1.

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἰοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στή σημερινή περικοπή τοῦ Ευαγγελίου, λέμε ὅτι ο Θεός δὲν ἔστειλε τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ στὸν κόσμο γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλά γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ Ζωντανὸς Θεός γίνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ ζῶντος ἀνθρώπου, μοιράζεται μαζί του ὅλη τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, τὴν κατάσταση τοῦ δημιουργήματος ἑνός πεπτωκότος κόσμου, ὅλα τά δεινά, περιλαμβάνοντας καὶ τὴν τραγωδία τοῦ θανάτου, πού περιέχει καὶ τὴν τραγική ἀπώλεια τῆς συναίσθησης τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Πατέρα: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειπες; Καὶ σωζόμαστε, μὲ τὴν ζωή Του, καὶ τὸν θάνατό Του, και τὰ λόγια Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι» (Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τὶ κάνουν). Ἀλλά αὐτά τὰ λόγια μπορεῖ νὰ ταιριάζουν καὶ σὲ μᾶς πού ξέρουμε, θα μπορούσαμε νὰ ξέρουμε – δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὸ Εὐαγγέλιο; Ὁπότε δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὶ ἔπαθε ὁ Χριστός, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητάς μας; Δὲν εἴμαστε λοιπόν γνῶστες ὅτι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ταιριάζουν σ’ ὅλους μας; – κι ὄμως ὑπάρχει μιὰ διαφορά.

Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, λέει σὲ κάποιον ἀπό τοὺς ἐπισκέπτες του, ..Ναί, νὰ εἶσαι βέβαιος γιὰ τὴν συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός ἀπαντᾶ στὶς προσευχές σου, ἀλλά θυμήσου ἕνα πράγμα: τὸ τίμημα πού Ἐκεῖνος πλήρωσε γιὰ νἄχει τὴν δύναμη τῆς συγχώρησης, κι ἄς μὴν τοῦ ζητᾶμε κάτι λίγο γιὰ συγχώρηση, ἄς μὴν ἔρχομαστε ἀνάξιοι στὴν προσευχή πρὸς Ἐκεῖνον, γιατί ὁ θάνατος Του, συνηγορεῖ στὴν συγχώρησή μας. Καὶ δὲν μποροῦμε χωρίς μιὰ ἀνταπόκριση ἀπό τὸ βαθύτερο εἶναι μας στραμμένο πρὸς τὸν θεό καὶ νὰ ζητᾶμε τὴν συγχώρηση μὲ τὸ κόστος τοῦ θανάτου Του, καὶ νὰ μὴν τοῦ προσφέρουμε τίποτε, τίποτε παρά μόνον τὴν ἐπιθυμία μας νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπό τὸ φορτίο πού μᾶς συνθλίβει.

Καὶ ἄν ἀναρωτιόμαστε τὶ νὰ Τοῦ προσφέρουμε – μποροῦμε νὰ Τοῦ προσφέρουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν εὐχαριστία μας. Μιὰ εὐχαριστία γι’ αὐτή τὴν ἀγάπη πού ἀπό μόνη της μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει, μιὰ ἀγάπη τόσο μεγάλη πού Ἐκεῖνος ἀποδέχθηκε ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη μοίρα μας, ἀλλά τὸ νὰ χάσει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα, μὲ σκοπό νὰ βρεῖ τὴν ταυτότητά Του μὲ μᾶς, μ’ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ νὰ ἐκτιμήσει, Αὐτός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας μείνει χωρίς Θεό, πάνω στὸν Σταυρό, καὶ νὰ ἱκετεύσει γιὰ μᾶς πού πρέπει νὰ συγχωρηθοῦμε….

Ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει κάτι ἀκόμα πού μποροῦμε νὰ πάρουμε ἀπ’ τὸ σημερινό δεύτερο Μάθημα: ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας πού μοίχευσε. Αὐτή ἡ γυναίκα ἔχοντας ἁμαρτήσει, ἐλεύθερα, ἐλαφρόμυαλα, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνει, ὡστόσο μία ἀπό ἐκείνους πού δεν ξέρουν τὶ κάνουν! Και ξαφνικά βρίσκεται πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ γεγονός ὅτι ἡ ἁμαρτία «πέθανε». Θεωροῦσε δεδομένο, καὶ ἡ Παλαιά Διαθήκη διακήρυττε ὅτι τῆς πρέπει θάνατος. Κι αὐτή ἔρχεται στὸν Χριστό, μὲ τὸ πλῆθος τὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ τῆς ἀποδοθεῖ ἡ τιμωρία μὲ τὴν σκληρότητα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, χωρίς ἔλεος. Κι ὁ Χριστός εἶδε ὅτι ἐκείνη τὴν στιγμή ἐκείνη εἶχε καταλάβει τά πάντα. Ἤξερε ὅτι ἡ ἁμαρτία σημαίνει θάνατος, μιὰ ἀπόλυτη καταστροφή στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού πεθαίνουν χωρισμένοι ἀπ’ τὸν Θεό, γιατί μόνον στόν Χριστό, μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν δρόμο μας γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε σ’ Ἐκεῖνον. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπό τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη; Τὸν τόπο τῆς ἀθεράπευτης κι ἀπόλυτης ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη ἤξερε ὅτι ὅλα τελειώνουν, ὄχι μόνο ὅσα συνέβησαν κάποτε, ἀλλά ἡ αἰωνιότητα θα γίνει σκοτάδι καὶ θάνατος: ἄν μόνο μποροῦσε να ἐπιστρέψει στὴν παροῦσα ζωή, για νὰ μετανοήσει, ἄν εἶχε χρόνο νὰ ζήσει μιὰ ζωή τέτοια πού ν’ ἀξίζει γιὰ τὸν Θεό καὶ τὸν ἑαυτό της- θα τὄκανε!

Κι αὐτό ὁ Θεός τὸ εἶδε σ’ αὐτήν, αὐτός ἦταν κι ὁ λόγος πού στράφηκε στοὺς δικαστές, τοὺς ἁμαρτωλούς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πού ἑτοιμάζονταν νὰ σκοτώσουν τὴν γυναίκα γιὰ τὶς ἁμαρτίες της, ἐνῶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλαμβάνονταν τήν δική τους ἁμαρτωλότητα κι ὅτι κουβαλοῦσαν θάνατο στοὺς ὤμους τους ἐξ αἰτίας τοῦ ἑαυτοῦ τους· «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλλέτω» (Αὐτός πού δεν ἔχει ἁμαρτίες ἀπό σᾶς ἄς ρίξει τὶς πρῶτες πέτρες) – καὶ κανείς δὲν τόλμησε, γιατί ἐκείνη τὴν στιγμή, αὐτές οἱ λέξεις τόσο ἁπλές καὶ τόσο ἄμεσες, τοὺς ἔκαναν νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἀλήθεια, ὅτι, Ναί, – οὔτε ἕνας δὲν ἦταν χωρίς ἁμαρτία, κι ὅλοι ἐρήμην τοῦ Θεοῦ ἄφηναν τὴν ἀξιοπρέπεια, πρόδιδαν τὸ ἐπάγγελμά τους, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἑτυμηγορία γιὰ αὐτούς ἀπό μιὰ ἀπόφαση θανάτου: δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ προφέρουν γιὰ τὴν γυναῖκα, γιατὶ αὐτό θα σήμαινε ὅτι θἄπρεπε νὰ τὸ ποῦν ….καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους.

Κι ὁ Χριστός πού γνώριζε τὶς καρδιές, ὅσων ὑπῆρξαν πρίν ἀπό Κεῖνον, γνώριζε ὅτι ἡ γυναῖκα εἶχε περάσει ἀπό τὶς πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐπέστρεψε ἀπό μιὰ θεϊκή ἐνέργεια πού τὴν ἀνάστησε: ναί, πράγματι τὴν ἐπανέφερε ἀπό ἕναν ἀναμενόμενο ἀλλά βέβαιο θάνατο. Καὶ τῆς εἶπε: ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού σὲ καταδικάζουν; Κανείς δὲν τὸ κάνει πιά; -ὄχι-. Οὔτε ἐγώ σὲ καταδικάζω· πήγαινε ἐν εἰρήνῃ, καὶ μὴν ἁμαρτήσεις πιά! Κι αυτές οἱ λέξεις πῆγαν στὴν καρδιά της, αὐτές οἱ λέξεις πράγματι ἔγιναν ὁ νόμος τῆς ζωῆς της, ἐπειδή ἐκείνη ἤξερε στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή της, στὴν καρδιά και τὸ μυαλό της, σ’ ὅλο της τὸ εἶναι ὅτι ἁμαρτία σημαίνει θάνατος. Καὶ δέχθηκε τὴν συγγνώμη πού σημαίνει ζωή!

Ἄς σταθοῦμε, ὁ καθένας μας, ὅταν ἐρχόμαστε γιὰ ἐξομολόγηση, ὅταν παίρνουμε τὴν συγχώρηση ἀπό τοὺς ἀλλους, ὅταν μᾶς παρακαλοῦν νὰ συγχωρήσουμε – πῶς στεκόμαστε; Ἔχουμε συναίσθηση ὅτι ὁ θάνατος ἐργάζεται μέσα μας ἐπειδή χάσαμε τὸν Θεό, τὴν ἁμαρτωλότητά μας, τὸ γεγονός ὅτι ἐπιλέξαμε; Αὐτή ἡ γυναῖκα δὲν ἤξερε τὶ εἶχε κάνει, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο πού μᾶς μιλᾶ, τὸν Χριστό πού μᾶς μιλᾶ, γνωρίζουμε τά πάντα: πῶς στεκόμαστε;

Ἄς μάθουμε ἀπό αὐτήν· ἄς μάθουμε ἐπίσης ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού ἦρθαν φορτωμένοι μὲ πέτρες γιὰ νὰ λιθοβολήσουν τὴν ἁμαρτωλή καὶ συνειδητοποίησαν ὅτι ἦταν μπλοκαρισμένοι στὴν ἴδια τραγωδία τῆς ἁμαρτίας, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν καταδικάσουν, γιατί αὐτό θα σήμαινε ὅτι καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸν ἴδιο θάνατο.

Τὸ γνωρίζουμε ὅταν ἀρνούμαστε τὴν συγχώρηση; Δὲν μιλῶ γιὰ μιὰ συγχώρηση μ’ ἐλαφρότητα, πού προφέρεται ἔτσι εὔκολα- ἀλλὰ νὰ συγχωρήσουμε ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας; Μποροῦμε νὰ ποῦμε στὸν Θεό: Συγχώρησέ με, ὅπως συγχωρῶ;

Ἄς σταθοῦμε σ’ αὐτή την σκέψη, ἀλλά καὶ στὴν νικηφόρα χαρά, ὅτι ὁ Θεός ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνει, ἀλλά γιὰ νὰ τὸν σώσει! Ἡ σωτηρία εἶναι στὰ χέρια μας! Εἶναι σὲ μᾶς νὰ τὴν πάρουμε – καὶ δίνεται δωρεάν, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι χάρισμα κι ἐξαγορά.

Ἀμήν.

2.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποκάλυψη τῆς Θείας ἀγάπης

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

«Εἶπε ὁ Κύριος: Κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ παρὰ μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό. Ὅπως ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ὥστε ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μὴ χαθεῖ ἀλλὰ νὰ ζήσει αἰώνια. Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε παρέδωσε στὸν θάνατο τὸν μονογενῆ του Υἱό, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια. Γιατί, ὁ Θεὸς δὲν ἔστειλε τὸν Υἱό του στὸν κόσμο γιὰ νὰ καταδικάσει τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰωάν. 3, 13-17).

Τὰ λόγια του Χριστοῦ στὴν περικοπὴ Ἰωάν. 3, 13-17 ἀποτελοῦν μέρος τῆς συζητήσεώς του μὲ τὸν Νικόδημο, τὸν Ἰουδαῖο ἄρχοντα ποὺ ἦλθε μία νύκτα κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ὁμοθρήσκους του νὰ καταθέσει τὴν προσωπικὴ ὁμολογία του πρὸς τὸν σταλμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ διδάσκαλο ποὺ ἐπιτελεῖ θαυμαστὰ ἔργα καὶ σημεῖα, τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ δι’ αὐτοῦ. Ὁ Χριστὸς δέχεται τὴν κρυφὴ ὁμολογία τοῦ Νικοδήμου, βρίσκει εἰλικρινεῖς τὶς προθέσεις του καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει μερικὲς βασικὲς πτυχὲς τῆς διδασκαλίας του ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ὑπόμνημα στὸ ὅλο ἔργο του καὶ στὸ σκοπὸ τῆς Ἐνανθρωπήσεώς του.

Ἀφοῦ τοῦ ὁμιλεῖ στὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προϋπόθεση κατανοήσεως καὶ βιώσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, φθάνει στὸ κέντρο τῆς διδασκαλίας ἀλλὰ καὶ τῆς ἀποστολῆς του: Στὴν ὕψωσή του στὸν σταυρὸ ποὺ ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ συνομιλητὴς του εἶναι Ἰουδαῖος, τοῦ δίνει ἕναν τύπο, μία προεικόνιση τοῦ κοσμοσωτηρίου αὐτοῦ γεγονότος ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ὅπως ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου (ἐννοεῖ στὸν Σταυρό), ὥστε ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μὴ χαθεῖ ἀλλὰ νὰ ζήσει αἰώνια». Ἀναφέρεται δηλ. στὸ γεγονὸς ἐκεῖνο τῆς ἰσραηλιτικῆς ἱστορίας κατὰ τὸ ὁποῖο δηλητηριώδη φίδια ἐμφανίσθηκαν στὸ στρατόπεδο τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν ἔρημο καὶ σκόρπισαν τὸν θάνατο στὸν λαὸ ποὺ γόγγυζε κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὁ ἐλευθερωτὴς καὶ σωτήρας Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν λαό του νὰ χαθεῖ. Ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Μωυσῆ νὰ ὑψώσει ἕνα χάλκινο φίδι μέσα στὸ στρατόπεδο πάνω σ’ ἕνα κοντάρι, ὥστε νὰ τὸ βλέπουν οἱ προσβαλλόμενοι ἀπὸ φίδια καὶ νὰ διαφεύγουν τὸν θάνατο (Ἀριθμ. 21, 4-9). Σ’ αὐτὸ βλέπει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἑρμηνεύει αὐθεντικὰ τὴν Π. Διαθήκη, μία προτύπωση τοῦ σταυροῦ του.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ ποικίλους τρόπους ἐκδηλώθηκε μέσα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων ἀποκορυφώνεται στὴ θυσία τοῦ σταυροῦ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα Ἱστορικὸ γεγονὸς ἀλλὰ πράξη ὑπέρτατης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προσβλημένη ἀπὸ τὸ φίδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν καταδικασμένη σὲ θάνατο ἀνθρωπότητα. Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ γεγονὸς ὄχι μόνον τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας ἀλλὰ γεγονὸς μὲ ἰδιαίτερο νόημα γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστὰ· ἔχει νόημα καὶ περιεχόμενο ὑπαρξιακό. Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ ἀνάστασή του δὲν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ παρὰ τὴ χορήγηση τῆς ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους.

Εἶναι γνωστὸ σ’ ὅλους πόσο ἐπιθυμοῦμε τὴ ζωή, τὴν εὐτυχισμένη καὶ ὅσο γίνεται πιὸ μακροχρόνια ζωὴ καὶ πόσο ὁ φόβος τοῦ θανάτου μᾶς παραλύει καὶ μᾶς δημιουργεῖ ἀγωνιώδη προβλήματα καὶ ἐρωτήματα. Ὁ θάνατος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πάνω στὸν σταυρὸ – γιὰ τὸν ὁποῖο κανεὶς ἄνθρωπος δὲν εὐθύνεται σὲ τελευταία ἀνάλυση, οὔτε Ἰουδαῖος οὔτε Ρωμαῖος, παρὰ μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο – ὁ θάνατος αὐτὸς κατὰ παράδοξο τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει τὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς παρέχει ζωὴ καὶ μάλιστα ζωὴ χωρὶς τέρμα, χωρὶς ἀγωνία θανάτου, ζωὴ αἰώνια.

Εἶναι σημαντικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας ἀλλὰ καὶ κάθε ἐποχῆς νὰ γνωρίζει – κι αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιαστικὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς – ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνον ὁ αὐστηρὸς τιμωρός, ὁ δίκαιος κριτής, ἀλλὰ κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο ὁ γεμάτος ἀγάπη σωτήρας τῶν ἀνθρώπων. Κι ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι μία συναισθηματικὴ τοποθέτηση· ἀλλὰ εἶναι ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ γεγονός, ὁ σταυρὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

3.

Ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Νικόδημον

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Παύσας ὁ Χριστός τόν διάλογον μετά τοῦ Νικοδήμου κηρύττει διά μονολόγου εἰς τόν ἴδιον τό ἔργον τῆς ἀπολυτρώσεως ὑπό τρεῖς μορφάς: Ἀποκάλυψιν, ἀπολύτρωσιν καὶ κρίσιν.

Καὶ α) Ἡ Ἀποκάλυψις ,στιχ˙ 11 — 13. Ὁ Κύριος λέγει «ἀμήν ἀμήν λέγω σοι, ὅτι ὅ εἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὅ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν καὶ τήν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε». Ἀλήθεια ἀλήθεια σοῦ λέγω, λέγει ὁ Χριστός εἰς τόν Νικόδημον, ἡ διά τοιούτου τρόπου ἀναγέννησις διδασκαλία ἐμοῦ καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου εἶναι ἡ πραγματική, διότι «ὅ οἴδαμεν λαλοῦμεν» ἐκεῖνο δηλαδή τό ὁποῖον γνωρίζομεν ἐξ ἀσφαλοῦς πηγῆς κηρύττομεν καὶ «ὅ ἑωράκαμεν» καὶ τήν ἐπικύρωσιν τούτων τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς κατά τό βάπτισμά Μου, τό ὁποῖον εἴδομεν, «μαρτυροῦμεν» ὁμολογοῦμεν. «Καὶ τήν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε». Σεῖς ὅμως οἱ Φαρισαῖοι δέν λαμβάνετε ταῦτα ὑπ’ ὄψιν σας. Ὁ Κύριος συνεχίζει. «Εἰ τά ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐάν εἴπω ὑμῖν τά ἐπουράνια πιστεύσετε; Ἀφοῦ, λέγει ὁ Κύριος, σᾶς εἶπα πράγματα ἐπίγεια, αἰσθητά εἰς πάντα ἄνθρωπον ὅπως εἶναι λ.χ. καὶ τό εἰς τούς ἐθνικούς ἀκόμη αἰσθητόν φαινόμενον τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου «τό γεννώμενον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι» καὶ ἡ λαχτάρα τῆς ἀναγεννήσεως διά Λυτρωτοῦ τινός, δὲν πιστεύετε, πῶς θὰ πιστεύσετε, ἐάν σᾶς εἴπω πράγματα ἐπουράνια ἤτοι πνευματικώτερα, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ τριαδικότης τοῦ Θεοῦ, τό βάθος τοῦ Μυστηρίου τῆς ἀπολυτρώσεως κ.λ.π. Τόσον αἱ ψευδεῖς Μεσσιακαὶ προλήψεις σᾶς ἔχουν πωρώσει τήν ψυχήν!

Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι σᾶς λέγω πράγματα πρώτην φορὰν λεχθέντα ὑπό ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι ὁ συνδυασμός «ὕδατος» βαπτίσματος καὶ «πνεύματος» Θείας χάριτος διά τήν σωτηρίαν. Ἐν τούτοις ἔπρεπε τά λόγια μου, νά γίνουν πιστευτά, διότι «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν, εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ». Οὐδεὶς ἄλλος, βεβαιοῖ ὁ Κύριος, ἀνέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν, ὅπου εὑρίσκονται τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἐκτός Ἐμοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἤμην καὶ εἶμαι ἐν τῷ οὐρανῷ, εἰς τούς κόλπους τοῦ Πατρός. Ὁ Κύριος μέχρις ἐδῶ πραγματεύεται τήν ἀποκάλυψιν τῆς ἀληθείας.

Μετά ταῦτα πραγματεύεται β) τήν ἀπολύτρωσιν ἐκ τῆς ἁμαρτίας στίχ. 14—16 καὶ λέγει˙ «καθώς Μωϋσῆς ὕψωσεν τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον». Ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ὡς σύμβολον τῆς Σταυρώσεώς Του τό γεγονός, τό ὁποῖον μᾶς διηγεῖται τό βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (ἀριθ. 21,4—9) τῆς ὑψώσεως τοῦ χαλκοῦ ὄφεως ἐν τῇ ἐρήμῳ. Οἱ Ἑβραῖοι δηλαδή τό τελευταῖον ἔτος τῆς τεσσαρακονταετοῦς περιπλανήσεώς των ἐν τῇ ἐρήμῳ Φαρᾶν ἠγανάκτησαν κατά τοῦ Θεοῦ. Πρός τιμωρίαν των στέλλει ὁ Θεός κατ’ αὐτῶν δηλητηριώδεις ὄφεις, οἱ ὁποῖοι ἐθανάτωσαν πολλούς ἐξ αὐτῶν. Οἱ Ἑβραῖοι μετανοοῦν καὶ ὁ Θεὸς διατάσσει τόν Μωϋσῆν νά κατασκευάσῃ χαλκοῦν ὄφιν νά τόν τοποθετήσῃ ὑψηλά εἰς πάσσαλόν τινα. Ὅσοι ἐκ τῶν δαγκωμένων Ἑβραίων ὑπό τῶν ὄφεων μετενόουν καὶ ἔβλεπον τόν ὄφιν τοῦτον ἐθεραπεύοντο. Κατά παρόμοιον τρόπον, βεβαιοῖ ὁ Κύριος, θά ὑψωθῇ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα οἱ ὑπό τῆς ἁμαρτίας δηλητηριασμένοι βλέποντες καὶ πιστεύοντες εἰς αὐτὸν θεραπεύωνται ἀπό τάς ἁμαρτίας λαμβάνοντες αἰώνιον ζωήν. Ἡ αἰώνιος αὕτη ζωή συνίσταται εἰς τήν ζωήν τῆς χάριτος ἐδῶ καὶ εἰς τήν δόξαν ἐν τῇ μελλούσῃ ζωῇ. Ἡ ἐδῶ διδομένη θεία χάρις εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἐκεῖ δόξης. Ἡ ἐκεῖ δόξα εἶναι τό τέλος τῆς ἐδῶ χάριτος. Ὁ φέρων τήν θείαν χάριν ἐδῶ φέρει ἤδη ἐν ἑαυτῷ τήν αἰώνιον ζωήν. (Ὅταν ὁ Νικόδημος οὗτος ἐξεκρέμασε τόν Ἰησοῦν ἀπό τόν Σταυρόν, θά ἐνόησε τότε τήν ἑρμηνείαν τῶν σκοτεινῶν λόγων αὐτῶν). Ἰδού ἡ οὐσία τῆς Ἀπολυτρώσεώς μας! Μετά ταῦτα ὁ Κύριος ἔρχεται εἰς τήν αἰτίαν τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ λέγει˙ «οὕτως γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκε, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Τόσον πολύ ἠγάπησεν ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους, ὥστε — παρέδωκε τόν μονογενῆ Του Υἱὸν εἰς τόν Σταυρόν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή χαθῇ ἀλλά ἔχῃ ζωήν αἰώνιον. Ἑπομένως ἡ αἰτία τῆς ἀπολυτρώσεως εἶναι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ ἀξία μας.

Ἤδη ὁ Κύριος μεταβαίνει γ) εἰς τήν κρίσιν στίχ. 17 — 21 εἰς τά ἀποτελέσματα τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἂν καὶ ἡ ἀπολύτρωσις δηλαδή ἐγένετο δι’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δέν ἐσώθησαν ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Τοῦτο δέν ἔγινεν ἐξ ὑπαιτιότητος τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἐκ τῆς ἠθικῆς ζωῆς ἑκάστου, «οὐ γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον, ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ». Διότι Αὐτός ἀπέστειλε τόν Υἱόν Αὐτοῦ οὐχὶ ἵνα καταδικάσῃ τόν ἁμαρτωλόν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσῃ αὐτόν διά τῆς Σταυρικῆς Του θυσίας. «Ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν οὐ κρίνεται» ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν δέν καταδικάζεται. Ἂν δὲ μερικοὶ θά κατακριθῶσιν ὑπό τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν μέλλουσαν κρίσιν, δέν πρέπει νά μᾶς σκανδαλίζῃ, διότι ἡ κατάκρισις ἐκείνη εἶναι ἐξωτερική ἐκδήλωσις τῆς ἤδη ἐξενεχθείσης ὑπό τοῦ ἰδίου ἁμαρτωλοῦ καθ’ ἑαυτοῦ καταδίκης καὶ ὅπως ρητῶς λέγει ὁ Κύριος˙ «ὁ μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται» Ὁ μὴ πιστεύων εἶναι ἀπ’ ἐδῶ αὐτοκατάκριτος «ὅτι μή πεπίστευκεν εἰς τό ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», διότι δὲν ἐπίστευσεν εἰς τόν Χριστόν ὡς μονογενῆ Υἱόν τοῦ Θεοῦ.

Ἀναλύων περισσότερον τήν αἰτίαν τῆς καταδίκης του λέγει: «Αὕτη δὲ ἡ κρίσις» αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς καταδίκης ἐκείνης, ὅτι «τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον» παρουσιάσθη τό φῶς εἰς τόν κόσμον ὁ Χριστός «καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς» οἱ ἄπιστοι Ἰουδαῖοι ἠγάπησαν δηλαδή ὄχι τόν Χριστόν ὁ ὁποῖος εἶναι φῶς ἀλλά τήν ἁμαρτίαν ἡ ὁποία εἶναι σκότος. «Ἦν γάρ αὐτῶν πονηρά τά ἔργα» αἰτία δηλαδή τοῦ νά ἀγαπήσουν τό σκότος καὶ οὐχί τό φῶς ἦσαν τά ἁμαρτωλά των ἔργα, αἰτία τῆς ἀπιστίας των ἦτο ἡ ἀνήθικος ζωή των· «πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς». Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ζῆ ἀνήθικον ζωήν «καὶ οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ», δὲν πηγαίνει εἰς τό φῶς διά νά μή γίνουν γνωστά τά ἀνήθικα ἔργα του. Αἰτία δηλ. ὅλων αὐτῶν ἦτο νά μή φανερωθῶσιν τά πονηρά αὐτῶν ἔργα ὑπό τοῦ φωτός. Βαθυτέρα αἰτία τῆς ἀπιστίας καὶ ἀνηθίκου ζωῆς εἶναι ἡ μή συναίσθησις τῆς καταστάσεώς των, διότι ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μόνον πληγή ἀλλά καὶ στραβομάρα, ὡς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βεβαιοῖ ὀνομάζων αὐτήν κάρφος ἐν τῷ ὀφθαλμῷ. Ματθ. 7,3, Ἐνῷ τοὐναντίον «ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἦν εἰργασμένα». Ὁ ἔχων δηλαδή ἔργα ἀγαθά καὶ διάθεσιν ἀγαθήν ἔρχεται εἰς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκεῖ βεβαιοῦται, ὅτι τά ἔργα του τά ἀγαθά ἐγένοντο τῇ βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ὁ ἠθικός βίος ἐπιδρᾷ εἰς τήν πίστιν ἰδίως ὅμως ὁ ἀνήθικος βίος εἰς τὴν ἀπιστίαν καὶ καταδίκην.

Ποῖον ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς συνομιλίας καὶ ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ μετα τοῦ Νικοδήμου ἁγνοοῦμεν. Φαίνεται ὅμως, ὅτι ὁ σπόρος ἔπεσεν εἰς ἀγαθήν καρδίαν, διότι βραδύτερον ὁ Νικόδημος θά ὑπερασπισθῇ τόν Ἰησοῦν ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου (1) καὶ θά γίνῃ φίλος τοῦ Ἐσταυρωμένου (2).

Θέμα: Τό ἔργον τῆς ἀπολυτρώσεως

Βλέποντες τόν Ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι τόν χαλκοῦν ὄφιν, θεραπευόμεθα. Ἂς ἴδωμεν ποῖος εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου καὶ ποία ἡ ὠφέλεια ἡμῶν ἐξ Αὐτοῦ, ποία τά διδάγματα.

Α) Ὁ Σταυρός. Εἰς τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου βλέπομεν συνηνωμένους τόν Οὐρανόν, τήν γῆν τόν Ἄδην. Βλέπομεν τόν Θεόν, τόν ἄνθρωπον, τόν Διάβολον. Καὶ συγκεκριμένως: Βλέπομεν τήν ἀγάπην καὶ δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν μορφὴν τῆς θυσίας κατά τόν ἑξῆς τρόπον. Ὁ ἄνθρωπος ἡμάρτησεν. Ἔπρεπε νά τιμωρηθῇ. Ὡς τιμωρία ἔπρεπε νά εἶναι ἡ ἐσχάτη τῶν ποινῶν, ὁ θάνατος, διότι ἡ ἁμαρτία ἡ πτῶσις τῶν πρωτοπλάστων ἦτο ὕβρις κατά τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατά τήν συμβουλήν τοῦ ὄφεως ἤθελον νά γίνωσιν οὗτοι ὅμοιοι μέ τόν Θεόν τρώγοντες ἐκ τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ. Ὁ θάνατος οὗτος ἔπρεπε νά εἶναι διπλοῦς σωματικός καὶ ψυχικός. Κατά τόν σωματικόν θάνατον θά ἐχωρίζετο ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα κατά δέ τόν πνευματικόν ἡ ψυχή ἀπό τόν Θεόν. Πῶς ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά ἠνείχετο τοιοῦτον αἰώνιον χωρισμόν πνευματικόν καὶ σωματικόν τοῦ πλάσματός Του; Ἐάν πάλιν δέν ἐτιμώρει καθόλου τόν πταίσαντα ἄνθρωπον ἤ ἐτιμώρει τούς Ἀγγέλους ἀντ’ αὐτοῦ, θά ἦτο ἀδικία. Ὁ Θεός προέβη εἰς τήν θυσίαν, ὅπου συνδυάζεται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ δικαιοσύνη Του. Ὁ Χριστός δηλαδή ἔγινεν ἄνθρωπος, ἐσταυρώθη. Διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου ἐχωρίσθη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Ἰδού ὁ πρῶτος θάνατος, ὁ σωματικός ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός ἐγκατελείφθη, ἐχωρίσθη τοῦ Πατρός «Θεέ μου Θεέ μου ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες» ἀναφωνεῖ ὁ Χριστός ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Ἰδού ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ πνευματικός χωρισμός ἀνθρώπου καὶ Πατρός Θεοῦ, ἵνα πίῃ ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ ὅλον τό ποτήριον τῶν θλίψεων. Τοιουτοτρόπως ὁ Θεός διά τῆς θυσίας τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ ὁποῖος εὐχαρίστως ἀπεδέχθη ταύτην, οὐδένα ἠδίκησε. Τοὐναντίον ἱκανοποίησε τήν δικαιοσύνην Του καὶ τήν ἀγάπην Του. Ἱκανοποίησε τήν δικσιοσύνην Του, διότι τό θῦμα εὑρέθη, ἦτο ὁ Χριστός. Ἱκανοποιήθη ἡ ἀγάπη Του, διότι οὐδέν ἰκανοποιητικώτερον τῆς ἀγάπης, ὅταν ὑποφέρη χάριν τοῦ αγαπημένου της.

Ὁ Θεός ἐπί τοῦ Σταυροῦ δέν ἔδειξε μόνον τήν δικαιοσύνην καὶ ἀγάπην Του ἀλλά καὶ τήν σοφίαν Του μέ τόν σοφόν τοῦτον συνδυασμόν τῆς εὐσπλαγχνίας Του πρός τόν ἄνθρωπον, τῆς παντοδυναμίας Του, ὅτι διά τοῦ ἀσθενέστερου μέσου, τοῦ θανάτου Του, ἐνίκησε τόν μεγαλύτερον ἐχθρόν μας, τόν θάνατον. Ἑπομένως ἐπί τοῦ Σταυροῦ φαίνεται ἡ θεία ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη, ἡ Θεία εὐσπλαγχνία καὶ πανσοφία, ἡ Θεία παντοδυναμία. Ἐπί τοῦ Σταυροῦ φαίνεται πρός τούτοις ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ Διάβολος. Φαίνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀξίαν του καὶ ὁ Διάβολος μέ τήν κακίαν του. Καὶ ἰδού! Ποῖος ἄλλος ἠδύνατο νά ζυγίσῃ τήν ἀνθρωπίνην ἀξίαν καλλίτερον ἀπό τήν Σταυρικὴν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ; Ἔχει τόσην ἀξίαν ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὥστε δὶ’ αὐτήν ἐσταυρώθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ! Ἡ ἀξία ἑνός ὑφάσματος ὑπολογίζεται μέ τήν ἀξίαν τοῦ καθαρτικοῦ μέσου, τό ὁποῖον χρησιμοποιοῦμεν, ὅταν πρόκειται νά καθαρίσωμεν αὐτό. Ἐάν ἐπὶ παραδείγματι διά τόν καθαρισμόν ἑνός ὑφάσματος χρησιμοποιήσωμεν καθαρτικόν ὑγρόν ἀκριβώτερον τοῦ ὑφάσματος, δέν καθαρίζομεν αὐτό. Διά νά καθαρίσωμεν ὕφασμα ἀκάθαρτον μέ πολύτιμον καθαρτικόν μέσον, πρέπει καὶ τό καθαριζόμενον ὕφασμα νά εἶναι πολυτιμώτατον. Διά νά θελήσῃ λοιπόν ὁ Θεός νά καθαρίσῃ τό ὕφασμα —τήν ψυχήν μας— μέ τό αἷμα τοῦ Σταυροῦ Του, συμπεραίνομεν ποίαν ἀξίαν ἔχει ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή, ἀφοῦ ἐκαθαρίσθη διά τοῦ αἵματος τοῦ Υἱοῦ του ἐπί τοῦ Σταυροῦ.

Ὁ Σταυρός δεικνύει καὶ τήν κακίαν τοῦ Διαβόλου, πόσον βάρος ἔχει ἡ ἁμαρτία. Οὐδεὶς ἄλλος ἠδύνατο νά ζυγίσῃ τήν ἁμαρτίαν πλήν τοῦ Σταυροῦ. Μία ἁμαρτία καὶ ἐκείνη πρώτη τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας πρό χιλιάδων ἐτῶν γενομένη ὠδήγησε τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν ἀναμάρτητον εἰς τόσον φρικτόν θάνατον τοῦ Σταυροῦ. Πόσον βαρεῖα ἡ ἁμαρτία ! Τό βάρος τῆς ἁμαρτίας φαίνεται εἰς τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τό μίσος, τό ὁποῖον κατ’ αὐτῆς εἶχεν ὁ σταυρωθείς ὁ Ἰησοῦς. Τό δὲ μίσος τοῦ σταυρωθέντος Ἰησοῦ κατά τῆς ἁμαρτίας φαίνεται ἐκ τῆς ἀποφάσεως, τήν ὁποίαν ἔλαβεν ὁ Χριστός νά θανατωθῇ ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ διά τοῦ θανάτου Του θά ἐξαλείψῃ τήν ἁμαρτίαν. Πόσον βαρεῖα εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἔγινε τόσον μισητὴ ἀπό τόν Χριστόν ! Διά τοῦτο ἐπί τοῦ Σταυροῦ βλέπομεν ἐκδηλουμένην πᾶσαν κακίαν τοῦ Ἅδου. Ἐξεδηλώθη δέ ἵνα συμπεριληφθῇ εἰς τήν καταστροφήν. Πόση σοφία τοῦ Θεοῦ!
Ἑπομένως ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἐζύγισε τόν Θεόν μέ τάς ἰδιότητάς Του, τήν ψυχήν μας μέ τήν ἀξίαν της, τόν Διάβολον μέ τήν κακίαν του !

Β) Διδάγματα. Ἰδού! Ποῖος πιστεύων εἰς τόν Ἐσταυρωμένον δέν εὐγνωμονεῖ τόν Θεόν, διότι αἱ ἁμαρτίαι του συνεχωρήθησαν διά τοῦ αἵματος τοῦ Θεανθρώπου; Ποῖος δέν προσέχει εἰς τόν βίον του βλέπων πόσον ἀξίζει ἡ ψυχή του; Ποῖος δέν τρέμει πρό τῆς ἁμαρτίας βλέπων τό βάρος της, ἀφοῦ ἐχρειάσθηκεν ὡς ζυγαριά ὁ Σταυρός καὶ ζυγιστής ὁ Θεός, ὡς δράμια τό αἷμα Του, ἵνα ζυγισθῇ τό βάρος της;

Κατά τό 600 π. Χ. ὁ Ζάλευκος ὁ νομοθέτης καὶ φιλόσοφος τῶν Λοκρῶν τῆς κάτω Ἰταλίας ἐξέδωκε νόμον κατά τῆς μοιχείας, κατά τόν ὁποῖον ὁ μοιχός ἐτιμωρεῖτο δι’ ἐξορύξεως καὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν του. Δυστυχῶς ὅμως εἰς τό παράπτωμα ἔπεσεν ὁ μονογενής υἱός του. Ὁ Νομοθέτης ὡς δίκαιος ἔπρεπε νά ἐφαρμόσῃ τόν νόμον, ὡς πατήρ ὅμως ἠγάπα τόν υἱόν του καὶ δέν ἤθελε νά ἔχῃ υἱόν ἀόμματον. Διά νά ἱκανοποιήσῃ λοιπόν δικαιοσύνην καὶ ἀγάπην ἐσκέφθη νά βγάλῃ ἕνα μάτι ἰδικόν του καὶ τό ἄλλο τοῦ παιδιοῦ του. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὁ Νομοθέτης διά τῆς ἐξορύξεως τῶν δύο ὀφθαλμῶν ἐφήρμοσε τόν νόμον, διαφυλάξας δέ τόν υἱόν του ἐκ τῆς πλήρους τυφλώσεως ἐφαρμόζει τήν ἀγάπην του. Κάτι παρόμοιον ἀλλά πολύ ἀνώτερον ἔγινε μέ τό Ἀπολυτρωτικόν ἔργον τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἀπηγόρευσε τήν ἁμαρτίαν εἰς τούς πρωτοπλάστους ἐπί ποινῇ θανάτου. Οἱ πρωτόπλαστοι ὅμως ἡμάρτησαν. Ἡ τιμωρία διά τήν ἁμαρτίαν ἦτο ὁ θάνατος. Ἱκανοποιῶν ὁ Θεός ἀγάπην πρός τόν πεσόντα ἄνθρωπον καὶ δικαιοσύνην Του διά τήν παράβασιν γίνεται ἄνθρωπος καὶ ἀποθνῄσκει ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὅπου ἐφαρμόζεται ἡ δικαιοσύνη Του καὶ ἡ ἀγάπη Του, ὅπως εἴδομεν ἀνωτέρω. Ὁ Χριστός ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ πάσχει ὡς Θεάνθρωπος καὶ ἀπολυτρώνει ἀπό τήν τιμωρίαν τό ἀνθρώπινον γένος.

Ἂς ἔχωμεν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην εἰς τόν Λυτρωτήν Χριστόν καὶ βαθείαν προσοχήν εἰς τόν ἑαυτόν μας.

1) Ἰωάννου 7,50 — 51.
2) Ἰωάννου 19,39-41.

4.

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

Πῶς προσεγγίζομε τόν Θεό

Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα παρότι πολύ σύντομο, μᾶς μιλᾶ γιά τήν αἰώνια ζωή μέ τόν πιό ρεαλιστικό καί ὠμό τρόπο.

Ἀλλά σάν τί τάχα νά εἶναι αὐτή ἡ αἰώνια ζωή;

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι: «Ἁπλῶς μιά συνέχεια τῆς ζωῆς».

Συνέχεια ὑπάρχει καί πρός τά κάτω. Καί ὁριζόντια. Συνέχεια (πρός τά κάτω) εἶναι νά πάει κανείς σέ μιά χειρότερη κατάσταση ἀπό αὐτή πού ὑπάρχει ἐδῶ, καί λέγεται κόλαση καί ἀπώλεια. Οὔτε νά τήν θυμᾶται κανείς τέτοια κατάσταση, ὅπως δέν θέλομε νά θυμόμαστε ὅτι εἶναι δυνατόν στήν ἐπίγεια ζωή μας, νά καταντήσομε σέ μιά κατάσταση χειρότερη ἀπό αὐτή στήν ὁποία τώρα βρισκόμαστε. Γιατί εἶναι δυστυχία.

Ὁ Χριστός μᾶς λέει: «Ἡ ἀληθινή ζωή εἶναι στό χῶρο τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται οὐρανός. Καί προσέχετε, μήν κάνετε λάθος. Μή νομίζετε ὅτι ὅπως περπατᾶμε στά βουνά, στούς δρόμους καί στίς θάλασσες, μέ τόν δικό μας τρόπο καί μέ τήν δική μας δύναμη καί ἐξυπνάδα, καί μέ τά μέσα πού δημιουργοῦμε, ἔτσι εἶναι δυνατόν νά ἀνεβεῖ κανείς καί στό χῶρο τοῦ Θεοῦ πού λέγεται αἰώνια ζωή».

«Οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν», λέει ὁ Χριστός, «μέ δική του δύναμη». «Εἰ μή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ».

Ἐκεῖνος δηλαδή πού εἶναι στόν οὐρανό καί ὁ ὁποῖος κατέβηκε ἀπό ἐκεῖ καί ἦλθε στή γῆ γιά μᾶς, γιά χάρη μας, γιά νά μᾶς πάρει μαζί του. Νά μᾶς ἀνεβάσει στόν οὐρανό.

Μήν κάνει κανείς τό λάθος, λέγει ὁ Χριστός, νά φαντάζεται ὅτι στόν Παράδεισο, στήν αἰώνια ζωή κοντά στόν οὐράνιο Πατέρα, πηγαίνει ὁ ἄνθρωπος περπατώντας ἤ μέ τά πόδια τοῦ σώματός του ἤ μέ τά πόδια τοῦ μυαλοῦ του ἤ μέ αὐτοκίνητο, εἴτε μέ κανένα ἀεροπλάνο. Δέν γίνονται αὐτά τά πράγματα.

Μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλά εὐτυχῶς, γιά τόν «χῶρο» αὐτό ὑπάρχει συγκοινωνία. Τήν συγκοινωνία, τήν ἐγκαινίασε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἦλθε στή γῆ γιά μᾶς. Καί ξαναανέβηκε στόν οὐρανό γιά νά μᾶς ἀνοίξει τήν πόρτα καί νά μᾶς πάρει μαζί του καί νά μᾶς παίρνει μαζί του εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Βάση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
Μᾶς λέγει ὁ Χριστός στό εὐαγγέλιο: «Προσέξτε. Προσέξτε. Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν φύγει ἀπό τήν Αἴγυπτο, πού ἦταν δοῦλοι καί βρέθηκαν στήν ἔρημο τοῦ Σινά, βγῆκαν φίδια καί τούς δάγκωναν, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους». Ὅπως ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἔρχονται μερικές φορές φίδια νοητά, πού δηλητηριάζουν τήν ψυχή μας καί μᾶς κάνουν νά φτάνουμε σέ μία κατάσταση πού ὅταν μᾶς ρωτᾶνε, τί εἶναι; Πῶς ζεῖς; Ἀπαντᾶμε:

-Χειρότερα ἀπό θάνατο. Καλύτερα νά εἶχε ρθεῖ θάνατος παρά τέτοια πράγματα.

Ἔτσι λοιπόν ἀφοῦ εἶχαν βγεῖ τά φίδια καί οἱ Ἑβραῖοι κατάλαβαν τί φταίει, εἶπε ὁ Θεός στό Μωυσῆ: «Στῆσε ἕνα μεγάλο στύλο. Πάνω σ’ αὐτό τό στύλο, κάρφωσε ὁριζόντια ἕνα χάλκινο φίδι. Νά γίνει σταυρός ὁ στύλος μέ τό φίδι. Ὅποιος γυρίζει τά μάτια του καί κοιτάζει αὐτό τό χάλκινο φίδι, τό φίδι τό καρφωμένο στό Σταυρό, θά γίνεται καλά».

Καί ἦλθε ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί ἔστησε καί αὐτός στό κέντρο τοῦ κόσμου, στό Γολγοθά, ἕνα στύλο. Ἐπάνω κάρφωσε τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἐπῆρε μαζί του, τίς ἁμαρτίες τίς δικές μας. Τό λέει καθαρά ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Παρακάλεσε τόν Πατέρα νά πάρει τίς ἁμαρτίες ὅλων μας καί τίς κάρφωσε στό Σταυρό».

Ὅποιος λοιπόν τώρα γυρίζει τά μάτια του μέ πίστη στό Σταυρό,

καί ὁμολογεῖ ὅτι οἱ ἁμαρτίες του καρφώνονται ἀπό τόν Χριστό στό Σταυρό,

καί πιστεύει στόν Χριστό καί στό θάνατό του, ἐπάνω στό Σταυρό,

ὅτι ἦλθε στόν κόσμο καί πέθανε γιά μᾶς, γιά τή σωτηρία μας,

αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά ἔχει αἰώνια ζωή.

Γιατί ἀπό τήν στιγμή πού ἐκδηλώνει μιά τέτοια πίστη, ὁ Χριστός τόν παίρνει στήν ἀγκαλιά του.

Πῶς γίνεται αὐτό; Ἀπαντάει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός:

«Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον». Δέν μποροῦσε νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μοναχός του.

Στήν Ἁγία Τριάδα, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιο Πνεῦμα, δέν ὑπάρχει ἀνταρσία. Ἐγώ, λέγει, ὁ Χριστός δέν κάνω ὅτι θέλω, ὅτι μοὔρχεται. Ἀλλά μόνο ὅτι μοῦ λέει ὁ Πατέρας μου. Μέ ὑπακοή.

Καί ὁ Πατέρας ὁ οὐράνιος ἀγαπᾶ τόν κόσμο, ἐμᾶς, τόσο πολύ, ὥστε ἔδωκε τόν Υἱό αὐτοῦ τόν μονογενή, νά γίνει θυσία γιά μᾶς. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον». Ποιός θυσιάζει τό παιδί του γιά ἄλλα πράγματα, ὅτι καί νἆναι αὐτά;

Κανείς!

Ἀντίθετα, ὅλα τό κάνει θυσία γιά τό γυιό του.

Γιά νά δώσει ὁ Θεός, τόν Υἱό του θυσία γιά μᾶς, σημαίνει ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ τόσο, πού εἶναι δύσκολο νά τό ἐξηγήσομε καί νά τό ἀναλύσομε. Ἅμα λοιπόν θελήσομε νά ποῦμε ποιά εἶναι ἡ βάση ἐπάνω στήν ὁποία πατᾶμε γιά νά σωθοῦμε ἡ ἀπάντηση εἶναι:

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει καί τό πιστεύομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει καί πᾶμε κοντά του, θά σωθοῦμε. Ἀρκεῖ νά τό θέλομε.

Γιατί ἀπό τήν στιγμή πού ἕνας ἄνθρωπος γυρίζει κοντά στόν Χριστό μέ πίστη καί μέ μετάνοια, τοῦ συγχωροῦνται ὅλα του τά ἁμαρτήματα.

Μία ἐγγύηση ὅτι ἕνας ἄνθρωπος στρέφεται σωστά καί κοιτάζει τό χάλκινο φίδι πού εἶναι καρφωμένο ἐπάνω στό στύλο, στό Σταυρό, εἶναι νά τό κάνει μέ πίστη. Ὅταν πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός κάρφωσε στό Σταυρό τίς ἁμαρτίες του, λέει:

«Χριστέ μου ἐγώ σέ πιστεύω. Σέ κατάλαβα, σέ πίστευσα, σέ ἀγαπάω. Θέλω νά ἑνωθῶ μαζί σου. Ἐκεῖνο πού μέ χωρίζει εἶναι: Μία, δύο, τρεῖς, πέντε ἁμαρτίες μου». Τοῦ τίς λέγω καί τόν παρακαλῶ: «Πάρτες, κάρφωσέ τες στό Σταυρό».

Ἔπειτα τίς λέγω καί ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα.

Ἀπό κείνη τήν στιγμή τί γίνεται; Ὁ ἄνθρωπος ὁ βρώμικος γίνεται ὁλοκάθαρος, σάν νά ἦταν ἕνας ἄγγελος. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁλοκάθαρος.

Ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων πού θυμοῦνται τίς ἁμαρτίες του, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι βρώμικος. Ἀλλά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πού τίς σβύνει μέ τήν μετάνοια γίνεται ὁλοκάθαρος. Τί ἀξία ἔχει, νά μέ βρίζει ὁ κόσμος ὅλος, ὅταν μέ ἐπαινεῖ ὁ Χριστός; Καί τί ἀξία ἔχει νά μέ ἐπαινεῖ ὁ κόσμος ὅταν μέ ἀποδοκιμάζει ὁ Θεός; Καί τί ἀξία ἔχει νά μέ μακαρίζει ὁ κόσμος ὅλος καί ἐγώ νά εἶμαι ἕνας ταλαίπωρος πού πρόκειται νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ἀπώλεια; Ἤ τί σημασία ἔχει νά μέ κακοτυχίζει ὁ κόσμος ὅλος καί ἐγώ νά εἶμαι ἄξιος νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;

Γιατί μακαρίζομε τούς μάρτυρες; Τόν ἅγιο Γεώργιο, τόν ἅγιο Δημήτριο, τήν ἁγία Εἰρήνη; Γιατί μακαρίζομε τούς Πατέρες μας, πού τόσο κοπίασαν ἐπάνω στή γῆ γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν καλωσύνη καί γιά τήν ἀγάπη, γιά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ; Γιατί; Γιατί ἔδειξαν τήν μεγαλύτερη σοφία. Τήν μεγαλύτερη ἐξυπνάδα. Ἔδειξαν στήν πράξη ὅτι κατάλαβαν ποῖο εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς.
Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας
Ἕνας μεγάλος Γερμανός θεολόγος ἔλεγε:

«Δέν μέ πειράζει ἄν στά τέλη τῆς ζωῆς μου χάσω τήν δύναμη τοῦ σώματός μου καί δέν μπορῶ νά περπατήσω.

Δέν μέ πειράζει ἄν χάσω τά αὐτιά μου καί δέν ἀκούω. Ἄν χάσω τά μάτια μου καί δέν βλέπω. Ἄν τά χέρια μου καί τά πόδια μου εἶναι παράλυτα.

Ἕνα μόνο παρακαλῶ τόν Χριστό: Νά ἔχω τό μυαλό μου στή θέση του, οὕτως ὥστε ὅ,τι καί νά ἀκούω, ὅ,τι καί νά γίνεται γύρω μου, ἐγώ νά θυμᾶμαι τά λόγια τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ, ἔδωκε γιά μᾶς καί γιά τή σωτηρία μας».

Αὐτά τά λόγια μοιάζουν μέ τήν μαγνητική βελόνα. Ὅπου καί νά τή βάλεις, γυρίζει καί δείχνει τόν βορρᾶ.

Ἔτσι πρέπει νά γίνει καί ἡ σκέψη μας, μιά μαγνητική βελόνα, πού θά γυρίζει συνεχῶς στήν πίστη στόν Χριστό καί στό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει τόσο ὥστε ἔδωκε τόν Υἱόν αὐτοῦ γιά τή σωτηρία μας.

Ἀδελφοί μου. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτή.

Νά λέμε προσκυνῶ Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιο Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον.

Γιατί ὅταν τελειώνουμε τήν Θεία Λειτουργία, ψάλλομε θριαμβευτικά: «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθή ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες»;

Τό ψάλλομε ἐπειδή ὁ Χριστός μᾶς εἶπε:

Ἦλθα στή γῆ γιατί μέ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου ἀπό τόν οὐρανό. Γι’ αὐτό πιστεύομε τήν Ἁγία Τριάδα Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιο Πνεῦμα. Σέ ὁλόκληρη τήν λατρεία μας, προσευχόμαστε, παρακαλοῦμε, ἑτοιμαζόμαστε, στρεφόμαστε γύρω ἀπό τά λόγια αὐτά.

Κέντρο τῆς λειτουργίας εἶναι τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, πού τά ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν προσευχή πού κάνομε πρίν νά εὐλογήσομε τό ψωμί νά γίνει σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό κρασί γιά νά γίνει αἷμα τοῦ Χριστοῦ: «Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο ὥστε ἔστειλε τόν Υἱό του στόν κόσμο γιά μᾶς». Αὐτός μᾶς ἔδωσε τό σῶμα του καί τό αἷμα του νά τό τρῶμε καί νά γινόμαστε ἕνα μαζί του, ὥστε νά βρίσκομε ἀνοικτό τόν δρόμο πρός τήν Βασιλεία του.

Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός, τό μυαλό πού μᾶς ἔδωσε καί μᾶς βοηθάει νά κάνομε τόσο μεγάλες ἀνακαλύψεις, νά πετᾶμε στόν οὐρανό, νά κουβεντιάζομε μέ τά τηλέφωνα ἐνῶ βρισκόμαστε πολύ μακρυά, αὐτό τό μυαλό τό τόσο πολύτιμο νά τό χρησιμοποιοῦμε γιά νά βρίσκομε τήν σχέση μας καί τήν ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό.

Ὅλες οἱ ἄλλες χρήσεις καί ἀξιοποιήσεις του εἶναι μικρές, μηδαμινές, φτωχές.

Ὅποιος χρησιμοποιεῖ τό μυαλό του γιά νά βρεῖ τόν Θεό, τό χρησιμοποιεῖ γιά τόν ἀληθινό σκοπό. Γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε μυαλό γιά νά ψάχνομε νά τόν βροῦμε. Εἶναι τόσο μεγάλος ὁ Θεός πού χρειάζεται σωστή σκέψη γιά νά τόν προσεγγίσομε. Σωστή σκέψη εἶναι ἐκείνη πού γίνεται μέ ἠρεμία. Μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη. Καί ὄχι ἡ ὑποδουλωμένη σέ πάθη καί σέ κακίες. Ἀλλά ἐλεύθερη ἀπό αὐτά. Μέ ἀγάπη, μέ ταπείνωση, μέ ὑπομονή, μέ καλωσύνη.

Νά παρακαλοῦμε τόν Θεό, μου νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς κατευθύνει σ’ αὐτό τό δύσκολο δρόμο. Εὐλογημένο καί ἅγιο δρόμο, πού ἄν τόν βροῦμε, θά ἔχομε τήν σωστή σχέση μαζί του καί τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀμήν.-

5.

Ἡ ὕψωση τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ ἀνθρὠπου

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

​Γιὰ τὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς σταυρωμένης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, θὰ μᾶς μιλήσει αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα ἡ Ἐκκλησία ὑψώνοντας τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἡ μεγαλειώδης ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διακηρύσσεται καὶ προβάλλεται μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν θυσία καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ ἐντυπωσιακὲς θεωρίες, ῥητορικὰ κηρύγματα καὶ πυροτεχνήματα.
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζουμε σήμερα μὲ τρόπο σύντομο καὶ περιεκτικὸ παραλληλίζει ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, μεταξὺ ἄλλων, λέει στὸν μαθητή Του Νικόδημο: «καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμω, οὕτως δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου». Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο, καὶ βλέποντάς το οἱ Ἑβραῖοι σώζονταν ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δήγματα τῶν φιδιῶν, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ πρέπει νὰ ὑψωθεῖ, γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἁμαρτίας (Ματθ. 3,14). Οἱ προτυπώσεις καὶ οἱ συμβολισμοὶ εἶναι, ἀσφαλῶς, προφανεῖς. Στὸ ξύλο κρεμασμένο ὕψωσε ὁ Μωυσῆς τὸ χάλκινο φίδι. Στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὑψώθηκε κρεμασμένος ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Τὰ φαρμακερὰ φίδια σκόρπιζαν τὸν θάνατο. Ὁ σατανᾶς, ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος, σκορπίζει τὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἔρημο τὸ χάλκινο φίδι ἦταν τὸ ὁμοίωμα τῶν φιδιῶν. Στὸ Σταυρὸ ὁ Κύριος θεωρήθηκε τὸ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας, καθὼς σήκωσε ἐπάνω Του ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Στὴν ἔρημο οἱ Ἰουδαῖοι, ἀτενίζοντας τὸ χάλκινο φίδι, διέφυγαν τὸν φυσικὸ θάνατο, γιὰ νὰ πορευθοῦν στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Στὴν περιπλάνηση τῆς παρούσας ζωῆς οἱ πιστοί, ἀποδεχόμενοι μὲ πίστη καὶ ἐσωτερικὸ ἀγῶνα τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, λυτρώνονται ἀπὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο, γιὰ νὰ μεταβοῦν ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ κόσμου στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ὑμνολογικὸς πλοῦτος ὅλων τῶν ἡμερῶν τῆς γιορτῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ θεολογία ποὺ πηγάζει ἀπὸ αὐτὸν διατρανώνουν τὴν ἀνυπέρβλητη δόξα, τὴν ἀκαταμάχητη νίκη καὶ τὸν ὁριστικὸ θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ. Σκοπὸς ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ ἀναγνώριση, ἡ «ὕψωση» δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ ὄπου ἀνήκει, στὸ ἐπίπεδο καὶ τὸ ὕψος τῆς θεότητας. Ἐδῶ, βέβαια, βρίσκεται ἕνα κρίσιμο σημεῖο, ποὺ χρειάζεται νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα. Θὰ ἦταν λάθος νὰ πιστέψουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν δόξα ποὺ ἐμεῖς Του ἀποδίδουμε. Ἄλλωστε,γνωρίζουμε καλὰ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἀνενδεὴς, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε ἀνθρώπινο. Ὁ Θεὸς δὲν ζητᾷ δόξα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ταπεινώνεται γι’ αὐτόν. Αὐτὸ τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφει: «ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ»,ἀλλὰ τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα, πῆρε δούλου μορφὴ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καί, ὄντας πραγματικὸς ἄνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικὰ ὑπακούοντας μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ (Φιλιπ. 2, 7). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιήσει καὶ πιστέψει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσει μὲ συντριβὴ καὶ μετάνοια καὶ νὰ λατρεύσει δοξολογικὰ τὸν Θεό. Ἔτσι, φωτίζεται ἡ σκέψη μας, γιὰ νὰ κατανοήσουμε βαθύτερα τὸ νόημα τῆς δόξας, τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Καλούμαστε νὰ θυμηθοῦμε ξανὰ τὸ ἀρχικὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ ὡς ὀργάνου βασάνων, τιμωρίας καὶ ἐκτέλεσης, στὸ ὁποῖο «ὑψώθηκε» κρεμασμένος ὁ Θεός, μέσα σὲ ἀβάσταχτο πόνο καὶ ἐξευτελισμό. Ὁ Σταυρὸς γίνεται δόξα καὶ νίκη γιὰ ἐμᾶς, μόνο στὸν βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ τὸν ἀποδεχόμαστε ὡς ταπείνωση καὶ ἧττα στὸν ἀγῶνα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀντίφαση μᾶς συνταράσσει κυριολεκτικὰ καὶ μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μὲ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Μᾶς προτρέπει νὰ παλέψουμε μὲ τὸ ἐγώ μας καὶ νὰ τὸ ξεπεράσουμε μὲ τὴν πίστη ὅτι «τὰ ἀδύνατα πὰρ’ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι».

​ Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἕνας σύγχρονος Ἅγιος ὑπογραμμίζει: «Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μιὰ τρομερὴ δύναμη. Εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα καὶ τίποτε ἄλλο δὲν ὑπάρχει ἰσχυρότερο». Ὅταν, λοιπόν,στρέφουμε τὸ βλέμμα μας στὸν Σταυρό, δὲν βλέπουμε μόνο σταυρωμένη, καταδικασμένη καὶ περιφρονημένη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Σὲ αὐτὸ τὸ ἔσχατο σημεῖο ἀνατέλλει ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ταπεινώνεται, θυσιάζεται καὶ πεθαίνει, γιὰ νὰ ὑψωθεῖ, νὰ ζήσει καὶ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἀμήν.

6.

Απόδειξη άπειρης αγάπης

«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν»

Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἡ ἁγία μαςἘκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἀναλογιστοῦμε τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ κορυφώθηκε μὲ τὴ σταυρικὴθυσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

 

Σ’ αὐτὴ τὴ θεϊκὴ ἀγάπη ἀναφέρεται ὁ Κύριος μὲ ἕνα συγκλονιστικὸ λόγο του, ποὺ ἀκοῦμε στὸ σημερινὸ ἱερὸΕὐαγγέλιο: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν». Τόσο πολὺἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν στὴν ἁμαρτία, ­ὥ­­­στε γιὰ τὴ σωτηρία τους παρέδωσε σὲθάνατο τὸν μονάκριβο υἱό του.

Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν αὐτὸν τὸν βαρυσήμαντο λόγο τοῦ Κυρίου, ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἐμβαθύνουμε στὸἀνυπέρβλητο μεγαλεῖο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ νὰ δοῦμε πῶς ὁ Τίμιος Σταυρὸς φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸἀποκορύφωμά της.

  1. ΘΥΣΙΑΖΕΙΤΟΝ ΥΙΟ ΤΟΥ

Τόσο πολύ, μᾶς λέει ὁ Κύριος, ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, «ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν». Δὲνἔστειλε κάποιον δοῦλο, κάποιον ἄγγελο ἢ ἀρχάγγελο, ἀλλὰ τὸν Μονογενὴ Υἱό του! Αὐτὸν γιὰ τὸν Ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁΘεὸς Πατὴρ εἶχε διαβεβαιώσει σὲ ἐπίσημη ὥρα ὅτι «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. γ΄17). Αὐτὸν τὸν μονάκριβο καὶ ἀγαπημένο Υἱό του ἀπέστειλε στὴ γῆ «ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. δ΄10)· τὸν παρέδωσε δηλαδὴ μὲ σκο­πὸ νὰ προσφέρει τὸ αἷμα του θυσία ἐξιλεωτικὴ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.

Καὶ εἶδε ὁ Θεὸς Πατὴρ ἐσταυρωμένο τὸν Υἱό του ἐν μέσῳ κακούργων καὶ ληστῶν. Τὸν εἶδε πληγωμένο καὶἐξουδενωμένο, μὲ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι στὴν κεφαλή, μὲ λογχισμένη τὴν πλευρά, μὲ τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ στὰπόδια του. Τί συγκλονιστικό! Ὁ Θεὸς Πατὴρ παραδίδει τὸν Υἱό του σὲ θάνατο σταυρικὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι «τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγάπης ἡ ἀπόδειξις» (ΕΠΕ 26, 98).

  1. ΠΟΙΟΥΣ ΑΓΑΠΑ

Ὡστόσο τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς θείας ἀ­­γάπης φανερώνεται σὲ ἀκόμη μεγαλύτερο βαθμό, ἂν σκεφθοῦμε σὲ ποιοὺς ἐκδηλώνει ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν ἀγάπη. Ὁ Κύριος μᾶς ἀπέδειξε ὅτι «ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον». Ἀλλὰ ποιὸν κόσμο; Ἕναν κό­­σμο ἁμαρτωλό, διεφθαρμένο, ­ἀλαζονικό… Κι ἐνῶ τὸ φυσικὸ θὰ ἦταν ἕνας τέτοιος κόσμος νὰ προκαλέσει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, γίνεται τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο! Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἐκδηλώνει τὴν ἄπειρη καὶ τέλεια ἀγάπη του πρὸς τὸν ἀποστατημένο ἄνθρωπο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει χαρακτηριστικὰ ὅτι σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς συν­ίσταται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, «ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8). Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ χάρη μας, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμεῖς ἤμασταν ἁμαρτωλοί, ἀσεβεῖς, ἀχάριστοι! Τί πα­­ράδοξη ἀγάπη!

Κι ἡ ἀγάπη αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται ὄχι μόνο γενικὰ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ ξεχωριστὰ γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Αὐτὴ τὴν προσωπικὴ ἀγάπη αἰσθάνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ὁμολογεῖ: «Ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀ­­­­­­­­­­­­­­­γαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ». Δηλαδή, ζῶ ἐμπνεόμενος καὶ κυριαρχούμενος ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του γιὰ τὴ σωτηρία μου (Γαλ. β΄ 20). Ποιὸς μπορεῖ νὰ μείνει ἀσυγ­κίνητος μπροστὰ στὴν ἄπειρη αὐτὴ συγ­κατάβαση τῆς θείας ἀγάπης;

  1. ΤΑ ΔΩΡΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΑΡΙΖΕΙ

Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνα τρίτο σημεῖο ποὺ ἀποδεικνύει ἀσύγκριτη τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὰ μοναδικὰ δῶρα ποὺ μᾶς χαρίζει μὲ τὴ σταυρική του θυσία: ἄφεση ἁμαρτιῶν, λύτρωση, σωτηρία, ζωὴ αἰωνία! Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς θυσιάστηκε καὶ παραδόθηκε στὸ σταυρικὸ θάνατο: «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. γ΄ 16). Γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ πιστέψουν σ’ Αὐτὸν ἀλλὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Ἀσύλληπτες δωρεές! Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται καὶ νικᾶ τὴν ἁμαρτία. Ὁ Κύριος μὲ τὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ ἄνοιξε τὴν πύλη τοῦ Παραδείσου ὄχι μόνο γιὰ τὸν μετανοημένο ληστὴ ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει καὶ μετανοεῖ εἰλικρινά. Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ὄχι μόνο σώζει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν αἰώνια καταδίκη, ἀλλὰ τοὺς κάνει κληρονόμους ἀ­­­­σύγκριτης δόξας καὶ ἀτελεύτητης μακαριότητας στὴν πανευφρόσυνη Βασιλεία του!

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ τὸν δοῦ­­με νὰ ὑψώνεται πανηγυρικὰ σὲ ­λίγες ἡμέρες, ἀποτελεῖ μιὰ διαρκὴ ἐνθύμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ γλυκαίνει τὴν ψυχή, δυναμώνει τὴ θέληση, εἰρηνεύει τὴν καρδιά, στηρίζει τὶς ἐλπίδες μας! Ἀλήθεια, τί ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε ἐφόσον ὁ Κύριος τόσο πολὺ μᾶς ἀγαπᾶ;… Ἀρκεῖ κι ἐμεῖς νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις. Νὰ παραμερίσουμε ὅ,τι μᾶς χωρίζει ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε ὡς πιστοὶ μαθητές του μέχρι τέλους. Γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ γίνουμε μέτοχοι στὴν ἄπειρη χαρὰ καὶ μακαριότητα ποὺ ὑπόσχεται σὲ ὅλα τὰ ἀγαπημένα παιδιά του!

 

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

7.

Σταυρός-Η καύχηση της αγάπης

 

Καθώς πλησιάζουμε, αγαπητοί μου αδελφοί, στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, η Εκκλησία μάς προετοιμάζει για να ατενίσουμε τον Σταυρό του Κυρίου στην μέση του ναού και να οικειωθούμε τα μηνύματα που φέρει στον κόσμο. Τα μηνύματα αυτά μπορούμε να τα δούμε σε τρεις διαστάσεις:

η πρώτη έχει να κάνει με το Θεό. 

Η δεύτερη με τον άνθρωπο. 

Η τρίτη με την καθημερινότητα. 

Οι διαστάσεις αυτές αποτυπώνονται στον λόγο του Αποστόλου Παύλου προς τους Γαλάτες: «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλ. 6,14).

 Ο Απόστολος των Εθνών λέει ότι δεν υπάρχει άλλη αφορμή σ’ αυτόν για να καυχιέται στη ζωή του, παρά μόνο ο Σταυρός του Κυρίου. Καυχιέται διότι πιστεύει και γνωρίζει τον Θεό που έγινε άνθρωπος, «εταπείνωσεν εαυτώ γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. 2,8) και ανακαίνισε τον κόσμο. Ζώντας σ’ ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον από την μία πλευρά, που ήθελαν τους θεούς αθάνατους, παντοδύναμους, να ζούνε στο δικό τους κόσμο και η σχέση με τους ανθρώπους να είναι σχέση αφ’ υψηλού, θεούς που δεν προσλάμβαναν την ανθρώπινη σάρκα, αλλά μόνο μεταμορφώνονταν σε ανθρώπους κι αυτό πρόσκαιρα, και από την άλλη πλευρά, προερχόμενος από ένα ιουδαϊκό περιβάλλον, το οποίο ήθελε τον Θεό Παντοδύναμο Μεσσία, εκδικητή των συμφερόντων του περιούσιου λαού, προσκολλημένο στην επιλογή να έχει αποκλειστική σχέση με τον λαό αυτό, ο Παύλος διακηρύσσει την πίστη και την καύχησή του για έναν Θεό που παραιτείται της παντοδυναμίας του, δεν μεταμορφώνεται αλλά γίνεται άνθρωπος, παραιτείται ακόμη και της αθανασίας του και πεθαίνει και η πρόσκλησή του δεν είναι μόνο για έναν λαό, αλλά για την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, να κοινωνήσει μαζί Του στην κοινωνία της αιωνιότητας και της καινής κτίσης. 

Όλα αυτά συμπυκνώνονται στο ξύλο του Σταυρού. Ο Σταυρός αποκαλύπτει την αγάπη του Θεού, γιατί η μοναδική αιτία που έγιναν όλα αυτά είναι η αγάπη. Και ο Παύλος δεν καυχιέται ούτε για πλούτη, ούτε για δόξα, ούτε για γνώσεις, ούτε για καταγωγή, αλλά μόνο γιατί πιστεύει σ’ έναν Θεό που αγαπά. 


  Ο Παύλος όμως στρέφεται και προς τον ίδιο τον άνθρωπο, ξεκινώντας από τον

εαυτό του. Τονίζει ότι πάνω στο σταυρό του Χριστού πέθανε ο κόσμος γι’ αυτόν και εκείνος για τον κόσμο. Πάνω στο σταυρό πέθανε το νόημα του κόσμου, όπως το είχε μάθει και το είχε ζήσει. 

 Πέθανε ο κόσμος των ειδώλων, αλλά και ο κόσμος ενός Θεού που εγκλωβίζεται στην αποκλειστική σχέση με έναν λαό. 

 Πέθανε ο κόσμος που υπάρχει για την επιβίωση.

 Πέθανε ο κόσμος που ζητά δύναμη και εξουσία. 

Πέθανε ο κόσμος που είναι παραδομένος στην φιληδονία, ο κόσμος της φιλαυτίας και της φιλοδοξίας. 

Πέθανε ο κόσμος της αμαρτίας, δηλαδή του χωρισμού από τον Θεό. Την ίδια στιγμή όμως πέθανε και εκείνος για έναν τέτοιο κόσμο.

 

 Πάνω στο σταυρό του Κυρίου σταύρωσε και θανάτωσε και ο ίδιος την έγνοια για τον εαυτό του. Την έγνοια για την επιβίωσή του, για την προσωπική του δόξα και θαλπωρή. 

Σταύρωσε την σταθερή ζωή, το πρόγραμμα, την ξεκούρασή του. 

Σταύρωσε τελικά το δικαίωμα να ζήσει και να απολαύσει, ακόμη και τους καρπούς του κηρύγματός του, την αποδοχή από τους ανθρώπους, την εμπιστοσύνη τους. Στο νου και την καρδιά του Παύλου ο αληθινός χριστιανός δεν θα μπορούσε να είναι «μείζων του Κυρίου αυτού» (Ιωάν. 13, 16). Αυτό σημαίνει ότι μόνο η αγάπη θα μπορούσε να είναι η αφορμή για την καύχησή του. Ο Παύλος μπορεί να καυχιέται γιατί αγωνίζεται να αγαπά.

 Οι λόγοι του Παύλου έχουν δύο διαστάσεις για την δική μας καθημερινότητα: η πρώτη υπαρξιακή και η δεύτερη πρακτική. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι η καύχησή μας ως χριστιανών είναι γιατί ο Θεός αγαπά κι εμάς και τον κόσμο μας και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά της πίστης μας από κάθε άλλη θρησκευτικότητα. Χρειάζεται όμως να αποδεχθούμε ότι η αποστολή μας σ’ αυτόν τον κόσμο είναι να αγωνιζόμαστε να αγαπούμε. Μέσα από την αγάπη νικούμε την αμαρτία. Μέσα από την αγάπη παλεύουμε με τις δυνάμεις του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου που συσστρατεύονται εναντίον κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, χρησιμοποιώντας τα δοχεία της αμαρτίας: λογισμούς, εμπάθειες, θλίψεις, τους άλλους ανθρώπους, τον ανθρώπινο εαυτό, τον πολιτισμό, τον τρόπο ζωής, κάθε στιγμή και διάσταση, ακόμη και τον ίδιο τον χρόνο μας, για να μας απομακρύνουν από την αγάπη.

 Η αγάπη εκφράζεται δια του σταυρού και αυτή η υπαρξιακή παραδοχή μετουσιώνεται σε πράξη στη ζωή μας. Όπως ο καθένας μπορεί και με κάθε δυνατό τρόπο. Από την στροφή στον εαυτό μας και τον ασκητικό αγώνα για σταύρωση των παθών και νέκρωση ως προς τις ηδονές του βίου, μέχρι το άνοιγμα για τον κόσμο όπως αυτό εκφράζεται δια της προσευχής για όλους τους ανθρώπους, την περίθαλψη όλων, την προσφορά τόσο του λόγου του Θεού όσο και της υλικής ελεημοσύνης, την επιλογή να προσφέρουμε ο καθένας από το υστέρημά του. Γιατί εκεί είναι η μεγαλύτερη απόδειξης της οντολογικής αποδοχής του σταυρού: το να ζούμε και να προσφέρουμε από αυτό στο οποίο υστερούμε.

 Στον Θεό την αμαρτία μας, για να την αντικαταστήσει με την χαρά της αγάπης και της ελευθερίας που μας λείπουν. 

 Στον άνθρωπο τα λίγα ή τα πολλά αγαθά μας, υλικά και πνευματικά, για να λάβουμε την χαρά του δοσίματος. Και αυτή η προσφορά του υστερήματός μας, όσο σταυρό κι αν φέρει, ας είναι και η δική μας καύχηση. Αμήν! 

 

Από το γραπτό κήρηγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

 

10 Σεπτεμβρίου 2017

8.

ΙΝΑ ΕΝ ΤΗ ΥΜΕΤΕΡΑ ΣΑΡΚΙ ΚΑΥΧΗΣΟΝΤΑΙ

 

 

Όσο και να μην θέλουμε να το δείχνουμε, η γνώμη των άλλων ανθρώπων μας ενδιαφέρει. Υφιστάμεθα πιέσεις από το περιβάλλον μας, το εργασιακό, το σχεσιακό, το φιλικό αλλά και το εχθρικό, για αποδείξουμε με την στάση μας ότι μπορούμε να φερθούμε «καθώς πρέπει»,  «να ευχαριστήσουμε τους άλλους», για να ακούσουμε τον έπαινό τους, να αισθανθούμε καταξιωμένοι. Συχνά, όταν ο χαρακτήρας μας είναι ευάλωτος, πιεζόμαστε να κάνουμε ό,τι δεν θέλουμε, μόνο και μόνο για να μην απομονωθούμε, για να μην μας περιφρονήσουν. Άλλοτε, ενώ για μας κάτι δεν είναι σωστό, εντούτοις το πράττουμε γιατί φαίνεται σωστό στους πολλούς ή επειδή δεν τους αντέχουμε να μας υποβάλουν την ιδέα ότι δεν πρέπει να υστερούμε έναντί τους.  Η πολιτική έχει ως βάση αυτές τις καταστάσεις. Το ίδιο και η επικοινωνία. Στους καιρούς μας και η πολιτική ορθότητα, το τι πρέπει να πράττουμε, τι πρέπει να λέγουμε και τι όχι. Και οι ανθρώπινες σχέσεις όμως στηρίζονται σ’ αυτό το διαμορφωμένο «πρέπει να», γιατί αλλιώς έχουμε χάσει. Εκτός αν είμαστε τόσο ισχυροί ως χαρακτήρες, ώστε να κάνουμε τους άλλους να μας ακολουθούνε και  να διαμορφώνουμε εμείς τα δικά τους «πρέπει».

Και στην ζωή της πίστης υπήρξαν από την αρχή ομάδες οι οποίες ήθελαν να επιβάλουν τα δικά τους «πρέπει και θέλω», μολονότι αυτά δεν ήταν η αλήθεια. Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Γαλάτες, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όσοι θέλουσιν ευπροσωπήσαι εν σαρκί, ούτοι αναγκάζουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, μόνον ίνα μη τω σταυρώ του Χριστού διώκωνται. Ουδέ γαρ οι περιτετμημένοι αυτοί νόμον φυλάσσουσιν, αλλά θέλουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, ίνα εν τη υμετέρα σαρκί καυχήσωνται» (Γαλ. 6, 12-13). «Όσοι θέλουν να αποκτήσουν καλή φήμη στους ανθρώπους, αυτοί σας υποχρεώνουν να περιτέμνεστε με μόνο στόχο να μην καταδιώκονται από τους Ιουδαίους εξαιτίας του σταυρού του Χριστού. Άλλωστε ούτε κι αυτοί που επιμένουν στην περιτομή τηρούν τον νόμο. Απλώς θέλουν να περιτέμνεστε εσείς, για να καυχηθούν ότι σας κατάφεραν να το κάνετε».   Ο Παύλειος λόγος είναι ξεκάθαρος. Κάποιοι, για λόγους δικής τους αυτοπροστασίας, επέμεναν στην τήρηση εξωτερικών εθίμων του μωσαϊκού νόμου, όχι διότι θεωρούσαν την τήρηση του νόμου απαραίτητη για την πίστη, αλλά για να δείχνουν εξωτερικά ότι είναι Ιουδαίοι και να μην προκαλούν την οργή των Ιουδαίων εναντίον τους, κάτι που θα έφερνε κοινωνική απομόνωση και ίσως διωγμό και θάνατο. Ταυτόχρονα, ήθελαν να επιβάλουν στους χριστιανούς να τηρούν την περιτομή, για ν καυχιούνται εις βάρος τους. «Να ποιοι είμαστε! Έχουμε την δύναμη με τον λόγο μας να πείθουμε ανθρώπους να ακολουθούν την πίστη, όπως εμείς τους την επιβάλλουμε!».

Πόσο εύκολο είναι να καταλάβουμε ότι οι άλλοι μας χρησιμοποιούν ως αφορμή δικής τους καύχησης, όχι διότι χαίρονται με την πρόοδό μας, αλλά επειδή μας κάνουν ό,τι θέλουν;

Τα όρια είναι λεπτά. Αγάπη δεν είναι να χάνουμε την προσωπικότητά μας, υπακούοντας στις επιταγές των άλλων, χάνοντας την αλήθεια! Αγάπη είναι να δείχνουμε την αλήθεια, εφόσον την γνωρίζουμε και την ζούμε. Και η αλήθεια είναι η εμπειρία της Εκκλησίας. Η αλήθεια πηγάζει μέσα από τον διάλογο. Μέσα από τη πειθώ του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μας φωτίζει, εφόσον είμαστε άνθρωποι που θέλουμε την αλήθεια, να δείξουμε την αλήθεια στους άλλους, χωρίς συμβιβασμούς και υποκρισίες.  Η αλήθεια όμως πηγάζει και μέσα από τον Σταυρό του Χριστού. Ο Κύριός μας δεν συμβιβάστηκε με την ευκολία, ούτε με το πνεύμα του κόσμου, ούτε με τους πειρασμούς, προσπαθώντας να είναι ευχάριστος  στους ανθρώπους. Διακήρυξε την  αλήθεια του Ουρανού, γνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι θα τον σταυρώσουν. Γνωρίζοντας ότι η αλήθεια καθιστά τον καθένα σημείον αντιλεγόμενον, όπως υπήρξε ο Ίδιος για τον κόσμο. Όμως σήκωσε τον σταυρό Του. Το ίδιο και όσοι θέλουμε να Τον ακολουθήσουμε.

Ταπείνωση δεν είναι ακόμη η αίσθηση ότι ξέρει ο Θεός κι εμείς δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι, ότι δεν χρειάζεται να έχουμε  άποψη, αλλά είναι αρκετό να αφήνουμε εκείνους που φαίνονται ισχυροί, να προχωρούν την ζωή μας. Ταπείνωση είναι να μην θεωρούμε τον εαυτό μας αυτάρκη. Να ακούμε και να συζητούμε, αλλά να έχουμε και ως οδοδείκτη μας το Ευαγγέλιο, όπως το ερμηνεύει η Εκκλησία.  Χωρίς να απορρίπτουμε τους άλλους, να εκφραζόμαστε. Ταπείνωση δεν είναι να κρύβουμε τα πάθη μας στο όνομα της εκκλησιαστικότητας. Να καλύπτουμε τον φόβο με τον ρεαλισμό. Την δειλία με τον συμβιβασμό. Την φιλοδοξία με την εκζήτηση του επαίνου των άλλων, με όπλο το ψέμα. Την φιληδονία με το δήθεν ενδιαφέρον. Ταπείνωση είναι να ζητούμε από τον Θεό να μας φωτίσει. Να ακούμε τους άλλους τι υποστηρίζουν, να μην φεύγουμε από την Εκκλησία, αλλά και να καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα αλλάξουμε τον κόσμο, όμως ο καθένας μας καλείται να κάνει πράξη το χρέος του.

Τέλος, χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι ο Σταυρός του Χριστού μας προσέφερε την αληθινή ελευθερία από όλα τα δεσμά, κυρίως του εγωκεντρισμού, της φιλαυτίας και του θανάτου που συνοδεύει την απουσία πνευματικότητας.  Και ο ελεύθερος άνθρωπος δεν εκφράζεται μέσα από τους άλλους, αλλά μέσα από την σχέση του με τον Χριστό. Δεν ανήκει σε παρατάξεις ούτε θεοποιεί πρόσωπα. Χαίρεται όμως την κοινωνία με τον Χριστό και την πίστη εντός της Εκκλησίας και παλεύει να κρατήσει την αυθεντικότητά του, παλεύει να νικά τον εαυτό του και γίνεται πηγή δροσιάς στη σχέση του με τους άλλους, διότι η καύχησή του δεν είναι οι επιτυχίες, οι γνώσεις, τα αγαθά του, τα κατορθώματά του, αλλά ακριβώς ο ίδιος ο Σταυρός του Χριστού. Ότι στη ζωή οι άλλοι γίνονται «καιρός» για να ασκηθούμε στο να σηκώνουμε τον σταυρό μας και να αγαπούμε, αληθινά και ελεύθερα!

Αν αυτό το πλαίσιο μπορούσαμε να το περάσουμε στις ανθρώπινες σχέσεις, τότε ο κόσμος μας θα ήταν διαφορετικός!  Η χριστιανική μας ιδιότητα όμως δεν πρέπει να μας κάνει να περιμένουμε να αλλάξει ο κόσμος, αλλά να ζήσουμε εμείς όπως ο Χριστός μας δίνει νόημα, για να ζήσει και ο κόσμος μαζί μας!

 

 

Κέρκυρα, 10 Σεπτεμβρίου 2017

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός