Γανωτῆς Κωνσταντῖνος
Ποτὲ καὶ πουθενὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμβιβάστηκε μὲ τὸ θάνατο,οὔτε τὸν ἔνοιωσε φυσικόν, ὅπως τὸν χαρακτηρίζουν οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι γύρω του. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότατη ἐποχὴ μὲ τοὺς κοπετοὺς καὶ τὶς μοιρολογίστριες μέχρι τὸ Διονύσιο Σολωμὸ ποὺ ἐπιμένει: «…γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα»
Ὅλοι οἱ θνητοὶ πάνω στὴ γῆ ἐξορκίζουν τὸ θάνατο. Καὶ ὅμως «ὁ δαίμων ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν εἰληχὼς ἀπαραίτητος», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, δηλαδὴ ὁ Θεός, ποὺ πῆρε τὴ μοίρα μας στὰ χέρια του, δὲν μᾶς ἀφήνει μὲ τίποτε. Αὐτὸ πίστευαν οἱ προγονοί μας, γιατί αὐτὸ ἔβλεπαν. Ἡ καρδιὰ ὅμως τοῦ καθενὸς δὲν μπαίνει στὰ καλούπια τοῦ νοῦ, γιατί ἔχει τὴ δική της ἱστορία, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης τὸ «ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ». Γι’αὐτό, ὅσο κι ἂν ἡ λογικὴ καὶ ἡ παρατήρηση ἔδειχναν τὸ «ἀπαραίτητον» τοῦ θανάτου κι ἐβάφτιζαν τοὺς ἀνθρώπους θνητοὺς καὶ βροτούς, οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι κατέφευγαν στὴ μόνη παρηγοριὰ ποὺ τοὺς ἀπόμενε, στὸ Ὄνειρο. Κι ἐπειδή, ὅπως λένε, στὰ ὄνειρά μας βλέπομε αὐτὰ ποὺ στερούμαστε στὸ ξύπνιο μας, ἂς δοῦμε ποιὸς ἦταν ὁ συνειδητὸς καημός τους.
Στὸν «Ὁμηρικὸ ὕμνο τοῦ Ἀπόλλωνα», στίχοι 189-193, διαβάζαμε ὅτι στ’ ἀνάκτορο τοῦ Δία οἱ Μοῦσες ὑμνοῦν τῶν θεῶν τ’ ἀθάνατα δῶρα καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ βάσανα, ὅσα βάσανα ἔχοντας ζοῦν κάτω ἀπ’ τὴν ἐξουσία τῶν θεῶν: «ἀφραδέες καὶ ἀμήχανοι, οὐδὲ δύνανται εὑρέμεναι θανάτου τ’ ἄκος γήραος τ’ ἄλκαρ» δηλ. ἀνίκανοι νὰ σκεφτοῦν ἀνίκανοι καὶ νὰ μηχανευτοῦν κάτι, κι οὔτε μποροῦν νὰ βροῦν τοῦ θανάτου γιατρικὸ καὶ ἀποτρεπτικὸ τῶν γηρατειῶν.
Στὴ γιορτὴ τοῦ Ἀπόλλωνα στὸ ἀνάκτορο τοῦ Δία, ὅπου τραγουδοῦν οἱ ἴδιες οἱ Μοῦσες τὴ μακαριότητα τῶν θεῶν, ὁ ποιητὴς πέρασε καὶ τὴν ἔντονη διαμαρτυρία του γιὰ τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν εἶχαν θέση αὐτὴ τὴν ὥρα σ’ αὐτὰ τὰ τραγούδια.
Ἡ διαμαρτυρία γιὰ τὸ θάνατο ἐκφράστηκε στὴ Μυθολογία μὲ τοὺς θρήνους ποὺ γίνονταν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ «Ἄδωνη, ποὺ κάθε ἄνοιξη ἐρχόταν στὴ γῆ καὶ κάθε φθινόπωρο μετανάστευε στὸν Ἅδη», ὅπου τὸν περίμενε ἡ Περσεφόνη. Σὲ ἄλλους μύθους ἡ Περσεφόνη ἁρπαγμένη ἀπ’ τὸν Πλούτωνα ἀναγκάζεται νὰ μείνει τέσσερες μῆνες στὸν κάτω κόσμο καὶ τοὺς ὀχτὼ ν΄ ἀνεβαίνει στὴ γῆ, καὶ τότε ἡ μητέρα της ἡ Δήμητρα ἀπ’ τὴ χαρὰ της ὀμορφαίνει τὴν πλάση μὲ τὰ ἄνθη καὶ τὶς πρασινάδες.
Δύο ἥρωες, ὁ Θησέας καὶ ὁ Πειρίθους, κατέβηκαν στὸν κάτω κόσμο μὲ σκοπὸ νὰ κλέψουν τὴν Περσεφόνη γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Πειρίθου. Ὁ Πλούτων τοὺς ἔπιασε καὶ τοὺς ἔδεσε μὲ φίδια. Ἀργότερα, ὅταν κατέβηκε ὁ Ἡρακλῆς γιὰ νὰ πάρει ἐπάνω τὸν Κέρβερο, κατάφερε νὰ λύσει τὸ Θησέα μόνο καὶ τὸν ἀνέβασε στὸν ἐπάνω κόσμο. Καὶ ἡ Εὐριδίκη παραδόθηκε ἀπὸ τὸν Πλούτωνα στὸν Ὀρφέα, γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸν ἐπάνω κόσμο, μὲ τὸν ὅρο νὰ μὴ γυρίσει νὰ τὴν κοιτάξει, ὥσπου νὰ φτάσουν ἐπάνω· ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἄντεξε καὶ τὴν κοίταξε κι ἔτσι ἡ Εὐριδίκη ἔμεινε στὸν «Ἅδη κι ὁ Ὀρφέας ἀπαρηγόρητος.
Ὅλες αὐτὲς οἱ μυθολογικὲς ἀπόπειρες νὰ παραστήσουν μία ἐπιστροφὴ ἀπ’ τὸν «εὐρώεντα» (τὸν μουχλιασμένον) Ἅδη εἶναι πολὺ σύντομες καὶ σχηματικές, χωρὶς ἐπεξεργασία τοῦ νοῦ. Μία ὁλοκληρωμένη τέτοια μυθικὴ ἀνάσταση μᾶς προσφέρει ὁ Εὐριπίδης στὸ Ὅραμά του «Ἀλκηστις». Ἡ νεαρὴ σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φερῶν Ἄδμητου δέχεται νὰ πεθάνει ἀντὶ γιὰ τὸν ἄντρα της, ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα ὡς δῶρο αὐτὴ τὴ δυνατότητα. Ὁ πατέρας του καὶ ἡ μάνα του δὲν δέχτηκαν νὰ κάνουν αὐτὴ τὴ θυσία, δέχτηκε ὅμως πρόθυμα ἡ σύζυγός του Ἄλκηστη. Ἔτσι ὁ θάνατός της παίρνει τὴ μορφὴ ἑκούσιας θυσίας καὶ τὴ στολίζει μὲ τὸ στεφάνι τῆς μάρτυρος τῆς ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμό της, ὅμως, τυχαίνει νὰ περάσει ὁ Ἡρακλῆς (θεάνθρωπος ἦταν ὁ Ἡρακλῆς!) καὶ γίνεται δεκτὸς στὸ φιλόξενο παλάτι τοῦ Ἄδμητου. Ἐκεῖ, μόλις μαθαίνει γιὰ τὸ θάνατο τῆς βασίλισσας, τρέχει στὸν τάφο της, παλεύει μὲ τὸ Χάροντα καὶ φέρνει τὴν Ἀλκηστη ζωντανὴ πάλι στὸν Ἄδμητο. Θὰ εἶναι ὅμως τρεῖς μέρες ἀμίλητη κι ὕστερα θὰ τοὺς μιλήσει. Στὸ μεγάλο χορικὸ αὐτοῦ τοῦ ὁράματος ἐκφράζεται ἡ λαχτάρα τῆς ἀνάστασης.
Ὁ χορὸς ἀποχαιρετώντας τὴν ἡρωίδα μᾶς δίνει ἕνα ἀληθινὸ συναξάρι στὴν καρδιὰ τοῦ χρυσοῦ αἰώνα: «…Μακάρι νὰ ἦταν στὸ χέρι μου καὶ νὰ μποροῦσα νὰ σὲ φέρω στὸ φῶς ἀπ’ τὰ βάθη τοῦ «Ἅδη καὶ τὰ ρεῖθρα τοῦ Κωκυτοῦ μὲ βάρκα ποταμίσια τοῦ κάτω κόσμου… Γιατί ἐσύ, μοναδικὴ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες κι ἀγαπητή, ἐσὺ τὸν ἄντρα σου ἄντεξες νὰ ἐξαγοράσεις ἀπ’ τὸν Ἅδη μὲ τὴ ζωή σου. Ἀνάλαφρη ἡ γῆ ἐπάνω σου ἂς πέσει…» Ἐδῶ βλέπομε τὸ ὄνειρο τῆς ἀνάστασης νὰ στηρίζεται πάνω στὴν ἠθικὴ ἀξία τῆς ἡρωίδας. Ὁ λαὸς ξέρει καὶ παραδέχεται ὅτι δὲν γίνεται πράξη τὸ ὄνειρό του, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιὰ του τὸ ὄνειρό του κρατεῖ ὁλοζώντανο. Καημὸς ἀπαρηγόρητος τὸ ἀμετάκλητο τοῦ θανάτου γιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα, ὄνειρο γλυκὸ ἀπελπισμένο ἡ ἀνάσταση. Γιὰ πρώτη φορὰ ἄκουσαν γιὰ ἀνάσταση οἱ Ἀθηναῖοι ἀπ’ τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὸν Ἄρειο Πάγο. Καὶ τότε δὲν ἦταν ὄνειρο, δὲν ἦταν θέατρο, ἦταν ἀλήθεια. Κι ἀπὸ τότε τὴν ἀκοῦμε καὶ τὴ ζοῦμε τὴν Ἀνάσταση σὰν γεγονός, «χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».