Γέρων Μωϋσῆς (Μοναχὸς Ἁγιορείτης)

Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι θεοπαράδοτη ἐντολή καί ἀποτελεῖ ἕνα τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶναι μία τυπική, ἀπό συνήθεια «γιά τό καλό» καί λόγω τῶν ἐπικείμενων ἑορτῶν, βεβιασμένη καί πρόχειρη πράξη ἀπό ἕνα καί μόνο καθῆκον ἤ ὑποχρέωση καί πρός ψυχολογική ἐκτόνωση. Ἡ ἐξομολόγηση θά πρέπει νἄναι συνδυασμένη πάντοτε μέ τή μετάνοια. Μᾶς ἔλεγε Ἁγιορείτης Γέροντας: Πολλοί ἐξομολογοῦνται, λίγοι μετανοοῦν! (Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης).
Ἡ μετάνοια εἶναι μία ἐλεύθερη, καλλιεργημένη, ἐσωτερική διεργασία ἐπιμελημένη, συντριβῆς καί λύπης, γιά τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό διά τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή δέν συνδυάζεται μέ τήν ἀφόρητη θλίψη, τήν ὑπερβολική στενοχώρια καί τίς ἀδυσώπητες ἐνοχές. Τότε δέν εἶναι μᾶλλον εἰλικρινής μετάνοια, ἀλλά κρυφός ἐγωισμός, στραπατσάρισμα τοῦ «ἐγώ», θυμός μέ τόν ἑαυτό μας, πού ἐκδικεῖται γιατί ἐκτίθεται καί ντροπιάζεται καί δέν ἀνέχεται κάτι τέτοιο. Μετάνοια σημαίνει ἀλλαγή νοῦ, νοοτροπίας, μεταβολισμός, ἐγκεντρισμός χρηστοήθειας, μίσος τῆς ἁμαρτίας. Μετάνοια ἀκόμη σημαίνει ἀγάπη τῆς ἀρετῆς, καλοκαγαθία, ἐπιθυμία, προθυμία καί διάθεση σφοδρή ἐπανασυνδέσεως μέ τόν Χριστό διά τῆς Χάριτος τοῦ πανσθενουργοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ μετάνοια ξεκινᾶ ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς, ὁλοκληρώνεται ὅμως ἀπαραίτητα στό μυστήριο τῆς θείας καί ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.

Ὁ ἐξομολογούμενος ἐξομολογεῖται εἰλικρινά καί ταπεινά ἐνώπιον τοῦ ἐξομολόγου, ὡς ἐν προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ. Κανένας ἐπιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δέν μπορεῖ ν’ ἀντικαταστήσει τόν ἐξομολόγο. Καμία εἰκόνα, ἔστω καί ἡ πιό θαυματουργή, δέν μπορεῖ νά δώσει αὐτό πού δίνει τό πετραχήλι τοῦ ἐξομολόγου, τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Ὁ ἐξομολόγος ἀναλαμβάνει τόν ἐξομολογούμενο, τόν υἱοθετεῖ καί τόν ἀναγεννᾶ πνευματικά, γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται πνευματικός πατέρας. Ἡ πνευματική πατρότητα κανονικά εἶναι ἰσόβια, ἱερή καί δυνατή, δυνατότερη καί συγγενικοῦ δεσμοῦ. Ὁ πνευματικός τοκετός εἶναι ὀδυνηρός. Ὁ ἐξομολόγος μέ φόβο Θεοῦ «ὡς λόγον ἀποδώσων», γνώση, ταπείνωση καί ἀγάπη παρακολουθεῖ τόν ἀγώνα τοῦ ἐξομολογούμενου καί τόν χειραγωγεῖ διακριτικά στήν ἀνοδική πορεία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ὁ ἐξομολόγος ἱερεύς ἔχει εἰδική εὐλογία ἀπό τόν ἐπίσκοπο γιά τό ἐξομολογητικό του ἔργο. Κανονικά ὅμως τό χάρισμα τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν» ἁμαρτίες τό λαμβάνει μέ τή χειροτονία του εἰς πρεσβύτερο. Καθίσταται διάδοχος τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ἔτσι σημασία κύρια καί μεγάλη ἔχει ἡ ἐγκυρότητα καί ἡ κανονικότητα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς διά τῶν ἐπισκόπων. Τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως ὅπως καί ὅλα τ’ ἅγια μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας τελεσιουργοῦνται καί χαριτώνουν τούς πιστούς ὄχι κατά τήν ἀξία, ἱκανότητα, ἐπιστημοσύνη, λογιοσύνη, εὐφράδεια, δραστηριότητα καί τέχνη τοῦ ἱερέως, ἀκόμη καί τήν ἀρετή καί ἁγιότητά του, ἀλλά τή διά τῆς κανονικότητος τῆς ἱερωσύνης καί τοῦ Τελεταρχικοῦ Παναγίου Πνεύματος. Οἱ τυχόν ἁμαρτίες τοῦ ἱερέως δέν ἐμποδίζουν τή θεία Χάρη τῶν μυστηρίων. Ἀλλοίμονο ἄν ἀμφιβάλλουμε ἄν κατά τήν ἀναξιότητα τοῦ ἱερέως τό ψωμί καί τό κρασί ἔγινε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ κατά τή θεία Λειτουργία. Αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἱερεύς δέν θά πρέπει μόνιμα ν’ ἀγωνίζεται γιά τήν καθαρότητά του. Ἔτσι δέν ὑπάρχουν καλοί καί κακοί ἐξομολόγοι. Ὅλοι οἱ ἐξομολόγοι τήν ἴδια ἄφεση δίνουν. Ἔχουμε ὅμως τό δικαίωμα ἐπιλογῆς τοῦ ἐξομολόγου. Μποροῦμε νά προστρέξουμε σέ αὐτόν πού ἀληθινά μᾶς ἀναπαύει. Δέν εἶναι σοβαρή ὅμως ἡ συνεχής ἀλλαγή ἐξομολόγου. Δέν φανερώνει κάτι τέτοιο πνευματική ὡριμότητα. Οὔτε ὅμως καί οἱ ἐξομολόγοι θά πρέπει νά στενοχωροῦνται παράφορα καί νά δημιουργοῦν μάλιστα καί προβλήματα ὅταν ἀναχωρήσει κάποιο πνευματικό τους τέκνο. Ἴσως τοῦτο σημαίνει πώς ἦταν νοσηρά συνδεδεμένοι μαζί του, συναισθηματικά, προσωποπαγῶς, δεμένοι μέ τό πρόσωπό του καί ὄχι μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, καί θεωροῦν τήν ἀναχώρηση προσβολή, μείωση, ὅτι δέν ὑπάρχει καλύτερος ἤ μία αἴσθηση ὅτι οἱ ἄλλοι μᾶς ἀνήκουν ἀποκλειστικά καί μποροῦμε νά τούς ἐξουσιάζουμε καί νά τούς φερόμαστε μάλιστα ἐξαναγκαστικά ὡς καταπιεσμένους καί ἀνελεύθερους ὑποτακτικούς. Εἴπαμε βέβαια πώς ὁ ἐξομολόγος εἶναι πνευματικός πατέρας καί ὁ πνευματικός τοκετός ἐνέχει ὀδύνη. Ἔτσι εἶναι φυσικό νά λυπᾶται γιά τήν ἀναχώρηση τοῦ υἱοῦ του. Προτιμότερο ὅμως εἶναι νά εὔχεται γιά τήν πνευματική του πρόοδο καί τή σύνδεσή του μέ τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί παρά τήν ἀποσύνδεσή του ἀπό τόν ἴδιο. Νά εὔχεται καί ὄχι νά ἀπεύχεται.

Τό ἔργο τοῦ ἐξομολόγου δέν εἶναι μόνο ἡ ἁπλή ἀκρόαση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἐξομολογούμενου καί ἡ ἀνάγνωση στό τέλος τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς. Οὔτε πάλι περιορίζεται μόνο στήν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως. Ὁ ἐξομολόγος σάν καλός πατέρας φροντίζει συνεχῶς τό τέκνο του, τό ἀκούει καί τό παρακολουθεῖ προσεκτικά, τό νουθετεῖ κατάλληλα, τό κατευθύνει εὐαγγελικά, τονίζει τά τάλαντά του, δέν τοῦ θέτει ὑπερβολικά βάρη, τό κανονίζει μέτρια ὅταν πρέπει, τό οἰκονομεῖ ὅταν ἀπογοητεύεται, βαρύνεται, δυσανασχετεῖ, ἀποκάμνει, τό θεραπεύει ἀνάλογα, δέν τό ἀποθαρρύνει ποτέ, συνεχίζοντας τόν ἀγώνα παθοκτονίας καί ἀρετοσυγκομιδῆς, μορφώνοντας στήν ψυχή του τήν ἀθάνατη Χριστό.

Ἡ ἀναπτυσσόμενη αὐτή πατρική καί υἱική σχέση ἐξομολόγου καί ἐξομολογουμένου δημιουργεῖ μία ἄνεση, ἐμπιστοσύνη, σεβασμό, ἱερότητα καί ἀνάταση. Ὁ ἐξομολογούμενος ἀνοίγει τήν καρδιά του στόν ἐξομολόγο καί τοῦ ἐκθέτει τά πιό κρύφια, τά πιό δόλια, τά πιό ἀκάθαρτα, ὅλα τά μυστικά του, πράξεις ἀπόκρυφες καί ἐπιθυμίες βλαβερές, ἀκόμη καί αὐτά πού δέν θέλει νά ὁμολογήσει στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό καί δέν λέει στόν πιό στενό συγγενὴ του καί τόν καλύτερο φίλο του. Ἔτσι ὁ ἐξομολόγος θά πρέπει ἀπόλυτα νά σεβασθεῖ αὐτή τήν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη τοῦ ἐξομολογούμενου. Ἡ ἐμπιστοσύνη αὐτή ἐπαυξάνεται ὁπωσδήποτε καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἐξομολόγος εἶναι αὐστηρά δεσμευμένος, μέχρι θανάτου μάλιστα, ἀπό τούς θείους καί Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μέ τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως.

Στήν ὀρθόδοξη ἐξομολογητική δέν ὑπάρχουν βέβαια γενικές συνταγές, γιατί ἡ πνευματική καθοδήγηση τῆς κάθε μοναδικῆς ψυχῆς γίνεται ἐξατομικευμένα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀνεπανάληπτος, μέ ἰδιαίτερη ψυχοσύνθεση, ἄλλο χαρακτήρα, διάφορες δυνάμεις καί δυνατότητες, ὅρια, ἐφέσεις, ἀντοχές, γνώσεις, ἀνάγκες καί διαθέσεις. Ὁ ἐξομολόγος μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή θεία φώτιση θά πρέπει νά διακρίνει ὄλ’ αὐτά, ὥστε ν’ ἀποφασίσει τί καλύτερα θά πρέπει νά χρησιμοποιήσει γιά νά βοηθήσει τόν ἐξομολογούμενο. Ἄλλοτε χρειάζεται ἡ ἐπιείκεια καί ἄλλοτε ἡ αὐστηρότητα. Δέν εἶναι γιά ὅλους πάντοτε τά ἴδια. Οὔτε ὁ ἐξομολόγος θά πρέπει νἄναι πάντα αὐστηρός, ἔτσι μόνο γιά νά λέγεται αὐστηρός καί νά ἐκτιμᾶται. Οὔτε ὑπερβολικά ἐπιεικής, γιά νά προτιμᾶται καί νά λέγεται πνευματικός πατέρας πολλῶν. Χρειάζεται φόβος Θεοῦ, διάκριση, τιμιότητα, εἰλικρίνεια, ταπείνωση, μελέτη, γνώση καί προσευχή.

Ἡ «οἰκονομία» δέν ἀπαιτεῖται ἀπό τόν ἐξομολογούμενο. Οὔτε εἶναι ὀρθό νά γίνει κανόνας ἀπό τόν ἐξομολόγο. Ἡ «οἰκονομία» θά πρέπει νά παραμείνει ἐξαίρεση. Ἡ «οἰκονομία» ἐπίσης θά πρέπει νά εἶναι πάντα πρός καιρόν (Ἀρχιμ. Γεώργιος Γρηγοριάτης). Ὅταν ἐκλείψουν οἱ λόγοι πού τήν ἐπιβάλλουν ἀσφαλῶς δέν θά πρέπει νά χρησιμοποιεῖται. Γιά τήν ἴδια ἁμαρτία μποροῦμε νά ἔχουμε πολλούς διαφορετικούς τρόπους πρός ἀντιμετώπισή της.

Ὁ κανόνας δέν εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητος. Ὁ κανόνας δέν εἶναι τιμωρία. Εἶναι παιδαγωγία. Ὁ κανόνας δέν τίθεται πρός ἱκανοποίηση τοῦ προσβληθέντος Θεοῦ καί ἐξιλέωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐνώπιον τῆς Θείας δικαιοσύνης. Αὐτή εἶναι μιὰ καθαρά αἱρετική διδασκαλία. Ὁ κανόνας συνήθως τίθεται στήν ἀνώριμη μετάνοια, πρός συναίσθηση καί συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία δέν εἶναι τόσο παράβαση τοῦ νόμου, ὅσο ἔλλειψη ἀγάπης στό Θεό. Ἀγάπα καί κᾶνε ὅ,τι θέλεις, ἔλεγε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος.

Ὁ κανόνας τίθεται πρός ὁλοκλήρωση τῆς μετάνοιας τοῦ ἐξομολογούμενου, γι’ αὐτό, καθώς ὀρθά λέγει ὁ π. Ἀθανάσιος Μετεωρίτης, ὅπως ὁ ἐξομολόγος δέν ἐπιτρέπεται νά κοινοποιεῖ τίς ἁμαρτίες τοῦ ἐξομολογουμένου, ἔτσι κι ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἐπιτρέπεται νά κοινοποιεῖ στούς ἄλλους τόν κανόνα πού τοῦ ἔθεσε ἰδιαίτερα ὁ ἐξομολόγος, πού εἶναι συνισταμένη πολλῶν παραμέτρων.

Ὁ ἐξομολόγος λειτουργεῖ ὡς χορηγός τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά τήν ὥρα τοῦ μυστηρίου δέν λειτουργεῖ ὡς ψυχολόγος καί ἐπιστήμονας. Λειτουργεῖ ὡς ἱερεύς, ὡς ἔμπειρος ἰατρός, ὡς φιλόστοργος πατέρας. Ἀκούγοντας τ’ ἁμαρτήματα τοῦ ἐξομολογουμένου προσεύχεται νά τόν φωτίσει ὁ Θεός νά δώσει τό καλύτερο φάρμακο πρός θεραπεία, νά σφυγμομετρήσει τόν βαθμό καί τήν ποιότητα τῆς μετανοίας του. Ὁ ἐξομολόγος δέν στέκεται ἀπέναντι στόν ἐξομολογούμενο μέ περιέργεια, καχυποψία, ζήλεια, ὑπερβολική αὐστηρότητα, ἐξουσιαστικότητα καί ἀλαζονεία, ἀλλά οὔτε καί ἀδιάφορα, ἐπιπόλαια, ἀπρόσεκτα καί κουρασμένα. Ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη καί ἡ προσοχή τοῦ ἐξομολόγου θά βοηθήσει πολύ τόν ἐξομολογούμενο. Οὔτε ὁ ἐξομολόγος θά πρέπει νά κάνει πολλές, περιττές καί ἀδιάκριτες ἐρωτήσεις. Ἰδιαίτερα θά πρέπει νά διακόπτει τίς λεπτομερεῖς περιγραφές διαφόρων ἁμαρτημάτων καί ἰδιαίτερα σαρκικῶν, ἀκόμη καί τίς ἀναφορές ὀνομάτων, ὥστε ν’ ἀσφαλίζεται περισσότερο. Ὁ ἐξομολογούμενος πάλι δέν θά πρέπει νά φοβᾶται, νά δειλιάζει καί νά ντρέπεται, ἀλλά νά σέβεται, νά ἐμπιστεύεται, νά τιμᾶ καί νά εὐλαβεῖται τόν ἐξομολόγο. Αὐτό τό κλίμα πάντως τῆς ἱερότητος, ἀλληλοσεβασμοῦ καί ἐμπιστοσύνης κυρίως θά τό καλλιεργήσει, ἐμπνεύσει καί δημιουργήσει ὁ ἐξομολόγος.

Ἡ ἁγία μητέρα μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, εἶναι ἕνα ἀπέραντο θεραπευτήριο, ἀποθεραπείας τῶν ἀσθενῶν ἁμαρτωλῶν πιστῶν, ἀπό τά τραύματα, τίς πληγές καί τίς ἀσθένειες τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθογόνων δαιμόνων καί τῶν ἰοβόλων δαιμονικῶν παγίδων καί ἐπηρειῶν τῶν δαιμονοκινήτων παθῶν.

Ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι παράρτημα τοῦ ὑπουργείου κοινωνικῆς προνοίας, οὔτε συναγωνίζεται νά ξεπεράσει τούς διάφορους συλλόγους κοινωνικῆς εὐποιΐας, δίχως διόλου ν’ ἀρνεῖται τό σπουδαῖο καί ἀγαθό αὐτό ἔργο καί νά μή τό ἐπιτελεῖ πλούσια, ἐπαινετά καί θαυμάσια, ἀλλά κυρίως εἶναι ἡ χορηγός νοήματος τῆς ζωῆς, λυτρώσεως καί σωτηρίας τῶν πιστῶν «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν» διά τῆς συμμετοχῆς τους στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Τό πετραχήλι τοῦ Ἱερέως εἶναι πλάνη, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, πού λειαίνει καί ἰσιάζει τούς ἀνθρώπους, εἶναι θεραπευτικό νυστέρι παθοκτονίας καί ὄχι μιστρὶ ἐργασιομανίας ἤ σύμβολο ἐξουσίας. Εἶναι ὑπηρετική ποδιά διακονίας τῶν ἀνθρώπων πρός θεραπεία καί σωτηρία.

Ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ τόν ἱερέα γιά τή συγχώρηση τοῦ πλάσματός του. Τό λέγει χαρακτηριστικά ἡ εὐχή: «Ὁ Θεός συγχωρῆσαι σοι δι’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ πάντα, καί ἐν τῷ νῦν αἰώνι καί ἐν τῷ μέλλοντι. καί ἀκατάκριτόν σε παραστῆσαι ἐν τῷ φοβερῶ αὐτοῦ Βήματι. περί δέ τῶν ἑξαγορευθέντων ἐγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα ἔχων, πορεύου εἰς εἰρήνην». Ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες θά βαραίνουν τόν ἄνθρωπο καί στόν μέλλοντα αἰώνα. Ἐξομολογημένες ἁμαρτίες δέν ἐξομολογοῦνται. Εἶναι σάν νά μή πιστεύει κανείς στήν χάρη τοῦ μυστηρίου. Ὁ Θεός τά γνωρίζει, ἀλλά θά πρέπει πρός ἄφεση, ταπείνωση καί ἴαση νά ἑξαγορευθοῦν. Ἡ ἐνίοτε ἐπιτίμηση ἁμαρτιῶν δέν ἀναιρεῖ τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀποτελεῖ παιδαγωγική ἐπίσκεψη πρός καλύτερη συναίσθηση τῶν πταισμάτων.

Κατά τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη «ἡ ἐξομολόγησις εἶναι μία θεληματική διά στόματος φανέρωσις τῶν πονηρῶν ἔργων καί λόγων καί λογισμῶν, κατανυκτική, κατηγορητική, εὐθεία, χωρίς ἐντροπήν, ἀποφασιστική, πρός νόμιμον πνευματικόν γινομένη». Ὁ θεοφόρος ὅσιος εὐσύνοπτα, μεστά καί σημαντικά ἀναφέρει πώς ἡ ἐξομολόγηση πρέπει νά γίνεται θεληματικά, ἐλεύθερα, ἀβίαστα, ἀνεξανάγκαστα, δίχως ὁ ἐξομολόγος ν’ ἄγχεται νά ἐκμαιεύσει τήν ὁμολογία τοῦ ἐξομολογουμένου. Μέ κατάνυξη, συναίσθηση δηλαδή τῆς λύπης πού προκάλεσε εἰλικρινά μέ τήν ἁμαρτία στόν Θεό. Ὄχι συναισθηματικά, ὑποκριτικά, λιπόψυχα δάκρυα. Κατάνυξη γνήσια πού σημαίνει συντριβή, μεταμέλεια, μίσος τῆς ἁμαρτίας, ἀγάπη τῆς ἀρετῆς, ἐπίγνωση εὐγνωμοσύνης στόν Δωρεοδότη Θεό. Κατηγορητική σημαίνει ὑπεύθυνη ἐξομολόγηση, δίχως δικαιολογίες, ὑπεκφυγές, στρεψοδικίες, ἀνευθυνότητες καί μεταθέσεις, μέ εἰλικρινῆ αὐτομεμψία καί γνήσια αὐτοεξουθένωση, πού φέρει τή χαρμολύπη καί τό χαροποιό πένθος τῆς Ἐκκλησίας. Εὐθεία σημαίνει ἐξομολόγηση μέ κάθε εἰλικρίνεια, εὐθύτητα καί ἀκρίβεια, ἀνδρεία καί θάρρος, αὐστηρότητα καί γενναιότητα. Συμβαίνει ἀκόμη καί τήν ὥρα αὐτή ὁ ἄνθρωπος νά μή παραδέχεται τήν ἥττα του, τήν πτώση καί τήν ἀδυναμία του καί μέ ὡραιολογίες καί μακρυλογίες νά μεταθέτει τά ποσοστά εὐθύνης του, μέ περιστροφές καί μισόλογα, κατηγορώντας καί τούς ἄλλους, προκειμένου νά φυλάξει ἀκόμη καί τώρα ἀτσαλάκωτο τό ἐγώ του. Χωρίς ἐντροπή ἐξομολόγηση σημαίνει παρουσίαση τοῦ πραγματικοῦ οἰκτροῦ ἑαυτοῦ μας. Ἡ ντροπή εἶναι καλή πρό τῆς ἁμαρτίας καί ὄχι μετά καί μπροστά στόν ἐξομολόγο. Ἡ πρό τοῦ ἐξομολόγου ντροπή λέγουν θά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή ντροπή στήν ἔσχατη κρίση, ἀφοῦ ὅ,τι συγχωρήσει ὁ ἐξομολόγος δέν θά ξανακριθεῖ. Ἀποφασιστική ἐξομολόγηση σημαίνει νά εἶναι καθαρή, συγκεκριμένη, εἰλικρινής καί μέ τήν ἀπόφαση νά μή ἐπαναλάβει τά ἐξομολογηθέντα ἁμαρτήματα ὁ πιστός. Ἀκόμη ἡ ἐξομολόγηση θά πρέπει νά εἶναι συνεχής, ὥστε τά φιλεπίστροφα, κατά τόν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, πάθη νά μή ἰσχυροποιοῦνται, ἀλλά ἀντίθετα σύντομα νά θεραπεύονται. Ἔτσι δέν λησμονοῦνται οἱ ἁμαρτίες, ὑπάρχει τακτικός ἔλεγχος, αὐτοπαρατήρηση, αὐτοέλεγχος, αὐτογνωσία καί αὐτομεμψία, δέν ἐγκαταλείπει ἡ Θεία Χάρη καί οἱ δαιμονικές παγίδες συντρίβονται εὐκολότερα καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου δέν εἶναι φοβερή καί τρομακτική.

Συμβαίνει συχνά-πυκνά καί τ’ ὁμολογοῦμε μέ πολύ πόνο καί περισσή ἀγάπη τό κήρυγμα νά μήν εἶναι τόσο ὀρθόδοξο. Δηλαδή νά ἐξαντλεῖται σ’ ἕνα ἀκόμη σχολιασμό τῆς φθηνῆς ἐπικαιρότητος καί νά μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο ὁ ἱερός ἄμβωνας σέ τηλεοπτικό «παράθυρο», ὅπου λέμε καί ἐμεῖς τή γνώμη μας γιά τά τρέχοντα καί συμβαίνοντα. Ὅμως τ’ ὀρθόδοξο κήρυγμα κυρίως εἶναι ἐκκλησιολογικό, χριστολογικό, σωτηριολογικό, ἁγιολογικό καί ψυχωφελές. Τό κήρυγμα τῆς μετανοίας ἀπό τῶν Προφητῶν, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί πάντων τῶν ἁγίων παραμένει λίαν ἐπίκαιρο καί ἀναγκαῖο. Βασική προϋπόθεση τῆς μετοχῆς στ’ ἅγια μυστήρια καί τῆς ἀνοδικῆς πνευματικῆς πορείας εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Καθαρότητα ἀπό τήν ποικίλη ἁμαρτία, τό πνεῦμα τῆς ἀπληστίας καί τῆς εὐδαιμονίας τῆς σύγχρονης ὑπερκαταναλωτικῆς κοινωνίας, τό πνεῦμα τῆς ἀντίθεης ὑπερηφάνειας ἑνός κόσμου ναρκισσευομένου, ἀτομικιστικοῦ, ἀταπείνωτου, ἀφιλάνθρωπου, ὑπερφίαλου καί παράδοξου, τό δαιμονικό πνεῦμα τῶν πονηρῶν λογισμῶν, τῶν φαντασιῶν καί φαντασιώσεων, τῶν καχυποψιῶν καί ζηλοφθονιῶν, τῶν ἀκαθάρτων καί σκοτεινῶν.

Κατάντησε δυσεύρετο κόσμημα ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, στίς ἀδελφικές σχέσεις, τίς συζυγίες, τίς συναδελφικές ὑποχρεώσεις, τίς φιλίες, τίς συζητήσεις, τίς σκέψεις, τίς ἐπιθυμίες, τίς ἱερατικές κλήσεις. Τά λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως ξέπεσαν σέ ρυπογόνες ἑστίες. Λησμονήθηκε ἡ νηπτική ἐγρήγορση, ἡ ἀσκητική νηφαλιότητα, ἡ παραδοσιακή ὀλιγάρκεια, ἁπλότητα καί λεβεντιά. Ἔτσι μολύνεται τό λογιστικό τῆς ψυχῆς, διεγείρεται στήν ἀπληστία τό ἐπιθυμητικό καί ἀμβλύνεται σοβαρά τό βουλητικό, ὥστε ἀδύναμος ὁ ἄνθρωπος νά παρασύρεται στό κακό δίχως φραγμό καί ὅρια.

Ἐπικρατεῖ ἡ αὐτοδικαίωση, ἡ δικαιολόγηση τῶν παθῶν, ἡ ὡραιοποίηση τῆς ἁμαρτίας, ἡ κατοχύρωσή της διά νέων ψυχολογικῶν ἐρεισμάτων. Θεωρεῖται μείωση, ἀδυναμία καί λάθος ἡ παραδοχή τοῦ λάθους, ἡ ἀνάληψη τῆς εὐθύνης καί ἡ ταπεινή ἀποδοχή τοῦ σφάλματος. Ἡ συνεχής δικαιολόγηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ἐπιμελημένη μετάθεση εὐθυνῶν δημιουργοῦν ἕνα ἄνθρωπο συγχυσμένο, διχασμένο, ταραγμένο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο καί ἐγωπαθῆ, ἐμπαιζόμενο ἀπό τόν δαίμονα, αἰχμαλωτιζόμενο ἀπό αὐτόν στ’ ἄφωτα δίχτυά του.

Κυριαρχεῖ ἕνας ἀνόητος ὀρθολογισμός, ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει εὐαγγελικές ἀρετές καί συνοδικούς κανόνες, κατά τήν ἀρέσκεια, προτίμηση καί εὐκολία, σέ σοβαρά θέματα νηστειῶν, ἐγκράτειας, τεκνογονίας, ἤθους, σεμνότητος, αἰδοῦς, τιμιότητος καί ἀκριβείας.

Κατόπιν ὅλων τούτων, τά ὁποῖα δέν νομίζω ὅτι ὑπερβάλλουμε, θεωροῦμε ὅτι οἱ ἐξομολόγοι δέν ἔχουν εὔκολο ἔργο. Δέν ἀρκεῖ πλέον ἡ χειραγωγία στή μετάνοια καί ἡ καλλιέργεια τῆς ταπεινώσεως, ἀλλά χρειάζεται τό ποίμνιο κατήχηση, ἐπαναευαγγελισμό, κατάρτιση, μεταβολισμό πνευματικό πρός ἀπόκτηση ἰσχυρῶν ἀντισωμάτων. Ἀπαραίτητη ἡ ἀντίσταση, ἀντίδραση καί ἀντιμετώπιση τοῦ σφοδροῦ ρεύματος τῆς ἀποϊεροποιήσεως, τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τοῦ ἀποηρωισμοῦ, τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, τοῦ πλουτισμοῦ καί κορεσμοῦ. Ἰδιαιτέρως προσοχῆς, διδαχῆς καί ἀγάπης ἔχουν ἀνάγκη οἱ νέοι, πού ἡ ἀγωγή δέν τούς βοηθᾶ νά συνειδητοποιήσουν τό νόημα καί τό σκοπό τῆς ζωῆς, τό κενό, τό ἄκοσμο, τό ἄνομο, τό ἄφωτο τῆς ἁμαρτίας.

Σοβαρό πρόβλημα ἀποτελεῖ ἀκόμη καί γιά τούς χριστιανούς μας ἡ ἀγχώδης συχνά ἀναζήτηση μιᾶς ἄκοπης, ἄμοχθης καί ἄλυπης ζωῆς. Ἀναζητοῦμε Κυρηναίους. Δέν ἀποδεχόμεθα τήν ἄρση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ. Δέν γνωρίζουμε τό βάθος καί τό εὖρος τοῦ σταυροῦ. Προσκυνοῦμε τόν σταυρό στήν ἐκκλησία, κάνουμε τόν σταυρό μας, ἀλλά δέν ἀσπαζόμαστε τόν προσωπικό μας σταυρό. Τελικά θέλουμε ἕνα ἀσταύρωτο Χριστιανισμό. Δέν ὑπάρχει ὅμως Πάσχα δίχως Μεγάλη Παρασκευή.

Τιμᾶμε τούς μάρτυρες καί τούς ὁσίους, ἀλλά δέν θέλουμε ἐμεῖς καμιά κακοπάθεια, καμιά καθυστέρηση, καμιά δυσκολία. Δυσκολευόμαστε στή νηστεία, δυσανασχετοῦμε στήν ἀσθένεια, δέν ἀνεχόμαστε πικρό λόγο, ἀκόμη καί ὅταν φταῖμε, ὁπότε πῶς νά ὑπομένουμε ἀδικία, συκοφαντία, κατατρεγμό καί ἐξορία, ὅπως οἱ ἅγιοί μας; Εἶναι γεγονός ἀδιαμφισβήτητο πώς τό σύγχρονο κοσμικό πνεῦμα τῆς εὐκολίας, τῆς ἀνέσεως καί τοῦ ὑπερκαταναλωτισμοῦ ἔχει ἐπηρεάσει ἰσχυρά τό μέτρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Θέλουμε γενικά ἕνα ἀντιασκητικό Χριστιανισμό. Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως βάση ἔχει τό ἀσκητικό Εὐαγγέλιο.

Ἕνα ἄλλο μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ νοσηρή καί ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στή λογική, τή διάνοια, τή γνώση καί τήν κρίση του. Πρόκειται γιά τόν παχυλό καί κουραστικό ἐν τέλει ὀρθολογισμό. Ἡ νηπτική ὀρθόδοξη θεολογία μᾶς διδάσκει τό νοῦ νά τόν ἔχουμε ἐργαλεῖο καί νά τόν κατεβάσουμε στήν καρδιά. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν καλλιεργεῖ καί παράγει διανοούμενους. Γιά μᾶς ὁ ὀρθολογισμός δέν εἶναι φιλοσοφική νοοτροπία, ἀλλά μιὰ καθαρά ἁμαρτητική βιοθεωρία, μιὰ μορφή ἀθεΐας, ἀφοῦ ἀντιβαίνει στήν ἐντολή τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐμπιστοσύνης στόν Θεό. Ὁ ὀρθολογιστής κρίνει τά πάντα μέ τήν κρισάρα τοῦ μυαλοῦ, μόνο μέ τόν πεπερασμένο νοῦ του, κέντρο εἶναι ὁ ἐαυτός του καί τό κυρίαρχο ἐγώ του καί δέν ἐμπιστεύεται τή θεία Πρόνοια, τή θεία Χάρη καί θεία Βοήθεια στή ζωή του.

Θεωρώντας συχνά τόν ἑαυτό του ἀλάνθαστο ὁ ὀρθολογιστής δέν ἐπιτρέπει στόν Θεό νά ἐπέμβει στή ζωή του καί νά τόν κρίνει. Ἔτσι δέν θεωρεῖ ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἐξομολογήσεως. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ὅμως λέγει πώς τό νά νομίζει κάποιος πώς δέν ἔπεσε σέ ἁμαρτήματα, αὐτό εἶναι ἡ πιό μεγάλη πτώση καί πλάνη καί τό πιό μεγάλο ἁμάρτημα. Παρασυρμένοι ὁρισμένοι νεώτεροι θεολόγοι μιλοῦν γι’ ἀστοχία καί ὄχι γιά ἁμαρτία, θέλοντας ν’ ἀμβλύνουν τή φυσική διαμαρτυρία τῆς συνειδήσεως. Ἡ αὐτάρκεια ὁρισμένων ἐκκλησιαζομένων καί νηστευόντων χριστιανῶν κρύβει ἐνίοτε ἕνα λανθάνοντα φαρισαϊσμό, ὅτι δέν εἶναι ὅπως οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων καί ὡς ἐκ τούτου δέν χρήζουν ἐξομολογήσεως.

Κατά τούς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τό μεγαλύτερο κακό εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ μητέρα ὅλων τῶν παθῶν κατά τόν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Πρόκειται γιά πολύτεκνη μητέρα μέ πρῶτες θυγατέρες τήν κενοδοξία καί τήν αὐτοδικαίωση. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι μιὰ μορφή ἄρνησης Θεοῦ, εἶναι ἐφεύρεση τῶν πονηρῶν δαιμόνων, ἀποτέλεσμα πολλῶν κολακειῶν καί ἐπαίνων, πού ἐπιφέρει τήν ἐξουδένωση καί ἐξουθένωση τῶν ἀνθρώπων, τή θεομίσητη κατάκριση, τόν θυμό, τήν ὀργή, τήν ὑποκρισία, τήν ἀσπλαχνία, τή μισανθρωπία, τή βλασφημία. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἕνα πάθος φοβερό, δύσκολο, δυνατό καί δυσθεράπευτο. Ἡ ὑπερηφάνεια ἐπίσης εἶναι πολυδύναμη καί πολυπρόσωπη. Ἐκδηλώνεται ὡς ματαιοδοξία, μεγαλαυχία, οἴηση, ἀλαζονεία, ὑπεροψία, φυσίωση, τύφωση, καύχηση, ἰταμότητα, ἔπαρση, μεγαλομανία, φιλοδοξία, φιλαυτία, φιλαρέσκεια, φιλοχρηματία, φιλοσαρκία, φιλαρχία, φιλοκατηγορία καί φιλονικία. Ἀκόμη ὡς αὐταρέσκεια, προσωποληψία, αὐθάδεια, ἀναίδεια, παρρησία, ἀναλγησία, ἀντιλογία, ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀνυπακοή, εἰρωνεία, πεῖσμα, περιφρόνηση, προσβολή, τελειομανία καί ὑπερευαισθησία. Ἡ ὑπερηφάνεια τελικά ὁδηγεῖ στήν ἀμετανοησία.

Ὄργανο τῆς ὑπερηφάνειας συχνά γίνεται ἡ γλώσσα. Μέ τήν ἀργολογία, τή φλυαρία, τήν πολυλογία, τό κουτσομπολιό, τή μωρολογία, τή ματαιολογία, τήν ἀνειλικρίνεια, τήν ἀδιακρισία, τή διγλωσσία, τή διπλωματία, τήν εὐτραπελία, τήν προσποίηση καί τόν ἐμπαιγμό.

Ἀπό τά ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα προέρχονται πολλά ἄλλα πάθη. Ἀφοῦ ἀναφέραμε τά τῆς ὑπερηφάνειας, ἐρχόμαστε στή φιλαργυρία, πού γεννᾶ τή φιλοχρηματία, τήν πλεονεξία, τήν ἀπληστία, τήν τσιγγουνιά, τήν ἀνελεημοσύνη, τή σκληροκαρδία, τήν ἀπάτη, τήν τοκογλυφία, τήν ἀδικία, τή δολιότητα, τή σιμωνία, τή δωροληψία, τόν τζόγο. Ἡ πορνεία ἔχει μύριες ἐκφάνσεις ὅπως ὁ φθόνος μέ τίς ὕπουλες καί πονηρές κακίες του, ἡ ἀχόρταγη γαστριμαργία, ὁ θυμός καί ἡ ὕποπτη ἀκηδία καί ἀμέλεια.

Ἰδιαιτέρως προσοχῆς χρήζουν πολλά ἀνορθόδοξα στοιχεῖα στήν οἰκογενειακή ζωή καί φρονοῦμε πώς θά πρέπει νά θεαθοῦν προσεκτικά ἀπό ἐξομολόγους καί ἐξομολογουμένους. Ἡ ἀποφυγή τῆς τεκνογονίας, ἡ εἰδωλοποίηση τῶν τέκνων, θεωρούμενα προέκταση τοῦ ἐγώ τῶν γονέων, ὑπερπροστατευόμενα, παρακολουθούμενα συνεχῶς καί ἐξουσιαζόμενα βάναυσα. Ὁ γάμος εἶναι στίβος ταπεινώσεως, ἀλληλοπεριχωρήσεως καί ἀλληλοσεβασμοῦ καί ὄχι παράλληλη ὅδευση δύο ἐγωισμῶν, παρά τήν ἰσόβια σύζευξη καί συνύπαρξη. Χορεύει ὁ δαίμονας ὅταν δέν ὑπάρχει συγχώρεση στίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καί τά καθημερινά σφάλματα. Οἱ γονεῖς θά βοηθήσουν σημαντικά τά παιδιά τους ὄχι μέ τήν πλούσια εὐγένεια ἔξω ἀπό τό σπίτι ἀλλά μέ τό εἰρηνικό, νηφάλιο καί ἀγαπητικό παράδειγμα καθημερινά μέσα στό σπίτι τους. Ἡ συμμετοχή τῶν παιδιῶν μαζί μέ τούς γονεῖς τους στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως θά τούς ἐνδυναμώσει μέ τή θεία Χάρη καί θά τούς στερεώσει στή βιωματική ἐμπειρία μέ τόν Χριστό. Ζητώντας οἱ σύζυγοι εἰλικρινά συγγνώμην διδάσκουν τά παιδιά τους τήν ταπείνωση, πού καίει τίς δαιμονικές πλεκτάνες. Σ’ ἕνα σπιτικό πού ἀνθεῖ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁμόνοια, ἡ κατανόηση, ἡ ταπείνωση καί εἰρήνη ὑπάρχει πλούσια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί γίνεται κάστρο ἀπόρθητο στήν κακία τοῦ κόσμου. Ἡ μέ τή συγχωρητικότητα ἀγωγή τῶν παιδιῶν δημιουργεῖ μία ὑγιά οἰκογενειακή ἑστία πού τά ἐμπνέει καί τά ἐνισχύει γιά τό μέλλον τους.

Ἕνα ἄλλο μεγάλο θέμα, πού ἀποτελεῖ σοβαρό ἐμπόδιο γιά τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση εἶναι ἡ αὐτοδικαίωση, πού μαστίζει καί πολλούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Βάση της ἔχει, ὅπως εἴπαμε, τή δαιμονική ὑπερηφάνεια. Κλασικό παράδειγμα ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ αὐτοδικαιούμενος ἄνθρωπος ἔχει φαινομενικά καλά, γιά τά ὁποῖα ὑπεραίρεται καί θέλει νά τιμᾶται καί ἐπαινεῖται. Χαίρεται νά τόν κολακεύουν, νά ἐξουθενώνει καί ταπεινώνει τούς ἄλλους. Αὐτοεκτιμᾶται ὑπερβολικά, αὐτοδικαιώνεται παράφορα καί θεωρεῖ τόν Θεό ἀναγκαστικά ὑποχρεωμένο νά τόν ἀνταμείψει. Πρόκειται τελικά γιά ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ὅπου ταλαιπωρούμενος ταλαιπωρεῖ καί τούς ἄλλους. Διακατέχεται ἀπό νευρικότητα, ταραχή, ἀπαιτητικότητα, πού τόν αὐτοφυλακίζει καί δέν τόν ἀφήνει ν’ ἀνοίξει τή θύρα τοῦ θείου ἐλέους, διά τῆς μετανοίας.

Γέννημα τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι καί ἡ κατάκριση, πού δυστυχῶς ἀποτελεῖ συνήθεια καί πολλῶν χριστιανῶν, πού ἀσχολοῦνται περισσότερο μέ τούς ἄλλους παρά μέ τόν ἑαυτό τους. Φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας καί τῆς κοινωνίας πού ὠθεῖ τόν κόσμο στή συνεχῆ ἐτεροπαρατήρηση καί ὄχι τήν αὐτοπαρατήρηση. Οἱ μύριες ἀσχολίες καί δραστηριότητες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου δέν τόν θέλουν νά μείνει ποτέ μόνο πρός μελέτη, περίσκεψη, προσευχή, αὐτογνωσία, αὐτομεμψία, αὐτοέλεγχο καί μνήμη θανάτου. Τά λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως ἀσταμάτητα ἀσχολοῦνται σκανδαλοθηρικά, ἐπίμονα καί μακρόσυρτα μέ τά πάθη, τίς ἁμαρτίες, τά παραπτώματα τῶν ἄλλων. Ὅλ’ αὐτά προκαλοῦν, ἐντυπωσιάζουν καί ἄν δέν σκανδαλίζουν πάντως φορτώνουν τήν ψυχή καί τό νοῦ μέ τά βρωμερά καί ἄσχημα καί μάλιστα καθησυχάζουν, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴμαστε καλύτεροι. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος συνηθίζει στή μετριότητα, χλιαρότητα καί ἐφημερότητα τῆς φθηνῆς καθημερινότητος, μή συγκρινόμενος μέ τούς ἁγίους καί τούς ἥρωες.

Ἔτσι ἡ κατάκριση κυριαρχεῖ στίς μέρες μας, θεωρώντας ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐνεργεῖ δίκαιη κάθαρση, σπιλώνοντας ἄλλους καί μολύνοντας τόν ἑαυτό του, δημιουργώντας κακίες, μίση, ἔχθρες, μνησικακίες, ζηλοφθονίες καί ψυχρότητες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μάλιστα ἀναφέρει πώς ἐκεῖνος πού περιεργάζεται συνεχῶς τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἤ κρίνει τόν ἀδελφό του ἀπό ὑποψία καί μόνο, αὐτός δέν ἔκανε ἀκόμη ἀρχή μετανοίας, οὔτε ἄρχισε τήν ἔρευνα γιά νά γνωρίσει τίς ἁμαρτίες του.

Λέγονται πολλά καί διάφορα. Ἕνα τελικά εἶναι τό καίριο, σημαντικό καί ἐξέχον. Ἡ σωτηρία μας, γιά τήν ὁποία δέν πολυνοιαζόμαστε παντοτεινά. Ἡ σωτηρία δέν ἐπιτυγχάνεται παρά μόνο μέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί καθαρή ἐξομολόγηση. Ἡ μετάνοια δέν ἀνοίγει μόνο τόν οὐράνιο παράδεισο, ἀλλά καί τόν ἐπίγειο μέ τήν πρόγευση, ἔστω ἐν μέρει, τῆς ἀνεκλάλητης χαρᾶς τῆς ἀτελεύτητης βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί τῆς ὑπέροχης εἰρήνης ἀπό τώρα. Οἱ ἐξομολογημένοι ἄνθρωποι μποροῦν νἄναι οἱ ἀληθινά γνήσια χαρούμενοι, οἱ εἰρηνικοί καί εἰρηνοφόροι, οἱ κήρυκες τῆς μετανοίας, τῆς ἀναστάσεως, τῆς μεταμορφώσεως, τῆς ἐλευθερίας, τῆς χάριτος, τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τους καί τή ζωή τους. Ἡ πλούσια χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει τόν λύκο πρόβατο, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καμιά ἁμαρτία δέν ὑπερβαίνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κανείς ἁμαρτωλός ἄν θέλει δέν ἀδυνατεῖ ν’ ἁγιάσει. Μᾶς τό ἀποδεικνύουν οἱ πολλοί μετανοημένοι ἅγιοι τοῦ Συναξαριστῆ.

Ὁ ἐξομολόγος ἐξομολογεῖ καί συγχωρεῖ τούς ἐξομολογούμενους μέ τ’ ἅγιο πετραχήλι του. Δέν μπορεῖ ὅμως νά αὐτοεξομολογηθεῖ καί νά θέσει ὁ ἴδιος τό πετραχήλι του στό κεφάλι του γιά νά συγχωρηθεῖ. Πρέπει ἀπαραίτητα νά σκύψει σέ ἄλλο ὁπωσδήποτε πετραχήλι. Ἔτσι λειτουργεῖ ὁ πνευματικός νόμος, ἔτσι τά ἔθεσε ἡ πανσοφία καί ἡ φιλευσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ.

Δέν μπορεῖ νά ἐξομολογοῦμε καί νά μή ἐξομολογούμεθα. Νά διδάσκουμε καί νά μή πράττουμε. Νά μιλᾶμε γιά μετάνοια καί νά μή μετανοοῦμε οἱ ἴδιοι. Νά μιλᾶμε γιά ἐξομολόγηση καί νά μή ἐξομολογούμεθα τακτικά. Οὐδείς αὐτοκαθαίρεται καί οὐδείς αὐτοσυγχωρεῖται ποτέ. Οἱ ἀσύμβουλοι, οἱ ἀνυπάκουοι, οἱ ἀνεξομολόγητοι ἀποτελοῦν σοβαρό πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, τό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ δύναται νά γίνει θαυματουργό νυστέρι ἀφαιρέσεως κακοήθων ὄγκων, ν’ ἀναστήσει νεκρούς, ν’ ἀνανεώσει καί μεταμορφώσει τόν ἄκοσμο κόσμο, νά χαροποιήσει γῆ καί οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐμπιστεύθηκε τό μέγα λειτούργημα, τό ἱερό ὑπούργημα, στούς ἱερεῖς μας καί ὄχι στούς ἀγγέλους, γιά νά τούς πλησιάζουμε ἄνετα καί ἄφοβα ὡς ὁμοιοπαθεῖς καί ὁμόσαρκους.

Ὅλα τά παραπάνω, εἰλικρινά καί διόλου ταπεινόσχημα, εἰπώθηκαν ἀπό ἕνα συναμαρτωλό, πού δέν θέλησε νά κάνει τόν δάσκαλο, ἀλλά τόν συναγωνιζόμενο συμμαθητή σας. Θέλησε ἀπό ἀγάπη νά σᾶς θυμίσει μέ ἁπλά καί ἄτεχνα λόγια τή ζῶσα παράδοση τῆς ἁγίας μητέρας μας Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ πάντοτε ἐπίκαιρου θέματος τῆς θεοΰφαντης καί θεομακάριστης μετανοίας καί τῆς θεοπαράδοτης καί θεαγάπητης ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.