Ἄγνωστος συγγραφεύς

 
Εἰσαγωγικὸ Κείμενο

Ἡ Διδαχὴ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, Διδαχαὶ τῶν ἀποστόλων ἢ ἁπλὰ Διδαχή, εἶναι ἕνα πρωτοχριστιανικὸ κείμενο. Ἡ χρονολόγηση τῆς συγγραφῆς του ποικίλλει μεταξὺ μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν ἀπὸ τὸ 70 ἕως καὶ τὸν 3ο αἰώνα.

Προέλευση καὶ τόπος συγγραφῆς

Ὑπάρχει ἡ ἄποψη πὼς τὸ ὄνομα ποὺ δόθηκε στὸ βιβλίο στὴν προσπάθεια νὰ τοῦ ἀποδοθεῖ ἀποστολικὴ προέλευση καὶ συγγραφὴ τὸ καθιστᾶ ψευδεπίγραφο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, θεωρεῖται πὼς τὸ ὄνομα χρησιμοποιήθηκε ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι περιλαμβάνει τὶς διδαχὲς καὶ τὴν σύνοψη τῶν διευθετήσεων τῶν δώδεκα ὅπως παρουσιάστηκαν ἀπὸ τῶν τρίτο καὶ τέταρτο κύκλο τῶν ἀποστόλων (Σίλας, Τιμόθεος, Τίτος κ. ἄ.). Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι ἔχαιρε ἰδιαίτερης ἐκτίμησης ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία.

Πιστεύεται ὅτι ἡ συγγραφὴ του ἔγινε στὴν περιοχὴ τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης, ἐνῶ πιθανοὶ τόποι θεωροῦνται καὶ ἡ Αἴγυπτος ἀλλὰ καὶ ἡ Μικρὰ Ἀσία. Τὸ κείμενο αὐτὸ μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἕνα ἐγχειρίδιο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἕνας σύντομος πρακτικὸς ὁδηγὸς γιὰ τὴ διαπαιδαγώγηση τῶν πρώτων χριστιανῶν καὶ κυρίως τῶν κατηχουμένων. Συνήθως συμπεριλαμβάνεται στὸ σύνολο τῶν συγγραμμάτων ποὺ συνεγράφησαν ἀπὸ τοὺς ἀποκαλούμενους «Ἀποστολικοὺς Πατέρες».

Ἡ Διδαχὴ θεωρεῖται ὅτι ἀποτελεῖ σύνθεση ἑνὸς Ἰουδαϊκοῦ ἔργου ὀνόματι «Οἱ Δύο Ὁδοὶ» καὶ ἄλλων βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Προφανῶς τὸ πρωτότυπο ἔργο «Οἱ Δύο Ὁδοὶ» εἶχε εὐρύτερη κυκλοφορία μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν ἀπ’ ὅ,τι ἡ Διδαχή. Ἡ Διδαχὴ διατείνεται ὅτι καταγράφει τὴ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων πρὸς τοὺς Ἐθνικούς. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν βραχυλογία καὶ τὴν γενικὴ ἐναρμόνισή του μὲ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ χαίρει ἡ Διδαχὴ ἰδιαίτερης ἐκτίμησης κατὰ τὴν πρώιμη περίοδο. Ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Ὠριγένης κάνουν χρήση τῆς Διδαχῆς θεωρώντας την μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἄποψη ποὺ συνέχισε νὰ ὑφίσταται στὴν Αἴγυπτο. Παρόμοια εἶναι καὶ ἡ χρήση της στὸ ἔργο Ἀποστολικὲς Διαταγές, τὸ ὁποῖο συντάχθηκε κατὰ τὸν 3ο ἢ 4ο αἰώνα στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ἀντίθετα, ὁ Εὐσέβιος κατατάσσει σαφῶς τὴ Διδαχὴ στὰ νόθα ἔργα, ἐνῶ ὁ Ἀθανάσιος ἀναφέρει ὅτι βρίσκεται ἀνάμεσα στὰ “παραγεγραμμένα καὶ νόθα καὶ ἀπόβλητα” ἔργα καὶ ὅτι «οὐδὲν τούτων, τῶν ἀποκρύφων μάλιστα, ἔγκριτον ἢ ἐπωφελὲς».

Τὸ κείμενο τῆς Διδαχῆς ἦταν ἄγνωστο μέχρι τὸ 1873 ὁπότε ἀνακαλύφθηκε ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Νικομηδείας Φιλόθεο Βρυέννιο (1833-1917) στὸν ὑπ’ ἀριθμ. 54 Κώδικα τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ χρονολογεῖται στὸ 1056.

Πηγὴ Εἰσαγωγικοῦ Κειμένου: el.wikipedia.org

Κείμενο σὲ Νεοελληνικὴ Ἀπόδοση

Διδαχὴ Ἀποστόλων

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΟΥ ΔΙΑΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΕΘΝΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ

Α΄
1. Ὑπάρχουν δύο ὁδοί, μία τῆς ζωῆς καὶ μία τοῦ θανάτου (Ἱερ.21,8), ὑπάρχει δὲ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα σ’ αὐτές.

2. Ἡ ὁδὸς λοιπὸν τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἑξῆς: πρῶτο, νὰ «ἀγαπᾶς τὸ Θεὸ ποὺ σὲ δημιούργησε· δεύτερο, τὸν πλησίον σου ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτόν σου» (Ματθ.22,37-39. Σοφ. Σειρὰχ 7,30), καὶ ὅσα δὲν θέλεις νὰ γίνουν εἰς βάρος σου, νὰ μὴν τὰ κάνεις καὶ σὺ σὲ ἄλλον (Τωβὶτ 4,15)..

3. Ἡ διδασκαλία τῶν λόγων αὐτῶν εἶναι ἡ ἑξῆς. «Νὰ εὐλογεῖτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς καταρῶνται, νὰ προσεύχεσθε γιὰ τοὺς ἐχθρούς σας» (Ματθ. 5,44-46. Λουκᾶ 6,27-28) καὶ νὰ νηστεύετε γι’ αὐτοὺς ποὺ σᾶς καταδιώκουν. Γιατί ποιὸ τὸ ὄφελος, ἐὰν ἀγαπᾶτε ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν; Τὸ ἴδιο δὲν κάνουν καὶ οἱ ἐθνικοί; Ἐσεῖς ὅμως ν’ ἀγαπᾶτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς μισοῦν» (Ματθ. 5,46) καὶ δὲν θὰ ἔχετε ἐχθρό.

4. Νὰ μένεις μακριὰ ἀπὸ τὶς σαρκικὲς καὶ σωματικὲς ἐπιθυμίες (Α΄ Πέτρ. 2,11). «Ἐὰν κάποιος σὲ χτυπήσει στὸ δεξιὸ σαγόνι, γύρισέ του καὶ τὸ ἄλλο, καὶ θὰ γίνεις τέλειος. Ἐὰν κάποιος σὲ ἀγγαρέψει ἕνα μίλι πήγαινε μαζί του δύο. Ἐὰν κάποιος σοῦ πάρει τὸ ἱμάτιό σου, δῶσε του καὶ τὸν χιτώνα σου. Ἐὰν κάποιος σοῦ πάρει αὐτὸ πού σοῦ ἀνήκει, μὴ τὸ ζητᾶς πίσω» (Ματθ. 5,39-41), ἄλλωστε δὲν μπορεῖς.

5. «Σὲ ὅποιον σοῦ ζητάει νὰ δίνεις καὶ νὰ μὴν ζητᾶς νὰ σοῦ τὸ ἐπιστρέψει» (Λουκ. 6,30). γιατί ὁ Πατέρας θέλει νὰ δίνουμε ἀπὸ τὰ χαρίσματά μας. Εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή, μακάριος αὐτὸς ποὺ δίνει, γιατί εἶναι ἀθῶος· ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ παίρνει. Γιατί, ἐὰν κάποιος παίρνει ἐπειδὴ ἔχει ἀνάγκη, θὰ ἀθωωθεῖ. ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη θὰ τιμωρηθεῖ, καὶ γιατί τὸ πῆρε καὶ γιὰ ποιὸ σκοπὸ τὸ πῆρε· καὶ ὅταν συλληφθεῖ θὰ κριθεῖ γιὰ ὅσα ἔκανε καὶ δὲ θὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ μέχρι νὰ «ἐπιστρέψει καὶ τὸ τελευταῖο λεπτὸ» (Ματθ. 5,26).

6. Ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἔχει λεχθεῖ τὸ ἑξῆς· νὰ ἱδρώσει ἡ ἐλεημοσύνη στὰ χέρια σου, μέχρι νὰ μάθεις σὲ ποιὸν δίνεις (Σοφ. Σειρὰχ 12,1).

Β΄

1. Δεύτερη ἐντολὴ τῆς διδασκαλίας.

2. Νὰ μὴν φονεύσεις, νὰ μὴν κάνεις μοιχεία» (Ἔξ. 20,13-15), νὰ μὴν διαφθείρεις παιδιά, νὰ μὴν κάνεις πορνεία, «νὰ μὴν κλέψεις» (Ἔξ. 20,14), νὰ μὴν κάνεις μάγια, νὰ μὴν δηλητηριάσεις, νὰ μὴν κάνεις ἔκτρωση, οὔτε νὰ σκοτώσεις τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθεῖ, νὰ μὴν ἐπιθυμήσεις αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν στὸν πλησίον σου.

3. «Νὰ μὴν παραβεῖς τὸν ὅρκο σου» (Λευιτ. 19,12), νὰ μὴν γίνεις ψευδομάρτυρας, νὰ μὴν πεῖς κακὸ λόγο, νὰ μὴν κρατᾶς κακία.

4. Νὰ μὴν εἶσαι δίβουλος, οὔτε δίγλωσσος· γιατί ἡ διγλωσσία εἶναι παγίδα θανάτου (Παρμ. 21,6).

5. Τὰ λόγια σου νὰ μὴν εἶναι ψεύτικα, οὔτε χωρὶς περιεχόμενο, ἀλλὰ μεστωμένα στὴν πράξη.

6. Νὰ μὴν εἶσαι πλεονέκτης, οὔτε ἅρπαγας, οὔτε ὑποκριτής, οὔτε κακεντρεχής, οὔτε ὑπερήφανος, οὔτε νὰ πάρεις κακὴ ἀπόφαση ἐναντίον τοῦ πλησίον σου.

7. Νὰ μὴν μισήσεις κανέναν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἄλλους νὰ τοὺς ἐλέγξεις καὶ ἄλλους νὰ τοὺς ἐλεήσεις καὶ νὰ προσευχηθεῖς γι’ αὐτούς, καὶ ἄλλους νὰ τοὺς ἀγαπήσεις περισσότερο ἀπὸ τὴν ζωή σου.

Γ
1. Παιδί μου ἀπόφευγε κάθε πονηρὸ καὶ κάθε τι ποὺ εἶναι ὅμοιο μὲ αὐτό.

2. Νὰ μὴ ὀργίζεσαι· γιατί ἡ ὀργὴ ὁδηγεῖ στὸ φόνο· οὔτε ζηλιάρης νὰ γίνεσαι, οὔτε ἐριστικὸς οὔτε ὀξύθυμος· γιατί ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γεννιοῦνται φόνοι.

3. Παιδί μου νὰ μὴν γίνεις ἀκόλαστος· γιατί ἡ ροπὴ πρὸς τὴν ἀκολασία ὁδηγεῖ στὴν πορνεία· οὔτε αἰσχρολόγος νὰ εἶσαι, οὔτε ὑπερόπτης. Γιατί ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γεννιοῦνται οἱ μοιχεῖες.

4. Παιδί μου μὴ γίνεσαι μάντης, γιατί ἡ μαντεία ὁδηγεῖ στὴν εἰδωλολατρεία. οὔτε τραγουδιστής, ἀστρολόγος, ἢ ἐξαγνιστής, καὶ νὰ μὴ θέλεις αὐτὰ οὔτε καὶ νὰ τὰ βλέπεις· γιατί ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γεννιέται εἰδωλολατρεία.

5. Παιδί μου μὴ γίνεσαι ψεύτης, γιατί τὸ ψέμα ὁδηγεῖ στὴ κλεψιά· οὔτε φιλάργυρος, οὔτε ματαιόδοξος, γιατί ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γεννιοῦνται οἱ κλοπές.

6. Παιδί μου μὴ γίνεσαι γκρινιάρης, γιατί ἡ γκρίνια ὁδηγεῖ στὴ βλασφημία· οὔτε καὶ αὐθάδης (Β΄ Πέτρ. 2,10), καὶ νὰ μὴν σκέφτεσαι πονηρά. γιατί ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γεννιοῦνται βλασφημίες.

7. Ἀντίθετα, νὰ εἶσαι πράος, γιατί οἱ «πράοι θὰ κληρονομήσουν τὴ γῆ» (Ματθ. 5,4).

8. Νὰ εἶσαι ὑπομονετικὸς καὶ σπλαγχνικὸς καὶ ἄκακος καὶ ἥσυχος καὶ καλοκάγαθος, καὶ νὰ τρέμεις διαρκῶς τὰ λόγια ποὺ ἄκουσες (Ἠσ. 66,2).

9. Νὰ μὴν ἐξυψώνεις τὸν ἑαυτόν σου, οὔτε νὰ ἐπιτρέψεις στὴν ψυχή σου νὰ ἀποθρασυνθεῖ, οὔτε καὶ νὰ προσκολληθεῖ ἡ ψυχή σου σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ὑψηλὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ νὰ συναναστρέφεσαι μὲ δίκαιους καὶ ταπεινούς.

10. Ὅσα σοῦ συμβαίνουν νὰ τὰ δέχεσαι ὡς καλά, γνωρίζονται ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν γίνεται τίποτα (Ματθ. 10,29).

Δ΄

1. Παιδί μου, νὰ θυμᾶσαι νύχτα καὶ μέρα «αὐτὸν πού σοῦ διδάσκει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. 13,7. 21), καὶ νὰ τὸν τιμᾶς ὡς κύριο (Πρβλ. Ματθ. 10,40). γιατί ὅπου κηρύσσεται ἡ κυριότητα, ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ὁ Κύριος.

2. Νὰ ἀναζητεῖς κάθε μέρα τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ στηρίζεσαι μὲ τὰ λόγια τους.

3. Νὰ μὴν δημιουργεῖς σχίσμα, ἀλλὰ νὰ συμφιλιώνεις αὐτοὺς ποὺ μάχονται. Νὰ κρίνεις δίκαια καὶ νὰ μὴν ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὸ πρόσωπο προκειμένου νὰ ἐλέγξεις κάποιον γιὰ παραπτώματα (Δευτ. 1,17).

4. Νὰ μὴν ἔχεις ἀμφιβολία γιὰ ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο εἶναι ἢ ὄχι.

5. Νὰ μὴν ἁπλώνεις τὸ χέρι σου γιὰ νὰ πάρεις καὶ νὰ μὴν τὸ μαζεύεις ὅταν πρόκειται νὰ δώσεις (Σοφ. Σειρὰχ 4,31).

6. Ἐὰν ἔχεις, κάνοντας μὲ τὰ χέρια σου ἐλεημοσύνη, δίνεις τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου.

7. Νὰ μὴν διστάζεις νὰ δίνεις, οὔτε ὅταν δίνεις νὰ γογγύζεις. Γιατί θὰ γνωρίσεις ποιὸς εἶναι ὁ καλὸς ἀνταποδότης τοῦ μισθοῦ σου.

8. Νὰ μὴν ἀποστρέφεσαι αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀνάγκη (Σοφ. Σειρὰχ 4,5), νὰ τὰ μοιράζεσαι ὅλα μὲ τὸν ἀδερφό σου καὶ νὰ μὴν λὲς ὅτι εἶναι δικά σου. Γιατί, ἐφόσον μοιράζεστε τὸ ἀθάνατο, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ μοιράζεστε τὰ φθαρτά.

9. Νὰ μὴν σηκώσεις τὸ χέρι σου (τὴν προστασία σου) ἀπὸ τὸ γιὸ ἢ τὴ θυγατέρα σου ἀλλὰ νὰ τοὺς διδάξεις ἀπὸ τὴ νεαρὴ ἡλικία τους τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.

10. Νὰ μὴν φέρεσαι σκληρὰ στὸ δοῦλο ἢ τὴ δούλα σου ποὺ πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεό, σὲ στιγμὲς ποὺ εἶσαι πικραμένος, γιὰ νὰ μὴ φτάσουν νὰ περιφρονοῦν τὸν Θεὸ καὶ τῶν δύο σας (Ἐφ. 6,9), γιατί δὲν ἔρχεται γιὰ νὰ καλέσει προσωπικά, ἀλλὰ ἔρχεται σ’ αὐτοὺς ποὺ προετοίμασε τὸ Πνεῦμα.

11. Καὶ σεῖς οἱ δοῦλοι νὰ ὑπακούετε στοὺς κυρίους σας, σὰν νὰ εἶναι σύμβολα τοῦ Θεοῦ, μὲ ντροπὴ καὶ φόβο (Ἐφ. 6,5).

12. Νὰ μισεῖς κάθε ὑποκρισία καὶ κάθε τι ποὺ δὲν ἀρέσει στὸν Κύριο.

13. Νὰ μὴν ἐγκαταλείψεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ φυλάξεις αὐτὰ ποὺ παρέλαβες, χωρὶς νὰ προσθέτεις οὔτε νὰ ἀφαιρεῖς.

14. Νὰ ἐξομολογεῖσαι στὴν ἐκκλησία τὰ παραπτώματά σου (Ἰακ. 5,16) καὶ νὰ μὴν πηγαίνεις νὰ προσευχηθεῖς μὲ τὴ συνείδησή σου πονηρή. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ζωῆς.

Ε΄

1. Ἡ ὁδὸς τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἑξῆς· πρὶν ἀπ’ ὅλα εἶναι κακὴ καὶ γεμάτη κατάρα.

2. Ὑπάρχουν σ’ αὐτὴ φόνοι, μοιχεῖες, σαρκικὲς ἐπιθυμίες, πορνεῖες, κλοπὲς, εἰδωλολατρεῖες, μαγεῖες, δηλητηριάσεις, ἁρπαγές, ψευδομαρτυρίες, ὑποκρισίες, διπροσωπία, δολιότητα, ὑπερηφάνεια, κακία, αὐθάδεια, πλεονεξία, αἰσχρολογία, ζηλοτυπία, θρασύτητα, ὑπεροψία, ἀλαζονεία.

3. Ὅσοι βαδίζουν αὐτὴ τὴν ὁδό, καταδιώκουν τοὺς καλούς, μισοῦν τὴν ἀλήθεια, ἀγαποῦν τὸ ψέμα, δὲν γνωρίζουν τὸν μισθὸ τῆς δικαιοσύνης, δὲν προσκολλῶνται στὸ ἀγαθὸ οὔτε στὴ δικαιοκρισία, ἀγρυπνοῦν ὄχι γιὰ τὸ καλό, ἀλλὰ γιὰ τὸ κακό· εἶναι μακριὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἡ πραότητα καὶ ἡ ὑπομονή, ἀγαποῦν τὰ μάταια, ἐπιδιώκουν τὸ ἀντάλλαγμα, δὲν ἐλεοῦν τὸν φτωχό, δὲν συμπονοῦν αὐτὸν ποὺ ὑποφέρει, δὲν γνωρίζουν αὐτὸν ποὺ τοὺς δημιούργησε, σκοτώνουν τὰ παιδιά, διαφθείρουν τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἀποφεύγουν ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀνάγκη, βασανίζουν αὐτὸν ποὺ ὑποφέρει, εἶναι συνήγοροι τῶν πλουσίων, παράνομοι δικαστὲς τῶν φτωχῶν, γεμάτοι κάθε ἁμαρτία. Ἀπαλλαγεῖτε παιδιά μου ἀπὸ ὅλους αὐτούς.

ΣΤ΄

1. Πρόσεχε νὰ μὴν σὲ ξεγελάσει κανεὶς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὁδὸ τῆς διδασκαλίας, γιατί σὲ διδάσκει πράγματα ξένα πρὸς τὸν Θεό.

2. Γιατί, ἐὰν μπορέσεις νὰ σηκώσεις ὅλο τὸν ζυγὸ τοῦ Κυρίου, θὰ γίνεις τέλειος (Ματθ. 11,29-30)· ἐὰν ὅμως δὲν μπορεῖς, κάνει αὐτὸ ποὺ μπορεῖς.

3. Σχετικὰ μὲ τὴν τροφή, κράτησε αὐτὸ ποὺ μπορεῖς· προφυλάξου ὅμως πολὺ ἀπὸ τὸ εἰδωλόθυτο· γιατί εἶναι λατρεία νεκρῶν θεῶν.

Ζ΄

1. Σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα, νὰ βαπτίζετε ὡς ἑξῆς· ἀφοῦ πεῖτε ὅλα αὐτά, «βαπτίστε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ματθ. 28,19), σὲ νερὸ πηγαῖο (Πρβλ. Ἰω.10,11)».

2. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχεις νερὸ πηγαῖο, βάπτισε σὲ ἄλλο νερό· καὶ ἐὰν δὲν μπορεῖς σὲ κρύο νερό, βάπτισε σὲ ζεστό.

3. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχεις οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο, χύσε στὸ κεφάλι νερὸ τρεῖς φορὲς στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

4. Πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα ὅμως νὰ νηστέψει καὶ αὐτὸς ποὺ βαπτίζει καὶ αὐτὸς ποὺ βαπτίζεται, καὶ ὅσοι ἄλλοι μποροῦν. νὰ συστήσεις ὅμως σὲ αὐτὸν ποὺ βαπτίζεται, νὰ νηστέψει πρὶν ἀπὸ μία ἢ δύο μέρες.

Η΄

1. Οἱ νηστεῖες σας ὅμως νὰ μὴν συμπίπτουν μ’ ἐκεῖνες τῶν ὑποκριτῶν· γιατί νηστεύουν τὴ Δευτέρα καὶ τὴ Πέμπτη τῆς ἑβδομάδας. Ἐσεῖς νὰ νηστεύετε τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή.

2. Οὔτε νὰ προσεύχεσθε ὅπως οἱ ὑποκριτὲς (Ματθ. 6,5), ἀλλὰ νὰ προσεύχεσθε ἔτσι ὅπως παράγγειλε ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιό Του. «Πατέρα μας οὐράνιε, ἂς τιμᾶται τὸ ὄνομά σου, ἂς ἔλθει ἡ βασιλεία σου, ἂς γίνει τὸ θέλημά σου, ὅπως στὸν οὐρανὸ ἔτσι καὶ στὴ γῆ. Τὸ καθημερινό μας ψωμὶ δῶσε μας σήμερα καὶ συγχώρησε τὸ χρέος μας, ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ὀφείλουν, καὶ μὴ ἐπιτρέψεις νὰ πέσουμε σὲ πειρασμό, ἀλλὰ σῶσε μας ἀπὸ τὸν πονηρό. Γιατί σὲ σένα ἀνήκει ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες» (Ματθ. 6,19-23).

3. Νὰ προσεύχεσθε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα (Δανιὴλ 6,10).

Θ΄

1. Ὅσο γιὰ τὴν εὐχαριστία, νὰ εὐχαριστεῖτε ὡς ἑξῆς:

2. Πρῶτα γιὰ τὸ ποτήριο. Σὲ εὐχαριστοῦμε, Πατέρα μας, γιὰ τὸ ἅγιο ἀμπέλι τοῦ υἱοῦ σου Δαβὶδ (Ψαλμ.17,11. Λουκ. 1,69), ποὺ μᾶς τὸ ἔκανες γνωστὸ μέσω τοῦ Υἱοῦ σου Ἰησοῦ· σὲ σένα ἀνήκει ἡ δόξα αἰώνια.

3. Καὶ γιὰ τὸ κομμάτι τοῦ ἄρτου νὰ λέτε: Σὲ εὐχαριστοῦμε, Πατέρα μας, γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ γνώση ποὺ μᾶς ἔδωσες, μέσω τοῦ Υἱοῦ Σου Ἰησοῦ· σὲ σένα ἀνήκει ἡ δόξα αἰώνια.

4. Ὅπως αὐτὸ τὸ κομμάτι τοῦ ἄρτου ἦταν σκορπισμένο πάνω στὰ βουνὰ καὶ ἀφοῦ συγκεντρώθηκε ἔγινε ἕνα (Ἰω. 11,52), ἔτσι νὰ συγκεντρωθεῖ ἡ Ἐκκλησία σου ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς στὴ βασιλεία σου· γιατί σὲ σένα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, αἰώνια.

5. Ὅμως κανένας νὰ μὴ τρώει οὔτε νὰ πίνει ἀπὸ τὰ εὐχαριστιακὰ εἴδη, παρὰ μόνο ὅσοι ἔχουν βαπτιστεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου· γιατί γι’ αὐτὸ ἔχει πεῖ ὁ Κύριος· «μὴ δίνετε τὸ ἅγιο στὰ σκυλιὰ» (Ματθ. 7,6).

Ι΄

1. Καὶ ἀφοῦ χορτάσετε νὰ εὐχαριστεῖτε ὡς ἑξῆς.

2. Σὲ εὐχαριστοῦμε, ἅγιε Πατέρα (Ἰω. 17,11) γιὰ τὸ ἅγιο ὄνομά σου (Ἰω. 17,26), τὸ ὁποῖο ἐγκατέστησες στὶς καρδιές μας, καὶ γιὰ τὴν γνώση, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀθανασία, ποὺ μᾶς ἔκανες γνωστὰ μέσω τοῦ Υἱοῦ σου Ἰησοῦ· σὲ σένα ἀνήκει ἡ δόξα αἰώνια.

3. Σύ, Κύριε Παντοκράτορα, τὰ ἔκτισες ὅλα ἐξαιτίας τοῦ ὀνόματός σου, καὶ ἔδωσες στοὺς ἀνθρώπους τροφὴ καὶ ποτὸ νὰ τὸ ἀπολαμβάνουν, γιὰ νὰ σὲ εὐχαριστοῦν, ἐνῶ σὲ μᾶς χάρισες πνευματικὴ τροφὴ καὶ ποτὸ καὶ αἰώνια ζωὴ μέσω τοῦ Υἱοῦ σου.

4. Πρὶν ἀπ’ ὅλα σὲ εὐχαριστοῦμε, ἐπειδὴ εἶσαι δυνατὸς (Πρβλ. Ἀποκαλ. 11,17)· σὲ σένα ἀνήκει ἡ δόξα αἰώνια.

5. Θυμήσου, Κύριε, τὴν Ἐκκλησία σου, ὥστε νὰ τὴν γλιτώσεις ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ νὰ τὴν τελειοποιήσεις μὲ τὴν ἀγάπη σου (Πρβλ. Α΄ Ἰω. 2,5), καὶ σύναξε ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα (Ματθ. 24,31), αὐτὴν ποὺ ἁγιάστηκε, στὴν βασιλεία σου ποὺ ἑτοίμασες γι’ αὐτήν. Γιατί δική σου εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες.

6. Ἂς ἔρθει ἡ χάρη καὶ ἂς παρέλθει ὁ κόσμος αὐτός· εὐλογημένος ὁ Θεὸς τοῦ Δαβὶδ (Ματθ. 21,9 καὶ 15). Ὅποιος εἶναι καθαρὸς ἂς ἔρθει· ὅποιος δὲν εἶναι, ἂς μετανοήσει. «μαρὰν ἀθὰ» (ἔλα Κύριε!)· ἀμήν.

7. Σ’ αὐτοὺς πάλι ποὺ ἔχουν προφητικὸ χάρισμα νὰ τοὺς ἐπιτρέπετε νὰ ἀπαγγέλλουν ὅσες εὐχαριστήριες εὐχὲς θέλουν.

ΙΑ΄

1. Ὅποιος λοιπὸν ἔρθει καὶ σᾶς διδάξει ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέρθηκαν πρίν, νὰ τὸν δεχθεῖτε.

2. Καὶ ἐὰν αὐτὸς διδάσκοντας γυρίσει καὶ διδάσκει ἄλλη διδασκαλία, ποὺ νὰ ἀναιρεῖ τὰ προηγούμενα, νὰ μὴν τὸν ἀκούσετε (Β΄ Ἰω. 10), ἐνῶ ἐὰν προσθέσει δικαιοσύνη καὶ γνώση Κυρίου, νὰ τὸν δεχθεῖτε σὰν τὸν Κύριο.

3. Γιὰ τοὺς ἀποστόλους ὅμως καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὸ προφητικὸ χάρισμα, νὰ κάνετε αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Βλ. Ματθ. 10,5-12).

4. Κάθε δὲ Ἀπόστολος ποὺ ἔρχεται σὲ σᾶς νὰ γίνεται δεκτὸς ὅπως ὁ Κύριος.

5. Δὲν θὰ μείνει, παρὰ μόνο μία μέρα, καὶ ἐὰν ὑπάρχει ἀνάγκη καὶ τὴν ἑπόμενη· ἐὰν ὅμως μείνει τρεῖς μέρες τότε εἶναι ψευδοπροφήτης.

6. Φεύγοντας ὁ ἀπόστολος νὰ μὴν παίρνει τίποτα, παρὰ μόνο ψωμὶ μέχρι νὰ καταλύσει κάπου (Ματθ. 10,9-10). Ἐὰν ὅμως ζητᾶ χρήματα, εἶναι ψευδοπροφήτης.

7. Κάθε προφήτη ποὺ μιλεῖ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα νὰ μὴν τὸν δοκιμάζετε οὔτε νὰ τὸν ἐξετάζετε· γιατί κάθε ἁμαρτία θὰ συγχωρηθεῖ (Βλ. Ματθ. 12,31), ἡ ἁμαρτία ὅμως αὐτὴ δὲ θὰ συγχωρηθεῖ.

8. Ὁ καθένας ποὺ μιλάει ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι προφήτης, παρὰ μόνο ὅταν ἔχει τοὺς τρόπους τοῦ Κυρίου· ἑπομένως ἀπὸ τοὺς τρόπους θὰ ἀναγνωρισθεῖ ὁ ψευδοπροφήτης καὶ ὁ προφήτης (Ματθ. 7,16).

9. Κάθε προφήτης ποὺ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ὁρίζει τραπέζι, δὲν θὰ τρώει ἀπὸ αὐτό· ἀλλιῶς, ἂν φάει, εἶναι ψευδοπροφήτης.

10. Ἐπίσης κάθε προφήτης ποὺ διδάσκει τὴν ἀλήθεια, ἐὰν δὲν ἐφαρμόζει αὐτὰ ποὺ διδάσκει, εἶναι ψευδοπροφήτης.

11. Κάθε προφήτης δοκιμασμένος ἀληθινός, ποὺ τελεῖ κοσμικὸ μυστήριο σὲ ἐκκλησίες, ἀλλὰ δὲν διδάσκει νὰ κάνετε ὅσα κάνει αὐτός, νὰ μὴν κρίνεται ἀπὸ ἐσᾶς· γιατί ἔχει τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ· ἔτσι ἄλλωστε ἔκαναν καὶ οἱ παλαιοὶ προφῆτες.

12. Ὅποιος σᾶς πεῖ μιλώντας πνευματικά, δῶσε μου χρήματα ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, νὰ μὴν τὸν ἀκοῦτε· ἐὰν ὅμως σᾶς πεῖ γιὰ ἄλλους ποὺ στεροῦνται, νὰ δώσετε καὶ κανεὶς νὰ μὴν τὸν ἐπικρίνει.

ΙΒ΄

1. Καθένας «ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου» (Ματθ. 21,9) νὰ γίνεται δεκτός, ἔπειτα ὅμως ἀφοῦ τὸν δοκιμάσετε, θὰ καταλάβετε –γιατί θὰ ἀποκτήσετε γνώση – ἐὰν εἶναι εἰλικρινὴς ἢ ὄχι.

2. Ἐὰν αὐτὸς ποὺ ἔρχεται εἶναι περαστικός, νὰ τὸν βοηθᾶτε ὅσο μπορεῖτε· ἄλλωστε δὲν θὰ μείνει κοντὰ σας παρὰ δύο ἢ τρεῖς μέρες, ἐὰν ὑπάρχει ἀνάγκη.

3. Ἐὰν ὅμως εἶναι τεχνίτης καὶ θέλει νὰ μείνει μαζί σας, ἂς ἐργάζεται καὶ ἂς τρώει (Πρβλ. Β΄ Θεσ. 3,10).

4. Ἐὰν ὅμως δὲν γνωρίζει τέχνη, φροντίστε κατὰ τὴν συνείδησή σας πῶς νὰ μὴν ζήσει μαζί σας ἄεργος ὁ Χριστιανός.

5. Ἐὰν δὲ θέλει νὰ κάνει ἔτσι, τότε εἶναι χριστέμπορος (Α΄ Τιμ. 6,5). Νὰ προφυλάσσεσθε ἀπὸ αὐτούς.

ΙΓ΄

1. Κάθε ἀληθινὸς προφήτης ὅμως, ποὺ θέλει νὰ μείνει μαζί σας, «εἶναι ἄξιος τοῦ φαγητοῦ του» (Ματθ. 10,10).

2. Ἐπίσης καὶ ὁ ἀληθινὸς δάσκαλος εἶναι ἄξιος καὶ αὐτὸς τοῦ φαγητοῦ του, ὅπως ὁ ἐργάτης.

3. Πάρε λοιπὸν ὅ,τι καλύτερο ἀπὸ τὰ προϊόντα τοῦ ληνοῦ καὶ τοῦ ἁλωνιοῦ ἔχεις, καὶ ἀπὸ τὰ βόδια καὶ τὰ πρόβατα καὶ δῶσε τὸ μερίδιο αὐτὸ στοὺς προφῆτες (Ἐξ. 22,29. Δευτ. 18, 3-4), γιατί αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀρχιερεῖς σας.

4. Ἐὰν πάλι δὲν ἔχετε προφήτη, δῶστε τα στοὺς φτωχούς.

5. Ἐὰν κάνεις ψωμιά, πάρε τὸ πρῶτο καὶ δῶσε το ὅπως ὁρίζει ἡ ἐντολή.

6. Ἐπίσης, ὅταν ἀνοίξεις ἕνα δοχεῖο μὲ κρασὶ ἢ λάδι, πάρε τὸ πρῶτο καὶ δῶσε το στοὺς προφῆτες.

7. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ χρήματα καὶ τὸν ρουχισμὸ καὶ ἀπὸ κάθε τι ἄλλο ποὺ ἀποκτᾶς, πάρε τὸ καλύτερο, κατὰ τὴν κρίση σου, καὶ δῶσε το σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή. (Ἀριθμ. 15,20-21).

ΙΔ΄

1. Τὴν Κυριακή τοῦ Κυρίου ἀφοῦ συγκεντρωθεῖτε νὰ προσφέρετε ἄρτο καὶ νὰ ἐκπέμπετε εὐχαριστήριες εὐχές, ἀφοῦ προηγουμένως ἐξομολογηθεῖτε τὰ παραπτώματά σας, γιὰ νὰ εἶναι ἡ προσφορὰ σας καθαρή.

2. Ὅποιος ὅμως ἔχει διαφορὲς μὲ τὸν φίλο του νὰ μὴν συμμετέχει στὴν συνάθροιση μαζί σας, μέχρι νὰ συμφιλιωθοῦν (Ματθ. 5,23-24), γιὰ νὰ μὴν βεβηλωθεῖ ἡ θυσία σας.

3. Γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ θυσία γιὰ τὴν ὁποία λέχθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο· «σὲ κάθε τόπο καὶ χρόνο νὰ μοῦ προσφέρετε θυσία καθαρή. ἐπειδὴ εἶμαι μεγάλος βασιλιάς, λέει ὁ Κύριος, καὶ τὸ ὄνομά μου θαυμάζεται μεταξὺ τῶν ἐθνῶν» (Μαλ. 1,11).

ΙΕ΄

1. Χειροτονῆστε λοιπὸν γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς σας ἐπισκόπους καὶ διακόνους ἀντάξιους γιὰ τὸν Κύριο, ἄντρες πράους καὶ ἀφιλοκερδεῖς (Α΄ Τιμ. 3,3.8) καὶ σωστοὺς καὶ δοκιμασμένους· γιατί καὶ αὐτοὶ θὰ τελοῦν γιὰ σᾶς τὸ ἔργο τῶν προφητῶν καὶ τῶν δασκάλων.

2. Νὰ μὴν τοὺς περιφρονεῖτε ἑπομένως, γιατί αὐτοὶ εἶναι οἱ πιὸ τιμημένοι ἀπὸ σᾶς μαζὶ μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς δασκάλους.

3. Νὰ ἐλέγχετε δὲ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὄχι μὲ θυμό, ἀλλὰ ἤρεμα, ὅπως λέει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 5,22-26. 18,15). καὶ γιὰ τὸν καθένα ποὺ σφάλλει ἐναντίον τοῦ ἄλλου, κανεὶς νὰ μὴν λέει τίποτα, οὔτε καὶ νὰ ἀκούει ἀπὸ ἐσᾶς, μέχρι νὰ μετανοήσει.

4. Τὶς δὲ προσευχὲς καὶ τὶς ἐλεημοσύνες σας καὶ ὅλες τὶς πράξεις νὰ τὶς κάνετε ἔτσι ὅπως τὶς ἔχετε γραμμένες στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μας.

ΙΣΤ΄

1. Νὰ ἀγρυπνεῖτε γιὰ τὴν ζωή σας· «τὰ λυχνάρια σας νὰ μὴν σβήνουν καὶ οἱ μέσες νὰ μὴν μένουν ἄζωστες, ἀλλὰ νὰ εἶστε ἕτοιμοι· γιατί δὲν γνωρίζετε τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ἔρχεται ὁ Κύριός μας» (Ματθ. 24, 42-44. Λουκ. 12,35).

2. Νὰ συναθροίζεστε συχνὰ ἐπιζητώντας αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν στὶς ψυχές σας. Γιατί δὲν θὰ σᾶς ὠφελήσει ὅλος ὁ χρόνος τῆς πίστεώς σας, ἐὰν δὲν γίνετε τέλειοι κατὰ τοὺς ἔσχατους καιρούς.

3. Κατὰ τὶς ἔσχατες μέρες θὰ αὐξηθοῦν οἱ ψευδοπροφῆτες καὶ οἱ διαφθορεῖς καὶ θὰ μεταβληθοῦν τὰ πρόβατα σὲ λύκους (Ματθ. 7,15), καὶ ἡ ἀγάπη θὰ μεταβληθεῖ σὲ μίσος (Ματθ. 24,12).

4. Καθὼς θὰ αὐξάνεται ἡ παρανομία θὰ μισεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ θὰ τὸν καταδιώκουν καὶ θὰ τὸν προδίδουν (Ματθ. 24, 8-9), καὶ τότε θὰ ἐμφανιστεῖ αὐτὸς ποὺ θὰ παραπλανᾶ τὸν κόσμο (Ἀποκ. 12,9), σὰν υἱὸς τοῦ Θεοῦ (Β΄ Θεσ. 2,4) καὶ θὰ κάνει σημεῖα καὶ τέρατα (Ματθ. 24,24), καὶ ἡ γῆ θὰ παραδοθεῖ στὰ χέρια του καὶ θὰ κάνει πράγματα ἀθέμιτα, ποὺ δὲν ἔγιναν ποτὲ στοὺς αἰῶνες.

5. Τότε θὰ ὁδηγηθεῖ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν διὰ τοῦ πυρὸς δοκιμασία καὶ «πολλοὶ θὰ σκανδαλισθοῦν καὶ θὰ χαθοῦν. ἐνῶ ὅσοι μείνουν σταθεροὶ στὴν πίστη τους θὰ σωθοῦν» (Ματθ. 24,10-13) ἀπὸ αὐτὴ τὴ κατάρα.

6. Καὶ τότε θὰ ἐμφανισθοῦν τὰ σημάδια τῆς ἀλήθειας. πρῶτο τὸ σημάδι τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου στὸν οὐρανό, ἔπειτα τὸ σημάδι τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγας (Ματθ. 24,31), καὶ τρίτο ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.

7. Ὄχι ὅλων ὅμως, ἀλλ’ ὅπως ἔχει λεχθεῖ: «θὰ ἔρθει ὁ Κύριος καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι μαζί του» (Ζαχ. 14,5).

8. Τότε θὰ δεῖ ὁ κόσμος τὸν Κύριο νὰ ἔρχεται πάνω στὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ (Ματθ. 24,30).

Κείμενο Πρωτότυπο

ΔΙΔΑΧΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Διδαχὴ κυρίου τοῖς ἔθνεσιν.

1
1 Ὁδοὶ δύο εἰσί, μία τῆς ζωῆς καὶ μία τοῦ θανάτου, διαφορὰ δὲ πολλὴ μεταξὺ τῶν ὁδῶν.

2 Ἡ μὲν οὖν ὁδὸς τῆς ζωῆς ἐστιν αὕτη• πρῶτον ἀγαπήσεις τὸν θεὸν τὸν ποιήσαντά σε, δεύτερον τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν• πάντα δὲ ὅσα ἐὰν θελήσῃς μὴ γίνεσθαί σοι, καὶ σὺ ἄλλῳ μὴ ποίει.

3 Τούτων δὲ τῶν λόγων ἡ διδαχή ἐστιν αὕτη• [Εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν, νηστεύετε δὲ ὑπὲρ τῶν διωκόντων ὑμᾶς• ποία γὰρ χάρις, ἐὰν φιλῆτε τοὺς φιλοῦντας ὑμᾶς; Οὐχὶ καὶ τὰ ἔθνη τοῦτο ποιοῦσιν; Ὑμεῖς δὲ φιλεῖτε τοὺς μισοῦντας ὑμᾶς καὶ οὐχ ἕξετε ἐχθρόν. 4 Ἀπέχου τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἐάν τις σοι δῷ ῥάπισμα εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην, καὶ ἔσῃ τέλειος• ἐὰν ἀγγαρεύσῃ σέ τις μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ΄ αὐτοῦ δύο• ἐὰν ἄρῃ τις τὸ ἱμάτιόν σου, δὸς αὐτῷ καὶ τὸν χιτῶνα• ἐὰν λάβῃ τις ἀπὸ σοῦ τὸ σόν, μὴ ἀπαίτει• οὐδὲ γὰρ δύνασαι. 5 Παντὶ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ μὴ ἀπαίτει• πᾶσα γὰρ θέλει δίδοσθαι ὁ πατὴρ ἐκ τῶν ἰδίων χαρισμάτων. Μακάριος ὁ διδοὺς κατὰ τὴν ἐντολήν• ἀθῷος γάρ ἐστιν. Οὐαὶ τῷ λαμβάνοντι• εἰ μὲν γὰρ χρείαν ἔχων λαμβάνει τις, ἀθῷος ἔσται• ὁ δὲ μὴ χρείαν ἔχων δώσει δίκην, ἵνα τί ἔλαβε καὶ εἰς τί• ἐν συνοχῇ δὲ γενόμενος ἐξετασθήσεται περὶ ὧν ἔπραξε καὶ οὐκ ἐξελεύσεται ἐκεῖθεν, μέχρις οὗ ἀποδῷ τὸν ἔσχατον κοδράντην. 6 Ἀλλὰ καὶ περὶ τούτου δὲ εἴρηται• Ἱδρωσάτω ἡ ἐλεημοσύνη σου εἰς τὰς χεῖράς σου, μέχρις ἂν γνῷς, τίνι δῷς.

2
1 Δευτέρα δὲ ἐντολὴ τῆς διδαχῆς•] 2 οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ παιδοφθορήσεις, οὐ πορνεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ μαγεύσεις, οὐ φαρμακεύσεις, οὐ φονεύσεις τέκνον ἐν φθορᾷ οὐδὲ γεννηθὲν ἀποκτενεῖς, οὐκ ἐπιθυμήσεις τὰ τοῦ πλησίον. 3 Οὐκ ἐπιορκήσεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, οὐ κακολογήσεις, οὐ μνησικακήσεις. 4 Οὐκ ἔσῃ διγνώμων οὐδὲ δίγλωσσος• παγὶς γὰρ θανάτου ἡ διγλωσσία. 5 Οὐκ ἔσται ὁ λόγος σου ψευδής, οὐ κενός, ἀλλὰ μεμεστωμένος πράξει. 6 Οὐκ ἔσῃ πλεονέκτης οὐδὲ ἅρπαξ οὐδὲ ὑποκριτὴς οὐδὲ κακοήθης οὐδὲ ὑπερήφανος. Οὐ λήψῃ βουλὴν πονηρὰν κατὰ τοῦ πλησίον σου, 7 οὐ μισήσεις πάντα ἄνθρωπον, ἀλλὰ οὓς μὲν ἐλέγξεις, περὶ δὲ ὧν προσεύξῃ, οὓς δὲ ἀγαπήσεις ὑπὲρ τὴν ψυχήν σου.

3
1 Τέκνον μου, φεῦγε ἀπὸ παντὸς πονηροῦ καὶ ἀπὸ παντὸς ὁμοίου αὐτοῦ. 2 Μὴ γίνου ὀργίλος• ὁδηγεῖ γὰρ ἡ ὀργὴ πρὸς τὸν φόνον• μηδὲ ζηλωτὴς μηδὲ ἐριστικὸς μηδὲ θυμικός• ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων φόνοι γεννῶνται.

3 Τέκνον μου, μὴ γίνου ἐπιθυμητής• ὁδηγεῖ γὰρ ἡ ἐπιθυμία πρὸς τὴν πορνείαν• μηδὲ αἰσχρολόγος μηδὲ ὑψηλόφθαλμος• ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων μοιχεῖαι γεννῶνται.

4 Τέκνον μου, μὴ γίνου οἰωνοσκόπος, ἐπειδὴ ὁδηγεῖ εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν• μηδὲ ἐπαοιδὸς μηδὲ μαθηματικὸς μηδὲ περικαθαίρων, μηδὲ θέλε αὐτὰ βλέπειν μηδὲ ἀκούειν• ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων εἰδωλολατρία γεννᾶται.

5 Τέκνον μου, μὴ γίνου ψεύστης, ἐπειδὴ ὁδηγεῖ τὸ ψεῦσμα εἰς τὴν κλοπήν• μηδὲ φιλάργυρος μηδὲ κενόδοξος• ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων κλοπαὶ γεννῶνται.

6 Τέκνον μου, μὴ γίνου γόγγυσος, ἐπειδὴ ὁδηγεῖ εἰς τὴν βλασφημίαν• μηδὲ αὐθάδης μηδὲ πονηρόφρων• ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων βλασφημίαι γεννῶνται. 7 Ἴσθι δὲ πραΰς, ἐπεὶ οἱ πραεῖς κληρονομήσουσι τὴν γῆν. 8 Γίνου μακρόθυμος καὶ ἐλεήμων καὶ ἄκακος καὶ ἡσύχιος καὶ ἀγαθὸς καὶ τρέμων τοὺς λόγους διὰ παντός, οὓς ἤκουσας. 9 Οὐχ ὑψώσεις σεαυτὸν οὐδὲ δώσεις τῇ ψυχῇ σου θράσος. Οὐ κολληθήσεται ἡ ψυχή σου μετὰ ὑψηλῶν, ἀλλὰ μετὰ δικαίων καὶ ταπεινῶν ἀναστραφήσῃ. 10 Τὰ συμβαίνοντά σοι ἐνεργήματα ὡς ἀγαθὰ προσδέξῃ, εἰδὼς ὅτι ἄτερ θεοῦ οὐδὲν γίνεται.

4
1 Τέκνον μου, τοῦ λαλοῦντός σοι τὸν λόγον τοῦ θεοῦ μνησθήσῃ νυκτὸς καὶ ἡμέρας, τιμήσεις δὲ αὐτὸν ὡς κύριον• ὅθεν γὰρ ἡ κυριότης λαλεῖται, ἐκεῖ κύριός ἐστιν. 2 Ἐκζητήσεις δὲ καθ΄ ἡμέραν τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων, ἵνα ἐπαναπαῇς τοῖς λόγοις αὐτῶν. 3 Οὐ ποιήσεις σχίσμα, εἰρηνεύσεις δὲ μαχομένους• κρινεῖς δικαίως, οὐ λήψῃ πρόσωπον ἐλέγξαι ἐπὶ παραπτώμασιν. 4 Οὐ διψυχήσεις, πότερον ἔσται ἢ οὔ.

5 Μὴ γίνου πρὸς μὲν τὸ λαβεῖν ἐκτείνων τὰς χεῖρας, πρὸς δὲ τὸ δοῦναι συσπῶν. 6 Ἐὰν ἔχῃς διὰ τῶν χειρῶν σου, δὸς εἰς λύτρωσιν ἁμαρτιῶν σου. 7 Οὐ διστάσεις δοῦναι οὐδὲ διδοὺς γογγύσεις• γνώσῃ γὰρ τίς ἐστιν ὁ τοῦ μισθοῦ καλὸς ἀνταποδότης. 8 Οὐκ ἀποστραφήσῃ τὸν ἐνδεόμενον, συγκοινωνήσεις δὲ πάντα τῷ ἀδελφῷ σου καὶ οὐκ ἐρεῖς ἴδια εἶναι• εἰ γὰρ ἐν τῷ ἀθανάτῳ κοινωνοί ἐστε, πόσῳ μᾶλλον ἐν τοῖς θνητοῖς.

9 Οὐκ ἀρεῖς τὴν χεῖρά σου ἀπὸ τοῦ υἱοῦ σου ἢ ἀπὸ τῆς θυγατρός σου, ἀλλὰ ἀπὸ νεότητος διδάξεις αὐτοὺς τὸν φόβον τοῦ θεοῦ. 10 Οὐκ ἐπιτάξεις δούλῳ σου ἢ παιδίσκῃ, τοῖς ἐπὶ τὸν αὐτὸν θεὸν ἐλπίζουσιν, ἐν πικρίᾳ σου, μήποτε οὐ μὴ φοβηθήσονται τὸν ἐπ΄ ἀμφοτέροις θεόν• οὐ γὰρ ἔρχεται κατὰ πρόσωπον καλέσαι, ἀλλ΄ ἐφ΄ οὓς τὸ πνεῦμα ἡτοίμασεν. 11 Ὑμεῖς δὲ οἱ δοῦλοι ὑποταγήσεσθε τοῖς κυρίοις ὑμῶν ὡς τύπῳ θεοῦ ἐν αἰσχύνῃ καὶ φόβῳ.

12 Μισήσεις πᾶσαν ὑπόκρισιν καὶ πᾶν ὃ μὴ ἀρεστὸν τῷ κυρίῳ. 13 Οὐ μὴ ἐγκαταλίπῃς ἐντολὰς κυρίου, φυλάξεις δὲ ἃ παρέλαβες, μήτε προστιθεὶς μήτε ἀφαιρῶν. 14 Ἐν ἐκκλησίᾳ ἐξομολογήσῃ τὰ παραπτώματά σου, καὶ οὐ προσελεύσῃ ἐπὶ προσευχήν σου ἐν συνειδήσει πονηρᾷ. Αὕτη ἐστὶν ἡ ὁδὸς τῆς ζωῆς.

5
1 Ἡ δὲ τοῦ θανάτου ὁδός ἐστιν αὕτη• πρῶτον πάντων πονηρά ἐστι καὶ κατάρας μεστή• φόνοι, μοιχεῖαι, ἐπιθυμίαι, πορνεῖαι, κλοπαί, εἰδωλολατρίαι, μαγεῖαι, φαρμακίαι, ἁρπαγαί, ψευδομαρτυρίαι, ὑποκρίσεις, διπλοκαρδία, δόλος, ὑπερηφανία, κακία, αὐθάδεια, πλεονεξία, αἰσχρολογία, ζηλοτυπία, θρασύτης, ὕψος, ἀλαζονεία, ἀφοβία θεοῦ•

2 διῶκται ἀγαθῶν, μισοῦντες ἀλήθειαν, ἀγαπῶντες ψεῦδος, οὐ γινώσκοντες μισθὸν δικαιοσύνης, οὐ κολλώμενοι ἀγαθῷ οὐδὲ κρίσει δικαίᾳ, ἀγρυπνοῦντες οὐκ εἰς τὸ ἀγαθόν, ἀλλ΄ εἰς τὸ πονηρόν• ὧν μακρὰν πραΰτης καὶ ὑπομονή, μάταια ἀγαπῶντες, διώκοντες ἀνταπόδομα, οὐκ ἐλεοῦντες πτωχόν, οὑ πονοῦντες ἐπὶ καταπονουμένῳ, οὑ γινώσκοντες τὸν ποιήσαντα αὐτούς, φονεῖς τέκνων, φθορεῖς πλάσματος θεοῦ, ἀποστρεφόμενοι τὸν ἐνδεόμενον, καταπονοῦντες τὸν θλιβόμενον, πλουσίων παράκλητοι, πενήτων ἄνομοι κριταί, πανθαμαρτητοί. Ρυσθείητι, τέκνον, ἀπὸ τούτων ἁπάντων.

