1.

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

 

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας εἶναι γιὰ μᾶς κάτι τὸ τόσο συνηθισμένο. Ὅλο αὐτὸν βλέπομε μπροστά μας. Ὅλο γι’ αὐτὸν μιλᾶμε. Ὅλο τὸν κάνομε.

Ὅμως. Τί εἶναι ὁ Σταυρός; Ποιὰ ἡ σημασία Του γιά μᾶς; Ποιὰ ἡ σημασία Του γιὰ τὸν ἴδιον τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ τὸν ἄναρχον πανάγαθον Πατέρα καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα;

Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δὲν εἶναι τυχαῖα. Καὶ ἡ ἀπάντησις σ’ αὐτὰ δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀδιάφορο. Εἶναι ζήτημα σωτηρίας. Π.χ. Εἶναι δυνατόν, ὅταν δύο λένε γιὰ τὸν Σταυρό: ὁ ἕνας ὅτι εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἄλλος ὅτι εἶναι μυσαρὸς καὶ δαιμονικὸς (ἰεχωβίτες) νὰ εἶναι καὶ οἱ δύο εὐάρεστοι στὸ Θεό; Πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν σωτηρία δὲν εἶναι ἡ ὁποιαδήποτε πίστις, ἀλλὰ ἡ ὀρθὴ πίστις. Ἡ μὴ ὀρθὴ πίστις βλασφημεῖ καὶ ὑβρίζει τὸν Θεόν, καὶ ὅσοι τὴν ἔχουν εἶναι θεοστυγεῖς καὶ θεομίσητοι, ἔστω καὶ ἂν κάνουν ἔργα θαυμάσια καὶ ἔχουν μεγάλην θυσίαν.

Ἀλλὰ ἂς ἰδοῦμε:

Α: Τί εἶναι ὁ Σταυρός;

Ὄχι βέβαια ὅ,τι ὁ καθένας φαντάζεται. Αὐτὸ ποὺ φανταζόμεθα εἶναι φαντασιοπληξία μας. Ἡ ἀλήθεια μᾶς παρεδόθη ἀπὸ τὸν Κύριον, τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρας.

Πηγὴ τῆς Σοφίας, πηγὴ τῆς Ἀληθείας, ἡ μᾶλλον ἡ Σοφία καὶ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

Ὁ Κύριος λοιπὸν νοσταλγοῦσε τὸν Σταυρόν. Ἔλεγε μὲ ἀδημονία «βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι καὶ πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ αὐτό». (Λουκ. 12,50). Γι’ αὐτὸ ἐνοσταλγοῦσε τὸν Σταυρόν; Γιὰ δύο λόγους: Ἐπειδὴ ἦταν σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν γιὰ τὸν Ἴδιον δόξα καὶ ὕψωσις. Ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ Σταυρωθῆ, ὁ Κύριος εἶπε· « Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου» ( Ἰωάν. 12,16). Πῶς θὰ δοξαζόταν; Μὲ τὸν θάνατόν Του καὶ τὸν Σταυρόν Του: Ὁ θάνατος ἁπλῶς ἦταν ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ; Ὄχι, ἀλλὰ ὁ θάνατός Του στὸν Σταυρό: Συνεπῶς: Δόξα Του, ὄργανον τῆς δόξης Του καὶ σημεῖον τῆς δόξης Του εἶναι ὁ Σταυρός. Καὶ πράγματι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Δόξαν ἔλεγε τὸν Σταυρόν».

Ἂς ἰδοῦμε τώρα τί δόξα ἦταν γιὰ τὸν Χριστὸν ὁ Σταυρός.

Τί ἦταν ὁ Χριστός; Φῶς ἐκ Φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ὁμοούσιος τῷ Πατρί. Ὁ ἕνας τῆς Τριάδος. Ὁ Θεὸς τῆς δόξης. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει γιὰ τοὺς Ἑβραίους: «Τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α’ Κορ. 2,8). Τὸν Κύριον τῆς δόξης: θὰ ἐρωτήση κανεὶς μὲ τὸ δίκιο του: Καλά, μὰ μπορεῖ νὰ δοξασθῆ, περισσότερο ἀκόμη ὁ Κύριος τῆς δόξης; Ὑπάρχει γι’ Αὐτὸν αὔξησι δόξης καὶ προσθήκη δόξης; Ἡ ἀπάντησις εἶναι: ὄχι. Καὶ ὅμως ὁ Σταυρὸς εἶναι γιὰ τὸν Χριστὸν δόξα. Πῶς; Ἀπαντῶ: Μπορεῖ μία γυναίκα νὰ εἶναι καὶ μητέρα καὶ παρθένος; Ὄχι. Καὶ ὅμως ἡ Παναγία ἦτο. Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ νεκρὸς καὶ ζωντανός; Ὄχι. Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς ὅταν εὑρίσκετο «νεκρὸς» στὸν τάφο, ὄχι ἁπλῶς ἦταν ζωντανὸς ἀλλὰ καὶ ζωοδότης· καὶ ὁ τάφος του ζωοδόχος, ὄχι «πτωματοδόχος».

Συνεπῶς ὁ Σταυρὸς εἶναι δόξα τοῦ Κυρίου μας. Καὶ συνεπῶς δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ μας.

Β: Ὁ Σταυρὸς ὅμως δὲν εἶναι μόνον δόξα γιὰ τὸν Κύριόν μας τὸν ἴδιον. Εἶναι καὶ τὸ ὄργανον τῆς φανερώσεως τῆς δόξης Του στὸν κόσμον.

Ποιὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη φανέρωσις τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμον; Ἡ εὐσπλαγχνία Του. Τὸ ἔλεός Του. Πῶς μᾶς ἐδόθησαν; «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταύρου χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Διὰ τοῦ Σταυροῦ ἡ καταλλαγή. Διὰ τοῦ Σταυροῦ ἡ συγχώρησις. Διὰ τοῦ Σταυροῦ ἡ υἱοθεσία. Διὰ τοῦ Σταυροῦ τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Τὰ πάντα διὰ τοῦ Σταυροῦ. Γι’ αὐτὸ τὴν ἡμέρα τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως λέγομε: «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμω» «Σταυρὸν ὑπομείνας δι’ ἡμᾶς θανάτῳ θάνατον ὤλεσε».

Διὰ τοῦ Σταυροῦ ἦλθε ἡ χάρις καὶ ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ διανέμεται.

Ἂς ἰδοῦμε πῶς.

Στὴν ἁγία Γραφὴ ὁ Σταυρὸς ὀνομάζεται «σφραγὶς» καὶ «σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου».

Σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι σφραγίδα τοῦ Παντοδυνάμου, εἶναι καὶ αὐτὴ παντοδύναμη, φρίκη καὶ τρόμος τῶν δαιμόνων. Ὅπως λέγει ἡ ἀποκάλυψις (κεφ. 7,2 καὶ 9,4) ὅσοι ἔχουν τὴν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπρόσβλητοι ἀπὸ τὸν Διάβολον.

Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ κάνει ὁ ἱερεὺς ἐπάνω στὸ ἁγιαζόμενο. Στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, παντοῦ, εἰς ὅλα τους ἀνεξαιρέτως μπορεῖ νὰ εἰπῆ κανεὶς τὰ σημεῖα, ἡ εὐλογία τοῦ ἱερέως ὀνομάζεται «σφραγίς». Καὶ ὅπως ξέρομε ἡ εὐλογία τοῦ ἱερέως εἶναι πάντοτε ἕνας «σταυρός».

Ἂς πάρωμε ἕνα μόνον παράδειγμα.

Ἡ πρώτη εὐχὴ ποὺ παίρνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι «εὐχὴ εἰς τὸ κατασφραγίσαι βρέφος τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν γέννησιν αὐτοῦ». Τότε ὁ ἱερεὺς «σφραγίζει τὸ μέτωπον τοῦ βρέφους» λέγων τὴν εὐχήν: «Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, σημειωθήτω ὁ Σταυρὸς τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ κ.λ.π., ἵνα κατὰ τὰς ἐντολὰς Σου πολιτευσάμενος καὶ φυλάξας τὴν σφραγίδα ἄθραυστον τύχῃ τῆς μακαριότητος τῶν ἐκλεκτῶν σου».

Τὴν σφραγίδα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὁ Διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ τὴν θραύση. Ἀτυχῶς τὴν θραύομε ἐμεῖς μὲ τὶς ἁμαρτίες μας.

Δὲν πρέπει νὰ κουραζώμεθα νὰ λέμε τὰ ἴδια πράγματα, ὅταν εἶναι ἡ θεία σοφία.

Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία «ἀφηρημένη ἔννοια». Εἶναι δύναμις. Ἡ ἴδια θεία παντοδυναμία. Θυμηθῆτε τὰ λόγια τῆς Γραφῆς: «Τῷ πλήθει τῆς δόξης σου συνέτριψας τοὺς ὑπεναντίους» (Ἐξόδου 15,7).

Ἄρα ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, σφραγίδα Του, εἶναι δύναμις γιά μᾶς καὶ συντριβὴ τοῦ διαβόλου. «Σταυρὸς ὁ φύλαξ πάσης τῆς Οἰκουμένης. Σταυρὸς ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας. Σταυρὸς βασιλέως τὸ κραταίωμα. Σταυρὸς πιστῶν τὸ στήριγμα. Σταυρὸς ἀγγέλων ἡ δόξα καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα».

Γ: Ἀκόμη ὅμως ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ «σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24,30). Τὸ σημεῖον ποὺ τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας θὰ φανῆ στὸν Οὐρανὸν γιὰ νὰ ἐξέλθουν οἱ πιστοὶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ ἐρχομένου Νυμφίου καὶ Βασιλέως.

«Σημεῖον» σημαίνει σημάδι, σημαία, σύνθημα. Καὶ πράγματι. Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ σημαία τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Στολίζει τὶς Ἐκκλησίες, τὶς εἰκόνες, τὰ σπίτια, τὰ στήθη μας, κάθε τι ποὺ εἶναι τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ σημάδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖον οἱ πιστοὶ γνωρίζουν τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν τους, ὁ Χριστὸς τοὺς δούλους του, οἱ πιστοὶ ἀναγνωρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

Λοιπόν. Ἔχω τὸν σταυρόν, ἡ κάνω τὸν σταυρόν μου σημαίνει δίνω μαρτυρία σὲ ὅλον τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ Παμβασιλέα καὶ Σωτήρα μου μέχρι καὶ τοῦ χειρότερου ἐχθροῦ του, τοῦ διαβόλου, ὅτι εἶμαι μέλος τῆς βασιλείας Του, Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος.

Ὁποῖος δὲν κάνει τὸν σταυρό του, δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὴν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἀκολουθοῦν τὸν ἅγιον ἀπόστολον Παῦλον ποὺ ἔλεγε: «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6,14). Δηλ. δὲν ἤθελε νὰ ἔχη καμμία ἄλλη καύχησι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Σταυρόν.

Καὶ ὅμως μερικοὶ μισοῦν τὸν Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ. Ποῖοι; Οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἰδίως οἱ χιλιασταί. Ποιὸ εἶναι τὸ κατάντημά τους ἐξ αἰτίας αὐτοῦ;

Ἂς ἀφήσωμε νὰ μᾶς τὸ περιγράψη ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος. «Ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ, λέγει, τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστὶ τοῖς δὲ σωζομένοις, ἡμῖν, δύναμις Θεοῦ ἐστιν» (Α’ Κορ. 1,18). Τί θεωροῦν τὸν Σταυρὸν οἱ αἱρετικοί; Μωρίαν καὶ μίασμα· τί εἶναι; ἀπολλυμένοι, χαμένοι, παγιδευμένοι τοῦ Διαβόλου, κατηραμένοι. Τί εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ Σταυρός; Δύναμις. Τί εἴμεθα ἐμεῖς; Σωζόμενοι.

Ἄλλο ἕνα ἀκόμη. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στοὺς Φιλιππησίους:
Πολλοὶ δὲν βαδίζουν καλά. Σᾶς μίλησα πολλὲς φορὲς γι’ αὐτοὺς «νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, ὅτι εἶναι ἐχθροί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια» (Φιλ. 3,18). Γιὰ τοὺς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ὁ Παῦλος λέγει: τὸ τέλος τους εἶναι ἡ ἀπώλεια. Καὶ κλαίει γι’ αὐτούς. Καὶ μαζί του τοὺς θρηνοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ δίκαιοι καὶ Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου, καὶ οὐκ ἠθελήσατε», καὶ ἔκλαυσε γιὰ τὴν ἀπώλειά τους.

Ἂς τελειώσωμε μὲ τὰ λόγια τοῦ τροπαρίου τῆς ἑορτῆς.

«Δεῦτε, πιστοί, τὸ ζωοποιὸν ξύλον προσκυνήσωμεν, ἐν ᾧ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης ἑκουσίως χεῖρας ἐκτείνας ὕψωσεν ἡμᾶς εἰς τὴν ἀρχαίαν μακαριότητα, οὕς ὁ ἐχθρός, δι’ ἡδονῆς συλήσας, ἐξόριστους Θεοῦ πεποίηκε. Δεῦτε, πιστοί, ξύλον προσκυνήσωμεν, δι’ οὗ ἠξιώθημεν τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν συντρίβειν τὰς κάρας».
2.

Ἡ προϊστορία καὶ ἡ ἱστορία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ἀθανάσιος Γιουσμᾶς (Πρεσβύτερος)

Πρόσωπα καὶ πράγματα ἔχουν τὴν ἱστορία τους καὶ γιατί ὄχι καὶ τὴν προϊστορία τους. Τὴν ἱστορία του καὶ τὴν προϊστορία του ἔχει καὶ ὁ Τίμιος Σταυρὸς ποὺ ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν Παγκόσμια Ὕψωσή Του στὶς 14 Σεπτεμβρίου.

Ἐμεῖς σὲ αὐτό μας τὸ ἄρθρο ἐδῶ ἂς σταθοῦμε.

Στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη καὶ μέσα σὲ δασώδη ὄμορφη κοιλάδα, βρίσκεται ἡ ὀνομαστὴ Μονὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στὸ καμπαναριὸ της κυματίζει ἡ γαλανόλευκη, λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ Κοινοβούλιο τοῦ Ἰσραήλ! Στὸ σημεῖο αὐτό, κατὰ τὴν παράδοση, εἶχε φυτευτεῖ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, τῆς καταδίκης τοῦ Ἰησοῦ.

Ἂς παρακολουθήσουμε ὅμως, τὴν ὅλη ὑπόθεση:

Ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Λώτ, μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Σοδόμων, κατέφυγε σὲ κάποιο σπήλαιο, αὐτὸς καὶ οἱ δύο του κόρες. Ἐκεῖ τὸν μέθυσαν οἱ θυγατέρες του «καὶ ἐκοιμήθη μετ’ αὐτῶν» (Γέν. 19, 34)! Σύμφωνα μὲ μία συριακὴ παράδοση, ὁ Λὼτ ἐξομολογήθηκε τὸ ἁμάρτημά του στὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεὸ νὰ τὸν συγχωρήσει. Παρ’ ὅλο τοῦτο, καθημερινὰ δὲν ἔπαυε νὰ παρακαλεῖ τὸ Θεό.

Κάποια ἡμέρα παρουσιάστηκε στὸ Λὼτ ἕνας ἄγγελος καὶ τοῦ ἔδωσε τρία ραβδιὰ τὸ καθένα ἀπὸ ἕνα εἶδος δέντρου. Κέδρος, πεῦκο καὶ κυπαρίσσι. Μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὰ φυτέψει καὶ νὰ φέρνει καθημερινὰ νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη νὰ τὰ ποτίζει. Ἐὰν βλαστήσουν τοῦ εἶπε, τότε αὐτὸ θὰ σημαίνει πὼς ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴ μετάνοιά σου, διαφορετικὰ θὰ εἶσαι κολασμένος γιὰ πάντα. Γεμάτος χαρὰ ὁ Λώτ, ἔκαμε ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ὁ ἄγγελος.

Ἐνῶ ὅμως ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη μὲ τὸ νερό, συνάντησε τὸ μισόκαλο διάβολο, ποὺ τοῦ φθόνησε τὴ μετάνοια, μεταμφιεσμένο σὲ φτωχὸ ἄνθρωπο καὶ ὁ ὁποῖος τοῦ ζήτησε νὰ πιεῖ. Λίγο πιὸ πέρα συνάντησε καὶ δεύτερο καὶ τρίτο, μέχρι ποὺ ἐξαντλήθηκε τὸ νερό. Αὐτὸ ἔγινε ἀρκετὲς φορὲς κι ὁ Λὼτ ἄρχισε νὰ ἀπελπίζεται, γιατί θὰ ξεραινόντουσαν τὰ τρία ραβδιά.

Τότε φάνηκε γιὰ δεύτερη φορὰ ἄγγελος Κυρίου καὶ τὸν πληροφόρησε πὼς τὰ ραβδιὰ βλάστησαν καὶ μεγαλώνουν χωρὶς νερό. Ἔτσι βεβαιώθηκε πὼς ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴ μετάνοιά του!

Σήμερα στὸ Μοναστήρι δείχνουν τὸν τόπο κάτω ἀπὸ μία Ἁγία Τράπεζα, ὅπου ὁ Λὼτ φύτεψε τὸ τρισύνθετο ξύλο ἀπὸ κέδρο, πεῦκο καὶ κυπαρίσσι.

Ὅταν ὁ βασιλιὰς Σολομὼν εἶδε τὸ παράξενο αὐτὸ δέντρο διέταξε νὰ τὸ κόψουν, γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει στὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ. Ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, σὲ καμία χρήση δὲν ταιρίαζε, γιατί ἄλλοτε μίκραινε κι ἄλλοτε μεγάλωνε. Ἔτσι τὸ ὀνόμασαν ξύλο κατάρας κι ἔμενε γιὰ χρόνια ἀχρησιμοποίητο.

Αὐτὸ τὸ ξύλο ἀργότερα, κατ’ ἐντολὴ τοῦ ἀρχιερέα Καϊάφα, χρησιμοποίησαν οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἰησοῦ. Κι αὐτὸ γιατί λόγω τῶν αὐξομειώσεών του, θὰ ἔκαμε τὸ μαρτύριο τοῦ Ναζωραίου φρικτότερο! Ἔτσι ἀπὸ ξύλο τῆς κατάρας, ἔγινε τὸ ξύλο τῆς εὐλογίας…

Ἐμεῖς ἔκτοτε τὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὄχι ἁπλῶς τὸ προσκυνᾶμε καὶ τὸ τιμοῦμε, ἀλλὰ τὸ λατρεύουμε, τὸ λιτανεύουμε, τὸ ἀσπαζόμαστε… Ἔγινε γιὰ ὅλους μας τὸ «ξύλο τῆς ζωῆς», τὸ «τρισμακάριστο καὶ πανσεβάσμιο ξύλο», τὸ «τρόπαιο» καὶ τὸ «ὅπλο» κατὰ τῶν δαιμόνων. Αὐτόν, τὸν πανάγιο τοῦ Χριστοῦ Σταυρό, «ἀοράτως» περικυκλώνουν οἱ Ἀσώματες Δυνάμεις κι ὅλοι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ σὲ Αὐτὸν καταφεύγουμε, γιατί ἀποτελεῖ «τῆς οἰκουμένης φύλακα» καὶ «τῆς Ἐκκλησίας δόξα».

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν κατὰ τὸ 325 μ.Χ. Τὸν ἀναζήτησε ἡ βασιλομήτωρ καὶ Ἁγία Ἑλένη στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου παρέμεινε «κεκρυμμένος» στὰ ἔγκατα τῆς γῆς.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν στὴ συνέχεια ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Μακάριος Τὸν ὕψωσε στὸν ἄμβωνα τοῦ Ναοῦ καὶ βλέποντάς Τον οἱ Χριστιανοὶ προσευχόμενοι ἔλεγαν καὶ ξανάλεγαν τὸ «Κύριε ἐλέησον». Κάτι ποὺ λέμε κι ἐμεῖς τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως… Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν ὡς σήμερα σχηματίζουμε τὸ Σταυρὸ στὸ σῶμα μας καὶ μὲ αὐτὸν τελεσιουργοῦμε τὰ Μυστήρια καὶ λαμπρύνουμε τοὺς Ναούς μας.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ γιὰ ὅλους μας τὴν «οὐρανομήκη κλίμακα», τὴ σκάλα δηλαδὴ ἐκείνη ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς κάνει συγκατοίκους τῶν ἀγγέλων…

Παραμένουμε πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι σὲ Αὐτόν!

3.

Ἡ Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γιορτάζουμε τοῦτες τὶς ἡμέρες τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὑπάρχει ἕνα κείμενο στὸ Εὐαγγέλιο ὅπου ὁ Κύριος λέει: «Κανένας δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ αὐτὸν ποὺ θυσιάζει τὴ ζωή του γιὰ τὸν πλησίον του». Καὶ αὐτὰ τὰ λόγια δίνουν ἀπάντηση στὴν ἀντίφαση ἀνάμεσα στὴν φρίκη τοῦ Σταυροῦ καὶ στὴν δόξα του, ἀνάμεσα στὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση. Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἔνδοξο,ποὺ νὰ προκαλεῖ δέος, τίποτα πιὸ ὑπέροχο ἀπὸ τὸ νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ ἀγαπιόμαστε. Καὶ νὰ ἀγαπιόμαστε ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴ ζωή καὶ τὸν θάνατο τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του, καὶ ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ τίμημα τὴν ζωή μας καὶ ἄν εἶναι ἀπαραίτητο μὲ τὸν θάνατο μας, εἶναι συνάμα τραγωδία ἀλλὰ κυρίως νίκη.
Στὸν Κανόνα τῆς Θείας Λειτουργίας λέμε: «Ἅγιος,Ὑπεράγιος εἶσαι Ἐσὺ καὶ ὁ Μονογενής Σου Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα! Ἅγιος καὶ ‘Υπεράγιος εἶσαι Ἐσὺ ποὺ τόσο ἀγάπησες τὸν κόσμο, ὥστε πρόσφερες τὸν Μονογενῆ Σου Υἱὸ κι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ πιστέψουν σ’ Ἐκεῖνον, δὲν θὰ χαθοῦν, ἀλλὰ θὰ ἔχουν αἰώνιο ζωή· ἦλθε καὶ ἐκπλήρωσε ὅ,τι ἦταν ὁρισμένο γιὰ τὴν σωτηρία μας, καὶ τὴν νύχτα ποὺ Τὸν πρόδωσαν – ὄχι, τὴν νύχτα ποὺ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό Του, ἔλαβε τὸν ἄρτο, τὸν ἔκοψε καὶ τὸν πρόσφερε στοὺς μαθητές Του.»

Αὐτὴ εἶναι ἡ θεϊκὴ ἀγάπη. Μερικὲς φορὲς μπορεῖ κάποιος νὰ δώσει τὴ ζωή του πιὸ εὔκολα ἀπὸ τὸ νὰ θυσιάσει τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάει πάνω ἀπ’ ὅλα, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς, ὁ Πατέρας μας. Ἀλλὰ δὲν καθιστᾶ λιγότερο σημαντικὴ τὴ θυσία Ἐκείνου ποὺ στάλθηκε νὰ πεθάνει γιὰ τὴν σωτηρία ἑνὸς ἄνθρώπου ἤ ὁλόκληρου τοῦ κόσμου. Κι ἔτσι ὅταν συλλογιζόμαστε τὸν Σταυρὸ, πρὲπει νὰ σκεφτόμαστε αὐτὸ τὸ παράξενα συνυφασμένο μυστήριο τραγωδίας καὶ νίκης. Ὁ Σταυρός, ὄργανο μιαροῦ θανάτου, μιὰ ποινὴ στὴν ὁποία καταδικάζονταν οἱ ἐγκληματίες, γίνεται νίκη – ἐπειδὴ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁ θάνατος ἑνὸς ἀθώου καὶ ἦταν ἕνα δῶρο τοῦ ἑαυτοῦ Του μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης.

Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μποροῦσε νὰ πεῖ: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς.» Ἡ θεϊκὴ ἀγάπη ξεχείλισε μέσα του καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ὑπῆρχε χῶρος γιὰ καμιά ἄλλη σκέψη ἤ συναίσθημα παρὰ γιὰ τὴν ἀγάπη, μιὰ ἀγάπη ποὺ πρόσφερε τὸν ἑαυτό της δίχως ἐνδοιασμοὺς, μιὰ ἀγάπη θυσιαστικὴ, σταυρωμένη, ἀλλὰ ποὺ χαίρεται μὲ τὴν χαρὰ τῆς ζωῆς.

Καὶ ὅταν εἰπώθηκε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρόν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι» ( Μάρκ 8: 34) – δὲν μᾶς καλεῖ σὲ κάτι σκοτεινὸ καὶ τρομακτικό. Ὁ Θεὸς μᾶς λέει: Ἄνοιξε τὴν καρδιά σου στὴν ἀγάπη! Μὴν παραμένεις δέσμιος τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ σου. Μὴν γίνεσαι, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος, ὅπως τὸ πριονίδι ποὺ τυλίγεται γύρω-γύρω. Ἀνοιχτῆτε! Κοιτάξτε- ὑπάρχουν πράγματα ν’ ἀγαπήσετε τόσο πολύ, τόσα πολλὰ πράγματα ν’ ἀγαπήσετε! Ὑπάρχουν ἄπειροι τρόποι ποὺ μπορεῖ νὰ βιώσει κάποιος τὴν ἀγάπη, καὶ νὰ τὴν πραγματοποιήσει.. Ἀνοιχτῆτε καὶ ἀγαπῆστε – ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία τοῦ Σταυροῦ! Ὄχι ὁ δρόμος ποὺ οἱ δύο ληστὲς βάδισαν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν γιὰ τὰ ἐγκλήματά τους, ἀλλὰ ὁ ὑπέροχος δρόμος ποὺ ἀκολουθώντας τον προσφέρουμε ἀνεπιφύλακτα τὸν ἑαυτό μας ἐπειδὴ ὑπάρχουμε μόνο γιὰ τὸν ἄλλον, ἐπειδὴ ἀγαπᾶμε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι, ἔτσι ποὺ ὁ ἕνας νὰ ὑπάρχει μόνο χάριν τοῦ ἄλλου – αὐτὸς εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ δόξα τοῦ Σταυροῦ.

Ἔτσι ὅταν προσκυνοῦμε τὸν Σταυρό, ὅταν σκεφτόμαστε τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀκοῦμε τὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ ν’ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας –τοῦτα τὰ λόγια ἁπλὰ σημαίνουν: Ἀρνηθῆτε τὸν ἑαυτό σας! Σηκῶστε τὸν σταυρό σας!. Καλούμαστε νὰ ἀνοιχτοῦμε στὸ πλημμύρισμα τῆς Θείας Ἀγάπης ποὺ εἶναι μαζὶ θάνατος τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἄνοιγμα πρὸς τὸν Θεὸ, στὸν κάθε ἄνθρωπο.

Στὴν ἀρχὴ του Εὐαγγελίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἀναφέρεται: «Καὶ ὁ Λόγος ἧν πρὸς τὸν Θεόν». Ὁ Λόγος, ὁ Υἱὸς, δὲν εἶχε ἄλλη ἀγάπη, ἄλλη σκέψη, ἄλλη κίνηση παρὰ πρὸς τὸν Ἀγαπημένο, προσφέροντας τὸν Ἑαυτό Του σ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἔδωσε τέλεια τὸν Ἑαυτό Του σ’ Αὐτὸν. Ἄς κάνουμε κτῆμα μας τὴν δόξα τῆς σταυρωμένης Ἀγάπης, αὐτῆς τῆς θυσιαστικῆς Ἀγάπης, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι δυνατότερη ἀπὸ τὸν θάνατο, δυνατότερη ἀπὸ τὴν κόλαση, πιὸ δυνατή ἀπ’ ὅλα, ἐπειδὴ εἶναι ἡ θεϊκὴ Ζωὴ ποὺ μᾶς κατακτᾶ καὶ ξεχύνεται σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ν’ ἀγαπηθοῦν γιὰ νὰ ἔλθουν πρὸς τὴν Ζωή, νὰ πιστέψουν στὴν Ἀγάπη καὶ στοὺς ἑαυτούς τους, νὰ γίνουν παιδιὰ τῆς Ἀγάπης, παιδιὰ τοῦ Φωτὸς, νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνιο Ζωή. Ἀμήν.

4.

 Πῶς βρέθηκε καὶ ὑψώθηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς

Σωτήρχου Π. Μ.

Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν Τίμιον Σταυρόν. Μία γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του τὴν 6ην Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ. καὶ μία κατὰ τὴν Ὕψωσή του τὴν 14ην Σεπτεμβρίου, στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα.

Τὸ σημαντικόν, καὶ ὄχι πολὺ γνωστόν, στὸν διπλὸν αὐτὸν ἑορτασμὸν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἕνα μέγα μυστήριον τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν θεία λατρεία, ποὺ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὴν Κόλαση τῆς πτώσεώς του καὶ τὸν θρονιάζει πάλι μέσα στὸ Παράδεισο τῆς αἰώνιας ἀγάπης.

Πιὸ συγκεκριμένα, παίρνει μὲ τὴν σταυρική του θυσία τὸν προδότη Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὅλην τὴν προδοσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγνωμοσύνη του ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἄλλον Ἰούδα, ἐπίσης Ἑβραῖον, ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς στὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ φανερώνει τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πορεία του στὴν ἁγιότητα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν δεύτερον αὐτὸν Ἰούδα, ποὺ πίστεψε, μετανόησε καὶ ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός. Ἀργότερα ἔγινε κληρικὸς καὶ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Πατριάρχην Μακάριον, καὶ ἀφοῦ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἄννα, μπῆκε στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28ην Ὀκτωβρίου.

Τὸ «Συναξάρι» τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρει: «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ τοῦ φανερώσαντος τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπὶ τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἑλένης τῆς αὐτοῦ μητρός». Καὶ γιὰ τὴν μητέρα του Ἄννα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια μέρα:

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ Ἄννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα καὶ ξεσθεῖσα ἐτελειώθη».

Καὶ λίγα γιὰ τὸν βίον του: «Ὁ Ἅγιος Κυριακός, πρώην Ἰούδας, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπίστευσε, ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς καὶ ἔγινε, ὅπως προαναφέραμε, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔζησε ὡς τὶς ἡμέρες τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Αὐτὸς ὅταν ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Περσῶν, ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιον Κυριακὸν τί ἦταν καὶ τί ἔγινε καὶ τὸν διέταξε αὐστηρὰ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ ἤλεγξε μὲ τόλμην τὴν εἰδωλολατρία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξί του χέρι, διότι καθὼς εἶπε: «Πολλὲς ἐπιστολὲς ἔχει γράψει τὸ χέρι αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ Δωδεκαθέου». Ὕστερα διέταξε νὰ ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ὁμολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν οἱ δήμιοι μπρούμυτα σὲ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὄργανα βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν.

Ὅταν ἦλθε ἡ μητέρα του, ποὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου τοῦ παιδιοῦ της, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ σκίζουν τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἄλλο ἕνα ἐργαλεῖο βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριον.

Ὕστερα ἔρριξαν τὸν Ἅγιον Κυριακόν, σὲ ἕνα μεγάλο καμίνι, τὸν ἐθανάτωσαν μὲ ξίφος, κόβοντας τὸ κεφάλι του».

Ἡ ἀνεύρεση καὶ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔγινε μὲ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ὑπερθαύμαστον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην τὴν Ἰσαπόστολον, ποὺ εἶχε μεταβῆ γιὰ προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ μὲ τὴν ρητὴν ἐντολὴν τοῦ γιοῦ της αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου νὰ βρῆ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξαφανίσει οἱ ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες.

Εἶχαν ρίξει καὶ τοὺς τρεῖς σταυροὺς σὲ ἕναν βαθὺ λάκκον καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χώματα καὶ πέτρες καὶ πολλὰ σκουπίδια. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια χρόνια.

Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μὲ τοὺς συνοδοὺς της ἄρχισε τὶς ἔρευνες, μία νεαρὴ Ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τὴν Βασιλομήτορα στὸν Ἰούδα, ποὺ ἔμενε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους τὴν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του καὶ τὸ εὐωδιαστὸ «βασιλικὸ χόρτο», αὐτό, ποὺ λέγεται καὶ σήμερα βασιλικός.

Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Ἑλένη στὴν τοποθεσία αὐτὴ καὶ πρὶν δώση ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Χριστόν. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ πρὶν νὰ πεῖ μία λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στὸ σημεῖον αὐτό, καὶ τὸ ἔδαφος σχίστηκε σὲ μεγάλο βάθος.

Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφὲς καὶ σὲ λίγη ὥρα βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σταυροί, πρὸς γενικὴν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων.

Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἄλλοι δόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ προσεύχονταν. Ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδικὴ καὶ πανίερη. Καθάρισαν τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἀπὸ τὰ χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σὲ ἕνα κοίλωμα τῆς γῆς καὶ ἦταν καλὰ προστατευμένοι. Δὲν ἤξεραν ὅμως ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν ὁ Σταυρὸς ἐπάνω στὸν ὅποιον σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν σὲ μία καλύβα μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια. Ἡ Ἄγ. Ἑλένη σκέφθηκε ἀμέσως ὅτι ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὴν γυναίκα, ἐὰν τῆς ἔβαζαν πάνω της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔβαλαν διαδοχικά τοὺς δύο πρώτους σταυρούς, ἀλλὰ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Μόλις ὅμως ἔβαλαν στὸ σῶμα της τὸν τρίτον Σταυρόν, ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της.

Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρός. Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς στὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε καὶ ἡ μικρὴ σανίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων), ποὺ εἶχε βάλει ὁ Πόντιος Πιλάτος.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ Ἄγ. Ἑλένη, ἔχτισε (στὸν Γολγοθὰ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως στὸ Σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαίων. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἔστησε τὸν Τίμιον Σταυρὸν στὸν ναὸν τοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὸν πιστὸν λαόν, ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 326 καὶ γι’ αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τότε νὰ ἑορτάζεται τὸ γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμέραν αὐτήν.

Τὴν ἴδιαν ἡμέρα ἑορτάζεται καὶ ἡ δεύτερη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειον (628 μ.Χ.), ὅταν ἐνίκησε τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Σήμερα τὸ μεγαλύτερον τεμάχιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ διασώζεται στὸν Ἅγιον Ὅρος, στὴν Ί. Μονὴ Ξηροποτάμου.

Ἡ ἀνεύρεση καὶ ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἀσφαλῶς μέγα γεγονὸς τῆς παγκοσμίας ἱστορίας, διότι ἀφορᾶ στὸ σύνολον τῆς ἀνθρωπότητας, ἀνεξαρτήτως ἂν δὲν ἔχουν ἀκόμα ἀποδεχθῆ τὴν Χριστιανικὴ Πίστη καὶ δὲν γνωρίζουν ὅλοι τὴν ἀλλαγὴ πορείας τῆς ἱστορίας.

Ἰδιαίτερα, ὅμως, εἶναι κορυφαῖον γεγονὸς στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐπιβεβαιώνει καὶ ἐπισφραγίζει τὴν δωρεὰν τῆς σωτηρίας σὲ ὅλον τὸν κόσμον καὶ καλεῖ ἀδιαλείπτως κάθε ἄνθρωπον νὰ ἐπιστρέψη στὴν ἀληθινὴν πατρίδα τοῦ Παραδείσου. Δὲν εἶναι ἁπλῶς συμβολικὴ καὶ ἐνδεικτικὴ ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἔγινε Χριστιανὸς καὶ Ἅγιος Μάρτυς τῆς Ἐκκλησίας, ὡσὰν νὰ ἀποπλύνη τὴν προδοσία τοῦ ἄλλου Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη, ποὺ παρέδωσε τὸν Θεάνθρωπον στοὺς σταυρωτές του. Καὶ εἶναι τοῦτο μέγα δίδαγμα γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὅσον καὶ ἂν ἔχει πέσει στὸ ἔσχατον ἄκρον τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ὁ Ἰσκαριώτης, μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ διανύση τὴν ἀπόσταση μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ σωτηρίας, μεταξὺ προδοσίας καὶ μετανοίας, ποὺ δὲν ἔκανε ὁ πρῶτος Ἰούδας, ἀλλὰ ἀγχονίσθηκε μέσα στὴν ἀπελπισία του. Αὐτὴ ἡ μέγιστη μεταστροφὴ τοῦ δεύτερου Ἰούδα εἶναι ὁ αἰώνιος καὶ ἐμπράγματος ἀντίλαλος τῆς προσευχῆς τοῦ Θεανθρώπου τὴν ὥρα τῆς θυσίας του, ὅταν παρεκάλεσε τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ εἶπε γιὰ τοὺς σταυρωτές του τὸν λόγον τῆς ὕψιστης συγνώμης γιὰ ὅλους τους ἀρνητές του, ἄρα καὶ τοῦ Ἰούδα:

— «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. ΚΓ’ 34).

Κλείνοντας τὶς λίγες αὐτὲς γραμμὲς γιὰ τὸν ἑορτασμὸν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, θὰ θέλαμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν σχετικὸν λόγον ἑνὸς μακαριστοῦ Γέροντος, ποὺ ἔλεγε:

— «Ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, παιδιά μου, δὲν γίνεται μόνον κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς 14ης Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ μία ψυχὴ καὶ πηγαίνει κοντὰ στὸν Χριστόν. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος: «Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ’ 7). Γιατί ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ φανερώνει τὸν θρίαμβον τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ αὐτὸς ὁ θρίαμβος ἀποτελεῖ μεγάλη χαρὰ στὸν οὐρανὸν τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ ἀληθινὰ ἕνας ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ ἂς μετανοοῦμε ὅλοι μας συνεχῶς καὶ ἀληθινά, γιὰ νὰ κυρίαρχη πάντοτε ἡ χαρὰ καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανόν. Ἀμήν».