Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς

«Ήθελα να ήμουν όμορφος

να ήμουν και παλικάρι

να ήμουνα και τραγουδιστής

δεν ήθελ’ άλλη χάρη»

δημοτικό τραγούδι

(Ας με συγχωρέσει ο αναγνώστης του κειμένου. Ίσως θεωρήσει ότι δεν συμβαδίζει ο τίτλος με το θέμα. Όμως γράφω από καρδίας)

 

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σε μια προς τον Τερτσέτη διήγησή του, είπε: «Είχαν παιχνίδια, ταμπουράδες, πηδήματα, χορούς, τραγούδια ηρωικά. Τα τραγούδια τα έκαμναν οι χωριάτες, οι στραβοί, με ταις λύραις». (Λέγοντας «στραβοί» ο Γέρος του Μοριά εννοεί τυφλούς. Από τα αρχαία χρόνια ακόμη οι μεγάλοι ραψωδοί και ποιητές – Όμηρος, Δημόδοκος- είναι τυφλοί. Η ποίηση και η απαγγελία επών ήταν η κύρια απασχόληση τους και αποζούσαν απ’ αυτήν, γεγονός που η επιβίωσε και ως τα πολύ νεότερα χρόνια). Ερμηνεύοντας ο Κολοκοτρώνης τι ήταν τα τραγούδια αυτά, μας δίνει τον εξής θαυμάσιο και αμίμητο χαρακτηρισμό: « Τα τραγούδια ήσαν ύμνοι, ήσαν εφημερίδες στρατιωτικές». (« Ο Γέρων Κολοκοτρώνης», τομ. Α’ σελ. 40). Διηγείται ακόμη ο ίδιος κάτι πολύ νόστιμο. Βρέθηκε κάποτε και ο Γέρος στην ανάγκη να φτιάξει τραγούδι, όταν την ημέρα του Πάσχα πληροφορήθηκε ότι δισχίλιοι Τούρκοι θα περνούσαν από τα λημέρια του, σέρνοντας μαζί τους δεσμίους περί τους εκατόν πενήντα Έλληνες αιχμαλώτους.

«Αφού-λέει-πρώτα τους το ορμήνευσα μιλητά έπειτα το έκαμα τραγούδι και τους το τραγούδησα» Απ’αυτό το γεγονός αποδεικνύεται ότι, πλην των άλλων αρετών του, ήταν και ποιητής και μελοποιός. Το τραγούδι του αθάνατου ήρωα έχει ως εξής:

Καλά τρώμε και πίνουμε

και λιανοτραγουδάμε

δεν κάνουμε κι ένα καλό

καλό για την ψυχή μας.

Ο κόσμος φτιάνουν εκκλησιές

φτιάνουν και μαναστήρια.

Να πάμε να φυλάξουμε

στης Τρίχας το γιοφύρι,

που θα περάσει ο Βόιβοντας

με τους αλυσσομένους

να κόψουμε τους άλυσσους

να βγουν οι σκλαβωμένοι

(Το εντόπισα στο λεξικό του «Ηλίου», τομ. Ε’, σελ. 1020).

(Να πω κάτι για την λέξη «μαναστήρια» που περιέχεται και στο θαυμάσιο κολοκοτρωναίικο τραγούδι. Θυμάμαι ότι οι παλιοί, οι γέροι και οι γιαγιάδες στα χωριά μας , στα Πιέρια, έτσι αποκαλούσαν τα μοναστήρια. Ακριβώς γιατί τα “μαναστήρια” ήταν η μάνα του φτωχού και ανυπεράσπιστου λαού. Εκεί έβρισκαν παρηγοριά και καταφυγή όταν τους καταδίωκε η ισλαμική προστυχιά. Στα μοναστήρια άφηναν πολλές φορές τα κτήματά τους-μετά θάνατον- όταν κινδύνευαν από την απληστία του τοπικού αγά. Γι’ αυτό βρέθηκε η Εκκλησία με περιουσία την οποία ροκάνισε σιγά-σιγά το αδηφάγο κράτος. Μακάρι και σήμερα να μπορούσαμε να «μεταβιβάσουμε» την ακίνητη περιουσία μας, την υποθηκευμένη λόγω δανείων, στην Εκκλησία μήπως και γλιτώσει από τα χέρια των ημεδαπών και ξένων λεηλατών, που την προορίζουν  για τους…πρόσφυγες και μετανάστες,, τους λαθρομετανάστες του Ισλάμ).

Να επανέλθουμε όμως στο τραγούδι και στην εξαίσια παράδοσή μας που δεν γλίτωσε κι αυτή από τα πνευματικά…μνημόνια. Τα τελευταία χρόνια οι κερδέμποροι του τηλεθεάματος έχουν επινοήσει έναν άλλο τρόπο εκμετάλλευσης νέων, ως επί το πλείστον άνεργων, για να θησαυρίζουν. Είναι οι εκπομπές αναζήτησης ταλέντων στο τραγούδι. Καλλίφωνων υποτίθεται . Πέραν της δυσωδίας που αναδίδει όλο αυτό το εφεύρημα και της ψυχικής εξαθλίωσης όσων απορρίπτονται από μια επιτροπή τάχα και ειδημόνων-ξεφτίλες που διασύρονται για μια χούφτα ευρώ-εντύπωση προξενεί η επιλογή των τραγουδιών. Τα 2/3 είναι ξένα και λίγα τα ελληνικά, ελαφριάς κοπής. Όσο κι αν εθελοτυφλούμε η νέα γενιά αποκόπτεται πλήρως από την Εθνική μας Παράδοση. Και ίσως αυτή η αποκοπή ανεβαίνει και στην …μεσόκοπη γενιά. Όλα τα φτηνά και σάπια υποπροϊόντα του δυτικού κακοφορμισμένου αποστήματος, συνεχίζουν να γυαλίζουν ενώπιον του εξευρωπαϊσμένου Γραικού.

Κρατηθήκαμε όρθιοι την περίοδο της Τουρκοκρατίας, γιατί οι Ελληνίδες μάνες μάθαιναν στις κόρες τους να συλλαβίζουν τραγούδια που μοσχοβολούν σαν το Τίμιο Ξύλο. «Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου /τη γης να κοκκινίσει/παρά να ιδώ τα μάτια μου/ Τούρκος να τα φιλήσει». Και οι Ρωμιές οι μάνες όταν τους έβρισκε το κακό, γονάτιζαν και παρακαλούσαν την Θεομάνα μας:

«Ω! Παναγιά μου, Δέσποινα και του Χριστού μητέρα/

σε σένα παραδίνομαι, νύχτα και την ημέρα/

κι όντας κοντύνει η γλώσσα μου και θαμπωθεί το φως μου/

τότε κυρά μου, Παναγιά, να στέκεις βοηθός μου».

Έχω γράψει και για τα σχολικά βιβλία “Γλώσσας”, τις έντυπες αθλιότητες του υπουργείου απαιδευσίας, που εκπαραθύρωσαν το δημοτικό τραγούδι για να το αντικαταστήσουν με συνταγές μαγειρικής. Και καλό θα ήταν όσοι εκπαιδευτικοί σέβονται την γης που τους γέννησε να οργανώσουν μια θεματική εβδομάδα -και δύο και τρεις- διδάσκοντας στους μαθητές δημοτικά τραγούδια “του τελεσφορώτατου οργάνου της εθνικής αγωγής”.  (Ν. Πολίτης). “Τίποτε το δημοτικότερο απο τα ομηρικά ποιήματα και τίποτα ομηρικότερο απο τα δημοτικά τραγούδια” θα πει και ο Παλαμάς.

Ας το κατανοήσουμε ότι σάπιο πνεύμα της Νέας Εποχής, ο οικουμενισμός και η παγκοσμιοποίηση, με δύναμη και ταχύτητα επιδημικής αρρώστιας, έχουν προσβάλει τον λαό μας, με κίνδυνο αφανισμού του, γιατί ξεραίνονται οι ρίζες. (Κάτι εμβόλιμο. Το θηρίο της Ρώμης, ο “καλοσυνάτος” πάπας, αποκάλεσε τα Σκόπια, “Μακεδονία”. Επειδή είμαι Μακεδών το Γένος, και σκοτώθηκαν παππούδες μου για το ιερό όνομα της γενέτειρας, και καπνίζουν τα μάτια μου από οργή, ερωτώ τους οικουμενιστές πατριάρχες και επισκόπους που όταν βλέπουν το “θηρίο” κάνουν… κωλοτούμπες- ξιπάζονται από την χαρά τους- θα τον επαναφέρουν στην τάξη; ΌΤΑΝ -το γράφω με κεφαλαία γράμματα-ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΙ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΣΟΥ, ΤΟ ΑΙΜΑ ΠΟΥ ΕΧΥΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΣΟΥ, ΠΩΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ; TΟN ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΗ ΠΑΠΑ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΣΕ ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΚΟΎΕΙ ΟΛΗ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, ΕΠΙΤΡΈΠΕΤΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ, ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΝΑ ΤΟΝ ΑΣΠΆΖΟΝΤΑΙ; ΑΥΤΟ ΕΚΑΝΑΝ Ο ΦΩΤΙΟΙ, ΟΙ ΜΑΡΚΟΙ, ΟΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΙ; Δοξάζουμε τον αναστημένο Σωτήρα μας, που υπάρχουν ακόμη ιερείς και μοναχοί και λαϊκοί που συντηρούν το “ουδέν εποιήσαμεν” του αγίου Μάρκου του Ευγενικού).

Να κλείσω με δύο δίστιχα πετράδια της δημοτικής ποίησης που δείχνουν τι λαός ζούσε κάποτε σ’αυτά τα ματωμένα χώματα και τι αλλόκοτος…ταϊφάς καταντήσαμε τώρα.

“Τάζω σου Παναγία μου

οκάδες το λιβάνι

να μας εβάλεις των δυονώ

στην κεφαλή στεφάνι”.

Και το δεύτερο:

“ Ο κόσμος μ’ απελπίζουνε

μη μ’ απελπίζεις, Θε μου

και μη μ’αφήνεις να χαθώ,

Μεγαλοδύναμέ μου”

 

Δεν είναι και τα δύο προσευχές;