιλονικεῖ μετὰ τινος καὶ φονεύεται. Ὅταν οἱ ἐχθροὶ ἔμαθον τὸν χρησμὸν καὶ εἶδον ποῖον ἐφόνευσαν, ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἐδῶ Κόδρος εἶναι ὁ Χριστός. Ἀθηναῖοι εἶναι ἡ ἀνθρωπότης. Δωριεῖς εἶναι οἱ δαίμονες καὶ οἱ Χριστοκτόνοι Ἰουδαῖοι, ἐνδύματα δούλου τὰ ὁποῖα ἐφόρεσε ὁ Κόδρος εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ. Θάνατος τοῦ Κόδρου εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Μαντεῖον τῶν Δελφῶν εἶναι οἱ προφῆται. Ἀπαλλαγή τῶν Ἀθηναίων ἀπὸ τοὺς Δωριεῖς εἶναι ἀπαλλαγὴ τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τοὺς δαίμονας. Πόσον βαθὺς ἦτο ὁ πόθος τῆς ἀπολυτρώσεως πρὸ Χριστοῦ!
β) Θέμα: Ἠθικόν. Περὶ Ἀγάπης
Ὁ νομικὸς ἐζήτησε ποίους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὄχι μόνον ποίους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ ἀγαπῶμεν, ὄχι μόνον πόσους, ἀλλὰ πόσον νὰ ἀγαπῶμεν. Ἰδοὺ τὸ θέμα μας˙ ποίους καὶ πῶς νὰ ἀγαπῶμεν ἤτοι ἔκτασις καὶ βάθος ἀγάπης.
Α. Ἡ ἔκτασις τῆς ἀγάπης. Ἀφοῦ ὁ Σαμαρείτης ἠγάπησε τὸν ἐχθρόν του πρέπει καὶ ἡ ἰδικὴ μας ἀγάπη νὰ μὴ εἶναι ἀγάπη ἑνός, δύο, πολλῶν, ἀλλὰ πάντων, ἀφοῦ θὰ φθάνῃ μέχρι τῶν ἐχθρῶν μας. Καὶ ὅμως! Πολλοὶ περιορίζουν τὴν ἀγάπην μόνον εἰς τὸν ἑαυτόν τους. Ὑποκείμενον καὶ ἀντικείμενον ἀγάπης εἶναι τὸ ἴδιόν των πρόσωπον. Ἐὰν δὲ ἀγαπήσῃ τις ἄλλους, τοὺς ἀγαπᾷ ἐπειδὴ τὸν ἀγαποῦν, τὸν ἐξυπηρετοῦν, τὸν κολακεύουν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ ἄλλου εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας κατ’ ἀντανάκλασιν. Νὰ περιορίζῃ ὅμως κανεὶς τὴν ἀγάπην μόνον εἰς τὸν ἀφέντην, τὸν ἑαυτόν του, πόσον στενή, στενόκαρδη εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη! Ἀσφυξία, πλῆξις, μόνωσις! Δὲν κηρύττεται καὶ δὲν ἐπαινεῖται βέβαια ἐπισήμως αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀγάπης, ἐφαρμόζεται ὅμως. Ὄχι μόνον ἀρετὴ δὲν εἶναι ἡ τοιαύτη ἀγάπη, ἀλλὰ λέγεται ἐγωϊσμὸς καὶ εἶναι ἁμαρτία!
Ἄλλοι ὅμως, ἡρωϊκώτεροι τῶν πρώτων φαινόμενοι, βγαίνουν ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς ἀγάπης τοῦ ἑνός, τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ ἡ ἀγάπη των περιλαμβάνει δύο διαφόρου φύλου πρόσωπα.
Ἡ ἀγάπη αὐτὴ λέγεται ἔρως. Οἱ τοιοῦτοι ὄχι μόνον ἐφαρμόζουν, ἀλλὰ καὶ κηρύττουν τὴν ἀγάπην αὐτήν. Αὕτη γίνεται ὑποκείμενον μεγάλων συγγραφικῶν, κινηματογραφικῶν, θεατρικῶν ἔργων. Φὶλμ καὶ διαφημήσεις, περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες γέμουν ἀσέμνων συμπλεγμάτων. Ἀλλὰ πόσον καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι στενὴ καὶ ἀσφυκτική! Εἶναι στενή, ὄχι μόνον, διότι δύο πρόσωπα κλείονται εἰς τὸν ἑαυτόν τους καὶ ἀδιαφοροῦν διὰ τοὺς ἄλλους, ὄχι μόνον, διότι στηρίζεται αὕτη εἰς τὴν ἀμοιβαίαν ἀπόλαυσιν καὶ ταύτην σαρκικὴν καὶ ἑπομένως αὕτη στερεῖται τοῦ οὐσιώδους χαρακτῆρος τῆς ἀνιδιοτελείας, ἀλλὰ κυρίως κατὰ ταύτην ἀπολαμβάνεται ἡ ἡδονὴ τῆς ἀμοιβαίας φυσιολογικῆς ἕλξεως, ἀποφεύγεται ὅμως ἡ εὐθύνη τοῦ καρποῦ, ἡ ἐκ τῆς φυσιολογικῆς ταύτης ἑνώσεως προερχομένη. Πόσον ἡδονιστικὸν καὶ ἑπομένως λίαν ἐγωϊστικὸν εἶναι νὰ ἀπολαμβάνῃ τις ἡδονὴν καὶ νὰ ἀποφεύγῃ τὴν ἐκ τῆς ἡδονῆς ταύτης φυσιολογικῶς ἀπορρέουσαν εὐθύνην! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔρως. Πόσον δὲ νευρασθενικὸν εἶναι ἡ οὔτε τελεία ἕνωσις οὔτε τελεία ἀπόστασις, τὸ ὁποῖον λέγεται ἔρως! Μάρτυρες τούτου εἶναι οἱ ἐρωτομανεῖς τοῦ φρενοκομείου, τοῦ νεκροταφείου, τῶν βράχων τῆς Ἀκροπόλεως, τὰ οἰκογενειακὰ δράματα κ.λ.π. Ἡ ζωὴ δι’ αὐτοὺς δὲν τίθεται ὡς πρόβλημα «ἡδονὴ καὶ εὐθύνη» ἀλλὰ παιγνίδι μόνον! Ὄχι! Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγάπη Χριστιανική. Εἶναι στενή, ἐγωϊστική, ἡδονιστική, νευρασθενείας πρόξενος, δειλή! Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἐκλέξῃ ἕν ἀπὸ τὰ δύο ἤ ἡδονὴν καὶ εὐθύνην ἀναπτύξεως οἰκογενειακῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον λέγεται γάμος ἤ οὔτε τὸ ἕν οὔτε τὸ ἕτερον, τὸ ὁποῖον λέγεται παρθενία, ἀγνότης.
Ἄλλοι ὅμως, μὲ ὕφος σοβαρώτερον κηρύττουν τὴν ἀγάπην ὄχι βέβαια ἑνὸς ἤ δύο, ἀλλὰ πολλῶν. Ἀγαποῦν δηλαδὴ τοὺς γονεῖς, συγγενεῖς, συμπατριώτας, ὁμόφρονάς των, τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν πατρίδα, θρησκείαν, γλῶσσαν, τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὸν αὐτὸν σύλλογον κ.λ.π. Εἶναι βέβαια εὐρύτερα ἡ ἀγάπη αὐτὴ τῶν δύο ἄλλων, τὰ ὁποῖα ἀνέφερα ἀνωτέρω, πάντως δὲν εἶναι ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Διότι αὕτη ἀφοῦ κατὰ τὴν παραβολὴν ταύτην περιλαμβάνει καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀφοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην ἡ ἔκτασίς της πρέπει νὰ εἶναι ἄπειρος ὅσον καὶ ὁ Θεός—«ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ»—πρέπει νὰ περικλείῃ ὄχι ἕνα, δύο, πολλούς, ἀλλὰ πάντας. Ἰδοὺ ἡ ἔκτασις, ἡ ὁριζοντία γραμμὴ τῆς ἀγάπης. Ἰδοὺ ποίους καὶ πόσους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν. Ποῖον εἶναι ὅμως τὸ βάθος, ἡ κάθετος γραμμὴ τῆς ἀγάπης; Πῶς καὶ πόσον πρέπει νά ἀγαπῶμεν;
Β. Βάθος τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη κατὰ βάθος εἶναι θυσία.
1) Πνευματικῶν, 2) ὑλικῶν ἀγαθῶν, 3) τῆς ζωῆς μας!
α) Ἐκ τῆς Παραβολῆς. Ὁ Σαμαρείτης εἶχε καὶ αὐτὸς τὰς Ἐθνικάς πεποιθήσεις καὶ προλήψεις, ὅτι «οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Καὶ ὅμως τὴν ὥραν αὐτὴν ἐφάνη ἀνώτερος αὐτῶν θυσιάσας αὐτάς εἰς τὴν ἀγάπην. Δὲν ἠρκέσθη εἰς τὴν θυσίαν τῶν πνευματικῶν, ἐθνικῶν καὶ ἐχθρικῶν του παραδόσεων, ἀλλὰ προέβη καὶ εἰς θυσίαν κόπων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, διότι κατέβη ἀπὸ τὸ κτῆνός του, περιποιεῖται τὸν ἐχθρὸν του προχείρως, τὸν φορτώνει εἰς τὸν ὦμόν του καὶ κατόπιν εἰς τὸ ζῷόν του καὶ πηγαίνουν εἰς τὴν πόλιν μαζὶ ὁ ἐχθρὸς καὶ φίλος, ὁ μὲν Σαμαρείτης πεζῇ, ὁ δὲ Ἰουδαῖος ἐποχούμενος. Ὄχι μόνον κόπος, ἀλλὰ καὶ θυσία χρήματος κατεβλήθη εἰς τὸ πανδοχεῖον. Ἔδωκε ὁ Σαμαρείτης δύο δηνάρια μὲ τὴν ὑπόσχεσιν νὰ συμπληρώσῃ «ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃ» ὁ πανδοχεύς. Ὁ Σαμαρείτης πράττων αὐτὰ ἐγνώριζεν, ὅτι διακινδυνεύει ἐκεῖ τὴν ζωήν του, διότι ὁ τόπος ἦτο λίαν ἐπικίνδυνος. Μάρτυρες τούτου ὁ ἱερεὺς καὶ Λευἶτης, οἱ ὁποῖοι ἰδόντες ἀντιπαρῆλθον καὶ ἡ κατάστασις τοῦ ἡμιθανοῦς Ἰουδαίου. Ὁ Σαμαρείτης ἀψηφᾷ ὅλα αὐτά, εἶναι πρόθυμος νὰ θυσιάσῃ τὴν ζωήν του.
β) Ἐκ τῆς ζωῆς: θυσία πνευματικῶν ἀγαθῶν. Πράγματι πρέπει νὰ θυσιάζεται ἡ γνῶσις καὶ αἱ ἄλλαι πεποιθήσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν ἔχουν δογματικὸν ἤ ἠθικὸν χαρακτῆρα, εἰς τὴν ἀγάπην. Σημασία δὲν ἔχει τό πόσα ξεύρεις, ἀλλὰ τὸ πόσον ἀγαπᾷς. Τοῦτο ἔχων ὑπ’ ὄψιν του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ». Τοῦτο ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾷ τοὺς ἁγίους της διὰ τὸ ποσὸν τῶν γνώσεων, διότι ἐσκέφθησαν ὑψηλά, ἀλλὰ διὰ τὸ ποσὸν τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Σωτῆρα, διότι ἔζησαν ταπεινά. Τοῦτο ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της καὶ ἡ κοινὴ ἀνθρωπίνη ἀντίληψις ἀγαπᾷ τὸν ἀγαθὸν τῇ καρδία ἔστω καὶ ἐὰν στερῆται γνώσεων, μισεῖ δὲ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ γνώσεις, κακὸς ὅμως τῇ καρδίᾳ.
Θυσία ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὄχι μόνον αἰσθηματολογία, ἀλλὰ καὶ πραγματικὴ βοήθεια πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἀνάλογος τῆς εὐπορίας σου καὶ τῆς ἀνάγκης τοῦ πτωχοῦ. Θὰ θυσιάσῃς ἀνάπαυσιν, χρήματα, διὰ νὰ ἐπισκεφθῇς, νὰ ἐνισχύσῃς, διὰ νὰ σπογγίσῃς τὰ δάκρυα καὶ τὸν ἱδρῶτα τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ φυλακισμένου, τοῦ ἀσθενοῦς. Θὰ ὑποβληθῇς εἰς κόπον καὶ ὑλικὴν θυσίαν. Ἡ τελειότατη ἐκδήλωσις τῆς ἐννοίας τῆς θυσίας συνίσταται εἰς τὴν θυσίαν τῶν πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἤτοι τῆς ζωῆς μας. Αὐτὴν πρέπει νὰ θυσιάζωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῶν ἄλλων, ὅταν καλούμεθα νὰ ὁμολογήσωμεν, ὅταν ποιμαίνωμεν κ.λ.π. Ἰδοὺ ἡ ἀγάπη κατ’ ἔκτασιν καὶ ἔντασιν, ὁριζοντίαν καὶ κάθετον γραμμήν.
γ) Αὐτοεξέτασις. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν τόσους καὶ τόσον; Ἀλλοίμονον! Ἡ ἡρωϊκωτέρα δι’ ἡμᾶς ἀγάπη εἶναι νὰ ἀγαπήσωμεν μόνον τοὺς ἀγαπῶντας ἡμᾶς. Ἀλλὰ καὶ τούτους ποσάκις δὲν ἐμισήσαμεν! Μία στοργικὴ παρατήρησις, ἕνας λόγος ὑπὲρ τὸ δέον ψυχρὸς ἤ θερμός, ἕνας χαιρετισμὸς τῶν ἄλλων ἀφελὴς καὶ ὄχι γελαστός, μία ἀφηρημάδα δὲν ἐδημιούργησαν ὄγκους ψυχρότητος, ἀντιπαθείας μεταξὺ ἀδελφῶν καὶ φίλων, τὰς ὁποίας οὔτε ἡ πλάκα τοῦ τάφου δὲν διέλυσε; Ὄχι! Ἂς ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ ἀγαπήσωμεν ὅλους, φίλους καὶ ἐχθρούς. Ἂς γίνωμεν πλατύκαρδοι καὶ ὄχι στενόκαρδοι. Ἂς χωροῦν μέσα μας ὄχι φίλοι, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί. Ἂς μεγαλώσῃ ἡ καρδία μας καὶ ἂς γίνῃ ἄπειρος σἄν τὴν ἀγάπην, ἥτις εἶναι ἴση μὲ τὸν Θεόν. Ἂς πνιγοῦν ἐκεῖ μικροπαρεξηγήσεις, μικροπρέπειες, ἀπροσεξίες, ψυχρότητες καὶ θερμότητες τῶν ἄλλων.
Ὡραῖον παράδειγμα ἀγάπης ἐχθρῶν εἶναι τὸ ἀκόλουθον. Εἰς τὸν Κολοκοτρώνην παρουσιάσθηκε κἄποτε ὁ φονηάς τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐζήτησε ἀπὸ αὐτὸν προσωπικὴν χάριν. Ὁ φονηᾶς ἐφοροῦσε καὶ τὸ ἔνδυμα τοῦ φονευθέντος. Ὁ Κολοκοτρώνης τὸν ἀνεγνώρισε, ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν του, ἐδάκρυσε καὶ εἶπε: Θεέ μου, συγχώρα τὸν φονηὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου. Μετὰ ταῦτα γυρίζει πρὸς τὸν φονηὰ καὶ τοῦ κάμνει τὸ αἴτημά του. Ὁ Κολοκοτρώνης προσθέτει καὶ κἄτι ἄλλο. Τὴν ὥραν ἐκείνην ἐπρόκειτο νὰ φάγῃ. Τὸν καλεῖ εἰς τὸ τραπέζι του. Ἡ μητέρα τοῦ Κολοκοτρώνη λέγει εἰς αὐτόν: Τὸν φονηὰ ἀφίνεις καὶ μπαίνει εἰς τὸ σπίτι μας; Ὁ Κολοκοτρώνης ἀπαντᾷ. Σώπα, μητέρα. Τὸ καλλίτερον μνημόσυνον τοῦ σκοτωμένου εἶναι τὸ φαγητόν, ποὺ δίδομεν εἰς τὸν φονηά. Εἴθε ὁ Πανάγαθος Θεὸς νὰ δώσῃ καὶ εἰς ἡμᾶς τὴν δύναμιν ταύτην.
(1) Δευτερ. 6,5.
7.
Καθαρὰ κίνητρα καὶ σαφὴς σκοπός (Λουκ. ι΄25-37)
Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)
Πρόβλημα μεγάλο ἡ ποιότητα τῶν κινήτρων μέ τά ὁποία πλησιάζουμε οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Κι ὅσο παγώνει ἡ ἀγάπη, κι ὅσο κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, κι ὅσο πορευόμαστε μέ οἰκονομίστικα προτάγματα συμφέροντος, τόσο θεριεύει ἡ καχυποψία, τόσο ἐντείνεται ἡ διάθεση ὑπονόμευσης τοῦ πλησίον, τόσο τείνουμε νά χαιρόμαστε μέ τόν πόνο, τόν καημό, τό πάθημα τοῦ ἄλλου. Κι ἀντί νά πορευόμαστε στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις μέ καλή διάθεση ἁπλότητος καί ἀλληλοσεβασμοῦ, προτάσσουμε τήν ὑποκρισία, τήν ἰδιοτέλεια καί τή σκοπιμότητα, ξεχνώντας τόν πνευματικό νόμο τῆς ταυτοπάθειας.
Ἀκόμη καί σέ ἐποχές κρίσης, ὁπότε ἀπαιτεῖται ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συναντίληψη καί ἡ συγκατάβαση γιά νά ὑπερβαθοῦν οἱ ὅποιες δυσκολίες, μπορεῖ νά παρουσιάζουμε προσωπεῖο τέτοιων διαθέσεων, ὅσο εἶναι ἀναμμένοι οἱ προβολεῖς τῆς δημοσιότητας, μόλις ὅμως αὐτοί σβήσουν, ἐμμένουμε στήν ἐσωστρέφειά μας, τόν φόβο καί τήν ἀπόρριψη τοῦ ὅποιου ἄλλου.
Πνευματικό ξεκαθάρισμα
Ἕνας νεαρός πού παριστάνει τόν ἔξυπνο, ἑρμηνευτής τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου δίνει τήν ἀφορμή γιά τή σημερινή παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, μία ἀπ’ τίς πιό γνωστές του ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νά παρασύρει τόν Χριστό σέ ἀντιφάσεις, θέτει μέ ἐξωτερικό σεβασμό κάποιες ἐρωτήσεις. Ὅταν μέ ἀντερωτήσεις ὁ Χριστός τόν ἀναγκάζει νά ἀπαντήσει μόνος του, ἀποκαλύπτεται ὅτι δέν ρωτοῦσε ἀπό γνήσιο ἐνδιαφέρον, ἀλλά μέ ὑποβολιμαία σκοπιμότητα. Καί πάλι, ἀντί νά σιωπήσει τουλάχιστον, ὁ νομικός ἐπιμένει νά ρωτᾶ πονηρά σέ μία ὕστατη προσπάθεια νά ἐκθέσει τόν Χριστό ἀπό τά λεγόμενά του.
Τήν εὐκαιρία αὐτή, τῆς ἀνθρώπινης κακοπιστίας, ἁρπάζει ὁ Χριστός γιά νά ξεκαθαρίσει τά ὅσα παρακάτω θά θίξουμε. Ξεκινᾶ μ’ ἕναν ταξιδιώτη, ὁ ὁποῖος κατεβαίνοντας ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχῶ ἔπεσε στά χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τόν καταλήστεψαν, τόν κακομεταχειρίστηκαν, τόν γέμισαν πληγές καί τόν παράτησαν μισοπεθαμένο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντας τήν ἀλληγορία τῆς παραβολῆς, ἀναγνωρίζουν στόν καταπληγωμένο καί μισοπεθαμένο ταξιδιώτη τή σύνολη ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία πέφτοντας θύμα τοῦ διαβόλου, κατέβηκε ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, στήν ἀρένα τῆς παρούσης ζωῆς, καταληστεμένη ἀπό τήν πρώτη ὀμορφιά τοῦ καλοῦ λίαν δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, καταπληγωμένη ἀπό τή φθορά καί τόν θάνατο, καί μισοπεθαμένη ἀπό τήν πνευματική κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας.
Καθώς κείτεται ἀνήμπορος ὁ ταξιδιώτης, ἀκούει βήματα καί βλέπει νά πλησιάζουν πρῶτα ἕνας Ἱερέας καί μετά ἕνας Λευίτης, πνευματικοί ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι ὅμως, συμπεριφέρονται ἀκριβῶς τό ἴδιο. Πλησιάζουν, βλέπουν καί ἀπομακρύνονται χωρίς νά βοηθοῦν. Γιά τούς ἀκροατές τῆς παραβολῆς, ἡ συμπεριφορά τοῦ νομικοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη ἦταν ἡ ἀναμενόμενη. Οἱ μωσαικές διατάξεις ἀπαγόρευαν στόν καθένα γενικά, ἰδίως ὅμως σέ ὑπηρέτη τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα, ν’ ἀκουμπήσουν πτῶμα καθώς μετά θεωροῦνταν «ἀκάθαρτοι», ἐνῶ ἔπρεπε καί νά τελέσουν θυσία ἐξιλασμοῦ γιά νά «καθαρισθοῦν». Μέ πόση ἄνεση ἡ τυπολατρία καί ἡ ἐκνομίκευση ὅταν κυριαρχοῦν, μέ πρόφαση νά προφυλάξουν, ἀναιροῦν τόν Θεόσδοτο νόμο τῆς ἀγάπης, καί νομιμοποιοῦν τή σκληρότητα. Κι ἐδῶ οἱ Πατέρες ἑρμηνεύοντας βλέπουν στό πρόσωπο τοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη, τό Νόμο καί τούς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δέν στάθηκαν ἱκανοί νά σώσουν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τόν πνευματικό θάνατο καί τήν ἀπώλεια.
Ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
Καί ἔρχεται ὁ Σαμαρείτης… Ἀπό αὐτόν ὁ πληγωμένος ταξιδιώτης μοιάζει νά μήν περιμένει τίποτε. Εἶναι ἀλλόφυλος, ἀλλόθρησκος, ἐχθρός… Κι ὅμως, αὐτός σταματᾶ στόν ἐπικίνδυνο τόπο, φροντίζει τόν πληγωμένο καί τόν περιμαζεύει. Οἱ Πατέρες πάλι, στό πρόσωπο τοῦ Σαμαρείτη βλέπουν τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί τοῦτο διότι, ἄν καί τόν περίμενε, ἡ ἀνθρωπότητα δέν μπόρεσε νά τόν ἀναγνωρίσει ὡς τόν Σωτήρα της. Τόν περίμενε μέ κοσμικά μεγαλεῖα, μέ πολιτικές ἀνατροπές, μέ «οἰκονομικά θαύματα» καί ἦλθε ἁπλός, χωρίς διεκδικήσεις ἤ ἐγκοσμιοκρατικό προσανατολισμό.
Τί κάνει ὁ Σωτήρας μας; Ἐπιχέει στό καταπληγωμένο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας «ἔλαιον καί οἶνον». Στήν περίδεση τῶν τραυμάτων οἱ Πατέρες ψηλαφοῦν τήν ἀναίρεση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων μέ τό σωστικό ἔργο καί τή λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί στό «ἔλαιον καί τόν οἶνον» βλέπουν τά ἱερά Μυστήρια καί τό θεῖο Κήρυγμα, ὡς τά δύο θεοπαράδοτα μέσα πού θεραπεύουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀποκαθιστοῦν πνευματικά ὑγιῆ.
Ὁ Χριστός μας μεταφέρει τόν ἀσθενῆ στό πανδοχεῖο, τήν Ἐκκλησία του, ὅπου μέ ἀσφάλεια καί ἄνεση μπορεῖ νά γίνει ἡ ἀποθεραπεία. Τόν ἐπιμελεῖται ὅλη νύκτα, σύμβολό του ὅτι ὁ Χριστός μας δέν φείδεται κόπων καί θυσιῶν χάριν τοῦ ἀνθρώπου, προβαίνοντας μάλιστα στήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου. Καί φεύγοντας ἀπό τό πανδοχεῖο, ἀποσυρόμενος ἀπό τό ἱστορικό προσκήνιο, παραγγέλλει στόν πανδοχέα, στούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους, νά ἐπιμεληθοῦν τόν ἄρρωστο, νά καταβάλουν κάθε δυνατή φροντίδα γιά τήν πνευματική ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐκκλησία. Παραδίδει καί δύο δηνάρια, στά ὁποῖα οἱ Πατέρες ἀναγνωρίζουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἁγία Γραφή, πού ἔχουν παραδοθεῖ στήν Ἐκκλησία ὡς ἀπλανεῖς καθοδηγοί στήν πνευματική τελείωση καί ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου. Προειδοποιεῖ ὅτι θά ἐπανέλθει γιά νά ἐλέγξει καί νά ἀποδώσει τήν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν».
Τί ξεκαθαρίζει ὁ Χριστός μέ τήν παραβολή αὐτή; Ξεκαθαρίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἦλθε στή γῆ καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά σώζεται ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἀναγνωρίζει τήν ἀρρωστημένη πνευματική του κατάσταση καί ἀποζητᾶ τή θεραπεία. Δέν διεκδικεῖται οὔτε πολιτική ἀνάμειξη, οὔτε μερίδιο πλούτου, οὔτε κομμάτι ἐξουσίας, γιατί ὅλα αὐτά εἶναι πολύ μικρά καί ἀσήμαντα. Σήμερα ὁ Χριστός δηλώνει σαφῶς καί μέ κατηγορηματικό τρόπο πώς τό ἔργο του ἔγινε καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά διασφαλίζουν τή σωτηρία καί τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τό πιό σπουδαῖο καί αἰώνιο κατόρθωμα. Ἄς μήν ἑρμηνεύουμε τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μέ ὅρους κοινωνικοῦ καί προνοιακού ἔργου. Ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας δέν περιορίζεται στούς ἐμπερίστατους καί φτωχούς. Ἡ φιλανθρωπία ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀνόρθωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, μέ τή θεραπεία τῶν ἀρρωστημένων πιστευμάτων του, μέ τήν πνευματική ἴαση καί ἀποκατάστασή του ὡς τέκνου Θεοῦ. Γι’ αὐτό μᾶς ἀφορᾶ, καθώς ἀπευθύνεται σέ ὅλους.
8.
ΗΤΙΣ ΚΑΤΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΔΙ’ ΗΜΩΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΝ ΤΩ ΘΕΩ
Μία από τις λέξεις που δύσκολα βγαίνουν από το στόμα μας στην εποχή μας είναι το «ευχαριστώ». Οι άνθρωποι έχουμε μάθει στο τι δικαιούμαστε. Θεωρούμε αυτονόητο ότι οι άλλοι πρέπει να μας παρέχουν αυτό που θέλουμε. Τα παιδιά δυσκολεύονται να εκτιμήσουν την αγάπη των γονιών τους. Οι γονείς δεν θυμούνται ότι το να πούνε ένα «ευχαριστώ» στα παιδιά τους για το ότι υπάρχουν, τους αγκαλιάζουν, τους εμπιστεύονται, τους δίνουν χαρές βοηθά κι εκείνα να μάθουν ότι τα πάντα στην ζωή ξεκινούν από το να αναγνωρίζουμε την αγάπη, για να την ζήσουμε. Αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο το «ευχαριστώ» απουσιάζει. Έτοιμοι να αντιπαρατεθούμε, να γκρινιάξουμε, να διαμαρτυρηθούμε, να απορρίψουμε οι άνθρωποι δεν θέλουμε να δούμε ότι και το να κάνει κάποιος την δουλειά του δεν συνεπάγεται την άρνηση να τον ευχαριστήσουμε, να τον ενθαρρύνουμε, να δείξουμε την ευγένεια της ψυχής μας, να τον κάνουμε να αισθανθεί ότι ο όποιος κόπος του, τα όποια χαρίσματά του μιλούν στα πρόσωπα και τις καρδιές. Σημείο –κλειδί η παιδεία. Σχέσεις αδιαφορίας και αντιπαλότητας ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές και φοιτητές, ένα αίσθημα ότι όλα είναι μία υποχρέωση.
Ανάλογη είναι και η στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού. Συχνά πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να μας παράσχει την ζωή και κάθε αγαθό που του ζητούμε. Σαν κακομαθημένα παιδιά που τα θέλουμε όλα δικά μας είμαστε έτοιμοι να γκρινιάξουμε, να παραπονεθούμε, να αρνηθούμε ακόμη και την ύπαρξή Του, όταν βλέπουμε ότι το θέλημά Του δεν έρχεται να συμφωνήσει με το δικό μας. Αλλά και όταν αυτό γίνεται, για λίγο είναι η ευχαριστία μας. Διότι πάλι θα βρεθεί ένα καινούργιο αίτημα και ο φαύλος κύκλος της αμφισβήτησης θα ξεκινήσει.
«Εν παντί πλουτιζόμενοι εις πάσαν απλότητα, ήτις κατεργάζεται δι’ ημών ευχαριστίαν τω Θεώ» (Β’ Κορ. 9, 11). «Αυτοί που θα πάρουν από μας την δική μας εισφορά θα ευχαριστούν τον Θεό». Ο αποστολικός λόγος είναι σπουδαίο μήνυμα για την ζωή μας. Ο Παύλος, απευθυνόμενος στους Κορινθίους, αναφέρει ότι ο Θεός μας παρέχει κάθε αγαθό που μας είναι αληθινά χρήσιμο, ώστε να το μοιραζόμαστε με τους άλλους ανθρώπους, για να μπορούν να ευχαριστούν τον Θεό. Ο απόστολος μας επισημαίνει ότι το «ευχαριστώ» δεν είναι μόνο για μας, αλλά και για όλους τους ανθρώπους. Ότι όταν ευχαριστούμε τον Θεό, όταν ζούμε με ήθος ευχαριστίας, τότε γινόμαστε παράδειγμα στους άλλους ανθρώπους. Ότι ως χριστιανοί δεν έχουμε ευθύνη μόνο για τον εαυτό μας να τηρούμε τις εντολές του Θεού, αλλά έχουμε ευθύνη να δείχνουμε στους άλλους το ήθος που πηγάζει εκ της πίστεως, για να μπορούν κι εκείνοι να δοξολογούν τον Θεό με βάση την δική μας στάση ζωής.
Αλλά η ευχαριστία δεν είναι μόνο για τα καλά. Είναι ήθος που συναντά στην ζωή και τις δοκιμασίες. Τα προβλήματα. Τις ήττες. Τους σταυρούς και τις λύπες. Διότι τότε είναι που έχει και μεγαλύτερη αξία, καθώς συναντά την μη εκπλήρωση του θελήματός μας. Τότε καλούμαστε να δούμε ότι ο Θεός βλέπει στον χρόνο συνολικά και γνωρίζει τι μας συμφέρει αληθινά. Ακόμη κι αν αυτή η οδός περνά μέσα από τον πόνο και τον θάνατο, είναι οδός σωτηρίας. Λέγοντας «ευχαριστώ» στον Θεό, δοξάζοντάς Τον «πάντων ένεκεν» κατανοούμε και εκφράζουμε την εμπιστοσύνη μας σ’ Αυτόν, την βίωση της υιότητας έναντι του Πατρός μας του εν ουρανοίς, ο Οποίος μας λυτρώνει. Μας κάνει να υπερβαίνουμε το πνεύμα του συμφέροντος και της συναλλαγής, το οποίο μας μετατρέπει σε ωφελιμιστές, σε κριτές των πάντων, σε αρνητές της αγάπης, η οποία είναι ανοιχτή σε όλους και σε όλα και όχι περιορισμένα σε όσους μας συμφέρουν, σε ό,τι μας είναι χρήσιμο. Το «ευχαριστώ» στον Θεό γεμίζει με έναν αλλιώτικο θησαυρό την καρδιά μας και την ομορφαίνει αυθεντικά. Είναι ο θησαυρός της ελπίδας και της χαράς ότι δεν είμαστε μόνοι.
Η ευχαριστία, τέλος, βάζει τον άνθρωπο στην πραγματική του θέση. Είμαστε ευγνωμονούσες υπάρξεις έναντι Εκείνου ο Οποίος ανά πάσα στιγμή γιατρεύει τις πληγές μας με το λάδι της ευσπλαχνίας Του και τον οίνο της απαθείας, η οποία καυτηριάζει το εγωκεντρικό φρόνημα, την απαίτηση, το δικαίωμα, τα οποία μας τραυματίζουν και νεκρώνουν την καρδιά μας. Ταυτόχρονα, αισθανόμενοι την σμικρότητά μας, δεν κινδυνεύουμε από την υπερηφάνεια, από την έξοδο από το αληθινό μας μέτρο, από την πτώση που θα μας συντρίψει. Αυτό το ήθος μπορεί να μεταφερθεί σε όλη μας την ζωή, κάνοντάς μας ανθρώπους που μπορούν να συνυπάρξουν εν ταπεινώσει με τον κόσμο. Ανθρώπους που αλλάζουν τον κόσμο, χωρίς να τον περιφρονούν. Αληθινούς και την ίδια στιγμή αποφασισμένους να μη συμβιβαστούν με το θράσος των καιρών.
Ένα «ευχαριστώ» αλλάζει τις σχέσεις μας, αλλάζει την καθημερινότητά μας, μάς κάνει να αισθανόμαστε υπεύθυνους για την αγάπη που λείπει, αλλά και γι’ αυτήν που μπορούμε να προσφέρουμε. Μέσα από την παράδοση της πίστης μας ας αντιληφθούμε ότι η Εκκλησία σε κάθε θεία λειτουργία, αλλά και σε κάθε πτυχή της ζωής μας αντιτάσσει στην απαίτηση και το δικαίωμα την ταπεινή αναγνώριση ότι χωρίς την σχέση με τον Χριστό τίποτα δεν δικαιούμαστε και τίποτε δεν μπορούμε να πράξουμε. Το « ευχαριστώ» νικά την πτώση του ανθρώπου, την απαίτησή του να είναι θεός χωρίς τον Θεό. Το «ευχαριστώ» νικά το αίσθημα ότι όλοι μας οφείλουν και μας κάνει ανθρώπους αγάπης, μιμητές του ελέους του Θεού, ανθρώπους προσευχόμενους και εμπιστευόμενους τον Θεό και για τον εαυτό μας και για τον πλησίον μας και για τον κόσμο μας. Το δόσιμο και η προσφορά στους άλλους είναι έμπρακτη φανέρωση του «ευχαριστώ». Η συγχώρεση επίσης. Η εν υπομονή ταπείνωση. Η κοινωνία με τον δύσκολο πλησίον. Η αναγνώριση του κόπου όλων. Ένα ήθος τελικά μεταμορφωτικό, που μόνο αυτό μπορεί να μας κάνει να γνωρίζουμε γιατί ζούμε!
Κέρκυρα, 12 Νοεμβρίου 2017
9.
Κυριακή Η’ Λουκά [Λουκ. Ι΄ 25-37]:
Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας
ΤΟ “ΕΡΩΤΗΜΑ”: “Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την
αιώνια ζωή;”, ρώτησε ένας νομοδιδάσκαλος τον Κύριο θέλοντας να Τον παγιδεύσει.
Κι Εκείνος τον παρέπεμψε στις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε ο
νομοδιδάσκαλος ανέφερε τις δύο βασικότερες εντολές, την αγάπη προς το Θεό και
την αγάπη προς τον πλησίον. Θέλοντας όμως να δικαιολογηθεί, επειδή έθεσε ένα
ερώτημα στο οποίο του ήταν γνωστή η απάντηση, έθεσε και δεύτερο: “Ποιον πρέπει
να θεωρώ πλησίον μου;” Αυτό το ερώτημα στάθηκε η αφορμή να διηγηθεί ο Κύριος
την υπέροχη παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ: “Κάποιος άνθρωπος”, είπε, “κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην
Ιεριχώ και έπεσε σε ενέδρα ληστών, οι οποίοι τον λήστεψαν, τον έγδυσαν, τον
καταπλήγωσαν και τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Κάποια στιγμή ένας ιερέας που
κατέβαινε στο δρόμο εκείνο, ενώ τον είδε από μακριά, πέρασε από το απέναντι μέρος
χωρίς να προσφέρει βοήθεια. Παρομοίως, και κάποιος Λευίτης, υπηρέτης του ναού,
έφθασε στο μέρος εκείνο. Αυτός φάνηκε ακόμη πιο άσπλαχνος. Ήλθε κοντά, είδε την
άθλια κατάσταση του πληγωμένου κι έφυγε”.
“ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ”: Ο ιερέας έφυγε από ενστικτώδη φιλαυτία, ενώ ο
Λευίτης έπειτα από υπολογισμό. Και οι δυο τους όμως, είχαν αξίωμα και έργο ιερό,
οπότε θα έπρεπε, περισσότερο από κάθε άλλον, να είναι συμπονετικοί, να δείξουν
αγάπη στον ετοιμοθάνατο διαβάτη. Αυτοί, λόγω της θέσης τους, δίδασκαν τους
άλλους το καθήκον της αγάπης στον πλησίον! Κι όμως, αθέτησαν το καθήκον αυτό.
Είναι θλιβερό, εκείνοι που πρέπει να δίνουν το παράδειγμα της αγάπης, να γίνονται
παραδείγματα σκληρότητος, άνθρωποι του Θεού να δυσφημούν τόσο πολύ το Θεό.
Κάτι τέτοιο διαχρονικά επαναλαμβάνεται συχνά από «ανθρώπους του Θεού», και
από εμάς τους ίδιους. Λεγόμαστε άνθρωποι της Εκκλησίας, κι αποδεικνυόμαστε
εμπράκτως άσπλαχνοι, σκληροί, επιλήσμονες του ανθρωπίνου πόνου. Ο Κύριός
ξεκαθαρίζει ότι χωρίς αγάπη στο συνάνθρωπο, Βασιλεία ουρανών δεν πρόκειται να
κληρονομήσουμε. Η αγάπη προς τον πλησίον είναι σφραγίδα της γνησιότητάς μας
και βασική προϋπόθεση σωτηρίας.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΩΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ: Κάποια στιγμή, για να επανέλθουμε στην
παραβολή, ένας Σαμαρείτης, που διάβαινε από το δρόμο εκείνο, είδε τον πληγωμένο
άνθρωπο, πλησίασε κοντά του και τον σπλαχνίστηκε. Δεν φοβήθηκε μην πάθει τα
ίδια, έσκυψε φιλάνθρωπα, έπλυνε τα τραύματά του, τα άλειψε με λάδι και κρασί, τα
έδεσε με επιδέσμους. Κι αφού με κόπο τον ανέβασε στο ζώο του, τον μετέφερε σε
κάποιο πανδοχείο και τον περιποιήθηκε ολονυχτίς. Την επομένη, έδωσε χρήματα
στον ξενοδόχο λέγοντάς του: “Περιποιήσου τον. Και ό,τι άλλο ξοδέψεις θα σου το
εξοφλήσω επιστρέφοντας στην πατρίδα μου. Λοιπόν”, ρώτησε ο Κύριος το
νομοδιδάσκαλο, “ποιος από τους τρεις επιτέλεσε το καθήκον του προς τον πλησίον;”
Κι εκείνος απάντησε: “Αυτός που τον συμπόνεσε και τον ελέησε”. Ο Κύριος τότε
του είπε: “Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο”. Αυτή την προτροπή δίνει και σε μας ο
Κύριος. Η προτροπή Του δεν αφήνει υποψία εφησυχασμού του ανθρώπου, αδράνειας
ή τύρβης μέσα στα δικά του πάθη. Ο εφησυχασμός και η αδράνεια φανερώνουν
καταστάσεις που αλλοιώνουν τη φυσιολογία του ανθρώπου, την κατ’ εικόνα Θεού
δηλαδή δημιουργία του. Ο άνθρωπος είναι ενέργεια, πορεία προς τα εμπρός,
δημιουργία. Αν υπάρχουν τόσοι συνάνθρωποί μας που ταλαιπωρούνται από
ψυχολογικά κυρίως προβλήματα, είναι γιατί έπεσαν σε στασιμότητα λόγω της
ανακύκλωσης των ίδιων πάντοτε παθών τους, κυρίως των λογισμών τους.
Λειτουργούν μ’ έναν τρόπο «αυτιστικό», περιφερόμενοι αδιάκοπα γύρω από το
κέντρο του “εγώ” τους. Ο Κύριος καλεί όλους σε πορεία προς τα εμπρός, δείχνοντας
αγάπη σε κάθε πάσχοντα, χωρίς να εξετάζουμε αν είναι οικείος, ξένος, εχθρός, χωρίς
να υπολογίζουμε θυσίες, κόπους, δαπάνες. Αυτό μας το δίδαξε ο Κύριος κυρίως με τη
ζωή Του. Ο Ίδιος έγινε ο καλός Σαμαρείτης για μας. Αγάπησε τους ανθρώπους “άχρι
θανάτου”. Η αγάπη Του κορυφώθηκε στο Σταυρό, γεγονός που τονίζεται και από την
Εικόνα 1: Ο ΚΥΡΙΟΣ ΩΣ ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ
αλληγορική ερμηνεία της παραβολής, σύμφωνα με την οποία ο Σαμαρείτης είναι ο
ίδιος ο Χριστός. Δυστυχώς όμως στην εποχή μας, ενώ όλοι μιλούμε για αγάπη,
πραγματική αγάπη δεν έχουμε. Κι αυτό φαίνεται στις σχέσεις μας με τους οικείους.
Αλλά αν δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε τους δικούς μας, πόσο μάλλον τους
ξένους; Πλησίον μας είναι συχνά και ο συνάνθρωπος που μας μισεί, μας συκοφαντεί,
μας αδικεί, μας ζημιώνει. Εμείς, γι’ αυτούς που μας μισούν, δε νοιαζόμαστε καθόλου,
ίσως μάλιστα να μνησικακούμε εναντίον τους! Συμβαίνει κάποτε να μένουμε στην
ίδια πολυκατοικία ή να εργαζόμαστε στην ίδια εργασία και όμως να είμαστε ξένοι
και άγνωστοι μεταξύ μας. Έτσι, υποφέρουμε γιατί η καρδιά μας είναι στεγνή από
αγάπη, γιατί μας κυβερνά ο ατομισμός και η φιλαυτία. Αγάπη σημαίνει θυσία, να
δίνουμε κι όχι να απαιτούμε να γίνουν οι άλλοι καλοί για να τους αγαπήσουμε.
Αγάπη σημαίνει “πλάτυνση καρδίας”, για να χωράει όλους, ακόμη κι αυτούς που μας
στενοχωρούν. Να τους προσφέρουμε αγάπη απαθώς και με διάκριση, χωρίς να
αισθανθούν ότι κάνουμε προσπάθεια να τους αγαπήσουμε. Να ακούμε με πόνο τον
πόνο τους, να τους ανακουφίζουμε στο πρόβλημά τους. Να διαισθανόμαστε
κούρασή, δυσκολίες, επιθυμίες τους. Να τους προσφέρουμε αγάπη, άλλοτε μ’ ένα
στοργικό λόγο, άλλοτε με τη σιωπή μας, άλλοτε με τη διακονία μας κι άλλοτε με
θυσίες που κοστίζουν ίσως. Έτσι θα γίνουμε καλοί Σαμαρείτες. Άρα τό “ομοίως” του
Κυρίου αφορά στον τρόπο ζωής του Σαμαρείτη, που επαινείται και θεωρείται ότι
βρήκε την οδό της αιώνιας ζωής. Και το γνώρισμα της οδού αυτής είναι η αγάπη
προς τον συνάνθρωπο, που παραμερίζει κάθε διαφορά που τον χωρίζει από τον άλλο.
Η αγάπη συνιστά μονόδρομο: έξω από την αγάπη ο άνθρωπος χάνεται σε δρόμους
αλλότριους του Θεού. Έτσι, για να βρω τον Θεό: «την αιώνιον ζωήν», πρέπει να βρω
τον συνάνθρωπό μου: να ποιώ «έλεος μετ’ αυτού».
ΑΓΑΠΗ: Η αγάπη πρέπει να “επιτίθεται” σε όλους τους συνανθρώπους. Ο
πλησίον, δεν είναι ο άνθρωπος που ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, κατά τον
καταδικασμένο τύπο του Ιουδαϊσμού, που θεωρούσε πλησίον μόνον τους Ιουδαίους
και απέρριπτε την έννοια του πλησίον για τους “απερίτμητους”. Πλησίον, κατά το
πρότυπο του Σαμαρείτη, είναι ο κάθε συνάνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας
ή τάξης, διότι ο ίδιος ο άνθρωπος που αγαπά, γίνεται πλησίον του άλλου. Απόδειξη
τούτου είναι το γεγονός ότι ο Κύριος αντιστρέφει το ερώτημα του νομοδιδασκάλου
από την παθητική διατύπωσή του: «τις εστί μου πλησίον;», θέττοντάς το με
ενεργητική διάθεση: «γεγονέναι πλησίον». Εγώ να γίνομαι πλησίον του άλλου! Η
αγάπη προς τον συνάνθρωπο έχει το γνώρισμα της θυσίας. Στην ανάγκη του άλλου,
το θείο θέλημα απαιτεί προσωπική στάση, απώλεια χρόνου, άνεσης και των δικών
μας αναγκαίων μέσων, προσφορά, διαρκή έγνοια. Ό,τι δηλαδή επέδειξε ο
Σαμαρείτης. Πρόκειται για την αληθινή αγάπη, για την οποία μίλησε σαφώς ο
Κύριος: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην
ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού»! Όμως, αν κάποιος
μέινει στο θεωρητικό επίπεδο, στα λόγια δηλαδή, ακόμη και με πραγματικά καλή
διάθεση, δεν αγγίζει την αγάπη που δικαιώνει. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε,
εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του
εν ουρανοίς». Η αγάπη έχει διπλή διάσταση: προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο.
Και ο Ίδιος έτσι τοποθέτησε τα πράγματα: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς
τηρήσατε», είπε. Αγαπάμε τον Χριστό, λοιπόν, εάν αγαπάμε και τους άλλους, όπως
και αγαπάμε τους άλλους, εάν αγαπάμε τον Χριστό. Μονομερής αγάπη, επιλογή της
μιας από την άλλη, σημαίνει διαστροφή και των δύο. Είναι τόσο καίριας σημασίας
τούτο, ώστε ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος σημειώνει: «όποιος ισχυρίζεται ότι αγαπά
τον Θεό και μισεί τον συνάνθρωπό του, είναι ψεύτης». Όπως και το αντίστροφο:
«αγαπάμε τον συνάνθρωπο, όταν αγαπάμε τον Θεό και τηρούμε τις εντολές Του», και
όχι απλώς η αγάπη μας να είναι ο συνηθισμένος κοσμικός ανθρωπισμός, συχνά
φαμφαρόνικα επιδεικτικός!
ΞΕΒΟΛΕΜΑ: Η μίμηση του Σαμαρείτη απαιτεί γενναιότητα ψυχής και απόφαση
υπακοής μέχρι θανάτου. Όμως, κοινη είναι η διαπίστωση για τους “πιστούς” της
τρίτης μ.Χ. Χιλιετίας. Εφαρμογή ενός εύκολου και βολεμένου χριστιανισμού, που
έχει πρότυπο τον τρόπο ζωής του ιερέα και του λευίτη της Παραβολής, όχι του
Σαμαρείτη. Ο Κύριος δεν θέλει κάτι από τη ζωή μας. Θέλει ολόκληρη τη ζωή μας.
Μας έδωσε και μας δίνει τη δική Του, κυρίως μέσω της Θείας Ευχαριστίας, μερίζεται
από αγάπη για εμάς, και ζητεί αντίστοιχο τρόπο ζωής. Πόσοι άραγε αντέχουμε να
είμαστε αληθινοί χριστιανοί; Πόσοι, έστω, βλέποντας τη μικρότητά μας,
στρεφόμαστε μέσα μας και κλαίμε με δάκρυα αυτογνωσίας για την κατάντια μας;
Πώς ανελεήμονες όντες προς τον πλησίον, ζητάμε θείο έλεος; Το μεγαλύτερο έργο
που έχουμε να κάμουμε στη ζωή αυτή, δεν είναι η απόκτηση πλούτου, δόξας ή
κοσμικών αγαθών. Η αγάπη είναι στοιχείο αναγνώρισης κάθε πιστού χριστιανού από
τους άλλους ανθρώπους. Αυτή η αγάπη προς τον πλησίον, είναι και το βασικό
κριτήριο σωτηρίας και αιωνίου ευτυχίας μας. Αν θέλουμε να δούμε το πρόσωπον του
Θεού, πρέπει να αγαπήσουμε το συνάνθρωπό μας με αγάπη Χριστού γνήσια και
ουσιαστική. Γιατί, όπως μας λεει ο απόστολος Παύλος: “η αγάπη είναι η τέλεια
εκπλήρωση των εντολών του Θεού” (Ρωμ.ιγ΄10).
www.scribd.com/oikonomoukon