-Από πού είσαι;
`Ενας καλόγερος κάποτε με αγία ζωή διάβασε στην Αγία Γραφή το «χίλια έτη…». Είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία και με απλότητα της είπε: «Παναγία μου, πες στο Χριστό να μου εξηγήσει πώς είναι τόσο όμορφα στον Παράδεισο, ώστε τα χίλια χρόνια να φαίνονται ότι είναι μία μέρα. Ήταν εκκλησιαστικός στο διακόνημα και ηλικιωμένος. Το βράδυ, όταν έφευγαν οι άλλοι μοναχοί, αυτός έμενε στο ναό, προσευχόταν κι έλεγε: «Παναγία μου, πες μου πώς γίνεται αυτό». Οι πόρτες της εκκλησίας ήταν ανοιχτές. Μέσα στην εκκλησία μπήκε ένας αετός. Ήταν τόσο όμορφος που δεν περιγραφόταν. Είχε χιλιάδες χρώματα κι έλαμπε. Όταν τον είδε ο μοναχός παρακάλεσε την Παναγία να τον βοηθήσει να τον πιάσει. Κι όταν θέλησε να τον πιάσει, ο αετός έφυγε, πήγε στην πόρτα και προσποιούταν ότι δεν μπορούσε να πετάξει. Ο μοναχός τον κυνήγησε και ο αετός ξέφυγε στο δάσος, σ’ ένα ξέφωτο και κάθησε σ’ ένα δέντρο. Ήταν μια ήσυχη βραδιά με πανσέληνο. Ο μοναχός κοιτούσε τον αετό κι άρχισε να κλαίει, γιατί δεν μπορούσε να τον πιάσει. Ο αετός τότε άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι, που δεν άκουσε ανθρώπινο αυτί. Ο μοναχός καθηλώθηκε έτσι 300 χρόνια! Τόσα τραγούδησε το πουλί κι έπειτα έφυγε. Ο μοναχός όμως στενοχωρήθηκε και θύμωσε, γιατί νόμισε ότι πέρασε μόνο μια ώρα. Θυμήθηκε τότε ότι άφησε ανοιχτή την εκκλησία και γύρισε να την κλειδώσει. Όλα όμως είχαν αλλάξει. Πήγε τότε στον πορτάρη του μοναστηρίου κι αυτός εξεπλάγη. Και τούτο γιατί ο αετός που ήταν Άγγελος Κυρίου του είχε δώσει τέτοια χάρη που έλαμπε, ευωδίαζε. Γι’ αυτό και ο θυρωρός απόρησε. Τον ρώτησε λοιπόν:

-Από εδώ. Είμαι ο εκκλησιαστικός.

-Δεν σε γνωρίζω. Περίμενε να ρωτήσω τον ηγούμενο.

Πήγε στον ηγούμενο και του είπε πως ήλθε κάποιος μοναχός που άστραφτε το πρόσωπό του κι έχει το κλειδί της εκκλησίας στο χέρι. Ο ηγούμενος του απάντησε: Άφησέ τον να μπει, γιατί απόψε 3 φορές άκουσα μια φωνή να ανοίξω τις πόρτες για να έλθει μέσα το Άγιο Πνεύμα. Άφησέ τον, γιατί κρύβει μεγάλο μυστήριο.

Ο ηγούμενος ήλθε στο μοναχό και τον ρώτησε τί συμβαίνει. Κι αυτός διηγήθηκε το συμβάν με τον αετό και το υπέροχο τραγούδι του.

-Πόση ώρα τραγούδησε, τον ρώτησε.

-Μια ώρα περίπου κι έφυγε. Κι εγώ ήλθα να κλειδώσω, αλλά δεν γνωρίζω πού είναι το μοναστήρι. Ή εγώ τρελάθηκα, ή πράγματι κάτι συμβαίνει, γιατί το μοναστήρι που υπηρετούσα δεν είναι αυτό.

Τότε ο ηγούμενος συγκέντρωσε στην εκκλησία τους άλλους μοναχούς και τους ρώτησε αν τον γνωρίζουν. Όμως ούτε αυτός γνώριζε κανένα, ούτε αυτόν αυτοί.

-Ποιός ήταν ο ηγούμενος, όταν εσύ ήσουνα απόψε στην εκκλησία; τον ρώτησε.

Είπε το όνομά του, έψαξαν στο αρχείο της μονής και βρήκαν ότι έζησε πριν από 300 χρόνια. Η αλήθεια δεν άργησε να αποκαλυφθεί. Όλοι τρόμαξαν κι εξεπλάγησαν. Ο μοναχός συγκινημένος ζήτησε να κοινωνήσει και τους αποχαιρέτησε.

-Συγχωρέστε με, αδελφοί. Εγώ τώρα φεύγω και θα ξαναειδωθούμε όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες!

Το πρόσωπό του έλαμψε σαν τον ήλιο και την ώρα εκείνη κοιμήθηκε.

Φαντασθείτε, αφού αυτός έζησε τόσο όμορφα 300 χρόνια με το τραγούδι ενός αγγέλου, και νόμισε πως πέρασε μόνο μία ώρα, πόσο ωραία θα είναι στον παράδεισο, εκεί που τραγουδάνε χιλιάδες Χερουβείμ, Σεραφείμ, άγγελοι κλπ. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει την ομορφιά του Παραδείσου. Γι’ αυτό και εγώ θέλω να σας δω οπωσδήποτε στον Παράδεισο. Είναι πολύ όμορφα εκεί! Καλή αντάμωση! Να συναντηθούμε όλοι στον Παράδεισο!

-π. Κλεόπα, θα σας παρακαλέσουμε θερμά να εύχεσθε να… μας φάει όλους ο Παράδεισος.

Το πρόσωπα του φωτίστηκε, η φωνή του δυνάμωσε πάλι:

-Όλους θα μας φάει ό Παράδεισος!.. Γράψτε μου τα ονόματά σας για να τα μνημονεύω. Και σας παρακαλώ πολύ να προσεύχεσθε και σεις για μένα, γιατί είμαι ο πιό αμαρτωλός που υπάρχει στον κόσμο!

Γέροντας Κλεόπας