1.
Χριστιανοί χωρίς κρατούμενα

 

 

«Ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν»

Ἡ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν ἦταν τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἀνάστατη. Τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Θεάνθρωπος φανερώνοντας τὴ θεϊκή Του δύναμη: Ἐλευθέρωσε ἕνα δαιμονισμένο ἀπὸ τὰ δαιμόνια ποὺ τὸν εἶχαν κυριεύσει, καὶ συγχρόνως ἔδωσε στὰ πνεύματα αὐτὰ τὴν ἄδεια νὰ εἰσέλθουν σ᾿ ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων ποὺ ἔβοσκε ἐκεῖ κοντά. Οἱ χοῖροι ὑπὸ τὴ δαιμονικὴ ἐπήρεια ὅρμησαν στὸν γκρεμὸ καὶ πνίγηκαν στὴ λίμνη.

 

Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε αὐτὴ τὴν καταστροφή, διότι ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἀπαγόρευε στοὺς Ἰσραηλίτες νὰ τρῶνε χοιρινὸ κρέας – καὶ ἑπομένως ἡ ἐκτροφὴ χοίρων ἦταν παράνομη. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἀντίδραση τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς ἀπέναντι στὰ ὅσα συνέβησαν: Παρακάλεσαν ὅλοι τους μὲ μιὰ γνώμη τὸν Κύριο νὰ φύγει ἀπὸ τὴ χώρα τους. Αἴτημα παρανοϊκό. Ἂς δοῦμε ὅμως τί σημαίνει αὐτὸ τὸ αἴτημα καὶ πῶς ἀφορᾶ στὸν καθένα μας.

  1. Αἴτημα ποὺ δείχνει ἀμετανοησία

Γιατί οἱ κάτοικοι τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τὸν Κύριο νὰ φύγει ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορά τους; Ἐπειδὴ φοβήθηκαν – τὸ ἀναφέρει σαφῶς τὸ ἱερὸ κείμενο: «ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο»· κυριεύθηκαν ἀπὸ μεγάλο φόβο. Ἀλλὰ δὲν τρόμαξαν ἁπλῶς ἀπὸ ἕνα παράδοξο θαυμαστὸ γεγονός, ἀπὸ τὸ ὅτι ἐξοντώθηκε ὁλοσχερῶς ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων σὲ ἐλάχιστο χρόνο, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὴ χώρα τους.

Εἶδαν τὸν περιβόητο ἐκεῖνο δαιμονισμένο, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῆς περιοχῆς, νὰ κάθεται «ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν» στὰ πόδια τοῦ Κυρίου. Ἄκουσαν ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες μάρτυρες «πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς». Κατάλαβαν δηλαδὴ ὅτι ὁ παράδοξος αὐτὸς ἐπισκέπτης, ὁ Κύριος, ἦταν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ διαχειριζόταν θεϊκὴ δύναμη. Κατάλαβαν ὅτι ἡ ἐξόντωση τοῦ κοπαδιοῦ τους ἦταν δίκαιη τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ θεληματικὴ παρανομία τους.

Ἀναγνώρισαν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δὲν τὴν ἀποδέχθηκαν. Ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος στὸν τόπο τους νὰ τοὺς καλέσει σὲ μετάνοια καὶ σωτηρία, ἀλλὰ ἐκεῖνοι προτίμησαν τοὺς χοίρους τους, τὸ δικό τους θέλημα, ὄχι τὸ θέλημα καὶ τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Κυριεύθηκαν ὄχι ἀ­πὸ τὸν εὐλαβὴ φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁ­δηγεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἀλλαγὴ ζωῆς· κυριεύθηκαν ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ ἀμετανόητου ἐνόχου ποὺ δὲν θέλει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν ἁμαρτία του. Τὸ αἴτημά τους λοιπὸν πρὸς τὸν Κύριο δείχνει τὴν πεισματικὴ ἀμετανοησία τους.

  1. Ὁλοκληρωτικὰ παραδομένοι στὸν Κύριο

Τὸ τραγικὸ παράδειγμα τῶν κατοίκων τῶν Γαδαρηνῶν δὲν ἀφορᾶ μόνο σὲ ὅσους συνειδητὰ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφορᾶ καὶ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς πιστούς. Μὲ ποιὰ ἔννοια;

Εἶναι ἐνδεχόμενο κάποιος πιστός, ἂν καὶ ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἴσως ἔχει καὶ κάποιες ἐπιδόσεις στὴν πνευματι­κὴ ζωή, ὅμως συνειδητὰ νὰ μὴ συμμορ­φώνεται τελείως μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· νὰ ὑπάρχουν μέσα του κάποιες περιοχές, ἢ ἔστω μία, σὰν τὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, ὅπου θέλει νὰ βόσκει ἀνενόχλητος τοὺς χοίρους του, νὰ κάνει τὸ δικό του θέλημα.

Πιὸ συγκεκριμένα, εἶναι πρόθυμος νὰ κάνει νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, νὰ διακονεῖ στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν θέλει π.χ. νὰ συγχωρήσει τὸν ἀδελφό του ποὺ τὸν ἀδίκησε στὴ δια­νομὴ τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς, δὲν ἀποφασίζει νὰ φροντίσει τὸ ἀδύνατο σημεῖο του καὶ νὰ πολεμήσει ἀποφασιστικὰ τὸ πάθος ποὺ κυρίως τὸν πολεμᾶ, τὸν θυμό, τὴν κατάκριση, τὴ λαιμαργία ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς τὸν ἐλέγχει καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὴν ἁμαρτία του, εἴτε διὰ τοῦ Πνευματικοῦ εἴτε διὰ θλίψεων ἢ δι᾿ ἄλλου τρόπου, ἀντιδρᾶ, ταράζεται, ἀρνεῖται.

Ἀλίμονο στὸν πιστὸ ποὺ γνώρισε τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν παραδόθηκε στὸ Χριστὸ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, χωρὶς κρατούμενα! Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει μέρος στὴ Βασιλεία Του;

***

Τελικὰ οἱ κάτοικοι τῶν Γαδαρηνῶν καὶ ὄχι ὁ δαιμονισμένος ἔπασχαν ἀπὸ τὴν πιὸ ἐπικίνδυνη δαιμονικὴ ἐπήρεια, διότι αὐτοὶ ἁμάρταναν μὲ τὴ θέλησή τους, ἐνῶ ὁ δαιμονισμένος ἦταν ἁπλῶς θύμα τῶν δαιμόνων. Ἂς φοβηθοῦμε λοιπὸν τὸν ἑαυτό μας, μήπως ἔχουμε κρατούμενα ἀπέναντι στὸν Κύριό μας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἂς θαυμάσουμε τὴν ἀκατανίκητη δύναμη τοῦ Κυρίου ἀπέναντι στοὺς δαίμονες καὶ κυρίως τὴν ἄφατη ἀγάπη καὶ ἀνεξικακία Του, ὁ Ὁποῖος σεβάστηκε μὲν τὸ αἴτημα τῶν κατοίκων ἐκείνης τῆς περιοχῆς, ἀλλὰ καὶ δὲν παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία Του νὰ τοὺς σώσει: Ἄφησε στὰ μέρη τους κήρυκα τῶν θαυμασίων Του τὸν πρώην δαιμονισμένο.

Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριός μας εἶναι ἕτοιμος, ἂν τὸ θέλουμε καὶ τὸ προσπαθοῦμε, νὰ ἐκμηδενίσει καὶ στὴ δική μας ζωὴ τὰ ἐμπόδια ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὥστε νὰ ἐνωθοῦμε μαζί Του καὶ νὰ Τὸν δοξάζουμε στοὺς αἰῶνες.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

2.

[Ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών]

 

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Η σημερινή ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στο θαύμα του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών, αποκαλύπτει μια τραγική πτυχή στη ζωή του ανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα μεταφέρει το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα στη ζωή του. Η τραγικότητα εστιάζεται στο θέμα της κυριαρχίας του Σατανά, η οποία αποτυπώνει μια ακαταστασία στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου που έχει να κάνει με τον εγκλωβισμό του στα δεσμά της δουλείας και του θανάτου.

 

Από την άλλη αποκαλύπτεται ο Χριστός ως μεγάλη μας ελπίδα, γιατί είναι εκείνος που μάς ελευθερώνει από τα έργα και τις δυνάμεις του σατανά και αποκαθιστά την ύπαρξή μας στο αληθινό της μεγαλείο. Η Εκκλησία δεν σταματά να διακηρύσσει διά στόματος του αποστόλου Παύλου ότι ο Κύριος ήλθε στον κόσμο «ίνα καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ΄ έστι τον διάβολον». Ο Χριστός είναι τελικά ο μεγάλος ελευθερωτής.

Ο ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΣ: Μόλις έφτασε ο Κύριος στη χώρα των Γαδαρηνών, Τον συνάντησε κάποιος άνθρωπος που είχε κυριευθεί από πολλά δαιμόνια επί πολλά χρόνια και είχε αποθηριωθεί. Δεν φορούσε ρούχα, δεν έμενε σε σπίτι, τριγυρνούσε στα μνήματα. Και επειδή τα δαιμόνια τον έφερναν σε κατάσταση αγριότητας, τον έδεναν οι άνθρωποι από φόβο με αλυσίδες. Αλλά αυτός τις έσπαζε και εξαγριωμένος σερνόταν βίαια από τους δαίμονες στις ερημιές.

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: Αυτό το «αγρίμι» λοιπόν που τρομοκρατούσε τον κόσμο, τώρα τρομοκρατήθηκε καθώς αντίκρισε τον Κύριο, κι από το φόβο του έβγαλε δυνατή κραυγή. Και πέφτοντας στα πόδια του Χριστού, φώναξε δυνατά: “Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις και με κλείσεις από τώρα στα σκοτάδια του Άδη”.

“Ποιο είναι το όνομά σου;” τον ρώτησε ο Κύριος. Κι εκείνος απάντησε “Λεγεών”, δηλαδή ταξιαρχία. Διότι είχε μέσα του πολλά δαιμόνια. Τότε τα δαιμόνια αυτά άρχισαν να παρακαλούν και πάλι τον Κύριο να μην τους στείλει στα ερέβη του Άδη, αλλά καθώς υπήρχε εκεί κοντά στο βουνό ένα κοπάδι από γουρούνια που έβοσκαν, Τον παρακαλούσαν να τους επιτρέψει να μπουν στα ζώα αυτά. Ο Κύριος τους το επέτρεψε. Ακολούθησε ένα φρικτό θέαμα: μόλις τα δαιμόνια μπήκαν στους χοίρους, το κοπάδι όρμησε μανιασμένα προς το γκρεμό και τα ζώα έπεσαν κάτω στη λίμνη και πνίγηκαν.

Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ: Μέσα από το θαύμα μπορούμε να δούμε σε ποια κατάσταση οδηγεί ο διάβολος κάθε άνθρωπο που κυριεύει. Τα ακάθαρτα πνεύματα εισερχόμενα στον άνθρωπο, του σαλεύουν νου και ψυχή, απογυμνώνοντάς τον απ’ τη χάρη του Θεού. Τον καθιστούν ακυβέρνητο, κτηνώδη και δαιμονιώδη, οδηγώντας τον μακριά από τους οικείους, σε τόπους φρίκης και θανάτου. Διότι οι δαίμονες, επειδή μισούν Θεό και άνθρωπο, αισθάνονται άφατη ηδονή να ταλαιπωρούν τα όντα του Θεού και να τα οδηγούν στο θάνατο. Το καταχθόνιο αυτό έργο το επιτελούν όχι μόνο στους δαιμονισμένους αλλά σε κάθε άνθρωπο. Ενώ όμως όλοι μας ξέρουμε πόσο κακό προξενούν αλλά και την πανουργία τους, συχνά δελεαζόμαστε από τις υποσχέσεις τους, παρασυρόμαστε και γινόμαστε σκλάβοι στα πάθη και στην εξουσία τους! Γι΄αυτό δεν πρέπει να δίνουμε δικαιώματα στον διάβολο. Θα μας απομακρύνει από το δρόμο του Θεού, καθιστώντας μας ακοινώνητους και θα μας οδηγήσει στην αιώνια απώλεια. Αξίζει όμως να πούμε λίγα λόγια για την κοινωνικότητα που είναι έκδηλη στη ζωή του πιστού σε αντίθεση με την αντικοινωνικότητα που καθίσταται βρόχος στη ζωή του κάθε δαιμονιζόμενου.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑ: Ο χριστιανός εκδηλώνει αυθεντικά την κοινωνικότητά του σ’ ένα πολύ πιο υψηλό επίπεδο. Στον Θεό και με τον Θεό ανακαλύπτει την αληθινή αγάπη και κοινωνεί με όλο τον κόσμο. Όπως ο Χριστός, αφήνει τον εαυτό Του να γίνει πλησίον για κάθε άνθρωπο. Ο χριστιανός δεν μπορεί να αισθάνεται πληρότητα όταν κλείνεται στον εαυτό του και αδιαφορεί για τις ανάγκες του πλησίον του. Ιδιαίτερα στις μέρες μας που η οικονομική κρίση αφήνει πίσω της ανθρώπους που στοιβάζονται στους δρόμους χωρίς εργασία, ανέστιοι, πεινώντες και διψώντες, η αδιαφορία και το προσπέρασμά τους δεν είναι καθόλου συμβατά με την ευαγγελική αλήθεια. Η Εκκλησία, όπως σημειώνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, είναι τύπος και εικόνα «του σύμπαντος κόσμου». Αυτό φανερώνει σίγουρα όχι μόνο τη θέση των χριστιανών μέσα στην κοινωνία, αλλά και την αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο.

Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ: Εν συνεχεία το μανιασμένο αυτό «αγρίμι», για να επανέλθουμε στην περικοπή, έγινε ταπεινός μαθητής του Κυρίου. Τρομοκρατημένοι οι χοιροβοσκοί έτρεξαν στην πόλη και ανήγγειλαν το φοβερό γεγονός. Κι άρχισαν οι κάτοικοι της περιοχής να βγαίνουν έκπληκτοι να δουν τι έγινε. Μόλις όμως αντίκρισαν τον πρώην δαιμονισμένο να κάθεται ήρεμα δίπλα στον Κύριο ντυμένο και μυαλωμένο, φοβήθηκαν. Και όλοι με μία φωνή, αντί να ζητήσουν από τον Κύριο να μείνει κοντά τους, Τον παρακάλεσαν να φύγει από τον τόπο τους, επειδή φοβήθηκαν μην τιμωρηθούν κι αυτοί για τις ανομίες τους [για παράδειγμα η εκτροφή χοίρων, κατά το Νόμο, ήταν τότε απαγορευμένη]. Και ο Κύριος έφυγε από κοντά τους. Αντίθετα ο άνθρωπος που θεραπεύτηκε Τον παρακαλούσε να μένει μαζί του. Ο Χριστός όμως του είπε: “Γύρισε στο σπίτι σου για να διηγείσαι τις ευεργεσίες που σου έκανε ο Θεός”. Κι εκείνος έγινε με το λόγο του και με τη ζωή του μάρτυρας της αγάπης του Κυρίου. Έγινε φωτεινό παράδειγμα στον τόπο του και φορέας της χάριτος του Χριστού. Αυτός που απέφευγε κάθε ανθρώπινη κοινωνία έγινε κήρυκας του Κυρίου.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ: Η ευαγγελική αυτή περικοπή μας κάνει ξεκάθαρο ότι οι δυνάμεις του σκότους βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο και την εξουσία του Κυρίου. Και ότι ο Χριστός είναι ο παντοδύναμος εξουσιαστής των πάντων. Μπροστά του τρέμουν οι δαίμονες, εξαφανίζονται. Σ’ αυτό λοιπόν το δαιμονοκρατούμενο “σήμερα”, όπου πολλοί άνθρωποι παραμορφώνονται παρασυρμένοι από την αρπακτική μανία του διαβόλου, οι πιστοί Χριστιανοί δεν πρέπει να φοβούνται ή να αγωνιούν. Στα χέρια του Χριστού είναι η ιστορία του κόσμου και η δική μας. Αυτός κυβερνά τα σύμπαντα, στα χέρια του είναι η ζωή μας. Ο διάβολος δεν έχει καμία εξουσία επάνω μας, εάν εμείς δεν του τη δώσουμε με την συγκατάθεσή μας. Ας εμπιστευόμαστε λοιπόν τη ζωή μας στον βασιλέα της κτίσεως Κύριο Ιησού, ζώντας μέσα στη χάρη των ιερών Μυστηρίων, για να ασφαλιζόμαστε κάτω από την κραταιά εξουσία του και να πλημμυρίζουμε από το φως του.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥΤο συμβάν αυτό δείχνει την πραγματική χριστιανική ελευθερία. Όταν το Άγιο Πνεύμα πλησιάζει τον άνθρωπο, ο άνθρωπος δεν χάνει τον εαυτό του, την προσωπικότητά του· το αντίθετο μάλιστα: μεταβάλεται από άτομο σε ξεχωριστό πρόσωπο. Δεν χάνει τη λογική του, κάτι που συμβαίνει όταν ο άνθρωπος ρέπει επικίνδυνα προς την αμαρτία και τελικά δαιμονίζεται. Ο άνθρωπος όταν δαιμονισθεί γίνεται παράλογος, ενεργεί για λογαριασμό άλλου, γίνεται αλλόφρων και μιλά με άλλη φωνή. Μεταμορφώνεται ακόμα και σε «χοίρο»! Φθάνει να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του και να είναι έρμαιο των παθών του. Τελικά, ο άνθρωπος αλλοτριώνεται από την αμαρτία και αλλάζει.

Αποκόπτεται από τον Θεό. Ο διάβολος βγάζει το ιμάτιο του ανθρώπου, δηλαδή τη στολή του βαπτίσματος, κι εκείνος νεκρώνεται. Ο άγιος Μάξιμος αναφέρει ότι τότε «όλος ο άνθρωπος, σώμα και ψυχή, υπόκειται στην επήρεια και αιχμαλωσία του σατανά». Ο Χριστός όμως έρχεται και ζωοποιεί τον άνθρωπο και τον βοηθά στη δύσκολη πορεία του, γίνεται η σκιά του. Αρκεί ο άνθρωπος να το ζητήσει! Με την αδιάλειπτη προσευχή καθώς και με τη συμμετοχή του στη Θεία Ευχαριστία και στα άλλα Μυστήρια της Εκκλησίας. Είναι έτσι, πλησίον του παρηγορώντας τον και δίνοντάς του κουράγιο να συνεχίσει. Αν μετανοήσει, ο Χριστός τον παίρνει από το χέρι και τον μεταφέρει στον αληθινό κόσμο, τον ουράνιο, γίνεται φίλος του και βασιλεύει στην καρδιά του η γαλήνη και η αγαλλίαση. Η συνεχής προσευχή επικοινωνία με το Θεό δυναμώνει τον άνθρωπο και λειτουργεί ως «πανοπλία» για να αμυνθεί στον πειράζοντα διάβολο. Χρειάζεται βέβαια διαρκής αγώνας και εγρήγορση ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι για τις επιθέσεις του πονηρού. Ο αληθινά πιστός άνθρωπος, που αγαπά το Θεό, με όλη την ψυχή και τη διάνοιά του, δεν επαναπαύεται αλλά είναι πάντοτε ετοιμοπόλεμος. Ο άνθρωπος μπορεί και σήμερα να δεχθεί στη ζωή του τον ελευθερωτή Χριστό. Είναι ο μόνος που δύναται να τον απαλλάξει από κάθε καταλυτική δύναμη του κακού και τις δυνάμεις του. Ο Χριστός με την αλήθεια του διασώζει στον άνθρωπο όλα τα χαρακτηριστικά της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του. Τον αποκαθιστά στην πιο αυθεντική κοινωνικότητα «ιματισμένον και σωφρονούντα».

ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΓΑΔΑΡΗΝΟΙ: Αξίζει ν’ αναφερθούμε και στη συμπεριφορά των κατοίκων της περιοχής μετά τη θεραπεία του δαιμονιζόμενου. Όλοι αυτοί οι κάτοικοι θυμίζουν τον σημερινό υλιστή άνθρωπο, που προδίδει το Θεό για τα πάθη και την «καλοπέρασή» του. Γράφει σχετικά ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: “«ο χοιρώδης βίος εξ αιτίας της ακαθαρσίας του, συμβολίζει κάθε πονηρόν πάθος. Και χοίροι είναι κυρίως αυτοί που περιφέρουν τον ρυπωμένον από την σάρκα χιτώνα.

Προϊστάμενοί τους, ένα είδος βοσκών, είναι εκείνοι που υπερέχουν από αυτούς στην ηδυπάθεια, και λαμβάνουν πρόνοιαν για την σάρκα και την δίαιτά τους, εις τρόπον ώστε να εκπληρώνουν την επιθυμία τους.” Ως άλλοι Γαδαρηνοί, κι εμείς σήμερα συχνά εκδιώκουμε τον Θεό από την ζωή μας γιατί δεν μας «συμφέρει». Δεν συμφέρει τα πάθη μας, γιατί ο νόμος του Θεού στέκεται «εμπόδιο» στην αμαρτωλή μας διάθεση και ενοχλεί τα αυτιά μας. Ο λόγος Του και η παρουσία Του εμποδίζουν την διάπραξη της πολυαγαπημένης μας αμαρτίας! Μόνο που δεν κάνουμε τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από ό,τι κάνει η πεταλούδα που πλησιάζει ακόρεστα το φως μέχρι που καίγεται. Και τότε ο άνθρωπος βλέπει την υποτιθέμενη «οργή» του Θεού ή την «τιμωρία» Του. Και δεν βλέπει ποτέ την δική του αμαρτία και τις επιπτώσεις της!

ΠΑΡΑΘΕΜΑ. Ο Α. ΓΡΗΓΌΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΥΣ: «Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει», λέγει ο Κύριος. Δηλαδή υπακούει στις εντολές του Θεού, και μετατρέπει τους λόγους σε έργα, ζει και πολιτεύεται κατά Χριστόν, εκτελεί το θέλημα του Ουρανίου Πατρός, και γίνεται «κληρονόμος μεν Θεού, συγκληρονόμος δε Χριστού». Όποιος όμως παρακούει τον Θεό, διαπράττει την αμαρτίαν, και επιδίδεται σ’ αυτήν αμετανοήτως.

Είναι δούλος της αμαρτίας και ουκ έστιν εκ του Θεού, αλλά εκ του πονηρού», αφού με την κακήν προαίρεση μεταπλάσσει την φύση την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν, και την εξομοιώνει με τον πατέρα της απωλείας. […] Αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι αθλιότεροι και από τους φανερά δαιμονιζομένους, έστω και αν διαφεύγουν την προσοχή των πολλών. Πράγματι, ενώ οι δαιμονιζόμενοι κατακόπτουν τα σώματά τους και μερικές φορές βλάπτουν σωματικώς όποιους συναντούν, εκείνοι που δια των πονηρών επιθυμιών έχουν εξομοιωθεί με τον αρχέκακον εχθρό, διαφθείρουν τις ψυχές τις ιδικές τους και όσων τους συναναστρέφονται απρόσεκτα. Και ενώ οι πρώτοι στον καιρό του θανάτου αποβάλλουν μαζί με το σώμα και την επήρεια των δαιμόνων, οι δεύτεροι, επειδή αμαρτάνουν αμετανοήτως, έχουν αθάνατον και αναπόβλητον την βλάβην. Επίσης, τον ενοχλούμενον φανερώς από τον δαίμονα όλοι τον λυπούμεθα όταν τον αντικρύσωμε, ενώ τον φονέα και τον φιλάργυρον, τον υπερήφανον και τον αναίσχυντον, και τον ανυπότακτον και όλους τους ομοίους των, όχι μόνον δεν τους λυπούμεθα, αλλά και τους μισούμε. Διότι ο ένας περιπίπτει στο πάθος ακουσίως, ενώ ο φιλαμαρτήμων, προσελκύει ελευθέρως το κακόν, μερικές φορές μάλιστα αποκρύπτοντας την βλαπτικότητα και την κακοήθεια της νόσου του.

Επειδή όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν την εναντίον μας μανίαν του διαβόλου, από τις επιθέσεις εκείνου κατά της ψυχής και από την συνεργία του στην αμαρτία, παρεχώρησεν ο Θεός να υπάρχουν και κατά το σώμα δαιμονοφόρητοι, ώστε να μάθουμε από αυτούς όλοι, πόσον φοβερά είναι η κατάστασις της ψυχής που έκαμε τούτον ένοικόν της δια των πονηρών έργων. Όταν δε ο Μονογενής Υιός του Θεού, από απροσμέτρητον πέλαγος φιλανθρωπίας, έκλινεν ουρανούς και κατήλθε στην γη, για να ελευθερώσει τις ψυχές μας από την τυραννία του διαβόλου, απεδίωκε τα δαιμόνια και από τους φανερά κατά το σώμα δαιμονιζομένους. Το έκαμε αυτό για να παρουσιάσει και να επιβεβαιώσει με την φανερώς ενεργουμένην ελευθερία και ίαση, την γινομένην κρυπτώς ελευθερία και ίαση της ψυχής. Κυρίως γι’ αυτό λοιπόν απομακρύνει τους δαίμονες από τους δαιμονιζομένους, για να μάθωμε ότι αυτός είναι που τους αποδιώκει και από τις ψυχές μας, και μας χαρίζει την αιωνίαν ελευθερίαν.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, ΕΠΕ τομ. 11. “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, σελίς 347 και εξής. Επιμέλεια: Δημήτρης Δημουλάς. Χριστάκης Ευσταθίου, Εκκλησία Κύπρου: Πρόσωπο και κοινωνία, «Ιματισμένον και σωφρονούντα». Ο Σωτήρ, τεύχος 1987.

3.

Κυριακή ΣΤ΄ Λουκά-«Τι εμοί και σοι, Ιησού υιέ του Θεού του υψίστου; Δέομαί σου, μη με βασανίσης»

Θεόδωρος Αντωνιάδης

Δυο κόσμοι, διαμετρικά αντίθετοι, συγκρούονται σήμερα μεταξύ τους. Ο ένας είναι ο κόσμος του Θεού, που είναι ο κόσμος της ελευθερίας και της αγάπης, και ο άλλος ο κόσμος του διαβόλου, ένας κόσμος δουλείας, κακίας, εξαθλίωσης και ολοκληρωτικής εξαφάνισης της προσωπικότητας του ανθρώπου. Η σύγκρουση είναι πραγματική και όχι φαινομενική και είναι μικρογραφία μιας πραγματικότητας που συντελείται καθημερινά και στην οποία στο τέλος θα υπερισχύει η δύναμη του Θεού.

 

Την αντίθεση μεταξύ Ιησού και διαβόλου δεν επιβεβαιώνουν μόνο το ερώτημα του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών, καθώς και αυτά που περιγράφονται στο σημερινό ευαγγέλιο, αλλά και όσα υπογραμμίζονται από δυο μαθητές του Ιησού, τον Ιωάννη και τον Πέτρο. Ο Ιωάννης, αναφέρει ότι Υιός του Θεού ήρθε στον κόσμο για να καταστρέψει τα έργα του διαβόλου: «Εις τούτο εφανερώθη ο υιός του Θεού ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» (Α΄ Ιωάν. γ΄ 8).  Από την άλλη ο Πέτρος μας αποκαλύπτει ότι: «Ο αντίπαλος σας ο διάβολος περιφέρεται σαν λιοντάρι που βρυχάται, ζητώντας ποιόν να καταβροχθίσει». Για τούτο και μας προτρέπει να είμαστε «νηφάλιοι κι άγρυπνοι… και να αντισταθούμε σ’ αυτόν, μένοντας ακλόνητοι στην πίστη μας». (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8-9).

Το ότι, το έργο του διαβόλου είναι καταστροφικό επιβεβαιώνεται από την όλη εικόνα και συμπεριφορά του δαιμονισμένου, Είναι γυμνός, όχι μόνο σωματικά, αλλά είναι απογυμνωμένος από κάθε ηθική αξία και κοινωνικό φραγμό. Δεν έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα και στις ερημιές ενώ κατέστη ο φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων. Και το σημαντικότερο, έχασε την προσωπικότητά του, έχασε το όνομά του, όπως το επιβεβαιώνει σήμερα ο ίδιος. Στην ερώτηση του Ιησού, «ποιο είναι το όνομά σου»; Εκείνος απάντησε: «Λεγεών». «Γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια», κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά.

Όμως το καταστροφικό του έργο δε σταματά ως εδώ. Έχει κάνει υποχείριους και αδίστακτους παραβάτες του νόμου του Θεού τους Γαδαρηνούς. Και όχι μόνο. Ζητά όχι τη δική του τιμωρία, αλλά την τιμωρία και ολοκληρωτική καταστροφή των συνεργατών του, επιτρέποντας τους να μπουν στο κοπάδι των χοίρων. Μέσα δε από αυτή την καταστροφή ήθελε να θεωρήσουν τον Ιησού σαν αίτιο και να τον αποστραφούν οι άνθρωποι.

Μπορεί το έργο του διαβόλου να είναι καταστροφικό. Μπορεί και ο Ιησούς να επέτρεψε αυτή την καταστροφή, για να συνετίσει, μέσα από την τιμωρία, τους παραβάτες Γαδαρηνούς. Όμως εκείνο που προβάλλει εντονότερα είναι η αδυναμία του διαβόλου έναντι του Ιησού, την οποία και  ομολογεί απερίφραστα λέγοντας: «δέομαι σου, μη με βασανίσεις». «Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις». Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι αναγνωρίζει τον Ιησού ως Υιό του Θεού και ότι το δικό του έργο δεν έχει καμιά σχέση με το έργο του Ιησού.

Είναι σημαντική η ερώτηση και ταυτόχρονα η ομολογία του δαιμονισμένου: «Τι εμοί και σοι Ιησού, υιέ του Θεού του υψίστου; Δέομαι σου, μη με βασανίσης». Είναι σημαντική η ομολογία και η αναγνώριση του Ιησού ως Υιού του Θεού του Υψίστου. Είναι σημαντική και η αναγνώριση της υπεροχής του κόσμου του Θεού, τον οποίο χαρακτηρίζει η σωφροσύνη και η ευπρέπεια, ιδιαίτερα δε, η ελευθερία και η αγάπη. Αντίθετα τον κόσμο του διαβόλου τον χαρακτηρίζει η ανελευθερία και το μίσος ενώ μετατρέπει τον άνθρωπο σε ένα άβουλο όργανο και ένα ζωντανό νεκρό.

Πάνω απ’ όλα όμως, ο κόσμος του Θεού είναι επώνυμος. Έχει όνομα, το όνομα Ιησούς, «που είναι πάνω απ’ όλα τα ονόματα. Κι έτσι, στο όνομα του Ιησού όλα τα επουράνια, τα επίγεια και τα υποχθόνια θα προσκυνήσουν, και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, για να δοξάζεται έτσι ο Θεός Πατέρας» (Φίλιπ. β΄ 9-11).

Σ’ αυτό το όνομα, το όνομα Ιησούς, υποκλίθηκε σήμερα ο φαινομενικά «παντοδύναμος» δαίμονας ζητώντας αρχικά το έλεος για τον εαυτό του, για να μην τον βασανίσει και στη συνέχεια να του επιτραπεί να μπει στο κοπάδι των χοίρων. Υποκλίθηκε και πάλι, μετά τη θεραπεία, ο πρώην δαιμονισμένος όχι για να του επιτραπεί να φύγει, αλλά για να παραμείνει μόνιμα κοντά στον Ιησού! «Ιματισμένος και σωφρονών», όχι μόνο επέστρεψε υγιής στο σπίτι του αλλά «κι έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς». Αντίθετα, το πλήθος των Γαδαρηνών δε συνετίστηκε ούτε και μέσα από την καταστροφή, έστω κι αν έβλεπε τον πρώην δαιμονισμένο, «να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά».

Τραγικό στ’ αλήθεια το κατάντημα του μεταπτωτικού ανθρώπου, που απογυμνωμένος από τις αρετές οδηγείται στην εξαθλίωση. Από άνθρωπος γίνεται απάνθρωπος. «Σπάζοντας τα δεσμά» με το Θεό και την ηθική, οδηγείται στην απογύμνωση και τη νέκρωση, βρίσκοντας ανακούφιση μόνο στα μνήματα, ανάμεσα στους νεκρούς, μιας και ο ίδιος, όντας νεκρός, δεν μπορεί να αντιληφθεί την αξία της ζωής.

Αδελφοί μου, το τραγικό κατάντημα όπως παρουσιάζεται αρχικά στο δαιμονισμένο και στη συνέχεια στους κατοίκους των Γαδαρηνών είναι δυστυχώς και φαινόμενο της εποχής μας. Αν ρίξουμε μια ματιά γύρω μας ή ακόμα και μέσα μας, τότε χωρίς έκπληξη, θα διαπιστώσουμε ότι ούτε κι εμείς έχουμε ελευθερωθεί από το δαίμονα των παθών. Στώμεν καλώς, λοιπόν, κι ας τον παρακαλέσουμε, όχι να μας πάρει μαζί Του, αλλά ελευθερώνοντας κι εμάς «είναι συν ημίν» για να μπορούμε κι εμείς να διαλαλούμε όσα έκαμε και σε μας ο Ιησούς. Αμήν.

 

4.

Ἡ κακουργία τοῦ διαβόλου (Λουκ. η΄ 26-39)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Δέομαί σου, μὴ μὲ βασανίσῃς»

Πολλοὶ ἄνθρωποι τὴ μανία τοῦ διαβόλου ποὺ στρέφεται κατὰ τῆς ψυχῆς μας καὶ μᾶς δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα «συνορᾶν οὐκ ἔχουσι», δηλαδὴ ἀδυνατοῦν νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν, γι’ αὐτὸ παρεχώρησε ὁ Θεὸς καὶ κατὰ τὸ σῶμα «δαιμονοφορήτους γίνεσθαι», νὰ δαιμονισθοῦν μερικοὶ καὶ στὸ σῶμα, ὥστε νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅλοι πόσο φοβερὸ πράγμα εἶναι νὰ κάνει κάποιος ἔνοικο τῆς ψυχῆς του τὸ διάβολο, ὅταν πραγματοποιεῖ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς. Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα περιγράφει ἕνα δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα. Ἡ περιγραφὴ εἶναι φοβερὴ καὶ ἀξίζει νὰ δοῦμε μερικὰ σημεῖα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής.

Ἡ παράκληση τοῦ διαβόλου

Κατ’ ἀρχὴν πρέπει νὰ τονίσουμε πὼς ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ καταργήσει τὸ κράτος τοῦ διαβόλου· «ἵνα καταργήσῃ τὸν τὸν κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον» (Ἑβρ. 2, 14), θὰ μᾶς πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ δείξει πὼς εἶναι παντοδύναμος ἐκδιώκει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ μᾶς χαρίζει τὴν αἰώνια ζωή. Ἀπὸ εὐσπλαχνία ἦλθε στὸν αἰγιαλὸ ὅπου διέτριβε καθημερινῶς ὁ δυστυχισμένος ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ πολλὰ δαιμόνια. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὸ παμμίαρο ἐκεῖνο σμῆνος τῶν δαιμόνων, ὅταν ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου τοὺς μάστιζε ἀνηλεῶς, βρέθηκε σὲ ἀμηχανία κι ἄρχιζε νὰ κραυγάζει· «τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου μὴ μὲ βασανίσῃς» (Λουκ. 8,28). Φοβήθηκαν πὼς θὰ τοὺς παραδώσει στὴν αἰώνια κόλαση. Ἡ κόλαση γιὰ τὸ διάβολο, γράφει ὁ προμημονευθεὶς ἅγιος, εἶναι νὰ παραδοθεῖ σὲ ἀκινησία καὶ νὰ καταργηθεῖ κάθε πονηρή του ἐνέργεια. Νὰ μὴν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ κακό. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ἡ λεγεώνα τῶν δαιμονίων νὰ ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ νὰ Τὸν παρακαλέσει χρησιμοποιώντας μάλιστα λόγια κολακείας.

Τὸ πλῆθος τῶν δαιμονίων ἐξαιτίας τῆς πονηρῆς κοινωνίας ποὺ εἶχαν μεταξύ τους, ὁμιλοῦν σὰν νὰ εἶναι ἕνας καὶ χρησιμοποιοῦν τὸ στόμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου. Ὁ Κύριος ρώτησε τὸ δαιμονισμένο ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά του· «ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι εἰσῆλθεν δαιμόνια πολλὰ εἰς αὐτόν» (ὅπ.π. στίχ. 30). Ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ ρωτήσει γιὰ νὰ μάθει τί γίνεται μέσα στὸ δαιμονισμένο, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς πληροφορήσει πόσοι φονευτὲς δαίμονες ταλαιπωροῦσαν ἐκεῖνον τὸ δυστυχισμένο. Ἐπίσης ἤθελε ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς δείξει πὼς ὅλος αὐτὸς ὁ συρφετὸς ποὺ ἐξεστράτευε καθημερινῶς ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, «ἀνελεῖν οὐκ ἐξίσχυσεν», δὲν μπόρεσε νὰ τὸν σκοτώσει, θὰ ὑπογραμμίσει ἰδιαίτερα ὁ Βασίλειος Σελευκείας. Ὁ διάβολος ὅλα θὰ τὰ κατάστρεφε καὶ κανένα πλάσμα δὲ θὰ ἔμενε ἀπείρακτο ἀπ’ τὶς ἐνέργειές του, ἐὰν δὲν τὰ προστάτευε ἡ ἀκαταγώνιστη δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη κι ἡ παράκληση τῶν δαιμονίων νὰ μποῦν μέσα στοὺς χοίρους, δείχνει τὴν ἀδυναμία τους, ὅταν ἐμφανισθεῖ μπροστά τους ὁ Θεὸς καὶ τοὺς καταργήσει τὴν πονηρὴ δραστηριότητα.

Ἀναγωγικὲς ἑρμηνεῖες

Κάθε πονηρὸ πάθος ἐξαιτίας τῆς ἀκαθαρσίας του δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο χοιρώδη βίο. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ μόλυναν τὸ χιτώνα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, περιφέρονται σὰν χοῖροι. Ἀπ’ αὐτοὺς προεξέχουν αὐτοὶ ποὺ ἀγάπησαν τὴν ἡδυπάθεια καὶ προνοοῦν ἁμαρτωλὰ γιὰ τὴ σάρκα τους. Ὁ Παῦλος λέγει: «ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ρωμ. 13,14). Ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος προσθέτει πὼς κάθε ἄνθρωπος ποὺ στερεῖται λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του τὴ στολὴ τοῦ βαπτίσματος, δὲ μένει μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὰ μνήματα, δηλαδὴ ζεῖ μέσα στὰ νεκρὰ ἔργα, ὅπως π.χ. στὴν πορνεία καὶ στὶς ἀκάθαρτες πράξεις.

Ἕνας ἄλλος ἑρμηνευτὴς θὰ συμπληρώσει. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βαρύνεται μὲ φαῦλες πράξεις, συνέχεται ἀπ’ τὸν πονηρὸ δαίμονα. Βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν ἀρετῶν, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία καὶ σὰν νὰ εἶναι δεσμὰ οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τὶς ἀποτίθεται βγάζοντας τῆς σωφροσύνης τὸ χιτώνα, ἐνῶ παραδίδεται στὴν ἀπραξία τῶν ἐναρέτων ἔργων. Ἡ ἀπραξία αὐτὴ συμβολίζεται μὲ τὴν κατοίκηση τοῦ δαιμονισμένου στὰ μνήματα «νεκρός τῆς κατὰ Θεὸν πολιτείας γενόμενος» (Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς). Ἡ τραγικότητα τοῦ διαβόλου εἶναι ὅτι ξέρει τί τὸν περιμένει κι ὅμως δὲ μετανοεῖ. Παραμένει ἀμετανόητος καὶ μάλιστα μὲ λυσσώδη μανία ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίζονται. Ἡ ἀμετανοησία, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸ διάβολο, εἶναι ἡ αἰτία τῶν κακῶν σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Παραμένοντας στὰ πάθη μας δὲν ἀφήνουμε περιθώριο στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήσει.

Ἀδελφοί,

Ὁ πονηρὸς ἔχει δεσμεύσει τὴ βούλησή μας καὶ μᾶς ἔκανε ἄπρακτους γιὰ τὰ καλὰ ἔργα καὶ τοὺς θεοφιλεῖς ἀγῶνες. Ἂς ἀναζητήσουμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν ψυχικὴ δύναμη κι ἂς καλλιεργήσουμε τὶς ἐντολές Του μὲ ταπείνωση, ὥστε νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου καὶ νὰ νιώσουμε ἐλεύθεροι μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

5.

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει σήμερα γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κι ἔβγαλε τὰ δαιμόνια ἀπὸ ἕναν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Πολλὲς φορὲς τὸ χρόνο ἀκοῦμε νὰ διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία Εὐαγγέλιο ποὺ μιλάει γιὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ γιὰ δαιμονιζόμενους, ποὺ βρῆκαν θεραπεία στὴ θεϊκὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι γιατί ἡ Ἐκκλησία θέλει ὅλο καὶ νὰ θυμώμαστε τὸν ἐχθρό μας καὶ νὰ μὴν ξεχνοῦμε τὸν κίνδυνο ποὺ πάντα μᾶς παραμονεύει. Ὁ κίνδυνος κι ὁ ἐχθρός μας εἶναι ὁ διάβολος κι ἂς τὸ δοῦμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἦρθε ὁ Ἰησοῦς στὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν ποὺ εἶναι ἀντίπερα στὴ Γαλιλαία. Ἐκεῖ τὸν ἀπάντησε ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ εἶχε δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἔβανε ροῦχο ἐπάνω του καὶ σὲ σπίτι δὲν ἔμενε, ἀλλὰ μέσα στὰ μνήματα. Ὅταν εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἔβαλε μία μεγάλη φωνή, ἔπεσε κάτω μπροστά του καὶ τοῦ εἶπε δυνατά. Τί δουλειὰ ἔχω ἐγὼ μὲ σένα, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ νὰ μὴν μὲ βασανίσης. Ὁ Ἰησοῦς λοιπὸν παράγγειλε στὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα νὰ βγῆ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πολλὰ χρόνια τὸν εἶχε αἰχμαλωτισμένο· τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες χέρια πόδια καὶ τὸν φύλαγαν, μὰ ἐκεῖνος ἔσπαζε τὰ δεσμὰ κι ἔτρεχε σερνόμενος ἀπὸ τὸν δαίμονα στὶς ἐρημιές. Τὸν ρώτησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ λέγει· ποιὸ εἶναι τ’ ὄνομά σου; Κι ἐκεῖνος εἶπε· Λεγεώνα· καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μὴν τὰ προστάξη νὰ πᾶνε στὴν ἄβυσσο. Κι ἦταν ἐκεῖ ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκαν στὸ βουνὸ καὶ τὰ δαιμόνια παρακαλοῦσαν τὸν Ἰησοῦ νὰ τοὺς ἐπιτρέψη νὰ μποῦνε στοὺς χοίρους· καὶ τοὺς ἐπέτρεψε· καὶ βγῆκαν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ μπῆκαν στοὺς χοίρους καὶ χύμηξε τὸ κοπάδι κατὰ πάνω στὸ γκρεμὸ κι ἔπεσαν στὴ λίμνη καὶ πνίγηκαν ὅλοι. Κι ὅταν εἶδαν οἱ χοιροβοσκοὶ τὸ τί γίνηκε, ἔφυγαν καὶ τὸ διαλάλησαν στὴν πόλη καὶ στὰ χωράφια. Βγῆκαν τότε νὰ δοῦν ἐτοῦτο ποὺ ‘γινε κι ἦρθαν στὸν Ἰησοῦ καὶ βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ‘χαν βγῆ ἀπὸ μέσα του τὰ δαιμόνια, νὰ κάθεται ντυμένος καὶ φρόνιμος κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ φοβήθηκαν. Τοὺς εἶπαν ἔπειτα κι ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὸ θαῦμα πῶς ἐσώθηκε ὁ δαιμονισμένος. Κι ὅλος ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ περίχωρα τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τὸν Ἰησοῦ νὰ φύγη ἀπ’ αὐτούς, γιατί τοὺς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ξαναγύρισε στὴ Γαλιλαία. Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχαν βγῆ ἀπὸ μέσα τὰ δαιμόνια τὸν θερμοπαρακαλοῦσε νὰ εἶναι μαζὶ του· μὰ ὁ Ἰησοῦς τὸν ἀπόλυσε καὶ τοῦ εἶπε· πήγαινε πίσω στὸ σπίτι σου καὶ νὰ λὲς ὅσα ἔκαμε σ’ ἐσένα ὁ Θεός. Κι ἒφυγ’ ἐκεῖνος καὶ διαλαλοῦσε σ’ ὅλη τὴν πόλη ὅσα ἔκαμε σ’ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς.

Ἦταν ἕνας καιρός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ διάβολος, ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἡ ἁμαρτία στὴ γῆ, ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ θάνατος. Ὁ διάβολος ἀκόμα τότε ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαγγέλους, ὁ Ἑωσφόρος, κι οἱ Πρωτόπλαστοι ζοῦσαν στὴ μακαριότητα τοῦ παραδείσου. Ἀγκάθια δὲ φύτρωναν στὴ γῆ, τὰ ζῶα ἦσαν ἥμερα καὶ ὑπηρετούσανε τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἡ φύση κι ἐκείνη ἦταν στὴν ὑποταγὴ καὶ τὴ δούλεψη τοῦ Ἀδάμ. Μὰ περιφανεύτηκε ὁ Ἑωσφόρος καὶ σήκωσ’ ἐπανάσταση στὸν οὐρανὸ καὶ γκρεμίστηκε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ποὺ τὸν ἀκολούθησαν στὰ τάρταρα τοῦ Ἅδη. Ἀπὸ τότε εἶναι ὁ σατανᾶς, ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἀντιμάχεται καὶ πολεμάει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Πῆγε μὲ τὴ μορφὴ τοῦ φιδιοῦ στὸν Παράδεισο καὶ ξεγέλασε τοὺς Πρωτοπλάστους καὶ παράκουσαν ἐκεῖνοι τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κι ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς ξωρίστηκαν ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἀπὸ τότε ἀρχίζουν τὰ δεινά τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἁμαρτία σὰν κληρονομιὰ ἀπὸ τοὺς Πρωτοπλάστους κι ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀρρώστια, ἡ φτώχεια, ὁ πόνος, ὁ θάνατος. Μὰ ἀπὸ τότε ἀρχίζει καὶ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων· ἀπὸ τότε ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε πὼς θὰ ‘ρθῆ ὁ σωτήρας νὰ γλυτώση τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου.

Ὁ Ἰησοῦς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ὁ Χριστός, ἐκεῖνος ποὺ ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε στοὺς Πρωτοπλάστους, στοὺς Πατριάρχες καὶ στοὺς Προφῆτες. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ σωτήρας, καθὼς τὸ λέει καὶ τ’ ὄνομά του, γιατί Ἰησοῦς θὰ πῆ Σωτήρας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς λοιπὸν ἦρθε γιὰ νὰ κατάργηση τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Ὅ,τι κακὸ ὑπάρχει στὸν κόσμο, εἶναι ἀπὸ τὸ διάβολο, ἐκεῖνος πειράζει τοὺς ἀνθρώπους, ἐκεῖνος γεννάει μέσα τους ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες, ἐκεῖνος τοὺς τραβάει σὲ κακὲς πράξεις. Πρὶν νὰ ‘ρθῆ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, οἱ ἄνθρωποι ἦσαν στὰ νύχια τοῦ θηρίου ποὺ εἶναι ὁ διάβολος· ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς κι ὕστερα, εἴμαστε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος βέβαια δὲν καταργήθηκε· ὑπάρχει ἀκόμα «ἄχρι καιροῦ», μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως· ὑπάρχει καὶ πειράζει τοὺς ἀνθρώπους. Μὰ τώρα, φτάνει νὰ μὴν τὸ θέλουμε, δὲ μᾶς νικᾶ καὶ δὲν μᾶς αἰχμαλωτίζει. Γιατί τώρα ἔχουμε τὴ θεία χάρη, τώρα ἔχουμε τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Αἷμα του, τώρα ἔχουμε τὴν πρεσβεία τῆς Θεοτόκου κι ὅλων τῶν Ἁγίων, ποὺ μᾶς φυλᾶνε καὶ μᾶς ἐλευθερώνουν ἀπὸ τὴν κακία τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ μᾶς ἔμαθε ὁ Χριστὸς νὰ προσευχώμαστε καὶ νὰ λέμε «ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», δηλαδὴ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὴν κακία τοῦ διαβόλου.

Ὅλα ἐτοῦτα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ ἐμεῖς τὰ λέμε ἁπλὰ καὶ σύντομα, ὅλα ἐτοῦτα εἶναι γραμμένα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ κηρύττει καὶ τὰ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας. Τὸ βλέπουμε καὶ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ποὺ καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν πέση στὰ νύχια τοῦ διαβόλου. Μήτε σπίτι τὸν χωράει μήτε ροῦχο τὸν βαστάει· γυρίζει στὶς ἐρημιές, κοιμᾶται μέσ’ στὰ μνήματα κι εἶναι ὁ φόβος κι ὁ τρόμος τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό, χριστιανοί μου, πρέπει νὰ ‘χουμε τὰ μάτια μας ἀνοιχτά, τὸ μυαλὸ μας ἀνύσταχτο καὶ νὰ προσέχουμε· νὰ φυλᾶμε τὶς πύλες ἀπὸ τὶς ὁποῖες βρίσκει τρόπο καὶ μπαίνει μέσα μας ὁ πειρασμός. Θὰ πῆς· πῶς νὰ προσέχω καὶ τί θὰ πῆ νὰ φυλᾶμε τὶς πύλες; Θὰ πῆ νὰ μὴν ἀφίνης ξένιαστο τὸν ἑαυτό σου, νὰ θυμᾶσαι πὼς ἔχεις ψυχή, νὰ μὴν θέλης ὅ,τι εὐχαριστάει μόνο τὶς αἰσθήσεις σου, νὰ μὴν ξεμακραίνης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία· στὴν Ἐκκλησία δὲν μπαίνει ὁ διάβολος. Καὶ πρὶν ἀπ’ ὅλα νὰ φοβᾶσαι τὸ Θεό· ὅποιος φοβᾶται τὸ Θεὸ νικάει τὸ διάβολο.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Θεὸς θέλει τὴ σωτηρία μας κι ὁ διάβολος θέλει τὸ χαμό μας. Ἐμεῖς τί θέλουμε καὶ τί θὰ προτιμήσουμε; Στὸ Θεὸ εἶναι ἡ ἀσφάλειά μας, στὸ Θεὸ εἶναι ἡ εἰρήνη κι ἡ χαρά μας, στὸ Θεὸ εἶναι ἡ ζωὴ κι ἡ προκοπή μας, στὸ Θεὸ εἶναι ἡ σωτηρία μας. Ἀμήν.

6.

Ἡ διάσπαση τῆς ἁμαρτίας (Λουκ. η΄ 26-39)

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Τὴ μανία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων περιγράφει μὲ μελανὰ χρώματα τὸ περιστατικὸ τοῦ δαιμονισμένου τῶν Γαδαρινῶν. Αὐτὴ ἡ μανία ἀποτυπώνεται στὴ δύναμη τοῦ κακοῦ, ποὺ μὲ τὶς πολλὲς καὶ ποικίλες μορφὲς του μᾶς ταλαιπωρεῖ, μᾶς βασανίζει καί, κάποτε, μᾶς δυναστεύει κυριολεκτικά. Σήμερα θὰ σταθοῦμε σὲ ἕνα χαρακτηριστικό, ἀλλὰ καὶ τραγικὸ σύμπτωμά του, τὸ διχασμὸ ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία.

Ἐσωτερικὴ διάσπαση: δαιμονικὸ σύμπτωμα τῆς ἁμαρτίας

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ δαιμονοπληξία, ὅπως ὅλες οἱ ψυχικὲς καὶ σωματικὲς ἀσθένειες, συνδέεται μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς στὸν κόσμο. Στὸ ἐπεισόδιο τοῦ δαιμονισμένου τῶν Γαδαρινῶν φαίνεται ἡ κυριαρχία τοῦ διαβόλου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνθρώπινη δυστυχία καὶ διάλυση. Πρόκειται γιὰ μιὰ κατάσταση στὴν ὁποία μία ἐχθρικὴ δύναμη πρὸς τὸν ἄνθρωπο δηλητηριάζει τὴ ζωή του, μηχανεύεται τεχνάσματα καὶ μεθόδους ποὺ τὸν καταστρέφουν καὶ τὸν ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο καὶ ἀπόγνωση. «Τί σοὶ ὄνομα ἐστίν; Ὁ δὲ εἶπε: Λεγεών». Ὁ δαιμονισμένος ἦταν κατοικητήριο πολλῶν δαιμόνων. Ἐδῶ βλέπουμε καθαρὰ τὴ διασπαση τῆς προσωπικότητας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ὁποία γίνεται τόσος πολὺς λόγος στὶς μέρες μας.

Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δίνει τὴ δική της ἀπάντηση καὶ ἐρμηνεύει αὐτὸ τὸ φαινόμενο μέσα ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴν προοπτική τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία φέρνει τὴν ἐσωτερικὴ διάσπαση στὸν ἄνθρωπο καὶ προξενεῖ τὴ διαίρεση, τὸ διχασμό. Ὁ Θεὸς ἑνώνει, ἐνῶ ὁ διάβολος διαιρεῖ. Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἑνοποιημένη ψυχοσωματικὴ προσωπικὴ ὕπαρξη, ἐνῶ ὁ διάβολος τὸν τεμαχίζει καὶ τὸν θρυμματίζει σὲ ἀπρόσωπη μάζα. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνουν οἱ ἐγωπαθεῖς προτιμήσεις καὶ οἱ ἀλλοπρόσαλλες συμπεριφορὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, νεκρώνει τὶς ἐσωτερικὲς καὶ πνευματικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν συνάνθρωπό του. Κέντρο τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀναζητήσεών του γίνεται πλέον ὁ ἐαυτός του καὶ ἐγωκεντρισμό του. Χάνοντας τὴν ἀναφορὰ στὸν Θεό, ὑποτάσσεται ἀναπόφευκτα στὸ νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ προσωπικότητά του διασπᾶται ἀπὸ τὰ ἀλληλοσυγκρουόμενα ἐνδιαφέροντα καὶ τὶς εὐμετάβλητες προτιμήσεις του σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἡ ἀνθρώπινη καρδιά, τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξή του, νὰ χάνει τὴν ἰσσοροπία καὶ τὴν ἁρμονία της ἀπὸ ἕνα πλῆθος δυνάμεων. Ποικίλα καὶ συμφέροντα, ρόλοι καὶ συμπεριφορὲς ἀσύνδετες μεταξύ τους, διαιροῦν τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ τὸν μετατρέπουν σὲ μιὰ κατακερματισμένη καὶ χαώδη κατάσταση. Ἕνας ἄνθρωπος διχασμένος ἐσωτερικὰ καὶ ἀπομονωμένος ἐξωτερικὰ δὲν μπορεῖ νὰ νιώθει καὶ νὰ εἶναι λυτρωμένος.

Ἡ ἀντίδραση τῶν κατοίκων στὴν θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου

Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐνόχλησε τοῦ κατοίκους τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν. Τυφλωμένοι καὶ ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸ ὑλικὸ κέρδος δὲν διέκριναν τὸ νόημα τῆς θαυματουργικῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου. Δὲν τοὺς ἔλεγξε ἡ συνείδηση γιὰ τὸ παράνομο ἐμπόριο τῶν χοίρων ποὺ ἔκαναν, παρὰ τὴν ἀπαγορεύση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ζημιωμένοι ἀπὸ τὰ συμφέροντά τους, διώχουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Σκεπτόνται ἐγκεφαλικὰ καὶ συμφεροντολογικά. Ὅ,τι δὲν ἐξυπηρετεῖ τὰ σχέδια καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τους τὸ παραμερίζουν καὶ τὸ πολεμοῦν, ὄχι μόνο ὡς ἀνεπιθύμητο, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπικίνδυνο. Μένουν στὴν ἐπιφάνεια καὶ χάνουν τὴν οὐσία. Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι σήμερα ἀκολουθοῦν τὴν ἴδια τακτική. Διώχνουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς ζωῆς τους καὶ τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς τους. Καὶ ἐδῶ ὁ φαῦλος κύκλος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐσωτερικῆς διάσπασης βιώνεται μὲ ἰδιαίτερα σκληρὸ τρόπο. Ἡ μαζοποίηση καὶ ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου στὴν σύγχρονη κοινωνία εἶναι κραυγαλέα. Ὁ διασπασμένος ἐσωτερικὰ ἄθρωπος ἔχει, φυσικά, καὶ διχασμένες λειτουργίες. Ἄλλα θέλει, ἄλλα λέει καὶ ἄλλα κάνει. Τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ δὲν συνεργάζονται ἁρμονικὰ μεταξύ τους. Γίνονται ἀντίπαλα καὶ ἀνταγωνιστικά.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὁ θεραπευμένος τῆς περικοπῆς, ἀπελευθερωμένος ἀπὸ ὅ,τι μέχρι τότε τὸν βασάνιζε, ἐπιθυμεῖ νὰ μείνει κοντὰ στὸν Χριστό. Βίωσε τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χαρή Του, ποὺ ἑνοποίησε τὴν κομματιασμένη ἀπὸ τοὺς δαίνομες ὕπαρξή του. Οἱ κάτοικοι τῶν Γαδαρηνῶν διώχνουν τὸν Χριστό. Διχασμένοι ἐσωτερικά, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνουν, βλέπουν καὶ αἰσθάνονται τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἀγάπη Του. Δὲν θέλουν νὰ δοῦν τὴν ζωὴ τους πέρα ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, μέσα σὲ μιὰ ἄλλη προοπτική. Δύο διαφορετικὲς ἐπιλογὲς τῆς ἀνθρώπνης ἐλευθερίας. Ἡ μία σώζει καὶ ἡ ἄλλη καταστρέφει. Ἐμεῖς ποιά, ἄραγε, προτιμοῦμε;

7.

Ἰδιοτέλεια καὶ συμφέρον (Λουκ. η΄ 26-39)

Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)

Στά νέα ἑλληνικά ἔχουμε μπερδέψει τήν ἔννοια τῶν δύο αὐτῶν λέξεων. Καί τείνουμε νά δίνουμε ἀρνητική σημασία στή λέξη «συμφέρον», ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τήν ὠφέλεια σέ κάθε ἐπίπεδο πού μποροῦμε νά ἀποκομίσουμε εἴτε προσωπικά, εἴτε συλλογικά, ἔχοντας κάθε δικαίωμα πρός αὐτό. Ἀντίθετα, ἡ λέξη «ἰδιοτέλεια», ἀποτυπώνοντας τήν προτεραιότητα τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος ἔναντί του συλλογικοῦ, ἤ καλύτερα καταστρατηγώντας τήν κοινή ὠφέλεια, εἶναι χαρακτηριστικά φορτισμένη μέ τήν ἀρνητική ἐκείνη σημασία πού προσιδιάζει σέ ἄνθρωπο ἐγωκεντρικό καί ἐμπαθή.

Κι αὐτό τό φρόνημα τῆς ἰδιοτέλειας, ὄντας ἀκόμη μία παθολογία στόν ἄρρωστο ψυχισμό τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, διασπείρεται πολλαπλασιαζόμενο ὡς ἄλλο καρκινικό κύτταρο, σέ μία προσπάθεια νά προσβάλλει ἀκόμη καί τά πιό ὑγιή στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπότητας. Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος, προσκολλημένος στίς ὑλικές ἀναζητήσεις, δέν μπορεῖ νά διακρίνει τό συμφέρον του, ὑποταγμένος στήν ἰδιοτέλειά του, ἀκόμη κι ἄν αὐτό ὁδηγεῖ στήν αὐτοκαταστροφή του. Ἔτσι, γιά βραχυπρόθεσμες προσωπικές ὠφέλειες ἀρνεῖται τήν προοπτική του συμφέροντος, ἀκόμη κι ἄν τόν ἐξασφαλίζει ἕως τήν αἰωνιότητα.

Ὁ εὐεργέτης Χριστός

Δέν ὑπῆρξε στή γῆ ἄλλος τόσο μεγάλος εὐεργέτης ὅσο ὁ Χριστός μας. Σκοπός του, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ λύτρωσή του ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς, τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί ἡ προσφορά τῆς ἁγιότητας ὡς τῆς μοναδικῆς ἰδιότητας πού ἀναδεικνύει τόν ἄνθρωπο κατά χάριν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Τρόπος κατορθώσεως ὅλων αὐτῶν, μία ἰδιότυπη συνεργασία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, τῆς ὁποίας τή διαχείριση ἀνά τούς αἰῶνες ἔχει ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία. Προϋπόθεση, ἡ ἐλεύθερη κατάφαση τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό. Κι ὅλ’ αὐτά τά βλέπουμε ν’ ἀποτυπώνονται στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή.

Μέ πλοιάριο περνοῦν ὁ Χριστός καί οἱ Μαθητές του στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς Γαλιλαίας. Πρῶτος πού τούς ὑποδέχεται, ἕνας ταλαίπωρος ἄνθρωπος, καταβασανισμένος ἀπό τήν κυριαρχία τῶν δαιμονίων. Ἀναγνωρίζοντας τά δαιμόνια τόν Θεάνθρωπο, ρίχνουν τόν δαιμονισμένο ἱκετευτικά στά πόδια του, ὄχι γιά νά παρακαλέσει γιά τήν ἀπελευθέρωσή του, ἀλλά γιά νά διαμαρτυρηθοῦν ὅτι δέν ἦλθε ἀκόμη ὁ καιρός τούς ν’ ἀποπεμφθοῦν στόν ἔσχατο Ἅδη, καθώς ὁ Χριστός ἤδη εἶχε δώσει ἐντολή ν’ἀφήσουν ἥσυχο τόν ἄνθρωπο. Κι ὁ Χριστός, ἀφοῦ πρῶτα ρωτᾶ τόν ἄνθρωπο γιά τό ὄνομά του καί λάβει τήν ἀπάντηση «λεγεών», γιά νά κατανοήσουν οἱ μαθητές του, ἀλλά καί οἱ διαχρονικοί μελετητές τοῦ Εὐαγγελίου του, τό πλῆθος τῶν δαιμονίων, ἐπιτρέπει νά διαφύγουν πρός μία ἀγέλη χοίρων πού ἔβοσκε ἐκεῖ δίπλα. Καί ἀφοῦ ἄφησαν οἱ δαίμονες ἥσυχο τόν ἄνθρωπο, στράφηκαν στά ἄλλα πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τά ὁποία κατά παράβαση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου ἐξετρέφοντο, τά ὁδήγησαν στόν γκρεμό καί τά κατέπνιξαν στήν ἀποκάτω λίμνη, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἔργο τοῦ δαίμονα εἶναι ἡ σέ κάθε περίπτωση καταστροφή εἴτε τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε τῆς κτίσεως, ὡς τρόπος προσβολῆς τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστός μέ τή διπλή του αὐτή ἐνέργεια -τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ δαιμονισμένου, ἀλλά καί τῆς συγκατάβασής του νά καταφύγουν τά δαιμόνια στούς χοίρους- εὐεργετεῖ τόσο τόν πρώην δαιμονισμένο χαρίζοντάς του τήν πνευματική ἐλευθερία, ἀλλά καί τό δικαίωμα σέ μία οὐσιαστική ζωή, ὅσο καί τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς, διορθώνοντας τήν ἐνσυνείδητη παράβαση τοῦ Νόμου, χωρίς ἄλλες συνέπειες γι’ αὐτούς, παρέχοντάς τους τήν εὐκαιρία ν’ ἀνακρούσουν πρύμνα καί ἀλλάζοντας πορεία ζωῆς ν’ ἀνανοηματοδοτήσουν τή σχέση τους μέ τόν Θεό.

Ἰδιοτέλεια καί ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ

Πῶς ἀντιδροῦν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς στή διπλή εὐεργεσία τοῦ Χριστοῦ; Μ’ ἕναν εὐγενή, εἶναι ἀλήθεια, τρόπο παρακάλεσαν τόν Χριστό νά φύγει ἀπό τήν περιοχή τους, νά περάσει τά ὅριά της καί νά μήν ξανασχοληθεῖ μαζί τους. Δέν ἐκφράζουν εὐχαριστίες γιά τό ὅτι τουλάχιστον τούς λύτρωσε ἀπό τόν πρώην δαιμονισμένο, ὁ ὁποῖος χωρίς νά τό θέλει ἦταν μάστιγα γιά τήν περιοχή, δέν ζητοῦν συγγνώμη, οὔτε προσπαθοῦν νά δικαιολογηθοῦν γιά τήν ἐκτροφή τῶν χοίρων, ζητοῦν μόνο «ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν».

Γιατί; Τό πνευματικό συμφέρον ἐπέβαλλε νά προσπαθήσουν νά ἐκμεταλλευθοῦν τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν περιοχή τους στό ἔπακρο. Στό κάτω κάτω κι ὁ Χριστός γι’ αὐτό ἦλθε στόν κόσμο, γιά νά προσφερθεῖ στούς ἀνθρώπους. Κι ὅμως, ἡ ἰδιοτέλειά τους, ὡς καρκινωματική παθογένεια τῆς ψυχῆς, δέν τούς ἐπιτρέπει ν’ ἀντιληφθοῦν τό συμφέρον τους καί τούς ὁδηγεῖ σέ αὐτοκαταστροφική συμπεριφορά. Διώχνουν τόν Χριστό, θεωρώντας τον ἀφορμή ζημίας. Γιατί; Διότι ἡ καταστροφή τῆς ἀγέλης, ἀπό τήν ὁποία θά ἀποκόμιζαν χρηματικά ὀφέλη, βάρυνε περισσότερο στή σκοτισμένη συνείδησή τους ἀπό τήν πνευματική ὠφέλεια πού θά ἀποκόμιζαν ἀπό τή συναναστροφή μέ τόν Χριστό.

Εὔκολα καταδικάζουμε τούς Γαδαρηνούς, χωρίς ν’ ἀναλογιζόμαστε ὅτι σέ πολλές περιπτώσεις τούς ἀντιγράφουμε. Κάθε φορά πού προτιμᾶμε τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ἀρετή τούς μιμούμαστε διώχνοντας τόν Χριστό καί τή λυτρωτική του χάρη γιά νά προσκολληθοῦμε στόν στεῖρο ἐγωισμό μας. Κάθε φορὰ πού ἀρνούμαστε τή φωνή τῆς συνείδησής μας γιά ν’ ἀκολουθήσουμε τήν ἐμπαθή ἐπιθυμία μας, τούς δικαιώνουμε στή συμπεριφορά τους, ἐγείροντας ἐμπόδια στή σχέση μας μέ τόν Θεό. Κάθε φορὰ πού ἀπαξιώνουμε στή ζωή μας τό εὐαγγελικό παράγγελμα ἀξιώνοντας τά σκύβαλα τοῦ κόσμου τούτου, τούς καταξιώνουμε ὡς παραδείγματα πρός μίμηση ἐνῶ εἶναι πρός ἀποφυγή. Ἀδελφοί, ἄς μάθουμε νά μήν ἐπιτρέπουμε στήν ἐμπαθή ἰδιοτέλειά μας νά ἀναιρεῖ τό οὐσιαστικό μας συμφέρον, τῆς γνωριμίας καί ἀναστροφῆς μας μέ τόν Χριστό.

