νας πολύπειρος γέροντας σκητς το γίου ρους σ’ σους τν πισκέπτονταν στ κελλί του κα ζητοσαν κάποια συμβουλή του πανελάμβανε:

 «Ν κοιττε ψηλά, ν κοιττε ψηλά!»

Τί σπουδαία πραγματικ συμβουλή! Ατ κα μόνο λεγε γέροντας κα μως λεγε πολλά.


Κα
κάποιος είμνηστος τώρα δάσκαλος –πέθανε πολ νωρίς– μ τί δάσκαλος ταν ατός! Λς κα μάγευε τ παιδι κα κρεμόντουσαν π τ χείλη του κα δένονταν μ τ ματιά του, τ μάθαινε ν τραγουδον:
«Σήκωσε ψηλ τ μάτια, στελε πι ψηλ τ νο…»

 

Τί ννοοσαν γέροντας κα δάσκαλος προτρέποντας τος μεγάλους κα τος μικρος ν στρέφουν τ μάτια πρς τ ψη, πρς τ οράνια;

Δν εναι καλ κα γ μ τ θαυμάσια τς Δημιουργίας; Θες δν «ποίησε πάντα τ ραα τς γς», πως ­ψάλλει Δαβίδ (Ψαλ. ογ΄ [73] 17), γι ν τ χαίρεται κα ν τ πολαμβάνει ν­θρωπος; Τ βουνά, τ ποτάμια, τς θάλασσες, τ δέντρα, τ λουλούδια τ πολύχρωμα; λα μιλον γι τ σοφία το Θεο, λα μιλον γι τν γάπη Του πρς τν νθρωπο.ναμφιβόλως λα ατ εναι σωστά. 

 

γιος Νικόδημος γιορείτης μάλιστα γράφει σ’ να π τ πολλ κα σπουδαα βιβλία του τι  μορφι τς λικς Δημιουργίας, το κόσμου, πο δημιούργησε Θεός, εναι μι μυδρ εκόνα τς ραιότητας το ορανίου κόσμου, το Παραδείσου, πο μς περιμένει(Αγ.Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου,Ἀόρατος Πόλεμος,κεφ.κα’).

μως φότου μπκε στ μέση Διάβολος κα παρέσυρε τος νθρώπους στν μαρτία κα πλήθυναν ο μαρτίες, π τότε κα μορφι τς Δημιουργίας 
μολύνθηκε. Μόνοι μας ο ν­θρωποι μολύναμε τ περιβάλλον μας. Μ τς πλεονεξίες μας, μ τς δικίες κα τος πολέμους καταστρέψαμε τν μορφο κόσμο πο μς εχε φτιάξει κα παραδώσει Θεός. Κα παμπόνηρος σατανς κατάφερε ν πείσει πολλος τι Δημιουργία τόσο ραία δν χει νάγκη π κανένα Δημιουργό.

«διωξαν» τσι μ τν εσήγηση το Διαβόλου τν Οκοδεσπότη π τ σπίτι Του. φησαν τς κρυστάλλινες πηγς το θείου Νόμου κα τρέχουν στς θολς πηγς τς μαρτωλς ζως, πο ποδεικνύει εσηγητς τς μαρτίας Διάβολος. Βυθίσθηκαν στ ζω τς σαρκικότητας, τς δικίας, τς κμεταλλεύσεως τν δυνάτων κα φτωχν, το πλουτισμο μ ποιοδήποτε μέσο, κόμη κα παράνομο κα θέμιτο.

Τ ποτέλεσμα; Τ ζομε καθημεριν κα κλαίει καρδιά μας. Πτωχεύουν τ να μετ τ λλο τ κράτη τς γς. Πεθαίνουν κατομμύρια παιδι κάθε χρόνο στν κόσμο π τν πείνα. Ο πόλεμοι εναι σταμάτητοι, γι ν πλουτίζουν ο πολεμικς βιομηχανίες. Ο σθένειες πο φείλονται σ μαρτίες αξά­νονται λματωδς. κτηνώδης μαρτία ξεδιάντροπη παρελαύνει μ αθάδεια στος δρόμους. Ο πόνομοι τν πόλεων γεμίζουν μ νθρώπινα μβρυα. Τί ν δε κανες σήμερα στ γ κα ν μν πονέσει;

Πο ν στρέψει τ βλέμμα του κα ν μ λυπηθε; κόμη κα τ ραιότερα μέρη τς γς τ μολύνει νθρωπος μ τς μαρτίες του. Ατ σφαλς εχαν π’ ψιν τους σκητς κα δάσκαλος, γι’ ατ συμβούλευαν ν ψώνουμε ψηλ τ μάτια. χι στ γήινα κα χαμηλά, στ κατώτερα κα μολυσμένα, γιατ που κα ν δες σ’ ατά, κινδυνεύεις ν μολυνθες· λλ στ ψηλά, στ οράνια τ μάτια μας, διότι εναι καθαρά, φο κε κατοικε Θεός, μ λους τος γίους κα πικεφαλς τν Παναγία· κε χορεία τν γγέλων, κε Παράδεισος μς περιμένει.

Κι ν κάποτε εμαστε πεσμένοι ψυχικά, ν κάποια σθένεια, κάποια οκονομικ δυσχέρεια, κάποια οκογενειακ δυσκολία λλη ατία χουν ρίξει τ θικό μας, τότε προπάντων ν μ λησμονομε ν κοιτμε ψηλά.

Τότε μς χρειάζεται πειγόντως ν σηκώνουμε ψηλ τ μάτια. Ψηλά! Πρς κενον πο μς γαπ κα μπορε ν μς βγάλει π κάθε διέξοδο.
Λοιπόν, ψηλ τ μάτια κα ψηλότερα καρδιά!