1.
Ἄνοιξε τὴν καρδιά σου στὸ Χριστό

«Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν»

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα παρακολουθήσαμε δύο θαύματα τοῦ Κυρίου: τὸ ἕνα ἡ θεραπεία δύο τυφλῶν, καὶ τὸ ἄλλο ἡ ἀπελευθέρωση ἑνὸς δαιμονισμένου κωφαλάλου ἀπὸ τὸ δαιμόνιο ποὺ τὸν κατεῖχε καὶ τοῦ προκαλοῦσε τὴν ἀναπηρία αὐτή. Οἱ τυφλοὶ μάλιστα ἐπίμονα Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς θεραπεύσει.

 

Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς ρώτησε: «Πιστεύετε ὅτι μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶτε;». «Ναί, Κύριε», Τοῦ ἀπάντησαν ἐκεῖνοι. Τότε ἄγγιξε τὰ μάτια τους λέγοντας: «Ἂς γίνει αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σας». Καὶ θεραπεύθηκαν ἀμέσως. Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ζήτησε τὴν πίστη τῶν τυφλῶν καὶ τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὴ ζωή μας;

  1. Ἀπαραίτητη ἡ ἀνθρώπινη συμμετοχὴ σὲ κάθε θαῦμα

Τὸ κάθε θαῦμα τὸ ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρη. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀδύνατο γιὰ Ἐκεῖνον. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη Του εἶναι ἀπέραντο πέλαγος. Θέλει νὰ μᾶς εὐεργετεῖ, νὰ μᾶς γεμίζει μὲ τὰ δῶρα Του, νὰ μᾶς πλουτίζει μὲ τὶς χάριτές Του.

Ρώτησε ὅμως ὁ Κύριος τοὺς τυφλούς: Πιστεύετε σ᾿ Ἐμένα; «Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν». Ἡ δική μου παν­τοδυναμία καὶ ἀγάπη εἶναι δεδομένα· Ἐγὼ θὰ κάνω τὸ πᾶν, ἀλλὰ ὄχι χωρὶς τὴ δική σας συμμετοχή· θὰ ἐνεργήσω κατὰ τὸν βαθμὸ τῆς πίστεώς σας. Γιατί ὅμως;

Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: διότι ὁ Θεὸς σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ συνεργασθεῖ μαζί του γιὰ νὰ ἀλλάξει τὴ ζωή του. Ἂν ὁ Θεὸς μᾶς εὐεργετοῦσε παραβιάζοντας τὴν ἐλευθερία μας, θὰ μᾶς ἀφαιροῦσε τὸ μεγαλύτερο δῶρο ποὺ μᾶς ἔχει δώσει, δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία μας, τὸ αὐτεξούσιο.

Βέβαια ὁ Θεὸς κάποτε ἐνεργεῖ θαῦμα, ἁπλῶς ἐπειδὴ βλέπει καλὴ διάθεση στὸν εὐεργετούμενο, χωρὶς νὰ ζητήσει πίστη, προκειμένου νὰ τὸν ἑλκύσει στὴν πίστη. Ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ Θεὸς δὲν παραβιάζει τὴν ἐλευθερία του. Παίρνει ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν καλή του διάθεση.

Πάντως τὸ πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ πίστη, φάνηκε χαρακτηριστικὰ ὅταν ὁ Κύριος ἐπισκέφθηκε τὴν πατρίδα Του τὴ Ναζαρέτ. Οἱ συμπατριῶτες Του Τὸν ἀντιμετώπισαν μὲ ὀλιγοπιστία. Γι᾿ αὐτὸ «οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν ποιῆσαι» (Μάρκ. Ϛ´ 5). «Οὐκ ἠδύνατο»! Δὲν μποροῦσε νὰ θαυματουργήσει! Τὸν ἐμπόδιζε ἡ ἀπιστία τους. Ὁ Θεὸς εἶναι μέγας, φοβερός· ἀλλὰ καὶ ἀπολύτως δια­κριτικὸς ἀπέναντι στὸ πλάσμα Του!

  1. Νὰ δυναμώνουμε τὴν πίστη μας

Ἀπὸ τὰ παραπάνω τί δίδαγμα μποροῦμε νὰ βγάλουμε γιὰ τὴ ζωή μας; Κατ᾿ ἀρχὰς νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ παν­άγαθος Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς δώσει ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη, καὶ μὲ τὸ παραπάνω. «Κύριος ποιμαίνει με, καὶ οὐδέν με ὑστερήσει», γράφει γεμάτος φωτισμένη πίστη ὁ Ψαλμωδός (Ψαλ. κβ´ [22] 1). Ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει «ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν»· πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἐμεῖς Τοῦ ζητοῦμε ἢ μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε μὲ τὸ μυαλό μας (Ἐφ. γ΄ 20).

Γι᾿ αὐτὸ ὅταν Τοῦ ζητᾶμε κάτι καὶ δὲν τὸ λαμβάνουμε, νὰ μὴ θεωροῦμε ὅτι ὁ Θεὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ μᾶς – νὰ διώξουμε κάθε τέτοια σκέψη· ἀλλὰ νὰ ἐξετάσουμε μήπως δὲν προσευχηθήκαμε μὲ ἀκλόνητη πίστη. Καὶ νὰ ἐνισχύσουμε τὴν πίστη μας πρὸς Ἐκεῖνον. Νὰ Τὸν παρακαλοῦμε ὅπως οἱ μαθητές Του: «Πρόσ­θες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. ιζ´ [17] 5). Ἐπίσης τὴν πίστη μας θὰ τὴν ἐνισχύουμε, ὅταν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ τὴν δείχνουμε ἔμπρακτα μὲ τὴν ὑπακοή μας στὶς θεῖες ἐντολές· ἀκόμη ὅταν εὐχαριστοῦμε συνεχῶς τὸν Θεὸ γιὰ τὶς πολλές Του εὐεργεσίες· ἐπιπλέον ὅταν καλλιεργοῦμε ταπεινὸ φρόνημα, ὅταν ἀναγνωρίζουμε πὼς ὅ,τι κατορθώνουμε, τὸ κατορθώνουμε μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ. Γενικὰ ὅταν ζοῦμε μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔχουμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δυνατὴ πίστη.

***

Λοιπὸν ἂς δώσουμε ὅλη μας τὴν ἐμ­πιστοσύνη, ὅλη μας τὴν καλὴ διάθεση στὸν Κύριο, καὶ Ἐκεῖνος θὰ ἐνεργεῖ τὰ πάντα στὴ ζωή μας. Ἂς ἀνοίξουμε ὅλα τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς μας στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, κι Ἐκεῖνος θὰ πλημμυρίζει τὴν ὕπαρξή μας μὲ τὸ ζωογόνο καὶ εὐεργετικό Του φῶς!

 

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

2.

Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει (Ματθ. 9,27—34)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει δύο τυφλοὺς καὶ ἕνα κωφὸν δαιμονιζόμενον. (Ματθ. 9,27—34)
Ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασιν τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ Ἰαείρου, ἵνα μεταβῇ εἰς ἄλλην οἰκίαν. «Παράγοντι τῷ Ἰησοῦ ἐκεῖθεν» ἐνῷ ὁ Κύριος ἐπροχώρει ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἠκολούθησεν Αὐτὸν ὄχλος πολύς. Μετὰ τοῦ ὄχλου «ἠκολούθησαν δύο τυφλοὶ» πληροφορηθέντες, ὅτι διέρχεται ὁ Ἰησοῦς. Οἱ τυφλοὶ οὗτοι ὁδηγούμενοι ὑπὸ τοῦ θορύβου τοῦ πλήθους ἠκολούθουν τὸν Ἰησοῦν «κράζοντες καὶ λέγοντες ἐλέησον ἡμᾶς υἱὲ Δαυΐδ». Ὁ κοινὸς πόνος ἥνωσε τὰς καρδίας τῶν τυφλῶν καὶ προσευχόμενοι δὲν λέγουσιν ἐλέησόν με ἀλλὰ «ἐλέησον ἡμᾶς». Τὴν κοινὴν προσευχὴν δὲν παραβλέπει ὁ Κύριος. Οἱ τυφλοὶ οὗτοι ὀνομάζοντες τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ ἀναγνωρίζουσιν Αὐτὸν ὡς Μεσσίαν, διότι θὰ εἶχον ἀκούσει περὶ τῶν θαυμάτων αὐτοῦ. Ὁ Χριστὸς δοκιμάζων τὴν πίστιν των ἀφῆκεν αὐτοὺς νὰ φωνάζουσιν ἄνευ ἀπαντήσεως ἐκ μέρους Του, μέχρις ὅτου ἦλθεν καὶ εἰσῆλθεν εἰς οἶκόν τινα πιθανόν τοῦ Ματθαίου.

«Ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοὶ» προφανῶς, ἵνα ζητήσωσιν θεραπείαν. Ὁ Κύριος λέγει πρὸς αὐτοὺς «πιστεύετε, ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» Ἡ ἐρώτησις αὕτη τοῦ Κυρίου ἦτο νέα δοκιμασία τῆς πίστεως τῶν τυφλῶν. Οἱ τυφλοὶ ἀπαντοῦν. «Ναί, Κύριε» πιστεύομεν. Ἡ ἀμοιβὴ τῆς πίστεως των ἦτο ἄμεσος. Ὁ Κύριος, «ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων: κατὰ τὴν πίστιν ἡμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί». Ὁ Κύριος ἵνα διδάξῃ ἀποφυγὴν ἐπιδείξεως καὶ ἀποφύγῃ τὴν ἐκ τοῦ θαύματος τούτου ζηλοτυπίαν τῶν Ἰουδαϊκῶν ἀρχόντων, ἥτις ζηλοτυπία θὰ ἠμπόδιζε τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας, «ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς» αὐστηρῶς δηλαδὴ ἐτόνισεν εἰς τοὺς θεραπευθέντας τυφλοὺς λέγων «ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω», προσέξατε δηλαδή, ἵνα μὴ μάθῃ τὶς τι. Οἱ τυφλοὶ ὅμως ἀγνοοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀπαγορεύσεως ταύτης τοῦ Κυρίου καὶ ἀσυγκράτητοι εἰς τὴν εὐγνωμοσύνην πρὸς Αὐτὸν «ἐξελθόντες διεφήμισαν Αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ».

«Αὐτῶν δὲ ἐξερχoμένων» ἐκ τῆς οἰκίας «προσήνεγκαν αὐτῷ κωφὸν δαιμονιζόμενον» φέρουσι δηλαδὴ εἰς τὸν Ἰησοῦν κωφάλαλον οὐχὶ ἐκ φυσιολογικῆς παθήσεως, ἀλλ’ ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας. Τὸ δαιμόνιον τοῦτο ἐπιτιμηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἀναχωρεῖ. «Ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφὸς» ὁ κωφάλαλος ὁμιλεῖ καὶ ἀκούει.

«Οἱ ὄχλοι» oἱ ἀκολουθοῦντες τὸν Ἰησοῦν βλέποντες τὰ θαύματα ταῦτα ἐθαύμασαν λέγοντες˙ οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ˙». Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως φθονοῦντες καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ ἀρνηθῶσι τὸ θαῦμα ἀποδίδουσι τοῦτο εἰς δαιμονικὴν ἐνέργειαν καὶ ἔλεγον «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια». Ὁ Κύριος δὲν φαίνεται ἐδῶ νὰ ἀπήντησεν εἰς τοὺς Φαρισαίους, εἰς ἄλλας ὅμως ὁμοίας πρὸς αὐτὴν περιστάσεις καὶ θεραπείας, ὅπου κατηγόρησαν Αὐτόν, ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια, ἀπήντα διὰ λογικῶν ἐπιχειρημάτων.

Θέμα: Συκοφαντία.

Τὸν Κύριον ὀνομάζουν ἀρχιδιάβολον οἱ Φαρισαῖοι. Ἡ πρᾶξις αὕτη λέγεται συκοφαντία. Οἱ Φαρισαῖοι λοιπὸν συκοφαντοῦν. Ὁ Κύριος συκοφαντεῖται! Θέμα περὶ συκοφαντίας. Οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι συκοφαντοῦν, μᾶς δίδουν τὴν μίαν ὄψιν καὶ ὁ συκοφαντούμενος Κύριος τὴν ἑτέραν. Ἴδωμεν.

1) Συκοφαντεῖς: Οἱ Φαρισαῖοι συκοφαντοῦν, διότι τὸν Θεὸν λέγουν ἀρχιδιάβολον. Ἑπομένως συκοφαντία εἶναι, ὅταν τὸ καλὸν ὀνομάσῃς κακὸν ἤτοι τὴν εὐσέβειαν ὑποκρισίαν, τὴν ἀρετὴν ἀδυναμίαν, τὴν εὐσυνειδησίαν βλακείαν, τὴν ἐπιτυχίαν ἁπλὴν σύμπτωσιν, τὴν προσπάθειαν ἐγωϊσμὸν κ.λ.π. Καὶ συγκεκριμένως. Βλέπεις μίαν κυρίαν, ἡ ὁποία ἀφῆκε τὸν δρόμον τῆς κακίας καὶ ἐπῆρε τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς συσχηματίσασα ἀναλόγως τὴν κόμμωσίν της καὶ τὸ φόρεμα. Ὑποκρισία φωνάζεις! Ἡ Α΄ δεσποινὶς βλέπει τὴν Β΄, ἡ ὁποία παρ’ ὅλην της τὴν πτωχείαν προτιμᾷ νὰ μὴ ἔχῃ τὸν φίλον της ἀγωνιζομένη, καὶ ὀνομάζει ταύτην περιφρονητικῶς ἀνίκανον! Ἡ μεγάλη ἀρετὴ λέγεται ἀνικανότης, ἀδυναμία. Βλέπει ὁ Α΄ τὸν Β ΄ ὑπάλληλον, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ δωροδοκηθῇ καὶ νὰ πατήσῃ τὴν συνείδησίν του. Αὐτὸ εἶναι βλακεία, φωνάζει! Βλέπομεν τὴν ἁγιωτέραν προσπάθειαν καὶ τὴν θεωροῦμεν σατανικώτερον ἐγωϊσμόν, διότι δὲν παίρνει τὴν ἰδικήν μας εὐλογίαν! Βλέπομεν τὴν λαμπροτέραν ἐπιτυχίαν καὶ εἰρωνικῶς λέγομεν «ἔτυχε καὶ ἐπέτυχε». Ὁ ἄκρος ἀριστερὸς ὀνομάζει τὸν πατριώτην προδότην, ὁ ἄκρος δεξιὸς τὸν μὴ θέλοντα ἐκδίκησιν, ἀριστερόν, ἐγκληματίαν.

Τὸ μυστικόν τῆς συκοφαντίας εἶναι βαθὺ καὶ μυστικόν. Ἐλέγχει, διότι ἐλέγχεται. Μάλιστα! Ἐλέγχει συκοφαντοῦσα ἡ νεαρὰ χήρα τὴν εὐσεβῆ νεαρὰν χήραν, διότι ἐλέγχεται ἡ κόμμωσις, τὸ ντύσιμό της ποὺ εἶναι ἄσεμνα ἀπὸ τὰ σεμνὰ ἐνδύματα τῆς εὐσεβοῦς χήρας. Ἐλέγχει ὁ Α΄ ὑπάλληλος τὸν Β΄ τὸν εὐσεβῆ εὐσυνείδητον ὡς βλάκα, διότι ἐλέγχεται ὑπὸ τῆς εὐσυνειδησίας του. Συκοφαντεῖ ἡ Α΄ τὴν Β΄ ὡς ὀπισθοδρομικήν, διότι δὲν ἔχει φίλον. Αὐτὸ γίνεται, διότι ἡ ἐλέγχουσα ἔχει τὸν ἰδικὸν της φίλον καὶ ἐλεγχομένη ὑπὸ τῆς ἄλλης σιωπηρῶς, συκοφαντεῖ, ἐλέγχει ταύτην ἐκφώνως. Συκοφαντεῖ ἄλλος ἄλλον ὡς ἐγωϊστὴν καὶ τὸ ἔργον του ὡς ἁπλῆν σύμπτωσιν, διότι ὄχι μόνον ἐλέγχεται ἀλλὰ καίεται ὑπὸ τῆς ζηλοτυπίας.

Εἴδομεν τὸ βάθος τῆς κακίας τῆς συκοφαντίας! Ἂς ἴδωμεν καὶ τὴν καμουφλαρισμένην ἐπιφάνειαν. Οἱ συκοφαντοῦντες λέγουν˙ Ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρήσῃ. Δὲν τὸ λέγω ἐγὼ αὐτό, ὁ κόσμος τὸ λέγει. Καὶ ὁ Χρυσόστομος ἀπαντᾷ, «τί οὖν λέγεις, εἰ οὐ πιστεύεις ; Τί πιστὸν αὐτὸ ἐργάζῃ τῇ πολλῇ φήμη; Τί διαπορθμεύεις; Ἤκουσας λόγον; Ἐναποθανέτω σοι. Θάρσει! Οὐ μὴ σὲ ῥήξῃ! Πόσα κακὰ ἐντεῦθεν ἐργάζει; Παροργίζεις τὸν Θεόν, λυπεῖς τὸν πλησίον, ὑπεύθυνον σαυτὸν τῇ κολάσει ποιεῖς». Ὄχι μόνον τὸ βάθος, ὄχι μόνον ἡ ἐπιφάνεια τῆς συκοφαντίας δεικνύουν τὴν κακίαν ταύτην ἀλλὰ καὶ ἡ λέξις. Ὁ Σατανᾶς λέγεται διάβολος, διότι διαβάλλει, συκοφαντεῖ. Ἑπομένως καὶ σύ, ποὺ συκοφαντεῖς, εἶσαι καὶ λέγεσαι διάβολος. Δὲν συκοφαντῶ ἀλλὰ συκοφαντοῦμαι, θὰ εἴπῃς. Ἂς ἴδωμεν.

2) Συκοφαντοῦμαι. Ταράσσομαι! Ταράσσομαι δέ, διότι μοῦ ἐσυκοφάντησε τὸ πολυτιμότερον, τὴν ἠθικήν μου καὶ ἔγινε καὶ πιστευτός. Ἄκουσον! Δὲν εἶναι καιρὸς διὰ ταραχήν, ἀλλὰ διὰ σκέψιν, διὰ φιλοσοφίαν. Πράγματι! Καὶ ἰδοὺ ἡ πρώτη σκέψις ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν στενοχώρια. Στενοχωροῦμαι! Ἔτσι καὶ ὁ ἄλλος στενοχωρεῖται, ὅταν καὶ σὺ καμμιὰ φορά τὸν συκοφαντήσῃς. Ἡ στενοχώρια σου αὐτὴ εἶναι ὁ καλύτερος ἱεροκήρυξ, ὁ συγκινητικώτερος διὰ τὴν ἀποφυγὴν τῆς συκοφαντίας.

Πλὴν αὐτοῦ ποσάκις ἡ συκοφαντία τοῦ ἄλλου πρὸς ἡμᾶς εἶναι ἀντίλαλος τῆς ἰδικῆς μας φωνῆς τῆς συκοφαντίας, ἡ ὁποία ἠχηθεῖσα καὶ ἀντηχηθεῖσα ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ τὰς χαράδρας ἐπιστρέφει ἀγνώριστος εἰς τὰ αὐτιά μας ; Μὴ μοῦ λέγεις ὅτι σὺ δὲν ἐσυκοφάντησες, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν χάριν τοῦ Θεοὺ—καὶ πρέπει νὰ ἔχῃ μεγάλην χάριν—να μὴ συκοφαντῇ, θὰ ἔχῃ τὴν χάριν καὶ δύναμιν ὄχι νὰ μὴ συκοφαντῆται, ἀλλὰ νὰ ἠρεμῇ καὶ νὰ φιλοσοφῇ, ὅταν συκοφαντῆται. Ἰδοὺ ἡ πρώτη σκέψις, τὸ πρῶτο μυστικὸ ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἔχῃς γιὰ φυλαχτό.

Ἀλλὰ ἂς ὑποθέσωμεν, ὅτι εἶσαι ἐν τάξει. Δὲν συκοφαντεῖς, ἀλλὰ σὲ συκοφαντοῦν. Ὁ Χρυσόστομος λέγει. «Καὶ τί τοῦτο; τοῦ Θεοῦ ὄντος τοῦ μέλλοντος ἀπαιτεῖν εὐθύνας καὶ οὐκ ἐκείνων τῶν ἀκουσάντων ; Καὶ σὲ μὲν πρὸς ἀνθρώπους διέβαλε, αὐτὸς δὲ πρὸς Θεὸν διεβλήθη. Καὶ ὁ Δεσπότης σου διεβλήθη καὶ ὑπὸ Σατανᾶ καὶ ὑπὸ ἀνθρώπων. Καὶ οὐ διεβλήθη μόνον ἀλλὰ καὶ ἐπιστεύθη. Διέβαλε οὐ τὰ τυχόντα ἀλλὰ τὰ μέγιστα ὀνείδη. Καὶ γὰρ δαιμονιῶντα Αὐτὸν ἐκάλεσαν καὶ πλάνον καὶ ἀντίθεον. Εὐεργετήσας ἔπαθες κακῶς; Δία τοῦτο χαῖρε ὅτι τῷ Θεῷ γέγονας ὅμοιος τῷ ἀνατέλλοντι ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς». Ἰδοὺ τὸ δεύτερον φυλαχτὸ σοὺ˙ Ὁ Κύριός σου διεβλήθη, ἐσυκοφαντήθη. Σὺ τί εἶσαι;

Ἀλλά μοῦ εἶπες, ὅτι σοῦ ἔκαμε μεγάλα κακά. «Ὅσα γὰρ ἂν εἴπῃς τοσούτῳ μᾶλλον δεικνύεις αὐτὸν εὐεργέτην. Ὅρα ὅσα κερδαίνεις πρᾴως τῶν ἐχθρῶν φέρων τὰς ἐπηρείας. Πρῶτον ἁμαρτημάτων ἀπαλλαγήν, δεύτερον καρτερίαν καὶ ὑπομονήν, τρίτον ἡμερότητα καὶ φιλανθρωπίαν. Ὁ γὰρ τοῖς λυποῦσι μὴ ὀργιζόμενος πολλῷ μᾶλλον τοῖς φίλοις ἐπιτήδειος ἔσται. Πρὸς τούτοις αἰδέσιμος ἔσῃ καὶ τοῖς ἐχθροῖς, κἄν δαίμονες ὦσι. Μᾶλλον δὲ οὐδὲ ἐχθρὸν ἕξεις διακείμενος οὕτως. Τὸ δὲ πάντων μεῖζον τὴν τοῦ Θεοῦ κερδανεῖς φιλανθρωπίαν, κἄν ἠμαρτηκώς ᾖ τεύξῃ συγγνώμης, κἄν κατωρθωκώς πλείονα παρρησίαν λήψῃ» δηλαδὴ : ὅσα τυχὸν εἴπῃς, ὅτι σὲ ἐσυκοφάντησε, τόσον περισσότερον ἀναδεικνύεις αὐτὸν εὐεργέτην. Πρόσεξε πόσα κερδίζεις μὲ τὴν πρᾳότητα καὶ μὲ τὸ νὰ ὑπομένῃς τὰς συκοφαντίας τῶν ἐχθρῶν. Πρῶτον κερδίζεις τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα σου, δεύτερον τὴν καρτερίαν καὶ τὴν ὑπομονήν, τρίτον τὴν ἡμερότητα καὶ τὴν φιλανθρωπίαν. Διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ὀργίζεται μὲ ἐκείνους, ποὺ τὸν συκοφαντοῦν καὶ στενοχωροῦν, πολὺ περισσότερον φίλος θὰ εἶναι εἰς τοὺς φίλους. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ θὰ εἶσαι σεβαστὸς καὶ εἰς τοὺς ἐχθρούς, ἔστω κι’ ἂν εἶναι δαίμονες. Ἤ διὰ νὰ εἴπω καλύτερον οὕτω φερόμενος, δὲν θὰ ἔχῃς ἐχθρόν. Τὸ μεγαλύτερον ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅτι ὑπομένων τὰς συκοφαντίας θὰ κερδίσῃς τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἂν ἔχῃς ἁμαρτήσῃ, θὰ τύχῃς συγχωρήσεως, ἂν εἶσαι ἐνάρετος, θὰ λάβῃς περισσοτέραν παρρησίαν.

Τρομερὸν παράδειγμα τιμωρίας συκοφαντῶν εἶναι τὸ ἀκόλουθον. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγ. Νάρκισσος εἶχεν ἐξεγείρει καθ’ ἑαυτοῦ τὸ μῖσος τῶν κακῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ἤλεγχε πρὸς μετάνοιαν. Τρεῖς ἐξ αὐτῶν τὸν ἐσυκοφάντησαν δι’ ἔγκλημα φοβερὸν καὶ μεθ’ ὅρκου ἐβεβαίωνον τοῦτο. Ὁ μὲν πρῶτος ἔλεγεν˙ «νὰ καῶ, ἂν δὲν εἶναι ἀληθῆ αὐτὰ ποὺ λέγω». Ὁ δεύτερος προσθέτει˙ «Νὰ ἀποθάνω μὲ σκληράν ἀσθένειαν, ἂν ψεύδωμαι» καὶ ὁ τρίτος ἔλεγε «νὰ χάσω τὴν ζωήν μου». Ὅ,τι εἶπαν ἔγινε. Πυρκαγιὰ ἐξερράγη εἰς τὸν οἶκον τοῦ πρώτου καὶ ἐκάη οἰκογενειακῶς, ὁ δεύτερος προσεβλήθη ὑπὸ νόσου καὶ ἀπέθανε καὶ ὁ τρίτος συγκινηθείς ἐκ τῶν δυστυχημάτων τούτων ἔχυσε τόσα δάκρυα, ὥστε ἔχασε τὴν ζωήν του.

Ὥστε δὲν πρέπει νὰ ταράσσεσαι, ὅταν συκοφαντῆσαι, διότι οὔτε μόνος σου εἶσαι, ἔχεις σύντροφον τὸν Θεόν, οὔτε καὶ κακὸν δύναται τις νὰ σοῦ κάμῃ.

Ἰδοὺ πόσον κακόν, εἶναι ὅταν συκοφαντῇς, πόση ἡ ὠφέλεια, ὅταν συκοφαντῆσαι. Προσοχή, λοιπὸν καὶ ὑπομονή!

3.

Τὰ θαύματα τοῦ θεοῦ καὶ ἡ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Οἱ θαυματουργικὲς θεραπεῖες δύο τυφλῶν καὶ ἑνὸς κωφοῦ ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀντιπροσωπευτικὲς πολλῶν ἀνάλογων περιστατικῶν ποὺ συναντᾶμε πολὺ συχνὰ στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Θεμελιώδεις παράμετροι καὶ αὐτῶν τῶν θαυμάτων εἶναι ἡ ζωντανή, ἐπίμονη καὶ δυνατὴ πίστη τῶν ἀσθενῶν, ἡ μοναδικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δίψα τῆς σωτηρίας.

Πίστη καὶ θαῦμα

Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι μόνο ἕνα ἔκτακτο καὶ ὑπερφυσικὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς καταπλήσσει καὶ μᾶς ἐντυπωσιάζει. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δύναμης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ εὐεργετήσει, νὰ θεραπεύσει, νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ τονώσει τὸν πάσχοντα καὶ ἀδύνατο ἄνθρωπο. Τὸ πραγματικὸ θαῦμα εἶναι σημάδι καὶ γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς πίστης, ἀλλὰ καὶ ἐγγύηση τῆς ἀλήθειας τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Ἀπαλλαγμένο ἀπὸ καθετὶ ἐγωιστικὸ καὶ ἰδιοτελές, δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἐπίδειξη καὶ τὴν ἐκμετάλλευση, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴ γελοιοποίηση τῆς πίστης. Τὸ θαῦμα εἶναι καρπὸς τῆς πίστης καὶ συνέπεια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἰκοδομεῖ πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν στερεώνει στὴ δύσβατη χριστιανικὴ ζωή. Ἡ πίστη ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα καὶ ὄχι τὸ θαῦμα στὴν πίστη. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἄρνηση τοῦ Κυρίου νὰ κάνει θαύματα στοὺς κατοίκους τῆς Ναζαρὲτ ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους. Ἕνα τέτοιο θαῦμα θαμπώνει τὸ βλέμμα, ξαφνιάζει, δημιουργεῖ ἀπορία καί, κάποτε, ἀντίδραση.

Γιὰ τὸν πιστό, ὅμως, κάθε θαῦμα εἶναι ἕνα παράθυρο ποὺ ἀνοίγει στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς τὸν ὑπερβατικὸ κόσμο τοῦ Θεοῦ. Μοιάζει μὲ μία ἀστραπὴ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς λογικῆς καὶ τῆς φθορᾶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε γιὰ λίγο αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργηθήκαμε καὶ αὐτὸ στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ φθάσουμε στὴν αἰωνιότητα. Τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μιὰ ὕπαρξη καὶ ζωὴ χωρὶς πόνο, δάκρυα, ἀρρώστια, φθορά, θάνατο. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ στὴν ἀγωνία καὶ τὰ δάκρυα τῆς γῆς. Τὸ θαῦμα μπορεῖ νὰ στερεώνει καὶ νὰ οἰκοδομεῖ τὴν πίστη, εἶναι, ὅμως, προσωρινό, γιατί, ἔστω καὶ ἂν θεραπευθοῦμε ἀπὸ μιὰ ἀρρώστια, ἔστω καὶ ἂν ὑπερνικήσουμε μιὰ δυσκολία, θὰ ἀρρωστήσουμε ξανὰ καὶ θὰ συναντήσουμε καὶ ἄλλη δυσκολία.

Ὅμως ἐμεῖς πήραμε δύναμη νὰ συνεχίσουμε. Συνειδητοποιήσαμε ὅτι τὸ κάθε θαῦμα στὴ ζωὴ μας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε καὶ μιᾶς σοφίας ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, ἀλλὰ ποὺ καλούμαστε, ὡστόσο, νὰ πιστεύσουμε, γιατί μόνο ἐκείνη ξέρει πότε καὶ τί πρέπει νὰ δίνει στὸν καθένα μας. Μιὰ τέτοια πίστη, ἕνα τέτοιο βίωμα ἐμπιστοσύνης στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγὴ δυνάμεως, ὅταν πρόσωπα, καταστάσεις καὶ γεγονότα μᾶς ἀπογοητεύουν, μᾶς πτοοῦν καὶ μᾶς λυγίζουν. Καὶ πορευόμαστε περιμένοντας νὰ ἀκούσουμε «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν», ἂς γίνει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας.

Ὁ ἀρνητισμὸς ἀπέναντι στὸ θαῦμα

Ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ συναντᾶ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, τότε δὲν πραγματώνεται μόνο τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ἀλλὰ καὶ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀντίδραση τῶν φαρισαίων ἀπέναντι στὸ θαῦμα εἶναι ἀξιοπρόσεκτη. Οἱ φαρισαῖοι δὲν ἀρνοῦνται τὸ θαῦμα, ἀλλὰ παραμορφώνουν ἐπικίνδυνα τὴν πραγματικότητα, διαστρεβλώνουν τὴν ἀλήθεια. Ἀναποδογυρίζουν τὴν πραγματικότητα, ποὺ εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ταλαιπωρημένο καὶ ἀγνώριστο ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο, ἀποδίδοντας τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στὶς δαιμονικὲς δυνάμεις· θὰ ἦταν, ὅμως, παιδαριῶδες καὶ ἁπλοϊκὸ νὰ δοῦμε στὴ συμπεριφορὰ τῶν φαρισαίων μόνο τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἀδίκησαν, κατηγόρησαν καὶ συκοφάντησαν ἀδίστακτα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ στάση τους ἀποκαλύπτει τοὺς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς οἱ ὁποῖοι ἔχουν μιὰ ἀντεστραμμένη συνείδηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς. Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐγκλωβισμένοι μέσα στὸν ὀρθολογισμὸ τους ἀπορρίπτουν ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ὀφθαλμοφανῆ καὶ ὁλοφάνερα θαύματα. Αὐτοὶ ποὺ σὲ κάθε θαῦμα βλέπουν ψυχολογικὰ αἴτια καὶ φαινόμενα, φαντασιώσεις καὶ αὐθυποβολές, φυσικὰ αἴτια, τυχαῖες συμπτώσεις καὶ ἀνεξήγητες συγκυρίες. Ὄχι, δὲν ὑπάρχουν ἀποδείξεις «λογικῆς» γιὰ τὰ θαύματα. Τὰ θαύματα τὰ ἀναγνωρίζουν οἱ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄλλοι δὲν θέλουν νὰ τὰ δοῦν.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ἂν νεκρώσουμε τὴν ἀλαζονεία τῆς λογικῆς μας καὶ τὴν ἐμπάθεια τοῦ ἐγωισμοῦ μας, θὰ μπορέσουμε νὰ ἀναστηθοῦμε σὲ μία νέα ζωή, ὅπου θὰ βλέπουμε καὶ θὰ καταλαβαίνουμε τὰ συνεχῆ θαύματα τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

4.

Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. 9, 27-35)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυίδ»

Πολλὰ θαύματα ἔγιναν μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος, ὅταν πήγαινε πρὸς τὸ πάθος Του, εἶπε: «Ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω» (Ἰωάν. 14,13). Ἐπίσης, ὅταν ἀναλαμβανόταν στοὺς οὐρανοὺς κι ἔδιδε τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες στοὺς μαθητές Του, πάλι τοὺς τόνισε: «Ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς…» (Μάρκ. 16,17). Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ θὰ ἔκαναν θαύματα οἱ Ἀπόστολοι. Πράγματι ἔτσι ἔγινε. Τὸν χωλὸ ποὺ καθόταν ἔξω ἀπ’ τὸ Ναό, οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης τὸν θεράπευσαν ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 3,6). Ἂς δοῦμε μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας.

Τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ

Σήμερα ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τοὺς δύο τυφλοὺς νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ζητοῦν ἀπ’ Αὐτὸν νὰ τοὺς ἐλεήσει (Ματθ. 9,27). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει πὼς δὲν πῆγαν ἁπλῶς νὰ συναντήσουν τὸ Χριστό, «ἀλλὰ μεγάλα βοῶντες καὶ οὐδὲν ἕτερον ἢ ἔλεον προβαλλόμενοι», δηλαδὴ φώναζαν πολὺ δυνατά, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τίποτε ἄλλο δὲ ζητοῦσαν παρὰ νὰ ἐπιδείξει ἔλεος σ’ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς. Τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλὰ θεῖο καὶ οὐράνιο. Δὲ δόθηκε στὸ Χριστὸ ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἀπ’ τὸν οὐράνιο Πατέρα Του (Ματθ. 1,21). Εἶναι τὸ γλυκὺ μελέτημα τοῦ νοῦ, τῆς γλώσσας καὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ἀναφέρει πὼς κάποιος Χριστιανὸς πέθανε πάνω στὸν τάφο τοῦ Κυρίου φωνάζοντας «Ἰησοῦ Χριστέ, γλυκεῖα ἀγάπη». Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ φανερώνονται μέσα στὰ ὀνόματα, ὅπως π.χ. σοφία, εἰρήνη, χαρά, Κύριος, Βασιλεύς, Θεὸς κ. ἄ. Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀφηρημένη, ἀλλ’ ἀπευθύνεται σ’ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο ποὺ ἔχει ὄνομα κι εἶναι ζωντανὸ πρόσωπο, ποὺ μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει καὶ νὰ ἔλθει σ’ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ τὸ πρόσωπο εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἦλθε σ’ ἐπικοινωνία μαζί μας, μᾶς ἀγάπησε, ἔγινε ἄνθρωπος παρομοιοπρόσωπος μέ μᾶς.

Τὸ ὄνομά Του συνδέεται μὲ τὴ σωτηρία μας. Κάτω ἀπὸ τὸ ὄνομα αὐτὸ θὰ βροῦμε τὴ σωτηρία μας, εἶπαν οἱ Ἀπόστολοι στοὺς ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ (Πράξ. α,ι΄ 2). Τὸ ὄνομα Ἰησοῦς ἔχει περιεχόμενο ἀνεξάντλητο. Εἶναι ὀντολογικὰ συνδεδεμένο μ’Αὐτόν. Εἶναι ἕνα κανάλι μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔρχεται χάρη σέ μᾶς καὶ γεμίζει ὅλο τὸ εἶναι μας μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μᾶς μεταδίδει ζωὴ καὶ δύναμη.

Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ

Ἡ ἐπίκληση τῶν δύο τυφλῶν, δηλαδὴ «ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυίδ» (Ματθ. 9,27), εἶναι μιὰ παραλλαγὴ τῆς γνωστῆς προσευχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς» ποὺ συνηθίζουμε νὰ χαρακτηρίζουμε ὡς εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ εὐχὴ αὐτὴ δὲν εἶναι ἐφεύρεση τῶν μοναχῶν, ἀλλ’ ὅπως εἴδαμε παραπάνω, τὴν προσευχὴ αὐτὴ τὴ συνέστησε ὁ Χριστὸς καὶ τὴ χρησιμοποίησαν οἱ Ἀπόστολοι. Εἶναι ἕνα μαστίγιο ἐναντίον τῶν δαιμόνων: «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους», γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ κρύβει μέσα της τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι Υἱὸς τοῦ Πατέρα καὶ τὸ ἔλεος καὶ ἡ χάρη ἔρχεται σὲ μᾶς μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ εὐχὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ποὺ συνεχῶς τὴ χρησιμοποιεῖ, δύναμη, ἐγρήγορση, καθαρότητα νοῦ, τὸ χάρισμα τῶν ζωοποιῶν δακρύων, ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, πόθο γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ γενικὰ συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό.

Ἡ χρησιμοποίηση τῆς εὐχῆς

Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ καρποφορήσει ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, θὰ πρέπει νὰ ταπεινώσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ν’ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστό. Ἕνας ἁγιορείτης ἔλεγε πώς, ὅταν λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς», νὰ τονίζουμε τὸ ρῆμα, δηλαδὴ «ἐλέησον ἡμᾶς», ὅπως τὸ τόνιζαν οἱ σημερινοὶ τυφλοί τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ ταπεινώνουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ κλαῖμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ν’ ἀναγνωρίζουμε στὸ Θεὸ τὴν προτεραιότητα στὴ ζωή μας κι ἔτσι θὰ ἔχουμε καρποφορία μέσα μας. Ὅταν λέμε τὰ λόγια μὲ μιὰ πνευματικὴ ξηρότητα καὶ χωρὶς ν’ ἀγαπᾶμε Αὐτὸν ποὺ ἐπικαλούμεθα, τότε δὲν μποροῦμε νὰ καρποφορήσουμε πνευματικά. Ἡ χωρὶς προσοχὴ προσευχὴ ἀφήνει μέσα μας ἕνα κενό.

Ἀδελφοί μου,

Τὰ λόγια ποὺ εἶπαν οἱ τυφλοί, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ἦταν ἕνα θερμὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς» κι ὅμως βρῆκαν ἕνα ἀχανὲς πέλαγος σωτηρίας. Ἂς προσευχηθοῦμε κι ἐμεῖς λέγοντας τὴν εὐχὴ ζωντανά, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός.

5.

Τὰ ὅρια μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ ἀγάπης(Ρωμ.15,1-7)

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

 

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς, ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου, εἶναι σὲ Νεοελληνικὴ μετάφραση τὸ ἑξῆς:

«Ἀδελφοί, ὅσοι ἔχουμε δυνατὴ πίστη ὀφείλουμε νὰ ἀνεχόμαστε τὶς ἀδυναμίες αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἀδύναμη πίστη, καὶ νὰ μὴν κάνουμε ὅ,τι ἀρέσει σ’ ἐμᾶς. Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ καθενός μας νὰ εἶναι ἀρεστὴ στὸν πλησίον, ὥστε νὰ τὸν βοηθάει νὰ προκόβει στὸ ἀγαθὸ κι ἔτσι νὰ συντελεῖ στὴν οἰκοδομὴ τῆς ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, κι ὁ Χριστὸς δὲν ἔζησε γιὰ νὰ εὐαρεστήσει τὸν ἑαυτό του, ἀλλά, ὅπως λέει ἡ Γραφή, οἱ ὕβρεις ὅσων σ’ ἔβριζαν, Θεέ, ἔπεσαν πάνω μου. Νὰ ξέρετε ὅτι ὅσα γράφτηκαν στὶς Γραφές, ἔχουν γραφτεῖ γιὰ νὰ μᾶς διδάσκουν. Ἔτσι, μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐνθάρρυνση ποὺ δίνει ἡ Γραφή, θὰ στηριχτεῖ ἡ ἐλπίδα μας. Εἴθε ὁ Θεός, ποὺ χαρίζει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐνθάρρυνση, νὰ σᾶς δώσει τὴν ὁμόνοια σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὅλοι μαζὶ μὲ μία φωνὴ θὰ δοξάζετε τὸν Θεό, τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νὰ δέχεστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅπως δέχτηκε κι ἐσᾶς ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς» (Ρωμ.15,1-7).

Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας εἶναι ἡ συνύπαρξη τοῦ χριστιανοῦ μὲ τὸν ἄλλον ἀδελφὸ ἐντός τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, ἐντός τῆς κοινωνίας γενικότερα. Ἡ συνύπαρξη τῶν ἀδελφῶν δημιουργεῖ αὐτονόητα καθήκοντα, ὑποχωρήσεις καὶ ὑποχρεώσεις. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀποτελεῖ θεμελιώδη διδασκαλία τοῦ Ἀπ. Παύλου, δὲν σημαίνει μὲ κανένα τρόπο ἀσυδοσία καὶ ἀνυπαρξία περιορισμῶν. Ὁ περιορισμὸς ποὺ θέτει ὁ Ἀπ. Παῦλος συνίσταται στὸν σεβασμὸ τῆς ἐλεύθερης προσωπικότητας τοῦ ἀδελφοῦ. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὰ ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος στὴν περικοπὴ αὐτὴ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες ποὺ προϋποθέτει ἡ ἐπιστολή.

Ὁ Παῦλος τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφει τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ἔχει ἤδη κηρύξει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ «ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς τὴν Ἰλλυρία» (Ρωμ.15,19), φιλοτιμούμενος νὰ εὐαγγελίζεται σὲ τόπους «ὅπου δὲν εἶχε ἀκόμη ἀκουστεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, γιατί δὲν ἤθελε νὰ οἰκοδομεῖ πάνω σὲ θεμέλια ἄλλων» (Ρωμ. 15,20). Πρόκειται σὲ λίγο νὰ κατευθυνθεῖ στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ φέρει τὰ βοηθήματα ποὺ συγκέντρωσαν οἱ χριστιανοὶ τῆς Μακεδονίας καὶ Ἀχαΐας γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ κατόπιν νὰ ἱκανοποιήσει τὴν «ἀπὸ ἱκανῶν ἐτῶν» σφοδρὴ ἐπιθυμία του νὰ δεῖ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης καὶ νὰ «προπεμφθῆ» ἀπ’ αὐτοὺς στὴν Ἱσπανία (Ρωμ.15,23-26• βλ. καὶ Πρὰξ 23,11). Ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος βρίσκεται πρὸς τὸ τέλος τῆς γ΄ περιοδείας του καὶ μάλιστα στὴν Κόρινθο (ἔτος 57). Ἐκεῖ γράφει τὴν πρὸς Ρωμαίους, μετὰ ἀπὸ πλούσια ἱεραποστολικὴ καὶ συγγραφικὴ δραστηριότητα. Ἔχει ἤδη κηρύξει τὸ εὐαγγέλιο στὸ ἀνατολικὸ μέρος τῆς αὐτοκρατορίας καὶ μετὰ τὸ ταξίδι του στὰ Ἱεροσόλυμα σκοπεύει νὰ μεταθέσει τὴν ἱεραποστολική του δραστηριότητα στὴ Δύση μὲ πιθανὸ κέντρο τὴν Ρώμη.

Τὴν καρδιὰ τοῦ Παύλου συνέχει ἡ σκέψη τῆς ὑποδοχῆς ποὺ θὰ ἔχει στὰ Ἱεροσόλυμα («Τώρα πηγαίνω στὴν Ἱερουσαλήμ, μὴ γνωρίζοντας τί θὰ συναντήσω ἐκεῖ», Πρὰξ. 20,22) καὶ τῆς πρώτης ἐπαφῆς του μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Σὲ σχέση μὲ τὰ δύο αὐτὰ ταξίδια πρέπει νὰ ἐξεταστεῖ ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο γράφει τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή. Θέλει ἁπλῶς νὰ προετοιμάσει τὸ ἔδαφος γιὰ τὴ μελλοντικὴ ἐπίσκεψή του στὴ Ρώμη, ἐκθέτοντας τὸ εὐαγγέλιο ποὺ κηρύττει; Θέλει νὰ ἀπολογηθεῖ ἔναντι τῶν Ἰουδαϊζόντων ὑπογραμμίζοντας τὴ σπουδαιότητα τοῦ Νόμου μέσα στὴ λυτρωτικὴ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωρινὸ χαρακτήρα τῆς ἀπόρριψης τοῦ Χριστοῦ ἐκ μέρους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ; Ἢ μήπως παίρνει θέση ἔναντι τῶν ἐλευθεριαζόντων ποὺ παρανοοῦν τὴ διδασκαλία του καὶ τὴν τοποθέτησή του ὡς πρὸς τὸ Νόμο καὶ τονίζει ἔναντι αὐτῶν τὶς ἠθικὲς συνέπειες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ βάπτισμα (Ρωμ.6,1 ἑξ.); Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς ὑποθέσεις ὑποστηρίζονται ἀπὸ πολλοὺς ἐρευνητές.

Πολὺ ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ ἄποψη, ἡ ὁποία τοποθετεῖ τὸν σκοπὸ συγγραφῆς τῆς ἐπιστολῆς μέσα στὰ πλαίσια τῶν ἱστορικῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἰουδαϊκὴ κοινότητα τῆς Ρώμης ἦταν ἰσχυρὴ καὶ πολυάριθμη, ὅπως μαρτυρεῖται ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς συναγωγὲς καὶ τὰ κοιμητήρια τοῦ 1ου αἰώνα ποὺ ἔφερε στὸ φῶς ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη στὴ Ρώμη. Μὲ τὸ διαταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Κλαυδίου τὸ ἔτος 49 μ.Χ., πολλοὶ Ἰουδαῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἰταλία καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ πολλοὶ ἰουδαιοχριστιανοί, γιατί φυσικὰ οἱ Ρωμαϊκὲς ἀρχὲς δὲν μποροῦσαν ἀκόμη νὰ διακρίνουν μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Χριστιανῶν. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κλαυδίου (54 μ.Χ.) πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ ἰουδαιοχριστιανοὶ ἐπανῆλθαν στὴ Ρώμη καὶ τότε εἶναι ἐνδεχόμενο οἱ ἐθνικοχριστιανοὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ποὺ ἦταν φαίνεται οἱ περισσότεροι, νὰ ἔδειξαν ὑπεροπτικὴ καὶ περιφρονητικὴ στάση πρὸς τοὺς ἰουδαιοχριστιανοὺς ποὺ ἐπέστρεψαν (βλ. Ρωμ.11,17-25. 14,3 10. 15,25-27). Ὁ Παῦλος, ποὺ μποροῦσε βέβαια νὰ ἔχει τὶς πληροφορίες του ὅπως συνέβαινε καὶ μὲ ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀκόμη καὶ μ’ αὐτὲς ποὺ δὲν ἵδρυσε ὁ ἴδιος ἀλλὰ ἕνας συνεργάτης του (π.χ. Κολοσσές), ἤθελε νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀμοιβαία παραδοχὴ καὶ σὲ ἀλληλοσεβασμὸ τοὺς ἰουδαιοχριστιανοὺς καὶ ἐθνικοχριστιανοὺς τῆς Ρώμης. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἐκφράσεις «δυνατοὶ» ἀδελφοὶ καὶ «ἀδύνατοι» ἢ «ἀσθενοῦντες» (Ρωμ.15,1. 14,1-2), καθὼς καὶ ἡ προτροπὴ τοῦ τελευταίου στίχου τοῦ ἀναγνώσματος «Νὰ δέχεστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅπως δέχτηκε κι ἐσᾶς ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός». Ἔτσι ἐξηγοῦνται ἐπίσης καὶ ἡ συχνὴ χρήση τῶν ὅρων Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες στὴν ἐπιστολὴ (βλ. Ρωμ.1, 14-16. 2,9• 10. 3,9-29. 9,23. 10,12. 11,13-25).

Βέβαια δὲν ἔχουμε ἄλλα στοιχεῖα ἢ πληροφορίες γιὰ νὰ δεχτοῦμε τὴν ἄποψη αὐτὴ ὡς τὴ σωστότερη, εἶναι ὅμως ἄξια προσοχῆς. Ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση ποὺ συνέβαινε κάτι τέτοιο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκλείσουμε καὶ τὴν πρόθεση τοῦ Παύλου νὰ προετοιμάσει μὲ τὴν ἔκθεση αὐτὴ τοῦ «εὐαγγελίου» τοῦ τὴν ἐπίσκεψή του στὴ Ρώμη. Ἄλλωστε ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων διαπιστώνουμε ὅτι ὁ σκοπὸς αὐτὸς τοῦ Παύλου ἐκπληρώθηκε: Ὅταν ἀργότερα, μετὰ τὴ σύλληψή του στὴν Ἱερουσαλήμ, πηγαίνει στὴ Ρώμη γιὰ νὰ δικαστεῖ, ἦλθαν οἱ ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴ Ρώμη νὰ τὸν συναντήσουν: «Οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖ ἄκουσαν γιά μᾶς καὶ βγῆκαν νὰ μᾶς προϋπαντήσουν ὥς τὴν Ἀγορὰ τοῦ Ἀππίου καὶ τὶς «Τρεῖς Ταβέρνες». Ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Παῦλος, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ ἀναθάρρησε» (Πρὰξ 28,15).

Σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω πιθανὴ ὑπόθεση ἡ ὑπεροπτικὴ στάση τῶν ἐξ ἐθνῶν χριστιανῶν ἔναντι τῶν ἐξ ἰουδαίων ὁδήγησε σὲ ἀνάρμοστες συμπεριφορὲς τῶν πρώτων ποὺ θέλει νὰ διορθώσει ὁ Παῦλος λέγοντας ὅτι τὸ νὰ αἰσθάνεται κάποιος δυνατὸς στὴν πίστη καὶ νὰ περιφρονεῖ τὸν ἀδύναμο καὶ ἀσθενέστερο δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὶς χριστιανικὲς ἀρχές. Ὁ δυνατὸς μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται ἐλεύθερος ἔναντι νομικῶν διατάξεων ποὺ ἴσως τηροῦσαν οἱ ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοί, ἡ ἐλευθερία ὅμως αὐτὴ ἔχει ὅρια καὶ τὰ ὅρια βρίσκονται στὸν σεβασμὸ τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀδελφοῦ χριστιανοῦ.

Σήμερα δὲν ὑφίσταται στὴν κοινωνία μας τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ Παῦλος, ἡ ἀπάντηση ὅμως ποὺ δίνει ὑπερβαίνει τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰσχύει διαχρονικά: Ἡ ἐλευθερία τοῦ χριστιανοῦ – ποὺ ὡς γενικὴ ἀρχὴ τονίζεται ἰδιαίτερα στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου – ἔχει κάποιο ὅριο καὶ τὸ ὅριο αὐτὸ εἶναι ὁ σεβασμὸς τῆς προσωπικότητας καὶ τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀδελφοῦ.

6.

Σχετικὰ μὲ τὴν θεραπεία (Ματθ 9, 27-35)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Ἀπόσπασμα ἀπο μιὰ ὁμιλία στὶς 22.11.1987
Ὑπάρχουν πολλὰ κείμενα στὸ Εὐαγγέλιο ὅπου ὁ Χριστὸς ἔχοντας στραφεῖ σ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ εἶναι ἄρρωστο νοητικὰ ἤ σωματικὰ τοῦ κάνει μία ἐρώτηση, καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτηση εἶναι πάντα: Θέλεις νὰ γίνεις καλά; Καὶ νομίζω αὐτὴ ἡ φράση εἶναι σημαντικὴ ἐπειδὴ ὑπονοεῖ κάτι πιὸ μεγάλο, πιὸ ὁλοκληρωμένο ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἑνὸς ἀνθρώπου: σημαίνει τὴν ἐπιστροφὴ στὴν κατάσταση ποὺ ἦταν ὁ ἄρρωστος πρὶν τὸν προσβάλλει ἡ ἀσθένεια. Ἐπειδὴ πολὺ συχνὰ ἡ ἀσθένεια εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μας, τῆς ἀφροσύνης μας, τῆς κληρονομικότητας, τῶν ἐξωτερικῶν καταστάσεων καὶ αὐτὸ ὅλο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν κατάσταση τῆς ζωῆς μας σ’ ἕνα κόσμο ποὺ ἀπὸ χριστιανικῆς ἀπόψεως εἶναι ἕνας κόσμος ἐκπεσμένος, ἐὰν προτιμᾶτε, ἕνας κόσμος διεστραμμένος, ἕνας κόσμος ποὺ ἔχει χάσει τὴν ἁρμονία του, τὴν ἀκεραιότητα του, ἤ ποὺ δὲν τὴν ἔχει προσεγγίσει. Ἀπὸ ὅποια πλευρὰ καὶ να τὸ δεῖτε ὁ κόσμος μας εἶναι ἕνας κόσμος θρυμματισμένος.

Κάτι ποὺ μ’ ἔχει προβληματίσει τὰ τελευταῖα χρόνια εἶναι αὐτό: γιατὶ ὁ Χριστὸς ρωτάει ἕναν ἄνθρωπο ἄν θέλει νὰ γίνει καλά. Δὲν εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ κάθε λογικὸς ἄνθρωπος θὰ πεῖ: Φυσικὰ θέλω,- μὲ τὴ συνέπεια ποὺ ἔχει ἡ λέξη «φυσικά». Γιατὶ κάνετε μιὰ ἀνόητη ἐρώτηση; Ποιὸς ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ἄρρωστος; Καὶ ὅμως νομίζω ὅτι εἶναι μιὰ πολὺ σημαντικὴ ἐρώτηση ἐπειδὴ κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴ ἔννοια, ἀποκτᾶμε ὑγεία δὲν σημαίνει ἁπλὰ ὅτι ἀπαλλασόμαστε ἀπὸ μιὰ σωματικὴ ἀσθένεια, ἀλλὰ ἐντασσόμαστε σὲ μιὰ ποιότητα ζωῆς ποὺ δὲν εἴχαμε πρὶν καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφερθεῖ ὑπὸ προυποθέσεις. Ἀποκτᾶμε ὑγεία ἔστω σωματικὰ, σημαίνει ὅτι πρέπει ν’ ἀναλάβουμε προσωπικὰ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν νοητικὴ καὶ τὴν σωματικὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόμαστε κατὰ τρόπο που δὲν τὸ εἴχαμε κάνει πρὶν. Ἡ ἀνάκτηση τῆς σωματικῆς μας ὑγείας ἀποτελεῖ ἴσως μιὰ μικρὴ εἰκόνα τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν ζωὴ ἀφοῦ φτάσαμε πρὶν στὸ χεῖλος τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ ποὺ θὰ συνεχιζόταν δίχως ἐμᾶς δίχως τὴν θεραπευτικὴ πράξη τοῦ Θεοῦ, θὰ ἦταν μιὰ ζωὴ ποὺ σταδιακὰ θὰ ἐπιδεινωνόταν ὁλοένα καὶ πιὸ πολὺ καὶ θὰ μᾶς ἔφερνε στὸ θάνατο, στὴ διάσπαση τῆς νοητικῆς καὶ σωματικῆς μας κατάστασης. Καὶ ἄν μᾶς προσφέρεται ξανὰ ἡ ἑνότητα ποὺ ἔχουμε χάσει ἤ ποὺ ἴσως ποτὲ πρίν δὲν εἴχαμε, σημαίνει ὅτι ἡ ζωὴ ποὺ τώρα, μετὰ τὴν θεραπεία, εἶναι δική μας, δὲν δίνεται ἁπλὰ νὰ τὴν χρησιμοποιοῦμε μὲ ὅποιον τρόπο ἐπιλέγουμε, εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ δὲν μᾶς ἀνήκει. Εἴμασταν νεκροὶ, πεθαίναμε, ἐπιστρέψαμε σὲ μιὰ πληρότητα ζωῆς καὶ αὐτὴ ἡ πληρότητα δὲν μᾶς ἀνῆκει, εἶναι χάρισμα. Ἔτσι, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅσο μπορῶ νὰ καταλάβω, ὅταν ὁ Χριστὸς λέει: «Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής;», Ἐννοεῖ: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι σὲ κάνω καλά, εἶσαι ἕτοιμος νὰ ζήσεις μιὰν ἀκέραια ζωή ἤ θέλεις νὰ σὲ κάνω ὑγιῆ γιὰ νὰ ἐπιστρέψεις πίσω σὲ ὅ,τι κατέστρεψε αὐτὴν τὴν ἑνότητα, σ’ ὅ,τι σὲ κατέστρεψε σωματικὰ καὶ ψυχικὰ;» Καὶ αὐτὴ εἶναι μιὰ ἐρώτηση ποὺ τίθεται σὲ κάθε ἀσθενῆ, ἄν καὶ οἱ περισσότεροι, πρακτικὰ ὅλοι δὲν ἔχουν ἰδέα γι’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, καὶ τίθεται σίγουρα ἐνώπιον μας ὅταν θέλουμε νὰ θεραπευτοῦμε πέρα ἀπὸ μιὰ σωματική ἀσθένεια.

Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη διάσταση στο θέμα τῆς σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ἀποκατάστασης, ὅπως περιγράφεται σὲ ἄλλες περιπτώσεις στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν ὁ Χριστὸς λέει σὲ κάποιον: «Πήγαινε καὶ μὴν ἁμαρτήσεις ξανά». Πιστεύω πρέπει να καταλάβουμε ὅτι ὅταν μιλᾶμε γιὰ θεραπεία μὲ Χριστιανικοὺς ὅρους δὲν μιλᾶμε ἁπλὰ γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ἁγίων Του ἥ γιὰ τὴν δύναμη ποὺ ἔχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἦταν μήτε ἅγιοι μήτε Θεοι, κατέχουν ὅμως ἕνα φυσικὸ χάρισμα νὰ μᾶς κάνουν ὑγιεῖς γιὰ νὰ συνεχίσουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὸν τρόπο ποὺ ζούσαμε πρίν, γιὰ νὰ παραμείνουμε ἴδιοι δίχως ν’ ἀλλάξουμε. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς θεραπεύει γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε ξανὰ στην ἁμαρτωλή μας κατάσταση. Μᾶς προσφέρει μιὰ νέα ζωή, ὄχι τὴν παλιὰ ποὺ ἔχουμε ἤδη χάσει. Καὶ ἡ νέα ζωὴ ποὺ μᾶς προσφέρεται δὲν εἶναι πλέον δική μας, εἶναι δική Του, εἶναι δική Του δωρεά, εἶναι δῶρο. Ἦταν δικό μου καὶ σοῦ τὸ δίνω, πάρτο. Καὶ ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Ἐπειδὴ τὶ εἶναι ἁμαρτία; Προσδιορίζουμε συνεχῶς τὴν ἁμαρτία σὰν ἠθικὴ παράβαση, ἀλλά εἶναι κάτι περισσότερο ἀπο αὐτό: Εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο μιλοῦσα, εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς ὁλότητας. Ὅταν κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας: Εἶμαι διχασμένος – ὁ νοῦς εἶναι κόντρα στὴν καρδιά, ἡ καρδιὰ κόντρα στὴν θέληση, τὸ σῶμα ἐνάντια σ’ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα. Δὲν εἴμαστε μόνο σχιζοφρενεῖς, ἀλλὰ σχιζοφρενεῖς στὰ πάντα, εἴμαστε ὅπως ἕνας σπασμένος καθρέφτης και ἔτσι εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ἁμαρτίας: δὲν εἶναι τόσο ὅτι ὁ καθρέφτης δὲν ἀντανακλᾶ σωστὰ, τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι εἶναι σπασμένος, αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα. Μπορεῖτε, φυσικὰ, νὰ προσπαθήσετε νὰ πάρετε ἕνα μικρὸ κομμάτι του καὶ νὰ δεῖτε ὅ,τι μπορεῖτε, ἀλλὰ παραμένει ἕνας σπασμένος καθρέφτης. Καὶ τοῦτο τὸ σπάσιμο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ σπάσιμο στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Τοὺς φοβόμαστε, τοὺς ζηλεύουμε, εἴμαστε ἄπληστοι. Ἔτσι αὐτὸ δημιουργεῖ μιὰν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀπευθύνεται κυρίως στὸν Θεό, ἐπειδὴ ὅλα ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι χάσαμε τὴν ἁρμονία μας μὲ τὸν Θεό. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἅνθρωποι ποὺ βρίσκονται σὲ ἁρμονική σχέση μ’ Ἐκεῖνον. Καὶ σὰν ἀποτέλεσμα τῆς σχέσης αὐτῆς μὲ τὸν Θεὸ, μποροῦν νὰ βρίσκονται σὲ ἁρμονία μέσα τους καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Καὶ θέλω να σᾶς προτείνω κάτι ποὺ ἴσως θὰ βρεῖτε δύσκολο νὰ δεχτεῖτε: εἴτε κάποιος θεραπεύεται σωματικὰ εἴτε ὄχι, αὐτὸ εἶναι δευτερεῦον, ὄχι γιὰ τοὺς συγγενεῖς μας, γιὰ τοὺς φίλους μας ἀλλὰ γιὰ τὸ ἐνδιαφερόμενο πρόσωπο. Αὐτὸ ποὺ μετράει εἶναι ν’ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ προσώπου καὶ ὅταν γίνει αὐτὸ καὶ συμβεῖ μαζὶ νὰ θεραπευθεῖ σωματικὰ – εἶναι καλό, ἄν ὄχι, μπορεῖ νὰ εἶναι το ἴδιο καλό.

7.

Όταν οι άνθρωποι επιλέγουν τη δαιμονική οδό της άρνησης της αγάπης του Θεού.(Κυριακή Ζ’Ματθαίου)

 Μονίμως αμφισβητούνταν και αμφισβητείται, αγαπητοί μου αδελφοί, ο Χριστός. Η ελευθερία, με την οποία προίκισε τον κόσμο, τόσο τον ουράνιο, όσο και τον επίγειο, δεν θα μπορούσε να έχει άλλο αποτέλεσμα, από τη στιγμή που το κτίσμα θέλει να εξυψωθεί ως τον Κτίστη και να Του δείξει ότι είναι ανώτερο από Αυτόν. 

Προαιώνια η αποστασία του διαβόλου και των δαιμόνων, η οποία έλαβε διάρκεια, παγιώθηκε και είναι μη αναστρέψιμη, γιατί είναι ο μοναδικός λόγος ύπαρξης αυτών των πνευμάτων. Οι άγγελοι υπάρχουν για να λατρεύουν το Θεό και να χαίρονται με την κοινωνία μαζί Του και τον κόσμο που Εκείνος δημιούργησε. Ο διάβολος και οι δαίμονες μισούν το Θεό και βάζουν τον εαυτό τους συνεχώς στη θέση Του, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υπάρξουν διαφορετικά. Πυρ έχει ετοιμασθεί γι’ αυτούς, μετά τη Δευτέρα Παρουσία, το οποίο όμως το βιώνουν ήδη οντολογικά, από τη στιγμή που η αγάπη που έλαβαν από το Θεό μετεστράφη σε μίσος και κακία.

 Αλλά και οι άνθρωποι επιλέγουν τη δαιμονική οδό της άρνησης της αγάπης του Θεού. Δεν τους ενδιαφέρει ότι ο Θεός τους αγαπά. Δεν τους ενδιαφέρει η ευλογία να Τον αγαπούνε. Μόνη επιλογή το γκρέμισμα της παρουσίας Του. Γι’ αυτό, ευκαίρως – ακαίρως, τολμούν και αμφισβητούν ό,τι ο Θεός δίνει στον κόσμο , αλλά και σ’ εκείνους. Τη ζωή, αλλά και την δυνατότητα της χαράς και της πληρότητας. Την υπέρβαση του πόνου, της αρρώστιας και του θανάτου. Ενίοτε, αρνούνται και τα θαυμάσια του Θεού. Γεγονότα που υπερβαίνουν τις φυσικές μας δυνατότητες και που είναι ολοφάνερο ότι δεν ερμηνεύονται με τις πεπερασμένες δυνατότητες του λογικού μας.

Αν περιμένουμε την αμφισβήτηση από εκείνους που δεν θέλουν να πιστεύουν στο Θεό, ιδιαίτερη εντύπωση μας κάνει όταν αυτή προέρχεται από τους ανθρώπους που θρησκεύουν, που έχουν δυνατότητες να αναγνωρίσουν το Θεό και που η ζωή τους δείχνει μία ιδιαίτερη επιμέλεια στην τήρηση των τυπικών, των εξωτερικών στοιχείων της πνευματικής ζωής. Και μπορεί τα ολοφάνερα να τα αποδέχονται, όμως υπάρχει μία σειρά στοιχείων, τα οποία σε διάφορες στιγμές της ζωής, κάνουν τους ανθρώπους που υποστηρίζουν ότι πιστεύουν να βιώνουν αμφισβήτηση έναντι του Θεού.

 Αμφισβητείται η αγάπη του Θεού και η πρόνοιά Του για τα πρόσωπά μας. Νομίζουμε ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να εκπληρώνει τα θελήματά μας ως ανταπόδοση για τη θρησκευτικότητά μας. Να κάνει τους άλλους να σκέφτονται όπως θέλουμε εμείς. 

Να μας προφυλάσσει από τα προβλήματα που οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν. Και να δίδει μαγικές λύσεις στις δυσκολίες μας, για να μας αποδείξει ότι υπάρχει και ότι είναι παρών στη ζωή μας. 

Κι αν ο Θεός δεν παρεμβαίνει με τον τρόπο που εμείς επιζητούμε, επέρχεται η θλίψη, η απογοήτευση και η απόρριψή Του. Όμως ο Θεός δρα με κριτήριο την σωτηρία μας. Το αληθινό όφελος της ύπαρξής μας, που δεν μπορεί να περιοριστεί στην εκπλήρωση των μικροθελημάτων μας για να μας έχει ευχαριστημένους. Από την άλλη, μας βολεύει να μην αναλαμβάνουμε τις ευθύνες για τη δική μας ζωή και να της αποδίδουμε στο Θεό. Έτσι, για το κακό και την αποτυχία δεν φταίμε ποτέ εμείς, αλλά και δεν χρειάζεται να αναλάβουμε το κόστος των επιλογών μας και να ξεκινήσουμε να τις διορθώσουμε, όσο είναι εφικτό, με τη φώτιση του Θεού και το πνεύμα της μετανοίας.

Αμφισβητείται η αιωνιότητα και η ανάσταση που ο Θεός μας παρέχει. Μπροστά στο θάνατο μας καταλαμβάνει η απελπισία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούμε στην ψυχή μας να κάνουμε το επόμενο βήμα που έγκειται στην πίστη ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μας οδηγήσει στην αιώνια κοινωνία κοντά Του, με την υπέρβαση της αμαρτίας και του θανάτου. 

Ο υλιστικός τρόπος ζωής και ο πολιτισμός της τεχνολογίας και της ψευδαίσθησης ότι μπορούμε να αναστείλουμε τη φθορά και να παρατείνουμε της ζωή μας από μόνοι μας, σκληραίνει την καρδιά μας, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να αντέξουμε το γεγονός του θανάτου ούτε να το δούμε ως Πάσχα, ως πέρασμα στην αιώνια κοινωνία με το Θεό. Γι’ αυτό την καρδιά μας την κατατιτρώσκουν τα βέλη των θλίψεων και το βίωμα των Αγίων που διασώζεται στην Εκκλησία φαντάζει πολύ μακριά από τη δική μας πραγματικότητα.

Αμφισβητείται ενίοτε και ο τρόπος που ο Θεός επέλεξε για να μας καθιστά γνωστό τόσο το θέλημά Του όσο και τη ζωή που μας προτείνει, δηλαδή η Εκκλησία. Σκάνδαλο για την ύπαρξή μας τα πρόσωπα. Άλλοτε τα θεοποιούμε, με αποτέλεσμα να ταυτιζόμαστε μαζί τους και να απογοητευόμαστε όταν δεν μας φέρονται όπως θα θέλαμε και άλλοτε είμαστε ευεπίφοροι στις κριτικές εις βάρος τους και εις βάρος της θεσμικής τους υπόστασης και λειτουργίας. Μας ενδιαφέρει το υλικό κομμάτι της σχέσης μαζί τους ή το ηθικό. Ψάχνουμε να βρούμε ψεγάδια, για να αναπαύσουμε το λογισμό μας για τις δικές μας ατέλειες ή για να αυτοδικαιωθούμε. Έτσι, η Εκκλησία από τρόπος και χώρος κοινωνίας με το Θεό και τον συνάνθρωπο, γίνεται σημείον αντιλεγόμενον.

Το χειρότερο ενίοτε έχει να κάνει με το φθόνο που καλλιεργείται μέσα στην ύπαρξή μας για το ότι ο Θεός προσφέρει σε άλλους αυτά που δεν φαίνεται ή δεν θέλουμε να προσφέρει σε μας. Εκεί, την απογοήτευσή μας συνοδεύει η οργή, φανερή ή κεκαλυμμένη εναντίον Του. Και η οργή γίνεται συκοφαντία, διαστροφή του μηνύματος του Ευαγγελίου, άρνηση της δυνατότητάς μας να κοινωνήσουμε μαζί Του και, κυρίως, υπερτονισμός του δικού μας τρόπου σκέψης, του «εγώ» μας. Γινόμαστε το αυτοκριτήριο της αυθεντικότητας. Γινόμαστε διορθωτές του ίδιου του Θεού και του Ευαγγελίου Του. Και, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, βλασφημούμε τελικά το όνομά Του.

 Όταν ο Χριστός θεράπευσε δύο τυφλούς και έναν κωφό δαιμονιζόμενοι, οι Φαρισαίοι, βιώνοντας όλη αυτή την αμφισβήτηση προς το πρόσωπό Του, αρνήθηκαν να δεχτούν ότι είναι ο Υιός του Θεού και έσπευσαν να Τον κατηγορήσουν ότι «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. 9, 34). Συνταυτίστηκαν οι ίδιοι με τον άρχοντα των δαιμονίων και κατέστησαν το «εγώ» τους κριτήριο ερμηνείας του κόσμου και του Θεού. Και επειδή Εκείνος δεν χωρούσε σ’ αυτό, Τον απέρριψαν. Μήπως τελικά ο κόσμος μας, ιδίως σήμερα, μοιάζει απελπιστικά σ’ αυτόν τον τρόπο θεώρησης; Αμήν! 

 

Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

23 Ιουλίου 2017

8.

Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου – «Κατά την πίστιν υμών, γενηθήτω υμίν»

      Είναι Κυριακή εβδόμη Ματθαίου σήμερα και όπως οι περισσότερες Eυαγγελικές περικοπές που ακούμε αυτή την περίοδο αναφέρονται σε κάποιο από τα θαύματα του Χριστού. Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος θέλει με το Ευαγγέλιο του να φανερώσει μέσα από τα σημεία και τα θαύματα του Χριστού την Θεότητά Του στηρίζοντας έτσι την πίστη μας στο πρόσωπό Του. Η σημερινή περικοπή που ακούσαμε αναφέρεται σε δύο θεραπείες εκ μέρους του Χριστού: των δύο τυφλών και ενός δαιμονιζόμενου κωφάλαλου. Τα μηνύματα που μας στέλνει η σημερινή Ευαγγελική περικοπή είναι πολλά και πάντοτε διαχρονικά. Θα αναφερθούμε όμως εν συντομία μόνο σε τρία από αυτά

-Πρώτα βλέπουμε τον Χριστό να λέγει στους τυφλούς όταν τους θεραπεύει «Κατά την πίστιν υμών, γενηθήτω υμίν». Δηλαδή όπως έχουν πιστέψει πρώτα ότι μπορούν να θεραπευτούν από την παντοδυναμία του Χριστού έτσι να γίνει και το θαύμα. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση εδώ που ο Χριστός προβάλλει την πίστη πριν επιτελέσει ένα θαύμα, αλλά σχεδόν πάντοτε.

 

Ζητά πρώτα να δει αν υπάρχει πίστη για να επιτελέσει ένα θαύμα αλλά και μετά το θαύμα λέγει στους θεραπευμένους ότι η πίστη τους ήταν αυτή που συνέβαλε στη θεραπεία τους: « η πίστις σου σέσωκέ σε». Αυτό που θέλει εδώ ο Χριστός να τονίσει είναι ότι δεν φτάνει η παντοδυναμία Του για να επιτελεστεί ένα θαύμα, αν και ως παντοδύναμος μπορεί να το κάνει, αλλά χρειάζεται ταυτόχρονα και η δική μας συμβολή μέσα από την πίστη. Αν ο άνθρωπος δεν πιστεύει στην παντοδύναμο βοήθεια του Θεού ο Θεός δεν επιτελεί κανένα θαύμα. Χρειάζεται η ελεύθερη βούληση και συγκατάθεσή μας ώστε να έρθει και ο Θεός να επιβραβεύσει την πίστη μας. Το ίδιο νόημα έχει η στάση του Χριστού στο σημερινό θαύμα απέναντι στους τυφλούς, όταν φώναζαν ακλουθώντας τον Χριστό να τους ελεήσει και αυτός δεν ανταποκρίθηκε αρχικά. Όταν όμως μπήκε σε ένα σπίτι και είδε τους τυφλούς να έρχονται κοντά Του και να επιμένουν στο αίτημά τους, τότε τους θεραπεύει. Μερικές φορές ο Θεός όταν τον επικαλούμαστε με την προσευχή μας για κάτι, δεν παρέχει σε μας αμέσως το αιτούμενο. Είναι γιατί περιμένει να δει αν έχουμε πίστη ή να δοκιμάσει την πίστη μας σε αυτό που ζητάμε Αν δηλαδή το αίτημα μας είναι αποτέλεσμα πίστης ή είναι επιπόλαιο. Οι δύο τυφλοί αποτελούν παράδειγμα για μας να επιμένουμε στην προσευχή. Όταν δει ο Θεός ότι έχουμε πίστη και όταν βέβαια είναι προς το συμφέρον μας τότε μόνο εισακούεται το αίτημά μας.

-Ο Χριστός με τα θαύματα τα οποία επιτελεί, οδηγεί άλλους στον θαυμασμό και στην πίστη ενώ άλλοι βυθίζονται περισσότερο στην απιστία, όπως οι σημερινοί φαρισαίοι που ακούσαμε. Αυτό δεν έχει να κάνει με τον τρόπο που επιτελείται το θαύμα, ούτε ασφαλώς έχει ευθύνη ο Χριστός αν κάποιος δεν πιστεύει. Αυτό που καθορίζει την πίστη, την ολιγοπιστία, ή την πλήρη απιστία μας είναι η δική μας εσωτερική τοποθέτηση στα πράγματα. Έτσι και στη σημερινή περικοπή υπάρχει μια «αντίφαση». Οι τυφλοί πιστεύουν στον Χριστό μόνο από ότι άκουσαν γι’ Αυτόν από άλλους, για την  διδασκαλία και για άλλα θαύματά Του. Τον αποδέχονται μάλιστα ως «Υιόν Δαυίδ» που στην γλώσσα της εποχής σημαίνει τον Μεσσία. Αντίθετα οι φαρισαίοι βλέπουν και ακούουν τόσα θαύματα, έχουν την όραση τους να διαβάζουν τις γραφές αλλά τους βλέπουμε να μην πιστεύουν. Αφού οι φαρισαίοι δεν μπορούσαν να αρνηθούν τα θαύματα, καταφεύγουν στην διαστρέβλωση της αληθείας, συκοφαντώντας την προέλευση των θαυμάτων από τον διάβολο και όχι από τον Θεό. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να επιτύχουν την ηθική μείωση και τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του λαού στο πρόσωπο του Χριστού, καθώς και την δικαιολόγηση της δικής τους αδιαφορίας και στάσης. Παρόμοια κατάσταση μπορούμε να δούμε σε κάθε εποχή όπως και στις μέρες μας. Οι τυφλοί ήταν τυφλοί σωματικά, ψυχικά όμως είχαν το φως τους γι’ αυτό και αναγνώριζαν τον Χριστό ως Θεό, σε αντίθεση με τους Φαρισαίους. Η πνευματική τύφλωση του ανθρώπου είναι χειρότερη της σωματικής τύφλωσης. Είναι εύκολο κάποιος να γίνει «φαρισαίος». Εκείνο όμως που είναι δύσκολο, είναι να μπορεί να «δει» τα έργα του Χριστού και να μάθει να τα διακρίνει από τα έργα του διαβόλου.

-Τέλος, ένα άλλο δίδαγμα που μπορούμε να δούμε μέσα από την σημερινή  περικοπή είναι η ταπείνωση του Χριστού, πρότυπο για όλους εμάς σήμερα. Πρώτα αποφεύγει να επιτελέσει το θαύμα της θεραπείας των τυφλών ανάμεσα στο πλήθος αλλά περιμένει όταν εισέρχεται σε ένα σπίτι όπου θα είναι λιγότεροι οι άνθρωποι. Έπειτα δεν τους λέγει σας θεραπεύω αλλά προβάλλει περισσότερο την πίστη των τυφλών ότι είναι αυτή η οποία τους θεραπεύει. Ενώ στο τέλος τους συστήνει «οράτε μηδείς γινωσκέτω». Παρόμοια συμπεριφέρεται σε όλα σχεδόν τα θαύματά του ο Χριστός. Παρόλο που είναι Θεός αποφεύγει την προβολή, τους τυχόν επαίνους και την πρόσκαιρη δόξα των ανθρώπων. Βλέπουμε όμως την ταπείνωση του Χριστού και από ένα άλλο σημείο μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο. Παρόλο που τον κατηγορούν οι φαρισαίοι και διαστρεβλώνουν τα θαύματα, δεν τους επιπλήττει δεν οργίζεται δεν τους τιμωρεί γιατί περιμένει την μετάνοιά τους. Δεν σταματά το έργο, αντίθετα συνεχώς ευεργετεί. Λέγει το Ευαγγέλιο «περιήγεν ο Ιησούς τας πόλεις πάσας και τας κώμας διδάσκων… και θεραπεύων πάσαν νόσον και πασαν μαλακίαν εν τω λαώ». Αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα ο Χριστός και δείχνει πάντοτε και σε μας ότι πρέπει να έχουμε ταπείνωση, να μην επιδιώκουμε τον έπαινο, την δόξα των ανθρώπων, να μην φανερώνουμε τις τυχόν αρετές μας ή το καλό που κάναμε σε άλλους. Ενώ παράλληλα όταν μας κατηγορούν, μας υποτιμούν ή μας μειώνουν να μην οργιζόμαστε, να μην ανταποδίδουμε, να μην τα παρατάμε και να εγκαταλείπουμε τον αγώνα μας.

Σπουδαία λοιπόν τα μηνύματα που μπορούμε να αντλήσουμε από την σημερινή περικοπή. Πρώτα να θυμόμαστε ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος τα πάντα μπορεί, χρειάζεται όμως πρώτα η δική μας συγκατάθεση μέσα από την αρετή της πίστης, την οποία πρέπει να αποκτήσουμε. Ύστερα θα πρέπει να προσέχουμε να έχουμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας, να βλέπουμε και να αναγνωρίζουμε τον Χριστό ως Θεό στη ζωή μας. Τέλος να έχουμε ταπείνωση με πρότυπο μας, πάντοτε, τον ίδιο τον Χριστό.

 

† Αρχιμανδρίτης Τυχικός