6
1 Ὅρα μή τις σε πλανήσῃ ἀπὸ ταύτης τῆς ὁδοῦ τῆς διδαχῆς, ἐπεὶ παρεκτὸς θεοῦ σε διδάσκει.

2 [Εἰ μὲν γὰρ δύνασαι βαστάσαι ὅλον τὸν ζυγὸν τοῦ κυρίου, τέλειος ἔσῃ• εἰ δ΄ οὐ δύνασαι, ὃ δύνῃ, τοῦτο ποίει.

3 Περὶ δὲ τῆς βρώσεως, ὃ δύνασαι, βάστασον• ἀπὸ δὲ τοῦ εἰδωλοθύτου λίαν πρόσεχε• λατρεία γάρ ἐστι θεῶν νεκρῶν.]

7
1 Περὶ δὲ τοῦ βαπτίσματος, οὕτω βαπτίσατε, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἐν ὕδατι ζῶντι. 2 [Ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃς ὕδωρ ζῶν, εἰς ἄλλο ὕδωρ βάπτισον• εἰ δ΄ οὐ δύνασαι ἐν ψυχρῷ, ἐν θερμῷ. 3 Ἐὰν δὲ ἀμφότερα μὴ ἔχῃς, ἔκχεον εἰς τὴν κεφαλὴν τρὶς ὕδωρ εἰς ὄνομα πατρὸς καὶ υἱοῦ καῖ ἁγίου πνεύματος. 4 Πρὸ δὲ τοῦ βαπτίσματος προνηστευσάτω ὁ βαπτίζων καὶ ὁ βαπτιζόμενος καὶ εἴ τινες ἄλλοι δύνανται• κελεύεις δὲ νηστεῦσαι τὸν βαπτιζόμενον πρὸ μιᾶς ἢ δύο.]

8
1 Αἱ δὲ νηστεῖαι ὑμῶν μὴ ἔστωσαν μετὰ τῶν ὑποκριτῶν• νηστεύουσι γὰρ δευτέρᾳ σαββάτων καὶ πέμπῃ• ὑμεῖς δὲ νηστεύσατε τετράδα καὶ παρασκευήν.

2 Μηδὲ προσεύχεσθε ὡς οἱ ὑποκριταί, ἀλλ΄ ὡς ἐκέλευσεν ὁ κύριος ἐν τῷ εὐαγγελίῳ αὐτοῦ, οὕτως προσεύχεσθε• Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς• τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον, καὶ ἄφες ἡμῖν τὴν ὀφειλὴν ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν, καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ• ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας.

3 Τρὶς τῆς ἡμέρας οὕτω προσεύχεσθε.

9
1 Περὶ δὲ τῆς εὐχαριστίας, οὕτως εὐχαριστήσατε• 2 πρῶτον περὶ τοῦ ποτηρίου• Εὐχαριστοῦμέν σοι, πάτερ ἡμῶν, ὑπὲρ τῆς ἁγίας ἀμπέλου Δαυὶδ τοῦ παιδός σου, ἧς ἐγνώρισας ἡμῖν διὰ Ἰησοῦ τοῦ παιδός σου• σοὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

3 Περὶ δὲ τοῦ κλάσματος• Εὐχαριστοῦμέν σοι, πάτερ ἡμῶν, ὑπὲρ τῆς ζωῆς καὶ γνώσεως, ἧς ἐγνώρισας ἡμῖν διὰ Ἰησοῦ τοῦ παιδός σου• σοὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 4 Ὥσπερ ἦν τοῦτο τὸ κλάσμα διεσκορπισμένον ἐπάνω τῶν ὀρέων καὶ συναχθὲν ἐγένετο ἕν, οὕτω συναχθήτω σου ἡ ἐκκλησία ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τὴν σὴν βασιλείαν• ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

5 Μηδεὶς δὲ φαγέτω μηδὲ πιέτω ἀπὸ τῆς εὐχαριστίας ὑμῶν, ἀλλ΄ οἱ βαπτισθέντες εἰς ὄνομα κυρίου• καὶ γὰρ περὶ τούτου εἴρηκεν ὁ κύριος• Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσί.

10
1 Μετὰ δὲ τὸ ἐμπλησθῆναι οὕτως εὐχαριστήσατε• 2 Εὐχαριστοῦμέν σοι, πάτερ ἅγιε, ὑπὲρ τοῦ ἁγίου ὀνόματός σου, οὗ κατεσκήνωσας ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, καὶ ὑπὲρ τῆς γνώσεως καὶ πίστεως καὶ ἀθανασίας, ἧς ἐγνώρισας ἡμῖν διὰ Ἰησοῦ τοῦ παιδός σου• σοὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 3 Σύ, δέσποτα παντοκράτορ, ἔκτισας τὰ πάντα ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, τροφήν τε καὶ ποτὸν ἔδωκας τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων εἰς ἀπόλαυσιν, ἵνα σοι εὐχαριστήσωσιν, ἡμῖν δὲ ἐχαρίσω πνευματικὴν τροφὴν καὶ ποτὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ Ἰησοῦ τοῦ παιδός σου. 4 Πρὸ πάντων εὐχαριστοῦμέν σοι, ὅτι δυνατὸς εἶ• σοὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 5 Μνήσθητι, κύριε, τῆς ἐκκλησίας σου, τοῦ ῥύσασθαι αὐτὴν ἀπὸ παντὸς πονηροῦ καὶ τελειῶσαι αὐτὴν ἐν τῇ ἀγάπῃ σου, καὶ σύναξον αὐτὴν ἀπὸ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, τὴν ἁγιασθεῖσαν, εἰς τὴν σὴν βασιλείαν, ἣν ἡτοίμασας αὐτῇ• ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 6 Ἐλθέτω χάρις καὶ παρελθέτω ὁ κόσμος οὗτος. Ἀμήν. ὡσαννὰ τῷ οἴκῳ Δαυίδ. Εἴ τις ἅγιός ἐστιν, ἐρχέσθω• εἴ τι οὐκ ἐστι, μετα νοείτω• μαραναθά. Ἀμήν.

7 Τοῖς δὲ προφήταις ἐπιτρέπετε εὐχαριστεῖν, ὅσα θέλουσιν.

11
1 Ὃς ἂν οὖν ἐλθὼν διδάξῃ ὑμᾶς ταῦτα πάντα τὰ προειρημένα, δέξασθε αὐτόν• 2 ἐὰν δὲ αὐτὸς ὁ διδάσκων στραφεὶς διδάσκῃ ἄλλας διδαχὰς εἰς τὸ καταλῦσαι, μὴ αὐτοῦ ἀκούσητε• εἰς δὲ τὸ προσθεῖναι δικαιοσύνην καὶ γνῶσιν κυρίου, δέξασθε αὐτὸν ὡς κύριον. 3 Περὶ δὲ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν κατὰ τὸ δόγμα τοῦ εὐαγγελίου, οὕτως ποιήσατε. 4 Πᾶς δὲ ἀπόστολος ἐρχόμενος πρὸς ὑμᾶς δεχθήτω ὡς κύριος• 5 οὐ μενεῖ δὲ εἰ μὴ ἡμέραν μίαν• ἐὰν δὲ ᾗ χρεία, καὶ τὴν ἄλλην• τρεῖς δὲ ἐὰν μείνῃ, ψευδοπροφήτης ἐστίν. 6 Ἐξερχόμενος δὲ ὁ ἀπόστολος μηδὲν λαμβανέτω εἰ μὴ ἄρτον, ἕως οὗ αὐλισθῇ• ἐὰν δὲ ἀργύριον αἰτῇ, ψευδοπροφήτης ἐστίν.

7 Καὶ πάντα προφήτην λαλοῦντα ἐν πνεύματι οὐ πειράσετε οὐδὲ δια κρινεῖτε• πᾶσα γὰρ ἁμαρτία ἀφεθήσεται, αὕτη δὲ ἡ ἁμαρτία οὐκ ἀφεθήσεται. 8 Οὐ πᾶς δὲ ὁ λαλῶν ἐν πνεύματι προφήτης ἐστίν, ἀλλ΄ ἐὰν ἔχῃ τοὺς τρόπους κυρίου. ἀπὸ οὖν τῶν τρόπων γνωσθήσεται ὁ ψευδοπροφήτης καὶ ὁ προφήτης. 9 Καὶ πᾶς προφήτης ὁρίζων τράπεζαν ἐν πνεύματι, οὐ φάγεται ἀπ΄ αὐτῆς, εἰ δὲ μήγε, ψευδοπροφήτης ἐστίν. 10 Πᾶς δὲ προφήτης διδάσκων τὴν ἀλήθειαν, εἰ ἃ διδάσκει οὐ ποιεῖ, ψευδοπροφήτης ἐστίν. 11 Πᾶς δὲ προφήτης δεδοκιμασμένος ἀληθινός, ποιῶν εἰς μυστήριον κοσμικὸν ἐκκλησίας, μὴ διδάσκων δὲ ποιεῖν, ὅσα αὐτὸς ποιεῖ, οὐ κριθήσεται ἐφ΄ ὑμῶν• μετὰ θεοῦ γὰρ ἔχει τὴν κρίσιν• ὡσαύτως γὰρ ἐποίησαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι προφῆται. 12 Ὃς δ΄ ἂν εἴπῃ ἐν πνεύματι• δός μοι ἀργύρια, ἢ ἕτερά τινα, οὐκ ἀκούσεσθε αὐτοῦ• ἐὰν δὲ περὶ ἄλλων ὑστερούντων εἴπῃ δοῦναι, μηδεὶς αὐτὸν κρινέτω.

12
1 Πᾶς δὲ ὁ ἐρχόμενος πρὸς ὑμᾶς ἐν ὀνόματι κυρίου δεχθήτω, ἔπειτα δὲ δοκιμάσαντες αὐτὸν γνώσεσθε (σύνεσιν γὰρ ἔχετε) δεξιὰν καὶ ἀριστεράν. 2 Εἰ μὲν παρόδιός ἐστιν ὁ ἐρχόμενος, βοηθεῖτε αὐτῷ, ὅσον δύνασθε• οὐ μενεῖ δὲ πρὸς ὑμᾶς εἰ μὴ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας, ἐὰν ᾖ ἀνάγκη. 3 Εἰ δὲ θέλει πρὸς ὑμᾶς καθῆσθαι, τεχνίτης ὤν, ἐργαζέσθω καὶ φαγέτω. 4 Εἰ δὲ οὐκ ἔχει τέχνην, κατὰ τὴν σύνεσιν ὑμῶν προνοήσατε, πῶς μὴ ἀργὸς μεθ΄ ὑμῶν ζήσεται χριστιανός. 5 Εἰ δ΄ οὐ θέλει οὕτω ποιεῖν, χριστέμπορός ἐστι• προσέχετε ἀπὸ τῶν τοιούτων.

13
1 Πᾶς δὲ προφήτης ἀληθινός, θέλων καθῆσθαι πρὸς ὑμᾶς, ἄξιός ἐστι τῆς τροφῆς αὐτοῦ. 2 Ὡσαύτως διδάσκαλος ἀληθινός ἐστιν ἄξιος καὶ αὐτὸς ὥσπερ ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ. 3 [Πᾶσαν οὖν ἀπαρχὴν γεννημάτων ληνοῦ καὶ ἅλωνος, βοῶν τε καὶ προβάτων λαβὼν δώσεις τοῖς προφήταις• αὐτοὶ γάρ εἰσιν οἱ ἀρχιερεῖς ὑμῶν. 4 Ἐὰν δὲ μὴ ἔχητε προφήτην, δότε τοῖς πτωχοῖς. 5 Ἐὰν σιτίαν ποιῇς, τὴν ἀπαρχὴν λαβὼν δὸς κατὰ τὴν ἐντολήν. 6 Ὡσαύτως κεράμιον οἴνου ἢ ἐλαίου ἀνοίξας, τὴν ἀπαρχὴν λαβὼν δὸς τοῖς προφήταις. 7 Ἀργυρίου δὲ καὶ ἱματισμοῦ καὶ παντὸς κτήματος λαβὼν τὴν ἀπαρχήν, ὡς ἄν σοι δόξῃ, δὸς κατὰ τὴν ἐντολήν.]

14
1 Καθ΄ ἡμέραν δὲ κυρίου συναχθέντες κλάσατε ἄρτον καὶ εὐχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τὰ παραπτώματα ὑμῶν, ὅπως καθαρὰ ἡ θυσία ὑμῶν ᾖ. 2 Πᾶς δὲ ἔχων τὴν ἀμφιβολίαν μετὰ τοῦ ἑταίρου αὐτοῦ μὴ συνελθέτω ὑμῖν, ἕως οὗ διαλλαγῶσιν, ἵνα μὴ κοινωθῇ ἡ θυσία ὑμῶν. 3 Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ῥηθεῖσα ὑπὸ κυρίου• Ἐν παντὶ τόπῳ καὶ χρόνῳ προσφέρειν μοι θυσίαν καθαράν• ὅτι βασιλεὺς μέγας εἰμί, λέγει κύριος, καὶ τὸ ὄνομά μου θαυμαστὸν ἐν τοῖς ἔθνεσι.

15
1 Χειροτονήσατε οὖν ἑαυτοῖς ἐπισκόπους καὶ διακόνους ἀξίους τοῦ κυρίου, ἄνδρας πραεῖς καὶ ἀφιλαργύρους καὶ ἀληθεῖς καὶ δεδοκιμασμένους• ὑμῖν γὰρ λειτουργοῦσι καὶ αὐτοὶ τὴν λειτουργίαν τῶν προφητῶν καὶ διδασκάλων. 2 Μὴ οὖν ὑπερίδητε αὐτούς• αὐτοὶ γάρ εἰσιν οἱ τετιμημένοι ὑμῶν μετὰ τῶν προφητῶν καὶ διδασκάλων. 3 Ἐλέγχετε δὲ ἀλλήλους μὴ ἐν ὀργῇ, ἀλλ΄ ἐν εἰρήνη, ὡς ἔχετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ• καὶ παντὶ ἀστοχοῦντι κατὰ τοῦ ἑτέρου μηδεὶς λαλείτω μηδὲ παρ΄ ὑμῶν ἀκουέτω, ἕως οὗ μετανοήσῃ. 4 Τὰς δὲ εὐχὰς ὑμῶν καὶ τὰς ἐλεημοσύνας καὶ πάσας τὰς πράξεις οὕτως ποιήσατε, ὡς ἔχετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ κυρίου ἡμῶν.

16
1 Γρηγορεῖτε ὑπὲρ τῆς ζωῆς ὑμῶν• οἱ λύχνοι ὑμῶν μὴ σβεσθήτωσαν, καὶ αἱ ὀσφύες ὑμῶν μὴ ἐκλυέσθωσαν, ἀλλὰ γίνεσθε ἕτοιμοι• οὐ γὰρ οἴδατε τὴν ὥραν, ἐν ᾗ ὁ κύριος ἡμῶν ἔρχεται. 2 Πυκνῶς δὲ συναχθήσεσθε ζητοῦντες τὰ ἀνήκοντα ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν• οὐ γὰρ ὠφελήσει ὑμᾶς ὁ πᾶς χρόνος τῆς πίστεως ὑμῶν, ἐὰν μὴ ἐν τῷ ἐσχάτῳ καιρῷ τελειωθῆτε. 3 Ἐν γὰρ ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις πληθυνθήσονται οἱ ψευδοπροφῆται καὶ φθορεῖς, καὶ στραφήσονται τὰ πρόβατα εἰς λύκους, καὶ ἡ ἀγάπη στραφήσεται εἰς μῖσος• 4 αὐξανούσης γὰρ τῆς ἀνομίας μισήσουσιν ἀλλήλους καὶ διώξουσιν καὶ παραδώσουσι καὶ τότε φανήσεται ὁ κοσμοπλανὴς ὡς υἱὸς θεοῦ καὶ ποιήσει σημεῖα καὶ τέρατα καὶ ἡ γῆ παραδοθήσεται εἰς χεῖρας αὐτοῦ, καὶ ποιήσει ἀθεμίτα, ἃ οὐδέποτε γέγονεν ἐξ αἰῶνος. 5 Τότε ἥξει ἡ κτίσις τῶν ἀνθρώπων εἰς τὴν πύρωσιν τῆς δοκιμασίας, καὶ σκανδαλισθήσονται πολλοὶ καὶ ἀπολοῦνται• οἱ δὲ ὑπομείναντες ἐν τῇ πίστει αὐτῶν σωθήσονται ἀπ΄ αὐτοῦ τοῦ καταθέματος. 6 Καὶ τό τε φανήσεται τὰ σημεῖα τῆς ἀληθείας• πρῶτον σημεῖον ἐκπετάσεως ἐν οὐρανῷ, εἶτα σημεῖον φωνῆς σάλπιγγος, καὶ τὸ τρίτον ἀνάστασις νεκρῶν• 7 οὐ πάντων δέ, ἀλλ΄ ὡς ἐρρέθη• ῞Ηξει ὁ κύριος καὶ πάντες οἱ ἅγιοι μετ΄ αὐτοῦ. 8 Τότε ὄψεται ὁ κόσμος τὸν κύριον ἐρχόμενον ἐπάνω τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ […]