Gillet Lev Fr. ((1893- 1980))
«…Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς … Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς…»
(Λουκ. κδ΄, 13-15)
Ἀξίζει πράγματι νὰ μελετήσωμε, νὰ ἐξετάσωμε καλύτερα τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπλησίασε τὸν Κλεόπα καὶ τὸν ἄλλον μαθητὴν καθ’ ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς.
Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια περιγράφουν πολλοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἐπλησίαζεν ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἢ οἱ ἄνθρωποι ἔσπευδαν νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστόν. Κάποιες φόρες, οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν πρὸς τὸν Χριστόν. Κάποιες ἄλλες, ὁ Χριστὸς πηγαίνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους• τοὺς πλησιάζει κατὰ πρόσωπον, ἀμέσως. Ἄλλοτε, ὁ Χριστὸς προχωρεῖ μὲ ἰδικήν του πρωτοβουλίαν, εἰσέρχεται, παρεμβάλλεται εἰς τὸν δρόμον τους, εἰς τὴν πορείαν τῆς ζωῆς τους, καὶ τοὺς περιμένει. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, καθήμενος ἐπὶ τοῦ «φρέατος (δηλαδὴ τοῦ πηγαδιοῦ) τοῦ Ἰακὼβ» προσκαρτεροῦσε, ἀνέμενε τὴν Σαμαρείτιδα νὰ ἔλθη.
Εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν μαθητῶν, ὁποὺ «ἐπορεύοντο εἰς Ἐμμαούς», ἡ προσέγγισις εἶναι διαφορετική. Ἡ περικοπὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου δίδει τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε νὰ τοὺς πλησιάση κατὰ πρόσωπον, ἔμπροσθεν αὐτῶν· ὅτι δὲν ἐβάδιζε κατ’ ἀντίθετον κατεύθυνσιν, ὥστε νὰ ἔλθη πρὸς συνάντησίν τους. Ἔτσι, οἱ μαθηταὶ δὲν τὸν εἶδαν νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ κάποιαν ἀπόστασιν. Φαίνεται σαφῶς ὅτι ὁ Χριστός, βαδίζων ὄπισθεν αὐτῶν εἰς κάποιαν ἀπόστασιν, τελικῶς ἐπετάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τοὺς ἐπλησίασε. Ἀρχικῶς, ἐβάδιζε δίχως νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ μαθηταὶ ὅτι τοὺς συνώδευεν, ἕως ὅτου τοὺς ἐπλησίασε τόσον, ὅσον νὰ ἀκούη τὸν ἦχον τῆς συνομιλίας τους. Τέλος, τοὺς ἐπρόφθασε καί, ἐρχόμενος εἰς τὸ πλευρόν τους, ἔλαβεν εὐθὺς μέρος εἰς τὸν διάλογον, εἰς τὴν συζήτησιν ὁποὺ εἶχαν.
Ἡ προσέγγισίς Του δὲν ἦταν μόνον τοπική, ἀλλὰ καὶ πνευματική. Ὅπως τοὺς ἐπλησίαζε, ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη ὅτι ἦσαν «σκυθρωποί», θλιμμένοι δηλαδὴ καὶ στενοχωρημένοι. Νομίζω ὅτι, τὶς περισσότερες φορές, ὁ Χριστὸς πλησιάζει ὄχι τόσον τὰ σώματα ἀλλὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων• καὶ τὶς πλησιάζει μὲ ἕνα τρόπον ἀνάλογον ἐκείνου, ὁποὺ ἐπλησίασε τοὺς μαθητὰς κατὰ τὴν πορείαν τους πρὸς Ἐμμαούς.
Κάποιοι ἄνθρωποι συναντοῦν τὸν Ἰησοῦν «κατὰ πρόσωπον»• Τὸν γνωρίζουν ὀλίγον ἕως πολύ· γνωρίζουν πῶς νὰ ἀπευθυνθοῦν πρὸς Αὐτόν, καὶ ἔχουν μάθει νὰ ἀντιλαμβάνωνται πότε Ἐκεῖνος ἀπευθύνεται πρὸς αὐτούς. Ὅμως σήμερα, διὰ τὸν περισσότερον κόσμον, ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας ἄγνωστος. Ἔτσι, ὡς ἕνας ἄγνωστος λοιπόν, τοὺς πλησιάζει προφθάνοντάς τους καθ’ ὁδόν, ὅπως καὶ τοὺς μαθητὰς πρὸς Ἐμμαούς. Τοὺς πλησιάζει μὲ τέτοιον τρόπον, ὡς νὰ εἶναι κάποιος ἄγνωστος εἰς αὐτούς, ἀλλὰ ἄγνωστος συγγενής τους.
Συνήθως, σκεπτόμεθα τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, δίχως νὰ ἔχωμε τὴν παραμικρὰν πρόθεσιν νὰ ἀναμείξωμε τὸν Χριστὸν εἰς τοὺς συλλογισμούς μας. Καὶ ἰδού, ὁποὺ ὁ Χριστὸς παρεμβάλλεται εἰς τὴν σκέψιν μας χωρὶς νὰ τὸ παρατηρήσωμε. Εἰσχωρεῖ εἰς τὸ νῆμα τῶν συλλογισμῶν μας, εἰς τὰ κύματα τῶν συναισθηματισμῶν μας. Δὲν γνωρίζομε πῶς εὑρέθη ἐκεῖ, ἀλλὰ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἕνας καινούριος παράγων συμμετέχει εἰς τὴν δραστηριότητα τῆς ψυχῆς μας, τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Εἴτε γνωρίζομεν εἴτε δὲν γνωρίζομε πῶς λέγεται ὁ παράγων αὐτός, μᾶς ἐπιβάλλεται· ἀκόμη καὶ ἂν ἀρνούμεθα νὰ δεχθοῦμε ὅσα μᾶς ὑποβάλλει, δὲν ἠμποροῦμε νὰ μὴ τὸν ὑπολογίσωμε.
Μία σκέψις ἢ μία αἴσθησις, ὁποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐμπνέει, ἀνοίγουν νέες προοπτικές. Οἱ μαθηταὶ πρὸς Ἐμμαοὺς ἦσαν σκυθρωποὶ καὶ τεθλιμμένοι, ὅσην ὥραν εὑρίσκοντο ἀπορροφημένοι εἰς τὶς σκέψεις καὶ τοὺς συλλογισμούς τους. Ὅμως, ὅταν ὁ Κύριος εὑρέθῃ μεταξύ τους καὶ ἄρχισε τὴν ἑρμηνείαν τῶν Γραφῶν, ὅλα ἔγιναν φωτεινά, ὅλα τὰ προβλήματα ἐλύθησαν, ὅλα εἰρήνευσαν. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ προηγουμένως ἐσυζητοῦσαν καὶ ἐπιχειρηματολογοῦσαν ἀτέρμονα, ἔπαυσαν τώρα. Ὅλες οἱ περιπλοκὲς ἐλύθησαν, ὅλοι οἱ λαβύρινθοι εὑρῆκαν διέξοδον, ἐμπρὸς εἰς τὴν ἤρεμον βεβαιότητα, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ μόνος διδάσκαλος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Τὸ ἴδιον συμβαίνει καὶ μὲ ἡμᾶς. Ὅλοι, κάποιες στιγμές, εἴμεθα προσκυνηταὶ πρὸς Ἐμμαούς, βαδίζοντες μέσα εἰς τὸ πνευματικὸν σκοτάδι τῆς νυκτός, ὁποὺ ἄρχισε νὰ πίπτη, μὲ τὶς ἀμφιβολίες μας, τὰ ἄγχη μας, τὶς ἀγωνίες μας, τὶς ἀντιζηλίες μας, τὶς διεκδικήσεις μας, τὴν νοησιαρχίαν μας, τὶς καχυποψίες μας, τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές μας συγκρούσεις. Ὅμως κάποιος, ὁποὺ μᾶς παρακολουθεῖ εἰς τὴν πορείαν τῆς ζωῆς μας, τρέχει, μᾶς προφθάνει, καὶ «συνεμπαίνει» εἰς τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά μας. Καὶ τότε, μία μεγάλη διαύγεια, μία μεγάλη σαφήνεια καὶ καθαρότης εἰσβάλλει εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν σκέψιν μας· μία μεγάλη ἡσυχία κυριαρχεῖ εἰς τὴν ψυχήν μας. Δὲν γνωρίζομε ἴσως τὴν ὑπερτάτην ζωντανὴν παρουσίαν Αὐτοῦ, ὁποὺ διεβεβαίωσε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀνάστασις, ἀλλά, ὅπως καὶ οἱ μαθηταὶ πρὸς Ἐμμαούς, οἱ ὁποῖοι ἐπίεζαν τὸν Κύριον νὰ μὴ φύγη, ἀλλὰ νὰ μείνη μετ’ αὐτῶν, νὰ μείνη μαζί τους, ἡ ψυχή μας ὁλόκληρος κραυγάζει πρὸς τὸν ἄγνωστον αὐτὸν Παντοδύναμον: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν»…
—————-
Τὸ παρὸν ἄρθρον μετεφράσθη ἐκ τοῦ γαλλικοῦ βιβλίου: Lev Gillet (†1980), «Le Visage de Lumière», σ. 215-218, ὑπό τινος ἱερομονάχου.