Ἄγνωστος συγγραφεύς

Ὁ ἱερομόναχος πατὴρ σεραφεὶμ Ρόουζ, κατὰ κόσμον Εὐγένιος, γεννήθηκε σὲ μία τυπικὴ μεσαία ἀμερικάνικη οἰκογένεια στὸ Σὰν Ντιέγκο τῆς Ἀμερικῆς, τὸ 1934.
Τελειώνοντας τὸ γυμνάσιο, ἄρχισε νὰ ψάχνει τὴν «ἀλήθεια», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος καὶ καθὼς δὲν τὴν ἔβρισκε στὴν κοινωνία στὴν ὁποία ζοῦσε, ἄρχισε νὰ ἐπαναστατεῖ. Ὁ ἴδιος εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀπορρίψει τὸν χριστιανισμὸ τῆς Ἀμερικῆς, ἔτσι ὅπως τὸν βίωναν οἱ ἄνθρωποι γύρω του, θεωρώντας τον κοσμικό, ἀδύναμο καὶ ψεύτικο. Πίστευε ὅτι αὐτὸς ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε βάλει τὸν Θεὸ σ’ ἕνα καλούπι.

Στράφηκε λοιπὸν στὰ ἄθεα ἔργα τοῦ Νίτσε ποὺ ἐπηρέασαν βαθύτατα τὴν ψυχή του. Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὅταν ἡ ψυχὴ πελαγοδρομεῖ μέσα στὴν ἀθεΐα, ἔπεσε σὲ πλήρη ἀπόγνωση καὶ σὲ μία κατάσταση ποὺ ὁ ἴδιος περιγράφει ἀργότερα ὡς «ζωντανὴ κόλαση». Ἔνιωθε ὅτι δὲν μποροῦσε μὲ τίποτα νὰ ἐνταχθεῖ στὸν σύγχρονο κόσμο ποὺ ζοῦσε, ὅτι κανεὶς δὲν τὸν καταλάβαινε, οὔτε κἄν ἡ οἰκογένειά του. Ἔνιωθε ὅτι γεννήθηκε σὲ λάθος μέρος, σὲ λάθος χρόνο. Τοῦ ἄρεσε νὰ περπατᾶ κάτω ἀπὸ τὰ ἀστέρια, ἀλλὰ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν συναρπάσει, ἀφοῦ σὲ τίποτα δὲν πίστευε.

Τὸν πόνο ποὺ τοῦ ἄφηνε τὸ κενὸ πάλευε νὰ τὸν πνίξει μέσα στὸ ποτό. Πονοῦσε καὶ μεθοῦσε. Ὁ πόνος του προερχόταν ἀπὸ τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ θεὸς τὸν κυνηγοῦσε ἀσταμάτητα, γι’ αὐτὸ μεθοῦσε καὶ Τοῦ φώναζε, πολλὲς φορὲς μὲ θυμό, νὰ τὸν ἀφήσει ἥσυχο. Κάποτε μεθυσμένος στάθηκε πάνω στὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, σήκωσε τὴ γροθιά του στὸν οὐρανό, καταράστηκε τὸν Θεὸ καὶ Τὸν προκάλεσε νὰ τὸν στείλει στὴν κόλαση. Πίστευε ὅτι ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἀδιαφορίας ποὺ βρισκόταν ἦταν προτιμότερη ἡ κόλαση, ἀφοῦ τότε θὰ ἦταν σίγουρος ὅτι ὁ Θεὸς ὑπῆρχε καὶ δὲν θὰ βασανιζόταν ἀπὸ τὶς ἀτέλειωτες ἀμφιβολίες του. Ἔστω καὶ γιὰ τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ θὰ τὸν τοποθετοῦσαν στὴν κόλαση, ἔνιωθε ὅτι ἀκόμα καὶ γι’ αὐτὴ τὴ στιγμὴ μποροῦσε νὰ κολαστεῖ.

Ἀργότερα, στὶς δεκαετίες τοῦ 50 καὶ 60, ὁ Εὐγένιος ἄρχισε νὰ μελετᾶ τὸν Βουδισμὸ καὶ ἔγινε ὀπαδός του. Παράλληλα ἔμαθε τὴν κινέζικη γλώσσα ἄπταιστα μὲ σκοπὸ νὰ μελετήσει ἀρχαῖα ἀνατολικὰ κείμενα στὴν πρωτότυπη γλώσσα τους, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ βρεῖ τὴν ἀλήθεια μέσα σὲ αὐτά. Ὡστόσο δὲν τὴ βρῆκε οὔτε στὸν βουδισμό, ἀλλὰ ἀνακάλυψε ὅτι ὁ βουδισμὸς τὸν βύθισε σὲ μεγαλύτερο κενό. Συνέχισε ν’ ἀναζητᾶ τὴν ἀλήθεια ποὺ πάντα τοῦ διέφευγε. Ἀναζητώντας τὴ βρέθηκε ἀνάμεσα στὶς ἀρχαῖες θρησκεῖες καὶ παραδόσεις καὶ σὲ ἄλλους δρόμους ἀδιέξοδους.

Κάποτε ἐπισκέφθηκε μία ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Γράφει ἀργότερα γι’ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία: «Ὅταν ἐπισκέφθηκα μία ὀρθόδοξη ἐκκλησία γιὰ πρώτη φορά, μοῦ συνέβη κάτι ποὺ σὲ κανένα βουδιστικὸ ἢ ἄλλο ἀνατολικὸ ναὸ δὲν εἶχα νοιώσει. Κάτι μέσα στὴν καρδιά μου μοῦ εἶπε ὅτι γύρισα σπίτι. Ἡ ἔρευνά μου γιὰ τὴν ἀλήθεια εἶχε τελειώσει. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη τῆς ὀρθοδοξίας καὶ μὲ τὴν συναναστροφή μου μὲ ὀρθοδόξους, μία καινούργια σκέψη γεννήθηκε στὸ μυαλό μου: ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἰδέα, ἀλλὰ εἶναι πολὺ συγκεκριμένη καὶ ἀξίζει ν’ ἀγαπιέται μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι. Ἔτσι, γνώρισα τὸν Χριστό».

Πρὶν ἀνακαλύψει ὁ Εὐγένιος τὴν ἀλήθεια ὑπέφερε ἀπὸ τὴν ἀτέλειωτη ἔλλειψή της. Τώρα ποὺ τὴν βρῆκε ὑπέφερε γιὰ χάρη της. Ἀφιέρωσε τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ ζώντας γι’ αὐτὴ τὴν Ἀλήθεια καὶ μάλιστα σκοτώνοντας τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ τὴν παραδώσει σὲ ἄλλους. Μαζὶ μ’ ἕνα νεαρὸ Ρῶσο ποὺ ὀνομαζόταν Γκλὲμπ συγκρότησαν μία ἀδελφότητα ποὺ τὴν ὀνόμασαν «ὁ Ἅγιος Γερμανὸς τῆς Ἀλάσκα». Ζοῦσαν πλέον μαζὶ ἀφιερωμένοι στὴν ἱεραποστολὴ τῆς Ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Γιὰ πνευματικό τους διάλεξαν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, ποὺ μὲ τὴν βοήθεια, τὶς προσευχὲς καὶ τὶς εὐλογίες του, συγκρότησαν τὴν ἱεραποστολικὴ ἀδελφότητα.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μαξίμοβιτς εἶχε ἤδη προφητέψει ἀπὸ τὸ 1967 περίπου, λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, ὅτι σὲ λίγα χρόνια στὴν Καλιφόρνια θὰ γινόταν ἕνα ὀρθόδοξο ἱεραποστολικὸ μοναστήρι. Ὁ Εὐγένιος λοιπὸν καὶ ὁ Γκλὲμπ ἄνοιξαν ἕνα βιβλιοπωλεῖο στὰ πλαίσια τῆς ἱεραποστολῆς τους, ἐνῶ νυχθημερὸν μετέφραζαν θρησκευτικὰ κείμενα Πατέρων καὶ ἄλλα, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχαν μεταφραστεῖ στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα καὶ παράλληλα τὰ τύπωναν μ’ ἕνα χειροκίνητο παλιὸ τυπογραφικὸ μηχάνημα, τὸ ὁποῖο ἀγόρασαν, γιὰ νὰ ἔχουν ἔτσι τὴν δυνατότητα νὰ διαδώσουν τὴν Ὀρθοδοξία στὴν περιοχή τους καὶ ἀκόμα παραπέρα.

Ἐπειδὴ ὅμως γρήγορα ὁ κόσμος καὶ ἡ πόλη τοὺς κούρασε, καὶ ἐπειδὴ οἱ ψυχὲς τοὺς λαχταροῦσαν νὰ ἀνέβουν ἀκόμα ὑψηλότερα, ὅσο γίνεται πιὸ κοντὰ στὸ Θεό, ἐγκαταλείπουν τὴν πόλη καὶ μεταφέρουν τὸ τυπογραφεῖο τοὺς σ’ ἕνα ἐρημικὸ μέρος τῆς βόρειας Καλιφόρνιας, στὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ τὴ φύση ποὺ ἐφτίαξε ὁ Θεός. Ἐκεῖ, χωρὶς νερὸ τρεχούμενο, χωρὶς ρεῦμα καὶ τηλέφωνο, ἄρχισαν νὰ ζοῦν σὰν ἀσκητὲς παλαιῶν χρόνων, μὲ μόνιμους συντρόφους τὶς ἀρκοῦδες, τὶς νυχτερίδες, τὰ φίδια καὶ τὰ ἄλλα ἑρπετὰ τῆς ἐρημιᾶς ἐκείνης.

Καὶ ἔφτασε ἡ ὥρα γιὰ τοὺς δύο φίλους νὰ ἑνωθοῦν γιὰ πάντα μὲ τὸ θεὸ καὶ ν’ ἀφιερωθοῦν ἐξ’ ὁλοκλήρου σ’ Ἐκεῖνον, ὅπως ἦταν ἄλλωστε καὶ ὁ πόθος τῆς καρδιᾶς τους. Ἦταν τὸ 1970, ὅταν οἱ δύο φίλοι ἔγιναν μοναχοὶ καὶ ὁ Εὐγένιος ἔλαβε τὸ ὄνομα Σεραφείμ, ἀπὸ τὸν γνωστὸ ἅγιο τῆς Ρωσίας ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ καὶ ὁ Γκλὲμπ ἔλαβε τὸ ὄνομα Γερμανός, ἀπὸ τὸν ἅγιο Γερμανὸ τῆς Ἀλάσκα.

Οἱ δύο μοναχοί, μέσα στὴν ἔρημο μακριὰ ἀπὸ τὸν θόρυβο τοῦ κόσμου, ἔγιναν μία ψυχή, θυσιάζοντας τὸν ἑαυτό τους καὶ μεταφράζοντας συνεχῶς ὀρθόδοξα κείμενα, Πατέρες, κηρύγματα, διδαχὲς γιὰ νὰ ὑπάρχουν ὅσο τὸ δυνατὸν διαθέσιμα ἀγγλικὰ κείμενα γιὰ νὰ μοιράζουν στὸν κόσμο καὶ νὰ κερδίζουν ψυχές. Ἔτσι λοιπόν, ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Μαξίμοβιτς, ἀφοῦ ἕνα ὀρθόδοξο ἱεραποστολικὸ μοναστήρι ἱδρύεται ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς στὴν Καλιφόρνια.

Κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κεριῶν, στὸ μικρὸ κελὶ τοῦ ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἔγραφε πολλὰ βιβλία γιὰ τὴν πνευματικότητα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καὶ μετέφραζε πατερικὰ κείμενα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα. Αὐτὰ τὰ χρόνια, στὶς κομμουνιστικὲς χῶρες, τὰ γραπτά του γιὰ τὸν πόνο καὶ τὴν ψυχὴ μετὰ τὸν θάνατο εἶχαν ἀνυπολόγιστη ἐπίδραση σὲ ἑκατομμύρια ψυχές. Τὰ γραπτά του κρυφὰ μεταφέρθηκαν καὶ μοιράστηκαν ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ πίστη στὴν κομμουνιστικὴ Ρωσία καὶ ἀλλοῦ, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, ἀφοῦ ὅποιον συνελάμβαναν νὰ μοιράζει ὀρθόδοξα ἔντυπα, βιβλία ἢ φυλλάδια μποροῦσαν ἄνετα καὶ νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Τὸ μήνυμα τοῦ π. Σεραφεὶμ γιὰ τὸν πόνο καὶ τοὺς διωγμοὺς χάρη τῆς πίστης μας στὸ Χριστό, συγκίνησε βαθύτατα τὸν λαὸ ποὺ σταυρωνόταν ἀπὸ τὸ ἀθεϊστικὸ καθεστώς. Μέχρι καὶ σήμερα στὴ Ρωσία τὰ ἔργα τοῦ π. Σεραφεὶμ εἶναι πασίγνωστα καὶ ἀπολαμβάνουν μεγάλη ἐκτίμηση.

Τὸ 1982 ὁ π. Σεραφεὶμ μιλᾶ σ’ ἕνα πανεπιστήμιο γιὰ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν. Ἕνας φοιτητὴς ποὺ τὸν παρακολουθεῖ καθηλωμένος ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ ποὺ ὁ ἴδιος θὰ γίνει ἀργότερα μοναχὸς στὸ μοναστήρι τοῦ π. Σεραφείμ, γράφει: «Αὐτὸ ποὺ μὲ ἐντυπωσίασε πιὸ πολὺ στὸν π. Σεραφεὶμ ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ποὺ θυσίαζε ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν Θεό. Δὲν ἦταν ἕνας καθηγητὴς Πανεπιστημίου ποὺ ἀποζητοῦσε χρήματα, οὔτε ἕνας θρησκευτικὸς ἡγέτης ποὺ ἐπιζητοῦσε δύναμη καὶ δόξα. Ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς ποὺ ποθοῦσε ἀπάνω ἀπ’ ὅλα τὴν ἀλήθεια. Πιστεύω ὅτι αὐτὸς θὰ μποροῦσε καὶ νὰ πεθάνει γιὰ τὴν ἀλήθεια, γιὰ τὴν ὁποία ἤδη φαινόταν ὅτι εἶχε ἀρχίσει νὰ πεθαίνει».

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ π. Σεραφεὶμ γίνεται ἱερέας καὶ ἕνα πολὺ σπουδαῖο ἔργο ποὺ χαρακτηρίζει τὴ ζωὴ του εἶναι οἱ ἀναρίθμητες βαπτίσεις ποὺ κάνει. Ἕνας σύγχρονος ἀπόστολος, ποὺ ἐκπλήρωσε τὸ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μὲ τὶς μεταφράσεις του καὶ τὶς ἐκδόσεις του μαθήτευσε τὸ ἔθνος τῶν Ἀμερικανῶν στὴν ὀρθοδοξία. Καὶ μὲ τὶς βαπτίσεις του ἔσωσε χιλιάδες ψυχὲς ποὺ ὁδηγήθηκαν στὴν ἀλήθεια χάρη σ’ αὐτόν.

Ὅτι εἶναι ὁ π. Κοσμᾶς Γρηγοριάτης γιὰ τὴν Ἀφρική, εἶναι ὁ π. Σεραφεὶμ γιὰ τὴν Ἀμερική. Τὸ ὄνομά του, τὸ ἔργο του, ἡ δράση του ἐξαπλώθηκε ὅμως καὶ πέρα ἀπὸ τὴν Ἀμερική. Ἀκόμη καὶ στὴ χώρα μας ἔχουν τὰ τελευταῖα χρόνια μεταφραστεῖ λίγα ἀπὸ τὰ ἔργα του. Ἀρκοῦσαν λίγα χρόνια ἐπίγειας ζωῆς γιὰ ν’ ἀναδείξουν στὸν οὐρανὸ ἕνα μεγάλο ἅγιο ποὺ ὁ χρόνος καὶ ὁ Θεὸς θὰ δικαιώσουν. Καὶ μιλᾶμε γιὰ λίγα χρόνια ἐπίγειας ζωῆς γιατί, ἐνῶ ὁ π. Σεραφεὶμ ἔγραφε, μετέφραζε καὶ βάπτιζε, τελείως ξαφνικὰ ἀρρώστησε βαριά, ἕως θανάτου. Ἦταν καλοκαίρι τοῦ 1982 καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἀνυπόφορη ζέστη, εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ φρικτοὺς πόνους. Τὰ ὑπέμεινε ὅμως ὅλα, χωρὶς νὰ γογγύζει καθόλου.

Παρ’ ὅλο ποὺ πονοῦσε τόσο πολύ, δεχόταν τοὺς προσκυνητὲς ποὺ ἔφταναν στὸν μοναστήρι, στὸ κελί του, γιὰ νὰ τοὺς δώσει συμβουλές, γιὰ νὰ τοὺς ἁπαλύνει τὸν πόνο τους, γιὰ νὰ προσφέρει μέχρι τελευταία στιγμὴ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ του. Ἐπ’ οὐδενὶ δὲν ἤθελε ν’ ἀφήσει τὸ μοναστηράκι του καὶ τὸ ἀσκητικὸ κελί του γιὰ νὰ παρηγορηθεῖ ἔστω λίγο μέσα στὸ θάλαμο ἑνὸς νοσοκομείου.

Ὅταν ὅμως ἔπεσε λιπόθυμος μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, οἱ πατέρες τὸν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο, ἐνῶ ἐκεῖνος ψιθύριζε συνεχῶς «δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός». Οἱ γιατροὶ στὸ νοσοκομεῖο ἁπλῶς διαπίστωσαν ὅτι ἡ ἀρρώστια του ἦταν σπάνια καὶ ἀνίατη καὶ εἶχε ἤδη προκαλέσει γάγγραινα στὸ παχὺ ἔντερο. Μάλιστα οἱ γιατροὶ ἐξέφρασαν τὴν ἀπορία τους πῶς δὲν οὐρλίαζε ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ πῶς ἄντεχε χωρὶς νάρκωση.

Τὸν ἔβαλαν ἀμέσως στὸ χειρουργεῖο, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχουν καὶ πολλὲς ἐλπίδες. Πραγματικὰ στὴν ἐγχείρηση διαπίστωσαν ὅτι εἶχαν πειραχτεῖ καὶ ἄλλα ζωτικὰ ὄργανα, μὲ ἀποτέλεσμα παρόλο ποὺ τοῦ ἀφαίρεσαν ἕνα κομμάτι τοῦ παχέως ἐντέρου, νὰ μὴ δίνουν περισσότερο ἀπὸ 2% πιθανότητες ν’ ἀναρρώσει.

Τὸ νέο διαδόθηκε ἀστραπιαία καὶ κόσμος ἄρχισε νὰ συρρέει ἐλπίζοντας ὅλοι σ’ ἕνα θαῦμα. Ἔνιωθαν ὅτι ἔχαναν τὸν πατέρα του, τὸ στήριγμά τους, τὴν ἐλπίδα τους. Ἀπὸ ἐκεῖνον ἔμαθαν γιὰ τὸ Χριστό, ἀπὸ τὰ χέρια του βαπτίστηκαν καὶ ἀπὸ τὰ χέρια του λάμβαναν τακτικὰ τὸ σωτήριο φάρμακο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Δὲν τὸ χωροῦσε ὁ νοῦς τους ὅτι θὰ τὸν ἔχαναν. Καθημερινὰ βέβαια ἦταν κοντὰ του οἱ πατέρες ἀπὸ τὸ μοναστήρι του καὶ εἰδικὰ ὁ π. Γερμανὸς ποὺ μαζὶ ἦταν μία ψυχὴ σὲ δύο σώματα.

Καθὼς τὸ τέλος πλησίαζε, ὁ π. Γερμανὸς γι’ ἄλλη μία φορά, ὅπως τακτικὰ ἔκανε, τὸν ἐξομολόγησε καὶ πάλι, τὸν κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων καὶ κατόπιν τέλεσε τὸ εὐχέλαιο. Ὅταν τοῦ ἔτεινε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ ἐνῶ ὁ π. Σεραφεὶμ βρισκόταν πλέον σὲ κωματώδη κατάσταση- ὢ τοῦ θαύματος!- ἀνασηκώθηκε καὶ ἀφοῦ προσκύνησε τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο μὲ τόσο ζῆλο καὶ πίστη ὑπηρέτησε καὶ διέδωσε, ἐξουθενωμένος, ἔπεσε πάλι στὴν ἴδια κωματώδη κατάσταση.

Ὅταν ἦρθε τὸ τέλος, ἦταν ἕνα πραγματικὸ μαρτύριο. Πάντα ἔλεγε ὅτι πρέπει νὰ ὑποφέρουμε πόνους καὶ μαρτύρια γιατί ὁ πόνος καθαρίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν φέρνει πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Τὸ τέλος του ἦταν ἕνα μαρτύριο. Ὅπως κι ὁ Χριστὸς μας ὑπέφερε τόσα πολλὰ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἔτσι καὶ ὁ π. Σεραφεὶμ γιὰ τὴν Ἀγάπη Του καὶ τὴν Ἀλήθειά Του, ὑπέφερε ἕως τέλους τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας του ποὺ τὸν ἔφερε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Νυμφίου του Χριστοῦ γιὰ ν’ ἀπολαύσει πλέον στὴν ἄλλη ζωή, στὰ οὐράνια σκηνώματα τοῦ Παραδείσου, ὅσα ὀνειρεύτηκε ἀπὸ παιδὶ ἡ ἁγνὴ ψυχή του. Ἂν καὶ ἦταν Αὔγουστος καὶ ἡ θερμοκρασία ἦταν σὲ πολὺ ὑψηλὰ ἐπίπεδα καὶ παρόλο ποὺ τὸ σκήνωμά του γιὰ τρεῖς ἡμέρες ἐκτέθηκε σὲ προσκύνημα, ὡστόσο ὄχι μόνο δὲν μύρισε, ἀλλὰ εὐωδίαζε.

Στὸ πρόσωπό του τὸ τόσο ταλαιπωρημένο καὶ χαραγμένο πρὶν ἀπὸ τοὺς πόνους, ἁπλώθηκε ἕνα μειδίαμα, ἀμέσως μόλις παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Οὐράνιου Νυμφίου του. Εἶδε πλέον μὲ τὰ μάτια του, μὲ τὴν ἴδια του τὴν ψυχή, τὴν Ἀλήθεια, γιὰ τὴν ὁποία τόσο πάλεψε, τόσο ἀναζήτησε καὶ τόσο θυσιάστηκε.