Στα πλαίσια της αποδόμησης της ελληνικής εθνικής συνείδησης, οι εθνομηδενιστές ιστορικοί έχουν αποδυθεί σε ένα γενικευμένο εγχείρημα αποσύνδεσης της σχέσης του νεώτερου ελληνισμού, και μάλιστα του ελληνικού κράτους, με τις παλαιότερες περιόδους της ιστορίας μας.

 

Έτσι, η θεωρία τουΦαλμεράυερ, στη σύγχρονη –κατά Χομπσμπάουμ εκδοχή–, για την απουσία οποιαδήποτε σχέσης ανάμεσα στον ελληνισμό του 19ου αιώνα με το Βυζάντιο και την αρχαιότητα, έχει επανέλθει ως η σύγχρονη ακαδημαϊκή κατεστημένη ιστορία ενός θνήσκοντος(;) ελληνικού κράτους. Σε αυτό πλαίσιο, έχει ιδιαίτερα κακοποιηθεί η ελληνική ιστορία των χρόνων που προηγούνται άμεσα της Επανάστασης του ’21, όπως είχε φανεί και με το βιβλίο της κ. Ρεπούση. Διότι, σε εκείνη την ιστορική περίοδο, μπορεί να καταδειχτεί η οποιαδήποτε συνέχεια ή ασυνέχεια.

 

Στη μεταπολιτευτική περίοδο, και ιδιαίτερα μετά το 1990, θα γίνει το αποφασιστικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, θα συγκροτηθεί μια μαρξίζουσα ιστοριογραφική σχολή, η οποία θα καταλάβει τις κυριότερες θέσεις των Πανεπιστημίων, των πολιτιστικών ιδρυμάτων και του «προοδευτικού» Τύπου, δηλαδή την ιδεολογική και πνευματική εξουσία, και θα εγκαταλείψει σταδιακώς κάθε αναφορά στην κυρίαρχη έως τότε εθνικο-απελευθερωτική συνιστώσα. Στο εξής, μία και μόνη ιδεολογική αντίθεση θα χαρακτηρίζει τον προεπαναστατικό ελληνισμό, η διχοτομία ανάμεσα στον «διαφωτισμό» και την «Εκκλησία»˙ διχοτομία η οποία, στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο, αναγνωρίζει πλέον την αστική τάξη, και μάλιστα τα ανώτερα στρώματά της, ως τον βασικό, αν όχι και αποκλειστικό, φορέα του «φωτισμού» και της επανάστασης.

 

Έτσι, οι αναλύσεις μαρξιστών όπως του Ζέβγου, του Σβορώνου, του Μοσκώφ, του Μάξιμου, του Ψυρούκη, ακόμα και του Κορδάτου, για τον μεταπρατικό χαρακτήρα της μεγαλο-αστικής τάξης της υπόδουλης Ελλάδας, σταδιακώς, βυθίζονται στη λήθη. Πράγματι, η συμμαχία των Οθωμανών με την αποικιοκρατική Δύση, που διείσδυε εμπορικά στην Ανατολή, και η γενικευμένη ανασφάλεια του οθωμανικού κράτους, υποχρέωσε την ελληνική μεγαλοαστική τάξη να στραφεί περισσότερο προς το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης και να δημιουργήσει μια εξαρτημένη σχέση με το δυτικό κεφάλαιο, ενώ μόνον τα μεσαία και κατώτερα στρώματα των βιοτεχνών, των καραβοκυραίων, των εμπόρων, θα συγκροτούν μια οιονεί «εθνική» αστική τάξη. Όλες αυτές οι επισημάνσεις, σταδιακώς αποσιωπούνται και προβάλλεται μόνον ο διαφωτιστικός και παιδευτικός ρόλος των Φαναριωτών, των μεγαλεμπόρων και των τραπεζιτών – σίγουρα υπαρκτός, αλλά σφραγισμένος από τη μεταπρατική υφή αυτών των τάξεων.

 

Μέσα από αλλεπάλληλες ιδεολογικές και κοινωνικές μετατοπίσεις, περάσαμε, από τον παλαιό μαρξιστικόυπερτονισμό των κοινωνικών αντιθέσεων στο εσωτερικό του υπόδουλου ελληνισμού, στην ανοικτή υποστήριξη των ελίτ ως φορέων της προόδου και στην περιφρόνηση των λαϊκών στρωμάτων ως σκοταδιστικών, υποβαθμίζοντας ακόμα και την ίδια τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του ’21.

 

 

Η απόρριψη της συνέχειας του ελληνισμού

 

Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις, αυτή η «νέα ιστοριογραφία» καθίσταται κυριολεκτικά σκανδαλώδης και οδηγεί σε εξωφρενικά συμπεράσματα. Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι εκείνη τουΒασίλη Κρεμμυδά, που επιχειρεί μια αναθεώρηση όχι μόνο της ιστοριογραφίας του ’21 αλλά και της ίδιας της Επανάστασης και, μάλιστα, σε Έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, για την Ιστορία του Σπυρίδωνος Τρικούπη, της οποίας ανέλαβε να συγγράψει τον εισαγωγικό τόμο[1], και της οποίας τον πρόλογο υπογράφει η κ. Ψαρούδα-Μπενάκη, ως η τότε πρόεδρος της Βουλής.

Σε αυτή τη «ανάλυση», η οικονομική απογείωση του ελληνικού χώρου αποδίδεται αποκλειστικά στην επίδραση της Δυτικής Ευρώπης, χωρίς ούτε μία στιγμή να συνυπολογίζονται οι στρεβλώσεις που προκάλεσε η αποικιοκρατική διείσδυση του δυτικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό, εξ άλλου, εκθειάζονται η Αγγλία και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως οι σωτήρες της επανάστασης. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η «εμπορική αστική τάξη, είχε [ ] τον ίδιο χαρακτήρα με τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις»[2]! Όσο για την Επανάσταση του ’21, ήταν μια αστική –και όχι παλλαϊκή εθνική– επανάσταση, η οποία πραγματοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, που μάστιζε το εμπόριο και τη ναυτιλία, μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Δεδομένου ότι η αστική τάξη δεν μπορούσε να βρει απάντηση στα οικονομικά της προβλήματα, στράφηκε προς την «εθνική επανάσταση», εξ αιτίας της αδυναμίας του οθωμανικού κράτους να «ενσωματώσει στις λογικές» του τις «αυτονομήσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων των υποδούλων»:

 

Για τον ελληνισμό των αρχών του 19ου αιώνα, υπόδουλο και παροικιακό, το ερώτημα για την απελευθέρωση των κοινωνικών δυνάμεων δεν μπορούσε παρά να υποκατασταθεί από το αίτημα για εθνικό κράτος˙ οι αυτονομήσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων των υποδούλων, λόγω της αδυναμίας του Οθωμανικού κράτους να τις ενσωματώσει στις λογικές του, δεν είχαν μεγάλα περιθώρια επιτυχίας, κυρίως όταν, κατά τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, οι οικονομικές δραστηριότητες βυθίστηκαν σε βαθειά κρίση[3].

Έτσι μία −πραγματική− συνιστώσα της επανάστασης του ’21, η οικονομική κρίση, και μία −όντως σημαντική− κοινωνική τάξη, μεταβάλλονται στην αποκλειστική αιτία και κινητήρα της επανάστασης, μέσα από έναν αφόρητο και προκατακλυσμιαίο οικονομισμό. Μάλιστα, σε ολόκληρο το κείμενο, δεν γίνεται καμία διαφοροποίηση ανάμεσα στο πιο μεταπρατικό τμήμα της μεγαλοαστικής τάξης και την «εθνική αστική τάξη» των εσναφλήδων, των μικρεμπόρων και των βιοτεχνών, που όντως έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας.

 

Και για να μη μείνει καμία αμφιβολία ως προς το προκρούστειο σχήμα του συγγραφέα, απορρίπτεται οποιαδήποτε συνέχεια της επανάστασης του ’21 με τις προηγούμενες εξεγέρσεις και επαναστατικές απόπειρες των Ελλήνων, ακόμα και με τον Ρήγα Φεραίο! Σημειώνει ο αναθεωρητής «αναλυτής»:

 

Εντούτοις, όσα υποστήριζε η παλιά ιστοριογραφία, ότι δηλαδή οι εξεγέρσεις, οι κινήσεις τα σχέδια κ.λπ. ήταν προοίμια της μεγάλης Επανάστασης που ερχόταν, δεν είναι κοντά στα πράγματα. [ ] Τότε που η κύρια αντίθεση κατακτητή και κατακτημένου ήταν η πίστη, δεν είχαν εμφανιστεί οι οικονομικές και κοινωνικές ανατροπές των τελευταίων 50 χρόνων και η εθνική συνείδηση ήταν ανύπαρκτη ή στα σπάργανα. Μέχρι το μήνυμα της Γαλλικής επανάστασης να απορροφηθεί ως συνείδηση απελευθέρωσης, ο μόνος τρόπος για απαλλαγή από τον αλλόθρησκο κατακτητή ήταν η βοήθεια του ομόθρησκου καθολικού Ευρωπαίου ή, ακόμη καλύτερα, του ομόδοξου Ρώσου[4].

Όσο λοιπόν η «κύρια αντίθεση» παρέμενε η πίστη, οι Έλληνες δεν διέθεταν καμία «εθνική συνείδηση» αλλά ανέμεναν τη γαλλική Επανάσταση για να την αποκτήσουν!

 

Ορθοδοξία και εθνική συνείδηση

 

Και όμως, γνωρίζουμε από πολύ παλιά, από τον Παπαρρηγόπουλο έως τον Βακαλόπουλο και τον Σβορώνο, πως, μετά, τουλάχιστον, το 1204, το ελληνικό έθνος παλεύει για την επιβίωση και την επιβεβαίωσή του˙ συνεπώς, υποχωρεί η οικουμενική συνείδηση, που το χαρακτηρίζει από την εποχή της ελληνιστικής έως τη μεσοβυζαντινή περίοδο, και, πλέον, η οικουμενική ορθόδοξη συνείδηση συνδυάζεται με την ανοικτή διεκδίκηση της ελληνικότητας, είτε αυτή αποκαλείται ρωμιοσύνη, είτε ελληνικότητα, είτε «γραικοσύνη»[5]. Στο εξής, η ορθόδοξη πίστη αποκτά για τους Έλληνες ανοικτά εθνική διάσταση. Όσοι Έλληνες εξισλαμίζονταν, χάνονταν οριστικά για τον ελληνισμό, ακόμα −τις περισσότερες φορές− και όσοι λατινοφρονούσαν. Και γι’ αυτό, στο ’21, ο σταυρός της ελληνικής σημαίας θα αποτελεί ταυτόχρονα εθνικόκαι όχι απλώς θρησκευτικό σύμβολο των Ελλήνων. Σε όλα δε τα επαναστατικά συντάγματα, από εκείνο της Επιδαύρου, και μετά:

 

το κατ’ εξοχήν νομικό και πολιτικό κριτήριο για τον ορισμό του Έλληνα πολίτη δεν συγκροτείται από την ελληνική γλώσσα [ ] ούτε από την εθνοτική προέλευση. Αποφασιστικό κριτήριο για την πρόσκτηση της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη στα επαναστατικά Συντάγματα [ ] καθίσταται η «χριστιανική πίστη»[6].

Δεν έχουν σχέση λοιπόν –για τον συγγραφέα και, εμμέσως, για τη Βουλή των Ελλήνων– με το ελληνικό έθνος τα εκατομμύρια των θυμάτων του ελληνισμού, από τους εξισλαμισμούς, τους νεομάρτυρες, τους κλέφτες, από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο έως τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο και τον Λάμπρο Κατσώνη, ακόμα και τον Ρήγα Φεραίο˙ δεν συναρτώνται με την εθνική συνείδηση ούτε παρουσίαζαν καμία συνέχεια με το ’21! Το ελληνικό έθνος είναι αποκλειστικό δημιούργημα της αστικής τάξης, και μάλιστα της ύστερης, εκείνης που δημιούργησε η ευρωπαϊκή οικονομική επέκταση, καθώς και της γαλλικής Επανάστασης, δηλαδή αποτελεί, ούτως ή άλλως, εισαγόμενο είδος.

 

Ο συγγραφέας καταλήγει σε μια τέτοια αντίληψη −εμφανώς ηροστράτεια και εθνομηδενιστική− μέσα από μία αναπόφευκτη διαλεκτική αλληλουχία, στον βαθμό που αντιπαραθέτει την ελληνική εθνική συνείδηση με την Ορθοδοξία, με την οποία για αιώνες ταυτίζεται. Ιδού πως περιγράφει τον ρόλο της Εκκλησίας στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας:

 

Η νομιμοποίηση του κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας ήταν αποκλειστικά συναρτημένη με τις συνθήκες της κατάκτησης˙ αλλά, ως τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα, η Εκκλησία παρέμενε κοινωνικά αδρανής, γιατί η εξουσία της δεν αντλούνταν από την κοινωνία αλλά από το σουλτάνο και το Θεό[7].

Τέτοια ιστορική διαστρέβλωση όντως απαιτεί «προσπάθεια» − και μάλιστα σε βιβλίο που εξέδωσε η Βουλή των Ελλήνων. Η Εκκλησία παραμένει «κοινωνικά αδρανής», η δε νομιμοποίησή της δεν σχετίζεται καν με την οργάνωση του γένους των Ελλήνων, με την ίδια τη επιβίωσή του απέναντι στους εξισλαμισμούς, με την εκπαίδευσή του, με τη διαμόρφωση του κοινοτικού του ήθους. Όχι, συνεχίζει ο Κρεμμυδάς, «άλλωστε, οι υπόδουλοι −όχι μόνο οι Έλληνες− ήταν πιστοί απευθείας στον Θεό, χωρίς τη μεσολάβηση της Εκκλησίας»[8]. Τέτοια ανακρίβεια για τη σχέση Ελλήνων-Ορθοδοξίας, και, γενικότερα, για τη σχέση του ανθρώπου με τη θρησκεία και τον Θεό, απαιτεί όντως προσπάθεια για να διατυπωθεί γραπτώς. Η σχέση με τον Θεό, από τότε που διαμορφώνονται οι πολιτισμένες ανθρώπινες κοινωνίες, διαμεσολαβείται, θα λέγαμε συγκροτείται, από τις οργανωμένες θρησκείες και δεν είναι ποτέ αποκλειστικά ατομική − ακόμα και στην πιο ατομοκεντρική εκδοχή της, τον προτεσταντισμό, όπου όντως αναβαθμίζεται η ατομική σχέση. Μόνον ο ντεϊσμός και η «théologie naturelle», την οποία υιοθετεί ο Βολταίρος, δοκιμάζουν να μεταβάλουν τη θρησκεία σε μια απολύτως ατομική σχέση με το θείο, χωρίς όμως να το επιτύχουν, έστω και στο ελάχιστο. Ακόμα και η γαλλική Επανάσταση θα οργανώσει γιορτές για την εφήμερη λατρεία του Υπερτάτου Όντος.

 

Πόσο μάλλον στην Ορθοδοξία, και μάλιστα σε συνθήκες δουλείας, όπου η οργάνωση του θρησκευτικού γεγονότος ρυθμίζει ολόκληρη τη ζωή, ακόμα και την παραγωγή − η σπορά, ο θερισμός, ακόμα και τα ταξίδια των μαστοροσυντεχνιών συναρτώνται με θρησκευτικά γεγονότα και εορτές. Και το ίδιο συμβαίνει και με τα μεγάλα «πολιτικά» γεγονότα: από τις εκλογές των συντεχνιών, που πραγματοποιούνται την ημέρα της εορτής του προστάτη Αγίου της συντεχνίας, μέχρι την έναρξη της Επανάστασης του ’21, που θα συνδυαστεί με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Στην πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, την 1η Ιανουαρίου του 1822, διαβάζουμε:

 

Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες[ ].

Στη δεύτερη Συνέλευση του Άστρους, όπου ψηφίζεται το πλήρες Σύνταγμα, στο Β΄ κεφάλαιο, επαναλαμβάνεται επί λέξει ή ίδια διατύπωση· το αυτό θα συμβεί και στο τελικό επαναστατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας, του Μαΐου του 1827, στο άρθρο 6:

 

  1. Έλληνες είναι

α. Όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής Επικράτειας πιστεύουσιν εις Χριστόν.

β. Όσοι από τους υπό τον Οθωμανικόν ζυγόν πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν [ ][9]:

Εδώ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σαφή: Έλληνες αναγνωρίζονται, από τα φιλελεύθερα δημοκρατικά Συντάγματα της Επανάστασης, οι αυτόχθονες και «ετερόχθονες» Χριστιανοί της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, δήθεν ιστορικοί έχουν το θράσος να διαστρεβλώνουν κατάφωρα την ιστορική αλήθεια για τη συνέχεια του ελληνισμού μέσω και δια της ορθόδοξης ταυτότητας.

 

[Ο ίδιος ο Κρεμμυδάς δε, σε πλήρη αντίφαση με την απόλυτη «αδράνεια» και την έλλειψη οποιουδήποτε κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας, είχε χαρακτηρίσει όλες τις προηγούμενες εξεγέρσεις των Ελλήνων ως εμπνεόμενες από την πίστη.] Και συνεχίζει:

 

Κοινωνικό ρόλο άρχισε να παίζει η Εκκλησία, το Πατριαρχείο, όταν αντιλήφθηκε ότι οι νέες ιδέες φθάνουν στον Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην «επικράτειά» του, δηλαδή. Ο σχηματισμός και η ισχυροποίηση της ελληνικής αστικής τάξης, η υιοθέτηση από ένα τμήμα της και του αντικληρικανικού[10] (sic, Γ.Κ.) κηρύγματος του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης [ ] ταρακούνησαν το κατεστημένο σχήμα σχέσεων. [ ] Τότε ακριβώς το Πατριαρχείο ανέλαβε κοινωνικό ρόλο και τάχθηκε με το μέρος της αντεπανάστασης. [ ] Εντέλει, όταν ήρθε η ώρα να συμβάλει στην επιτυχία της Επανάστασης του δικού της έθνους, πήρε το μέρος του σουλτάνου…[11]

Όσο για τον σουλτάνο, εξαπέλυσε διώξεις κατά της Εκκλησίας, με εκατόμβες θυμάτων, και πρώτον τον Πατριάρχη, από «λανθασμένη εκτίμηση» και εσφαλμένη κοσμοθεωρητική οπτική!

 

Γιατί ο σουλτάνος δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι για τον ελληνισμό [ ] η διαφορά στην πίστη είχε πάψει προ πολλού να συνιστά την κύρια αντίθεση με τον κατακτητή. [ ] Σ’ αυτές τις λογικές και τις αντίστοιχες συμπεριφορές του σουλτάνου είναι εύκολο να ανακαλύψουμε το λόγο που τον έκανε να οδηγήσει στην αγχόνη τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (Πάσχα 1822), έναν ιδεολογικό σύμμαχο του στην πραγματικότητα[12].

Η απόρριψη της συνέχειας και το «σύνδρομο της Μελούνας»

 

Αυτή όμως η λυσσαλέα επίθεση κατά της Ορθοδοξίας δεν αποτελεί μία απλή ιδεοληψία του συγγραφέα˙ είναι απαραίτητη ώστε να μπορεί να κατασκευαστεί το σχήμα μιας ελληνικής εθνικής συνείδησης που αρχίζει να διαμορφώνεται μόλις με την, μετά το 1770, αναπτυσσόμενη αστική τάξη, και μετά τη γαλλική Επανάσταση. Διότι, εάν όντως η ελληνική εθνική συνείδηση συγκροτείται σε αντιπαράθεση με την Ορθοδοξία, και όχι σε ταύτιση ή συνάφεια μαζί της, τότε καθίσταται θεμιτή και η μετατροπή των ελάχιστων αντικληρικαλικών ή αντικληρικών κειμένων σε ορόσημα για τη «δημιουργία» εθνικής συνείδησης. Όπερ έδει δείξαι: Ούτε συνέχεια του ελληνισμού υπάρχει, ούτε σχέση με το Βυζάντιο και την αρχαιότητα˙ υπάρχει απλώς μια αντανακλαστική, παράγωγη της Δύσης, αστική ανάπτυξη, και μια εξ ίσου αντανακλαστική Επανάσταση, ως παρακολούθημα της γαλλικής.

 

Εάν, αντίθετα, η συνέχεια και η συνάφεια της νεότερης εθνικής συνείδησης με την Ορθοδοξία και το Βυζάντιο είναι πραγματική, όπως βεβαιώνει μέχρι σήμερα η ιστορική πραγματικότητα και η ιστοριογραφία του ελληνισμού, τότε είναι υπαρκτή και η γενικότερη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού και δεν αποτελεί απλό παρακολούθημα της Δύσης. Όπως τόσο έξοχα και περιεκτικά είχε απαντήσει στο ερώτημα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης,:

 

Ἡἐ­πα­νά­στα­σις ἡἐ­δι­κή μας δὲν ὁ­μοιά­ζει μὲ καμ­μιὰν ἀ­π’ ὅ­σαις γί­νον­ται τὴν σή­με­ρον εἰς τὴν Εὐ­ρώ­πην. Τῆς Εὐ­ρώ­πης αἱἐ­πα­να­στά­σεις ἐ­ναν­τί­ον τῶν δι­οι­κή­σε­ων των εἶ­ναι ἐμ­φύ­λιος πό­λε­μος. Ὁἐ­δι­κός μας πό­λε­μος ἦ­το ὁ πλέ­ον δί­και­ος, ἦ­τον ἔ­θνος μὲἄλ­λο ἔ­θνος. [ ] Μι­ὰν φο­ρὰν, ὅ­ταν ἐ­πή­ρα­μεν τὸ Ναύ­πλιον, ἦλ­θεν ὁἈ­μιλ­τοννὰ μὲἰ­δῇ· μοῦ εἶ­πε ὅ­τι: πρέ­πει οἱἝλ­λη­νες νὰ ζη­τή­σουν συμ­βι­βα­σμόν, καὶἡἈγ­γλί­α νὰ με­σι­τεύ­σῃ· ἐ­γὼ τοῦἀ­πε­κρί­θη­κα, ὅ­τι αὐ­τὸ δὲν γί­νε­ται πο­τέ, ἐ­λευ­θε­ρί­α ἢ θά­να­τος· ἐ­μεῖς, κα­πι­τὰν Ἄ­μιλ­τον, πο­τὲ συμ­βι­βα­σμὸ δὲνἐ­κά­μα­με μὲ τοὺς Τούρ­κους· ἄλ­λους ἔ­κο­ψε, ἄλ­λους ἐσκλά­βω­σε μὲ τὸ σπα­θὶ καὶἄλ­λοι, κα­θὼς ἐμεῖς, ἐ­ζού­σα­μεν ἐ­λεύ­θε­ροι ἀ­πὸ γεν­νε­ὰ εἰς γεν­νε­ά· ὁ Βα­σι­λεύς μας ἐ­σκο­τώ­θη, καμ­μί­α συν­θή­κη δὲν ἔ­κα­με, ἡ φρου­ρὰ του εἶ­χε παν­το­τι­νὸν πό­λε­μον μὲ τοὺς Τούρ­κους καὶ δύο φρού­ρια ἦ­τον πάν­το­τε ἀ­νυ­πό­τα­κτα· –μὲ εἶ­πε, ποία εἶ­ναι ἡ βα­σι­λι­κὴ φρου­ρά του, ποῖα εἶ­ναι τὰ φρού­ρια;– ἡ φρου­ρὰ τοῦ Βα­σι­λέ­ως μας εἶ­ναι οἱ λε­γό­με­νοι Κλέ­φται, τὰ φρού­ρια ἡ Μά­νη καὶ τὸ Σοῦ­λι καὶ τὰ βου­να· ἔτζι δὲν μὲὡμί­λη­σε πλέ­ον[13].

Ο Κολοκοτρώνης όχι απλώς θεωρεί την Επανάσταση του ’21 συνέχεια των προγενέστερων αγώνων του ελληνισμού, αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ως τον δολοφονημένο βασιλέα του και να βλέπει τους σκλαβωμένους Έλληνες σε διαρκή και ανειρήνευτο πόλεμο με τους Τούρκους, παρότι ο κ. Κρεμμυδάς φαίνεται να γνωρίζει καλύτερα το πρόβλημα – ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην Αγγλία.

 

Το διακύβευμα, λοιπόν, είναι εξόχως σημαντικό, γι’ αυτό αξίζει ακόμα και μία τόσο άτεχνη και χονδροειδή −ο καθείς και οι δυνατότητές του− απόπειρα αναθεώρησης.

 

Όμως, «επικίνδυνος» είναι και ο Ρήγας Φεραίος, και όχι μόνο διότι εξέδωσε τους «Χρησμούς του Αγαθάγγελου», έκδοση με την οποία δεν ασχολείται, ή ίσως αγνοεί, ο συγγραφέας, αλλά διότι παραπέμπει σε μια αντίληψη του ελληνισμού που τη συνδέει με τη βυζαντινή και οικουμενική του παράδοση:

 

Εντούτοις, τα πολιτικά σχέδια του Ρήγα δεν εξυπηρετούσαν τις προϋποθέσεις του έθνους-κράτους˙ το Σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία μιας Βαλκανικής αυτοκρατορίας στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής. [ ] Το Σχέδιο του Ρήγα δεν συμβάδιζε με το έμμεσο, πάντα, κήρυγμα του Διαφωτισμού για έγερση των εθνικισμών. [ ] Αυτός είναι προφανώς ο λόγος που η Επανάσταση δεν χρειάστηκε το πολιτικό σχέδιο του Ρήγα˙ ήταν μια εθνική επανάσταση, με διακηρυγμένο το σκοπό της να δημιουργήσει εθνικό κράτος, όχι πολυεθνική αυτοκρατορία[14].

Πρόκειται για κατάφωρο βιασμό της ιστορικής αλήθειας, διότι η Επανάσταση του ’21 θα θελήσει να είναι καιπαμβαλκανική, σε πλήρη συνέχεια με το όραμα του Ρήγα, εξ ου και η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, και τα σχέδια για ταυτόχρονη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Μόνο η αποτυχία της επανάστασης σε αυτό το ευρύτερο πεδίο θα την υποχρεώσει στον γεωγραφικό περιορισμό της στη Νότια Ελλάδα. Για την ελληνική συνείδηση του ’21, η επανάσταση στόχευε −με νέους όρους− στην ανασύσταση του ύστερου βυζαντινού κράτους, που, στο βάθος αυτής της συνείδησης, συνιστά τη βάση όλων των επαναστατικών αποπειρών. Για τη μυθική εκδοχή αυτής της παράδοσης, αυτή η ανασύσταση θα πάρει τη μορφή της Ανάστασης του μαρμαρωμένου βασιλιά, ή της έλευσης του «ξανθού γένους»˙ σε μια νεωτερική, σύγχρονη, εκδοχή, –του Ρήγα, και της Φιλικής– θα λάβει τη μορφή ενός σύγχρονου ρωμαίικου κράτους με περισσότερες εθνότητες και λαούς, αλλά με σύμβολο τον σταυρό και γλώσσα την ελληνική˙ τέλος δε, στους περισσοτέρους Έλληνες, θα εμφανίζεται με τη μορφή ενός κράματος και των δύο αυτών εκδοχών, της παραδοσιακής και της νεωτερικής, γι’ αυτό ο Ρήγας, παράλληλα με το Σύνταγμά του, θα εκδώσει και τους «Χρησμούς του Αγαθάγγελου».

 

Ο προκρούστειος μικροελλαδισμός του Κρεμμυδά θα επιμένει, σε όλη την έκταση του πονήματός του, να συρρικνώνει τα όρια της επαναστατικής απόπειρας στη δημιουργία του μικροσκοπικού κράτους της Προστασίας. Γι’ αυτό και θα μας καλεί επανειλημμένα να εγκαταλείψουμε τον «λαϊκισμό» της παλιάς ιστοριογραφίας και να αναγνωρίσουμε ιδιαίτερα τον «θετικό ρόλο» της Αγγλίας και του Μαυροκορδάτου στην εθνική απελευθέρωση των Ελλήνων, δηλαδή τον περιορισμό της επανάστασης σε ένα μικρό τμήμα εκείνου που σχεδίαζε η Φιλική Εταιρεία.

 

Μια τέτοια κατάληξη της επανάστασης υπήρξε προφανώς και συνέπεια της ίδιας της οικονομικής και κοινωνικής δομής της υπόδουλης κοινωνίας και η ευθύνη θα πρέπει να προσγραφεί κατ’ εξοχήν στις ίδιες τις ελληνικές ελίτ, που, εξ αιτίας του μεταπρατικού τους χαρακτήρα, δεν είχαν τη δυνατότητα να ξεσηκώσουν όλους τους βαλκανικούς λαούς, ή «να καταλάβουν» την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποσιωπάται ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων –και της Αγγλίας κατ’ εξοχήν– σε αυτόν περιορισμό της Επανάστασης, ούτε ακόμα περισσότερο να προσγράφεται στις θετικές εξελίξεις το γεγονός ότι η ελληνική Επανάσταση και το νεοσύστατο κράτος θα παραδοθεί στα χέρια της Αγγλίας και των μεγάλων δυνάμεων˙ διότι αυτή η παράδοση θα καθορίσει στη συνέχεια τον εσαεί εξαρτημένο χαρακτήρα του ελλαδικού κράτους. Στη χειρότερη περίπτωση, και από τον πιο «ρεαλιστή» ιστορικό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια αναγκαία, αλλά πάντως αρνητική, εξέλιξη.

 

Όταν, μάλιστα, είναι πασίγνωστο, πως η αγγλική επέμβαση θα πραγματοποιηθεί ακριβώς για να αποφευχθεί μια πιθανή κατάρρευση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο σύνολό της, ίσως και μετά από παρέμβαση της Ρωσίας. Οι Άγγλοι δεν μας «χάρισαν» τίποτε, η ελληνική απελευθέρωση είχε δρομολογηθεί, και το ερώτημα ήταν έως που θα έφτανε και υπέρ ποίου θα λειτουργούσε εν τέλει. Όλα αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για τον αγγλόφιλο ιστορικό:

 

Μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το καλοκαίρι του 1825 συγκεκριμένα, συνέβη κάτι επίσης σημαντικό: η Επανάσταση επισήμως ανέθεσε την «μοναδικήν υπεράσπισιν» της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, και της πολιτικής υπόστασης του έθνους στην Αγγλία. Την αίτηση προς την αγγλική κυβέρνηση είχαμε χαρακτηρίσει παλαιότερα ως «ψήφισμα της υποτέλειας»˙ είναι ώρα να την αναθεωρήσουμε. Γιατί επρόκειτο για πράξη που ωφέλησε τον αγώνα…[15]

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε ad nauseam, διότι το συγκεκριμένο κείμενο ξεπερνάει ίσως κάθε προηγούμενο, εξ αιτίας της ανοικτής, ανενδοίαστης και αστήρικτης υποστήριξης αναληθειών που, όμως, κινδυνεύουν να γίνουν επίσημη ιδεολογία του ελληνικού κράτους. Και επί πλέον, το σημαντικότερο, αποτελεί έκδοση της ίδιας της Βουλής των Ελλήνων, που θα έπρεπε να πάρει τα αναγκαία μέτρα για να αποσυρθείαυτό το ιστορικά απαράδεκτο ανοσιούργημα.

 

Κλείνοντας, αξίζει να υπογραμμίσουμε πως, από το πόνημα αυτό, εκτός από τις αρές κατά της Εκκλησίας και τους ύμνους στην αστική τάξη, απουσιάζουν παντελώς ορισμένες τάξεις και στρώματα. Έτσι, ούτε καν αναφέρονται, έστω ως συνιστώσες της επανάστασης, οι… λαϊκές τάξεις, οι αγρότες, ο «χοντρός λαός» των αστικών κέντρων, οι βιοτέχνες, οι γυναίκες, οι μαχητές της επανάστασης. Το πόνημα της Βουλής των Ελλήνων ασχολείται αποκλειστικά με τις «ηγέτιδες» τάξεις − ίσως ως αντανάκλαση της ολιγαρχικής μετεξέλιξης της σύγχρονης δημοκρατίας και ως έκφραση της κατάντιας της πάλαι ποτέ αριστερής διανόησης. Από τον Ρήγα και τον Καραϊσκάκη, από τον Αντώνη Οικονόμου και τον Λυκούργο Λογοθέτη, θα μετατοπιστεί στον Μαυροκορδάτο και τους Εγγλέζους «συμμάχους».

 

Τι καλύτερη δικαιολογία, και ταυτόχρονα προοίμιο για την ξενοδουλεία των ελληνικών ελίτ και την ταύτισή τους με τη Δύση, ως παρασιτική απόφυσή της, από μια «Επανάσταση» η οποία είναι και αυτή δημιούργημα της Δύσης;! Αυτό απαιτούν οι σύγχρονες ανάγκες του ελληνικού κρατικού παρασίτου και αυτό προσφέρουν οι κάλαμοι που βρίσκονται στην υπηρεσία του.

 

Πηγή: Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης – Δίκτυο Ελλήνων Συντηρητικών

 

* Το κείμενο αποτελεί μέρος ευρύτερης εργασίας-βιβλίου του συγγραφέα. Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό «Μανιφέστο», στο τεύχος 17 του Απριλίου 2009.

 

www.dimokratianews.gr/content/37566/i-katasykofantisi-tis-epanastasis-toy-21