από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

 1)    Ο Άγιος Δούκας καταγόταν από τη Λέσβο. Ήταν νέος στην ηλικία πολύ όμορφος σωματικά, ομορφότερος όμως στην ψυχή. Στο επάγγελμα ήταν ράφτης, που το εξασκούσε στην Πόλη. Απ’ ό,τι φαίνεται ήταν καλός στην τέχνη του γι’ αυτό πελατεία του ήταν όλη η τότε αριστοκρατία της Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν θερμός χριστιανός και άμεμπτος στην ηθική του, που, όπως θα δούμε, δοκιμάστηκε και θριάμβευσε. Στο πρόσωπο του Δούκα βρίσκουμε ένα άλλο «σώφρονα Ιωσήφ», που, όπως εκείνος δεν υπέκυψε στις αμαρτωλές προτάσεις της γυναίκας του άρχοντα της Αιγύπτου, έτσι και ο Δούκας δεν παρασύρθηκε στην αμαρτία από μια τούρκισσα χανούμισσα, που αγωνίσθηκε να τον παρασύρει στην αμαρτία.

Επειδή στον Δούκα ράβονταν όλη η άρχουσα τάξη της Κωνσταντινούπολης, εκείνος ελεύθερα έμπαινε κι έβγαινε στα παλάτια των Τούρκων.

 

Συνέβη λοιπόν, κάποτε, να τον ερωτευθεί μια μεγάλη παντρεμένη κυρά από σπουδαία οικογένεια, από την οποία προέρχονταν πολλά ηγετικά στελέχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνη πρώτα άρχισε να του κάνει διάφορα δώρα, ύστερα να του λέει ερωτικά λόγια για να τον παρασύρει. Ο Άγιος, σαν καθαρός από ερωτικές σχέσεις και αγνός ψυχή τε και σώματι, απόρησε, γιατί δεν περίμενε ποτέ να ακούσει από μια τόσο μεγάλη κυρία τέτοιους προκλητικούς λόγους.

Έκανε τον σταυρό του κι έφυγε από εκείνο το παλάτι σαν άλλος νέος Πάγκαλος Ιωσήφ. Εκείνη, όταν είδε πως δεν ερχόταν πλέον στο σπίτι της, άρχισε να του στέλνει μηνύματα μα ο Άγιος δεν απαντούσε. Πήγε τότε η ίδια στο εργαστήριό του και του είπε, σύμφωνα με το “Νέον Μαρτυρολόγιον”, περίπου τα εξής: “Άκουσε με σε παρακαλώ, θέλω να έρχεσαι στα σαράι μου, όπως και προηγουμένως και μη φοβάσαι κανένα. Ο άντρας μου λείπει σε εκστρατεία και ή έρχεται ή δεν έρχεται. Όμως, αν θέλεις να ασπαστείς το Ισλάμ, σε παίρνω για άντρα μου. Αλλά κι αν επιστρέψει ο άντρας μου, θα σε έχω τον πρώτο στο παλάτι μου. Κι αν ακόμη δεν θέλεις ν’ αλλάξεις την πίστη σου, ας μείνεις και Ρωμιός, μόνο να έρχεσαι, όπως σου είπα”.

Του είπε κι άλλα πολλά η “σύζυγος του Πετεφρή”, η νέα Αιγυπτία και, βλέποντας το αμετάθετο της γνώμης του Δούκα, κατέληξε με εκβιασμό: “Αν δεν κάνεις όπως σου είπα, να ξέρεις, θα χάσεις τη ζωή σου”.

Ο ευλογημένος εκείνος νέος, έχοντας τον εγκάρδιο έρωτα του Ιησού Χριστού μέσα του, καθόλου δεν λογάριασε τις κολακείες εκείνης της αναιδούς, ούτε και τις φοβέρες της, ούτε ποτέ ξαναπάτησε στο παλάτι της. Εκείνη του έστελνε συνέχεια μηνύματα.

Ο Άγιος δεν ανταποκρινόταν.

Οργίστηκε λοιπόν η καταραμένη εκείνη Αγαρηνή και ορκίστηκε να τον εξοντώσει, για να μην τον βλέπει να ελέγχει την ακολασία της. Πήγε, λοιπόν, στον βεζίρη και του είπε την υπόθεση αντίστροφα απ΄ότι στην πραγματικότητα. Είπε λοιπόν καταγγέλλοντας: “Έχω ένα ράφτη που ράβει στο παλάτι μου ό,τι χρειάζεται. Τον ειδοποίησα να έρθει να του δώσω μερικά ρούχα για ράψιμο και αυτός ήλθε και μου είπε λόγια τόσο άσχημα και άπρεπα που ντρέπομαι να σου τα πω, γι’ αυτό τον έδειρα και έφυγε. Τώρα είναι στο εργαστήριό του και θέλω να τον θανατώσεις”. Ο βεζίρης [οθωμανός υπουργός] υποσχέθηκε πως θα πραγματοποιήσει το θέλημά της, διότι προερχόταν από μεγάλη οικογένεια. Αμέσως ο βεζίρης διέταξε τον σούμπαση (έπαρχο) να φέρει τον νέο μπροστά του. Όταν τον έφεραν την ρώτησε: “Τι ορίζεις να του κάνω”; Κι εκείνη, όλο σατανική κακία του αποκρίθηκε: “Αν γίνει Τούρκος άφησέ τον, ειδ’ άλλως να τον ρίξεις στα τσιγκέλια!” Πρώτα άρχισε ο βεζίρης να του μιλάει με κολακευτικά λόγια, με όμορφο τρόπο. Κατόπιν διέταξε και τον βασάνισαν απάνθρωπα. Τέλος βλέποντας ότι δεν μπορούν να τον πείσουν να εξισλαμισθεί, τον έγδαραν ζωντανό και πέταξαν το δέρμα του στη θάλασσα, ενώ στη συνέχεια τον κρέμασαν στα τσιγκέλια και εκεί παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του αθλοθέτου Κυρίου από τον οποίο έλαβε τον της αθλήσεως στέφανο. Ήταν η 4η Απριλίου του 1564.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ: Ως των Ορθοδόξων ο εμψυχωτής, νεομαρτύρων ο εμπνευστής, των Λεσβίων ο βλαστός, Εκκλησίας υπέρμαχος, αθλητά Δούκα, μεγαλοφώνως τιμώμεν σε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.

 

2) Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος [Μαγνησία Μ. Ασίας 24 Απριλίου 1796]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΑΤΗ: Ο άγιος ζούσε στην περιοχή της Μαγνησίας μαζί με τον πατέρα του, τον Χατζη- Κανέλλο, ο οποίος ήταν γενικός επιστάτης στα κτήματα, στα κοπάδια και γενικότερα στην περιουσία ενός σπουδαίου και μεγάλου αγά, του Καρά Οσουμάνογλου, στο χωριό Γιαγιά Κιόι. Λόγω της θέσης του ο πατέρας του αγίου ήταν γνωστός σε όλους τους Τούρκους της περιοχής, σημαντικούς και ασήμαντους, μάλιστα είχε θάρρος μαζί τους και εκείνοι τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση.

ΑΡΡΑΒΩΝ: Ενώ λοιπόν ζούσε μαζί με τον πατέρα του στην υπηρεσία εκείνου του αγά, αρραβωνιάστηκε, με την άδεια του πατέρα του, μια σεμνή και ενάρετη νέα, με την οποία σχεδίαζε να στεφανωθεί την Κυριακή του Θωμά του 1796. Ο Νικόλαος ήταν τότε είκοσι δύο ετών.

ΣΤΗ ΜΑΓΝΗΣΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΔΕΙΕΣ ΓΑΜΟΥ: Επειδή έπρεπε να βγάλει τις άδειες, πήγε στην πόλη της Μαγνησίας [στην Τουρκική γλώσσα, Manisa], με την άδεια πάντα του πατέρα του και του αγά, τον οποίο υπηρετούσαν. Πηγαίνοντας στη Μαγνησία φορούσε τούρκικα παπούτσια και κόκκινο φέσι, ξεθαρρεύοντας λόγω της υπηρεσίας του στον αγά, πράγμα που απαγορευόταν όμως στους Ρωμιούς και γενικότερα στους χριστιανούς, οι οποίοι υποχρεώνονταν τότε να φορούν άσπρο κάλυμμα κεφαλής.

 

ΣΥΛΛΗΨΗ: Όταν τον είδαν οι υπηρέτες του Μουσελίμη, του ανώτατου αξιωματούχου της πόλης, ντυμένο έτσι, μολονότι γνώριζαν σε ποιου σπουδαίου αγά την υπηρεσία ήταν και γνώριζαν επίσης και τον πατέρα του, χωρίς να διστάσουν καθόλου τον έπιασαν και τον έφεραν στον αφέντη τους. Ο μουσελίμης έκανε πως δεν τον γνωρίζει και του είπε με πονηριά: “Η ενδυμασία σου είναι τούρκικη και δεν επιτρέπεται να την φοράει άνθρωπος άλλης πίστεως. Εκτός αν κατάλαβες πως η πίστη μας είναι αληθινή και ήρθες έτσι ντυμένος για να γίνεις Τούρκος”. Ο Νικόλαος κατάλαβε την πανουργία του μουσελίμη και χωρίς να δειλιάσει διόλου, με γενναιότητα του απάντησε: “Εγώ αυτά τα ρούχα τα φορώ με τη δική σας άδεια αφού ο πατέρας μου είναι στην υπηρεσία σας”. Ήταν εξάλλου γνωστός και στον μουσελίμη. Μόλις τ’ άκουσε αυτά ο πασάς διέταξε τους υπηρέτες του να τον δείρουν λίγο, με ελαφρές ξυλιές, για να δείξει πως τον λυπάται, θέλοντας να τον ελκύσει στη θρησκεία του.

ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΣ: Ο Νικόλαος, αντιλαμβανόμενος τα σχέδια του μουσελίμη, με τη σοφία που ο Χριστός δίνει σε όσους ομολογούν μπροστά στους τυράννους, έμεινε σταθερός στην πίστη του, δεχόμενος με ευχαρίστηση τους ραβδισμούς. Για δεύτερη φορά άρχισε ο πασάς με ήμερο τρόπο να τον παρακινεί να γίνει μουσουλμάνος, αν ήθελε να γλυτώσει τα βάσανα. Ο άγιος, αγωνιστής της αλήθειας, με μεγαλύτερη γενναιότητα του απάντησε: “Μάθε ότι εγώ δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ την πίστη μου , όχι μόνο με ραβδισμούς αλλά ακόμη κι αν με θανατώσεις με επώδυνο θάνατο”. Τότε θύμωσε ο πασάς και πρόσταξε να τον δείρουν δυνατότερα. Έπειτα σκέφτηκε ότι ούτε έτσι θα μπορέσει να του αλλάξει τη γνώμη. Έβαλε κι άλλους ομοθρήσκους του να τον παρακινήσουν. Υποσχέθηκε πως αν αλλαξοπιστήσει θα του δώσει πολλά και μεγάλα αξιώματα, δώρα και τιμές, πράγματα ελκυστικά, ιδιαίτερα στους νέους. Ο γενναίος όμως μάρτυς του Χριστού δεν ελκύστηκε καθόλου από αυτά ούτε λυπήθηκε τη νεότητά του, ούτε σκέφτηκε πως θα στερηθεί τους γονείς του, τα αδέλφια του, πολύ δε περισσότερο την αρραβωνιαστικιά του. Αλλά σαν να μην ήταν χοϊκός άνθρωπος, σαν να βρισκόταν πάνω από τα υλικά πράγματα τα οποία και καταφρονούσε, φώναζε με μεγαλύτερη παρρησία: “Εγώ μπροστά στα μάτια μου έχω τον θάνατό μου και την πίστη μου δεν πρόκειται να την αρνηθώ με κανένα τρόπο”. Τότε για τρίτη φορά ο πασάς διέταξε να τον δείρουν με σκληρό τρόπο και πάλι συνέχισε να τον πιέζει, με όσους τρόπους ήξερε, για να αλλαξοπιστήσει. Όσο εκείνος προσπαθούσε, τόσο περισσότερο ο άγιος φώναζε με ανδρεία: “Το να αρνηθώ τον Χριστό μου είναι πράγμα αδύνατο”.

ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΝΩ ΜΟΝΕΣ: Τελικά βλέποντας ο πασάς τη σταθερότητα του μάρτυρα, διέταξε να τον χτυπήσουν σκληρότατα στην κοιλιά. Τον χτύπησαν τόσο που τον άφησαν μισοπεθαμένο. Έτσι αναίσθητο τον πέταξαν στη φυλακή. Μέσα στη φυλακή ευρισκόμενος ο μακάριος Νικόλαος, ευχαριστώντας ολόψυχα τον Κύριο, διότι αξιώθηκε να υποφέρει για το όνομά Του, μετά από τρεις ημέρες παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού και έλαβε τον αμάραντο του μαρτυρίου και της αθλήσεως στέφανο.

Ζητών ο Nικόλαος ευρέσθαι γάμον,

 

Άφθαρτον εύρε διά πληγών εν πόλω”.