Μαντζαρίδης Γεώργιος (Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)

Ἡ κτίση συμπάσχει μὲ τὸ Πάθος τοῦ Κτίστου της. Ὁ ἥλιος κρύβει τὶς ἀκτίνες του. Ἡ γῆ σείεται καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίζεται στὰ δύο «ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω» (Ματθ. 27, 51). Ὁ Σωτήρας θανατώνεται. Καὶ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ, κρυφὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, παρουσιάζεται στὸν Πιλάτο, γιὰ νὰ ζητήσει τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Διδασκάλου:

«Δὸς μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα, ἐβόα· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον».

Ὁ κρυφὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει τὸ κρυφὸ ὄνομα τοῦ Διδασκάλου του, τὸ ὄνομα ποὺ τὸν συνόδευσε σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή του, ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία ὡς τὸ σταυρικὸ θάνατό του: Ξένος.

Ὅταν γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ, ἡ Μητέρα του τὸν σπαργάνωσε καὶ τὸν τοποθέτησε σ’ ἕνα παχνί, γιατί δὲν βρέθηκε τόπος στὸ πανδοχεῖο (βλ. Λουκ. 2,7)· ἦταν ξένος.

Ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου ἦρθε καὶ ