3 Σεπτεμβρίου 2017
1.
«Λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλήν γωνίας. παρά Κυρίου ἐγένετο αὓτη, καί ἒστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν».
Την πέτρα που απέρριψαν ως ακατάλληλη οι χτίστες, χρησιμοποιήθηκε ως ακρογωνιαία πέτρα, της οικοδομής, που δεν είναι άλλη από την Εκκλησία του Χριστού. Αυτό το θαυμάσιο γεγονός, για τα μάτια όλων των πιστών, την θαυματουργική οικοδόμηση της Εκκλησίας, το πραγματοποίησε ο Κύριος, όπως σημειώνουν ο προφήτες.
Κατάληξη της παραβολής που ακούσαμε σήμερα, λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι η προφητεία αυτή που αναφέρεται στην οικοδομή της Εκκλησίας, που σκοπεύει να καλύψει όλους τους πιστούς.
Απλά και με μοναδική λιτότητα φέρνει μπροστά μας, τον προνοητικό και ευκατάστατο ιδιοκτήτη, που τον βλέπουμε, αφού οργανώνει και εξοπλίζει με κάθε λεπτομέρεια τον αμπελώνα του, αναθέτει τη διαχείρισή του και αναχωρεί σε άλλη χώρα. Όταν έρχεται ο καιρός της καρποφορίας στέλνει τους υπαλλήλους του, να παραλάβουν τους καρπούς του αμπελώνα. Οι γεωργοί άλλους από τους υπαλλήλους, έδειραν ή πετροβόλησαν, κι άλλους τους σκότωσαν. Ο ιδιοκτήτης έστειλε περισσότερους υπαλλήλους, που με τον ίδιο τρόπο τους υποδέχτηκαν.
Τέλος σκέφτηκε ότι, αν στείλει το γιο του, θα ντραπούν. Αλλά οι γεωργοί σκέφτηκαν: Αυτός είναι ο κληρονόμος. Θα τον σκοτώσουμε και θα είμαστε πια ανενόχλητοι ιδιοκτήτες της περιουσίας.
Δε θα είχε τόσο μεγάλη σημασία αυτή η διήγηση, αγαπητοί μου αδελφοί, αν δεν είχε παραβολική σημασία. Σαν ιδιοκτήτης του αμπελώνα, φέρεται ο Θεός, ο αμπελώνας, είναι η δημιουργία, οι γεωργοί, εμείς οι άνθρωποι, οι προφήτες είναι οι υπάλληλοι του ιδιοκτήτη και τέλος γιος του, ο Χριστός.
Δίνει ο Θεός, σε όλους μας, αγαπητοί μου, ευκαιρίες πολλές. Μας χάρισε πλούσια τα αγαθά, στα οποία ουσιαστικά μάς τοποθέτησε ως διαχειριστές. Εκείνος μάς τα έδωσε. Κι όποτε θέλει, μπορεί να μας τα πάρει. Μόνο που εμείς δεν καταλάβαμε ότι τίποτε από όλα αυτά, τα χαρίσματα, τις ικανότητες που έχουμε, δεν μας ανήκει. Είναι δώρα Του, που έχουμε την ευθύνη να τα διαχειριζόμαστε σωστά. Έστειλε, λοιπόν, τους προφήτες, για να μας υπομνήσουν το θέλημά του Κυρίου, του ιδιοκτήτη του αμπελώνα, όπως σημειώνεται στην παραβολή. Να καλλιεργήσουμε τον αμπελώνα της ψυχής μας, κατά το θέλημά Του. Δεν ακούσαμε όμως τους προφήτες, ή και άλλους φωτισμένους φιλοσόφους και
σοφούς ανθρώπους. Δεν τους πιστέψαμε. Πολλούς τους καταδιώξαμε. Αλλά κυρίως δεν ακούσαμε τη διδασκαλία τους, που μετέφεραν σε μας, ως φωτισμένοι εντολοδόχοι του Θεού. Δεν αντιληφθήκαμε ότι ήταν απεσταλμένοι του Θεού. Ένας οποιοσδήποτε ιδιοκτήτης, θα τιμωρούσε τους υπαλλήλους του χωρίς δεύτερη συζήτηση. Αλλά ο Θεός αγαπά το δημιούργημά Του. Μας αγαπά όλους. Δίνει κι άλλη μια ευκαιρία! Θέλει «πάντας» τους εργαζόμενους στον αμπελώνα Του, «σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Τι πιο αρμονικό από τις καλές σχέσεις ανάμεσα στον ιδιοκτήτη του αμπελώνα και τους γεωργούς που εργάζονται δημιουργώντας καρπούς; Ζητά επίσης «λαβεῖν τούς καρπούς αὐτοῦ» από τον αμπελώνα Του. Καρποί, από τους οποίους θα ζήσουν και οι γεωργοί. Καρποί αγαθών έργων όμως, που θέλει να τους εισπράξει. Του ανήκουν άλλωστε! Είναι η τήρηση των εντολών του Κυρίου στη ζωή μας. Στέλνει, λοιπόν, τον ίδιο τον Γιο Του.
Περιμένει να Τον σεβαστούν. Να Τον αποδεχτούν! Να αποδώσουν σε Κείνον, τους καρπούς που εργάστηκαν από τη στιγμή που ανέλαβαν την εντολή Του. Εδώ ακριβώς φαίνεται και προκύπτει το καθήκον μας, η υποχρέωσή μας, ελάχιστη μπροστά σ’ αυτά που μας χάρισε απλόχερα.
Στο σημείο αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, η παραβολή γίνεται προφητική. Ο περιούσιος λαός του Κυρίου, οι Ισραηλίτες, είχαν τη μοναδική ευκαιρία και εύνοια, ως πρωτοπορούντες, να ακούσουν πολλούς προφήτες, που διαχρονικά έστειλε στον τόπο τους, να μιλήσουν στη γλώσσα τους. Άκουσαν αποκαλυπτικές προφητείες, αλλά τις αγνόησαν, τυφλωμένοι και στενόμυαλοι. Κι όταν ο Θεός, θέλοντας να σώσει τα δημιουργήματά Του, έστειλε τον Γιο Του, δεν δίστασαν αγνοώντας τις λεπτομερειακά περιγραφικές προφητείες, και έσπευσαν να Τον σκοτώσουν.
Συνεχίζει ο Κύριος την παραβολή ρωτώντας, τι πρέπει να κάνει ο ιδιοκτήτης του αμπελώνα. Για να λάβει και την αναμενόμενη απάντηση: «κακούς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς καί τόν ἀμπελῶνα έκδώσεται ἂλλοις γεωργοῖς, οἳτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τούς καρπούς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν». Σκληρή η ανθρώπινη απάντηση. Με θάνατο κακό απαιτούν, να τους εξολοθρεύσει και τον αμπελώνα να αναθέσει σε άλλους γεωργούς, που θα δώσουν στον καιρό τους, τους καρπούς τους. Αλλά, αγαπητοί μου, ο Θεός δεν παύει να είναι πανάγαθος. Δεν έπαυσε ποτέ να ενδιαφέρεται και να μας αγαπά, όλους. Δίνει όμως την ευκαιρία και «ἂλλοις γεωργοῖς». Η εντολή Του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἒθνη», περιλαμβάνει τους άλλους γεωργούς, και τους Έλληνες της εποχής εκείνης, και μαζί τους και όλους τους ειδωλολάτρες, δίνοντας σε όλους μας, την πρωτόγνωρη ευκαιρία να δεχτούμε το Ευαγγέλιο της απολύτρωσης, της σωτηρίας και μάλιστα στη γλώσσα μας. Ωστόσο πάντοτε περιμένει και προσφέρει χρόνο, για να μας δει να τηρούμε τις εντολές Του. Νέες ευκαιρίες, ξεπροβάλλουν μπροστά μας καθημερινά, αρκεί να έχουμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας. Ζητά να αποδείξουμε ότι είμαστε οι ευσυνείδητοι γεωργοί του αμπελώνα. Να γίνουμε οι γεωργοί που θα καλλιεργήσουμε την ψυχή μας σύμφωνα με τις οδηγίες του Κυρίου. Γεωργοί, που μαζί με όλους τους άλλους γεωργούς, τους πιστούς ακόλουθους της χριστιανικής πίστης με συνέπεια, θα υπηρετούμε τις εντολές Του, μέσα στον αμπελώνα Του.
Κάποιοι στους αιώνες αποδοκίμασαν τον Κύριο, έχασαν την ευκαιρία της σωτηρίας. Άλλοι όμως δέχονται κάτοικο μόνιμο της ψυχής τους, ρυθμιστή της ζωής τους, και ακολουθούν τον Κύριο. Έμεινε και αναπτύχτηκε η Εκκλησία του Χριστού, με ακρογωνιαίο αγκωνάρι, τον Κύριο, που κάποιοι αποδοκίμασαν.
Στήριγμά μας, ο Κύριος. Και θέλει να μας σκεπάσει ενωμένους όλους στο όνομα Του, στην Εκκλησία Του. Εύχεται και προσεύχεται και στον Πατέρα Του, «ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί». Να είμαστε όλοι ενωμένοι, αγαπητοί μου, συμμετέχοντας στη θεία κοινωνία. Ενωμένοι μεταξύ μας, εργάτες πιστοί του αμπελώνα του Κυρίου, όπως είναι ενωμένοι, ο Θεός Πατέρας και ο Γιος Του, ο Χριστός. Γένοιτο.
Δ.Γ.Σ
2.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή αναφέρεται στο αμπέλι και δεν είναι τυχαίο, αφού, παρόλο που είναι η πρώτη Κυριακή του μηνός Σεπτεμβρίου, του πρώτου μήνα του Εκκλησιαστικού έτους και τελείωσε πια ο Αύγουστος, όμως ακόμη διαρκεί ο τρύγος και η ενασχόληση με τους αμπελώνες. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Χριστού και υπαινίσσεται με αυτό τον τρόπο την Εκκλησία. Σε άλλο σημείο της Καινής Διαθήκης ο Χριστός παρομοίωσε την ενότητα των Αποστόλων μαζί του και κατ επέκτασιν την ενότητα όλων των πιστών με τον Χριστό, όπως την κληματαριά με τα κλήματα της, λέγοντας: «ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὕμεῖς τά κλήματα», εγώ είμαι το αμπέλι κι εσείς είστε τα κλήματα αυτού του αμπελιού. Έτσι είναι και η ενότητα της Εκκλησίας.
Ο Χριστός χρησιμοποίησε την εικόνα της αμπέλου, και όχι άλλου δέντρου ή φυτού, διότι προετοιμάζει έτσι τους πιστούς να κατανοήσουν ότι το προϊόν της αμπέλου, ο οίνος, θα δοθεί στο Μυστικό Δείπνο για να είναι το ίδιο το αίμα του με το οποίο θα ενώνονται οι πιστοί στους αιώνες με τον Ίδιο και μεταξύ τους. Έτσι θα καθίστανται σύναιμοι, θα ενώνονται στο τίμιο και πανακήρατο Αίμα Του. Η σημερινή παραβολή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προκατήχηση για τον Μυστικό Δείπνο. Αυτό συμβαίνει διότι ο Χριστός δεν θέλει να αιφνιδιάσει τους Μαθητές την ώρα του Μυστικού Δείπνου, όταν τους παραδίδει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, της Θείας Λειτουργίας, αλλά θέλει να τους έχει προετοιμασμένους να δεχθούν και να κατανοήσουν την σπουδαιότητα του οίνου της Θείας Ευχαριστίας, αλλά και το μεγαλείο της ενότητας την οποία προσφέρει ο Χριστός με το ίδιο Του το αίμα, τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας. Το ίδιο συμβαίνει και στον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων, όπου και αυτό το θαύμα έχει μυσταγωγική προοπτική, αφού θέλει να προετοιμάσει τους Αποστόλους να μυηθούν στον άγιο Άρτο, στο Σώμα του Χριστού.
Το τίμιο Αίμα του Χριστού δεν είναι μια απλή αιμοδοσία, όπως αυτή που μπορεί να λαμβάνει χώρα σε ιατρικούς χώρους. Το Αίμα του Χριστού προκύπτει μέσα από το μαρτύριο του Σταυρού. Γι αυτό και επάνω από κάθε Αγία Τράπεζα υπάρχει ο Τίμιος Σταυρός του Χριστού και επάνω του καρφωμένος ο «Ηλοτορίτης» Χριστός, όπως πολύ σοφά, με ποιητική και λογοτεχνική ευχέρεια αναφέρει στην ομηρική απόδοση του αναστασίμου Ευαγγελίου ο Νάξιος άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο «Ηλοτιρίτης», δηλαδή ο τρυπημένος από τους ήλους, δηλαδή τα καρφιά, Χριστός, ευρίσκεται εσταυρωμένος επάνω στο Σταυρό, επάνω από την κάθε Αγία Τράπεζα, ακριβώς για να δηλωθεί η βεβαία ορθόδοξη Πίστη ότι, το προϊόν της Αγίας Τραπέζης, ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας, το τίμιο και ζωοποιό αίμα του Χριστού είναι το ίδιο, είναι αυτό το τίμιο Αίμα το οποίο έρευσε από τον Εσταυρωμένο Χριστό. Αυτό ακριβώς υποστηρίζει ο Συμεών Θεσσαλονίκης λέγοντας: «Διό καί ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου αὐτοῦ ἐξ ἀνατολῶν τό εὐλογημένον ὄργανον τῆς θυσίας ὁ θεῖος ἵσταται σταυρός».
Ο Χριστός στο σημερινό Ευαγγέλιο προφητεύει το εκούσιο πάθος του, προλέγει την σταύρωσή του η οποία θα είναι το γεγονός της αναθέσεως της Αμπέλου, δηλαδή της Εκκλησίας, σε ανθρώπους που πιστεύουν στον Χριστό και δίνουν την ζωντανή μαρτυρία της Πίστεως, ακόμη και με το ίδιο τους το αίμα. Ο Οικοδεσπότης της παραβολής, ο Θεός, φτιάχνει τον αμπελώνα του, δηλαδή την Εκκλησία και την εμπιστεύεται σε ανθρώπους. Όμως εκείνοι οι άνθρωποι δεν στάθηκαν αντάξιοι της εμπιστοσύνης Του, αφού, τους δούλους τους οποίους έστειλε ο Θεός, τους Προφήτες δηλαδή και τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, άλλους έδειραν, άλλους φόνευσαν, άλλους πετροβόλησαν. Και αφού αυτό συνέβη ξανά, τότε στέλνει τον ίδιο τον Υιό, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό τον οποίο τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα και τον σκότωσαν, τον σταύρωσαν.
Έτσι ο Χριστός χαρακτηρίζεται ως ο «ακρογωνιαίος λίθος», μια φράση όπου τη σημερινή εποχή του σκυροδέματος, των τσιμεντένιων κτηρίων και των τσιμεντουπόλεων μας είναι άγνωστη. Τι είναι όμως ο ακρογωνιαίος λίθος; Είναι ο λίθος, η πέτρα που τοποθετείται στα πετρόκτιστα κτήρια, στην άκρη, στη γωνία, και θάβεται μέσα στη γη, και αφανίζεται και δεν φαίνεται. Όμως αυτή η πέτρα τελικώς είναι η σημαντικότερη διότι εκείνη δέχεται όλο το βάρος του κτηρίου και κάνει σταθερό το οικοδόμημα. Έτσι χαρακτηρίζεται ο Χριστός, ως η πέτρα που την πέταξαν σε μια γωνιά, όμως είναι ο λίθος που συγκρατεί όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας. Ο Χριστός με την σταύρωσή του γίνεται ο λίθος που συγκρατεί την Εκκλησία.
Στη σημερινή παραβολή, η Εκκλησία χαρακτηρίζεται ως αμπελώνας που προσφέρει άφθονο το τίμιο και ζωοποιό Αίμα του Κυρίου και όπως κάθε αμπελώνας έχει το λινό του, δηλαδή το πατητήρι του, έτσι και το πατητήρι της Εκκλησίας, από το οποίο ρέει άφθονος ο οίνος, είναι η Αγία Τράπεζα, όπως υποστηρίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Ο Απόστολος Παύλος έχοντας προφανώς υπ όψιν του την εικόνα της αμπέλου για την ενότητα της Εκκλησίας, την ερμηνεύει λέγοντας ότι η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού και εμείς οι πιστοί είμαστε μέλη αυτού του Σώματος.
Η σημερινή παραβολή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η θεολογική διατύπωση της εκκλησιολογίας, της πίστεως δηλαδή για το τί είναι η Εκκλησία. Και τι είναι η Εκκλησία; Είναι η κληρονομιά την οποία μας έδωσε ο Θεός για να μετέχουμε στη Θεότητά Του μέσω της Θείας Κοινωνίας, του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Χριστού, και να είμαστε ενωμένοι οι άνθρωποι μεταξύ μας. Η Εκκλησία συνεπώς δεν είναι ένας παράλληλος ανθρώπινος φορέας και θεσμός με τους άλλους φορείς, αλλά είναι η κατεξοχήν αιτία της υπάρξεώς μας και ο λόγος για τον οποίο υπάρχουμε, ζούμε και δρούμε.
3.
Ἡ Παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21,33-42)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἀπὸ εὐχάριστα ἀναγνώσματα, εἶναι, νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τρομαχτικό: εἶναι ἡ ἱστορία τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος ποὺ γίνονται προδότες. Καὶ πράγματι τούτη ἡ παραβολὴ ἀντικατοπτρίζει ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀλλὰ στὸ πλαίσιο ὅλων τῶν κειμένων ποὺ προηγήθηκαν, μᾶς μιλάει ἐπίσης γιὰ τὴν τρομερὴ, μὲ ὅλη τὴ σημασία τοῦ ὅρου, ἀγνωμοσύνη τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς τὸν Θεό. Ἀπέναντι στὴν ἀγάπη Του, τὰ θαύματα Του, σὲ ὅλα ὅσα ἔκανε γιὰ ἐμᾶς, παραμένουμε ἀσυγκίνητοι καὶ ἐγωκεντρικοί· σκεφτόμαστε τὸν ἑαυτό μας, δὲν σκεφτόμαστε τὸν πλησίον μας, ἀκόμα λιγότερο σκεφτόμαστε τὸν Θεό· ἀχαριστία, ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό μας, ἐγωκεντρισμός, συγκέντρωση σὲ αὐτὸ ποὺ θέλουμε, ποὺ μᾶς γοητεύει, σ’ ὅ,τι μᾶς φαίνεται ἀπαραίτητο.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε ἕναν ὄμορφο, ὑπέροχο κόσμο, τὸν περιέβαλλε μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν πρόνοια Του, προετοίμασε τὰ πάντα ὥστε νὰ γίνουν τόπος τῆς Βασιλείας Του, τοῦ Βασιλείου τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, τῆς χαρᾶς. Ἀλλὰ γνωρίζουμε τὶ κάναμε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο· φτιάξαμε ἕναν κόσμο ὅπου οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται νὰ ζήσουν, ὅπου ὑπάρχει αἱματοχυσία, ὅπου διαπράττονται ἀπάνθρωπες, σκληρὲς πράξεις ὄχι μόνο σὲ σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἀλλὰ σὲ ἐπίπεδο οἰκογενειακό, ἐνοριακό, καὶ μεταξὺ τῶν πιὸ κοντινῶν φίλων.
Ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ὁ Κύριος ἔστελνε τοὺς ἀπεσταλμένους Του: πατριάρχες, προφῆτες, ἀγγέλους, κήρυκες, τὸν Πρόδρομο καὶ στὸ τέλος ἦλθε ὁ ἴδιος νὰ μᾶς θυμίσει ὅτι ὁ κόσμος πλάστηκε γιὰ τὴν ἀγάπη. Καὶ ὅπως στὴν παραβολὴ ὁδήγησαν τὸν υἱὸ ἕξω ἀπὸ τὸν ἀμπελώνα καὶ τὸν σκότωσαν, ἔτσι τὸ ἀνθρώπινο γένος φέρθηκε στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν μιλῶ γιὰ «ἀνθρωπότητα», δὲν ἀναφέρομαι στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ σ’ ἐμᾶς, ἐπειδὴ ὁ Κύριος μᾶς ἐμπιστεύτηκε τὴν ζωὴ γιὰ νὰ τὴν κάνουμε θρίαμβο τῆς ἀγάπης, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς ἁρμονίας, τῆς πίστης καὶ τῆς χαρᾶς, καὶ δὲν τὸ κάνουμε ἐπειδὴ σκεφτόμαστε τοὺς ἑαυτοὺς μας. Σὲ ἀνταπόδοση ὅσων ἔκανε γιὰ μᾶς, ποὺ μᾶς δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό Του, ποὺ μᾶς πρόσφερε ὅλη Του τὴν ἀγάπη καὶ στὸ τέλος τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του, μόλις καὶ μετὰ βίας προφέρουμε ἕνα «Εὐχαριστῶ» καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ξεχνᾶμε.
Στραφῆτε πίσω σὲ ὅ,τι ἀκούσατε στὴ διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, σὲ ὅ,τι εἴδατε τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης, σὲ ὅ,τι εἰπώθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους τὶς μετέπειτα ἑβδομάδες, τοὺς ἁγίους τῆς Ρωσίας, τοὺς ἁγίους αὐτῶν τῶν νησιῶν, ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀνθρωπιᾶς. Μελετῆστε τα ὅλα αὐτὰ καὶ ἀναρωτηθῆτε: «Εἶμαι ἐργάτης τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀπωθεῖ μακρυὰ τὸν Χριστὸ κάθε φορὰ ποὺ ἔρχεται στὴν ζωή μου; Δὲν Τοῦ λέω: Βγὲς ἀπὸ τὸν δρόμο μου, βγὲς ἀπὸ τὴν ζωή μου – θέλω νὰ εἶμαι ὁ Θεὸς, ὁ ἀφέντης, θέλω νὰ διαχειρίζομαι τὰ πάντα.» Ἔτσι μιλάει ὁ καθένας μας, ἴσως ὄχι μὲ τέτοια ἀγένεια, τόσο βλάσφημα, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα μας, μὲ κούφιες λέξεις.
Πρέπει νὰ συνέλθουμε. Ἔχω πεῖ τόσες φορὲς ὅτι σωζόμαστε ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός, ἀλλὰ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ἀλλὰ ὰπὸ τὴν ἀνταπόκριση μας σ’ αὐτὴν. Ἄν ἐπιθυμία μας εἶναι ἁπλῶς νὰ καρπωθοῦμε τοὺς καρποὺς τοῦ Σταυροῦ, τῆς σταύρωσης, τῶν ἡμερῶν τοῦ πάθους, καὶ νὰ μὴν ἐπιστρέψουμε κάτι στὸν Θεό, καὶ νὰ μὴν προσφέρουμε κάτι στὸν πλησίον μας γιὰ τὸν ὁποῖο πέθανε ὁ Θεός, παρὰ μόνο μιὰ στιγμιαία σκέψη, εἴμαστε ἐχθρικοὶ πρὸς κάθε τι ποὺ ἔκανε γιὰ μᾶς.
Ἄς πάρουμε θέση ἐνώπιον αὐτῆς τῆς προειδοποίησης, τῆς ὑπενθύμισης τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἄς σκεφτοῦμε: «ποῦ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη μου, εὐγνωμοσύνη ὄχι μόνο στὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν πράξη;» Ἄς κρίνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ ἄς ξεκινήσουμε μιὰ νέα ζωή. Εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ εἴμαστε ἡ χαρά Του, καὶ στήριγμα, σωτηρία καὶ χαρὰ πρὸς τὸν πλησίον μας. Ἄς ξεκινήσουμε σήμερα νὰ φέρουμε καρποὺς ἀπ’ ὅ,τι μόλις μάθαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα ὰπὸ τὴν ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Ἀμήν.
4.
Παραβολὴ ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος(Ματθ.21,33-46)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Εἰς τὴν προηγουμένην παραβολὴν τῶν δύο υἱῶν ὁ Κύριος ἐτόνισε τὴν ἀδιαφορίαν τῶν Ἰουδαϊκῶν ἀρχόντων διὰ τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ θείου θελήματος. Εἰς τὰς παραβολάς ὅμως ταύτας τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος καὶ τῶν κακῶν οἰκοδόμων ὁ Κύριος ζωγραφίζει τὰς μεγάλας εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ Ἰουδαϊκὸν ἔθνος, τὴν μεγάλην ἀχαριστίαν τούτου, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι χριστοκτονίας καὶ τὴν παραδειγματικὴν τιμωρίαν του ὡς καὶ τὴν κλῆσιν τῶν ἐθνῶν. Ἂς ἴδωμεν.
Πρῶτον. Αἱ θεῖαι εὐεργεσίαι. «Ἤρξατο δὲ πρὸς τὸν λαὸν λέγων τὴν παραβολὴν ταύτην. Ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα» καὶ πρὸς προφύλαξίν του ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ζῷα «φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε» κατεσκεύασε γύρω τοῖχον ἤ φράκτην. Πλὴν τοῦ φραγμοῦ τούτου «ὤρυξε ἐν αὐτῷ ληνὸν» ἔσκαψε καὶ ἄνοιξε ἐντός τῆς ἀμπέλου ληνὸν διὰ τὴν ἔκθλιψιν τῶν σταφυλῶν. Ἐπίσης πρὸς προφύλαξιν τοῦ ἀμπελῶνος «ᾠκοδόμηοε» ἔκτισε «πύργον» ὅθεν οἱ φύλακες τοῦ ἀμπελῶνος τούτου ἐφύλασσον τὸν ἀμπελῶνα. Τὸν ἀμπελῶνα τοῦτον «ἐξέδοτο γεωργοῖς» τὸν ἐνοικίασεν εἰς γεωργοὺς «καὶ ἀπεδήμηοε χρόνους ἱκανοὺς» καὶ ἀπεμακρύνθη διὰ πολὺ χρονικὸν διάστημα.
Ἐδῶ οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ Θεός. Ἀμπελών κατὰ τὸν Ἡσαΐαν 5, 1 εἶναι ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός. Φραγμὸς τοῦ ἀμπελῶνος εἶναι ὁ Ἑβραϊκὸς Νόμος, ὁ ὁποῖος προφυλάσσει τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τοὺς Ἐθνικοὺς εἰδωλολάτρας. Ληνὸς εἶναι τὸ θυσιαστήριον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐθυσιάζοντο οἱ καρποὶ τῆς ἀμπέλου τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, φόβος Θεοῦ, μετάνοια καὶ ἄλλαι ἀρεταί ὡς θυσία εὐώδης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πύργος δὲ ἦτο ὁ Ναὸς ὑψούμενος ὑπεράνω τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸν λόφον Μωριά. Γεωργοί, εἰς τοὺς ὁποίους ἐνοικίασε τὸ ἀμπέλι Του ὁ Θεὸς ἐπὶ ἀποδόσει λογαριασμοῦ, εἶναι οἱ ἄρχοντες τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ καλλιεργήσωσι τὸν λαὸν θρησκευτικῶς. Ἀποδημία τοῦ οἰκοδεσπότου εἶναι ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ νὰ καρποφορήσωσιν οἱ Ἰσραηλῖται, ὅταν ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸ πᾶν δὶ’ αὐτούς. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ μετὰ τὴν χορήγησιν τοῦ Νόμου διὰ τοῦ Μωϋσέως ἀφῆκε νὰ ἐπιδράσῃ ἡ δωρεὰ αὕτη εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἰδοὺ αἱ εὐεργεσίαι τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους.
Δεύτερον. Ἡ Ἰουδαϊκὴ ἀχαριστία. «Ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν» ὅταν ἐπλησίασεν ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς «ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν» ἵνα λάβωσι «τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες» συλλαβόντες «οἱ γεωργοί τούς δούλους αὐτοῦ, ὅν μὲν ἔδειραν» ἄλλον μὲν ἔδειραν «ὅν δὲ ἀπέκτειναν» ἄλλον ἐφόνευσαν «ὅν δὲ ἐλιθοβόλησαν» ἄλλον δὲ ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Ὁ οἰκοδεσπότης «καὶ πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων» περισσοτέρους τῶν πρώτων «καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως» ἔκαμον καὶ εἰς αὐτοὺς τὰ ἴδια. Ὁ Λουκᾶς λέγει : «Προσέθετο αὐτοῖς πέμψαι ἕτερον δοῦλον. Οἱ δὲ κἀκεῖνον δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες ἑξαπέστειλον κενόν. Καὶ προσέθετο πέμψαι τρίτον οἱ δὲ καὶ τοῦτον τραυματίσαντες ἐξέβαλον». Δάρσιμον, ὕβριν, ἐπιστροφὴν μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ τέλος τραυματισμόν, ἰδοὺ τί ἔδωκαν εἰς αὐτούς. Ἡ ἀποστολὴ τῶν δούλων πρὸς συγκομιδὴν τῶν καρπῶν εἶναι ἡ ἀποστολὴ τῶν προφητῶν, ἵνα συλλέξωσι συγκομιδὴν ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν ἀρετῶν. Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι ἄλλους μὲν προφήτας ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ, ἄλλους ἔδειραν, ἄλλους ἐφόνευσαν δὶ’ ἄλλου τρόπου.
Ὁ οἰκοδεσπότης «ὕστερον ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. Οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν» ἐρχόμενον «εἶπον ἐν ἑαυτοῖς» εἶπον μεταξὺ των : «Οὗτός ἐστιν» αὐτὸς εἶναι «ὁ κληρονόμος˙ δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν» ἐλᾶτε νὰ τὸν φονεύσωμεν «καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες αὐτὸν» συλλαβόντες αὐτὸν «ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν» ἐφόνευσαν αὐτόν. Ὁ υἱὸς οὗτος εἶναι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσαν «οἱ γεωργοὶ» οἱ Ἑβραῖοι ἀρχηγοί. Ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται κληρονόμος, διότι εἶναι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Κατάσχεσις τῆς κληρονομίας ὑπὸ τῶν γεωργῶν εἶναι ἡ ἄρνησις τῆς μεσσιανικότητος τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τῶν Ἑβραίων καὶ ἡ ἰδιοποίησις τῆς κυριότητος ἐπὶ τῶν τοῦ ναοῦ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων αὐτῶν. Ὁ φόνος ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος εἶναι ἡ σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ ἔξω τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἰδοὺ ἡ ἀχαριστία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους πρὸς τὸν Θεόν. Ἔρχεται καὶ ἡ τιμωρία.
Τρίτον. Ἡ Τιμωρία. Αὕτη εἶναι διπλῆ. Ἀπόρριψις Ἰουδαίων καὶ κλῆσις ἐθνῶν. Ἀπόρριψις Ἰουδαίων. Ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τοὺς ἀκροατάς. «Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις;» τί θὰ κάμῃ εἰς τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους; «λέγουσιν αὐτῷ˙ κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτοὺς» ἐπειδὴ ἦσαν κακοὶ διὰ σκληροῦ τρόπου θὰ καταστρέψῃ αὐτούς˙ «καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς» καὶ τὸ ἀμπέλι θὰ ἐνοικιάσῃ εἰς ἄλλους γεωργοὺς «οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν». Ἔλευσις τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ κατὰ τὸ 70 μ.Χ. καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐνοικίασις τοῦ ἀμπελῶνος εἰς ἄλλους γεωργοὺς εἶναι ἡ κλῆσις τῶν ἐθνῶν εἰς τὴν πίστιν. Ἀπόδοσις τῶν καρπῶν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν σημαίνει, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἐξ ἐθνῶν θὰ καρποφορήσωσι τὰς ἀρετάς. Ὁ Κύριος ἐγκρίνει τὴν γνώμην τῶν ἀκροατῶν Του καὶ λέγει: «Ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργούς τούτους» ναί, θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ τιμωρήσῃ τοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς «καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις» καὶ θὰ ἐνοικίασῃ τὸ ἀμπέλι του εἰς ἄλλους. Οἱ ἀκροαταὶ ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν τόνον τῆς φωνῆς Του ἀντελήφθησαν, ὅτι ὁμιλεῖ περὶ καταδίκης των καὶ εἶπαν «μὴ γένοιτο!»
Ὁ Κύριος «ἐμβλέψας αὐτοῖς» παρατηρήσας αὐτοὺς καὶ ἐπιβεβαιῶν τὴν καταδίκην, τὴν ὁποίαν δὲν ἐπεθύμουν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ κακοὶ γεωργοί, ἀναφέρει τὴν παραβολὴν τῶν κακῶν οἰκοδόμων, ὅπου ἀναφέρεται ἡ κλῆσις τῶν ἐθνῶν. «Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς» ψαλμ. ριζ «λίθον, ὅν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγεννήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας;». Κατὰ τὴν προφητείαν ταύτην οἱ οἰκοδόμοι μιᾶς οἰκίας, οἱ ἄρχοντες δηλαδὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἀπέρριψαν λίθον τινὰ ὡς ἄχρηστον, τὸν Ἰησοῦν. Ὁ λίθος, ὁ Χριστός, ὅμως οὗτος ἔγινε «κεφαλὴ γωνίας» θεμέλιος λίθος καὶ ἀγκωνάρι συνδέον δύο τοίχους ἤτοι Ἰσραηλίτας καὶ Ἐθνικοὺς εἰς ἕν οἰκοδόμημα, τὴν ἐκκλησίαν Του. «Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν;» Ἡ τοποθέτησις τοῦ λίθου τούτου τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλόπετρας, ἐπὶ τῆς ὁποίας ᾠκοδομήθη ἡ ἐκκλησία, ἦτο θέλημα Θεοῦ καὶ προὐξένησε ἡ ἵδρυσίς της τὸν θαυμασμὸν τοῦ κόσμου!
Συνδέων ὁ Κύριος τὰς δύο αὐτάς παραβολάς τῶν κακῶν γεωργῶν καὶ κακῶν οἰκοδόμων λέγει ῥητῶς : «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» θὰ ἀφαιρεθῇ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό σᾶς, θὰ παύσετε νὰ εἶσθε περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ σεῖς «καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς». Ἔθνος εἰς τὸ ὁποῖον θὰ δοθῇ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὰ Ἔθνη, οἱ εἰδωλολάτραι, οἱ ὁποῖοι θὰ πιστεύσουν καὶ θὰ γίνουν χριστιανοί. Τέλος ὁ Κύριος ἀναφερόμενος εἰς τὴν δύναμιν τοῦ ἀκρογωνιαίου λίθου τούτου, εἰς τὸν ἑαυτόν Του, λέγει: «πᾶς ὁ πεσών ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται». Έκεῖνος ὁ ὁποῖος θά θελήσῃ νά συγκρουσθῇ μετά τοῦ Ίησοῦ, θά συντριβῇ. «Ἐφ’ ὅν δ’ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν». Ἐκεῖνον ὅμως, ἐναντίον τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιτεθῇ ὁ Χριστὸς «λικμήσει αὐτόν», θὰ τὸν συντρίψῃ τόσον πολύ, ὥστε θὰ τὸν λιχνίσῃ εἰς τὸν ἄνεμον. Ὁ Χριστὸς ἀμυνόμενος, ὅταν πολεμῆται, ἐπιτιθέμενος, ὅταν πρόκειται νὰ τιμωρήσῃ, θὰ εἶναι πάντοτε θριαμβευτής!
Ἑπομένως ἡ καταστροφὴ τῆς Χριστοκτόνου Ἱερουσαλὴμ θὰ εἶναι τρομερά, διότι «λικμήσει» αὐτήν, θὰ τὴν λιχνίσῃ. « Ἀκούσαντες δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολὰς αὐτοῦ ἔγνωσαν» ἐνόησαν «ὅτι περὶ αὐτῶν λέγει. Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ» ἤθελον νὰ Τὸν συλλάβωσιν ἀμέσως, διότι τὸ μῖσος των ἐκορυφώθη, ἀλλὰ «ἐφοβήθησαν τοὺς ὄχλους, ἐπειδὴ ὡς προφήτην Αὐτὸν εἶχον. Καὶ ἀφέντες Αὐτὸν ἀπῆλθον». Ἰδοὺ ἡ προφητεία τῆς τιμωρίας.
Θέμα: Ἀδικία—Δικαιοσύνη.
Πολλάκις εὑρέθημεν εἰς τὴν θέσιν νὰ ἐξάρωμεν τὰ ἀθάνατα λόγια τοῦ Κυρίου. Ἐδῶ ὅμως τὰ λόγια Του εἶναι ὄχι μόνον θαυμαστά, ἀλλὰ καὶ τρομακτικά, διότι προφητεύουν τὴν τύχην τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἀδικοῦνται, διότι ἠδίκησαν. Τὴν τιμωρίαν ταύτην μαρτυρεῖ ἡ δισχιλιετὴς ἱστορία των.
Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ταύτην καὶ τὰ ἐκ ταύτης ὠφέλιμα.
Α. Ἡ δισχιλιετὴς τραγικὴ ἱστορία τῶν Ἰουδαίων. Ὅταν ὁ Κάϊν ἐφόνευσε τὸν Ἄβελ διαπράξας τὸν πρῶτον φόνον κατὰ τοῦ πρώτου κατὰ χρονολογικὴν σειρὰν δικαίου, τοῦ Ἄβελ, ὁ Θεὸς ἐτιμώρησε τὸν φονέα μὲ δύο πράγματα : νὰ ζήσῃ ἐπ’ ἀρκετὸν καιρὸν καὶ «στένων καὶ τρέμων» νὰ εἶναι ἐπὶ τῆς γῆς. Ἂν τὸ ἀποδώσωμεν εἰς τὴν σημερινήν μας γλῶσσαν, αὐτὸ σημαίνει «νὰ ζῇ καὶ νὰ τίζεται». Κἄτι παρόμοιον κατηράσθη ὁ Θεὸς καὶ τοὺς Ἰουδαίους, οἵτινες ἐφόνευσαν τὸν πρῶτον κατ’ἀξίαν Δίκαιον Ἰησοῦν, διότι ὁ μὲν Κύριος λέγει, ὅπως εἴδομεν, «κακοὺς κακῶς ἀπολέσῃ» τοὺς Χριστοκτόνους Ἑβραίους, καὶ «λικμήσει», θὰ λιχνίσῃ αὐτούς, εἰς ὅλον τὸν κόσμον θὰ διασπείρῃ, ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος προφητεύει τὴν ὕπαρξιν των μέχρις ὅτου ὡς ἔθνος, ὁμαδικῶς ἐπιστρέψουν εἰς Χριστὸν «καὶ πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται». Ρωμ. 11, 26. Ἡ Ἱστορία μαρτυρεῖ ταῦτα περιτράνως.
Καὶ 1) Ὅταν ὁ Χριστὸς ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τοῦ πάθους Του ἐκάθητο μετὰ τῶν μαθητῶν Του εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν καὶ εἶχεν ἔναντι τὸν λαμπρὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος, οἱ θαυμάζοντες μαθηταὶ λέγουσι τῷ Ἰησοῦ : «ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ οἰκοδομαί». Ὁ δὲ Κύριος ἀπαντᾷ.˙ «Οὐ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον». Ὅταν ὁ Πιλᾶτος ἔνιψε τὰ χέρια του ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ ἔλεγε «τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ’ ὑμᾶς», οἱ Ἰουδαῖοι ἐφώναζον: «Τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν». Μετὰ 40 περίπου χρόνια ἡ Ἱερουσαλὴμ ἐπολιορκεῖτο ὑπὸ τῶν Ρωμαίων. 1.200.000 ἦσαν οἱ ἐντός τῆς πόλεως. Πάντες οὗτοι πλὴν 100.000 περίπου οἱ ὁποῖοι ἐξηνδραποδίσθησαν, οἱ λοιποὶ ἀπέθανον ἐκ πείνης, μαχαίρας ἐχθρικῆς καὶ φιλίας. Μία μάλιστα Ἑβραία, Μαριὰμ ὀνόματι, κατὰ τὸν καιρὸν τῆς πολιορκίας λόγῳ πείνης ἔψησε τὸν ὑπομάστιον υἱόν της καὶ τὸ ἥμισυ προσφέρει εἰς τοὺς Ρωμαίους στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι εἰσέβαλον εἰς τὴν πόλιν, λέγουσα: «Μὴ γίνεσθε μαλθακώτεροι μητρός˙ δεῦτε ἀριστήσωμεν». Ὁ Κύριος δὲν εἶπε «οὐαὶ ταῖς θηλαζούσαις ταῖς ἡμέραις ἐκείναις»;
2) Μετὰ 300 περίπου χρόνια μ.Χ. ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰουλιανὸς ἠθέλησε νὰ διαψεύσῃ τὴν προφητείαν τοῦ Κυρίου περὶ καταστροφῆς τοῦ ναοῦ τῶν Ἑβραίων καὶ δημοσίᾳ δαπάνῃ ἐπιχειρεῖ ν’ ἀνοικοδόμησῃ τὸν Ναὸν τοῦτον. Ἀλλὰ διὰ νυκτὸς σεισμὸς γενόμενος «ἀνέβρασε τοὺς λίθους τῶν παλαιῶν θεμελίων του Ναοῦ καὶ πάντας διέσπειρε. Πῦρ δὲ ἐξ οὐρανοῦ κατασκῆψαν τὰ τῶν οἰκοδόμων ἐργαλεῖα διέφθειρε, πριόνας κ.λ.π.».
3) Μετὰ ταῦτα ὑφίστανται οἱ Ἑβραῖοι πολλοὺς διωγμούς. Κατὰ τὸν IB αἰώνα ἔγινε τόση σφαγὴ τῶν Ἑβραίων, ὥστε τὸ αἷμα των ἔρρευσεν ἀφθόνως ἀπὸ τῆς Ἱσπανίας μέχρι τῆς Γερμανίας. Τὰ βασανιστήριά των διαρκοῦν καὶ σήμερον. Τὸ Γκέττο τῆς Βαρσοβίας, ἔνθα εὑρίσκονται οἱ περισσότεροι Ἑβραῖοι, κατεστράφη ὑπὸ γερμανικῶν ἀεροπλάνων καθέτου ἐφορμήσεως Stukas. Ὅταν τὸ 1940 ἔγινεν ἡ προσάρτησις τῆς Αὐστρίας εἰς τὴν Γερμανίαν, οἱ ἐκεῖ Ἰουδαῖοι ἐξεδιώχθησαν, εἰσήχθησαν ἐντὸς πλοίου καὶ ἀφέθησαν εἰς τὸν ποταμὸν τὸν Δούναβιν νὰ φύγουν ἐκ τῆς Αὐστρίας. Ἔπλευσαν τὸν ποταμὸν καὶ φθάνουν εἰς τὸ Βιδίνιον, πόλιν κειμένην ἐν τοῖς παραμεθορίοις Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Σερβίας. Οἱ ἐν τῷ πλοίῳ Ἑβραῖοι ἀπετάθησαν εἰς ἕν ἕκαστον ἐξ αὐτῶν τῶν κρατῶν, ἵνα ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτοὺς καὶ ἐξέλθωσιν. Οὐδεμία χώρα ἐπέτρεψε, διότι ἐφοβοῦντο τὸν Χίτλερ. Ἠγκυροβόλησαν καὶ ἔμειναν ἐκεῖ ἐπ’ ἀρκετὸν χρόνον. Ἐθεώρησαν τὸ πλοῖον ὡς νησίδα !
Ἀλλὰ καὶ κἄτι τὸ ὁποῖον διαρκεῖ ἐπὶ αἰῶνας. Οἱ ἐν Ἱερουσαλὴμ Ἑβραῖοι μεταβαίνουσιν ἑκάστην Παρασκευὴν εἰς ἕν τῶν νομιζομένων ὑπολειμμάτων τειχῶν τοῦ Σολομῶντος καὶ κτυπῶντες τὰς κεφαλάς των μέχρι αἵματος λέγουν : «Καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ». Τὸ ἀξιοσημείωτον δὲ εἶναι κἄτι ἄλλο. Θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς Παλαιστίνην, νὰ ἱδρύσουν κράτος, ἔχουν τὴν μεγαλυτέραν οἰκονομικὴν ἰσχὺν τοῦ κόσμου, ὑπεστηρίχθησαν πρὸς τοῦτο ὑφ’ ὅλων, ἰδίως ὑπὸ τῆς Ἀγγλίας (καὶ ἡ Ἑλλὰς ὑπέγραψε) καὶ ὑπὸ τῆς κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν, ἀλλὰ δὲν δύνανται. Ἐκ τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον 15.000.000 Ἰουδαίων μόνον 200.000 κατώρθωσαν νὰ ἐγκατασταθοῦν, διότι 700.000 Ἄραβες ἀντέστησαν. Τὸ ἔθνος τοῦτο τῶν Ἑβραίων οὔτε ἀφομοιοῦται μετὰ τῶν ἄλλων Ἐθνῶν, οὔτε ἐξαφανίζεται, οὔτε κράτος δύναται νὰ ἱδρύσῃ, παρ’ ὅλον τὸν πόθον του καὶ τὴν οἰκονομικὴν ἀντοχὴν καὶ τὴν ὑποστήριξιν, τὴν ὁποίαν ἔλαβε. Τί σημαίνουν αὐτά; Κατάρα! Νὰ ζῇ καὶ νὰ τίζεται, διότι ἠδίκησεν. Ὥστε δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι καὶ σήμερον ἀδικεῖται, διότι ἠδίκησε !
Β. Πόσα διδάγματα: Ἀδικοῦμεν ; θὰ ἀδικηθῶμεν. Ὅταν ἁμαρτήσῃς καὶ τιμωρηθῇς δὶ’ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἠμάρτησες, ἐξοφλεῖς ἕνα χρέος σου. Ὁσονδήποτε βαρεῖα καὶ ἂν εἶναι ἡ τιμωρία διὰ τὴν ἁμαρτίαν σου ἐλαφρώνεται τὸ βάρος τῆς τιμωρίας, ὅταν συναισθάνεσαι, ὅτι δικαίως πάσχεις. Ἠμάρτησες σαρκικῶς, ἐπῆρες ἀρρώστεια καὶ ὑποφέρεις. Τὸ βάρος τῆς νόσου ἐλαφρώνεται μὲ τὴν συναίσθησιν, ὅτι πταίεις καὶ δικαίως πάσχεις. Ὅταν ὅμως ἀδικῆσαι, τιμωρῆσαι δηλαδὴ χωρὶς νὰ πταίῃς, ὅσον ἐλαχίστη καὶ ἂν εἶναι ἡ ἄδικος τιμωρία σου, γίνεσαι ἀνάστατος ἀπὸ τὸν πόνον τῆς ἀδικίας.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν θέλων νὰ τιμωρήσῃ μερικοὺς ἀνθρώπους πολύ, διότι ἠδίκησαν, δὲν τοὺς τιμωρεῖ ἐκεῖ ὅπου πταίουν καὶ ὅταν πταίουν, ἀλλὰ ἐκεῖ ὅπου δὲν πταίουν, διότι τότε θὰ πονέσουν. Τοῦτο δὲν εἶναι ἀδικία ἀλλὰ δικαιοσύνη, διότι ὁ ἀδικῶν θὰ τιμωρηθῇ δικαίως, ὅταν καὶ αὐτὸς ἀδικηθῇ. Τότε θὰ πονέσῃ, ὅσον ἐπόνεσε καὶ ὁ ἄλλος, τὸν ὁποῖον ἠδίκησε. Ἠδίκησας κἄποιον εἰς τὴν κρίσιν σου κατακρίνων καὶ συκοφαντῶν αὐτόν.Θὰ ἀδικηθῇς καὶ σὺ ἀπὸ κἄποιον ἄλλον ἀδικοσυκοφαντούμενος. Ἠδίκησας τὸ κορίτσι ἑνὸς ἄλλου καταστρέφων αὐτὸ σωματικῶς ἤ ἠθικῶς. Θὰ ἀδικηθῇς καὶ σὺ εὑρίσκων τὸ ἴδιον κακὸν εἰς τὸ σπίτι σου. Ἔκλεψες κάποιον. Κάποιος ἄλλος θὰ σὲ κλέψῃ. Πικρὸν εἶναι νὰ ἀδικῆταί τις. Πόσον δίκαιον ὅμως εἶναι τοῦτο, ὅταν ἀδικῆται, διότι ἠδίκησε!
Ἑπομένως ὅταν ἀδικούμεθα, καλὸν εἶναι νὰ σκεπτώμεθα, μήπως καὶ ἡμεῖς ἠδικήσαμεν. Ὅταν συλλάβωμεν τὸν ἑαυτὸν μας ἀδικήσαντα κἄποιον ἄλλον, ἂς σκεφθῶμεν, ὅτι ὅπως πονοῦμεν ἡμεῖς, ὅταν ἀδικούμεθα, ἔτσι ἐπόνεσε καὶ αὐτός, ὅταν ἀπὸ ἡμᾶς ἠδικήθη. Ἐπειδὴ ἐκάμαμε νὰ πονέσῃ αὐτός, πονοῦμεν καὶ ἡμεῖς. Ἔτσι μόνον θὰ ἀνακουφίσῃς τὸν πόνον σου, ὅταν ἀδικῆσαι, ἐὰν σκεφθῇς καὶ σὺ τὰς ἀδικίας σου. Ἐὰν ὅμως εὕρῃς ὅτι οὐδένα ἠδίκησες—πρᾶγμα σπανιώτατον—δέν πρέπει νὰ στενοχωρῆσαι, διότι ἀδικῆσαι, ἀλλὰ νὰ δοξάζῃς τὸν Θεόν, διότι «πάσχεις ἀδίκως». Ὅταν πρόκειται νὰ ἀδικήσῃς διὰ τῶν λόγων σου καὶ τῶν ἔργων σου τοὺς ἄλλους, σκέψου, ὅτι θὰ ἀδικηθῇς. Ὁ ἐνθουσιασμός σου τὸν ὁποῖον ἔχεις, ὅταν ἀδικῇς, θὰ μεταβληθῇ εἰς πίκραν σου, ὅταν θὰ ἀδικῆσαι. Ἂς προσέχωμεν νὰ μὴ ἀδικῶμεν, ἵνα μὴ ἀδικηθῶμεν!
5.
Η παραβολή των κακών γεωργών
- Ἄξιος νοικοκύρης, ἔργατικος καὶ δημιουργικὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς σημερινῆς παραβολῆς. Μὲ περισσὴ ἐπιμέλεια «ἔφυτευσεν ἀμπελώνα» καὶ ἔκανε ὅλες τὶς ἀπαραίτητες ἐγκαταστάσεις γιὰ μία καλὴ συγκομιδή. Ἔβαλε δηλαδὴ φράχτη γύρω – γύρω γιὰ νὰ ἀποτρέψει τὶς φθορὲς ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ζῶα. Ἔσκαψε πάνω σὲ βράχο κατάλληλο χῶρο γιὰ νὰ πατηθοῦν τὰ σταφύλια. Ἐπιπροσθέτως ἀνοικοδόμησε καὶ «πύργον», ἕνα κτίριο ψηλὸ καὶ ἀσφαλὲς γιὰ τοὺς ἐργάτες καὶ ἔτσι ἕτοιμο τὸ παρέδωσε τὸ ἄμπελι σὲ ὁρισμένους γεωργούς, ἐνῶ αὐτος ὁ ἴδιος ἔφυγε σὲ ἄλλη χώρα.
Ὅταν ἐπλησίασε «ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν», ἔστειλε ὁ νοικοκύρης ἐκεῖνος «τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργούς», μὲ σκοπὸ νὰ παραλάβουν τὴν συγκομιδή. Ἀλλὰ τότε συνέβη κάτι ἀπίστευτο. Οἱ γεωργοὶ ἔπιασαν τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ κυρίου τους καὶ «ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν». Τοὺς μεταχειρίσθηκαν μὲ ἀνήκουστη βαρβαρότητα καὶ κακία, μὴ θέλοντας νὰ παραδώσουν τοὺς καρπούς.
Ὁ νοικοκύρης ἀναγκάσθηκε νὰ στεὶλει πάλι «ἄλλους δούλους» καὶ μάλιστα περισσοτέρους, «πλείονας τῶν πρώτων». Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ ἀποτέλεσμα δὲν ἦταν καλλίτερο. Οἱ γεωργοὶ παράλογοι, ἄξεστοι καὶ ἀδίστακτοι ἔκαναν καὶ σ’ αὐτους τὰ ἴδια.
Μπροστὰ σὲ τέτοιο ἀδιέξοδο, ποὺ ἀντιμετώπιζε, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελῶνος ἔστειλε πιὰ τὸν γιό του. Σκέφθηκε: Θὰ αἰσθανθοῦν ἐντροπὴ τουλάχιστον μπροστὰ στὸ παιδί μου καὶ θὰ συνέλθουν οἱ γεωργοὶ αὐτοι. Καὶ ὅμως, κάθε ἄλλο. Οἱ γεωργοὶ τελείως ἐκτραχηλισμένοι πλέον εἶπαν: Αὐτος εἶναι ὁ κληρονόμος τοῦ πατέρα. Ἑπομένως «δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν», ὥστε νὰ γίνει ὁριστικὰ δικό μας τὸ ἀμπέλι. Καὶ χωρὶς κανένα δισταγμὸ «ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν».
Ἀπορεῖ ὁ καθένας μὲ τὴν νοοτροπία καὶ τὴν κακότητα τῶν γεωργῶν ἐκείνων. Ἀντὶ νὰ εὐγνωμονοῦν τὸν κύριό τους, ποὺ τοὺς εἶχε τιμήσει τόσο πολύ, ἀντὶ νὰ συνδεθοῦν στενό-τέρα μαζί του, αὐτοὶ ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα ἀπομακρύνθηκαν καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ ἐκεῖνον. Ἔγιναν ἐχθροί του! Ἔφθασαν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν γιὸ του τὸν πολυαγαπημένο.
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ μεγάλο ἁμάρτημα εἶχαν κάνει καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τοὺς ὁποίους ἄλλωστε ἔλεχθη ἡ παραβολή. Καλλιεργοῦσαν τὸ ἀμπέλι τοῦ Θεοῦ, τὴν Συναγωγὴ τοῦ περιουσίου λαοῦ Του. Μελετοῦσαν, ἀνέλυαν καὶ δίδασκαν τὸν θεῖο Νόμο, καθὼς καὶ τὶς προφητεῖες γιὰ τὸν Μεσσία. Διαρκῶς μὲ τὰ θεία ἀσχολούνταν. Ἀλλὰ τί παράδοξο! Ἀντὶ νὰ εὐαισθητοποιοῦνται στὴν ψυχή, ἀντὶ νὰ ὑποδεχθοῦν πρῶτοι αὐτοὶ τὸν ἀναμενόμενο Σωτήρα τοῦ κόσμου, αὐτοὶ ὅλο καὶ περισσότερο σκληρύνονταν, ἀντιδροῦσαν καὶ τελικῶς δὲν δίστασαν νὰ ἐγκληματήσουν! Ἀπὸ κακή τους γνώμη ναυάγησαν καὶ πνίγηκαν μέσα στὸ ἴδιο τὸ λιμάνι!
Τὸ πάθημά τους ἂς γὶνει προειδοποίηση γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς σήμερα, ποὺ μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ προσερχόμαστε τόσο συχνὰ στὸν Οἶκο Του, ν’ ἀκοῦμε πλούσιο τὸ κήρυγμα, νὰ πλησιάζουμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἂν δὲν προσέξουμε, μπορεῖ νὰ γίνουμε χειρότεροι κι ἀπ’ τοὺς ἀπίστους. Γι’ αὐτο ὅσο πιὸ πολύ μᾶς τιμᾶ ὁ Θεός, τόσο πιὸ ταπεινὰ κι ἔμφοβα πρέπει κι ἐμεῖς νὰ Τὸν ὑπακοῦμε. Ὅσο πιὸ πολύ μᾶς καταδέχεται Ἐκεῖνος καὶ μᾶς πλησιάζει, τόσο περισσότερο νὰ συντριβόμαστε ἐμεῖς, νὰ ἐξαγνίζουμε τὴν ψυχή μας, νὰ ἐπαγρυπνοῦμε καὶ νὰ ἐργαζόμαστε φιλότιμα τὸ ἅγιο θέλημά Του.
Ἰδιαίτερα εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ προσέξουν αὐτό οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί, οἱ θεολόγοι, ποὺ διαρκῶς ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ἱερά. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαγρυπνοῦν ἐπάνω στὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ φροντίζουν μ’ ἐπιμέλεια πολλὴ νὰ εἶναι πάντοτε στενώτατα συνδεδεμένοι μὲ τὸν Ἅγιο Θεό. Νὰ ἐνθυμοῦνται δὲ ὅτι θὰ κριθοῦν πολὺ αὐστηρά, ἐὰν ἀμελήσουν τὰ ἔργα, ποὺ τοὺς ἔχει ἀναθέσει, ἢ τυχὸν ὑπερηφανευθοῦν καὶ αὐθαδιάσουν πρὸς τὸν Κύριο τοῦ παντός. Αὐτὸ ἄλλωστε φαίνεται καθαρὰ καὶ στὴ συνέχεια.
- Μετὰ τὴν διήγηση τῆς παραβολῆς ὁ Κύριος ρώτησε τοὺς ἴδιους τοὺς ἀκροατὲς Του: Ὅταν λοιπὸν ἔρθει στὸ ἀμπέλι του «ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει», τί εἶναι δίκαιο καὶ πρέπον νὰ κάμει μὲ τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους;
«Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς», ἔδωσαν αὐθόρμητη ἀπάντηση ὅλοι. Πρέπει νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσει καὶ μάλιστα μὲ θάνατο πολὺ σκληρό, ἀντάξιο τῆς φρικτῆς κακίας τους. Κατόπιν δὲ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν ἀμπελώνα σ’ ἄλλους γεωργούς, οἱ ὁποῖοι «ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν». Κάθε φορὰ ποὺ θά ‘ρχεται ἡ ἐποχὴ τῆς καρποφορίας, θὰ τοῦ δίνουν τὸν καρπὸ ποὺ τοῦ ἀνήκει.
Ἔ, λοιπόν, συνεπέρανε ὁ Κύριος, αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ συμβεῖ καὶ μέ σᾶς. Καὶ ἀπορῶ πῶς δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεσθε. Δὲν διαβάσατε στὰ ἱερά βιβλία τὸν προφητικὸ λόγο; «λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας». Αὐτη ἡ πέτρα ποὺ περιφρόνησαν καὶ πέταξαν μακριὰ σὰν ἀκατάλληλη καὶ ἄχρηστη οἱ κτίστες, αὐτὴ ἔγινε τὸ θεμέλιο καὶ τὸ βασικὸ ἀγκωνάρι πάνω στὸ ὁποῖο στηρίχθηκε ἡ οἰκία. «Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη», εἶναι ἔργο τοῦ Ἴδιου τοῦ Δικαίου Θεοῦ αὐτό. «Καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν». Καὶ μένουν ἔκπληκτα τὰ μάτια τῶν πιστῶν, ποὺ διαπιστώνουν τὴν συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἐπέμβαση τοῦ Παντοδυνάμου καὶ Δικαίου Θεοῦ.
Ποιὰ ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῶν γεγονότων καὶ μὲ πόση ἀκρίβεια ἐκπληρώθηκαν τὰ λόγια αὐτά, σήμερα ὅλοι τὸ γνωρίζουμε.
Ὁ Κύριος ἀποδοκιμάσθηκε καὶ ἀποκηρύχθηκε ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τῆς ἐποχῆς Του ἔξω ἀπὸ τὸν «ἀμπελώνα» Του, τὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ. Δέχθηκε τὸν σταυρικὸ θάνατο, θάνατο ἐπονείδιστο καὶ φρικτό. Κι ὅμως Αὐτὸς ἐνίκησε, Αὐτὸς ἐπεκράτησε, Αὐτὸς θεμελίωσε τὸν νέο κόσμο, τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, τῆς λυτρώσεως, τοῦ ἁγιασμοῦ. Αὖτος συνεκέντρωσε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀσφάλισε στὴν Ἐκκλησία Του. Αὐτὸς λαμβάνει τώρα τοὺς καρποὺς καὶ δοξάζεται ἀπὸ ὅλους.
Τί καὶ ἂν ὕπαρχουν ὤρισμενοι θεληματικὰ τυφλοί, διεστραμμένοι στὴν ψυχὴ καὶ φανατικοὶ ἐχθροί Του; Τί καὶ ἂν προσπαθοῦν πάλι νὰ Τὸν «ἀποδοκιμάσουν», νὰ Τὸν δυσφημήσουν καὶ νὰ Τὸν συκοφαντήσουν; Τί καὶ ἂν θέλουν νὰ Τὸν ἐξορίσουν ἀπὸ κάθε τομέα τῆς ζωῆς καὶ νὰ καθιερώσουν οἰκογένειες χωρὶς Χριστό, Σχολεῖα χωρὶς Χριστό, κοινωνία χωρὶς Χριστό; Ματαιοπονοῦν!
Τελικὰ ὁ Χριστὸς θὰ ἐπικρατήσει. Ἡ Ἐκκλησία Του θὰ γίνεται τὸ καταφύγιο καὶ ἡ μόνη σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη καὶ τῶν ἴδιων τῶν σημερινῶν πολεμίων Του. Καὶ θὰ σώζονται οἱ καλοδιάθετες ψυχές. Θὰ τὸν πιστεύουν καὶ θὰ προσκυνοῦν μὲ θαυμασμὸ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
6.
Το ανάθεμα στη ζωή της εκκλησίας
Πολλοί άνθρωποι, αγαπητοί μου αδελφοί, μεγαλωμένοι με προκαταλήψεις εναντίον της Εκκλησίας, θεωρούν ότι η Εκκλησία θέλει να έχει εξουσία επάνω στους ανθρώπους τέτοια που να ελέγχει τη ζωή τους. Όταν μάλιστα η τελευταία είναι παραδομένη στην αμαρτία και στις διάφορες μορφές της, ασχέτως της βαρύτητας των ηθικών και πνευματικών παραπτωμάτων, τότε οι άνθρωποι πιστεύουν πως η Εκκλησία τους έχει απορρίψει, τους έχει αφορίσει, τους έχει απομακρύνει από τη ζωή τους.
Από την μία δεν αισθάνονται «ούτε άξιοι ούτε ικανοί» να συμμετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας και από την άλλη αναπτύσσουν μία τάση να θεωρούν αυτή τη ζωή ως κάτι που μπορεί να μην απορρίπτουν, ωστόσο νιώθουν ότι δεν είναι γι’ αυτούς. Υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι προτιμούν να ζούνε στο σκοτάδι, αισθανόμενοι ότι έχουν ό,τι τους δίδει χαρά και απόλαυση, έστω και πρόσκαιρα, οικειοποιούμενοι τα αγαθά του κόσμου και του πολιτισμού, αποκλείοντας τον εαυτό τους από την ελπίδα της πίστης και βάζοντας τη ζωή τους στην πορεία του ορθολογισμού και της παρούσας πραγματικότητας.
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, μας θέτει μία κύρια προϋπόθεση με βάση την οποία ο άνθρωπος, ο οποίος δεν είναι αιρετικός, γιατί τότε δεν έχει την ίδια πίστη με την Εκκλησία,χωρίζεται από το σώμα του Χριστού. Αυτή δεν είναι η αμαρτία, ούτε τα πάθη, ούτε καν η κακία. «Ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα» (Α’ Κορ. 16, 22). «Αν κάποιος δεν αγαπά τον Κύριο Ιησού Χριστό, ας είναι χωρισμένος από το σώμα της Εκκλησίας». Η αγάπη προς το Χριστό είναι η μόνη προϋπόθεση για να είναι ο άνθρωπος ενταγμένος στην Εκκλησία. Και αγαπώ το Χριστό σημαίνει ότι προσπαθώ να τηρήσω τις εντολές Του και να είμαι μαθητής Του. Και δύο είναι οι εντολές πάνω στις οποίες στηρίζονται και ο νόμος και οι προφήτες: η αγάπη προς το Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον, ακόμη κι αν αυτός είναι εχθρός μας.
Για να γίνει πράξη η αγάπη προς το Χριστό προϋποτίθεται ότι η ανθρώπινη ύπαρξη έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι εικόνα Του. Και η πίστη στην εικόνα του Θεού συνεπάγεται την αναγνώριση εκ μέρους του ανθρώπου των ιδιωμάτων που ο Θεός προσέφερε στον καθέναν μας, δηλαδή την δυνατότητα να αγαπάμε και να είμαστε ελεύθεροι, αλλά και να χρησιμοποιούμε δημιουργικά κάθε χάρισμα, κάθε άλλη ιδιότητα στην κατεύθυνση της αγάπης και της ελευθερίας. Και επειδή ένας τέτοιος δρόμος φαντάζει πολύ δύσκολος, καθώς ο άνθρωπος έχει αφήσει το «κατ’ εικόνα» να αμαυρώνεται από την ροπή του εγωκεντρισμού και της φιληδονίας, η επάνοδος στην δίψα για σχέση με το Θεό αποτελεί απόφαση ζωής για τον άνθρωπο. Διότι του αλλάζει τη ζωή και τον κάνει να βλέπει τον κόσμο με άλλα μάτια.
Ακόμη όμως και αν ο άνθρωπος νικιέται από την αμαρτία, δεν χωρίζεται από το
σώμα του Χριστού. Εξακολουθεί να ισχύει η προϋπόθεση της αγάπης προς το Χριστό ως κριτήριο. Ο διάβολος σκοτίζει τον νου και την ψυχή, ώστε να πιστεύει ο άνθρωπος ότι η μετοχή του στην Εκκλησία εξαρτάται από την ηθική του καθαρότητα. Και μεταφέρει το κριτήριο αυτό και στον τρόπο που βλέπει τους άλλους. Τους απορρίπτει, θεωρεί ότι δεν έχουν σχέση με το Θεό και θέση στην Εκκλησία, διότι δεν είναι αναμάρτητοι. Έτσι δικαιώνει τον εαυτό του και τον καθιστά τιμητή των πάντων, ελεγκτή των προθέσεων και της καρδιάς των άλλων. Και επειδή οι άνθρωποι έχουμε την τάση να γενικεύουμε, την λογική του τιμητή την ταυτίζουμε με τη στάση ζωής της Εκκλησίας.
Αντί λοιπόν να βλέπουμε το καίριο στη ζωή της Εκκλησίας που είναι η αγάπη και η σχέση με το Χριστό, κοιτούμε την αξιοσύνη ή την αναξιότητά μας. «Ουδείς άξιος», αναφέρει η Εκκλησία στην λειτουργική της προσευχή. Γιατί η αξιοσύνη δεν αποδίδεται σ’ αυτόν που είναι πιο καλός ή λιγότερο αμαρτωλός σε σχέση με τους άλλους, αλλά σ’ εκείνον που μπορεί να συγκρίνει τον εαυτό του σε σχέση με το Θεό και να θεωρήσει ότι έχει αγγίξει την τελειότητα. Και επειδή κάτι τέτοιο είναι από μόνο του βλασφημία, αντί να έχουμε την ταπείνωση ως κριτήριο της σχέσης μας με το Θεό και τους άλλους,αυτοδικαιωνόμαστε και αφορίζουμε. Έτσι, χτίζεται σταδιακά, ενίοτε και αμετάκλητα, μία νοοτροπία τόσο στους εντός του σώματος, όσο και στους εκτός του σώματος, ότι ο Χριστός αφορίζει και απορρίπτει.
Ο Παύλος δεν δικαιώνει την αμαρτία, ούτε αμνηστεύει την αμαρτωλή ζωή. Δείχνει όμως το κριτήριο.Κι αυτό καλούμαστε, στη δύσκολη πραγματικότητα την οποία βιώνουμε, να το σπουδάσουμε. Δεν είναι η ζωή της Εκκλησίας απλώς μία ηθική διδασκαλία ή ένας κοινωνικός ακτιβισμός, που μετριέται αποτελεσματικά και ποσοτικά. Είναι μία συνεχής υπόμνηση της ανάγκης να αγαπάμε το Χριστό και να έχουμε κοινωνία με το Σώμα Του, δηλαδή τον άνθρωπο. Κι αυτό ξεκινά από την λειτουργική ζωή,από την ενορία, που αποτελεί την κατεξοχήν έκφραση του σώματος του Χριστού. Συνεχίζεται στηνπροσευχή για όλο τον κόσμο. Εκδηλώνεται στην αγάπη, την συγχωρητικότητα, το μοίρασμα. Και τροφοδοτείται μέσα από την ασκητική προσπάθεια του καθενός, την υπαρξιακή του κίνηση να χωριστεί από την αμαρτία και να οικειοποιηθεί Αυτόν που αγαπά.
Ο δρόμος αυτός γεννά μία άλλη αντίληψη για την κοινωνική ζωή και τον κόσμο. Γεννά έναν άλλο πολιτισμό, αυτόν της αγιότητας, αυτόν που βιώνει το «Μαράν αθά», το ότι ο Κύριος έρχεται (Α’ Κορ. 16, 22).
Και αυτός ο πολιτισμός μπορεί να μη φαίνεται, να μην κάνει θόρυβο, να κρύβεται από τα φώτα του κόσμου τούτου, αλλά μυστικά κατεργάζεται σε προσωπικό, αλλά και σε κοινοτικό επίπεδο την μεταμόρφωση. Και αυτός ο δρόμος δεν αφορίζει, δεν ξεχωρίζει κανέναν. Εκείνος που δεν αγαπά το Χριστό, αποκόπτει τον εαυτό του από Εκείνον και το Σώμα Του. Μόνο που όσο εύκολα αποκόπτεται κάποιος, τόσο πιο δύσκολα επανέρχεται. Γιατί ο ίδιος δεν συνειδητοποιεί το κριτήριο. Είναι όμως στο χέρι του η επανένταξη. Κι εδώ λειτουργεί η αγάπη του Θεού, η οποία θα θεραπεύσει την πληγή και θα επανεντάξει τον κεχωρισμένο. Και είναι ευθύνη της Εκκλησίας να λειτουργήσει ως χώρος επανένταξης των ανθρώπων που θα διψάσουν για το Θεό και θα μετανοήσουν για τον χωρισμό και όχι ως χώρος διαφύλαξης της καθαρότητας. Αμήν!
Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
7.
Ἐγρήγορση καὶ σταθερότητα στὴν πίστη
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
«Ἀδελφοί, Ἀγρυπνεῖτε! Μένετε στέρεοι στὴν πίστη! Νὰ εἶστε γενναῖοι καὶ δυνατοί! Ὅλες τὶς πράξεις σας νὰ τὶς ἐμπνέει ἡ ἀγάπη. Ἔχω νὰ σᾶς ζητήσω κάτι, ἀδερφοί: Γνωρίζετε τὴν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ, ποὺ τὰ μέλη της ὑπῆρξαν ὁ πρῶτος καρπὸς τοῦ κηρύγματος στὴν Ἀχαΐα, κι ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτό τους στὴν ὑπηρεσία τῶν πιστῶν. Γι’ αὐτὸ κι ἐσεῖς πρέπει νὰ ἀκοῦτε τέτοιους ἀνθρώπους καθὼς καὶ ὅποιον ἐργάζεται καὶ κοπιάζει μαζί τους. Εἶμαι πολὺ χαρούμενος ἀπὸ τὴν παρουσία κοντά μου τοῦ Στεφανᾶ, τοῦ Φουρτουνάτου καὶ τοῦ Ἀχαϊκοῦ, γιατί αὐτοὶ ἀναπλήρωσαν τὸ κενό τῆς ἀπουσίας σας. Μοῦ ξεκούρασαν τὴν ψυχή, ὅπως καὶ τὴ δική σας. Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους ὀφείλετε ἀναγνώριση.
Σᾶς στέλνουν χαιρετισμοὺς οἱ ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας. Πολλοὺς χριστιανικοὺς χαιρετισμοὺς σᾶς στέλνουν ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησία ποὺ συναθροίζεται σπίτι τους. Σᾶς στέλνουν χαιρετισμοὺς ὅλοι οἱ ἀδερφοί. Χαιρετῆστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀδερφικὸ φίλημα.
Ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς γράφεται ἀπὸ μένα τὸν Παῦλο μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι. Ὅποιος δὲν ἀγαπάει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἂς εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας. Μαρὰνα θὰ –ὁ Κύριος ἔρχεται! Ἡ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ νὰ εἶναι μαζί σας. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς ἑνώνει, ἡ ἀγάπη μου εἶναι μαζὶ μὲ ὅλους σας. Ἀμὴν» (A΄ Κορ.16,13-24).
Η Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου, γραμμένη ἀπὸ τὴν Ἔφεσσο τῆς Μ. Ἀσίας τὸ ἔτος 55 μ.Χ., περιέχει ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ θεμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι κυρίως ἀπαντήσεις τοῦ Ἀποστόλου σὲ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ ἔθεταν οἱ χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου. Ἐὰν ἀκόμη καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἐρωτήματα τῶν χριστιανῶν ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν καθημερινὴ πράξη, πολὺ περισσότερα, ὅπως εἶναι φυσικό, ἦταν τὰ ἐρωτήματα στὰ πρῶτα βήματα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν τὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου δὲν ὑφίστανται σήμερα, διότι ἀφενὸς μὲν οἱ ἱστορικὲς καὶ πολιτιστικὲς συνθῆκες εἶναι διαφορετικές, ἀφετέρου δὲ ἡ χριστιανικὴ πίστη ἔχει διατυπωθεῖ μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ διευκρινισθεῖ μὲ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὡστόσο οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Παύλου ἔχουν διαχρονικὴ σημασία, γιατί εἶναι ἐμπνευσμένες ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελοῦν μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ διαβάζουμε εἴτε στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας εἴτε κατ’ ἰδίαν. Ἡ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στὴ σημερινὴ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς, στὸν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἀπευθύνει προτροπὲς πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, χρήσιμες ἐπίσης καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς. Ἂς δοῦμε ἀναλυτικότερα αὐτὲς τὶς προτροπές.
1. «Ἀδελφοί, Ἀγρυπνεῖτε!». Ἡ ἐπαγρύπνηση καὶ ἐγρήγορση, ποὺ κυριαρχοῦν στὴ διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλεῖ τόσο ὁ Παῦλος ὅσο καὶ οἱ ἄλλοι συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀποτελοῦν βασικὸ γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ ποὺ δὲν ἐπαναπαύεται σὲ ὅ,τι ἔχει ἐπιτύχει μέχρι σήμερα, ἀλλ’ ἀγρυπνεῖ συνεχῶς, ὥστε νὰ μὴν αἰφνιδιασθεῖ ἀπὸ τὶς ἀντίξοες περιστάσεις τῆς ζωῆς καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν βιολογικὸ τερματισμό της. Ἡ ἐγρήγορση ἀποτελεῖ κεντρικὸ θέμα σὲ παραβολὲς τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως π.χ. αὐτῆς τῶν δέκα παρθένων, πέντε ἐκ τῶν ὁποίων χαρακτηρίζονται ὡς «φρόνιμοι», διότι γρηγοροῦσαν καὶ φρόντιζαν, ἐν ἀναμονῇ τοῦ νυμφίου, νὰ ἔχουν λάδι στὰ φανάρια τους, ἐνῶ οἱ ἄλλες πέντε χαρακτηρίζονται ὡς «μωραί», διότι δὲν φρόντισαν νὰ ἔχουν τὶς ἀπαραίτητες προμήθειες καὶ αἰφνιδιάστηκαν ἀπὸ τὴν ξαφνικὴ ἔλευση τοῦ νυμφίου «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτὸς» (Ματθ. 25,1-10. Οἱ εἰκόνες εἶναι παρμένες ἀπὸ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου τῆς ἐποχῆς). Ἡ προτροπὴ γιὰ ἐγρήγορση κυριαρχεῖ καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες διδασκαλίες τοῦ Ἰησοῦ, καθὼς καὶ σὲ ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.
2. «Μένετε στέρεοι στὴν πίστη! Γενναῖοι καὶ δυνατοί!». Ἡ σταθερότητα στὴν πίστη εἶναι ἀπαραίτητη, ὥστε νὰ μὴν κλυδωνίζεται ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἄνεμο κάποιας αἱρετικῆς διδασκαλίας ἢ ἀπὸ ἀναπάντεχα γεγονότα τῆς ζωῆς του. Ἡ νηπιακὴ κατάσταση καὶ ἡ σχετικὴ νοοτροπία δικαιολογοῦνται στὰ πρῶτα βήματα τῆς βιολογικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Φυσιολογικὰ ὅμως ἀκολουθεῖ ἡ ὡρίμανση καὶ ἐνδυνάμωσή της. Ἡ ἀνοδικὴ πορεία εἶναι τὸ ζητούμενο στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ, ἐνῶ ἡ στασιμότητα σημαίνει ἀπουσία ζωῆς καὶ παράδοση στὶς δυνάμεις τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
3. «Ὅλες τὶς πράξεις σας νὰ τὶς ἐμπνέει ἡ ἀγάπη»- («Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω», στὸ κείμενο). Ἡ ἀγάπη, τὸν ὕμνο τῆς ὁποίας συνέθεσε ὁ Ἀπ. Παῦλος στὸ 13ο κεφ. τῆς ἐπιστολῆς, κυριαρχεῖ καὶ στὶς τελικὲς προτροπὲς τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς. Σὲ ὁλόκληρη τὴν περικοπὴ ποὺ σχολιάζουμε ἔμμεσα ἐξυπακούεται:
α) στὴ δράση τῶν Στεφανᾶ, Φορτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ποὺ διακονοῦν τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου (χωρὶς νὰ προσδιορίζεται τὸ περιεχόμενο τῆς διακονίας, διότι προφανῶς εἶναι γνωστὸ στοὺς ἀναγνῶστες τῆς ἐπιστολῆς) καὶ ποὺ ἀναπληρώνοντας ὅλους τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου πρόσφεραν κάποια (μὴ κατονομαζόμενη ἐπίσης) ὑπηρεσία στὸν Παῦλο ξεκουράζοντας ἔτσι τὴν ψυχὴ τοῦ ταλαιπωρημένου Ἀποστόλου ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τῶν Κορινθίων.
β) στὴν προτροπὴ γιὰ ἀναγνώριση τῶν ὑπηρεσιῶν τους ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου.
γ) στοὺς ἀσπασμοὺς τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἰδιαίτερα τοῦ ζεύγους Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλας γνωστοῦ στοὺς Κορινθίους καὶ τῆς ἐκκλησίας ποὺ συγκεντρώνεται στὴν οἰκία τους.
δ) στὴν ἀνταλλαγὴ ἀσπασμοῦ τῶν μελῶν τῆς κοινότητας «μὲ ἀδελφικὸ φίλημα», χωρὶς νὰ ἀποκλείει ἀπὸ τὸν ἀσπασμὸ αὐτὸ τὰ πρόσωπα ποὺ στὸ σῶμα τῆς ἐπιστολῆς (ἀνωνύμως) ἐπέκρινε γιὰ τὴ συμπεριφορά τους. καὶ τέλος
ε) στὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης του («στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ») πρὸς ὅλους, χωρὶς πάλι νὰ ἑξαιρεῖ ἢ καὶ νὰ ὑπαινίσσεται τοὺς παρεκτραπέντες τῆς κοινότητας.
Στέλνει ἐπίσης ἀσπασμοὺς γραμμένους μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Παῦλος ὑπαγόρευε συνήθως τὶς ἐπιστολές του σὲ κάποιον συνεργάτη του, ἴσως γιατί ὁ ἴδιος καταπονημένος ἀπὸ τὶς πολλὲς ταλαιπωρίες, γιὰ τὶς ὁποῖες κάνει λόγο σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς καθὼς καὶ τῆς δεύτερης ἐπιστολῆς του πρὸς τοὺς Κορινθίους (βλ. Α΄ Κορ. 4, 9-13. Βλ.καὶ Β΄ Κορ. 11, 23-33), ἀδυνατοῦσε νὰ γράψει ἰδιοχείρως ἐπὶ τοῦ παπύρου. Στὸ τέλος πρόσθετε συνήθως ἰδιόχειρο χαιρετισμό.
Πέραν τῆς ἀγάπης τοῦ ἰδίου πρὸς ὅλους τοὺς παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ ἀπευθύνεται στὸν ἴδιο τὸν Κύριο, φτάνει μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ σημειώσει ὅτι «Ὅποιος δὲν ἀγαπάει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἂς εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας».
Λίγο πρὶν τελειώσει ἡ ἑνότητα τοῦ ἀναγνώσματος καὶ ὅλη ἡ ἐπιστολὴ θυμίζει ὁ Παῦλος τὴ βασικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται, ποὺ διασώζεται στὴν ἀρχική της ἀραμαϊκὴ μορφή: «Μαράνα θά», ποὺ εἶναι ὁμολογία πίστεως: Ὁ Κύριος ἔρχεται, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ καὶ ὡς προσευχή, ὅπως στὸν τελικὸ στίχο τῆς Ἀποκαλύψεως « Ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. 22,20).