8.

Δύο πιθανές τοποθετήσεις μπροστά στήν ἐλευθερία

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

 

«Ἐκεῖνο τόν καιρό καθώς ἔφτασε ὁ Ἰησοῦς στήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, τόν συνάντησε κάποιος ἄντρας ἀπό τήν πόλη, πού εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολύν καιρό. Ροῦχο δέν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε στά μνήματα. Ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἔβγαλε μία κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μ’ ἐμένα Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σέ παρακαλῶ μή μέ βασανίσεις». Αὐτά τά εἶπε, γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τό δαιμονικό πνεῦμα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶχε στήν ἐξουσία του, καί γιά νά τόν συγκρατήσουν τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί τοῦ ἔβαζαν στά πόδια σιδερένια δεσμά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά, καί τό δαιμόνιο τόν ὁδηγοῦσε στίς ἐρημιές. Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: «Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Λεγεών»•γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια. Τά δαιμόνια, λοιπόν, τόν παρακαλοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στήν ἄβυσσο.

Ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοίρους πού ἔβοσκαν στό βουνό, καί τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν στούς χοίρους, καί τούς τό ἐπέτρεψε. Βγῆκαν, λοιπόν, ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε πρός τόν γκρεμό καί πνίγηκε στή λίμνη. Μόλις οἱ βοσκοί εἶδαν τί ἔγινε, ἔφυγαν καί τό εἶπαν στήν πόλη καί στήν ὕπαιθρο. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νά δοῦν τί ἔγινε καί ἦρθαν κοντά στόν Ἰησοῦ. Βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο βγῆκαν τά δαιμόνια νά κάθεται δίπλα στόν Ἰησοῦ, νά φοράει ροῦχα καί νά φέρεται λογικά, καί φοβήθηκαν. Ὅσοι εἶχαν δεῖ τί εἶχε γίνει, τούς εἶπαν γιά τό πῶς ὁ δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε ὅλο τό πλῆθος ἀπό τήν περιοχή τῶν Γαδάρων παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, γιατί τούς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. Ἐκεῖνος μπῆκε στό πλοιάριο γιά νά γυρίσει πίσω. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά τόν πάρει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε νά φύγει, μέ τά παρακάτω λόγια: «Γύρισε στό σπίτι σου καί διηγήσου ὅσα ἔκανε σ’ ἐσένα ὁ Θεός». Ἐκεῖνος ἔφυγε διαλαλώντας σ’ ὅλη τήν πόλη ὅσα ἔκανε σ’ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς» (Λουκ. 8, 26-39).

Ὁ Χριστός παρουσιάζεται στή διήγησή μας ὡς ἐλευθερωτής τῶν ἀνθρώπων ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις πού τόν κρατοῦν αἰχμάλωτο καί τόν δυναστεύουν. Σ’ αὐτή τήν προσφορά ἐλευθερίας παρατηροῦμε δύο τρόπους ἀνταποκρίσεως τῶν ἀνθρώπων: ἡ μία ἐκπροσωπεῖται ἀπό τόν δαιμονισμένο ποὺ θεραπεύθηκε, ἡ ἄλλη ἀπό τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς στήν ὁποία ἔγινε τό θαῦμα. Ὁ πρῶτος, μετά τή συνάντησή του μέ τόν ἐλευθερωτή καί σωτήρα Χριστό, μεταβάλλεται ριζικά: ἀπό γυμνός γίνεται «ἰματισμένος καί σωφρονῶν»· ἀπό ἀκοινώνητος πού ζοῦσε στά μνήματα καί στίς ἐρήμους βρίσκεται τώρα σέ ἐπικοινωνία μέ τούς συνανθρώπους του, τούς ὁποίους σπεύδει νά συναντήσει γιά νά τούς διηγηθεῖ τή θαυματουργική θεραπεία του- ἀντί τῆς ἐπιθετικότητας καί τῆς καταστροφικῆς καί αὐτοκαταστροφικῆς μανίας πού εἶχε (βλ. τίς παράλληλες διηγήσεις στά Μάρκ. 5, 3-5. Ματθ. 8, 28 ἑξ.) γίνεται τώρα ἡ αἰτία σωτηρίας τῶν ἄλλων ἀντί τῆς προηγούμενης διεσπασμένης προσωπικότητάς του πού φαίνεται ἀπό τήν ὀνομασία «λεγεών»(: «γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια») ἀποκτᾶ τώρα ἕνα ἑνιαῖο κέντρο, τό ὁποῖο γνωρίζει πολύ καλά τί θέλει, νά μείνει κοντά στόν Ἰησοῦ.

Ἐνῶ ὅμως ὁ πρώην δαιμονισμένος ἐπιθυμεῖ τή μόνιμη συντροφιά τοῦ Ἰησοῦ, οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ζητοῦν τήν ἀπομάκρυνση τοῦ εὐεργέτη, γιατί τούς κυρίεψε ὁ φόβος. Εἶδαν τή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ καί τρομοκρατήθηκαν. Σκέφθηκαν ἀμέσως ὅτι ἡ παρουσία ἑνός ἰσχυροῦ θαυματοποιοῦ ἀνάμεσά τους μπορεῖ νά συνεπάγεται ἴσως ὁρισμένες ὑλικές ζημίες, ὅπως ἦταν π.χ. ἡ καταστροφή τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων. Ὁ «φόβος» τους γιά τόν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ εὐαγγελιστής δέν εἶναι τό δέος καί ἡ συντριβή μπροστά στή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ἀρχή τῆς ἀναγνωρίσεώς του καί τῆς προσκυνήσεως, ἀλλ’ ὁ τρόμος μήπως ἡ παρουσία του τούς ὁδηγήσει στή στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα δέν θέλουν νά χάσουν. Τυφλοί ὡς πρός τό πνευματικό τους συμφέρον, βλέπουν μπροστά τους μόνο τό ὑλικό συμφέρον. Ἀπορρίπτουν τήν ἐλευθερία, προτιμώντας νά μείνουν δοῦλοι.

Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι δέν βλέπουν καθαρά, δέν διακρίνουν τό σωστό, χάνουν τά μεγάλα γιά νά κερδίσουν τά μικρά, διώχνουν τόν Σωτήρα γιά νά ζήσουν πιό ἄνετα. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν εἶναι οἱ τύποι τῶν ἀνθρώπων πού ἀσυλλόγιστα διώχνουν τό σπόρο τοῦ θείου λόγου καί ἀποδεικνύονται ἄγονο καί πετρῶδες ἔδαφος, γιά νά θυμηθοῦμε τήν εἰκόνα τῆς παραβολῆς τοῦ σπορέα. Βλέπουν ἐπιφανειακά, κοινωνικά, συμβατικά, ἐγωκεντρικά. Ἐάν τό χριστιανικό κήρυγμα δέν ἐξυπηρετεῖ τά σχέδιά τους, τό παραμερίζουν. Ἐάν στέκεται ἐμπόδιο στίς ἐπιδιώξεις τους, τό πολεμοῦν. Ἐάν ὁ Χριστός τούς ἐνοχλεῖ, τόν διώχνουν.

Κι ὅμως ἐδῶ βρίσκεται ἡ τραγική εἰρωνεία- παραμένουν κλεισμένοι στά δεσμά ἀπό τά ὁποῖα θέλει νά τούς λυτρώσει ὁ Χριστός. Δέν βλέπουν τά θαύματα τῆς θείας ἀγάπης μέ τά ὁποῖα εἶναι γεμάτος ὁ κόσμος. Σκέπτονται ψυχρά, ἐγκεφαλικά, ἐγκοσμιοκρατικά. Ἐκεῖνο πού μεταβάλλει ριζικά τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι ἡ ψυχρή λογική καί τό στενά ἐννοούμενο συμφέρον, ἀλλ’ ἡ συνάντηση μέ τόν Χριστό μέσα στόν χῶρο τοῦ βιώματος, ὁ διάλογος μέ Αὐτόν, ἡ ἀναγνώρισή του ὡς ἐλευθερωτῆ.

Στήν περιγραφή τοῦ δαιμονισμένου τῆς διηγήσεώς μας ἔχουμε μία εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι αἰχμάλωτος τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων τῆς κακίας, τοῦ μίσους, τῆς καταστροφῆς· στήν περιγραφή τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου ἀλλά θεραπευμένου βλέπουμε τήν τεράστια ὑπαρξιακή ἀλλαγή πού συντελεῖται ἀπό τή συνάντηση μέ τόν Χριστό, τόν Σωτήρα καί Ἐλευθερωτή.

Ἡ ἐπιθυμία νά μείνει κανείς κοντά στόν Χριστό ὅπως ὁ θεραπευμένος τῆς περικοπῆς, ἐπειδή ἔνιωσε τήν ἐλευθερία πού προσφέρεται ἀπ’ Αὐτόν σάν δῶρο, ἤ ἡ ἀποδίωξη τοῦ Χριστοῦ χάρη κάποιου ἄλλου συμφέροντος, κατά τό πρότυπο τῶν Γαδαρηνῶν, εἶναι δύο δυνατές τοποθετήσεις τῶν ἀνθρώπων ἔναντι τῆς θείας δωρεᾶς τῆς ἐλευθερίας. Ἡ πρώτη μπορεῖ νά σημάνει τή σωτηρία του, ἡ δεύτερη τήν καταστροφή του.

 

9.

 Οἱ δαιμονιζόμενοι Γεργεσηνοί

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

(Ματθ. 8, 28-34. Μάρκ. 5, 1-20. Λούκ. 8, 26-39)

Ὁ Ἰησοῦς μετὰ τῶν μαθητῶν του, μετὰ τὴν κατάπαυσιν τῆς νυκτερινῆς τρικυμίας τῆς Τιβεριάδος θαλάσσης, τὴν πρωΐαν ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης, εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν, «τῶν Γαδαρηνῶν» κατὰ τὸν Λουκᾶν, «ἥτις ἐστὶν ἀντιπέραν τῆς Γαλιλαίας». Τὰ Γέρασα εἶναι τὰ ἐρείπια τῆς πόλεως (Kursi) Κέρσα ἀνατολικῶς τῆς λίμνης, ὅπου εὑρίσκοντο Ἰουδαῖοι καὶ εἰδωλολάτραι, τὰ δὲ Γάδαρα εἶναι χώρα, ὅπου εὑρίσκοντο τὰ Γέρασα. Πρῶτος ἀπεβιβάσθη ὁ Χριστός. «Ἐξελθόντι δὲ αὐτῶ ἐπὶ τὴν γῆν εὐθὺς ὑπήντησαν αὐτῶ δύο δαιμονιζόμενοι, ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν τῆς ὁδοῦ ἐκείνης» ἦσαν τόσον τρομεροί, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ περάση ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν δρόμον ὅπου εὑρίσκοντο αὐτοί. Ὁ εἷς ἐξ αὐτῶν τῶν δαιμονιζομένων ἦτο «ἀνὴρ ἐκ τῆς πόλεως ἔχων δαιμόνια καὶ χρόνῳ ἰκανῳ οὐκ ἐνεδιδύσκετο ἱμάτιον καὶ οὐδὲ ἁλύσει οὐκέτι οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι καὶ ἐν οἰκία οὐκ ἔμενεν ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασι». Τόσον τρομερὸς ἦτο ὁ εἷς τῶν δαιμονιζομένων, ὥστε ἔμενεν εἰς τὰ μνήματα, ἦτο γυμνὸς ἐπὶ ἀρκετὸν χρονικὸν διάστημα καὶ οὐδεὶς ἦτο δυνατὸν νὰ δέση αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας δι᾿ ἁλύσεως.

Ὁ Μᾶρκος συνεχίζων τὴν περιγραφὴν τοῦ τρομεροῦ τούτου δαιμονιζομένου λέγει τὰ ἑξῆς ἀκόμη. «Οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις καὶ ἁλύσεσι δέδεσθαι καὶ διεσπᾶσθαι ὑπ᾿ αὐτὸν τὰς ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας συντετρῖφθαι καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμᾶσαι· καὶ διὰ παντὸς» χρόνου «νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις». Τόση ἦτο ἡ ἀγριότης τοῦ δαιμονιζομένου τούτου, ὥστε ἔσπαζε τὰς ἁλύσεις διὰ τῶν ὁποίων ἐδένοντο αἱ χεῖρες καὶ «τὰς πέδας» τὰς ἁλύσεις δι᾿ ὧν ἐδένοντο οἱ πόδες καὶ ἦτο νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς τὰ μνήματα, ἔτρεχεν εἰς τὰ ὄρη κραυγάζων καὶ διὰ λίθων κτυπῶν τὸν ἑαυτόν του.

Ὁ δαιμονιζόμενος οὗτος «ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν» καὶ ὑπὸ ἀοράτου δυνάμεως κινηθείς ὁ τοσοῦτον τρομερὸς «ἔδραμεν» ἔτρεξεν καὶ πεσών «προσεκύνησεν αὐτῶ» τὸν Ἰησοῦν «κράξας φωνῆ μεγάλῃ» μετὰ τοῦ ἄλλου δαιμονιζομένου λέγων· «τί ἡμῖν καὶ σοὶ Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου;» Οὐδεμία σχέσις ὑπάρχει μεταξύ σοῦ καὶ ἡμῶν, λέγουσιν πρὸς τὸν Ἰησοῦν οἱ δαίμονες. Ἐξ αὐτῶν φαίνεται, ὅτι οἱ δαίμονες εἶχον γνῶσιν τινὰ ὅτι ὁ Χριστὸς ἦτο υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Οὐδόλως ὅμως ὠφέλησεν αὐτοὺς ἡ θεολογικὴ αὐτὴ γνῶσις, διότι τὰ ἔργα τῶν ἦσαν ἀπάνθρωπα. Οὐδόλως θὰ ὠφελήση ἡμᾶς πᾶσα θεολογικὴ γνῶσις, ἂν δὲν παύσωμεν τὰ ἀπάνθρωπα ἔργα μας.

Οἱ δαίμονες συνεχίζουσιν. «Ἦλθες ὧδε πρὸ καιρὸν βασανίσαι ἡμᾶς». Ἐπίσης γνωρίζουσιν οἱ δαίμονες ὅτι ἔχουσι δικαίωμα βασανισμοῦ τῶν ἀνθρώπων, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει ἡ παροῦσα ζωή. «Ἐλεγεν ὁ Κύριος ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου» ὁ Κύριος διέταξε τὰ δαιμόνια νὰ φύγωσιν ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους, διότι εὐσπλαχνίσθηκεν αὐτούς. Τοὺς εὐσπλαχνίσθηκε δέ, διότι τὸν ἕνα «πολλοῖς χρόνοις συνηρπάκει αὐτὸν καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἔρημους», εὑρίσκετο ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ Σατανᾶ δεμένος μὲ ἁλυσίδες εἰς χεῖρας καὶ πόδας καὶ σπάζων τὰς ἁλυσίδας ἐφέρετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἔρημους.

Οἱ δαίμονες λαβόντες τὴν ἐντολὴν νὰ ἐξέλθουν καὶ νομίσαντες, ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἀπέστελλεν αὐτοὺς εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν λέγουσι πρὸς αὐτόν·«ἦλθες ὧδε πρὸ καιρὸν βασανίσαι ἡμᾶς. Δέομαί σου, ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν μὴ μὲ βασανίσῃς». Σὲ ἐξορκίζω νὰ μὴ μὲ βασανίσης. Οἱ δαίμονες ὠμολόγησαν προηγουμένως, ὅτι οὐδεμία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ των καὶ τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὅμως ἐδῶ ἀναγνωρίζουσιν Αὐτὸν ὡς δικαστὴν των. Πᾶς ἄνθρωπος μὴ ἔχων σχέσιν μὲ τὸν Χριστόν, ἔχει παρ᾿ ὅλα ταῦτα Αὐτὸν δικαστήν.(Ματθ. 8, 28-34. Μάρκ. 5, 1-20. Λούκ. 8, 26-39).

Ὁ Κύριος «ἐπηρώτα αὐτὸν· τί ὄνομά σοι;» Ὁ Κύριος ἐρωτᾷ οὐχὶ ἵνα μάθη Αὐτός, ἀλλὰ ἵνα μάθουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τὸν ἀριθμὸν τῶν δαιμόνων καὶ κατόπιν τὴν δύναμίν του διὰ τῆς ἐκδιώξεως των. Ὁ ἀρχηγὸς αὐτῶν δαίμων ἀπαντᾷ: «Λεγεὼν ὅτι πολλοὶ ἐσμεν».

Λεγεὼν ἦτο Ρωμαικὸν στράτευμα 5000-6000 ἀνδρῶν. Ἑπομένως εὐρίσκοντο ἐντός τοῦ δαιμονιζόμενου 5000-6000 δαίμονες ! Πόσοι θὰ εἶναι εἰς ὅλον τὸν κόσμον! Ἐντεῦθεν ἡ μεγάλη δύναμις τοῦ δαιμονιζομένου. Οἱ δαίμονες ὁμολογοῦν τὴν ἀλήθειαν ἴσως, ἵνα τρομοκρατήσωσι διὰ τοῦ ἀριθμοῦ των τὸν Ἰησοῦν ἢ τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ δαίμονες ἂν καὶ εἶναι τόσον πολλοί, συνεννοοῦνται μεταξὺ των, οἱ ἄνθρωποι ὅμως ὄχι! Ἀμέσως ὅμως οἱ δαιμονιζόμενοι οὗτοι καὶ ἰδίως οἱ δαίμονες αἰσθάνονται τὴν ἀδυναμίαν των καὶ παρεκάλουν τὸν Ἰησοῦν «ἵνα μὴ ἀποστείλη αὐτὰ ἔξω τῆς χώρας» καὶ «ἵνα μὴ ἐπιτάξη αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν». Παρακαλοῦν τὸν Ἰησοῦν νὰ μὴ τοὺς ἀποστείλη ἔξω της χώρας τῶν Γεργεσηνων, διότι ἡ χώρα αὐτὴ ἦτο πλήρης ἀνθρώπων εἰδωλολατρῶν καὶ Ἰουδαίων ἀποστατῶν 1. Ἑπομένως εἶχον θέσιν ἐκεῖ οἱ δαίμονες.

Τὸν παρεκάλουν δὲ νὰ μὴ τοὺς διατάξη νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν ἄβυσσον, εἰς τὴν κόλασιν, ἵνα μένοντες ἀκόμη εἰς τὴν γῆν βασανίζουν τοὺς ἀνθρώπους. Ἔρχεται ὅμως καὶ τρίτη παράκλησις τῶν δαιμονιζομένων, ἥτις εἶναι ἡ ἑξῆς: «πρὸς τῷ ὄρει μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη». Ἠτο ἐκεῖ πλησίον του ὅρους καὶ μακρὰν αὐτῶν ἕνα κοπάδι χοίρων τὰ ὁποῖα ἔβοσκον. «Παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες οἱ δαίμονες λέγοντες πέμψον ἡμᾶς» ἀπόστειλόν μας «εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν. Καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς» ὁ Κύριος. Ὥστε οὐδὲ τοὺς χοίρους δύνανται νὰ βλάψωσιν οἱ δαίμονες, ἂν δὲν λάβωσιν ἄδειαν τοῦ Θεοῦ. Πόσῳ μᾶλλον ἡμᾶς!

Πάντες οἱ δαίμονες ἐξ ἑνὸς στόματος παρακαλοῦν τὸν Χριστόν, ἴνα εἰσελθωσιν εἰς τοὺς χοίρους, ἴνα ἀποφύγωσι τὴν ἀποπομπὴν των εἰς τὸν Ἅδην ἀλλὰ καὶ διότι ἀφοῦ δὲν ἠδυναντο νὰ βασανίζωσι τὸν ἄνθρωπον, νὰ βλάψωσιν αὐτὸν οἰκονομικῶς διὰ τοῦ πνιγμοῦ τῶν χοίρων καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐξερεθίσωσι τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθωσιν οἱ δαίμονες εἰς τοὺς χοίρους, διότι πιθανώτατα ὁ ἰδιοκτήτης τῶν χοίρων ἦτο Ἑβραῖος τις, ὁ ὁποῖος παρὰ τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τοὺς χοίρους ὡς ἀκάθαρτα ζῶα, ἦτο χοιροβοσκός. Εἴς τινας εἰδωλολάτρας οἱ χοῖροι ἧσαν ἱερὰ ζῶα, παρ᾿ Ἐβραίοις ἀκάθαρτα. Τὰ ἀκάθαρτα ζῶα φιλοξενοῦν τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. Ὁποία ἐπιτυχής συντυχία!

«Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους καὶ ὤρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν ὡς δισχίλιοι καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσςῃ». Δύο δηλαδὴ χιλιάδες χοῖροι ἀφηνιάσαντες ἐκ τῶν εἰσελθόντων εἰς αὐτοὺς δαιμόνων ἐρρίφθησαν ἐκ τινὸς κρημνοῦ, ὁ ὁποῖος εὐρισκετο πλησίον της χώρας τῶν Γεργεσηνῶν, ἐντός της λίμνης Γεννησαρέτ. Ἡ ὁρμή, μετὰ τῆς ὁποίας ὤρμησαν οἱ δαιμονισμένοι χοῖροι νὰ πνιγῶσι καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν, δεικνύουσι τὴν κακίαν καὶ δύναμιν τοῦ Σατανᾶ ἐνώπιόν της ὁποίας θὰ εἴμεθα ἄχυρα, ἂν δὲν ὑπῆρχεν ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ,

«Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες» οἱ χοιροβοσκοὶ «ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγροὺς ἀπήγγειλαν πάντα» τὰ συμβάντα καὶ λεπτομερείας αὐτῶν καὶ ἰδίᾳ «τὰ τῶν δαιμονιζομένων» πὼς ἐθεραπεύθησαν ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ. Οἱ χοιροβοσκοὶ οὗτοι ἀνέφερον τὰ συμβάντα ταῦτα εἰς τοὺς ἰδιοκτήτας τῶν χοίρων καὶ εἰς τοὺς λοιπούς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ ἔξω εἰς τοὺς ἀγρούς, ἵνα λογοδοτήσωσι διὰ τὴν ἀπώλειαν τῶν χοίρων. «Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς ὑπάντησιν τῷ Ἰησοῦ καὶ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς» καὶ βεβαιωθῶσι περὶ αὐτοῦ. Ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ «εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον ἀφ᾿ οὗ» ἀπὸ τοῦ ὁποίου τὰ δαιμόνια ἐξῆλθεν, τὸν ἐσχηκότα τὴν λεγεώνα «ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐφοβήθησαν». Ὁ φόβος οὗτος ἦτο τὸ ἱερὸν δέος, τὸ ὁποῖον αἰσθάνεται πᾶς ἄνθρωπος εὑρισκόμενος ἐνώπιον ὑπερφυσικῶν φαινομένων.

Ἐκεῖ ὅπως ἦσαν συγκεντρωμένοι συμπληρωματικῶς «διηγήσαντο οἱ ἰδόντες» χοιροβοσκοὶ «περὶ τῶν χοίρων καὶ πὼς ἐσώθη ὁ δαιμονισθεὶς». Τὸ συγκεντρωθέν ἐκεῖ «πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γεργεσηνῶν» μὴ βλέπον τὸν ἰαθέντα ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὴν ἀπώλειαν τῶν χοίρων «παρεκάλεσαν τὸν Ἰησοῦν ὅπως μεταβῆ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο» διὰ τὴν ἐμφάνισιν τοιούτου θείου προσώπου, ἀλλὰ καὶ διὰ νέαν ὑλικὴν τινὰ ζημίαν. «Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ». Παρεκάλει δὲ αὐτὸν καὶ ὁ δαιμονισθείς νὰ μείνῃ μαζί ἀπὸ εὐγνωμοσύνην καὶ πίστιν ἢ φόβον μήπως δαιμονισθῆ καὶ πάλιν. «Οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν» ἀπέλυσεν αὐτὸν «λέγων ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ διηγοῦ», ἀνάγγειλον αὐτοῖς «ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεὸς καὶ ἠλέησέ σε».

Διατάσσει τὸν δαιμονιζόμενον ὁ Χριστὸς νὰ κηρύξη τὴν ἀλήθειαν τοῦ θαύματος, ἐνῶ εἰς ἄλλας περιπτώσεις ἀπαγορεύει τοῦτο, διότι εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν δὲν ὑπῆρχεν ὁ φόβος ἐξάψεως τῶν μεσσιανικῶν ἐλπίδων, ἥτις ἔξαψις θὰ ἠμπόδιζε τὸ ἔργον του, διότι ἡ χώρα αὐτὴ κατῳκεῖτο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὑπὸ ἐθνικῶν, εἰδωλολατρῶν. Ὁ ἰαθείς οὗτος δαιμονιζόμενος «ἀπῆλθεν καὶ ἤρξατο κηρύσσειν καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν» τῶν Γερασηνῶν καὶ «ἐν τῇ Δεκαπόλει, ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς». Δεκάπολις εἶναι περιοχὴ δέκα παλαιῶν πόλεων, κειμένη ἀνατολικῶς τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Ὁ Κύριος ταπεινοφρονῶν ἀποδίδει τὴν ἴασιν τοῦ δαιμονιζομένου εἰς τὸν Πατέρα του. Ὁ θεραπευθείς δαιμονιζόμενος εὐγνωμονῶν κηρύττει τὸν Χριστόν. Πόσον πρέπει νὰ εἴμεθα ταπεινοί, ὅταν εὐεργετῶμεν καὶ εὐγνώμονες, ὅταν εὐεργετούμεθα! Ὁ Κύριος ἐκδιωχθεῖς ὑπὸ τῶν κατοίκων τῆς χώρας ἐκείνης ἀφίνει ἀντικαταστάτην του τὸν θεραπευθέντα δαιμονιζόμενον. Πόση ἡ καλωσύνη τοῦ Κυρίου ! Οἱ ἀκούοντες κάτοικοι τῶν χωρῶν αὐτῶν «πάντες ἐθαυμαζον».

Ἐνταῦθα ἔχομεν τὸν δαιμονιζόμενον καὶ τοὺς δαίμονας πλησίον καὶ μακράν του Κυρίου.

Θέμα: Πλησίον καὶ μακράν του Χριστοῦ.

Ὁ δαιμονισμένος δίδει μίαν ὡραίαν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου μακρὰν καὶ πλησίον του Χριστοῦ. Ἂς ἴδωμεν!

Α’. Μακράν του Χριστοῦ: Οἱ δαιμονισμένοι ὡς κατοικίαν εἶχον τὰ μνήματα, ὅπου βασιλεύει ὁ θάνατος. Οἱ ἴδιοι ἦσαν νεκροταφεῖον κινούμενον, διότι ἔφερον τὸ κακὸν καὶ εἰς ἄλλους ἀνθρώπους, «ἦσαν χαλεποὶ λίαν». Ὁσάκις οὗτοι ἐκινοῦντο, ἀπεμακρύνοντο τῶν πόλεων, ὅπου ὑπάρχει ζωή, ἔτρεχον εἰς τὰ ὅρη καὶ εἰς τὰς ἐρημίας, εἰς τὸ δεύτερον τοῦτο νεκροταφεῖον. Μακράν τοῦ Χριστοῦ ὁ δαιμονιζόμενος οὗτος ἦτο σωματικῶς γυμνὸς καὶ ψυχικῶς τεταραγμένος. Ἀπὸ κοινωνικῆς ἀπόψεως ἦτο μακρὰν πάσης πόλεως. Ἑπομένως ὁ δαιμονισμένος οὗτος ἦτο σωματικῶς, ψυχικῶς, κοινωνικῶς, οἰκονομικῶς καὶ ἀπὸ ἀπόψεως διαμονῆς καὶ κινήσεως εἰς ἀθλιωτάτην κατάστασιν.

Εἰς ὁμοίαν κατάστασιν εὑρίσκεται καὶ ὁ μακράν του Χριστοῦ. Οὗτος μένει εἰς τὸ σπίτι του. Μεταβάλλει ὅμως αὐτὸ εἰς νεκροταφεῖον, διότι τόση εἶναι ἡ ταραχή, τὴν ὁποίαν σκορπίζει, τόσα εἶναι τὰ δάκρυα τὰ ὁποία ἀναγκάζει τοὺς οἰκείους του νὰ χύνουν μὲ τὰ διάφορα πάθη του, ὥστε μεταβάλλει τὸν οἶκον του καθημερινῶς εἰς νεκροταφεῖον. Ὁ μὲν δαιμονιζόμενος εἰς τὴν ἔξαψιν του ἦτο ἀπρόσιτος, ὁ ἐμπαθὴς εἰς τὴν ἔξαψιν τοῦ πάθους του εἶναι ἀπρόσιτος. Ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος ἔσπαζε τὰς ἁλυσίδας, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ὁ ἐμπαθὴς εἰς τὴν ἔξαψιν τοῦ πάθους του σπάζει πάντα φραγμὸν ἐντροπῆς καὶ ἀξιοπρέπειας. Ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος εἰς τὴν κρίσιν τῆς δαιμονικῆς ἐνεργείας ἔφευγεν ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖον καὶ ἔπαιρνε τὰ ὅρη καὶ τὰ βουνά, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ὁ ἐμπαθής, ἀφοῦ μεταβάλη τὸ σπίτι του εἰς νεκροταφεῖον, εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐξέλθη ἐπάνω εἰς τὴν ἔξαψιν τοῦ θυμοῦ του καὶ νὰ πάρῃ τὰ ὅρη καὶ τὰ βουνὰ!

Ὁ δαιμονιζόμενος ἦτο γυμνὸς σωματικῶς καὶ τεταραγμενος ψυχικῶς. Ὁ ὑπὸ τοῦ πάθους τοῦ θυμοῦ κατεχόμενος ἐμπαθὴς σχίζει τὰ ροῦχα του καὶ βράζει ἡ ψυχή του ἀπὸ τὸν θυμόν του. Ὁ δαιμονιζόμενος μεταβαίνων εἰς τὰ ὅρη, γυμνός ὧν, κατέκοπτε τὸν ἑαυτόν του διὰ λίθων. Ποσάκις καὶ σήμερον δὲν βλέπομεν γυναίκας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν τόσην τάσιν εἰς τὸν γυμνισμόν, ὥστε νὰ μὴ ἐντρέπωνται μὲ τὴν ἀδιάντροπον γύμνωσιν των ἐνώπιον νέων παριστάμεναι. Καὶ αὖται εὑρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐπήρρειαν τοῦ δαιμονίου, ὅπως καὶ ὁ δαιμονιζόμενος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος εἶχεν ἄθλια τὰ οἰκονομικά του, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ἀρκετοὶ ἐκ τῶν ἐμπαθῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶναι οἱ μέθυσοι, οἱ ἄσωτοι, οἱ χαρτοπαίκται, μεταβάλλουσι τὰ σπίτια των εἰς ἐρείπια οἰκονομικά. Οἱ ἐμπαθεῖς ὁσονδήποτε καὶ ἂν φαίνωνται ὅτι εἶναι κοινωνικοί, τὰ πάθη των ἀναγκάζουσιν αὐτοὺς νὰ εἶναι ἀκοινώνητοι μισοῦντες πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ μισούμενοι ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων. Ἐὰν εὑρίσκωνται οὗτοι εἰς ἐπικοινωνίαν μὲ ὠρισμένους ἀνθρώπους, εἶναι διότι εὑρίσκουσιν ἀνθρώπους τῶν αὐτῶν παθῶν, ὅπως ἦσαν καὶ οἱ δύο αὐτοὶ δαιμονιζόμενοι. Πόσαι νόσοι ἐκ τῶν ψυχικῶν παθῶν δὲν ἐγέμισαν τὰς κλινικάς! Πόσοι θάνατοι ἐκ τῶν παθῶν δὲν ἐγέμισαν τὰ νεκροταφεῖα! Εἰς τὰ βάθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ ἐσυντρόφευσαν οἱ δαίμονες τοὺς χοίρους, εἰς τὴν καιομένην λίμνην τοῦ πυρὸς θὰ ὁδηγήσουν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους οἱ δαίμονες, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι μεταβῶσιν εἰς τὴν ἄβυσσον, εἰς τὸ βάραθρον τῆς κολάσεως, ὡς αἴτιοι παντός κακοῦ.

Ἑπομένως οἱ διάφοροι ἐμπαθεῖς εἶναι ὅπως οἱ δαιμονιζόμενοι «χαλεποὶ λίαν», τεταραγμένοι, ἀσθενεῖς, ἀκοινώνητοι καὶ ἔχουσι ὅ,τι ἄλλον κακὸν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ.

Β’. Πλησίον του Χριστοῦ: Ὁ δαιμονιζόμενος πλησίον του Χριστοῦ ἦτο ἰματισμένος καὶ σωφρόνων. Ἑπομένως εἶχεν ὑγείαν, ἠρεμίαν, οἰκονομίαν, κοινωνίαν. Πράγματι! Πόσην ὑγείαν, πόσην ἠρεμίαν, ποίαν κοινωνίαν εἶχεν ὁ πρώην δαιμονιζόμενος εὑρισκόμενος εἰς τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ ἰματισμένος καὶ σωφρονῶν! Ἡ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ ὀρθίου καὶ τοῦ πρώην δαιμονιζομένου εὑρισκομένου εἰς τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰκὼν ὡραιότατη, ἀξία ζωγραφικοῦ πίνακος, ἐὰν σκεφθῶμεν ποὺ ἐγύριζεν οὗτος πρίν, ποὺ ἔμενε καὶ πὼς ἦτο.

Τὴν αὐτὴν ὡραίαν ἐξωτερικὴν καὶ ψυχικὴν κατάστασιν ἔχει καὶ ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος εἶναι πλησίον του Χριστοῦ. Ἔχει καὶ οὗτος ὑγείαν, ἠρεμίαν, οἰκονομίαν, κοινωνίαν, εἶναι ἰματισμένος καὶ σωφρονῶν. Καὶ πράγματι! Ὁ χριστιανὸς ὁ ὁποῖος εἶναι πλησίον του Χριστοῦ ἀποφεύγει τὴν μέθην, τὴν ἀσωτείαν, τὴν χαρτοπαιξίαν. Πόσην ὑγείαν καὶ οἰκονομίαν ἔχει οὗτος ! Ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχει μόνον ἐξωτερικὴν ὑγείαν καὶ ἠρεμίαν, ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικὴν ἠρεμίαν διὰ τὸν ἑξῆς λόγον: Γνωρίζει, ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ταράσσει τὴν ψυχήν μας, δὲν εἶναι ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ πάθος, τὸ ὁποῖον δὲν κατώρθωσε νὰ νικήςῃ. Νικῶν λοιπὸν οὗτος τὸ πάθος λ.χ. τοῦ θυμοῦ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ ὁμοιάζει πρὸς βράχον καὶ ὅλαι αἱ ἄλλαι προσβολαὶ πρὸς κύματα, τὰ ὁποῖα ὄχι μόνον δὲν ταράσσουν τὸν βράχον, ἀλλὰ τὸν κάμνουν καθαρώτερον. Ὁ πλησίον του Χριστοῦ, ἀφοῦ εἶναι ἤρεμος, ἀτάραχος, θὰ σκορπίζη τὴν ἠρεμίαν του εἰς τοὺς γύρω του ἀνθρώπους. Τόση μεγάλη θὰ εἶναι ἡ ἠρεμία του, ὥστε ἐνῶ πρὶν ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ θυμοῦ του ἦτο πούπουλο εἰς τὸν ἄνεμο, τώρα ἔχει τόσην ἠρεμίαν, ὥστε τὰ πόδια του εἶναι ρίζες βουνῶν.Τί ὡραιότερον τῆς ἠρεμίας!

Ὁ πλησίον του Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνον ἐξωτερικῶς ὑγιής καὶ οἰκονομικῶς, ψυχικῶς ἤρεμος, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος κοινωνικός. Μάλιστα! Γνωρίζει, ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸς ἐλλείψεις. Μὲ τὴν συνείδησιν τῶν ἐλλείψεων τοῦ εἶναι ὑπομονητικὸς εἰς τὰς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων. Κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν φροντίζει νὰ κόψῃ τὰς ἐλλείψεις του καὶ βλέπων τὸ δύσκολον αὐτῶν γίνεται συμπαθέστερος, ὑπομονητικώτερος εἰς τὰς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων καὶ ἑπομένως κοινωνικώτερος. Γνωρίζει, ὅτι εἰς τὴν γῆν αὐτὴν δὲν θὰ εὔρη ἀνθρώπους ἀναμαρτήτους. Διά τοῦτο ὑπομένει. Καὶ ἡ χριστιανή, ἡ ὁποία εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὸν Χριστόν, εἶναι καὶ αὐτὴ ἰματισμένη καὶ σωφρονουσα. Γνωρίζει αὐτή, ὅτι ἡ ἀδιάντροπος ἐνδυμασία τῆς προσβάλλει τὴν αἰδημοσύνην της καί δι᾿ αὐτὸ τακτοποιεῖ ἑαυτὴν ἀναλόγως. Εἶναι σωφρονοῦσα, ἂς εἶναι μικρὰ κόρη. Σκέπτεται ὡς ἡλικιωμένη. Τὸ φῶς, τὸ ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὸν Χριστόν, εἶναι τόσον πολύ, ὥστε κάμνει σκέψεις ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας της, τοῦ φύλου της καὶ τῆς ἐποχῆς της. Εἶναι ἰματισμένη πραγματικῶς καὶ σωφρονοῦσα παραδειγματικῶς.

Παράδειγμα μακρὰν καὶ πλησίον τοῦ Χριστοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὁ Τύραννος Βερανζέρος Β’ καταλαβών τὴν Ἰταλίαν καὶ θέλων νὰ νομιμοποιήσῃ τὴν κυριαρχίαν του βασανίζει μετὰ τῆς γυναικὸς του Χιλλᾶς τὴν χήραν τοῦ βασιλέως Ἀδελαΐδα, ἵνα ὑπανδρευθῆ αὕτη τὸν υἱὸν των. Ἡ Ἀδελαΐς ἀρνεῖται. Μετ’ ὀλίγον ἡ Ἀδελαΐς ἐλευθερώνεται ὑπὸ τῶν Γερμανῶν καὶ συλλαμβάνεται αἰχμάλωτος ἡ Χιλλά, ἡ ὁποία παραδίδεται εἰς χείρας τῆς Ἀδελαΐδος, ἵνα βασανισθῇ. Ἡ Χιλλὰ θρασέως φερομένη πρὸς τὴν Ἀδελαΐδα λέγει: Ἕνα σφάλμα ἔκαμα εἰς τὴν ζωήν μου. Ἔπρεπε νὰ σέ φονεύσω, ὅταν ἦσο εἰς χείρας μου. Καὶ ἡ Ἀδελαΐς ἀπαντᾷ. Καὶ ἐγώ ἕνα καλὸ θὰ σοῦ κάμω, θὰ σοῦ χαρίσω τὴν ζωήν. Πήγαινε εἰς τὸν ἄνδρα σου. Πόσον Σατανᾶς ἦτο ἡ μία, πόσον χριστιανὴ ἐφάνη ἡ ἄλλη!

Ἰδοὺ ἡ ἀνισορροπία, τὸ ἀκοινώνητον, ἡ νόσος καὶ πᾶν ὅ,τι ἄλλο κακὸν μακράν του Χριστοῦ. Ἰδοὺ ἡ ὑγεία, ἡ ἠρεμία, ἡ οἰκονομία, ἡ κοινωνία καὶ πᾶν ὅ,τι καλὸν πλησίον του Χριστοῦ. Ἂς φύγωμεν λοιπὸν ἀπὸ τὸν Σατανᾶν καὶ ἂς ὑπάγωμεν εἰς τὸν Χριστόν.

(1) Ἰωσήπου Ἀρχαιολογία 17, 11.

10.

 Οἱ ἀφορμές τοῦ διαβόλου

Κουτσίδης Νίκων (Ἀρχιμανδρίτης)

 

Ὁ ἅγιος Ἰλαρίων ὁ Μέγας ὑπῆρξε ἕνας σπουδαῖος ἀσκητής. Ἔζησε στήν Παλαιστίνη, τόν 4ο μ.Χ. αἰώνα. Ἀνάμεσα στά θαύματα πού διαβάζουμε στόν βίο του εἶναι καί τό ἑξῆς.

* * *

Κάποιος διεφθαρμένος νέος ἐρωτεύθηκε μιά ἁγνή καί πολύ καλή κοπέλλα. Ἐπειδή, ὅμως, ἐκείνη δέν ἀνταποκρινόταν στίς ἐκδηλώσεις ἀγάπης, ὁ νεαρός κατέφυγε σέ μάγους τῆς Αἰγύπτου. Ἐκεῖνοι, τοῦ ἔδωσαν διάφορα «μαγικά» ἀντικείμενα κατά τήν συνήθεια τῶν μάγων. Ὁ νέος ἐπέστρεψε στήν Παλαιστίνη καί πῆγε καί τά ἔθαψε στό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ τῆς νέας.

Καί ξαφνικά, ἡ νέα ἄρχισε νά φωνάζει τόν νέο -μέ τό ὄνομά του- καί νά λέει ὅτι τόν θέλει! Οἱ συγγενεῖς ἔβλεπαν ὅτι κάτι δαιμονικό συνέβαινε. Ἀλλά, δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν τό γιατί.

Πῆραν λοιπόν τήν νέα καί τήν ἔφεραν στόν ἅγιο Ἰλαρίωνα.

Μόλις ἡ νεαρή ἀντίκρυσε τόν ἅγιο, ὁ δαίμονας ἄρχισε νά φωνάζει, μέ τό στόμα τῆς κοπέλλας:

– Δέν φταίω ἐγώ σέ τίποτε. Ἀπό τήν Αἴγυπτο μέ ἔστειλαν ἐδῶ. Καί τώρα μέ ἔχουν δεμένο μέ ἕνα σχοινάκι στό κατώφλι, καί δέν μπορῶ νά φύγω(!)

Ὁ ὅσιος χαμογέλασε καί τοῦ λέγει εἰρωνικά:

-Πράγματι μεγάλος καί δυνατός εἶσαι, ἀφοῦ σέ ἔχουν δεμένο μέ λεπτό σχοινί καί δέν μπορεῖς νά γλυτώσεις! Ἀλλά πές μου, γιατί δέν κυρίευσες τόν νεαρό πού σέ ἔστειλε, ἀλλά ἦρθες σ᾿ αὐτήν τήν ἁγνή κοπέλλα;

Ὁ δαίμονας ἀπάντησε:

-Δέν ἔχω κανένα λόγο νά εἰσέλθω σ᾿ ἐκεῖνον, ἀφοῦ ἔχει μέσα του τόν δαίμονα τῆς πορνείας. Γιατί αὐτός ὁ δαίμονας εἶναι χειρότερος ἀπό μένα (!)

Τότε ὁ ὅσιος εὐλόγησε τήν κοπέλλα καί ἀμέσως λυτρώθηκε ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Τῆς εἶπε ὅμως:

-Πρόσεχε στό ἑξῆς ἀπό κάθε ἁμαρτία. Γιατί, ἄν τό δαιμόνιο δέν εὕρισκε κάποια -μικρή ἴσως- ἀφορμή, δέν θά σέ κυρίευε. Οἱ δαίμονες δέν ἔχουν καμμία ἐξουσία ἐναντίον μας, ἄν ἐμεῖς, προηγουμένως, δέν τούς δώσουμε ἀφορμές (Μ. Συναξαριστής, 21 Ὀκτωβρίου).

* * *

Ἀπό τά παραπάνω συμπεραίνουμε ὅτι:

1. Εἶναι φρικτή ἁμαρτία, χριστιανοί, νά ζητᾶμε τήν βοήθεια τοῦ διαβόλου!

2. Ὁ χριστιανός, πού ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν ἁμαρτιῶν του μέ μετάνοια-ἐξομολόγηση καί θεία κοινωνία, εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσβλητος ἀπό τίς δαιμονικές ἐνέργεις. Μάλιστα συμβαίνει τό ἀντίθετο: τόν φοβοῦνται οἱ δαίμονες! Ὅπως τόν ἅγιο Ἰλαρίωνα.

3. Ἡ γνώμη «ναί, ἀλλά βρήκαμε βοήθεια ἀπό τά «μάγια» εἶναι ἁμαρτωλή καί ἀφελής! Γιατί, ὁ Σατανᾶς μέ τίς τάχα εὐεργεσίες του μᾶς δένει ψυχικά· μᾶς κάνει ψυχικά δούλους του· ἀφοῦ ἐμεῖς τόν θεωροῦμε «εὐεργέτη» μας. Ὑπάρχει χειρότερο λάθος, ἀπό τό νά φαντάζεται κανείς τόν διάβολο εὐεργέτη Του;

* * *

Γιά νά μήν πέσωμε, λοιπόν, σέ τέτοια παγίδα, ἄς θυμόμαστε πάντα, ἐκεῖνο πού λέμε σέ κάθε θεία Λειτουργία:

-Εἷς (=ἕνας) Ἅγιος, εἶς (=ἕνας) Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός, ἀμήν.

Δηλαδή: ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτόν προσκυνοῦμε. Αὐτόν λατρεύουμε. Καί κανέναν ἄλλο! Καί γι’ αὐτό, καταφυγή στόν διάβολο σημαίνει ἄρνηση τοῦ Χριστοῡ! Ὁ Θεός νά μήν ἐπιτρέψει σέ κανένα ἄνθρωπο τέτοια τρομακτική ἁμαρτία.

11.

Εκκλησία,Ευαγγέλιο και ανθρώπινες δυνάμεις

Ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου αδελφοί, απευθυνόμενος στους Γαλάτες, αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού, αλλά και ποια είναι η προέλευσή Του. «Ουκ έστι κατά άνθρωπον το ευαγγέλιον» και «ου προσανέθετο σαρκί και αίματι» για να το προσφέρει στους εθνικούς (Γαλ.1, 11 και 16).

Παρότι, μάλιστα, έγινε ο Απόστολος των Εθνών, δύο αποστόλους γνώρισε αρχικά: τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, τον αδελφόθεο. Επομένως, η γνώση του Ευαγγελίου δεν προήλθε από την μαθητεία του Παύλου κοντά στους Αποστόλους, αλλά από την αποκάλυψή του από τον ίδιο τον Κύριο. Οι άλλοι Απόστολοι είχαν γνωρίσει το Χριστό, τον ακολούθησαν, άκουσαν την διδασκαλία Του, είδαν τα θαύματά Του, έλαβαν τις επαγγελίες Του, τον είδαν Αναστημένο και να αναλαμβάνεται στους ουρανούς. Ο Παύλος, παρότι δεν γνώρισε τον Χριστό όταν ήταν στον κόσμο, είχε την εμπειρία της θεοπτίας κατά το ταξίδι του στη Δαμασκό και μετά το βάπτισμά του φαίνεται ότι είχε τέτοιες εμπειρίες κοινωνίας με το Χριστό, που τον έκαναν να φωτιστεί και να μπορέσει όχι μόνο να ζήσει ο ίδιος το Ευαγγέλιο, αλλά να το διδάξει και να το ερμηνεύσει στους ανθρώπους και να οδηγήσει στην πίστη τα έθνη.

Έχει ενδιαφέρον η ρήση του Παύλου ότι δεν στηρίχθηκε σε σάρκα και αίμα, σε ανθρώπινες, δηλαδή, δυνάμεις, για να διακηρύξει το Ευαγγέλιο. Η φράση αυτή μαρτυρεί και το γιατί η Εκκλησία παρέμεινε και παραμένει άτρωτη από τρία γεγονότα κατά την διάρκεια της επιγείου παρουσίας της και γιατί το Ευαγγέλιο παραμένει πάντοτε επίκαιρο, σε αντίθεση με διάφορες ανθρώπινες ιδέες και επινοήσεις, που ενίοτε στήριξαν πολιτισμούς, αλλά, τελικά, κατέρρευσαν, παρότι φαίνονταν άτρωτες. Το ίδιο και πρόσωπα, τα οποία, ενώ ήταν αξιόλογα ή άσκησαν μεγάλη επιρροή στους ανθρώπους, έφυγαν από το προσκήνιο στο πέρασμα του χρόνου, ξεχάστηκε η μνήμη τους και υπάρχουν μόνο στα βιβλία και διαβάζονται από τους ειδικούς, χωρίς να συγκινούν πέρα από το χρόνο. 

Το πρώτο γεγονός είναι η ανθρώπινη κακία, σε συνδυασμό με το μένος του διαβόλου έναντι της Εκκλησίας και του Ευαγγελίου. Το Ευαγγέλιο ελέγχει τη ζωή μας. Δείχνει την αμαρτωλότητά μας. Μας καλεί σε μετάνοια. Μας ζητά να αλλάξουμε προσανατολισμό. Αυτή η στάση ζωής έρχεται σε αντίθεση με την κυριαρχία της κακίας στον κόσμο, όπως αυτή εκφράζεται μέσω του πνεύματος της εξουσίας, είτε σε ευρύτερο επίπεδο είτε σε καθημερινό. Οι μηχανισμοί της εξουσίας, με γνώμονα το συμφέρον, το κέρδος, την αποδοχή, την εκμετάλλευση του ανθρώπου, την φιλοδοξία και την φιλοπρωτία, αλλά και την φιληδονία, ελέγχονται από το ήθος της ταπεινής αγάπης, της διακονίας, της προσφοράς στον άλλο που αποτελεί την πεμπτουσία του ευαγγελικού μηνύματος. Και γι’ αυτό ουδέποτε αυτοί οι μηχανισμοί δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν το Ευαγγέλιο. Μπορεί να το ανέχτηκαν, ίσως και να το ανέχονται, αλλά δεν αναπαύονται μέσα σ’ αυτό, διότι βλέπουν την φαυλότητα και την αδυναμία τους. Και γι’ αυτό έκαναν και κάνουν ό,τι μπορούν για να διώξουν την Εκκλησία, άμεσα και έμμεσα. Σ’ αυτή την στάση παρωθεί και το δαιμονικό πνεύμα, το οποίο ζητεί να ρίξει τον άνθρωπο στον κρημνό μιας ζωής χωρίς Θεό. Παρ’ όλα αυτά, μηχανισμοί και διάβολος δεν μπόρεσαν να κατισχύσουν και να διαλύσουν την Εκκλησία.

Το δεύτερο γεγονός είναι η έλλειψη πίστης στην αιωνιότητα, καθώς η ανθρώπινη ύπαρξη δίδει μεγάλη σημασία στον ορθολογισμό και σ’ αυτό το οποίο

βλέπει δια των αισθήσεων. Το Ευαγγέλιο κηρύσσει κατεξοχήν την σχέση με τον Χριστό που οδηγεί τον άνθρωπο στην σωτηρία, δηλαδή στην αιώνια κοινωνία της αγάπης με τον αληθινό Θεό. Κηρύσσει την πίστη στην ψυχή ως δωρεά ζωής του Θεού και στην ανάσταση του σώματος, ώστε ο άνθρωπος, στην πληρότητά του, να χαίρεται «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Για να μπορεί όμως ο άνθρωπος να ζήσει έτσι, χρειάζεται να αναγνωρίσει τον Χριστό ως τον Θεό της αγάπης και της αλήθειας και αυτή η αναγνώριση δε νοείται εκτός της κοινωνίας με τους αδελφούς μας, δηλαδή εκτός της Εκκλησίας.

Μια τέτοια αναγνώριση όμως έρχεται σε ρήξη με το ορθολογιστικό πνεύμα, το οποίο κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει πως αληθινό είναι μόνο ό,τι προσεγγίζεται δια των αισθήσεων και επειδή ο θάνατος είναι το σταμάτημα της λειτουργίας των αισθήσεων και της δυνατότητας κοινωνίας που αυτές παρέχουν, δεν υπάρχει αιωνιότητα. Εξάλλου, η θεσμοποίηση της Εκκλησίας και η λειτουργία της για πολλούς ως θρησκείας, δηλαδή ως ενός μηχανισμού που παρηγορεί τον άνθρωπο για τον πόνο της αρρώστιας και του θανάτου, με σκοπό να επιβιώνουν οι λειτουργοί της και να διατηρείται η επιρροή της στις κοινωνίες, κάνει πολλούς να επιστρέφουν στην ερμηνεία και της Εκκλησίας με βάση τον μηχανισμό της εξουσίας, παραθεωρώντας ότι η αναγνώριση του Χριστού ως του Θεού της αγάπης και της αλήθειας δια της πίστεως, οδηγεί την ύπαρξη όχι απλώς σε υπέρβαση των θεσμικών λειτουργιών, αλλά και σε εσωτερικό αγιασμό-μεταμόρφωση της καρδιάς που την κάνει να βλέπει πέρα από τις αισθήσεις. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, χωρίς να περιφρονεί τον ορθολογισμό και τη γνώση δι’ αυτού και των αισθήσεων, διακηρύσσει την πίστη στην δυναμική της σχέσης με τον Χριστό που προσφέρει στον άνθρωπο μιαν άλλη γνώση, την Θεογνωσία, που οδηγεί στην αιωνιότητα.

Το τρίτο γεγονός είναι ένα πνεύμα ελιτισμού που υπήρχε και υπάρχει στον κόσμο μας και που κάνει όσους νομίζουν ότι έχουν και κατέχουν να περιφρονούν το λαό. Το Ευαγγέλιο ήρθε να ανατρέψει την λογική του ελιτισμού. Την λογική της μόρφωσης. Του πλούτου. Της διανόησης. Της καθαρότητας και της τελειότητας. Της επιγείου σοφίας. Της αίσθησης ότι ο άνθρωπος μπορεί να βρει το δίκιο του μέσα από τα κατασκευάσματά του. Το Ευαγγέλιο ήρθε να δοκιμάσει τους πτωχούς τω πνεύματι. Τους πράους και ταπεινούς τη καρδία. Τους ειρηνοποιούς. Εκείνους που νιώθουν μέσα τους την ανάγκη της θυσίας και της προσφοράς. Τους ελεήμονας. Τους πεινώντας και διψώντας την δικαιοσύνη της αγάπης. Τους πενθούντας για τις αμαρτίες και τις αδικίες τόσο τις δικές τους όσο και του κόσμου. Τους διωγμένους, τους περιφρονημένους, τους περιθωριοποιημένους από την κάθε λογής ελίτ. Όλους εκείνους, που ανεξαρτήτως των προσόντων τους, έβαζαν και βάζουν την Βασιλεία των Ουρανών ως όραμα και στόχο της ζωής τους. Εκείνους που βρίσκουν στην Εκκλησία το αληθινό νόημα της κοινωνίας. Και που αφήνουν τη ζωή τους να μεταμορφώνεται σε ζωή αγιοπνευματική και κοντά τους κάνουν και άλλους να μπορούν να χαίρονται και να βρίσκουν στηρίγματα. Και αυτοί βρίσκονται συνήθως ανάμεσα στο λαό, προέρχονται από αυτόν και δεν κρύβονται ούτε περιφρονούν τους πολλούς, αλλά ανοίγονται με αγάπη προς αυτούς.

Η αντοχή του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα «σάρκας και αίματος», αλλά αποκάλυψης, έμπνευσης και στήριξης από τον Θεό στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού και στην κοινωνία μαζί Του. Ας βυσσοδομούν λοιπόν οι εχθροί της πίστης και της Εκκλησίας, παλαιότεροι και σύγχρονοι. Ας διατυπώνουν όσες κατηγορίες θέλουν. Και οι ίδιοι καταλαβαίνουν ότι δεν μπορούν να αντισταθούν στον χείμαρρο της ζωής που δίνει το Ευαγγέλιο και γι’ αυτό ψάχνουν να βρούνε αδυναμίες στους εφαρμοστές του. Στην Εκκλησία ως θεσμό. Στους Επισκόπους και τους ιερείς. Στον καθημερινό πιστό. Όμως το Ευαγγέλιο θα παραμένει ο καθρέφτης εκείνος που θα τους κάνει να βλέπουν την κακία, τον ορθολογισμό και την αισθησιοκρατία τους, αλλά και το πνεύμα του ελιτισμού τους και θα ελέγχονται γιατί τελικά μισούν το φως. Και η Εκκλησία, στηριζόμενη στον Αρχηγό και Τελειωτή της πίστεώς μας, θα συνεχίσει να προσφέρει νόημα, ελπίδα και χαρά στον άνθρωπο, όσο κι αν οι περιστάσεις της ζωής δείχνουν δυσκολίες και θλίψεις.  Αμήν!  

 

Από το γραπτό μήνυμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

12.


Ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΗΣ

 

Οι άνθρωποι συνήθως είμαστε πεισματάρηδες στις επιλογές μας. Δυσκολευόμαστε να παραδεχτούμε ότι κάναμε λάθος, είτε διότι παρασυρθήκαμε από την λογική των πολλών είτε επειδή οι απόψεις μας δοκιμάζονται και αποδεικνύονται εσφαλμένες είτε επειδή οι προσωπικές μας εμπάθειες λειτουργούν, με αποτέλεσμα μέσα από τις προκαταλήψεις που αυτές γεννούν, να μην μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι σωστό και τι όχι. Υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες εμμένουμε στο σωστό με πείσμα και αποφασιστικότητα. Είναι όταν τα ζητήματα που μας απασχολούν έχουν να κάνουν με τον υπαρξιακό μας προσανατολισμό. Είναι ζητήματα κυριολεκτικά ζωής και θανάτου, νοηματοδότησης του κόσμου μας, επιλογών καίριων για την συνείδησή μας. Επειδή όμως τα περισσότερα ζητήματα που μας απασχολούν έχουν να κάνουν με πρόσωπα, με σχέσεις, με επιλογές που μπορούν να μας εξασφαλίσουν άνεση και ευτυχία ή να μας οδηγήσουν σε ήττα και αποτυχία, οι αποφάσεις μας δεν είναι καρπός πλήρους εξέτασης των πραγμάτων, αξιοποίησης όλων των πληροφοριών. Συνήθως έρχονται παρορμητικά. Είναι στιγμιαία κολλήματα του νου, ο οποίος αποδέχεται ιδέες, προπαγάνδες, πρόσωπα που κάποτε με απίστευτα και τερατώδη ψέματα προσπαθούν να τον προσελκύσουν. Λείπει η διάκριση από τον νου και την καρδιά μας. Κι όταν συνειδητοποιήσουμε το λάθος μας, δεν είμαστε έτοιμοι να το παραδεχτούμε. Να σκεφτούμε ότι αποφασίσαμε με κριτήριο το δέντρο και όχι το δάσος, το μέρος αντί του όλου. Λειτουργεί ο εγωισμός και η αίσθηση ότι δεν μπορεί να έχουμε σφάλει τόσο προφανώς.  Και εμμένουμε στο λάθος, ακόμη κι αν αυτό λειτουργεί καταστροφικά τόσο για το άτομο όσο και για το σύνολο.

Μία από τις πιο συγκλονιστικές μεταστροφές στην παγκόσμια Ιστορία είναι αυτή του Αποστόλου Παύλου. Μαζί με την μετάνοια του ληστή επάνω στον σταυρό αποτελούν δύο παραδείγματα ριζικής αλλαγής, αποστασιοποίησης από την εμμονή του «έχω δίκιο» και ότι «μόνο η κρίση μου είναι σωστή». Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο ριζικές μεταστροφές ήρθαν μετά την συνάντηση με το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού.

Ο ληστής έφυγε από το ηθικό τέλμα να οικειοποιείται ό,τι δεν του ανήκε, να έχει παραιτηθεί από την εργατικότητα, ίσως και από την ταπείνωση της φτώχειας, και είχε επιλέξει την οδό της δύναμης και της εξουσίας που αυτή φέρνει. Ξόδεψε όλο τον χρόνο της ζωής του σ’ αυτό το μάταιο παιχνίδι, του προσωπικού θριάμβου με σκοπό τα υλικά αγαθά και την νίκη κατά τω άλλων. Το άτομό του ήταν το κέντρο του κόσμου. Ληστεύοντας εκδικούνταν την κοινωνία γιατί δεν αναγνώριζε την αξία του. Τελικά η ίδια η κοινωνία τον καταδίκασε σε θάνατο. Πάντοτε υπάρχει κάποιος πιο ισχυρός, πιο εξουσιαστής από εμάς. Και ο επαναστάτης συντρίβεται. Όμως την στιγμή της ήττας που φάνταζε οριστική, ο ληστής συναντά μέσα στον πόνο και την απόγνωση του θανάτου τον Εσταυρωμένο. Και δεν αλλάζει απλώς ηθικά, αλλά οντολογικά. Η συνείδησή του φωτίζεται. Αναγνωρίζει την ματαιότητα της ζωής του, την αμαρτίας της διότι θεοποίησε το εγώ του, πέρα από το αν είχε και δίκια, και ζητά την μνήμη του Χριστού όταν έρθει στην Βασιλεία Του. Αλλάζει εντός του, ομολογεί και σώζεται.

Ο Παύλος λειτουργεί σε διαφορετική προοπτική. Δεν είναι ατομιστής, αλλά πιστός της θρησκείας του και μάλιστα ζηλωτικά. Δεν βλέπει τον εαυτό του έναντι της κοινωνίας, αλλά τον βλέπει συντηρητή της αλήθειας στην οποία πιστεύει και αυτός και οι συμπατριώτες του. Είναι υπερασπιστής της συλλογικότητας και έτοιμος να πεθάνει γι’ αυτήν, αλλά και να σκοτώσει για χάρη του ευγενούς σκοπού του. Διαπνέεται από υψηλά ιδανικά. Δεν είμαι εγώ που έχω αξία, αλλά η κοινότητα στην οποία ανήκω. Η κοινότητα είναι πιο πάνω από το άτομο. Έτσι ομολογεί ο ίδιος ότι «καθ’ υπερβολήν εδίωκον την Εκκλησίαν του Χριστού και επόρθουν αυτήν» (Γαλ. 1, 13). «Καταδίωκα με πάθος την Εκκλησία του Χριστού και προσπαθούσα να την εξαφανίσω», γιατί αισθανόμουν ότι αποτελεί απειλή για την κοινότητά μου. Οι πιστοί στον Χριστό δεν ακολουθούσαν απλώς μία οδό για τον εαυτό τους. Η ύπαρξή τους θα ήταν καταστροφή για την δική μου πίστη, διότι όχι μόνο την αμφισβητούσαν έμπρακτα, αλλά τραβούσαν στους κόλπους τους τούς συμπατριώτες μου, τους πιστούς της δικής μου παράδοσης και κοινότητας.

Ο Παύλος συναντά τον Χριστό όχι από επιλογή του, αλλά επειδή ο ίδιος ο Κύριος ήξερε ότι τα κίνητρα του ήταν υψηλά. Τον είχε προορίσει να είναι σκεύος εκλογής του. Και τον οδηγεί σε μία νέα πορεία, διότι γνωρίζει την τιμιότητα της συνείδησής του, τη αφιέρωσή του στην αλήθεια. Και η μεταστροφή του Παύλου είναι οντολογική, υπαρξιακή. Μόνο που τώρα δεν υπερασπίζεται την κοινότητά του με την βία, την εξουσία, τον δυναμισμό, τον φανατισμό που πηγάζει από τον φόβο. Υπηρετεί μια καινούργια κοινότητα και την επαυξάνει με την αφιέρωσή του, διαλέγοντας μία νέα συλλογικότητα: αυτή η οποία στηρίζεται  στη αγάπη, αγκαλιάζοντας το κάθε μέλος της. Αυτή η οποία δεν γκρεμίζει τους θεσμούς της κοινωνίας, αλλά τους ανανεώνει. Αυτή η οποία δεν κηρύττει εξουσία, αλλά διακονία. Αυτή η οποία δεν μένει στη γη, αλλά έχει το πολίτευμα εν ουρανοίς. Αυτή η οποία πηγάζει από την κοινωνία των προσώπων με τον Χριστό και είναι ανοιχτή στον καθέναν που θέλει να δει, να ενστερνισθεί, να ενταχθεί. Δεν είναι η κοινότητα πάνω από το άτομο. Είναι η συμπόρευση κοινότητας και ατόμου σε ένα ήθος αγάπης και ελευθερίας, κυρίως όμως διαρκούς συνάντησης με τον Χριστό.

Και ο ληστής και ο Παύλος δεν στάθηκαν πεισματικά στις απόψεις και στην μέχρι τότε  ζωή τους. Αφέθηκαν στην αγάπη του Χριστού και μετεστράφησαν. Είδαν ότι κριτήριο δεν μπορεί να είναι ούτε ο εαυτός τους ούτε οι ιδέες των πολλών, αλλά ο Θεός της Αγάπης. Και συνέβαλαν ώστε να αλλάξει η πορεία της ανθρωπότητας, δίνοντάς μας ο πρώτος την ελπίδα ότι όσο άσχημη κι αν είναι η ζωή μας, υπάρχει το «Μνήσθητι», ενώ ο δεύτερος ότι δεν αρκεί να παλεύεις για συλλογικές ιδέες, μνήμες και παραδόσεις, αλλά χρειάζεται να βρεις την «Οδό, την αλήθεια και την ζωή» για να έχει η κοινότητά σου και η ζωή σου σ’ αυτήν όντως νόημα. Ο δρόμος από κει και πέρα είναι ανοιχτός, ανάλογα με το θέλημα του Θεού. Ο ληστής μπήκε πρώτος στην Βασιλεία του Θεού, ενώ ο Παύλος έγινε ο πρώτος μετά τον Ένα.

Χρειάζεται να ξαναδούμε την ζωή και τις απόψεις μας σ’ αυτή την προοπτική του Ευαγγελίου, της συνάντησης με τον Χριστό. Να φωτιστούν οι επιλογές μας όχι από το κριτήριο της πρόσκαιρης συναισθηματικότητας και της ικανοποίησης των παρορμήσεών μας, ούτε και από το αίσθημα ότι έχουμε αποστολή να διαφυλάξουμε τις αξίες των πολλών, αλλά να δούμε την ζωή μας μέσα από την σχέση με τον Χριστό. Μετάνοια σε προσωπικό επίπεδο και υπαρξιακή αλλαγή με εμπιστοσύνη στον Χριστό και σε συλλογικό επίπεδο ενστερνισμό του ήθους της αγάπης, της ελευθερίας και της Αλήθειας. Ό,τι ο Χριστός μας δίνει, γιατί είναι ο Ίδιος η ενσάρκωσή τους!

 

Κέρκυρα, 22 Οκτωβρίου 2017

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός