Καλλιακμάνης Βασίλειος (Καθηγητοῦ Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ. )
-
Εἰσαγωγικὰ
Στὶς μέρες μας, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ πνευματικὸ πατέρα ἐννοεῖται ὁ ἐξομολόγος κληρικός. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας εἶναι πολὺ εὐρύτερη. Πατέρας εἶναι μόνο ὁ Θεὸς1. Ὁ Χριστὸς ἐπίσης, ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτεται καὶ ὡς πατέρας τῶν ἀνθρώπων φανερώνοντας στὸ κόσμο τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός. Ἡ πατρικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐντονότερα αἰσθητὴ κατὰ τὴν Ἀνάληψή του. Οἱ μαθητὲς προαισθάνονται τὴν πνευματικὴ ὀρφάνια καὶ διακατέχονται ἀπὸ ἀπερίγραπτη ὀδύνη. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς ἀφήνει ὀρφανούς. Ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»2.
Οἱ ἀπόστολοι διὰ τοὺ Ἁγίου Πνεύματος γεννοῦν πνευματικὰ τέκνα καὶ μεταδίδουν τὸ χάρισμα στοὺς ἐπισκόπους, κι αὐτοὶ στοὺς διαδόχους τους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναγνωρίσθηκαν ὡς Πατέρες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων3. Στοὺς νεότερους χρόνους ἡ λέξη «πνευματικὸς» ἀποτελεῖ συντόμευση τῆς φράσης «πνευματικὸς πατέρας». Ὅμως, εἶναι ἀμφίβολο ἐὰν μὲ τὸν ὅρο «πνευματικὸς» νοεῖται ἐκεῖνος ποὺ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συμβάλλει στὴν καλλιέργεια τῆς χάριτος καὶ θεμελιώνει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Συνήθως «πνευματικὸς» θεωρεῖται ὁ καθοδηγητὴς τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ὁ σύμβουλος, ὁ «ψυχολόγος τῆς θρησκείας», ὁ φύλακας νόμων καὶ κανόνων ἤ ἁπλῶς ὁ ἐξομολόγος καὶ χορηγός της ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.
2. Πνευματικὴ πατρότητα
Ἂς ἀναζητήσουμε ὅμως τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας στὴν βιβλικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Γράφει ὁ Ἄπ. Παῦλος: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, «ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας∙ ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»4. Σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει: «Τεκνία μου…πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ὑμῖν»5. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γεννᾶ διὰ τοῦ εὐαγγελίου τέκνα καὶ ὀδυνᾶται νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς στὸ ἀνθρώπινο εἶναι.
Στὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων (4ος αἵ.) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἐπισκόπων χαρίζει τὴ θεία υἱοθεσία. Γὶ αὐτὸ ὡς πνευματικοὺς γονεῖς «τιμᾶν αὐτοὺς καὶ στέργειν», «τοὺς δι’ ὕδατος ἀναγεννήσαντας (βάπτισμα), τοὺς τῷ ἁγίῳ πνεύματι πληρώσαντας (χρίσμα-ἐπίθεση χειρῶν), τοὺς τῷ λόγῳ γαλακτοτροφήσαντας, τοὺς ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀναθρεψαμένους (κήρυγμα), τοὺς ἐν ταῖς νουθεσίαις στηρίξαντας (κατ’ ἰδίαν διδαχή), τοὺς τοῦ σωτηρίου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος ἀξιώσαντας, τοὺς τῶν ἁμαρτιῶν λύσαντας (μετάνοια-ἄφεση) καὶ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς εὐχαριστίας μετόχους ποιήσαντας (κοινωνία)»6.
Ἀνάλογες θέσεις ἀπαντοῦν καὶ στὰ κείμενα τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας.Ἔτσι, τόσο τὰ ἀποστολικὰ ὅσο καὶ τὰ μεταποστολικα κείμενα προσδίδουν στὴν πνευματικὴ πατρότητα ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς «τύπος τοῦ πατρός7» δὲν εἶναι ὑπεύθυνος μόνο τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» τὶς ἁμαρτίες, ἀλλά ἀναγεννᾶ μὲ τὸ βάπτισμα, τρέφει μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς νουθεσίες καὶ παρέχει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ μετάνοια κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς εἶναι κυρίως προβαπτισματική.
Μὲ τὴν ἄνθιση τοῦ μοναχικοῦ βίου παρατηρεῖται καὶ ἐκεῖ ἀνάλογη ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς πατρότητας. Ἡ λέξη ἀββᾶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ σανσκρητικά καὶ ἐκφράζει τὴ νέα σχέση τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, χρησιμοποιήθηκε παράλληλα μὲ τὴ λέξη Γέρων κυρίως γιὰ τοὺς χαρισματούχους ἀσκητές καὶ μοναχούς. Πατέρας στὴ μοναχικὴ παράδοση εἶναι ὁ διακριτικὸς μοναχός, ὁ θεοδίδακτος, ὁ γέρων, ὁ ἀββᾶς, ὁ στάρετς. Ἐκεῖνος ποὺ μέσῳ τῆς κάθαρσης ἀξιώθηκε τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης. Ἡ πατρότητα αὐτὴ δὲν πηγάζει ἀπὸ κάποιο Ἱερατικὸ λειτούργημα, εἶναι χαρισματικὴ καὶ συνήθως ἔχει προσωπικὸ χαρακτῆρα. Τὸ χάρισμα ὅμως ἀναπτύσσεται ἐντός της ἐκκλησίας. Συχνὰ οἱ ἐπίσκοποι ἀπευθύνονται σὲ αὐτούς, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ συμβουλὴ καὶ τὴ βοήθεια τους8. Ἀντίστοιχα γιὰ τὶς γυναῖκες, μητέρες τῆς ἐρήμου, ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὰ πνευματικά τους χαρίσματα καὶ βοήθησαν καὶ ἄλλους στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, ἀπαντᾶ ὁ ὅρος «ἀμμᾶς-ἀμμάδες»9.
Κατὰ τὸν 4ο αἰώνα ὑπῆρχαν ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ πρεσβύτερος ἦσαν ἴσοι ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ πατρότητα. Ἀπαντώντας καὶ ἐλέγχοντας τὴν πλάνη αὐτὴ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει ὅτι ἡ «τάξις» τοῦ ἐπισκοποῦ εἶναι « τάξις πατέρων γεννητική». Ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴ χειροτονία «πατέρας γὰρ γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ», ἐνῷ ἡ «τάξις» τοῦ πρεσβυτέρου, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει πατέρες, «διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλλιγγενεσίας τέκνα γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ»10. Βαπτίζει δηλαδὴ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς καθιστᾷ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπως συνέβη μετὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Δεκίου, οἱ ἐπὶσκοποι εἰσάγουν τὸ θεσμὸ τοῦ «ἐπὶ τῆς μετανοίας πρεσβυτέρου», ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ἀτόνησε.
Ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (956-1036) ἀναφέρει ὅτι ἡ πνευματικὴ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» δόθηκε ἀρχικά ἀπό τους ἁγίους ἀποστόλους στοὺς ἀρχιερεῖς. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀπό τους ἀρχιερεῖς μεταβιβάσθηκε στοὺς ἰερεῖς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους, καὶ ἐν συνεχείᾳ στοὺς μοναχούς. Δύο ἦταν οἱ σημαντικότεροι λόγοι ποὺ συνέβαλαν στὴν ἐξέλιξη τῆς μετάδοσης τοῦ χαρίσματος στοὺς μοναχούς. Πρῶτον ἡ ραγδαία διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ αὔξηση τῶν χριστιανῶν καὶ δεύτερον ἡ ἀλλοτρίωση καὶ σχετικοποίηση τῆς χριστιανικῆς ζωης τῶν ἀρχιερέων καὶ ἰερέων. Ἡ ἴδια ἀσθένεια ὅμως προσέβαλε καὶ τοὺς μοναχούς, ὑπὸστηρίζει ὁ Συμεών, καὶ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ «μοναχοὶ πάμπαν ἀμόναχοι»11. Ἡ αὐστηρὴ κριτικὴ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, καθὼς καὶ τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν του δὲ σημαίνει ἄμφισβητηση ἤ ὑποτίμηση τῆς θεσμικῆς διάστασης τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναγέννηση τῆς μοναχικῆς καὶ εὐρύτερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ χαρίσματος τῆς πνευματικῆς πατρότητας.
Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου γιὰ τὴν ἱκανότητα τῶν μοναχῶν νὰ ἀσκοῦν τὸ διακὸνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀμφισβητήθηκαν ἔντονα, κυρίως ὠς πρὸς τὸ «δεσμεῖν καὶ λύειν». Ἔτσι ὁ Βαλσαμών ἕναν αἰώνα ἀργότερα διακρίνει σαφέστατα τὴ διακονία νὰ ἀναδέχονται οἱ μοναχοί τους λογισμοὺς καὶ νὰ δίδουν συμβουλές, ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», ποὺ δίδεται ἀπό τούς ἐπισκόπους μόνο στοὺς ἐξουσιοδοτημένους πρεσβυτέρους12. Πιὸ κατηγορηματικὸς εἶναι ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (1429). «Ἐπίσης καὶ τὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος δὲν πρέπει νὰ παραχωρεῖται σὲ ἁπλούς μοναχούς, ποὺ δὲν ἔχουν χειροτονία. Καὶ τοῦτο, γιατί εἶναι τόσο ἱερὸ αὐτό, ὥστε εἶναι ἔργο μόνο τῶν ἐπισκόπων καὶ ὄχι τῶν ἱερέων, ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες. Οἱ πρεσβύτεροι τὸ ἀσκοῦν μόνο κατ’ ἀνὰγκην καὶ ὅταν δὲν εἶναι παρὼν ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλά ἀπών. Τὰ δὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως, ἡ ἁμαρτία τοῦ φόνου καὶ τὰ παραπτώματα τῶν ἱερέων, πρέπει νὰ ἀναφέρονται στὸν ἐπίσκοπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσα διαφεύγουν τὴν γνώση τοῦ πνευματικοῦ. Ὅλα δὲ νὰ γίνονται μὲ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, γιατί ἡ μετάνοια εἶναι δικό του ἔργο, τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν χορήγηση προτρεπτικοῦ γράμματος»13.
Παρόλα αὐτά, σὲ νομοκανονικὲς συλλογὲς τῆς τουρκοκρατίας, λόγῳ τῆς ἔλλειψης ἱκανῶν ἱερέων, προτρέπονται οἱ ἀρχιερεῖς νὰ δίδουν ἐνταλτήριο γράμμα, ὥστε νὰ ἀσκοῦν τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ μοναχοί. Ὁ ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης διαφωνεῖ μὲ τὴν παραπάνω ἄποψη. Ἔτσι ἐπικαλούμενος τὴν προγενέστερη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γράφει ὅτι: «Ἀνίεροι δὲ καὶ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ ἐξομολογοῦν, οὔτε μοναχαί, παρὰ κανόνας γὰρ τοῦτο»14. Ἐπίσης, τὸ Ἐξομολογητάριον ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς καὶ στὴν ἐφαρμογὴ καὶ συμφωνία τῶν ἱερῶν κανόνων. Τὴν πνευματικὴ πατρότητα πρέπει νὰ ἀναλαμβάνουν καὶ νὰ ἀσκοῦν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἔφθασαν μὲ τὴν ἄσκηση στὴν ἀπάθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπειδὴ γνωρίζει τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλλείψεις τῆς ἐποχῆς του, συνιστᾶ στοὺς ἀρχιερεῖς νὰ ἐπιλέγουν τουλάχιστον τοὺς ἐμπειρότερους καὶ γεροντοτέρους «καὶ τούτους νὰ καθιστῶσι Πνευματικούς∙ ἐπειδὴ αὐτοί διὰ τὴν ἡλικίαν, εἶναι καὶ ἐμπειρότεροι εἰς τὴν γνῶσιν, καὶ τὰ πάθη ἔχουν ὁπωσοῦν καταδαμασμένα»15. Δὲν ἀπὸκλείει καὶ τοὺς νεοτέρους, ἂν αὐτοἰ διαθέτουν ἀρετή καὶ φρόνηση γεροντική. Υἱοθετεῖ ἀκόμη τὴν ἄποψη νὰ γίνονται πνευματικοί, «οἱ ἐν γάμῳ ἱερεῖς ὄντες, δηλ. καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἄξιοι, πάρεξ οἱ παρθένοι καὶ ἄγαμοι ἱερομόναχοι»16.
3. Οἱ ποιμαντικὲς ἀρχὲς καὶ ἡ διάκριση
Ὁ κληρικὸς στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση δὲν νοεῖται ὠς ἁπλός θρησκευτικὸς λειτουργός, ὅπως ἀπαντᾶ σὲ νομικὰ κείμενα ἀλλά καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες. Στὶς πηγὲς ὑπάρχει ποικιλία ὅρων μὲ τοὺς ὁποίους ἐκφράζεται τὸ ἔργο τοῦ ποιμένα, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἱερουργία τῶν μυστηρίων. Εἶναι ἱερεύς, καθὼς ἐπίσης καὶ προεστῶς ἤ προϊστάμενος, πρόεδρος, ἡγούμενος, διδάσκαλος, μυσταγωγός, ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, οἰκονόμος τῶν μυστηρίων17. Στοὺς ἕλληνες Πατέρες καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὁ κληρικὸς εἶναι θεραπευτής18, ὑπηρέτης καὶ συνεργὸς στὴν πορεία πρὸς τὴ θὲωση19.
Ὑπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις ἀρχές, μὲ βάση τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν ἱστορία ποιμαίνει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ὁ πνευματικὸς τὶς ἀγνοεῖ, διατρέχει τὸν κίνδυνο τῆς αὐθαιρεσίας. Οἱ γενικὲς ποιμαντικὲς ἀρχὲς εἶναι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ οἰκονομία20. Ὡς ἀκρίβεια ὁρίζεται ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐνῶ ὡς οἰκονομία ἡ πρόσκαιρη παρέκκλιση ἀπὸ αὐτή. Εἰδικότερες ποιμαντικὲς ἀρχές εἶναι ἡ ἀναλογία (μὲ διπλὴ ἔννοια), ἡ ἱστορικότητα καὶ ἡ προσαρμογὴ στὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καθὼς καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου. Γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πνευματικὸς ἀνάλογα μὲ τὴ βαρύτητα τοῦ θέματος, λαμβάνουν ὑπόψη τὶς παραπάνω ἀρχές. Θεμέλιο ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, τὸ consensus patrum. Ἂν ἀγνοοῦμε τὴ θεολογία καὶ τὴν πράξη τῆς ἐκκλησίας, ἡ ποιμαντικὴ κινδυνεύει νὰ μείνει μετέωρη ἤ νὰ προσλάβει κανονιστικὸ καὶ ἀφιλάνθρωπο χαρακτῆρα. Χρειάζεται ὅμως οἱ πνευματικοὶ πατέρες ὡς ὑπεύθυνοι ποιμένες νὰ γνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκρίβεια γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν οἰκονομία, διότι δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο περιπτωτικὲς καὶ γιὰ λόγους οἰκονομίας ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκλαμβάνονται ὡς ἀκρίβεια. Καὶ τὰ ἐπιτίμια ἔχουν θεραπευτικό, ἐκκλησιολογικό, παιδαγωγικὸ καὶ φιλάνθρωπο χαρακτήρα. Δὲν εἶναι ποινὲς ἐξιλέωσης, ὅπως στὴ δυτικὴ θεολογία.
Ἡ πνευματικὴ ἀνακαίνιση, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ τῆς ἐλεύθερης βούλησης τῶν ἀνθρώπων, προϋποθέτει ὠδίνες καὶ κόπους. Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ πνευματικοὶ πόνοι ἀπορρέουν ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες, τὶς πτώσεις, τὴν ἀμετανοησία, τὴ σκληροκαρδία, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἐγκαταλείψεις τῆς πατρικῆς ἑστίας ἐκ μέρους τῶν πνευματικῶν τέκνων. Κοπιώδης ὅμως προσπάθεια καὶ ἄσκηση χρειάζεται προκειμένου νὰ ἀνακαλύπτει καὶ ὁ ποιμένας σὲ κάθε περίπτωση «τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθόν, τὸ εὐάρεστον καὶ τέλειον»21. Διότι, ἂν ἀκολουθεῖ τὴ δική του γνώμη, ἑπόμενο εἶναι νὰ γίνονται λάθη καὶ σφάλματα. «Πᾶσαι αἱ συμφοραί ἐπέρχονται εἰς ἡμᾶς, διότι δὲν ἐρωτῶμεν τους πνευματικοὺς πατέρας οἵτινες ἐτέθησαν, ἵνα καθοδηγοῦν ἡμᾶς∙ οἱ δὲ ἱεράρχαι καὶ πνευματικοί, διότι δὲν ἐρωτοῦν τὸ Κύριον πῶς πρέπει νὰ ἐνεργήσουν», διδάσκει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης22.
Ἡ ὀρθὴ ποιμαντικὴ χειραγώγηση διασφαλίζεται, ὅταν ὁ πνευματικὸς πατέρας ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τὶς θεῖες ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες. Ἡ διάκριση θεωρεῖται στὴ νηπτικὴ παράδοση ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἀρετές. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος διηγεῖται ὅτι στὴ σκήτη τῆς Θηβαΐδας εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ γέροντες καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καὶ πὼς μπορεῖ νὰ φυλαχθεῖ ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό. Ὁ καθένας κατέθετε τὴ δική του γνώμη δίδοντας τὴν πρώτη θέση σὲ κάποια ἀρετή. Ἄλλοι πρόβαλαν τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, ἄλλοι τὴν ἁγνότητα, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν καταφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἄγαθων, ἐνῶ ἄλλοι τὴν ἐλεημο-σύνη καὶ διάφορες ἄλλες ἀρετές. Ὅταν πέρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μὲ τὴ συζήτηση, τελευταῖος μίλησε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος. Ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι ἀπαραίτητες εἶπε, ἀλλά δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δώσουμε σὲ αὖτες τὰ πρωτεῖα, διότι πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης, εἴτε ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ εἴτε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη. Ἡ διάκριση ὡς «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς»,«πάσας τὰς ἐνθυμήσεις καὶ τὰς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου διερευνῶσα, διαστέλλει καὶ διαχωρίζει πᾶν φαῦλον καὶ ἀπαρέσκον Θεῷ πρᾶγμα καὶ μακρὰν αὐτοῦ ποιεῖ τὴν πλάνην»23. Χωρὶς τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καμιὰ ἀρετή δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσφαλἠς μέχρι τέλους. Ἔτσι ἡ διάκριση «πασῶν τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καὶ φύλαξ ὑπάρχει». Μὲ τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου συμφώνησαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι πατέρες24. Ἡ ἀρετή τῆς διάκρισης πρέπει νὰ κοσμεῖ ἰδιαίτερα τὸν πνευματικὸ πατέρα.
4. Συμπερασματικὰ
Ὁ πνευματικὸς μὲ βάση τὶς γενικὲς καὶ εἰδικὲς ποιμαντικὲς ἀρχές ἀλλά καὶ τὴ διάκριση πρέπει νὰ κάνει σωστὴ διάγνωση τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ μετανοοῦντος. Ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει μὲ κάθε τρόπο στὴν πνευματικὴ καρποφορία ἀξιοποιώντας τὸ χάρισμα τοῦ καθενός. Σκοπὸς τῆς ποιμαντικῆς χειραγώγησης δὲν εἶναι ὁ πειθαναγκασμὸς τοῦ πιστοῦ σὲ ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα, ἀλλά ἡ καθοδήγησή του στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει ἡ πνευματικὴ πατρότητα καὶ ἡ πνευματικὴ υἱότητα νὰ καλλιεργοῦνται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, τῆς κοινῆς ἀναφορᾶς καὶ τῆς ὑπακοῆς στο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὅταν διασφαλίζεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἄνθρωπων γεννιοῦνται ὑγιῆ πνευματικὰ τέκνα, ὁλοκληρωμένα πρόσωπα. Ὁ πνευματικὸς δὲν εἶναι κανονοφύλακας, ἀλλά χαρισματικὸς νομοθέτης καὶ μυσταγωγὸς στὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος.
Καὶ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἄθλημα πνευματικό, ποὺ βοηθᾶ στὴν ὡρίμανση καὶ τὴ χειραφέτηση. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση πίσω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τὸ πρόσχημα τῆς ὑπακοῆς μπορεῖ νὰ κρύπτονται δικανικὲς ἀντιλήψεις, αὐτοδικαιωτικὲς νοοτροπίες, ψυχοπαθολογικὲς ἐξαρτήσεις, ποὺ ἀφοροῦν κατὰ κύριο λόγο στοὺς πνευματικοὺς πατέρες ἀλλά καὶ στὰ πνευματικὰ τέκνα.
1. «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς∙ εἰς γὰρ ἔστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὔρα-νοῖς» (Μάτθ. 23,9).
2. Πρβλ. Ἰωαν. 16,13
3. Βλ. π. Γ. Φλορόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μετάφρ. Δ. Τσάμη, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 147.
4. Α’ Κόρ. 4,14.
5. Γάλ. 4,12.
6. Αἰαταγαὶ Ἀποστόλων, 2,33, ΒΕΠΕΣ τόμ. 2, ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας, Ἀθῆναι 1955, σ. 38-39.
7. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Μαγνησιεῖς 6,1 PG 5, 669AB∙ Τραλλιανοῖς 3 PG5, 677AB.
8. Παῦλος Εὐδοκίμωφ, «Ἡ πνευματικὴ πατρότητα», μτφρ. Γ. Κυθραιώτης, στὸ συλλογικὸ ἔργο, Ὀρθοδοξος μοναχισμός, ἐκδ. Ἁρμός, σ. 53.
9. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ἱστορία α’, τόμ. 1, μετάφραση-εἰσαγωγὴ-σχόλια, Ν.Θ. Μπουγάτσου – Α.Μ. Μπατιστάτου, ἔκδ. Τῆνος, Ἀθήνα χ.χ., σ. 182.
10. «Καὶ ὅτι μὲν ἀφροσύνης ἔστι τὸ πᾶν ἔμπλεων, τοῖς σύνεσιν κεκτημένοις τοῦτο δῆλον τὸ λέγειν αὐτὸν ἐπίσκοπον καὶ πρεσβύτερον ἴσον εἶναι. Καὶ πῶς ἔσται τοῦτο δυνατόν; Ἡ μὲν γὰρ ἔστι πατέρων γεννητικὴ τάξις∙ πατέρας γὰρ γεννᾷ τὴ Ἐκκλησίᾳ ἡ δὲ πατέρας μὴ δυναμένη γεννᾶν, διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὐ μὴν πατέρας καὶ διδασκάλους». Κατὰ αἱρέσεων 3,1, 55,4 PG 42, 508CD.
11. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 52-53.
12. Β. Χριστοφορίδη, ὅ.π.,σ.57.
13. Περὶ μετανοίας, μτφρ. Ἰ. Φουντούλη, Τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς μετανοίας, Εἰσηγήσεις-Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας ἔτους 2002, Δράμα 2002, σ. 407.
14. Πηδάλιον σ. 313.
15. Ἐξομολογητάριον, σέλ. 12.
16. Ὅπ.π., σελ 13.
17. John H. Erickson, The challenge of our past, Studies in Orthodox Canon Law and Church History, St. Vladimir’s Seminary Press, NY 1991, σ. 54.
18. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 21, PG 35, 492C.
19. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 26, PG 35, 436ΑΒ.
Βλ. J. Erickson, ὅπ. π., σ. 56.
20. Βλ. περισσότερα γιὰ τὸ θέμα στὴ μελέτη μας Μεθοδολογικὰ πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, σ. 73 κ.ε. ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.
21. Ρωμ. 12,2.
22. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1995, σ. 505.
23. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρὸς Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία τόμ. Α’, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1982, σ. 86.
24. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, ὁ.π, σ. 87. Στὴ συνέχεια ὁ ὅσιος Κασσιανὸς διηγεῖται διάφορα παραδείγματα μοναχῶν ποὺ πλανήθηκαν, διότι δὲν εἶχαν τὴν ἀρετή της διάκρισης. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ περίπτωση τοῦ ἀσκητή Ἤρωνα, ὁ ὁποῖος ἐνῶ νήστευε καὶ ἐγκρατευόταν μὲ αὐστηρότητα, ἔφθασε στὸ σημεῖο ἀκολουθώντας τὸ λογισμό του νὰ μὴ συνεορτάζει τὸ Πάσχα μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς γιὰ νὰ μὴ διακόψει τὸν «κανόνα του». Ἀπατημένος ὅμως ἀπὸ τὸ «ἴδιον θέλημα» καὶ τὸν διάβολο τὸν προσκύνησε ὡς ἄγγελο φωτός. Ἔτσι μὲ σκοτισμένο νοῦ ἔπεσε ἑκούσια σὲ πηγάδι πιστεύοντας τὰ λόγια τοῦ Σατανᾶ, ὅτι θὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ σῶος. Οἱ πατέρες μὲ πολὺ κόπο τὸν ἔβγαλαν μισοπεθαμένο καὶ μετὰ τρεῖς μέρες ξεψύχησε. Ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος φιλάνθρωπα φερόμενος δὲν τοῦ στέρησε τὰ μνημόσυνα καὶ τὶς προσευχὲς ποὺ γίνονται στοὺς κεκοιμημένους, διότι θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὁ θάνατος τοῦ ὡς αὐτοκτονία. Ὅ.π., σ. 87.