1.
Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)
(Διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Νέα Κερασοῦντα στίς 26/6/2011.)
Τό ξεκίνημα
Ὁ Χριστός ἦλθε νά μᾶς διδάξει τήν ἐπιστροφή στόν Πατέρα κι’ αὐτό ἀκριβῶς δείχνει ἡ ἐνέργειά του νά βαπτισθεῖ ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη, πού δίδασκε τήν μετάνοια.
Βαπτίσθηκε δηλαδή ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς ἀφήσει μέ τό ζωντανό αὐτό παράδειγμά του ὑπόμνηση, ὅτι χρειάζεται νά ἀλλάξουμε μυαλά. Νά τοποθετηθοῦμε ἀπέναντι στό Θεό πρῶτα, στόν ἑαυτό μας καί στή ζωή διαφορετικά. Καί ἀφοῦ βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, δίπλα στήν Ἱερουσαλήμ, ἔφυγε ὁ Κύριος καί πῆγε στήν Γαλλιλαία.
Ἡ Γαλιλαία ἦταν ἡ πιό ὑποβαθμισμένη, ἠθικά, πνευματικά καί κοινωνικά περιοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς Ἱερουσαλήμ θεωροῦσαν τούς Γαλιλαίους «ὑπόκοσμο». Γι’ αὐτό ὅταν κάποτε ρώτησαν γιά τόν Χριστό: «ἀπό πού εἶναι αὐτός;» καί κάποιοι εἶπαν «ἀπό τήν Γαλιλαία», ἀποφάνθηκαν οἱ φαρισαῖοι: «Καλός ἄνθρωπος ἀπό τήν Γαλιλαία, δέν εἶναι δυνατόν».
Δέν θυμόντουσταν ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ.
Ἐπῆγε λοιπόν ὁ Χριστός στή Γαλιλαία, δίδασκε, θεράπευε καί ἐκήρυττε.
Τί ἔλεγε;
«Μετανοεῖτε ἤγγικεν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Τί σημαίνει «μετανοεῖτε»; Ἀλλάξτε μυαλά. Πάψτε νά σκέπτεσθε ὅπως μέχρι τώρα. Ποῦ τά ἔλεγε αὐτά;
Σέ μιά περιοχή πού βασίλευε ἡ ἁμαρτία καί οἱ διαστροφές. Ἡ πλεονεξία καί ἡ καταφρόνηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Καί γι’ αὐτό, παρατηροῦντο ἐκεῖ οἱ χειρότερες ἀταξίες καί ἁμαρτωλές καταστάσεις, πού ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, δέν τίς ἔπιαναν οὔτε στό στόμα τους.
Ἐκεῖ πῆγε ὁ Κύριος. Καί ἐκτός ἀπό τό κήρυγμά του «μετανοεῖτε», ἔκανε καί μιά ἄλλη ἐνέργεια. Βλέποντας κάποιους ἀνθρώπους τούς ἔλεγε:
-Ἀφεῖστε αὐτά πού κάνετε. Ἐλᾶτε κοντά μου. Μιμηθεῖτε με. Περπατᾶτε γιά νά φθάσετε στόν Πατέρα τόν ἐπουράνιο, ἀγαπώντας τό θέλημά του· ἀλλάζοντας μυαλά· ἀφήνοντας τήν ἁμαρτία καί τόν κόσμο.
Γνώρισες τόν Χριστό; Πᾶρε ἀπόφαση
Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα, λέγει ὅτι βρῆκε ὁ Χριστός δύο νέους ἄνδρες, τόν Ἀνδρέα καί τόν Πέτρο καί τούς κάλεσε νά τόν ἀκολουθήσουν. Ἐκεῖνοι ἄφησαν ἀμέσως τόν πατέρα τους καί τήν περιουσία τους. Τήν βάρκα τους καί τά δίχτυα τους μέ τά ὁποῖα ζοῦσαν. Γι’ αὐτούς ὅλος ὁ κόσμος ἦταν τό καραβάκι τους, τά δίχτυα τους καί ἕνα σπιτάκι. Τά ἄφησαν ὅλα γιά νά πᾶνε κοντά στόν Χριστό. Νά ζήσουν γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα -τό ξέρομε παρακολουθώντας τή ζωή τους μέσα στό εὐαγγέλιο- οἱ δυό αὐτοί ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόν Χριστό γιά πάντα. Ἐδῶ στή γῆ σέ διάφορες περιπέτειες. Ἀλλά ἡ τελική κατάληξη τους ἦταν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Δοξάστηκαν μέ δόξα θεϊκή.
Τό ἴδιο ἔκανε καί γιά δυό ἄλλους νέους. Τόν Ἰωάννη καί τόν Ἰάκωβο.
-Ἐλᾶτε μαζί μου, τούς εἶπε. Ἐλᾶτε κοντά μου. Ὁ δρόμος αὐτός εἶναι. Ὄχι νά κάνει ὁ καθένας ὅτι τοῦ ὑπαγορεύει τό μυαλό του, ἡ σάρκα του, τά συναισθήματά του, ἀλλά ὅτι τοῦ ὑπαγορεύει τό θέλημα τοῦ Πατέρα μας «τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
Πρέπει νά τόν θεραπεύσομε τόν ἄνθρωπο ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ἐλᾶτε κοντά μου νά γίνομε ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Νά τούς μαζέψομε, ὄχι ὅπως μαζεύουν οἱ ψαράδες τά ψάρια, γιά τό τηγάνι, ἀλλά νά τούς μαζέψομε γιά τήν αἰώνια ζωή. Γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἰάκωβος τόν ἀκολούθησαν.
Τί σημαίνει αὐτό;
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μυαλό. Κρίση. Ἔχει βούληση. Προτιμᾶ καί ἐπιλέγει. Ἔχει καί πράξη. Προηγεῖται τό μυαλό, γιά νά δεῖ τί θέλει νά κάνει. Νά σκεφθεῖ λίγο, ποῦ θά τόν βγάλει, ἄν συνεχίσει νά πορεύεται «ὅπως πάει ὁ ὅλος ὁ κόσμος», καί ὅπως ὁ ἴδιος βάδιζε μέχρι τώρα…
Ζυγίζει τά πράγματα καί λέει:
-Ἐκεῖ νά πάω ἤ ἐκεῖ; Τί προτιμῶ;
Ζωή γιά τήν κοιλιά, γιά τήν τσέπη, γιά τίς αἰσχρότητες, πού μερικοί τίς ἔχουν σέ προτεραιότητα;
Ἤ ζωή γιά τήν ἀγάπη, τήν καλωσύνη, τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, πού διδάσκει ὁ Πατέρας μας ὁ ἐν οὐρανῷ; Καί νά κάνω ἕναν ἀγώνα γιά τήν Βασιλεία του, πρῶτα γιά μένα, καί μετά γιά κάποιον ἄλλο; Μέ τό παράδειγμά μου κυρίως. Ἄς εἶμαι ὁ φτωχότερος καί ὁ μικρότερος ἀπό ὅλους.
Μετά τίς σκέψεις αὐτές, ὁ ἄνθρωπος, κάνει τήν ἐπιλογή του μέ τόν τόν ἐσωτερικό του κόσμο, γιά τό πῶς θά συνεχίσει νά ζεῖ.
Τό δίδαγμα τῶν θαυμάτων
Ποιός δέν τό ξέρει, ὅτι μερικά γεροντάκια καί μερικές γριούλες εἶναι οἱ μεγαλύτεροι κήρυκες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν;
Καί ποιός δέν τό ξέρει, ὅτι κάποια παιδιά στήν ἡλικία τῶν 18 καί τῶν 20 χρόνων, εἶναι κήρυκες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ κάνουν τόν σταυρό τους, ὄχι μόνο πάνω στό σῶμα τους, ἀλλά ἐπάνω στήν καρδιά τους καί λένε:
-Ὄχι ζωή ὅπως τήν θέλει ὁ κόσμος. Ἀλλά ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός. Μέ σεμνότητα, μέ ἐγκράτεια, μέ εὐσέβεια. Καί μέ ἀφοσίωση στό Θεό.
Μά ἐπειδή αὐτά εἶναι λίγο δύσκολα γιά τό μυαλό καί τήν ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου, κατέβηκε ὁ Χριστός καί ἔδειξε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἐν δυνάμει».
Τί ἔβρισκε στή Γαλιλαία; Ἀρρώστειες, κακίες, δαιμόνια. Νά ἕνας παράλυτος…
Γιατί ἔφτειαξε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο;
Παράλυτος νά εἶναι ἤ γεμάτος ὑγεία; Στό σῶμα, στήν ψυχή καί στό πνεῦμα;
Ἕνας ἔχει Ἀλτσχάιμερ. Παρέλυσε ὄχι μόνο τό σῶμα του, μά καί τό μυαλό του. Πόσες ἄλλες καταστάσεις βλέπομε, πού καί μόνο νά τίς σκεφθεῖ κανείς τόν πιάνει κατάθλιψη;
Καί λέμε κάνοντας τόν Σταυρό μας: «οὔτε στό χειρότερο ἐχθρό μου Κύριε, τέτοια πράγματα. Ἐλέησε τόν κόσμο σου». Ἀλλά νά. Στέκει ὁ Χριστός δίπλα στόν παράλυτο, καί τοῦ λέει: «Σήκω, συχωρεμένες οἱ ἁμαρτίες σου». Μά ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἀποκλειστικά ζήτημα τοῦ Θεοῦ.
Καί ὁ Χριστός συνεχίζει:
-Σήκω παιδί μου καί περπᾶτα, γιά νά καταλάβουν αὐτοί πού τά μετρᾶνε ὅλα μέ τό ὑποδεκάμετρο καί μέ τό ζύγι, ὅτι ἦλθε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καί ὁ ἄνθρωπος ὑπακούοντας, ἤ μᾶλλον μέ τήν δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε καλά.
Αὐτά τί ἦταν;
Ἦταν μιά δύναμη πού ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά λέει:
-Τοῦτο, (τό μυαλό) δέν τά ξέρει ὅλα. Ἡ σκέψη μας ὅπως τήν κάνομε, δέν ἔχει ἀξία μπροστά στή σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν στιγμή πού βλέπομε τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί τήν Βασιλεία του στόν κόσμο. Θεραπεύει τόν παράλυτο, ἀνασταίνει τόν πεθαμένο ἐδῶ καί τέσσερες μέρες Λάζαρο. Δέν ἰσχύει ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στή λογική τοῦ Θεοῦ.
Ἐγώ διαλέγω τήν λογική τοῦ Θεοῦ, καί θέλω νά προχωρήσω μέ τήν λογική τοῦ Θεοῦ, μά θέλω καί δύναμη γιά νά τήν ἀκολουθήσω. Γιά νά κάνω ἀπό δῶ καί πέρα ζωή πιό ἤρεμη, πιό ἥσυχη· εὐλαβή. Μακρυά ἀπό πάθη καί ἁμαρτίες. Ἔξω ἀπό τή διάθεση πού λέει: «Ὅλους νά τούς ἔχεις παιχνιδάκια στά χέρια σου. Γιά τίς δικές σου ὀρέξεις».
Ὄχι! Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι εἶναι παιδιά του ὅλοι. Ἐγώ σάν παιδί τοῦ Θεοῦ, θά τούς ἀγαπῶ. Καί θά θέλω νά τούς ὑπηρετήσω ὅλους. Μέ ἀγάπη. Σάν μικρότερος. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀδελφός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὄχι μόνο καλές σκέψεις
Αὐτό εἶναι τό μήνυμα πού ἔφερε ὁ Κύριος μας, μέ τήν κλήση τῶν τεσσάρων ἀποστόλων.
Ναί. Πῆγαν κοντά του, μά δέν ἔπαυσαν νά εἶναι ἄνθρωποι ὅπως ἦταν μέχρι τότε. Δέν εἶχαν ἀλλάξει ἀκόμη. Τί ἄλλαξαν; Μυαλά. Κρίση. Ὅλος ὁ ἄλλος ἄνθρωπος ἦταν ὁ παληός ἄνθρωπος.
Δέν ἀρκεῖ μόνο νά ἀλλάξεις σκέψη. Πρέπει νά ἁρπάξεις τόν ἑαυτό σου μέ χέρια ἀτσάλινα, καί νά πεῖς σέ κάθε μέλος τοῦ σώματος σου: «Ἀπό δῶ καί πέρα, στό σωστό δρόμο».
Τό ἴδιο νά πεῖς στήν καρδιά καί στόν νοῦ σου. Στήν γλώσσα, στά μάτια, στά αὐτιά.
Ὁ Χριστός πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, γιά νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τόν θάνατο, ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τά πάθη, πού φέρνουν ἐδῶ στή γῆ τήν διάλυση, καί στήν αἰώνια ζωή τήν αἰώνια ἀπώλεια, αὐτός ὁ Χριστός μᾶς εἶπε:
«Πρώτη ἐνέργεια σας νά εἶναι ἡ ἀπόφαση: Ναί, θέλω νά ἀκολουθήσω τόν Χριστό στό δρόμο του πρός τήν Βασιλεία τοῦ Πατέρα μας τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
Ἡ ἀρχή της πνευματικῆς ζωῆς
Ἔπειτα νά κάνω αὐτό πού πρέπει, γιά νά ὑποταχθῶ στό νόμο τοῦ Θεοῦ. Νά ψάξω νά τόν βρῶ, νά τόν διαβάσω, νά τόν κατανοήσω, νά γεμίσει ἡ καρδιά μου καί ἡ σκέψη μου μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Καί νά σφίγγω τήν καρδιά μου, νά σφίγγω τόν ἑαυτό μου, γιά νά τηρῶ τό ἅγιο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τί γίνεται ὅταν τό κάνομε;
Ὅταν ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο τοῦ κόσμου τούτου, ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ ταραχή καί κακία. Καί ἡ συνείδηση συνέχεια φωνάζει:
-Δέν ντρέπεσαι τόν ἑαυτό σου; Τόν Θεό δέν τόν ντρέπεσαι, τόν ἑαυτό σου, δέν τόν κοιτάζεις ποτέ στόν καθρέφτη πού λέγεται «τό θέλημα τοῦ Θεοῦ»; Δέν ἔχεις τό θάρρος νά τόν κοιτάξεις; Πῶς ζεῖς;
Ὅταν ὅμως βάλομε ὁδηγό μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, παίρνομε ἕνα ψαλιδάκι καί ψαλιδίζομε κάθε τόσο ἀπό λίγο –μιά τρίχα ἔστω ἀπό τίς κακίες μας, καί μετά ἀπό λίγο βρισκόμαστε νά ἔχομε μιά ἀγγελική κατάσταση.
Γιατί; Γιατί κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος κάνει ἕνα ἐλάχιστο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέει τό λογικό του:
-Αὐτό τό κατόρθωσες. Γιατί νά μή κατορθώσεις καί ἐκεῖνο; Λίγη καλή θέληση χρειάζεται. Προσπάθησε καί τό ἔφτασες.
Γι’ αὐτό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες: Ποιό εἶναι τό πιό εὔκολο ξεκίνημα γιά τήν πνευματική ζωή; Λίγη νηστεία καί προσευχή. Αὐτό εἶναι!
Παρασκευή σήμερα, λές. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά φᾶμε κρέας οὔτε τυριά. Τό κατάφερα νά περάσω μέ νηστίσιμα. Πῶς δηλαδή; Ἔπρεπε νά εἶμαι σάν τό γατάκι πού ἅμα τοῦ δώσεις ψάρι τρελλαίνεται; Ἄνθρωπος εἶμαι.
Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, ἔμαθες πῶς εἶσαι δυνατός καί ξεκινᾶς νά πολεμᾶς τό ὁποιοδήποτε πάθος. Τοῦ σώματος, τῆς καρδιᾶς καί τοῦ πνεύματος. Καί τό νικᾶς.
Ἔτσι μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός νά πορευόμαστε. Αὐτό ἔκαναν οἱ μαθητές του. Στήν ἀρχή, ἀνθρωπάκια ἦταν. Κοντά του, μέρα μέ τήν ἡμέρα ἔγιναν ἄγγελοι. Ἤ μᾶλλον καλύτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους. Θέλει κουβέντα, ὅτι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης ἦταν καλύτερος ἀπό τούς ἀγγέλους μέ τήν ἀγάπη, τήν ἁγνότητα καί τήν σεμνότητα πού εἶχε;
Αὐτό γίνεται ἄνθρωπος κοντά στόν Χριστό.
Νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός!
Καί νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς ἐλεεῖ, νά μᾶς προφυλάσσει ἀπό τίς λαθεμένες ἀξιολογήσεις. Ἀμήν.
2.
Ἡ κλήση τῶν μαθητῶν
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Ἐκάλεσεν αὐτοὺς»
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τοὺς τέσσερις πρώτους μαθητὲς νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα ἀλλὰ καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, τοὺς ἀδελφούς. Στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια δυὸ φορὲς φαίνεται νὰ καλεῖ ὁ Χριστὸς τοὺς μαθητὲς αὐτούς. Ἡ πρώτη κλήση ἦταν δοκιμαστική, ἐνῶ ἡ δεύτερη ὁριστικὴ καὶ γίνεται στὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς εἶχε δολοφονηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Ἡ σημερινὴ κλήση ποὺ περιγράφεται στὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ δεύτερη, ποὺ ὅπως εἴπαμε εἶναι καὶ ἡ ὁριστική.
Ἡ ποιότητα ζωῆς τῶν Ἀποστόλων
Τί ἄνθρωποι ἦταν αὐτοὶ οἱ ψαράδες ποὺ κάλεσε ὁ Κύριος γιὰ νὰ γίνουν μαθητές του; Ἦταν ἄνθρωποι ταπεινοί, ἀγράμματοι καὶ ἀφανεῖς κοινωνικά. Δὲν ἀνῆκαν στὴν τάξη τῶν Φαρισσαίων καὶ τῶν νομικῶν. Ὁ Βασίλειος ὁ Σελευκείας παρατηρεῖ: «ζητώντας ὁ Κύριος ἀνθρώπους νὰ παιδεύσουν τὴν οἰκουμένη παρέβλεψε πόλεις, δήμους καὶ βασιλεῖες. Ἀπεστράφη τοὺς ἀνθρώπους τοῦ πλούτου, τοὺς ρήτορες, «ἐμίσησε κράτος ρητόρων»… «Ὁ Κύριος μὲ τὸν τρόπο τῆς κλήσεως τῶν πρώτων εἶναι σὰν νὰ ἔλεγε στοὺς ἀνθρώπους: «ἁλιεῖς, οὐ βασιλέας ζητῶ». Ὁ Ματθαῖος γράφει πὼς ὁ Κύριος τοὺς βρῆκε «ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν» (Ματθ. 4,21). Διόρθωναν τὰ δίχτυά τους «μὴ δυνάμενοι ὠνήσασθαι ἕτερα», δηλ. δὲν μποροῦσαν νὰ ἀγοράσουν ἄλλα, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο. Ἦσαν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὅλοι μαζὶ ψάρευαν, ὅλοι μαζὶ διόρθωναν τὰ δίχτυα. Πατέρας καὶ παιδιὰ ἐργαζόντουσαν μαζὶ κι εἶχαν χαρακτηριστικὸ γνώρισμα «τὸ ἀπὸ δικαίων τρέφεσθαι πόνων», νὰ τρέφονται μὲ τὸν ἱδρώτα καὶ τὸν κόπο τους (Χρυσόστομος). Μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν μόρφωση ἀλλὰ τοὺς διέκρινε ἡ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Ἕνας σύγχρονος θεολόγος θὰ προσθέσει πὼς ὁ Κύριος δὲν κάλεσε ἀνέργους στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν λαῶν, ἀλλ’ ἀνθρώπους ποὺ ἐργάζονταν. Τὰ παράτησαν ὅλα, γιατί εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ κλήση τῶν μαθητῶν δείχνει τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ
Αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦσε ὁ κόσμος, αὐτοὺς διάλεξε γιὰ Ἀποστόλους Του ὁ Κύριος.Ὁ Παῦλος τὸ σημειώνει αὐτὸ χαρακτηριστικά: «Τὰ μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρὰ» (Α’ Κορ. 1,27). Αὐτοὺς ἐπέλεξε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ φανεῖ στὸν κόσμο πὼς ἡ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα δυνάμεως καὶ σοφίας ἀνθρώπινης, ἀλλ’ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς δυνάμεως καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, «ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (ὅπ.π. στίχ. 29). Ἡ ἀνταπόκριση τῶν μαθητῶν εἶναι αὐθόρμητη καὶ ὁλοκληρωτική. «Ἄφησαν τὰ δίχτυα, τὰ πλοῖα καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν» (Ματθ. 4,22) καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Δὲν εἶχαν δεῖ ἀπὸ τὸ Χριστὸ μεγάλα θαύματα ἢ δὲν ἄκουσαν σπουδαίους λόγους κι ὅμως ἀντελήφθησαν καὶ κατανόησαν τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ θυσίασαν τὰ πάντα γι’ Αὐτόν.
Οἱ πιστοὶ μόνο μὲ τὸ Χριστὸ δένονται ἄρρηκτα
Ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ δένεται μὲ κανένα πράγμα ἢ πρόσωπο τῆς παρούσης ζωῆς τόσο, ὅσο μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τὸν πρῶτο λόγο στὴ ζωή μας τὸν ἔχει ὁ Κύριος. Δὲν μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἐγκαταλείψουμε τὰ σπίτια μας, τὰ ὑπάρχοντά μας καὶ τὶς οἰκογένειές μας. Θέλει ὅμως περισσότερο ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα νὰ ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Νὰ ἔχουμε ζωντανὴ σχέση μὲ τὸ Χριστό. Ὁ σύνδεσμός μας μὲ τὸν Ἰησοῦ νὰ μὴν περιορίζεται σὲ μία διανοητικὴ σχέση, σ’ ἕνα ἰδεολόγημα. Νὰ εἶναι ζωντανὸς καὶ νὰ ἐκφράζεται στὴν προσευχή, στὴ συμμετοχή μας στὰ μυστήρια καί, ἂν παραστεῖ ἀνάγκη, στὴ δημόσια ὁμολογία καὶ στὴ θυσία ὁρισμένων προσφιλῶν μας πραγμάτων.
Στὶς ἡμέρες μας ἀνθεῖ ἡ ἁλιεία τῶν ἀνθρώπων γιὰ διαφόρους σκοπούς. Ἁλιεύονται μὲ πολλὴ τέχνη ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν πολιτικούς, κοινωνικούς, ἰδεολογικούς, παραθρησκευτικοὺς κι ἀκόμα καὶ αἰσχροὺς σκοπούς. Ἀνθεῖ στὶς ἡμέρες μας μία στρατολόγηση ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὸ κέρδος. Παρουσιάζονται πολλοὶ «μεσσίες» μὲ ἀξιώσεις ὑποταγῆς σ’ αὐτοὺς ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Οἱ προσωπικὲς φιλοδοξίες εἶναι στὴν ἡμερήσια διάταξη. Ζητᾶμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀφοσίωση καὶ ὑπακοὴ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὰ πάθη μας ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι καὶ ποταπά. Μόνον ἡ ὑπακοὴ στὸ Χριστὸ ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο πολλαπλῶς. Τὸν κάνει εἰρηνικὸ ἀπέναντι στοὺς ἄλλους, χωρὶς μικροσυμφέροντα καὶ ὑλικὲς ἀπολαβές. Τὸν καταξιώνει ὡς ἄνθρωπο καὶ ἀναδεικνύει τὰ χαρίσματά του καὶ τὶς ἀρετές του. Τὸν προάγει στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια κοντὰ στὸ Χριστὸ ποὺ ἀγάπησε ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἐγκάρδια.
3.
Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Ὁ Χριστὸς ἀναζητᾶ καὶ καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητὲς Του «παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον καθημερινὸ καὶ ἁπλό, μὲ ἐλεύθερο φυσικὸ ὁρίζοντα. Οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται εἶναι ἄνθρωποι τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γνήσιοι καὶ ἀληθινοὶ καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀνεπιτήδευτοι, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία μεταξύ τους.
Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ
Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, πρὶν ἀκόμη μᾶς δημιουργήσει, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς γνωρίζει, πρὶν μᾶς φέρει στὴ ζωή. Αὐτὸς ποὺ μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Δὲν μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, γιὰ νὰ γεννηθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του σὲ μία ἀτέλειωτη ζωή. Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, εἶναι ἕνα μυστήριο, ἔργο τοῦ θελήματος καὶ τῆς πρόγνωσης τοῦ Θεοῦ. «Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς» (Ἰω. 15,16), δὲν μὲ διαλέξατε ἐσεῖς, ἀλλὰ ἐγὼ σᾶς διάλεξα. Αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἀπευθύνεται στὸν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ κοινὸ σκοπό, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς διαλέγει καὶ μᾶς ἐκλέγει, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ, σέβεται τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσωπικότητάς μας. Δὲν παραβλέπει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας, δὲν μᾶς ἰσοπεδώνει καὶ δὲν μᾶς ἐξισώνει, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν κατασκευάζει πανομοιότυπους ἁγίους.
Μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καλούμαστε νὰ χωρέσουμε ὅλοι, κλειστοὶ καὶ ἀνοιχτοὶ τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι καὶ σοβαροί, ἐπιεικεῖς καὶ αὐστηροί, εὐαίσθητοι καὶ δυναμικοί, ὅποιοι καὶ ἂν εἴμαστε ἐμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι oι ἄλλοι, oἱ διαφορετικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Οἱ μαθητὲς δέχθηκαν ἀμέσως τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα καὶ ὁλοκληρωτικά. Γιατί, ἄραγε; Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι. Ἡ ἀπάντησή τους στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ ἦταν πράξη ὑπακοῆς.
Ἐμπιστεύθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ παραδόθηκαν στὸ θέλημά Του καὶ στὴν ἀγάπη Του. Ἐδῶ, λοιπόν, ὁ δρόμος πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός, ἡ ὑπακοὴ στὴν κλήση Του.
Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα βαθύτατα προσωπική. Ἀγγίζει τὸ κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία νεφελώδης φιλοσοφία οὔτε μία ἀκατανόητη, ὑψηλὴ καὶ φλύαρη θεολογία, ὅπως, δυστυχῶς, κάποτε τὸν παραμορφώνουμε καὶ τὸν κακοποιοῦμε ἐμεῖς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε ἀμεσότητα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀναφέρει πολλὲς φορὲς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι στοὺς ἀκροατές Του ποὺ σκέφτονται τὸν θερισμό, μιλᾶ γιὰ τὸν πνευματικὸ θερισμό. Στὴ Σαμαρείτιδα ποὺ πῆγε γιὰ νερὸ στὸ πηγάδι, κάνει λόγο γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψαράδες ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ ἐργασία τους, τοὺς μιλᾶ γιὰ μία διαφορετικὴ παράδοξη καὶ θαυμαστὴ ἁλιεία.
Ἡ ἀπάντηση στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλευθερία
«Οἱ δὲ ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν τὸν Χριστό». Ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν μὲ κανέναν καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο τόσο δεμένοι ὅσο μπόρεσαν νὰ δεθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος ἀκολουθεῖ πραγματικὰ τὸν Χριστὸ δὲν προτρέχει οὔτε στέκεται μακριά του, ἀλλὰ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ κάθε δέσμευση μὲ πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις καὶ ζεῖ μιὰ καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀκλόνητη πίστη καὶ βεβαιὸτητα ὅτι ἔχει βρεῖ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ ὅλα ὅσα καθημερινὰ τὸν περικυκλώνουν.
Πράγματι, ὅσο ὡριμάζουμε καὶ ὁλοκληρωνόμαστε ἐσωτερικά, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ πολυσυζητημένη ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπιδιώκει καὶ ὁ πολιτισμὸς προβάλλει ὡς βασικὸ σύνθημα εἶναι ἐξωτερική, σχετικὴ καὶ περιορισμένη. Γιατί εἴμαστε αἰχμάλωτοι τῶν περιστάσεων καὶ τῶν συνθηκῶν μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε, τῆς κληρονομικότητας καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας μας, τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀλλὰ καὶ ὁτιδήποτε ἄλλου μᾶς δεσμεύει καὶ μᾶς ὑποτάσσει σ’ αὐτό. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι στὰ σύνορά τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κανεὶς δὲν μᾶς ρωτᾶ πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποιοὺς θὰ ἔρθουμε στὴ ζωή, ἀλλὰ οὔτε πότε, ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὴν.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ὅταν θεληματικὰ ὑποταχθοῦμε στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε δουλεία στὴν ὁποία εἴμαστε φυλακισμένοι, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἀμήν.
4.
«Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. δ΄ 19).
Ἀδελφοί, ἐάν ὑπάρχει μία περιοχή τῆς γῆς πού εὐλογήθηκε ἰδιαιτέρως ἀπό τό Θεό, αὐτή πρέπει νά εἶναι ἀναμφίβολα ἡ Γαλιλαία. Τή θάλασσά της διάλεξε ὁ Κύριος, γιά νά ἀρχίσει τό κοσμοσωτήριο ἔργο Του. Μερικούς ἀπό τούς κατοίκους της κάλεσε κοντά Του καί τούς ἔκανε μαθητές καί συνεργούς Του, ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Γι’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν τιμητική πρόσκληση μᾶς μιλάει ἡ ἀνωτέρω περικοπή καί μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά δοῦμε τό μέγα θέμα πού λέγεται ἁλιεία ψυχῶν.
Ἡ ἁλιεία τῶν ψυχῶν εἶναι ἔργο ἱερότατο, πού τό ἀνέθεσε ὁ Κύριος σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία Του. Ὅταν ἀπέστειλε τούς ἁγίους Ἀποστόλους μετά τήν Ἀνάσταση νά «μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη» καί τούς βεβαίωσε ὅτι θά εἶναι καί Ἐκεῖνος μαζί τους «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», γνώριζε βεβαίως ὅτι δέν θά ζοῦσαν αἰωνίως στόν κόσμο αὐτό οἱ Μαθητές. Στά πρόσωπά τους ἔβλεπε ὅλη τήν Ἐκκλησία, ὅλους ἐκείνους πού θά συνέχιζαν τό ἔργο τῶν Ἀποστόλων. Τήν κύρια εὐθύνη τοῦ μεγίστου αὐτοῦ ἔργου τήν ἔχουν ἀναμφίβολα οἱ διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ Ἐπίσκοποι. Αὐτοί ὀργάνωναν ἀνέκαθεν τίς ἱεραποστολές. Αὐτοί ἦταν καί εἶναι οἱ πρωτοστάτες στήν ἁλιεία ψυχῶν. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὅμως ἀνέκαθεν τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μοίραζε τά χαρίσματά Του καί σέ ἄλλους πιστούς. Ἐκτός ἀπό τούς Ἀποστόλους ὑπῆρχαν στήν πρώτη Ἐκκλησία καί «οἱ προφῆτες, οἱ εὐαγγελιστές, οἱ ποιμένες καί οἱ διδάσκαλοι». Ἄνθρωποι μέ εἰδικές κλήσεις, πού ἐργάζονταν μέ θέρμη καί φλόγα ψυχῆς γιά τή σωτηρία τῶν συνανθρώπων τους.
Τό βιβλίο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων» ἐπίσης, ἀπό τό ὁποῖο γνωρίζουμε τή ζωή τῶν πρώτων Χριστιανῶν, μᾶς λέει ὅτι τό ἔργο τοῦτο τῆς ἁλιείας ψυχῶν τό ἔκαναν καί ἄνθρωποι πού δέν εἶχαν εἰδική κλήση, δέν ἦταν δηλαδή κληρικοί καί ἱεροκήρυκες. Ὅταν διασκορπίστηκαν, γράφει, οἱ Χριστιανοί ἀπό τήν Ἰουδαία, λόγῳ τοῦ διωγμοῦ, μετά τό μαρτύριον τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ἔφτασαν ἕως τή Φοινίκη, τήν Κύπρο καί τήν Ἀντιόχεια. «Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καί Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρός τούς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τόν Κύριον Ἰησοῦν. Και ἦν χείρ Κυρίου μετ’ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμός πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπί τόν Κύριον» (Πράξ. ια’ 19-21). Ὁ Κύριος συνόδευε τούς πιστούς Του αὐτούς καί χάριζε πλούσια τήν εὐλογία Του στίς προσπάθειές τους γιά τή σωτηρία τῶν συνανθρώπων.
Ἡ ἱστορία ἐπίσης μᾶς λέει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἱδρύθηκε ἀπό Χριστιανούς ἐμπόρους. Χαρακτηριστική καί ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Φιλοσόφου καί Μάρτυρος, ὁ ὁποῖος ἑλκύστηκε στήν πίστη πρός τό Χριστό ἀπό κάποιον ἄγνωστο Χριστιανό γέροντα.
Κατά τήν ἐποχή ἐκείνη τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, πού ἀποτελεῖ τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πάντες, δοῦλοι καί ἐλεύθεροι, νέοι και γέροντες, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἔριχναν τα δίχτυα τοῦ θείου λόγου καί «ἐκοπίαζαν» γιά νά ἑλκύουν ψυχές πρός τό Χριστό (Ρωμ. ιστ’ 3-12).
Τά ἀνωτέρω μᾶς λένε ὅτι εἶναι δυνατόν ἀλλά καί πρέπον νά συμβάλλει καί ὁ καθένας μας στό ἔργο αὐτό. Τό κάνουν ἄλλωστε αὐτό, μέ θαυμαστά ἀποτελέσματα μάλιστα, πλῆθος συνάνθρωποί μας. Ὑπάρχουν λόγου χάριν σήμερα ἐκπαιδευτικοί, διδάσκαλοι καί καθηγητές, πού μαζί μέ τή γνώση, πού προσφέρουν στούς μαθητές τους, κατορθώνουν και τούς συνδέουν μέ τό Χριστό, τούς ὁδηγοῦν στήν Ἐξομολόγηση καί σέ μία συνεπῆ χριστιανική ζωή. Ὑπάρχουν γιατροί καί νοσοκόμοι, πού προσθέτουν στή φροντίδα γιά τή σωματική θεραπεία τῶν ἀσθενῶν τους καί τήν προσπάθεια γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς τους καί ἑλκύουν πολλούς σέ μετάνοια καί σωτηρία.
Ὑπάρχουν παιδιά καί νέοι τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων, πού μέ τήν ἁπλότητα καί τόν ἐνθουσιασμό τους συντελοῦν στό νά γνωρίσουν τόν Χριστό οἱ συμμαθητές, ἀκόμη καί οἱ γονεῖς τους. Ὑπάρχουν γονεῖς καί ἰδίως μητέρες, πού μέ τήν ἀγάπη τους καί τήν ὑπομονή τους, μέ τά λόγια τους καί μέ τήν προσευχή τους κέρδισαν καί κερδίζουν εἰς Χριστόν τά παιδιά τους. Ὑπάρχουν ἔμποροι καί τεχνίτες πού μαζί μέ τό ἐμπόρευμα καί τήν τέχνη τους προσφέρουν στούς συνανθρώπους τους καί «τόν πολύτιμον μαργαρίτην» , τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, τό Σωτήρα καί Λυτρωτή μας.
Κανείς δέν ἀποκλείεται ἀπό τό ψυχοσωτήριο αὐτό ἔργο. Ὅλοι μας μποροῦμε νά ρίχνουμε πνευματικά δίχτυα, ἕνα καλό λόγο δηλαδή ἤ ἕνα ὀρθόδοξο ἔντυπο ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο μᾶς φωτίσει ὁ Θεός, γιά νά ἑλκύονται ψυχές πλησίον Του. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχει μέσα μας ἀγάπη πρός τόν Κύριο καί τούς ἀδελφούς μας. Πόση καί ποία τιμή γιά τόν καθένα μας νά γίνη ἀφορμή, ὥστε νά ἑλκυστοῦν, νά συνδεθοῦν μέ τήν ἁγία Ἐκκλησία μας καί νά πάρουν τό δρόμο τῆς σωτηρίας ψυχές «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε»! Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἱκανοποίηση ἀπό τό νά «ἐπιστρέφεις» κάποιον συνάνθρωπό σου στόν Κύριο καί νά «σώζεις ψυχήν ἐκ θανάτου» (‘Ιακ. ε’ 20). Καμία χαρά δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ πρός αὐτήν, διότι τίποτε στόν κόσμο αὐτό δέν μπορεῖ νά ἀντισταθμίσει τήν ἀξία ἔστω καί μιᾶς ἀθάνατης ψυχῆς.
Εἶναι γνωστό, ἀδελφοί μου, ὅτι τό κακό πλήθυνε στίς μέρες μας και ὅτι πολλοί εἶναι αὐτοί πού γεύονται τούς πικρούς καρπούς τῆς ἁμαρτίας. Ὅσοι λοιπόν πιστεύουμε στή δύναμη τῶν λόγων τοῦ Κυρίου μας καί πονᾶμε τούς συνανθρώπους μας, ἀντί νά ἐπιρίπτουμε εὐθύνες στόν ἄλφα ἤ βῆτα καί νά κλαῖμε ἄπρακτοι μπροστά στή σύγχρονη πραγματικότητα, ἄς κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιά νά περισώσουμε τούς καλοδιάθετους. Ἄς ρίχνουμε τό δίχτυ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι πολλοί θά ὁδηγηθοῦν στήν Ἐκκλησία καί θά συνδεθοῦν μέ τό Σωτήρα Κύριο.
5.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς ἀναζητᾷ καὶ καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητές Του «παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον καθημερινὸ καὶ ἁπλὸ. Οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται εἶναι ἄνθρωποι τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γνήσιοι καὶ ἀληθινοὶ καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀνεπιτήδευτοι, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία μεταξύ τους.
Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, πρὶν ἀκόμη μᾶς δημιουργήσει, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς γνωρίζει, πρὶν μᾶς φέρει στὴν ζωή. Αὐτὸς ποὺ μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Δὲν μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, γιὰ νὰ γεννηθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του σὲ μιὰ ἀτέλειωτη ζωή. Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, εἶναι ἕνα μυστήριο, ἔργο τοῦ θελήματος καὶ τῆς πρόγνωσης τοῦ Θεοῦ. «Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς», δὲν μὲ διαλέξατε ἐσεῖς, ἀλλὰ ἐγώ σᾶς διάλεξα.
Αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἀπευθύνεται στὸν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ κοινὸ σκοπό τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς διαλέγει καὶ μᾶς ἐκλέγει, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ, σέβεται τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσωπικότητάς μας. Δὲν παραβλέπει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας, δὲν μᾶς ἰσοπεδώνει καὶ δὲν μᾶς ἐξισώνει, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν κατασκευάζει πανομοιότυπους ἁγίους.
Μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καλούμαστε νὰ χωρέσουμε ὅλοι, κλειστοὶ καὶ ἀνοιχτοὶ τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι καὶ σοβαροί, ἐπιεικεῖς καὶ αὐστηροί, εὐαίσθητοι καὶ δυναμικοί, ὅποιοι καὶ ἂν εἴμαστε ἐμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι οἱ ἄλλοι, οἱ διαφορετικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Οἱ μαθητὲς δέχθηκαν ἀμέσως τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα καὶ ὁλοκληρωτικά. Γιατί, ἄραγε; Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι. Ἡ ἀπάντησή τους στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ ἦταν πράξη ὑπακοῆς. Ἐμπιστεύθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ παραδόθηκαν στὸ θέλημά Του καὶ στὴν ἀγάπη Του. Ἐδῶ, λοιπὸν, ὁ δρόμος πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς, ἡ ὑπακοὴ στὴν κλήση Του.
Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα βαθύτατα προσωπική. Ἀγγίζει τὸ κέντρο τοῦ ἐαυτοῦ μας, τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία νεφελώδης φιλοσοφία οὔτε μία ἀκατανόητη, ὑψηλὴ καὶ φλύαρη θεολογία, ὅπως, δυστυχῶς, κάποτε τὸν παραμορφώνουμε καὶ τὸν κακοποιοῦμε ἐμεῖς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε ἀμεσότητα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀναφέρει πολλὲς φορὲς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι στοὺς ἀκροατές Του ποὺ σκέφτονται τὸν θερισμό, μιλᾶ γιὰ τὸν πνευματικὸ θερισμό. Στὴν Σαμαρείτιδα ποὺ πῆγε γιὰ νερὸ στὸ πηγάδι, κάνει λόγο γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψαράδες ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ ἐργασία τους, γιὰ μία διαφορετικὴ παράδοξη καὶ θαυμαστὴ ἁλιεία.
«Οἱ δὲ ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν τὸν Χριστό». Ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν μὲ κανέναν καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο τόσο δεμένοι ὅσο μπόρεσαν νὰ δεθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος ἀκολουθεῖ πραγματικὰ τὸν Χριστὸ δὲν προτρέχει οὔτε στέκεται μακριά του, ἀλλὰ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ κάθε δέσμευση μὲ πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις καὶ ζεῖ μιὰ καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀκλόνητη πίστη καὶ βεβαιότητα ὅτι ἔχει βρεῖ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ ὅλα ὅσα καθημερινὰ τὸν περικυκλώνουν. Πράγματι, ὅσο ὡριμάζουμε καὶ ὁλοκληρωνόμαστε ἐσωτερικά, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ πολυσυζητημένη ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπιδιώκει καὶ ὁ πολιτισμὸς προβάλλει ὡς βασικὸ σύνθημα εἶναι ἐξωτερική, σχετικὴ καὶ περιορισμένη. Γιατί εἴμαστε αἰχμάλωτοι τῶν περιστάσεων καὶ τῶν συνθηκῶν μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε, τῆς κληρονομικότητας καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας μας, τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀλλὰ καὶ ὁτιδήποτε ἄλλου μᾶς δεσμεύει καὶ μᾶς ὑποτάσσει σ’ αὐτό. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι στὰ σύνορα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κανεὶς δὲν μᾶς ρωτᾶ πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποιοὺς θὰ ἔρθουμε στὴ ζωὴ, ἀλλὰ οὔτε πότε ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτήν.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ὅταν θεληματικὰ ὑποταχθοῦμε στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε δουλεία στὴν ὁποία εἴμαστε φυλακισμένοι, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἀμήν.
6.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΤΑΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΩΝ
«Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»
Οἱ ἄνθρωποι ἀνάλογα μέ τόν προσανατολισμό τῆς ψυχῆς τους ἀποδέχονται τόν Χριστό ἤ τόν ἀπορρίπτουν. Ἐκεῖνο πού εἶναι ἡ εἰδοποιός διαφορά εἶναι ἡ διατήρηση τῆς ἄδολης καρδιᾶς. Αὐτό πού ἀναγνωρίζει τόν Θεό εἶναι ἡ καρδιά. Κατά τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδία ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται».
Ἡ καρδιά κατά τους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό κέντρο τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι βεβαίως ἡ σωματική καρδιά ἀλλά ἡ πνευματική. «Ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» ὅπως κήρυξε ὁ Ἰησοῦς. «Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά, καί ὁ πονηρός ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά…ἐκ γάρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τό στόμα λαλεῖ(Ματθ. Ιβ, 35). Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ κάθαρση τῆς καρδίας εἶναι τό πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά κάνει τήν πνευματική ἐκείνη πορεία ὥστε στήν θέση τοῦ θυμοῦ νά ἐγκατασταθεῖ ἡ ἀγάπη, στή θέση τῆς ἐπιθυμίας ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀνιδιοτέλεια καί στή θέση τοῦ ἄκαρπου λογισμοῦ ὁ Θεός. Ἡ ἀγάπη, ἡ ἀνιδιοτέλεια καί ἡ μονολόγιστη εὐχή τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξαν τά βιώματα τῶν Ἁγίων κάθε ἐποχῆς.
Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά ξεκαθαρίσει στό νοῦ του ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ πρώτη ἀγάπη. Ὅλα τά ἄλλα ἕπονται. Ἡ καθημερινότητα καί ἡ βιοπάλη νά μήν ἀποτελοῦν τό κέντρο τῆς ζωῆς καί τῶν διαλογισμῶν ἀλλά μέ βάση τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό νά ἐξηγοῦνται οἱ χαρές, οἱ λῦπες, ἡ καθημερινότητα, νά ἀντιμετωπίζονται τά προβλήματα. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στό κέντρο τῆς καρδιᾶς του ἔχει ἰσορροπία καί δέν διακατέχεται ἀπό ἄγχος ἤ πανικό. Ἡ ζωή του ἔχει ἕνα σκοπό: τήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Σέ κάθε ἄλλη περίπτωση ἡ ζωή εἶναι ἄσκοπη καί αἰτία δυστυχίας καί ἀποπροσανατολισμοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βγάλει ἀπό τό κέντρο τῆς καρδιᾶς του τόν Θεό τότε στρέφεται στά κτίσματα ἀντί στόν Κτίστη καί δέν βρίσκει λύτρωση στήν ἀναζήτησή του γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλασθεῖ ἀπό τόν Θεό, γιά τόν Θεό προκειμένου νά ζήσει μέ τόν Θεό Κανένα ὑποκατάστατο δέν γεμίζει τόν ἄδειο χῶρο τῆς καρδιᾶς του καί εἶναι δυστυχισμένος. Σήμερα, δισεκατομμύρια ἄνθρωποι βρίσκουν μία ἰσορροπία στά ψυχοφάρμακα ὅμως στήν οὐσία παρακάμπτουν τό προβλημα ἀντί νά τό ἐπιλύουν. Τό πρόβλημα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι χημικό ἀλλά πνευματικό.
Στήν Εὐαγγελική διήγηση οἱ ἁπλοί ψαράδες τῆς λίμνης Γεννησαρέτ ἀναγνώρισαν τόν Κύριο καί τόν ἀκολούθησαν. Τό κριτήριο ἦταν ἡ ἁπλότητα καί ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους. Ὁπως ἀναφέρουν οἱ Πατέρες οἱ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν «ἁλιευτικῶς» καί ὅχι ἀποδεικτικῶς. Τό κήρυγμά τους ἦταν ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τους ἀλλά καί τῆς ἰδιοσύστασης τοῦ χαρακτήρα τους. Δέν ἐκήρυξαν μέ βάσει τήν διαλεκτική ἤ ἀλλη μέθοδο ἀπόδειξης ἀλλά μέ βάσει τήν ἁπλότητα τοῦ νοῦ τους. Τελικά ἡ σωτηρία δέν εἶναι ἀποτέλεσμα νοητικό ἀλλά θέμα ἐσωτερικῆς ἀξιολόγησης προτεραιοτήτων. Ὅπως λέγει ὁ ὀρθόδοξος λαός μας: «πρῶτα ὁ Θεός».
Κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν ἀλλά εὐδόκησεν ὁ Θεός διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας…ὅτι τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Κύριος ἵνα τούς σοφούς καταισχύνει»( Α΄Κορ. α, 21 κ.ἑ.). Ἅν ὁ Θεός προσηγγίζετο γνωστικῶς μόνον θά ἦταν Θεός τῶν ἔξυπνων. Ὅμως ἀποζητᾶ «καρδἰαν καθαράν καί πνεῦμα εὐθές» γιατί στίς καθαρές καρδιές ζεῖ ὁ Θεός.
Σήμερα ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἁγίους ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους, τό ἁλιευτικό κήρυγμά τους καί ἀσφαλῶς ἡ εὐδοκία τοῦ Κυρίου θά ἐπαναφέρει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία στήν εὐθεία ὁδό.
7.
Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ, Κυριακή Β΄ Ματθαίου – Άς μαθητεύσωμεν εις τον Κύριον και Θεόν μας
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
ΑΣ ΜΑΘΗΤΕΥΣΩΜΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΝ ΜΑΣ
Στα Ιερά Ευαγγέλια διακρίνουμε δυό κλήσεις των 4 πρώτων μαθητών και Αποστόλων από τον Θείο Διδάσκαλο Ιησού Χριστό. Δοκιμαστική η πρώτη κλήσις και απευθύνθηκε από τον Κύριό μας, όταν ακόμη ζούσε και διακονούσε τον λαό του Θεού ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής. Η δεύτερη είναι οριστική και έγινε μετά την σύλληψι και την φυλάκισι του Προδρόμου.
Για την πρώτη εξιστορεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ενώ για την δεύτερη ομιλούν οι τρεις Συνοπτικοί Ευαγγελιστές. Σήμερα ο λόγος περιστρέφεται γύρω από την δεύτερη κλήσι με βάσι το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. «Δευτέρα αύτη κλήσις ην», σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Η πρώτη δεν είναι κυρίως κλήσις, αλλά πιο πολύ μια συνάντησις και προσωπική γνωριμία, έπειτα από τις επανειλημμένες υποδείξεις του Προδρόμου, που έλεγε προς τους μαθητές του για τον Ιησού Χριστό: «ίδε ο αμνός του Θεού…». Τότε, ύστερα από μια ολοήμερη σχεδόν αναστροφή και συνομιλία του Ανδρέα και του Ιωάννη με τον Ιησού Χριστό, ο Ανδρέας ανήγγειλε με σκιρτήματα καρδιάς στον αδελφό του Σίμωνα· «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν!». Και μετά τον έφερε κοντά στον Ιησού για συνάντησι και γνωριμία. «Συ ει Σίμων ο υιός Ιωνά, συ κληθήση Κηφάς, ο ερμηνεύεται Πέτρος» του είπε ο Θεάνθρωπος Κύριός μας.
Πάντως, δεν είναι βέβαιο ότι τότε οι τρεις μαθητές του Ιωάννου ακολούθησαν τον Ιησού. Οι μαθητές του Ιωάννου και αν είχαν ακολουθήσει από την αρχή τον Ιησού, τώρα μετά την επιστροφή τους στη Γαλιλαία επανέρχονται στα έργα τους, ίσως με την υπόδειξί του. Μετά την πρώτη γνωριμία και τις εντυπώσεις τους από την περιοδεία στην Ιουδαία δόθηκε η ευκαιρία να ωριμάση σ᾽αυτούς η σκέψις της ολοκληρωτικής τους επιδόσεως και αφιερώσεως στο έργο της αποστολής.
Τα Ιερά Ευαγγέλια είναι σύντομα και περιληπτικά υπομνήματα των Αποστόλων, αλλά εμείς με ευλαβική διάθεσι και με ευσεβή λογισμό πρέπει να αναζητούμε υπό την απλή ευαγγελική διήγησι την εξέλιξι και την συνέχεια των γεγονότων.
Η όλη ευαγγελική ιστορία έχει βεβαίως χαρακτήρα υπερφυή, αλλά ταυτόχρονα είναι και ιστορικό γεγονός, λόγοι και πράξεις δηλαδή που έγιναν μέσα σε χώρο και χρόνο και συνεπώς κατά μία φυσική σειρά και εξέλιξι.
Στην Εκλογή των Αποστόλων από την πλευρά του Θεού υπάρχει πάντοτε ο απόκρυφος και απόρρητος λόγος της προγνώσεως και του προορισμού, αλλά από την πλευρά των ανθρώπων, εκτός της προαιρέσεώς τους, υπάρχουν οι φυσικοί και ιστορικοί λόγοι, που τους προετοιμάζουν για την ώρα της κλήσεως και για το έργο της αποστολής.
Είναι η μαθητεία κοντά στον Ιωάννη, είναι η συνάντησις και η γνωριμία με τον Ιησού, είναι οι εντυπώσεις και διαπιστώσεις, που όλα αποτελούν μια εξωτερική ανταπόκρισι στην εσωτερική τους προσδοκία και συντελούν στην ωρίμανσι της κλίσεώς των και απαρτισμό της ετοιμασίας τους.
Όλα αυτά, και τα υπερφυσικά και φυσικά, και τα εσωτερικά και τα εξωτερικά και τα εκ μέρους του Θεού και τα εκ μέρους των ανθρώπων, εντάσσονται μέσα στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.
Για τη δεύτερη και οριστική κλήσι γράφει ο αοίδιμος Μητροπολίτης Κοζάνης κυρός Διονύσιος Ψαριανός:
«Ο Ιησούς Χριστός εκάλεσε τέσσαρας αλιείς της θαλάσσης της Γαλιλαίας με την επαγγελίαν ότι θα τους κάμη «αλιείς ανθρώπων». Τους εκάλεσεν από την εργασίαν και τούτο βεβαίως έχει σημασίαν, ότι δηλαδή δεν ευρήκεν αργοσχόλους τινάς δια το έργον του Αποστόλου. Αλλά δεν θα μας απασχολήση τώρα το θέμα τούτο, η τιμή δηλαδή την οποίαν κάμνει ο Κύριος προς την εργασίαν, αν και είναι πολύ επίκαιρον να είπωμεν περί της εργασίας, εις ένα καιρόν που τόσον εργάζονται οι άνθρωποι, αλλά και τόσον ολίγον «εκ ψυχής» αγαπούν την εργασίαν. Διότι οι άνθρωποι σήμερον δεν εργάζονται, αλλά «δουλεύουν» και σκέπτονται πως θα ήτο τρόπος να ζουν καλύτερα και να μη εργάζωνται διόλου. Αλλ᾽ας αφήσωμεν το θέμα τούτο και ας επανέλθωμεν εις το «ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Υπάρχουν πολλαί ομοιότητες μεταξύ του έργου του αλιέως και του έργου του Αποστόλου, αλλ᾽ ούτε και περί αυτών θα είπωμεν, διότι δεν ήσαν αυταί δήθεν, δια τας οποίας ο Ιησούς Χριστός εκάλεσεν αλιείς δια να τους αναδείξη Αποστόλους, αφού άλλως τε μεταξύ των δώδεκα φαίνεται σαφώς ότι εξ μόνον ήσαν αλιείς. Σήμασίαν έχει ότι εκάλεσεν «ους εκάλεσε», δια να τους αναδείξη Αποστόλους· «και ποιήσω υμάς», είπεν. Επί τρία σχεδόν έτη, ο Κύριος ήσκησε σύντονον παιδευτικήν αγωγήν επί του στενού εκείνου κύκλου των δώδεκα, τους οποίους μετά ολονύκτιον προσευχήν «Αποστόλους ωνόμασεν». Ας υπενθυμίσωμεν λόγους τινάς και γεγονότα της ευαγγελικής ιστορίας, που αναφέρονται εις τον καταρτισμόν των Αποστόλων. Αι παραβολαί εν πρώτοις είναι ειδικός τρόπος διδασκαλίας χάριν των δια το αποστολικόν έργον ετοιμαζομένων, ενώ επί παραδείγματι η επί του όρους ομιλία γίνεται προς τον λαόν η έστω προ τον ευρύτερον κύκλον των μαθητών. Η Μεταμόρφωσις, ενώπιον μάλιστα ουδέ καν των δώδεκα, αλλά τριών των εμπιστοτέρων, γίνεται προς καταρτισμόν των Αποστόλων και ειδικώς χάριν μόνον αυτών. Ο προ της Μεταμορφώσεως διάλογος μεταξύ του Ιησού και των δώδεκα και η μεγάλη ομολογία του Πέτρου· η διδαχή καθ᾽οδόν ότε ανέβαινον εις Ιεροσόλυμα και ο Ιησούς ήρχετο προς το Πάθος· η προκαταρκτική αποστολή των δώδεκα εις το κήρυγμα· η νίψις των ποδών των Αποστόλων προ του Μυστικού Δείπνου· η παραίνεσις, μετά τον δείπνον και η Αρχιερατική προσευχή μετά την παραίνεσιν· αι επανειλημμέναι εμφανίσεις μετά την Ανάστασιν ότι και «διήνοιξεν αυτών τον νουν»· όλα αυτά, όπως τα απαριθμούμεν απλώς και χωρίς σειράν, και άλλα τα οποία παραλείπομεν, αποτελούν ειδικάς πράξεις και ενεργείας του Κυρίου προς καταρτισμόν των Αποστόλων. Ο Παράκλητος, όταν θα έλθη, θα εύρη ετοίμους ανθρώπους εις τους οποίους θα σκηνώση, φως και δύναμις εξ ύψους, φωτίζων και ενισχύων τους Αποστόλους εις τούτο ακριβώς, εις το να ενθυμώνται όλα όσα είπε προς αυτούς ο Διδάσκαλος. Όσα ήκουσαν και όσα είδον θα κηρύξουν οι Απόστολοι· «ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν…. απαγγέλλομεν υμίν». Ο Απόστολος Πέτρος αναφερόμενος εις το θαύμα της Μεταμορφώσεως, επιβεβαιώνει ότι ο Ιησούς, «τους οικείους παιδεύων μαθητάς», πολλά έπραττε και έλεγεν ενώπιον αυτών. Όθεν μέλημα των Αποστόλων ήτο οι πιστοί να ενθυμώνται τους λόγους τούτους και τας πράξεις του Κυρίου, δια δε τούτο το αποστολικόν κήρυγμα δεν είναι θεωρία, αφηρημένη διδασκαλία και ιδεολογία, αλλ᾽ ο,τι ο Κύριος είπε και έπραξε. Οι άγιοι Απόστολοι εγενήθησαν «επόπται της εκείνου μεγαλειότητος»… Πράγματι λοιπόν ο Ιησούς Χριστός δια τους 12 Αποστόλους υπήρξεν «ο Διδάσκαλος όστις παραλαβών αυτούς αλιείς, κατήρτισε και εποίησεν «αλιείς ανθρώπων».
Το μήνυμα της σημερινής Κυριακής είναι να μαθητεύωμε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό υπακούοντες πρόθυμα στον Ευαγγελικό Θείο Λόγο του και αγωνιζόμενοι να εφαρμόσωμε τις θείες εντολές Του. Και έτσι, να είμαστε βέβαιοι ότι κι εμείς στο μέτρο των πνευματικών μας δυνατοτήτων θα γίνωμε κάποια στιγμή «αλιείς ανθρώπων» με τον ευγενικό και καλωσυνάτο λόγο μας, με τη μελέτη των Θείων Γραφών και των Αγιοπατερικών συγγραμμάτων και κυρίως με την ταπείνωσι, την υπομονή και την θεάρεστη προσευχή μας.
† Ο Κυθήρων Σεραφείμ
8.
Η ΔΙΚΑΙΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ Ματθαίου: Ρωμ. β΄ 10-16
Ἀδελφοί, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι· οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων — ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Η ΔΙΚΑΙΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
- Ὁ Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀποτελεῖ τμῆμα ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, ὁ ἀπόστολος Παῦλος δίνει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται ἀρκετὰ συχνά: Πῶς θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τοὺς λαοὺς ποὺ δὲν γνώρισαν τὸ Εὐαγγέλιο; Δὲν εἶναι ἄδικο νὰ καταδικαστοῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; Ἂς δοῦμε λοιπὸν τί λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος γιὰ τὸ θέμα αὐτό:
Ἀδελφοί μου Χριστιανοί, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη ἀνήκει σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐργάζεται τὸ καλό, στὸν Ἰουδαῖο πρῶτα, ἀλλὰ καὶ στὸν εἰδωλολάτρη.
Διότι ὁ Θεὸς δὲν χαρίζεται σὲ πρόσωπα: «οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ». Ἂν εἶναι κάποιος Ἰουδαῖος, δὲν σημαίνει ὅτι ὁπωσδήποτε θὰ σωθεῖ, ἢ ἂν εἶναι εἰδωλολάτρης, ὁπωσδήποτε θὰ καταδικαστεῖ. Ὁ καθένας θὰ κριθεῖ ἀνάλογα μὲ τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ δόθηκαν καὶ τὰ ἔργα του.
Γι’ αὐτὸ ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει τὸν γραπτὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, αὐτοὶ θὰ καταδικαστοῦν σὲ ἀπώλεια χωρὶς νὰ ἔχουν κατήγορο τὸ νόμο αὐτό. Καὶ ὅσοι ἁμάρτησαν, ἐνῶ εἶχαν λάβει τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, αὐτοὶ θὰ κατακριθοῦν μὲ βάση τὸ νόμο αὐτό.
«Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται», δηλαδή· δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι ὅσοι ἀκοῦν ἁπλῶς τὴν ἀνάγνωση τοῦ θείου νόμου, ἀλλὰ ὅσοι τηροῦν τὸ νόμο· αὐτοὶ θὰ δικαιωθοῦν.
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀπόστολος Παῦλος θέλει νὰ ὑπογραμμίσει τὴν ἀμερόληπτη δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, οὔτε κάνει διακρίσεις μεταξὺ τῶν λαῶν. Τὸ ἂν ἔδειξε εἰδικὴ εὔνοια στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ ἔδωσε γραπτὸ νόμο γιὰ νὰ τὸν παιδαγωγήσει, αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀδικία σὲ βάρος ἄλλων λαῶν. Διότι ἀπὸ αὐτοὺς στοὺς ὁποίους ἔδωσε περισσότερα, θὰ ζητήσει καὶ περισσότερα. Εἶναι βαρύτερη ἡ ἐνοχὴ αὐτοῦ ποὺ ἁμαρτάνει ἐνῶ γνωρίζει τὸν θεῖο νόμο, σὲ σχέση μὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει παντελὴ ἄγνοια.
Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δὲν κηρύχθηκε μόνο στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του. Συνεχίζει καὶ σήμερα νὰ κηρύσσεται γιὰ νὰ φτάσει τὸ σωτήριο μήνυμά του «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. α΄ 8).
Κι ἂν κάποιοι ἄνθρωποι ἢ λαοὶ ὁλόκληροι δὲν ἄκουσαν ποτὲ γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τοὺς φανέρωσε τὸ πῶς θὰ πορευθοῦν σωστὰ στὴ ζωή. Διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν δεχθεῖ τὴ φυσικὴ ἀποκάλυψη, ποὺ σημαίνει ὅτι ὅλοι ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ ἀνακαλύψουν τὸν παντοκράτορα Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὰ θαυμάσια τῆς Δημιουργίας (βλ. Ρωμ. α΄ 19-20). Ἐπιπλέον ὁ πάνσοφος Θεὸς ἔχει δώσει σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους ἕνα ἀκόμη καθοδηγητικὸ μέσο: τὴ συνείδηση. Γι’ αὐτὴν ἀκριβῶς ὁμιλεῖ στὴ συνέχεια ὁ ἅγιος Ἀπόστολος:
- Ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως
Ὑπάρχουν εἰδωλολάτρες οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ δὲν ἔλαβαν γραπτὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, κάνουν ὅ,τι προστάζει ὁ θεῖος νόμος, διότι ἔχουν ὡς νόμο τὴν ἴδια τους τὴ συνείδηση.
Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἐθνικοὶ δείχνουν ὅτι τὸ ἔργο τοῦ νόμου εἶναι γραμμένο στὶς καρδιές τους. Κι αὐτὸ συμβαίνει, καθὼς ἡ συνείδησή τους τοὺς πληροφορεῖ γιὰ κάθε πράξη ἂν εἶναι σωστή. Μέσα τους ἐγείρονται λογισμοὶ ποὺ κατηγοροῦν ἢ καὶ ἀπολογοῦνται γιὰ τὸ ἂν ἦταν σωστὴ ἡ κάθε τους ἐνέργεια.
Ἔτσι, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τὶς κρυφὲς πράξεις τῶν ἀνθρώπων σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κηρύττω, θὰ ἀνακηρυχθοῦν δίκαιοι οἱ τηρητὲς τοῦ νόμου. Καὶ θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἔχει δοθεῖ ἡ ἐξουσία τοῦ ὑπερτάτου Κριτοῦ.
Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ὁ ἔμφυτος διδάσκαλος τῆς ἀρετῆς. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἄκουσε ποτὲ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως νὰ τὸν ἐπιδοκιμάζει ἢ νὰ τὸν ἀποδοκιμάζει γιὰ τὶς ἐπιλογές του.
Ὡστόσο δὲν μποροῦμε νὰ ἐπαναπαυόμαστε στὴ συνείδηση ποὺ ἔχουμε προσωπικὰ διαμορφώσει. Ὀφείλουμε νὰ καλλιεργοῦμε τὴ συνείδησή μας. Ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ ἡ τακτικὴ συμμετοχή μας στὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως ἑλκύουν τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ συντελοῦν στὸ φωτισμὸ καὶ τὸν ἐξαγιασμὸ τῆς συνειδήσεως.
Κι ὅσο περισσότερο φωτίζεται ἡ συνείδησή μας ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ Φῶς, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόσο καλύτερα θὰ λειτουργεῖ καὶ θὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια. Γιὰ νὰ καθαρίζουμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὰ ἄδηλα καὶ κρύφια ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ βροῦμε ἔλεος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
9.
Ὁ ἐσωτερικὸς κριτὴς τοῦ ἀνθρώπου, Ρωμ.2,10-16
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Β΄ Ματθαίου ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἄπ. Παύλου εἶναι σὲ μετάφραση ἡ ἀκόλουθη:
«Ἀδελφοί, δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη προσμένουν ὅποιον κάνει τὸ καλό, πρῶτα τὸν Ἰουδαῖο ἀλλὰ καὶ τὸν ἐθνικό· γιατί ὁ Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις. Ἔτσι, λοιπόν, ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ξέρουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδικαστοῦν ὄχι μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσοι ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τὸν νόμο, θὰ δικαστοῦν μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Γιατί στὸ θεϊκὸ δικαστήριο δὲν δικαιώνονται ὅσοι ἄκουσαν ἁπλῶς τὸν νόμο ἀλλὰ μόνο ὅσοι τήρησαν τὸν νόμο. Ὅσο γιὰ τὰ ἄλλα ἔθνη, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν νόμο, πολλὲς φορὲς κάνουν ἀπὸ μόνοι τους αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ νόμος. Αὐτὸ δείχνει πώς, ἂν καὶ δὲν τοὺς δόθηκε ὁ νόμος, μέσα τους ὑπάρχει νόμος. Ἡ διαγωγὴ τους φανερώνει πὼς οἱ ἐντολὲς τοῦ νόμου εἶναι γραμμένες στὶς καρδιές τους· καὶ σ’ αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ἡ συνείδησή τους, ποὺ ἡ φωνὴ της τοὺς τύπτει ἢ τοὺς ἐπαινεῖ, ἀνάλογα μὲ τὴ διαγωγή τους. Ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὶς κρυφὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιό μου» (Ρωμ.2,10-16).
Ὁ Ἄπ. Παῦλος στὴν περικοπὴ αὐτή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς θίγει τὸ θέμα τῆς καθολικότητας καὶ βεβαιότητας τῆς τελικῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη καὶ ἀμερόληπτο Θεό. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶχε τὸν Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ στὸ ὄρος Σινὰ καὶ ὁ νέος λαός, ἡ Ἐκκλησία, ἔχει τὸν εὐαγγελικὸ Νόμο τῆς Χάρης ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτουν πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι: Καλά, οἱ Ἰσραηλίτες καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὸν Νόμο τους, ὅμως τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς ἀνθρωπότητας – ποὺ εἶναι κι αὐτὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ – μὲ ποιὸ κριτήριο θὰ ἀντιμετωπισθεῖ στὴν τελικὴ κρίση; Θὰ ἀδικηθεῖ ἐπειδὴ δὲν γνώρισε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ; ἢ μήπως γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο θὰ τύχει εὐμενοῦς κρίσης; Πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες μέχρι σήμερα τόνισαν τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ ὁποιαδήποτε σκέψη τιμωρίας καὶ διατύπωσαν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς θὰ δώσει γενικὴ ἄφεση ἁμαρτιῶν σὲ ὅλους. Βέβαια κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θέσει ὅρια στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὴν περιορίσει σὲ ὁρισμένους μόνο καλοὺς χριστιανοῦ, διότι οἱ βουλὲς τοῦ θεοῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ὁμιλεῖ μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν παραπάνω περικοπή. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα κυρίως διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς διδασκαλίας του, τῶν θαυμάτων, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀνάστασης, Ἀποκαλύπτεται ὅμως καὶ διὰ τῶν δυνατοτήτων ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴ δημιουργία τους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα ἀδέκαστο κριτὴ μέσα τους ποὺ λέγεται συνείδηση, ἡ ὁποία ἐλέγχει ἢ ἐπιδοκιμάζει τὶς διάφορες πράξεις τους, ὥστε νὰ αἰσθάνονται «θλίψη» καὶ «στενοχώρια», ὅταν διαπράττουν τὸ κακὸ ἢ «δόξα» καὶ «τιμὴ» καὶ «εἰρήνη», ὅταν ἐνεργοῦν τὸ καλό. Ἔτσι, σὲ κάθε ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του.
Ἴσως παρατηρήσει κανεὶς ὅτι μία τέτοια διδασκαλία εἶχαν ἤδη διατυπώσει οἱ Στωικοὶ φιλόσοφοι. Αὐτὸ εἶναι σωστό, γιατί ὁ Θεὸς φώτισε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ προχριστιανικὰ χρόνια νὰ φθάσουν ψηλαφώντας τὴν ἀλήθεια. Τοὺς ἔδωσε κατὰ τὸν φιλόσοφο καὶ μάρτυρα Ἰουστίνο τὸν «σπερματικὸ λόγο». Ἡ διαφορὰ ὅμως τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴ στωικὴ εἶναι:
α) ὅτι ἡ συνείδηση δὲν εἶναι αὐτονόητο φυσικὸ δεδομένο ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο,
β) ὅτι σχετίζεται ὄχι μὲ ἕνα ἀκαθόριστο Θεὸ ποὺ συγχέεται πανθεϊστικὰ μὲ τὴ φύση ἀλλὰ μὲ ἕναν προσωπικὸ Θεὸ ἀγαθὸ καὶ δίκαιο, καὶ τέλος
γ) τὸ ἔργο τῆς συνείδησης τελεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν τελικὴ κρίση, ὅπως γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴ σημερινὴ περικοπή.
Βέβαια ὅλα αὐτὰ δὲν γράφονται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο μὲ σκοπὸ νὰ οἰκοδομηθεῖ μία «φυσικὴ θεολογία», ἢ μία φιλοσοφία περὶ τοῦ «ἄγραφου νόμου τῆς συνείδησης», ἀλλὰ γράφονται μὲ ἐνδιαφέρον ἱεραποστολικό, μὲ σκοπὸ νὰ ἀφυπνιστοῦν οἱ ἐθνικοὶ ἀκροατὲς τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ὁλοφάνερη παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα τους νὰ προχωρήσουν στὸ νὰ ἀναγνωρίσουν αὐτὸν τὸν Θεό, ὅπως τὸν ἀποκάλυψε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γράφονται ἐπίσης καὶ πρὸς τοὺς γεμάτους αὐτοπεποίθηση Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ πρὸς Χριστιανοὺς ποὺ βλέπουν ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὰν μάζα ἀπωλείας, ὥστε νὰ καταλάβουν ἐπιτέλους ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι ποὺ χρειάζεται νὰ ὑπογραμμιστεῖ στὴν ἐποχή μας. Ὅσο κι ἂν αἰσθάνεται παντοδύναμος καὶ αὐτάρκης ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐπιστημονικές του γνώσεις καὶ τὴν τεχνικὴ ἐξέλιξη, τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, οἱ μύχιοι λογισμοὶ καὶ οἱ κρυφὲς ἐπιθυμίες του βρίσκονται ἀνὰ πάσα στιγμὴ κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν κρίνεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ τεχνικὰ κατορθώματά του – ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀποτελοῦν πραγματοποίηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Δημιουργοῦ «πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. 1,28) – ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του, ὅπως αὐτὴ ἐξωτερικεύεται σὲ πράξεις ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο.
10.
Τὸ κάλεσμα τῶν Ἀποστόλων
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Ἀπὸ μιὰ ἑνοριακὴ ὁμιλία τῆς 5ης Δεκεμβρίου 1972.
Εἶναι βασικὸ γιὰ ἐμᾶς νὰ κατανοήσουμε τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Ἄν μελετᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ δεῖτε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν στὴν ἴδια περιοχή. Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ ζήσει σὰν παιδὶ στὴν Ναζαρέτ∙ οἱ Ἀπόστολοι ἔζησαν ὅλοι γύρω ἀπὸ τὸν τόπο Του. Δὲν γνωρίζουμε τίποτα ἀπὸ τὰ νεανικὰ χρόνια αὐτῶν τῶν ἀνδρῶν, ἀλλὰ ἄν σκεφτοῦμε ὅτι ἡ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας βρισκόταν σὲ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 4 μιλίων ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, ὅτι ὅλες οἱ πόλεις καὶ τὰ χωριὰ, ὅπου ὁ Πέτρος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς ἔζησαν, βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος, μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ὅτι εἶχαν συναντήσει δεῖ καὶ ἀκούσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς παιδὶ καὶ ὡς νέο.
Δὲν γνωρίζουμε κάτι γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τῆς προσωπικότητας Του, καθὼς μεγάλωνε ἁρμονικὰ εἰς ἄνδρα τέλειον, ἀπὸ ἀπόψεως πνευματικῆς σοφίας καὶ ἀρετῆς, ἀλλὰ ὑπῆρχαν μεταξύ τους δεσμοὶ οἰκειότητας. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης, ἦταν μαθητὲς ἑνὸς ἐξαδέλφου τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰάκωβος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Πέτρος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἀνδρέα. Ὅταν πρῶτοι συνάντησαν τὸν Χριστὸ, ἀναζήτησαν τοὺς φίλους τους Ναθαναήλ καὶ Φίλιππο. Ἀκόμα τὰ λόγια τοῦ Ναθαναήλ: «Μπορεῖ κάτι καλὸ νὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ;» δὲν εἶναι παράξενα. Τι θὰ ἔλεγε ὁ κάθενας μας, ἄν τοῦ ἔλεγαν ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ζεῖ σ’ἕνα χωριὸ 4 μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό του;
Καὶ ἔπειτα ὑπάρχει μιὰ ὁλόκληρη πορεία ποὺ μποροῦμε ν’ ἀκολουθήσουμε στὰ Εὐαγγέλια, ὅπου μπορεῖ κάποιος νὰ δεῖ πῶς σταδιακὰ οἱ μαθητὲς ἀνακαλύπτουν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πῶς σταδιακά ἔρχεται πιὸ κοντὰ τους. Καὶ μιὰ μέρα, ἡ σχέση τους μαζί Του εἶναι τέτοια ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ Τὸν ἀφήσουν ἀκόμα καὶ καὶ ἄν τὸ ἤθελαν. Ὅταν οἱ περισσότεροι μαθητές Του τὸν ἐγκατέλειψαν, ὁ Κύριος εἶπε στοὺς δώδεκα: «Θὰ φύγετε κι ἐσεῖς;» κι ὁ Πέτρος ἀπάντησε: «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου». Αὐτὴ ἡ σχέση ἀνάμεσα στοὺς μαθητές καὶ τὸν Χριστὸ, ποὺ ἴσως ἄρχισε μέσα ἀπο τὴ φιλία,κατόπιν ἐξελίχθηκε σὲ θαυμασμὸ, γιὰ ν’ἀναπτυχθεῖ σὲ σχέση ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς μὲ τὸν Διδάσκαλο καθ’ὁδὸν πρὸς τὸν Καίσαρα Φίλιππο, ἀναγνωρίζεται καὶ ὁμολογεῖται ἀπὸ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς ὡς δῶρο τοὺ Θεοῦ: «Εἶσαι ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ».
Εἶναι μιὰ τόσο βαθιὰ, τόσο τέλεια, τόσο ὁλοκληρωμένη σχέση, ἔτσι ποὺ ὅταν ἀκόμα ὁ τρόμος τοὺς συνέχει, δὲν μποροῦν νὰ Τὸν ἀφήσουν. Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητὲς Του ὅτι πηγαίνει στὴ Βηθανία, ἐπειδὴ πέθανε ὁ Λάζαρος, οἱ μαθητές Τοῦ λένε: «Ἐπιστρέφεις στὴν Ἰουδαία; Δὲν σκοπεύουν νὰ σὲ σκοτώσουν;» Κι ἕνας λέει: «Ἄς πᾶμε καὶ ἄς πεθάνουμε μαζὶ Του». Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Θωμᾶς, ἐκεῖνος ποὺ τόσο συχνὰ λογίστηκε σὰν ἄπιστος. Ὄχι, δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν ἕτοιμος νὰ ζήσει καὶ νὰ πεθάνει μὲ τὸν Διδάσκαλο του, ἀλλὰ δὲν εἶναι προετοιμασμένος νὰ δεχτεῖ μὲ εὐκολία τὰ νέα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, μ’ ὅ,τι συνεπάγεται τὸ ζωηφόρο μήνυμα αὐτῆς, χωρίς νὰ εἶναι σίγουρος – ἐπειδὴ ὅταν ὁ Χριστὸς πέθανε στὸν Σταυρὸ, οἱ μαθητές Του σκορπίστηκαν φοβισμένοι γιὰ νὰ κρυφτοῦν, καὶ ὅμως ἦταν δεμένοι μ’ Ἐκεῖνον ὡς τὰ μύχια τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς τους, ἔνοιωθαν ὅτι ἡ Ζωή ἔπαψε νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο, στὴν ζωή τους. Αὐτὸ μᾶς συμβαίνει ὅταν κάποιο ἀγαπητό πρόσωπο πεθαίνει. Τότε ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἐπειδὴ πέθανε, κάθε τι, ρηχό, τετριμμένο, μικρό, πολὺ ἀσήμαντο, γιὰ νὰ εἶναι τόσο σημαντικὸ ὅσο ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, χάνει κάθε νόημα. Ἀπομακρυνόμαστε ἀπ’ αὐτὸ, γινόμαστε τόσο σπουδαῖοι ὅσο ὁ τρόπος ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.
Αὐτὸ εἶναι ποὺ τοὺς συνέβη, ἀλλὰ τότε δὲν ὑπῆρχε ζωὴ, ὑπῆρχε μόνο ἔνας καταστρεπτικὸς,συντριπτικὸς θάνατος. Δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ ζοῦν, ἐπειδὴ ἡ Ζωὴ εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ ζωή τους, ἀλλὰ μποροῦσαν νὰ συνεχίσουν νὰ ὑπάρχουν. Κι ὅμως ξαφνικὰ ἀνακάλυψαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανός καὶ ὅτι μποροῦσαν νὰ ζοῦν καὶ ἀκόμη περισσότερο, ὅτι, κατὰ ἕνα μυστηριώδη τρόπο, ἐπειδὴ εἶχαν πεθάνει τόσο βαθιὰ καὶ ὁλοκληρωτικά μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα μαζί Του, μποροῦσαν, μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα – τὴ δική Του καὶ μαζὶ τὴ δική τους- νὰ εἶναι ζωντανοὶ, ἀλλὰ ζωντανοὶ μὲ ἀδιάσειστη τὴ βεβαιότητα ὅτι κανένας θάνατος δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τοὺς ἀποκλείσει ἀπὸ τὴ ζωή, καμιὰ μορφὴ θανάτου∙ ὁ θάνατος εἶχε ἠττηθεῖ. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ψάλλουμε τὸ Πάσχα, αὐτὸ διακηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωὴ ἔχει θριαμβεύσει, ὁ θάνατος δὲν ἔχει δύναμη ἐπάνω μας· τὸ σῶμα μας δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς νικήσει ὅταν θὰ πεθάνει. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς κύριες μαρτυρίες τῶν ἀποστόλων· δὲν ἦταν ἁπλὰ τόσο πιστοὶ ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν, ἀλλὰ ἦταν τόσο βέβαιοι ἀπὸ μιὰν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ μέσα τους, ἀπὸ τὴ νίκη μέσα τους τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον θάνατος. Κάποιος μπορεῖ εἰρηνικὰ ν’ ἀφήσει ὅ,τι εἶναι ἐφήμερο, καθὼς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο θάνατος δὲν σημαίνει ὅτι ἀπεκδύεται τὴν ἐφήμερη ζωή, σημαίνει ὅτι ζεῖ τὴν αἰωνιότητα, τὴν αἰωνιότητα ποὺ πραγματοποιεῖται ἤδη ἀπὸ τώρα, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, ἀγωνιζόμενος νὰ τὴν κάνει πραγματικότητα σ’ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖ σῶμα τῆς ἁμαρτίας.
11.
ΚΗΡΥΓΜΑ Β’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ-ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Ποιο είναι το μήνυμα του Χριστού; Ποιο είναι το μήνυμα της Εκκλησίας, αγαπητοί μου αδελφοί, στον σύγχρονο άνθρωπο; Όταν ο Κύριος κάλεσε τους μαθητές να Τον ακολουθήσουν στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, τους ζήτησε να γίνουν μαζί Του «αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. 4, 19), δεν τους αποκάλυψε αρχικά το περιεχόμενο του μηνύματος. Ήταν το πρόσωπό Του το οποίο τους ήλκυσε. Καθώς όμως άρχισαν να περιοδεύουν μαζί Του όλη τη Γαλιλαία, έγιναν ακροατές και του μηνύματος, «του Ευαγγελίου της Βασιλείας» (Ματθ. 4, 23). Πρόσωπο και Μήνυμα. Αυτός ο ιδιαίτερος συνδυασμός αποτελεί την προσφορά της Εκκλησίας στον άνθρωπο κάθε εποχής και ιδιαιτέρως σήμερα.
Οι διδασκαλίες των θρησκευτικών συστημάτων και των κάθε μορφής ιδεολογιών, πολιτικών, κοινωνικών, φιλοσοφικών ξεκινούν από τα πρόσωπα που τις κομίζουν στον κόσμο, αλλά έχουν ως βάση τους το μήνυμα το οποίο διακηρύττουν. Στην Εκκλησία ακολουθούμε την αντίστροφη πορεία. Το ίδιο το Πρόσωπο είναι το μήνυμα. Ο Χριστός είναι το περιεχόμενο της Ευαγγελίου της Βασιλείας.Η Εκκλησία δεν μας καλεί να ακολουθήσουμε μία ιδεολογία, ένα αξιακό σύστημα, έναν ηθικό τρόπο, μία φιλοσοφία, μία ιδεολογία, αλλά να αναζητήσουμε, να οικειωθούμε, να κοινωνήσουμε ένα πρόσωπο: αυτό του Χριστού. Και ο Χριστός γνωρίζεται δια της σχέσης μαζί Του. Γνωρίζεται με τον τρόπο της Εκκλησίας, αλλά πρωτίστως γνωρίζεται μέσα από την συνάντηση με τον πλησίον, όπως κι αν αυτή εκφράζεται στην εκκλησιαστική πραγματικότητα: δια της προσευχής, δια της ελεημοσύνης, δια της διδαχής, δια της υπομονής και της συγχωρήσεως, δια της νομής των χαρισμάτων. Τα πάντα στην Εκκλησία γίνονται αγάπη. Διότι ο Χριστός είναι η Αγάπη. Και ο πλησίον, ο αδελφός μας είναι εικόνα του Χριστού.
Ο Χριστός κήρυττε και κηρύττει το «Ευαγγέλιον της Βασιλείας». Είναι η πίστη σ’ Εκείνον ως τον Υιό του Θεού που έγινε Άνθρωπος για να λυτρώσει τον άνθρωπο από την μέγγενη του θανάτου.
Είναι η πίστη σ’ Εκείνον που έγινε άνθρωπος για να μας δείξει τον δρόμο της επιστροφής στον Παράδεισο της κοινωνίας με τον Θεό, μόνο που τώρα δεν θα προηγείται η γνώση εκ του δέντρου του καλού και του πονηρού, αλλά η κοινωνία με τον Θεό στο ξύλο του Σταυρού, στο ξύλο της εμπιστοσύνης, στο ξύλο της υπακοής στο θέλημά Του, όπως ο Ίδιος ο Χριστός έκανε, για να μας δείξει ότι αυτός ο δρόμος είναι εφικτός.
Είναι η πίστη σ’ Εκείνον ο Οποίος καλεί τον κάθε άνθρωπο να επιστρέψει στον Θεό και να σωθεί και δεν περιορίζεται μόνο σε ολίγους και εκλεκτούς.
Είναι η πίστη σ’ Εκείνον ο Οποίος έδειξε ότι όποιος Τον ακολουθεί θα δει θαύματα στη ζωή του, και όχι μόνο υπέρβασης των φυσικών νόμων, αλλά πρωτίστως το θαύμα της μεταμορφούμενης σε αγάπη καρδιάς.
Είναι η πίστη σ’ Εκείνον, ο Οποίος δια του λόγου του δίδει ελπίδα υπέρβασης του πόνου, ελπίδα νίκης κατά των δοκιμασιών, νίκης κατά του πειρασμού και της αμαρτίας, κατά της πίεσης την οποία μας ασκούν οι άλλοι οι άνθρωποι όταν δεν φέρονται και δεν είναι όπως τους θέλουμε, κατά της πίεσης την οποία μας ασκεί ο παλαιός άνθρωπος, ο ενυπάρχων στις καρδιές και στη ζωή μας και ο οποίος μας αποτραβά από το θέλημα του Θεού, που είναι η αγάπη.
Ο Χριστός κήρυττε και κηρύττει το «Ευαγγέλιον της Βασιλείας», το οποίο μπορούμε να το βιώσουμε στη ζωή της Εκκλησίας. Εκεί όπου υπάρχει η συνέχεια τόσο του μηνύματος όσο και της έμπρακτης αγάπης. Υπάρχουν τα πρόσωπα των Αποστόλων αλλά και των Αγίων, όλων όσων συνέχισαν και συνεχίζουν το έργο του Χριστού. Υπάρχει όμως και ο Ίδιος ο Κύριος. Πρώτα όπου είναι συνηγμένοι δύο ή τρεις στο όνομά Του. Και βεβαίως, πάντοτε στην Θεία Ευχαριστία. Στην πρόσκληση για κοινωνία του Σώματος και του Αίματός Του εις την ανάμνησίν Του. Στην μετάνοια και την άφεση των αμαρτιών επί της γης και εν ουρανώ. Στην παντοειδή αγάπη, η οποία ουδέποτε εκπίπτει. Η Εκκλησία όμως απαρτίζεται από όλους εκείνους οι οποίοι αφήνουν ό,τι τους ανήκει, υλικά αγαθά, δόξα, θελήματα, ακόμη και τους οικείους τους, αφήνουν ό,τι τους κρατά δεμένους με τον τρόπο του κόσμου και ακολουθούν το Πρόσωπο του Χριστού. Άλλοι αφήνουν τα πάντα κυριολεκτικώς. Άλλοι καλούνται να αφήσουν την εξάρτηση από τα πάντα και να εμπιστευθούν την πρόνοια και την αγάπη του Χριστού προς αυτούς. Οι πάντες όμως καλούνται να συνειδητοποιήσουν ότι η κοινωνία με τον Χριστό είναι το όντως νόημα της ζωής και Αυτόν να αναζητήσουν.
Ο Χριστός κήρυττε και κηρύττει το «Ευαγγέλιον της Βασιλείας». Αυτό καθιστά την Εκκλησία ζώσα κοινότητα με κέντρο τον Ίδιο. Την ίδια στιγμή γίνεται πρόσκληση προς τον καθέναν μας να μην βλέπει την Εκκλησία μόνο ως έναν θεσμό παράδοσης, έναν χώρο ο οποίος φέρει μία μακραίωνη ιστορία, ένα τυπικό, μία μεγαλοπρέπεια, ιερότητα και αντικείμενα, αλλά πρωτίστως ως τον τρόπο ο οποίος κηρύττει και βιώνει τον Χριστό.
Ο Χριστός της Εκκλησίας είναι παρών στην ζωή μας πάντοτε και παντού, ακόμη και στις οδύνες των πτώσεών μας. Καλούμαστε να Τον οικειωνόμαστε όχι μόνο στην θεία λατρεία αλλά και στην καθημερινότητά μας, σε κάθε έργο, σε κάθε σκέψη, σε κάθε λόγο, σε κάθε πρόθεση και επιθυμία. Να γίνει ο Χριστός «τα πάντα τοις πάσι». Διότι αυτό είναι το οποίο μας λείπει. Μιμούμενοι τον κοσμικό τρόπο, αφήνουμε στην καρδιά μας η Εκκλησία να μετατρέπεται σε ένα ακόμη ιδεολογικό σύστημα, ένα ακόμη μήνυμα ανάμεσα στα πολλά, και ξεχνούμε το Πρόσωπο.
Αν εμείς ξαναβρούμε την αυτοσυνειδησία μας και δεν ντραπούμε να ομολογήσουμε Αυτόν που αναζητούμε, τον Χριστό ως Πρόσωπο, τότε και άλλοι κοντά μας θα κληθούν να κατανοήσουν και να Τον εκζητήσουν. Θα είναι ένα βήμα ώστε και ο κόσμος να αισθανθεί ότι οι ιδεολογίες, οι ιδέες, τα προγράμματα, όσο όμορφα κι αν δείχνουν, δεν μπορούν να λυτρώσουν τον άνθρωπο από την ήττα του θανάτου και της απουσίας της αγάπης. Και ο Χριστός απαντά δια της ζωής Του και του έργου Του, δια του Προσώπου Του τελικά, στους δύο μεγάλους μας πόθους: να βρούμε την χαρά σ’ αυτήν τη ζωή και την να ζήσουμε αιώνια.
Αυτό είναι και το τελικό μήνυμα της Εκκλησίας, το οποίο πρέπει να αποσκοτιστεί από τα κάθε λογής υποκατάστατά του, για τα οποία φταίμε εμείς οι άνθρωποι, ταγοί και λαός, οι οποίοι μετατρέψαμε και με τους λόγους και με την μη αληθινή ζωή μας το Πρόσωπο σε μήνυμα. Αμήν!
Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017
12.
Κυριακή Β’Ματθαίου-« «Δεύτε οπίσω μου..»
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Ο Χριστός ξεκίνησε το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων επιλέγοντας τους μαθητές που θα Τον ακολουθούσαν σ’ αυτό με την φράση «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. 4, 19). «Ακολουθήστε με και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Είναι ηγετικός ο λόγος αυτός. Ο Χριστός θα μπει μπροστά και ζητά από τους μαθητές, αλλά και από όσους θέλουν να πιστέψουν σ’ Αυτόν, να Τον ακολουθήσουν. Μπορεί να μη γίνουν όλοι αλιείς ανθρώπων. Ωστόσο προϋπόθεση για την πορεία στην οδό του Ευαγγελίου είναι το να ακολουθούμε τον Χριστό.
Έρχεται εύλογο το ερώτημα: γιατί πρέπει να ακολουθήσουμε; δεν μπορούμε μόνοι μας να βρούμε τον δρόμο της αλήθειας; γιατί να ζητά ο Χριστός να αφήσουμε κατά μέρος τα αγαθά μας, την ζωή μας, την ίδια μας την ελευθερία και να πορευτούμε τον δρόμο που Αυτός χαράσσει, ακολουθώντας Τον; Ποιο είναι το νόημα μιας τέτοιας προτροπής σήμερα, οπότε και οι καιροί μας ομνύουν στην αυτοδιάθεση του ανθρώπου; Δεν θέλουμε κανέναν πάνω από το κεφάλι μας. Μπορούμε και μόνοι μας. Γιατί να ακολουθούμε μία οδό η οποία είναι βέβαιο ότι στην ζωή αυτή δεν πρόκειται να μας δώσει ευτυχία, τουλάχιστον με τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος και ο πολιτισμός βλέπουν την ευτυχία;
Διότι αυτά που ζητά ο Χριστός να αφήσουμε κατά μέρος, τα αγαθά μας, την ζωή μας και τον τρόπο της, τους ανθρώπους που αγαπούμε και μας είναι οικείοι, αλλά και την ίδια την ελευθερία μας, για να βρούμε ταυτότητα κοντά στον Χριστό, είναι όλα όσα οι καιροί μας υπόσχονται ότι δικαιούμαστε για να είμαστε ευτυχισμένοι.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Περνά μέσα από το τι αναζητεί ο καθένας μας.
Αν είμαστε ευχαριστημένοι με τα όσα βλέπουμε και θέλουμε μ’ αυτά να ζούμε, γιατί δεν μας ενδιαφέρει να χαράξουμε πορεία αιωνιότητας, τότε θα αρκεστούμε στον χριστιανισμό της συνήθειας. Αυτόν που θα μας κάνει να αισθανόμαστε ότι τόσο μπορούμε. Θα μοιάζουμε με το πλήθος που άκουγε την διδασκαλία του Χριστού επάνω από το πλοιάριο του Πέτρου, χωρίς όμως να είναι σε θέση να Τον ακολουθήσει αυθεντικά.
Αν πάλι θεωρούμε ότι το Πρόσωπο του Χριστού και ο λόγος του Ευαγγελίου αντίκεινται στον οραματισμό για μία ζωή με δικαιώματα και απολαύσεις και δεν υπάρχει αιωνιότητα, τότε ούτε καν θα Τον ακούσουμε. Θα είμαστε αδιάφοροι και κάποτε αρνητές.
Αν όμως μέσα μας υπάρχει η δίψα για την όντως ζωή, αυτή που θα κάνει την καρδιά μας να πιστέψει ότι έχουμε ψυχή, ότι δεν σταματά η ζωή στην πέτρα του μνήματος, ότι όλα όσα μας ανήκουν στην ουσία δεν μας οδηγούν σε μία μόνιμη χαρά, τότε καταλαβαίνουμε ότι ο δρόμος περνά μέσα από την εκπλήρωση της προτροπής του Χριστού «δεύτε οπίσω μου».
Χάνουμε την ελευθερία μας; Και ναι και όχι.
Ναι, διότι δεν πορευόμαστε σύμφωνα με το θέλημά μας.
Όχι διότι μπορούμε να χτίσουμε ένα καινούργιο θέλημα, αυτός της αγάπης και της κοινωνίας με το Πρόσωπο του Χριστού, για το οποίο θα αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής μας.
Ευθύνη να μην είναι το «έχειν» το κλειδί, αλλά το «αγαπάν». Να μην είναι η επιθυμία της πρόσκαιρης ηδονής, της αποδοχής από τους άλλους, της εκπλήρωσης των φιλοδοξιών το κλειδί της πορείας μας, αλλά η ταπεινότητα και ο αγώνας να μοιάζουμε τον Χριστό, τους μαθητές Του, τους Αγίους, στην συγχωρητικότητα, στο μοίρασμα, στην αίσθηση ότι ο Χριστός ως αλήθεια είναι το παν στη ζωή μας.
Να μπορούμε να δούμε τις σχέσεις μας με τους άλλους όχι στην προοπτική της εξουσίας, αλλά της προσφοράς και της διακονίας. Να είναι η καρδιά μας προσευχόμενη, όχι μόνο γι’ αυτούς που πάσχουν, αλλά, κυρίως, για όσους αισθάνονται ότι δεν βρίσκουν νόημα στην ζωή. Για όσους έχουν ταυτίσει την ζωή με το «έχειν» και διαπιστώνουν ότι τελικά τίποτε δεν τους ανήκει πραγματικά.
Η ελευθερία μας ξαναβρίσκεται στην έξοδο από το «εγώ» μας. Ο μαθητής του Χριστού χάνοντας κερδίζει. Διότι όταν παραιτείται από τα ίδια, λαμβάνει ως αντίχαρη την χαρά της Βασιλείας. Την δύναμη του Ευαγγελίου. Μία άλλη ποιότητα ζωής, η οποία με βάση τον λόγο και την αγάπη κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται ότι αξίζει να ζει. Διότι τίποτε δε μπορεί να τον νικήσει, καθώς το Ευαγγέλιο δεν είναι ένα ιδεολογικό κήρυγμα, αλλά ο παρών Χριστός στο δικό μας παρόν. Και όταν είμαστε με τον Θεό είμαστε ελεύθεροι από ό,τι μας υποδουλώνει στην ανάγκη. Πραγματικός σκλάβος είναι ο εμπαθής άνθρωπος. Αυτός ο οποίος, στηριγμένος στα πάθη του για να βρει την ευτυχία, καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί χωρίς τα πάθη, χωρίς τον εγωκεντρισμό και συγκρούεται συνεχώς με τους άλλους, που λειτουργούν παραπλήσια. Κάνει έτσι την ζωή έναν στίβο επιβίωσης. Έτσι όμως δεν υπάρχει ελευθερία.
«Δεύτε οπίσω μου» μας λέει και πάλι ο Χριστός. Οι μαθητές άφησαν τα πάντα στην άκρη και Τον ακολούθησαν. Στο Πρόσωπό Του είδαν ό,τι ποθούσε η ύπαρξή τους. Την αλήθεια και την αγάπη. Η ζωή τους όμως ήταν μαζί Του και μεταξύ τους αρχικά και κατόπιν με όλους τους ανθρώπους που αποδέχτηκαν το κήρυγμα. Η αλήθεια και η αγάπη βρίσκονται στην Εκκλησία, στην αυθεντική συνάντηση όσων ακολουθούν τον Χριστό όχι από συνήθεια ή από φόβο, αλλά από αληθινό πόθο αιωνιότητας και χαρά που διαρκεί. Εκεί βρίσκεται η ελευθερία που ξεπερνά τα άγχη και τις φοβίες για να μην χάσουμε όσα μας έχουν απομείνει. Κουρασμένοι από τους κάθε λογής σωτήρες, είτε είναι πρόσωπα είτε ιδέες είτε πολιτισμικά ρεύματα, είτε θεάματα, οι άνθρωποι που ζούμε στην πλήξη των εικόνων ας τολμήσουμε να αναζητήσουμε στην ζωή της Εκκλησίας Αυτόν που μας δείχνει την οδό, την αλήθεια, την ζωή. Ό,τι δηλαδή είναι ο Ίδιος!
13.
Κυριακή Β΄ Ματθαίου – Αλιείς ανθρώπων
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Ρωμ. β΄ 10-16
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ :Ματθ. δ΄ 18-23
«Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»
Μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα σήμερα μεταφερθήκαμε σὲ μιὰ ἀκρογιαλιὰ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Κάποιοι ψαράδες ἔριχναν δίχτυα στὴ θάλασσα, δυὸ ἀδέλφια, ὁ Σίμων καὶ ὁ Ἀνδρέας, καὶ ἄλλα δύο, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης.
Ἦταν μιὰ συνηθισμένη ἡμέρα, ποὺ ὅμως τὴν ἔκανε πολὺ διαφορετικὴ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου. Οἱ ἁπλοϊκοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι γνώριζαν τὸν Κύριο καὶ εἶχαν συζητήσει μαζί Του. Ἀλλὰ τώρα ὁ Κύριος τοὺς ἀπευθύνει κλήση ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως: «Ἀκολουθῆστε με ὡς μαθητές μου, κι Ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω τὴ Χάρι νὰ ἁλιεύετε ἀνθρώπους ἀντὶ γιὰ ψάρια». Κι ἐκεῖνοι τὰ ἄφησαν ὅλα καὶ Τὸν ἀκολούθησαν. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ ἂς δοῦμε γιατί ὁ Κύριος κάλεσε τέτοιους ἁπλοὺς ἀνθρώπους στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα καὶ τί σημασία ἔχει αὐτὸ γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
- Ἐκλεκτὰ σκεύη τῆς Χάριτος οἱ ταπεινοὶ
Ὁ Κύριος ζητοῦσε μαθητές, ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου οἱ ὁποῖοι, ἀπερίσπαστοι ἀπὸ κάθε ἄλλη μέριμνα, θὰ ἐκπαιδεύονταν κοντά Του γιὰ νὰ γίνουν Ἀπόστολοι· δηλαδὴ αὐθεντικοὶ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, ἀξιόπιστοι μάρτυρες τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου Του, στύλοι τῆς Ἐκκλησίας Του. Θὰ ἀποστέλλονταν νὰ ἀλλάξουν τὸν κόσμο, ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουν ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο γιὰ τὸν Κύριο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ μοναδικὴ ἀποστολὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὴν φέρουν σὲ πέρας ἄνθρωποι. Καμία ἀνθρώπινη δύναμη δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ κερδίσει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, νὰ τοὺς πείσει νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς συνήθειές τους, νὰ ἀφήσουν τὴ ζωὴ τῶν παθῶν καὶ νὰ ζήσουν ζωὴ ὑψηλή, τὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος. Αὐτὸ τὸ ἔργο θὰ τὸ ἐπιτελοῦσε οὐσιαστικὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἁπλῶς ἔπρεπε νὰ βρεθοῦν ἄνθρωποι κατάλληλοι νὰ γίνουν φορεῖς τῆς θείας Χάριτος.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος δὲν πῆγε στὰ παλάτια τῆς ἐποχῆς νὰ καλέσει πρίγκιπες ἐκπαιδευμένους νὰ ἐξουσιάζουν λαούς, οὔτε κατέφυγε στὶς σχολὲς τῶν ραββίνων, τὶς θεολογικὲς σχολὲς τῆς ἐποχῆς, γιὰ νὰ ζητήσει τοὺς καλύτερους γνῶστες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δὲν ζήτησε ἀνθρώπους μὲ ἱκανότητες, γνωριμίες, χρήματα· ζήτησε ἀνθρώπους μὲ ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ καρδιά, μὲ καθαρότητα καὶ εὐθεία προαίρεση, ὅπως ἦταν αὐτοὶ οἱ Γαλιλαῖοι ψαράδες. Γιατὶ σὲ τέτοιες καρδιὲς ἀναπαύεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καὶ τέτοιοι ἄνθρωποι γίνονται ἐκλεκτὰ σκεύη τῆς Χάριτος, ἄξιοι νὰ φανερώνουν μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸν λόγο τους τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
- Οἱ Ἅγιοι δοξάζουν τὴν Ἐκκλησία
Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν δὲν καταξιώνεται ὅταν διαφημίζεται ἀπὸ τὰ Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης, οὔτε ὅταν τιμᾶται μὲ προνόμια καὶ ἰδιαίτερες ἐξουσίες. Οὔτε εὐημερεῖ ὅταν ἔχει πιστοὺς μὲ ἐξαιρετικὲς ἱκανότητες καὶ σπουδές, μὲ θέσεις στὰ Ὑπουργεῖα ἢ μὲ μεγάλες περιουσίες ποὺ θὰ μποροῦν νὰ κάνουν δωρεές. Ἡ Ἐκκλησία προοδεύει ὅταν ἔχει μέλη ταπεινά, δεκτικά. Τότε ἡ θεία Χάρις κατασκηνώνει σ᾿ αὐτούς, τοὺς καθιστᾶ θεοφόρους καὶ μέσῳ αὐτῶν ἐπιτελεῖ μεγάλα καὶ θαυμαστά.
Ἕνας ἀγράμματος μοναχός, ὁ Μέγας Ἀντώνιος, μὲ τὴ φλόγα του γιὰ τὸν Χριστὸ «ἐπόλισε τὰς ἐρήμους», ἔκανε τὶς ἐρήμους πόλεις, ἐνέπνευσε χιλιάδες πιστοὺς νὰ γίνουν μοναχοί· ἐνῶ ἀντίθετα ἕνας μορφωμένος καὶ ἱκανότατος ἱερέας, ὁ Ἄρειος, τάραξε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔγινε πρόξενος ἀπωλείας πολλῶν ψυχῶν. Δύο ὀλιγογράμματοι ἀσκητὲς τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ὅσιος Παΐσιος καὶ ὁ ὅσιος Πορφύριος, δόξασαν τόσο πολὺ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ὠφέλησαν τόσες ψυχές, ὅσες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ὠφελήσουν πολλοὶ ταλαντοῦχοι συγγραφεῖς, σπουδασμένοι θεολόγοι καὶ ἱκανοὶ ἱεροκήρυκες.
Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι ἡ εὐφυΐα, ἡ μόρφωση καὶ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀνθρώπινο προσὸν εἶναι κακό. Ὅλα δῶρα τοῦ Θεοῦ εἶναι, καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἔχει, τὰ ἀξιοποιεῖ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ὅταν τὰ χρησιμοποιεῖ ταπεινά, ὑποτασσόμενος στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὑπάρχουν ἐξάλλου καὶ μορφωμένοι Ἅγιοι, ὅπως οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἢ πρόσφατα ὁ ἅγιος Νεκτάριος καὶ ὁ ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος ἦταν καθηγητὴς Πανεπιστημίου. Ἁπλῶς ἡ πρόοδος τῆς πίστεως δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ κατὰ κόσμον προσόντα ἀλλὰ πρωτίστως ἀπὸ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ.
***
Μιὰ συνηθισμένη μέρα στὴ λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ ὁ Θεάνθρωπος πλησίασε κάποιους ἁπλοὺς ψαράδες τὴν ὥρα τῆς δουλειᾶς τους καὶ τοὺς εἶπε: «Δεῦτε ὀπίσω μου». Ἐκεῖνοι ἀμέσως Τὸν ἀκολούθησαν. Τόσο ἁπλά. Δὲν φαίνεται νὰ ἔδωσε κανεὶς ἄλλος ἰδιαίτερη σημασία στὸ περιστατικό. Καὶ ὅμως, ἡ ἡμέρα αὐτὴ τῆς κλήσεώς τους ἐπρόκειτο ν᾿ ἀλλάξει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἡ πίστη μας εἶναι μυστήριο ποὺ κατακτᾶ ἀθόρυβα τὸν κόσμο, εἶναι μυστήριο ποὺ ἐπιτελεῖται στὶς καλοπροαίρετες καρδιές· στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀρνοῦνται ὅλα τὰ ἀνθρώπινα στηρίγματα καὶ μὲ ἁπλότητα ἐμπιστεύονται τὸν Θεό. Αὐτὴ τὴν ἁπλότητα, αὐτὴ τὴν ταπείνωση νὰ ποθήσουμε καὶ ἐμεῖς, γιὰ νὰ ζήσουμε τὸν Θεό, γιὰ ν᾿ ἀλλάξει ἡ ζωή μας, γιὰ ν᾿ ἀλλάξει ὁ κόσμος.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”