1.
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Μετὰ τοὺς λόγους περὶ ἀδελφικῆς συνεξηγήσεως καὶ τὴν διακοπὴν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ποσάκις πρέπει νὰ συγχωρῶμεν τὸν ἀδελφόν μας καὶ τὴν ἀπάντησιν, ὅτι πρέπει νὰ συγχωρῶμεν 7X70 ἤτοι πάντοτε, ἀναφέρει ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν τοῦ ἀσπλάγχνου δούλου, ἵνα δείξῃ, διατὶ πρέπει νὰ συγχωρῶμεν πάντοτε. Μετὰ τὴν ἀριθμητικὴν συγγνώμην (7X70) ἀκολουθεῖ ἡ δραματικὴ συγγνώμη καὶ λέγει.
«Διά τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέληοε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ». Ἐν τῇ βασιλείᾳ δηλαδὴ τῶν Οὐρανῶν συμβαίνει, ὅ,τι καὶ ἔν τινι βασιλεῖ, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ λογαριασθῇ μὲ τοὺς δούλους του, τοὺς αὐλικούς του, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχε δώσει ἐντολὴν διαχειρίσεως βασιλικοῦ χρήματος καὶ ἑπομένως ἦσαν εἰς αὐτὸν χρεωφειλέται. «Ἀρξαμένου αὐτοῦ συναίρειν, προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων». Ὅταν δηλαδὴ ἤρχισε νὰ λογαριάζεται, ὡδηγήθη πρὸς αὐτὸν εἷς δοῦλος αὐλικός, ὁ ὁποῖος ὤφειλεν εἰς αὐτὸν μύρια τάλαντα ἤτοι 10.000 τάλαντα, ἕκαστον τῶν ὁποίων εἶχεν ἀξίαν 6.000 δηναρίων, 6.000 προπολεμικῶν δραχμῶν, ποσὸν δηλαδὴ ἀνεξόφλητον ὑπὸ τοῦ δούλου. Τὸ ποσὸν τοῦτο μόνον ὑπὸ αὐλικοῦ ὑπουργοῦ πρὸς βασιλέα ὀφειλόμενον δύναται νὰ εἶναι ἐξ εἰσπράξεων μὴ καταβληθεισῶν.
«Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ Κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἀποδοθῆναι». Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν εἶχεν ὁ δοῦλος οὗτος νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος αὐτό, διότι τὸ κατεχράσθη, διετάχθη νὰ πωληθῇ ἡ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιὰ του κατὰ τὸν νόμον (1) καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶχε, ἵνα ἐξοικονομηθῇ μέρος τοῦ ὀφειλομένου τούτου ποσοῦ. Τότε ὁ δοῦλος «πεσών προσεκύνει αὐτῷ λέγων μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ πάντα ἀποδώσω σοι». Ἰδοὺ ὁ σκοπὸς τῆς προτάσεως τοῦ βασιλέως. Ἦτο νὰ παρακίνησῃ τὸν δοῦλον εἰς ἱκεσίαν. Ὁ δοῦλος ζητεῖ ἀναβολὴν πληρωμῆς τοῦ χρέους, διότι τοῦτο μόνον ἠδύνατο νὰ ἐπιτύχῃ. Ὁ Βασιλεὺς ἰδὼν ὄχι τὴν δυνατότητα τῆς καταβολῆς τοῦ χρέους, ἀλλὰ τὴν ἀναγνώρισιν καὶ προθυμίαν τῆς ἐπιστροφῆς τούτου, ἀμείβει βασιλικῶς ταύτην ὡς ἑξῆς: «Σπλαγχνισθείς δὲ ὁ Κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ», χαρίζει τὸ ὀφειλόμενον χρέος ὁ βασιλεὺς καὶ ἀφίνει ἐλεύθερον τὸν χρεωφειλέτην του.
Ὁ τέως χρεωφειλέτης καὶ νῦν ἐλεύθερος παντὸς χρέους δοῦλος «ἐξελθών» ἐκ τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου «εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ» ὁ ὁποῖος ὤφειλεν εἰς αὐτὸν «ἑκατὸν δηνάρια καὶ κρατήσας αὐτὸν» ἀπὸ τὸν λαιμὸν «ἔπνιγε λέγων ἀπόδος εἴ τι ὀφείλεις» δός μου ὅ,τι μοῦ ὀφείλεις. Τὰ ἑκατὸν δηνάρια ἦσαν ἑκατὸν περίπου προπολεμικαί δραχμαί, ποσὸν δηλαδὴ ἀσήμαντον ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ μύρια τάλαντα, τὰς 60.000 δραχμάς, τὰς ὁποίας ὤφειλεν αὐτὸς εἰς τὸν Κύριόν του. «Πεσών οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ» εἰς τὰ γόνατα «παρεκάλει αὐτὸν λέγων. Μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι» φανοῦ μακρόθυμος καὶ θὰ σοῦ δώσω ὅ,τι σοῦ ὀφείλω. Ὁ δοῦλος ὅμως ἐκεῖνος «οὐκ ἤθελεν ἀλλὰ ἀπελθών ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακήν, ἕως ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον». Ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ τὰ ἑξῆς ὡραῖα διὰ τὸν ἄσπλαγχνον αὐτὸν δοῦλον καὶ λέγει: «οὔτε τὸ σχῆμα τῆς ἱκεσίας ᾐδέσθη, δὶ’ οὗ καὶ οὗτος ἠλεήθη, οὔτε τὸν λόγον ἔλαβεν ὑπ’ ὄψιν, δὶ’ οὗ καὶ αὐτὸς ἐσώθη οὔτε τῆς ἰδίας ἀνεμνήσθη συμφορᾶς ἀπὸ τῆς ὁμοίας, ἀλλὰ ἔμεινε θηρίου ὠμότερος». Ὁ ἄσπλαγχνος δηλαδὴ αὐτὸς δοῦλος δὲν ἐντράπηκε τὸν τρόπον τῆς παρακλήσεως καὶ τὰ λόγια τοῦ συνδούλου του, τὰ ὁποῖα καὶ αὐτὸς ἐχρησιμοποίησεν εἰς τὸν Κύριόν του καὶ ἔλαβεν ἄφεσιν τοῦ χρέους του. Ὁ ἄσπλαγχνος οὗτος δοῦλος δὲν ἐθυμήθηκε τὴν συμφορὰν του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου του βλέπων τὴν συμφορὰν τοῦ συνδούλου του. Διά τοῦτο ἐφάνη σκληρότερος καὶ ἀπὸ τὸ θηρίον.
Ὁ Κύριος συνεχίζει τὴν παραβολήν: «Ἰδόντες οὖν οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα». Σύνδουλοι ἐνταῦθα εἶναι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶδον τὴν διαγωγὴν τούτου. Οὗτοι ἰδόντες τὴν ἀνάρμοστον διαγωγὴν τοῦ δούλου τούτου ἀνέφερον λεπτομερῶς ταύτην εἰς τὸν βασιλέα. «Τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ Κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ˙ δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι» ὅλον τὸ χρέος σοῦ τὸ ἐχάρισα «ἐπεί παρεκάλεσάς με» διότι μόνον μὲ παρεκάλεσας. «Οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλὸν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα;»
Δὲν ἔπρεπε νὰ εὐσπλαγχνισθῇς καὶ σὺ τὸν σύνδουλόν σου, ἀφοῦ καὶ ἐγὼ σὲ εὐσπλαγχνίσθηκα; Ὀνομάζει πονηρὸν τὸν δοῦλον ὄχι ὅταν ὤφειλε τὰ μύρια τάλαντα, ἀλλὰ ὅταν δὲν συνεχώρει τὰ 100 δηνάρια! Ὁ δοῦλος σιωπᾷ, διότι αἰσθάνεται τὴν ἐνοχήν του. Δὲν ὑπόσχεται ὅμως τὴν διόρθωσιν. Διά τοῦτο «ὀργισθείς ὁ Κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς, ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ». Ἐπειδὴ ὅμως τὸ χρέος του εἶναι μέγα καὶ ἀνεξόφλητον, ἡ τιμωρία του θὰ εἶναι παντοτεινή. Βασανισταί, εἰς τοὺς ὁποίους παρεδόθη, εἶναι οἱ δήμιοι.
Ὁ Κύριος θέτει τὴν σφραγῖδα τῆς παραβολῆς λέγων. «Οὕτω καὶ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν». Κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ὁ Θεὸς θὰ φανῇ ἄσπλαγχνος εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν συνεχώρησαν τοὺς συνανθρώπους των ἐκ βάθους καρδίας. Ἡ ἐντολὴ αὕτη εἶναι μόνον χριστιανική. Πρὸ Χριστοῦ ὑπῆρξαν σοφοὶ μεγαλόκαρδοι, οἱ ὁποῖοι συνεχώρησαν τοὺς νικημένους ἐχθροὺς των, ἀλλὰ τὴν κατ’ ἐπανάληψιν καὶ ἄνευ ὅρων συγγνώμην τῶν ἐχθρῶν οὐδεὶς ἐσκέφθη πλὴν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Λουκᾶς προσθέτει τὸ ἑξῆς. «Προσέχετε ἑαυτοῖς» προσέξατε. «Ἐὰν δὲ ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου» ἐὰν πταίσῃ ὁ ἀδελφός σου εἰς σὲ «ἐπιτίμησον αὐτῷ» ἐπιπληξον αὐτὸν «καὶ ἐὰν μετανοήσῃ, ἄφες αὐτῷ» συγχώρησον αὐτόν. «Καὶ ἐὰν ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἁμάρτῃ εἰς σὲ καὶ ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἐπιστρέψῃ πρὸς σὲ λέγων, μετανοῶ, ἀφήσεις αὐτῷ» πρέπει νὰ τὸν συγχωρήσῃς. Λουκ. 17, 3—4.
Ὁ Ματθαῖος δηλαδὴ μὲ τὴν παραβολὴν ἔχει ὑπ’ ὄψιν του, ὅτι πρέπει νὰ συγχωρῶμεν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν μετανοοῦν, ὁ δὲ Λουκᾶς ἀναφέρεται εἰς τὴν μετάνοιαν τοῦ κατ’ ἐπανάληψιν ἁμαρτάνοντος ἀδελφοῦ.
Ἐδῶ βασιλεὺς εἶναι ὁ Θεός, ὀφειλέται οἱ ἄνθρωποι, ὀφειλὴ ἡ ἁμαρτία. Τὰ 10.000 τάλαντα εἶναι αἱ πολλαὶ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεόν. 100 δηνάρια εἶναι τὰ σφάλματα τοῦ πλησίον μας. Φυλακὴ δὲ ὅπου ἐρρίφθη ὁ δοῦλος οὗτος, εἶναι ἡ κόλασις, βασανισταὶ οἱ δαίμονες.
Θέμα: Ἡ Συγγνώμη
Ἡ κεντρικὴ ἰδέα τῆς παραβολῆς εἶναι ἡ ἄρνησις τῆς συγγνώμης τοῦ δούλου ὑπὸ τοῦ συγχωρηθέντος συνδούλου καὶ ἡ τιμωρία ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀσπλάγχνου τούτου δούλου. Ἐπὶ τῆς ἀρνήσεως ταύτης ῥητῆς καὶ καμουφλαρισμένης παρ’ἡμῖν καὶ τῶν συνεπειῶν ταύτης θὰ ἀσχοληθῶμεν εἰς τὸ παρὸν θέμα.
1) Ῥητὴ ἄρνησις συγγνώμης. Δὲν τὸν συγχωρῶ, λέγουσί τινες, διότι μὲ εἶπε ψεύτην ἤ μοῦ εἶπε ψέμματα Ἀπαντῶ. Σὺ δὲν εἶπες ποτὲ τὸν ἄλλον ψεύτην; Ὄχι; Ἔστω! Δὲν εἶπες ποτέ σου ψέμματα; Κἄποτε. Ἀφοῦ εἶπες καὶ σὺ ψέμματα, διατὶ δὲν συγχωρεῖς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος σοῦ εἶπε ψέμματα; Δὲν τὸν συγχωρῶ, διότι μὲ εἶπε πονηρὸν ἤ μοῦ ἐφέρθηκε πονηρῶς, λέγει ἄλλος. Σὺ δὲν εἶπες ποτὲ τὸν ἄλλον πονηρόν; Ἀδύνατον! Ὄχι; Ἔστω! Πόσες ὅμως φορὲς δὲν ἔβαλες πονηρίες διὰ τὸν ἄλλον, τὰς ὁποίας μάλιστα ὀνομάζεις ἐξυπνάδες σου; Ἐὰν δὲν συγχωρήσῃς σὺ αὐτόν, οὔτε αὐτὸς σέ, τί κοινωνίαν θὰ ἔχωμεν; Ζούγκλαν! Δὲν τὸν συγχωρῶ, λέγει τρίτος, διότι μὲ ἐκουτσομπόλευε. Σὺ κανέναν δὲν ἔχεις κουτσομπολεύσει; Ὄχι; Λέγεις ψέμματα. Εἰς τὸ ἁμάρτημα αὐτὸ ὅλοι πίπτομεν.
Ἄλλος λέγει. Δὲν τὸν συγχωρῶ, διότι μοῦ ἐσκότωσε τὸ παιδί μου, τὸν πατέρα, τὸν ἀδελφόν. Βαθὺς εἶναι ὁ πόνος σου, μεγάλο τὸ φαρμάκι σου. Πρέπει νὰ σοῦ δοθῇ δραστικὸν φάρμακον. Τοιοῦτον δὲν θὰ εἶναι σκέψις ἀνθρωπίνη. Εἶναι ἡ θεία ἀπόφασις. Ἄκουσέ την. Ὁ Θεὸς ὁ γνωρίζων, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δύσκολα συγχωροῦν, προβάλλει πρὸς θεραπείαν τῆς κακίας ταύτης τὴν στέρησιν τῆς ἰδικῆς Του συγγνώμης. Ἂν δὲν συγχωρήσῃς—ἕνα καὶ ἕνα κάμνει δύο—δέν θὰ συγχωρηθῇς. Τοῦτο φαίνεται ἐκ τῆς σημερινῆς παραβολῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἦρε τὴν συγγνώμην τοῦ δούλου, διότι δὲν συνεχώρησε οὗτος τὸν σύνδουλόν του. Τὸ λέγει ὅμως καὶ ῥητῶς: «Ἐὰν μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν». Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας μεγάλος ἔμπορος πολυτίμων εἰδῶν. Τὴν χάριν Του τὴν δίδει δωρεάν, τὴν ἀμοιβὴν τῆς ἐλεημοσύνης σου διὰ χρημάτων σου, τὴν συγγνώμην ὅμως τῶν ἁμαρτιῶν μας δὲν τὴν δίδει οὔτε δωρεὰν οὔτε διὰ χρημάτων, ἀλλὰ Κλῆριγκ ἤτοι πρᾶγμα μὲ πρᾶγμα. Ὄχι μὲ ἄλλο πρᾶγμα, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο πρᾶγμα, συγγνώμην ἀντὶ συγγνώμης, θὰ συγχωρηθῇς, ἂν συγχωρήσῃς. Τόσον εἶναι πολύτιμον τὸ πολύτιμον τοῦτο εἶδος, ὥστε ὁ Θεὸς μόνον ἐπ’ ἀνταλλαγῇ τὸ δίδει. Εἶναι δὲ τόσον φθηνόν, ὥστε, ὅταν συγχωρήσῃς ἕνα κακόν, θὰ σοῦ συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς ἑκατόν!
Τόσον ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ τὴν συγγνώμην, ὥστε ἐνῷ διὰ σὲ ὁ σκοτωμὸς τοῦ υἱοῦ σου εἶναι αἰτία ἀδιαλλάκτου μίσους, ὁ θάνατος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι αἰτία συμφιλιώσεως Οὐρανοῦ καὶ γῆς! Πρὶν σκοτωθῇ ὁ υἱός σου, ἦσο ἀγαπημένος μὲ τὸν ἐχθρόν σου. Ὁ φόνος σᾶς διῄρεσε. Πρὶν σταυρωθῇ ὅμως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἴμεθα ἐχθροί τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του συνεφιλιώθημεν. Ὁ Θεὸς συγχωρεῖ οὐχὶ ἀδαπὰνως, ἀλλὰ δαπάνῃ τοῦ Υἱοῦ Του. Ὦ βάθος σοφίας καὶ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ!
Ἀρκετοὶ τῶν πιστῶν συνειδητῶς ἤ ἀσυνειδήτως καμπτόμενοι ὑπὸ τὸ βάρος τῶν σκέψεων τούτων δὲν ἀρνοῦνται τὴν συγγνώμην ῥητῶς, ἀλλὰ ἔχουν καμουφλαρισμένην συγγνώμην.
2)Καμουφλαρισμένη συγγνώμη: Τὸν συγχωρῶ, λέγει Χριστιανὸς τις, τὸν ἐχθρόν μου. Κακὸ δὲν θὰ τοῦ κάμω. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τὸ εὕρῃ, αὐτὸ πού μοῦ ἔκανε. Ἀπαντῶ: Αὐτὸ δὲν εἶναι συγγνώμη, ἀλλὰ ἀδυναμία νὰ τοῦ κάμῃς κακό. Ἂν μποροῦσες, θὰ τὸν ἔπνιγες σὲ μία σταλιὰ νερό. Αὐτὸ λέγεται ὑποκρισία! Ἴσως μοῦ εἴπης. Δύναμαι νὰ τοῦ κάμω κακό, ἀλλὰ δὲν θέλω. Ἐὰν συμβαίνῃ, ὥστε νὰ δύνασαι, ἀλλὰ νὰ μὴ θέλῃς νὰ τοῦ κάμῃς κακό, δὲν τὸν συγχωρεῖς ὅμως, εἶναι ἀτέλεια, διότι δὲν τὸν συγχωρεῖς ἀπὸ καρδίας, ὅπως διατάσσει ὁ Κύριος. Ἑπομένως ἤ δύνασαι, ἀλλὰ δὲν θέλεις, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀτέλεια ἤ θέλεις, ἀλλὰ δὲν δύνασαι, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀδυναμία. Καὶ εἰς τὰ δύο δὲν συγχωρεῖς ἀπὸ καρδίας.
Τὸν συγχωρῶ, λέγει ἄλλος, τὸν ἐχθρόν μου, δὲν θέλω νὰ πάθῃ κακό. Ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ τὸν ἴδω στὰ μάτια μου. Αὐτὸ δὲν λέγεται συγγνώμη. Συγγνώμη σημαίνει νὰ ἔχῃς τὴν δύναμιν ὄχι μόνον νὰ τὸν ἴδῃς μὲ τὰ μάτια σου, ἀλλὰ νὰ τὸν κυττάξῃς καὶ εἰς τὰ μάτια του. Εἶναι δηλαδὴ παρατηρημένον, ὅτι ὅταν δύο ἐχθροὶ συναντηθῶσιν, οἱ ὁποῖοι δὲν συνεχωρήθησαν ἀπὸ καρδίας κυττάζονται εἰς τὰ πόδια, εἰς τὸ στῆθος, εἰς τὴν πλάτην, φθάνει τὸ βλέμμα μέχρι τῆς σιαγῶνος, κατόπιν πηδᾷ εἰς τὸ καπέλλο, τὰ μάτια δὲν τὰ βλέπουν. Δεῖγμα συγγνώμης εἶναι, ἂν ἔχῃς τὴν δύναμιν νὰ τὸν κυττάξῃς εἰς τὰ μάτια! Τὸν συγχωρῶ, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τοῦ ὁμιλήσω. Ἡ καλημέρα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν τὴν εἴπῃς, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κοινωνήσῃς. Σχέσεις δὲν νομίζω, ὅτι εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ ἔχῃς. Ὁ χαιρετισμὸς ὅμως εἶναι τοῦ Θεοῦ.
3) Ποῖον τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μὴ συγγνώμης; Θὰ ὑποφέρῃς. Θὰ ἀκούῃς τὸ ὄνομά του καὶ θὰ αἰσθάνεσαι βελόνια εἰς τὴν ψυχήν σου. Θὰ τὸν συναντᾷς καθ’ ὁδὸν καὶ ἀπὸ τὸ κακό σου θὰ πιάνεται ἡ ἀναπνοή σου, θὰ τρέμουν τὰ πόδια σου. Συναντῶν αὐτὸν θὰ ἀναγκασθῇς νὰ στρίψῃς ἀπὸ ἄλλο στενὸ ἤ ἂν δὲν ὑπάρχῃ σταυροδρόμι θὰ διασταυρωθοῦν τὰ βλέμματά σας. Ὁποία ἀγωνία κατὰ τὴν ὥραν αὐτήν! Καὶ ταῦτα ἐδῶ. Ἐκεῖ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν; Ὅπως ἀποστρέφεις τὸ βλέμμα σου ἀπὸ αὐτόν, ἔτσι θὰ ἀποστρέψῃ καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ σέ. Μαντεύω ἀπορίαν τινά: Λογικὰ εἶναι αὐτά, ἀλλὰ δύσκολα καὶ βαρειά! Δύσκολα; Ἀφοῦ δύσκολη εἶναι ἡ συμφιλίωσις, νὰ προσέχωμεν νὰ μὴ τὰ χαλᾶμε Εἶναι βαρειά; «Βαρὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος» ἔλεγον οἱ 40 μάρτυρες. Πῶς θέλεις νὰ ἴδῃς τὸν Θεὸν χωρὶς νὰ ἀτενίσῃς τὸν ἀδελφόν σου; Πόσοι ἄνθρωποι καὶ πόσα ἔθνη ἦσαν εἰς τὰ μαχαίρια ὄχι μὲ ἕνα φόνον, ἀλλὰ μὲ ποταμοὺς αἱμάτων καὶ διὰ συμφεροντολογικοὺς σκοποὺς τὰ ἔφτιασαν; Ἑπομένως δὲν εἶναι καὶ τόσον δύσκολος ἡ συμφιλίωσις, ἂν σκεφθῶμεν, ὅτι γίνεται πρὸς συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Ἴσως εἴπῃ τις, ὅτι ὁ χρόνος θὰ θεραπεύσῃ τὴν ἔχθραν μου. Ἀπαντῶ: Εἶναι τιμητικὸν διὰ σὲ τὸν χριστιανὸν νὰ ἀφίνῃς τὰ πράγματα εἰς τὸν χρόνον καὶ οὐχὶ εἰς τὴν θείαν χάριν; Ἐκεῖνο πού θὰ φέρῃ ὁ χρόνος, διατὶ νὰ μὴ τὸ προλάβῃ ἡ θεία χάρις;
Διδακτικώτατον παράδειγμα, τὸ ὁποῖον δεικνύει τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δὲν συγχωρεῖ, εἶναι τὸ γνωστὸν τραγικὸν γεγονὸς κατὰ τοὺς πρώτους Χριστιανικοὺς χρόνους τῶν δύο Χριστιανῶν φίλων Σαπρικίου καὶ Νικηφόρου, τὸ ὁποῖον εἴδομεν καὶ ἐν τρίτῳ τόμῳ σελίδι 67. Τοῦτο ἔχει ὡς ἑξῆς: Ὁ Χριστιανὸς Σαπρίκιος συνεδέετο φιλικώτατα μετὰ ἄλλου τινὸς κληρικοῦ ὀνομαζόμενου Νικηφόρου. Ἡ φιλία των ὅμως ἔπειτα ἀπὸ ἔτη ἔσπασε. Κηρύσσεται ὁ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Βαλεριανοῦ. Ὁ Σαπρίκιος συλλαμβάνεται καὶ ὁδηγεῖται εἰς φρικτὰ μαρτύρια. Ὁ Νικηφόρος σπεύδει, γονατίζει ἐνώπιόν του, καὶ ζητεῖ συμφιλίωσιν μαζί του. Ὁ Σαπρίκιος ἀρνεῖται. Ὁδηγεῖται εἰς τὸ μαρτύριον ὁ Σαπρίκιος καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀρνῆται τὴν συμφιλίωσιν μετὰ τοῦ Νικηφόρου. Ὅταν ἦτο ἕτοιμος ὁ δήμιος νὰ καταφέρῃ τὴν μάχαιραν, ὁ Σαπρίκιος δειλιάζει καὶ ἀρνεῖται τὸν Χριστόν, ὑποσχόμενος νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Βλέπων ὁ Νικηφόρος τοῦτο σπεύδει ὁμολογῶν, ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ λαμβάνει οὗτος τὸν στέφανον τοῦ Μαρτυρίου. Ὁ Σαπρίκιος ἐκολάσθη, διότι ἔχασε τὴν χάριν, ἐπειδὴ δὲν συνεχώρησε τὸν πνευματικόν του ἀδελφὸν καὶ φίλον.
Ἂς μάθωμεν νὰ συγχωρῶμεν, ἵνα συγχωρηθῶμεν καὶ μὴ κατακριθῶμεν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ!
(1) Λευϊτ. 25,39.
2.
Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀγνώμονος δούλου (Ματθ.18,23-35)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Συχνὰ οἱ ἄνθρωποι ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὸ ἐρώτημα: πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ σωθεῖ; Καὶ βρίσκουμε σ’αὐτὸ τὸ ἐδάφιο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως σὲ μιὰ ὁλοκληρη σειρὰ ἀπὸ ἄλλα, μιὰ τόσο ἁπλὴ καὶ συγκεκριμένη ἀπάντηση. Ἡ σωτηρία σας βρίσκεται στὰ χέρια σας: συγχωρῆστε – καὶ θὰ συγχωρηθεῖτε. Καὶ τήν στιγμή ποὺ θὰ ἔχετε συγχωρηθεῖ, σημαίνει ὅτι ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀνοιχτὴ γιὰ σᾶς.
Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός μᾶς μιλάει γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ὄφειλε ἕνα τεράστιο χρηματικὸ ποσὸ στὸν κύριό του ἀλλὰ δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ τοῦ τὸ ξεπληρώσει κι ὁ κύριος τοῦ τά διέγραψε ὅλα γιατὶ τὸν λυπήθηκε. Φεύγοντας αὐτός ὁ ἄνθρωπος συνάντησε κάποιον ὁ ὁποῖος τοῦ χρωστοῦσε ἕνα μικρὸ χρηματικὸ ποσό, κι ἄρχισε νὰ ἀπαιτεῖ τὴν πληρωμή του χωρίς ἔλεος. Ἀκούγοντας αὐτὸ ὁ κύριός του, εἶπε: Ἐγώ σοῦ συγχώρησα ἕνα τεράστιο χρέος, πῶς μπορεῖς ἐσὺ νὰ μὴν συγχωρεῖς στὸν ὀφειλέτη σου αὐτὴ τὴν μικρὴ ὀφειλή; Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο περιμένουμε ὅτι μὲ μιὰ λέξη συγχώρησης ἀπ’ τὸν Θεό, οἱ πύλες τῆς αἰώνιας ζωῆς μποροῦν ν’ ἀνοίξουν γιά μᾶς, ἀλλά ἐμεῖς κλείνουμε αὐτὲς τὶς πόρτες – τὶς μικρὲς πόρτες αὐτῆς τῆς ἐφήμερης ζωῆς, σ’ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Σὲ τὶ μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε;
Τό Εὐαγγέλιο λέει σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο: μ’ ὅποιο μέτρο μετρᾶμε, μὲ τὸ ἴδιο μέτρο θά μετρηθοῦμε. Στοὺς Μακαρισμοὺς λέει: εὐλογημένοι εἶναι αὐτοί ποὺ συγχωροῦν, γιατί κι αὐτοί θά συγχωρηθοῦν, καί στήν Κυριακή προσευχή: συγχώρησε μας ὅπως συγχωροῦμε. Πόσο ἁπλὰ φαίνονται ὅλα, κι ὅμως πόσο δυσκολευόμαστε. Θὰ ἦταν ἁπλό ἄν οἱ καρδιές μας ἀνταποκρίνονταν στήν λύπη, στήν ἀνάγκη· εἶναι δύσκολο γιατὶ οἱ καρδιές μας μένουν σιωπηλές. Ἀλλὰ γιατὶ συμβαίνει αὐτό; Ἴσως νὰ μὴν ἦταν ἔτσι, ἐπειδὴ, ὅταν κάποιος φέρεται ἄσχημα, πάντα θεωροῦμε ὅτι εἶναι κακός ἄνθρωπος, χωρίς νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος θέλει τόσο πολύ νὰ εἶναι καλός, θέλει τόσο κάθε λέξη του, οἱ σκέψεις του κι ἡ καρδιά του νὰ εἶναι ἁγνὲς, οἱ πράξεις του νὰ ἔχουν ἀξία, ἀλλὰ ἁπλὰ δὲν ἔχει τὴν δύναμη, μπλέκεται ἀπὸ παλιές συνήθειες, ἀπὸ τὴν πίεση τοῦ περιβάλλοντός του, ἀπὸ μιὰ ψεύτικη ντροπή, κι ἀπὸ τόσα ἄλλα. Καὶ συνεχίζει νὰ φέρεται ἄσχημα· ἀλλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ξεμπερδέψουμε. Μποροῦμε νὰ τὸν κοιτάξουμε, ὅπως θὰ τὸν ἔβλεπε ὁ Θεός, μὲ συμπόνοια, ὅπως θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ δεῖ ἕναν ἄρρωστο ἄνθρωπο ποὺ πεθαίνει ἀπὸ κάποια ἀσθένεια ποὺ θὰ μπορούσε νὰ γιατρευτεῖ ἄν μοναχὰ τοῦ δίναμε τὴν κατάλληλη θεραπεία.
Καὶ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο. Κοιταξτε κάποιον, καί σπλαχνισθεῖτε τον ἐπειδὴ μὲ τὸν ἕνα ἤ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο εἶναι ἀδύναμος, ὀργισμένος, ἐκδικητικός, κακός. Σπλαχνισθεῖτε τον καί στρέψτε τήν φωτεινή πλευρά τῆς ψυχῆς σας πρὸς αὐτόν, πέστε του ὅτι οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια του δὲν σᾶς ἐξαπατοῦν, ὅσο κακός κι ἄν μπορεῖ νὰ δείχνει, γιατὶ ξέρετε ὅτι αὐτὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σπιλωμένη καὶ παραμορφωμένη, κι ὅμως ἐσεῖς στὸ πρόσωπο του προσκυνᾶτε τόν Θεό, καὶ τὸν ἀγαπᾶτε σὰν ἀδελφό σας. Κάνοντας αὐτὸ μπορεῖ νὰ σᾶς κοστίσει πάρα πολύ, ἀλλά, ἄν μπορούσατε νὰ τὸ κάνετε μία ἤ δύο φορὲς, τότε θὰ βλέπατε πῶς μπορεῖ ἕνα πρόσωπο ν’ ἀλλάξει ἐπειδὴ πιστέψατε σ’ αὐτό, ἐπειδὴ ἀποθέσατε τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτό, ἄραγε σὲ τὶ κόσμο θὰ ζούσαμε – σ’ ἕνα κόσμο ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης. Ἀλήθεια, πρέπει νά πληρώσουμε γι’ αὐτὸ μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς μας, μὲ δάκρυα συμπόνιας, μὲ τὴν ἀγωνία τῆς καρδιᾶς μας, ἀλλά τὶ χαρά θά ὑπάρχει ὄχι μόνον ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ στὸν οὐρανὸ, ὅταν θὰ δοῦν νὰ σώζεται ἕνας ἁμαρτωλός, ἀλλὰ καὶ στὶς καρδιές μας, ὅταν ξαφνικὰ δοῦμε, ὅτι σὲ ἀπάντηση τῆς συμπόνοιας καὶ τῆς ἀγάπης μας, ἕνα πρόσωπο γέμισε μὲ τὸ φῶς τῆς αἰώνιας ζωῆς! Ἀμήν.
3.
Ἡ εὐθύνη τῆς ἀγάπης
Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἀνομίας. Κοινό πίστευμα ὅλων εἶναι ὅτι ὑπάρχει προνομιακή μεταχείριση «κάποιων», ὅτι οἱ νόμοι ἐνῶ ὑπάρχουν δέν ἐφαρμόζονται, ἤ τουλάχιστον δέν ἰσχύουν γιά ὅλους, ἐνῶ ταυτόχρονα θεωρεῖται στήν πράξη «λογικό» καί ἀναμενόμενο τό νά ἐκμεταλλευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅσες «εὐκαιρίες» τοῦ δοθοῦν, γιά νά προσπορισθεῖ ὄφελος μέ κάθε τρόπο, ἀκόμη καί παράνομο ἤ ἀνήθικο. Ταυτόχρονα «ἠθικολογοῦν» ὅλοι καταγγελτικά, μόνο καί μόνο γιά νά μεταθέσουν τήν εὐθύνη στούς ἄλλους καί νά ἀποφύγουν τόν ἔλεγχο καί τίς συνέπειες τῶν δικῶν τούς πράξεων, ἐνῶ ἡ συνηθέστερα προβαλλόμενη δικαιολογία εἶναι: «Ὅλοι ἔτσι κάνουν». Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ ἐπαναστατοῦμε ἐναντιόν τῆς ἀδικίας σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, καί πάντως ὅταν τήν ὑποστοῦμε, τελικά τή δικαιολογοῦμε καί τήν ἀποδεχόμαστε ὅταν μᾶς συμφέρει, μᾶλλον γιατί εὔκολα συμβιβαζόμαστε μαζί της ἔχοντας ἀμβλύνει τό ἠθικό μας αἰσθητήριο.
Πάντως, ἐπειδή θυμόμαστε ὅτι μᾶς ἀδίκησαν, ἐνῶ ξεχνᾶμε ὅτι μπορεῖ κι ἐμεῖς νά ἀδικοῦμε, ἡ γεύση τῆς ἀδικίας βρίσκεται στή γλώσσα ὅλων μας, γι’ αὐτό καί πολλές φορές κυριαρχεῖ ἡ ἀνεξέλεγκτη ὀργή, τό καταγγελτικό ξέσπασμα, ἡ τυφλή ἀνταπόδοση εἴτε μέ βαριά λόγια, εἴτε μέ ἀπαράδεκτα ἔργα ἐναντίον τοῦ ἄλλου, συνήθως ἐξίσου ἀθώου καί στήν ἴδια μοίρα μ’ ἐμᾶς. Ἡ εὔκολη παρατήρηση εἶναι ὅτι αὐτό ὄχι ἁπλῶς ἀποδομεῖ, ἀλλά διαλύει τήν κοινωνία, ἀφοῦ πρῶτα τή χαρακτηρίσει ὡς παρακμιακή. Ἡ δύσκολη ἐπισήμανση εἶναι ὁ προσδιορισμός τοῦ τί φταίει καί φθάνουμε στή συσσώρευση ἐπιθετικοῦ θυμοῦ ὡς τοῦ κατεξοχήν χαρακτηριστικοῦ τῆς καθημερινότητάς μας.
Διεκδίκηση τοῦ ὀφειλόμενου χρέους
Μέ παραβολή μιλᾶ καί σήμερα ὁ Χριστός μας, θέλοντας μέσα ἀπό μιά ἱστορία ὄχι πραγματική, νά προσδιορίσει τήν πραγματικότητα στίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί νά ὑποδείξει τήν ἐπιθυμητή καί πλέον συμφέρουσα γιά τόν ἄνθρωπο ὁδό. Ἕνας δοῦλος βρῆκε στόν δρόμο του ἕναν σύνδουλό του, στόν ὁποῖο εἶχε δανείσει ἕνα εὐτελές ποσό, πού ὅμως ἀκόμη δέν τοῦ εἶχε ἐπισταφει. Ὅρμησε λοιπόν ἐπάνω του καί τόν ἔπνιγε, ἀπαιτώντας τήν ἐπιστροφή τοῦ ὀφειλόμενου μικροδανείου. Παρά τίς ἱκεσίες τοῦ ὀφειλέτη, ὁ ὁποῖος γονατιστός τόν παρακαλοῦσε γιά μιά πίστωση χρόνου, μέχρι νά βρεῖ τό ὀφειλόμενο ποσό, ὁ δανειστής δοῦλος ἔσυρε τόν σύνδουλό του καί τόν ἔκλεισε στή φυλακή. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι αὐτή ἡ συμπεριφορά τοῦ δανειστῆ δούλου πρός τόν ὀφειλέτη σύνδουλό του εἶναι καθόλα νόμιμη καί λογική. Στό κάτω κάτω, κατά τήν κυρίαρχη παγκόσμια οἰκονομική ἀρχή, «οἱ συμφωνίες πρέπει νά τηροῦνται».
Μέ βάση τήν τετράγωνη αὐτή λογική, εἶναι ἀπολύτως φυσιολογικό νά διεκδικεῖται καί νά ἐπιβάλλεται ἡ ἐφαρμογή ὅσων ἔχουν συμφωνηθεῖ, κυρίως γιατί εἶναι εὐθύνη τοῦ καθενός συμβαλλομένου νά σκέπτεται τά συμφέροντά του καί μόνον, νά τά ὑπερασπίζεται καί νά τά κατοχυρώνει, θεωρώντας ἐκ προοίμιου ἄκαμπτη καί σκληρή τή στάση τοῦ ἀντισυμβαλλομένου του. Μέ ἄλλα λόγια, ἐάν κανείς ὑποστεῖ τά δεινά πού ἡ μή ἐκτέλεση τῆς σύμβασης ἐπιφέρει, «καλά παθαίνει», καθώς ὄφειλε νά εἶχε προνοήσει εἴτε νά μή συμφωνήσει τέτοιους ὅρους, εἴτε νά εἶχε μεριμνήσει γιά τήν ἐκτέλεσή τους. Ὁ συλλογισμός αὐτός ἀποτελεῖ καί τήν πεμπτουσία τῆς «καπιταλιστικῆς ἠθικῆς», ὡς ἐξέλιξης τῆς προτεσταντικῆς ἠθικῆς.
Οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ
Τί ξεχνᾶ ὁ δανειστής δοῦλος; Τί καθιστᾶ τή συμπεριφορά του πρός τόν ὀφειλέτη σύνδουλό του ἀπαράδεκτη; Ὅτι τήν ἀμέσως προηγούμενη στιγμή, ὄχι ἄλλος σύνδουλός του, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριός του, τοῦ εἶχε χαρίσει ἕνα δυσθεώρητο πόσο, πού χρωστοῦσε καί δέν ὑπῆρχε περίπτωση ν’ ἀποπληρώσει, ἀκόμη κι ἄν ξεπουλοῦσε ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ἀκόμη καί τά μέλη τῆς οἰκογένειάς του καί τόν ἑαυτό του τόν ἴδιο. Μάλιστα τοῦ τό χάρισε συγκατανεύοντας στή σχετική, ἔντονη παράκληση καί ἱκεσία τοῦ ὀφειλέτη δούλου.
Μέ ἄλλα λόγια ,ὁ Χριστός μας ἔρχεται νά μᾶς θυμίσει τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Ἁγίου Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Εὐεργεσίες πού ὄντας πλούσιες μᾶς δωρηθηκαν χωρίς νά τίς ἀξίζουμε, καθώς εἴχαμε παραπικράνει τόν Θεό. Ἤμασταν χρεῶστες σέ τέτοιο σημεῖο, πού τίποτε δέν θά ἦταν ἱκανό νά ἀντισταθμίσει τήν ἁμαρτητική ἀποστασία μας καί νά δώσει κάποια ἐλπίδα σωτηρίας. Κι ὅμως, ὁ Πλάστης δέν παροργίστηκε μέ τό πλάσμα του. Ὁ κάθε δημιουργός –ἕνας ζωγράφος, ἕνας ποιητής, ἕνας τεχνίτης, ἕνας συνθέτης, ἕνας γλύπτης, ἕνας συγγραφέας, ὅταν δέν τοῦ ἀρέσει τό δημιούργημά του, ὅταν δέν ἀνταποκρίνεται στίς προσδοκίες του, ὅταν κάπου ἀστοχήσει, ἔχει τό δικαίωμα νά τό καταστρέψει καί νά ξεκινήσει κάτι ἄλλο. Ὁ Θεός μας ὅμως δέν ἔκανε τό ἴδιο ὅταν τό δημιούργημά του δέν ἀνταποκρίθηκε στίς προσδοκίες του καί τόν πολέμησε ἐπαναστατώντας. Ἔστειλε τόν Μονογενή του Υἱό καί Λόγο ὥστε μέ τή σάρκωσή του ν’ ἀνασκευάσει τήν ἀνθρώπινη φύση, ὄχι ἁπλῶς παρέχοντας ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀλλά κάτι πολύ ἀνώτερο, τόν ἁγιασμό, τή θέωση, τήν αἰώνια ἀποκατάσταση στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἄν λοιπόν ἐμεῖς εἴμαστε ὠφελημένοι ἀπό μιά τέτοια θεία ἀγάπη, δέν εἴμαστε καί ὑπόλογοι καί ὑπεύθυνοι ἀπέναντί της γιά τό πῶς τήν ἀπολαμβάνουμε καί τή διαχειριζόμαστε στή ζωή μας; Κι ἄν ἄξιοι ὄντες τῶν χειρότερων τιμωριῶν ἀπολαμβάνουμε τίς μεγαλύτερες εὐεργεσίες, μέ ποιό δικαίωμα δέν θά μιμηθοῦμε ἔστω στό ἐλάχιστο τόν Θεό Πάτερα, ἀντιγράφοντας μέ ψήγματα ἀγάπης πρός τούς συνδούλους μας τόν χειμαρρώδη ποταμό τῆς διαρκῶς ἀγαπώσης καρδιᾶς του; Μέ ποιό δικαίωμα σκανδαλωδῶς εὐνοημένοι ἀπό τή λογική τῆς ἀγάπης, θά τήν ξεχάσουμε γιά νά πορευθοῦμε μέ τή λογική της διεκδίκησης πρός τούς ἄλλους;
4.
Κυριακή ΙΑ΄ Ματθαίου – Ανεξικακία, το κλειδί του Παραδείσου
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Α΄ Κορ. θ΄ 2-12
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ματθ. ιη΄ 23-35
«Οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;»
Ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τὴν Παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων. Ἕνας δοῦλος, δηλαδὴ ὁ κάθε ἄνθρωπος, χρωστοῦσε στὸ βασιλιά του, δηλαδὴ στὸ Θεό, «μύρια τάλαντα», 10.000 τάλαντα, ἀμύθητο ποσό, ποὺ δηλώνει τὶς πολλές του ἁμαρτίες.
Ὁ δοῦλος παρακάλεσε τὸν βασιλιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὸ χρέος· πράγματι ὁ βασιλιὰς τὸν σπλαχνίσθηκε καὶ τοῦ τὸ χάρισε. Ὅμως ὁ δοῦλος ἐκεῖνος δὲν ἔδειξε ἀνάλογη συμπάθεια σὲ σύνδουλό του ποὺ τοῦ χρωστοῦσε 100 δηνάρια, ποσὸ συγκριτικὰ ἀσήμαντο, ἀλλὰ τὸν ἔβαλε στὴ φυλακή. Τότε ὁ βασιλιὰς ὀργίστηκε, ἄλλαξε τὴν ἀπόφασή του καὶ παρέδωσε τὸν ἄσπλαχνο δοῦλο στοὺς βασανιστὲς μέχρι νὰ ξεπληρώσει τὸ χρέος του. Τὸ δίδαγμα τῆς Παραβολῆς εἶναι ἡ ἀπεριόριστη συγχώρηση, δηλαδὴ τὸ νὰ συγχωροῦμε πάντοτε ὅποιον μᾶς ἔχει φταίξει, ὅσες φορὲς κι ἂν μᾶς ἔχει φταίξει. Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅμως καλύτερα τὴν Παραβολή, ἂς δοῦμε γιατί οἱ ἁμαρτίες τοῦ κάθε ἀνθρώπου παρομοιάζονται μὲ ὑπέρογκο χρέος καὶ πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους.
- Ὅλοι εἴμαστε πολὺ ἁμαρτωλοὶ
Πολλοὶ θεωροῦν ὅτι δὲν ἔχουν ἁμαρτίες. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως ἄλλα μᾶς διδάσκει. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος τονίζει ὅτι «πολλὰ πταίομεν ἅπαντες» (Ἰακ. γ´ 2). Ὅλοι – συμπεριλαμβάνει καὶ τὸν ἑαυτό του ὁ Ἅγιος – ὅλοι ἀνεξαιρέτως φταῖμε σὲ πολλά. «Πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», διδάσκει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. γ´ 23). Ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἁμάρτησαν καὶ στεροῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ· καὶ ἑπομένως ἔχουν ἀνάγκη ἐλέους.
Ἀλλὰ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Ἰὼβ διερωτᾶται: «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου;» Ποιὸς θὰ βρεθεῖ καθαρὸς ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας; Καὶ ἀπαντᾶ: Κανείς, ἀκόμη κι ἂν ζοῦσε μόνο μιὰ μέρα πάνω στὴ γῆ (Ἰὼβ ιδ´ 4-5).
Ἀκόμη στὴ Γένεση διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς μετὰ τὸν Κατακλυσμὸ ἀποφάσισε: Δὲν θὰ ἐπιφέρω ξανὰ τέτοια ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ στὸ ἀνθρώπινο γένος, «ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ»· διότι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ρέπει μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια στὸ κακὸ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία (Γεν. η´ 21)· καὶ ἑπομένως θὰ ἔπρεπε συχνὰ νὰ τιμωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Ἐπίσης ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει στὰ «Ἀσκητικά» του ὅτι «πολλὰ ἁμαρτάνοντες, τὰ πλεῖστα οὔτε συνίεμεν»· κάνουμε πολλὲς ἁμαρτίες, καὶ τὶς περισσότερες οὔτε ποὺ καταλαβαίνουμε ὅτι τὶς διαπράττουμε (ΕΠΕ 9, 404). Ὅλοι λοιπὸν εἴμαστε πολὺ ἁμαρτωλοί· Ἐπιπλέον τὴν ἐνοχή μας αὐξάνει ἀσύλληπτα τὸ ὅτι δὲν ἁμαρτάνουμε σ᾿ ἕναν ἴσο μὲ ἐμᾶς ἀλλὰ στὸν ἄπειρο Θεό.
- Ἂν δὲν συγχωροῦμε, δὲν θὰ σωθοῦμε
Λοιπὸν τί θὰ κάνουμε; Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ τεράστιο αὐτὸ χρέος καὶ τὶς φοβερὲς συνέπειές του, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση; Ὑπάρχει λύση στὸ πρόβλημα, ἀνέλπιστη λύση. Τὴν ἀκούσαμε στὴν Παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων. Μᾶς τὴν προτείνει ὁ εὐσπλαχνικότατος Κύριός μας: «Ἂν συγχωρεῖς μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου ὅσους σοῦ φταῖνε, ἐγὼ θὰ σοῦ συγχωρήσω ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ὅσο πολλὰ κι ἂν εἶναι αὐτά». Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει ὁ Κύριος: «Μοῦ χρωστᾶς 100.000.000 εὐρώ. Θὰ σοῦ τὰ χαρίσω ὅλα· ὑπὸ μία ὅμως προϋπόθεση: νὰ χαρίσεις κι ἐσὺ τὰ χρέη τῶν ἄλλων πρὸς ἐσένα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀσυγκρίτως μικρότερα, 10, 20, 100 εὐρώ!»
Τί συμφέρουσα πρόταση! Τί ἐπιείκεια, τί ἔλεος ἐφαρμόζει ὁ Κύριος ἀπέναντί μας! Ἂν συνέβαινε αὐτὸ μὲ οἰκονομικὸ χρέος, θὰ τὸ θεωρούσαμε καταπληκτικὴ εὐκαιρία. Καὶ ὅμως ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα μας συνήθως δυσκολευόμαστε οἱ ἄνθρωποι νὰ συγχωρήσουμε, καὶ μάλιστα μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας, νὰ ξεχάσουμε τελείως τὸ κακὸ ποὺ μᾶς ἔκαναν!
Ἂν ὅμως εἶναι τόσο σημαντικὸ νὰ συγχωροῦμε, πῶς θὰ τὸ κατορθώσουμε; Νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὴν Παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων. Καὶ νὰ σκεφτόμαστε: Ὁ ἀναμάρτητος Χριστὸς μὲ συγχωρεῖ γιὰ τὶς ἀναρίθμητες ἁμαρτίες μου, καὶ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν συγχωρῶ τὸν συνάνθρωπό μου; Καὶ πῶς περιμένω νὰ βρῶ ἔλεος; Νὰ συγχωροῦμε, ἂν ὄχι ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον, τουλάχιστον ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ δική μας σωτηρία – εἶναι κι αὐτὸ ἕνα πρῶτο βῆμα. Τέλος νὰ καλλιεργοῦμε τὴ μετάνοια. Ὅποιος συναισθάνεται πόσο ἁμαρτωλὸς εἶναι, εὔκολα συγχωρεῖ.
***
Ἡ ἀνεξικακία εἶναι πολὺ μεγάλη ἀρετή. Μᾶς ἐξομοιώνει μὲ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος συνέχεια συγχωρεῖ ὅσους μετανοοῦν καὶ ἐλεεῖ ὅλους. Αὐτὴ μᾶς ἀνοίγει τὸν Παράδεισο. Εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν, γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καθὼς ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ σὲ γαλήνιο λιμάνι (ΕΠΕ 28, 170). Νὰ τὴν ἀγαπήσουμε καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς τὴν χαρίζει, ὥστε νὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς Βασιλείας Του, ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπέραντη ἀγάπη καὶ μακαριότητα.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
5.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄Ματθαίου-Τι περιμένουμε από τους άλλους;
Τι περιμένουμε, αγαπητοί μου αδελφοί, από τους άλλους ανθρώπους στη ζωή μας;
Ένα μεγάλο ερώτημα που πολλές φορές μας απασχολεί είναι το κατά πόσον μπορούμε να επενδύσουμε στους άλλους ανθρώπους, με τους οποίους συναναστρεφόμαστε, μοιραζόμαστε ή εξουσιάζουμε λόγω της ιδιότητάς μας (οι γονείς τα παιδιά, ο εργοδότης τον εργαζόμενο, ο διοικητής τους υπαλλήλους του). Το ερώτημα αυτό προϋποθέτει την αίσθηση της υπεροχής, την αίσθηση του οραματισμού, αλλά και την ανάγκη για βοήθεια και συσστράτευση που έχει εκείνος ο οποίος επενδύει στους άλλους ανθρώπους. Αλλά και στην καθημερινότητά μας μάς απασχολεί το κατά πόσον οι άλλοι μπορούν να είναι αξιόπιστοι, να έχουν τη διάθεση να μας συνδράμουν, να λειτουργούν ως στήριγμα και ως βοηθοί μας.
Οι περισσότεροι από εμάς επενδύουμε πολλά στη βοήθεια των άλλων. Γι’ αυτό και εύκολα απογοητευόμαστε όταν διαπιστώνουμε είτε ότι δεν θέλουν είτε ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν σ’ αυτά που τους ζητάμε ή που περιμένουμε από εκείνους. Η απογοήτευση μάς κάνει να πέφτουμε στην κατάκριση έναντί τους. Μας κάνει να θεοποιούμε τον εαυτό μας ότι κανείς δεν είναι ικανός να συμμεριστεί τις σκέψεις και τους οραματισμούς μας. Μας κάνει να κλεινόμαστε στο «εγώ» μας και να λειτουργούμε καταθλιπτικά. Μας είναι δύσκολο να συγχωρήσουμε αυτούς που δεν είναι όπως τους θέλουμε, όπως επίσης και να αποδεχτούμε την ιδέα ότι χρειάζεται να λειτουργούμε στη ζωή μας συγκαταβατικά έναντι των άλλων, όπως ακριβώς ο Θεός που έγινε άνθρωπος, συγκαταβαίνοντας στην ανθρώπινη αδυναμία. Και βέβαια, να μην αποφεύγουμε τον προσωπικό κόπο στο να χτίσουμε τις σχέσεις που θα θέλαμε ή να εργαστούμε και να πετύχουμε στον κλάδο τον οποίο επιθυμούμε.
Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος προς τους Κορινθίους, απαντά στο ερώτημα κατά πόσον ο ίδιος έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την πνευματική εξουσία που έχει λάβει από το Θεό αφιερώνοντας τον εαυτό του αποκλειστικά στη διακονία του Ευαγγελίου και να δεχθεί την κάλυψη των υλικών αναγκών του από εκείνους, από τους πιστούς δηλαδή.
Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την Παλαιά Διαθήκη αλλά και από την καθημερινότητα των ανθρώπων, ο Παύλος επισημαίνει ότι το δικαίωμα κάλυψης των υλικών του αναγκών το έχει και κανείς δεν μπορεί να του το αρνηθεί. Το ίδιο και όσοι θα αγωνιστούν για το Ευαγγέλιο στη συνέχεια της Ιστορίας. Και δεν είναι θέμα υποχρέωσης από την πλευρά των πιστών να διακονούν τους εργάτες του Ευαγγελίου και να τους απαλλάσσουν από τον κόπο της υλικής επιβίωσης, για να ασχολούνται με τα πνευματικά. Είναι θέμα τιμής και σεβασμού προς για εκείνους που ευαγγελίζονται τη σωτηρία, αναγνώριση προς το έργο τους, όπως επίσης και υπόδειξη προς όλους τους πιστούς της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης προς τους πνευματικούς τους πατέρες. Αυτό συμβαίνει και στη συνέχεια της ζωής της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα. Η όποια υλική συμπαράσταση των πιστών προς τα πρόσωπα των Επισκόπων, των ιερέων, των μοναχών δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκφραση τιμής και σεβασμού, αναγνώριση του έργου τους και υπόδειξη στους άλλους πιστούς ευγνωμοσύνης.
Ο Παύλος όμως για τον εαυτό του θα δώσει ένα άλλο μήνυμα. Θα πει στους Κορινθίους ότι έχει παραιτηθεί από το δικαίωμα, την εξουσία που του έχει δοθεί να ζει με τη βοήθεια των πιστών, για να μη δημιουργήσει κανένα εμπόδιο στη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού και υπομένει έτσι κάθε στέρηση, αλλά και κοπιάζει προσωπικά ο ίδιος για την υλική του επιβίωση. «Ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού» (Α’ Κορ. 9, 12). Ο Παύλος δεν περιμένει τίποτε από κανέναν. Ακολουθεί το δρόμο του κόπου και το δρόμο της εργασίας, όπως επίσης και το δρόμο της στέρησης, έχοντας αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στην αποστολή του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Χωρίς να απορρίπτει το δικαίωμα όλων, ο Παύλος παραιτείται από την άσκησή του, αν και κανείς δεν του το έχει ζητήσει. Μας δείχνει έτσι ότι υπάρχει ένας δρόμος ιδιαίτερα δύσβατος, αλλά την ίδια στιγμή αγιασμένος, τον οποίο καλούμαστε όλοι μας, κατά το μέτρο του εφικτού, να προσπαθήσουμε να τον ακολουθήσουμε.
Γιατί όμως ο Παύλος δεν περιμένει τίποτε από κανέναν και παραιτείται ακόμη και από αυτά που οι άλλοι μπορούν να του δώσουν;
Ο Παύλος αγαπά ολοκληρωτικά το Χριστό και έχει δοθεί στην αποστολή του. Όλα τα άλλα τα θεωρεί σκύβαλα. Αυτή η ολοκληρωτική αγάπη γίνεται οδός καθ’ υπερβολήν. Δεν μετρά τις ανθρώπινες αδυναμίες μπροστά στη σχέση με το Χριστό. Δεν του γίνονται οι άλλοι πρόσκομμα στην αποστολή του ούτε δικαιολογία για να μην την επιτελέσει. Γι’ αυτό και δεν περιμένει κάτι από εκείνους. Εδώ μας υποδεικνύει μία οδό η οποία έχει μεγάλη σημασία. Συνήθως επικαλούμαστε την αδυναμία των άλλων ή την διάψευση των προσδοκιών που έχουμε από αυτούς, για να αιτιολογήσουμε την δική μας είτε απιστία είτε απογοήτευση είτε οκνηρία είτε παραίτηση. Ο Παύλος μας δείχνει ότι όταν αγαπάει κανείς, παλεύει και δεν αναζητεί καμία δικαιολογία. Είναι αφιερωμένος σε ό,τι και Όποιον αγαπά και δεν περιμένει από τους άλλους βοήθεια, την οποία, αν δεν την βρει, εγκαταλείπει την προσπάθεια.
Επιπλέον, ο Παύλος γνωρίζει ότι οι άλλοι το πιθανότερο είναι να αναζητούν «εγκοπή», λόγο για να αισθάνονται σκανδαλισμένοι, ώστε να κατακρίνουν τους εργάτες του Ευαγγελίου και ίσως το ίδιο το Ευαγγέλιο. Κι αυτός ο λόγος είναι η κάλυψη των υλικών αναγκών τους. Γιατί ο απόστολος, αλλά και ο κάθε εργάτης του Ευαγγελίου να μην εργάζεται για τη δική του επιβίωση; Είναι ένα ερώτημα που έρχεται μέχρι τις ημέρες μας. Όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η ουσία της αποστολής του ευαγγελισμού, αλλά θεωρείται ουσιωδέστερη η υλική επιβίωση από την πνευματική κατάρτιση. Ο Παύλος, επειδή αγαπά, βλέπει την αδυναμία της πίστης και την ήττα από την επιβίωση των μελών της Εκκλησίας. Καιπαραιτείται από το δικαίωμά του για να μην έχουν καμία δικαιολογία για την κατάκρισή τους.
Τέλος, ο Παύλος δεν αποφασίζει την παραίτηση γιατί θέλει να επιδειχθεί εγωιστικά έναντι των άλλων αποστόλων ή έναντι των μελών της Εκκλησίας, αλλά γιατί μέσα στη καρδιά του είναι αποφασισμένος να υποστεί οποιαδήποτε στέρηση χάριν του Χριστού. Δεν έχει μόνιμη κατοικία, αλλά περιπλανιέται κηρύττοντας το Ευαγγέλιο. Δεν έχει συγγενείς, ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, τουτέστιν τίποτε δικό του που να μπορεί αν τον αναπαύσει, όπως κάθε άνθρωπο. Εκτός τούτων, δείχνει προς όλους την απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό, αλλά και την εργατικότητά του, η οποία δεν έχει σταματημό. Θα εργαστεί και για την υλική του επιβίωση, γνωρίζοντας ότι η ύπαρξη της Εκκλησίας που ίδρυσε τον κάνει να μη στέκεται σε κανέναν κόπο, ακόμη και υλικό. Ο Παύλος βλέπει το αποτέλεσμα και ξεχνά τα δάκρυα, τις στερήσεις, τον κόπο. Η θυσία του εαυτού του δεν είναι χωρίς αντίκρισμα. Η σωτηρία των ανθρώπων και η λειτουργία της Εκκλησίας που ίδρυσε, αναπληρώνουν κάθε τι άλλο.
Πόσες φορές οι άνθρωποι στη ζωή μας μάς απογοητεύουν και μας κάνουν να αισθανόμαστε έτοιμοι να παραιτηθούμε από κάθε τι, είτε αυτό έχει να κάνει με τις διαπροσωπικές μας σχέσεις είτε με την εργασία και τα οράματά μας.
Ο Παύλος τελικά μας δείχνει ότι αν πιστεύουμε και αγαπούμε το σκοπό της αποστολής μας, αν δείχνουμε συγκατάβαση και αν μπορούμε να στερηθούμε για να πετύχουμε, χωρίς να μένουμε σε τι δικαιούμαστε, αλλά κοπιάζοντας με αφοσίωση, τότε δεν θα δικαιολογούμε την παραίτησή μας, αλλά θα συγχωρούμε τους άλλους για τις αδυναμίες τους.
Αυτό όμως δεν αναιρεί και από την δική τους την πλευρά την ανάγκη για την έκφραση της τιμής και του σεβασμού, την αναγνώριση του έργου όσων κοπιάζουν και την ευγνωμοσύνη. Κι εδώ καλό είναι όσοι έχουν την όποια εξουσία, να υπενθυμίζουν αυτή τη στάση ζωής στους υπόλοιπους. Ακόμη όμως κι αν δεν υπάρξουν αυτά, η πίστη στο Χριστό θα δώσει δύναμη σε όποιον εργάζεται, θεραπεύοντας την ασθένεια και τον κόπο και δίδοντας καλοσύνη, υπομονή και συγχωρητικότητα. Αμήν!
Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ,20 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2017
6.
ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗΣ (Ο ΜΥΡΙΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΗΣ)
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Οι άνθρωποι του καιρού μας δίνουμε μεγάλη σημασία σε αυτό που ονομάζουμε «αυτοεκτίμηση». Αισθανόμαστε ότι η ζωή μας εξαρτάται από το πόσο αξίζει ο εαυτός μας. Έτσι, τόσο στις σχέσεις μας με τους άλλους, όσο και στο πώς βλέπουμε τον εαυτό μας έναντι του κόσμου, προσπαθούμε να αναδειχθούμε, να προβληθούμε, να αισθανθούμε ότι είμαστε αγαπητοί και αποδεκτοί. Αν οι άλλοι πιστεύουν σε μας και μας το δείχνουν, τότε κι εμείς είμαστε καλά. Συνδέουμε την αξία μας με τη γνώμη τους. Όταν εκείνοι δεν μας δείχνουν την προσοχή που θα θέλαμε ή όταν διαπιστώνουμε ότι η εξωτερική μας εμφάνιση δεν τους προσελκύει, αισθανόμαστε απογοήτευση. Η αυτοεκτίμησή μας χαμηλώνει και η ψυχολογία μας είναι αρνητική. Τότε κάνουμε ακόμη και αταίριαστα πράγματα, προκειμένου να υπερβούμε αυτό το έλλειμμα, προκαλούμε ή μελαγχολούμε για να μας δούνε και να μας συμπαθήσουν.
Η αυτοεκτίμηση είναι εντολή του Θεού, όταν μας ζητά να αγαπάμε τον πλησίον όπως τον εαυτό μας. Αυτοεκτίμηση έχει αυτός που έχει αυτογνωσία. Που γνωρίζει τα όριά του. Που αγαπά και δίνει. Που έχει επίγνωση του ποιος είναι, αλλά και ποια είναι τα χαρίσματά του και την ίδια στιγμή που γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ευχαριστήσει τους άλλους, ίσως και ποτέ. Αυτοεκτίμηση όμως, για την χριστιανική παράδοση, έχει ο καθένας που πιστεύει ότι η αξία του είναι τόσο μοναδική και ανυπολόγιστη, ώστε ο Θεός να γίνει άνθρωπος, να πεθάνει και να αναστηθεί γι’ αυτόν, χωρίς να υπολογίσει την ανταπόκρισή του. Αν ο Θεός ενηνθρώπησε, σταυρώθηκε, πέθανε, αναστήθηκε για μένα, χωρίς να περιμένει τίποτε από μένα, από τη στιγμή που η σχέση μας στηρίζεται στην απόλυτη ελευθερία, πώς είναι δυνατόν να μην αξίζω;
Η σχέση μας με τον Θεό, αλλά και με τους άλλους αποκαλύπτει κυρίως αυτό που ονομάζουμε στην εκκλησιαστική γλώσσα «τάλαντα». Ο καθένας από εμάς είναι «μυρίων ταλάντων οφειλέτης» (Ματθ. 18, 24) έναντι του Θεού. Κάθε τι που έχουμε και όχι μόνο υλικό, αλλά και ως στοιχείο του χαρακτήρα μας, αποτελεί δωρεά του Θεού, ώστε να μπορούμε να σπουδάζουμε στη ζωή την αγάπη. Να εργαστούμε και να το πολλαπλασιάσουμε. Να το προσφέρουμε στον πλησίον και την ίδια στιγμή να δοξάσουμε ευχαριστιακά τον Θεό για το ότι μας το έδωσε. Και γι’ αυτό το τάλαντό μας είναι ένας επιπλέον λόγος αυτοεκτίμησης. Πάλι μας αγαπά ο Θεός τόσο, ώστε να μας δίνει την δυνατότητα να έχουμε στοιχεία με βάση τα οποία θα αγαπήσουμε και θα αγαπηθούμε.
Κάθε στιγμή της ζωής μας όμως χρειάζεται να έχουμε κατά νουν ότι θα λογοδοτήσουμε για ό,τι μας δόθηκε και το αφήσαμε αναξιοποίητο. Για ό,τι κληθήκαμε, επειδή ο δρόμος της ζωής μας είναι η αγάπη, να το προσφέρουμε ακριβώς για να φανεί η αγάπη, κι εμείς αδιαφορήσαμε. Είπαμε ότι έχουμε χρόνο ή το σπαταλήσαμε με γνώμονα τον εαυτό μας και την ατομική μας απόλαυση. Αν θέλουμε βεβαίως να είμαστε ειλικρινείς, μάλλον ουδείς εξ ημών θα μπορούσε να βρει δικαίωση ενώπιον του Θεού. Διότι η οφειλή μας ήταν και θα είναι αναρίθμητη, καθώς ουδέποτε μπορούμε να ανταποδώσουμε στον Θεό ό,τι μας προσέφερε, όσο κι αν στη θρησκευτική ζωή φαντασιωνόμαστε ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Υπάρχει και η μετάνοια για ό,τι δεν μπορέσαμε. Και η μετάνοια προϋποθέτει ταπείνωση. Επίγνωση του χρέους μας και έκκληση στην μακροθυμία του Θεού. Όμως συχνά ο εγωισμός μας και η αίσθηση ότι εμείς είμαστε οι κριτές του εαυτού μας και του κόσμου, δεν μας επιτρέπουν να μετανοήσουμε για ό,τι δεν μπορέσαμε. Εμμένουμε στην αίσθηση ότι δεν χρωστούμε σε κανέναν ή, ακόμη χειρότερα, έχουμε διαίωμα να κάνουμε ό,τι θέλουμε με τα τάλαντά μας, διότι δεν είμαστε διαχειριστές τους, αλλά μας ανήκουν.
Ο Θεός αγαπά απροϋπόθετα. Και η μακροθυμία Του είναι δεδομένη. Έτσι είναι πρόθυμος να μας δώσει δεύτερες ευκαιρίες. Να μας ανεχτεί και τελικά να μας συγχωρήσει. Εκεί όμως έρχεται το δεύτερο κλειδί για να κατανοήσουμε ότι η ευθύνη μας κρίνεται από την δύναμη της αγάπης. Διότι οι άνθρωποι αλληλο-οφείλουμε στους συνανθρώπους μας. Όπως τα αναξιοποίητα χαρίσματά μας δημιουργούν βάρη ενώπιον του Θεού, έτσι και έναντι των ανθρώπων. Άλλοτε οφείλουμε, άλλοτε μας οφείλουν. Η μακροθυμία του Θεού όμως θα κριθεί από τη δική μας μακροθυμία. Από τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε το χρέος των άλλων έναντί μας. Θα είμαστε συγχωρητικοί και αγαπητικοί ή θα είμαστε απαιτητικοί, δίκαιοι, αχάριστοι και αγνώμονες έναντι του Θεού που μακροθυμεί για να μακροθυμήσουμε κι εμείς έναντι της εικόνας Του που είναι ο συνάνθρωπος; Κι ενώ έναντι του Θεού ζητούμε αγάπη, έναντι των άλλων ζητούμε δικαιοσύνη. Απέναντι στον Ισχυρό παρακαλούμε. Απέναντι στον αδύναμο απαιτούμε και συντρίβουμε. Μόνο που αν επιλέξουμε αυτήν την οδό, τότε οδηγούμε και τον Θεό σ’ αυτήν την επιλογή. Της δικαιοσύνης. Θα μας αφαιρεθούν λοιπόν τα τάλαντα και θα μας απαιτηθεί να πληρώσουμε τα χρέη μας. Και τότε τίποτε δεν θα μπορεί να μας σώσει.
Ταυτίζοντας την αυτοεκτίμηση με την αυτοδικαίωση απαιτούμε από τους άλλους να αναγνωρίσουν την αξία μας, διότι το δικαιούμαστε. Όταν κάποτε τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά για μας στις σχέσεις μας μαζί τους, αναφωνούμε: «Τι έκανα και κανείς δεν μου δίνει σημασία; Κανείς δεν με αναγνωρίζει; Τι μου λείπει;». Για να πιστέψουμε στον εαυτό μας, απαιτούμε την ανταπόδωση. Την δόξα των ανθρώπων. Μετράμε τις σχέσεις μαζί τους με βάση τι μας δίνουν και τι τους δίνουμε. Όμως ο δρόμος του Θεού είναι ο δρόμος της αγάπης. Και μέσα από την αγάπη εκτιμούμε αληθινά τον εαυτό μας, διότι εκτιμούμε τον Θεό που μας αγαπά και μέσω των ταλάντων που μας έδωσε, αλλά και μέσω της μακροθυμίας Του η οποία είναι άπλετη σε όσους την ζητούνε. Ας έχουμε επίγνωση του χρέους της αγάπης. Και εφόσον καταλαβαίνουμε ότι μπορούμε να προσφέρουμε, βγαίνοντας από τον εαυτό μας και παραιτούμενοι από την εξέταση της σχέσης μας με τον πλησίον στην προοπτική μόνο της δικαιοσύνης, ας είμαστε βέβαιοι για τον Θεό. Και τότε η εκτίμηση στον εαυτό μας θα είναι αυθεντική. Διότι μας δίδεται η δυνατότητα μέσω της ταπείνωσης και της μετάνοιας να συνειδητοποιούμε ότι αυθεντική αξία δίνει στον εαυτό του αυτός που έχει νόημα Θεού στη ζωή του!
Κέρκυρα, 20 Αυγούστου 2017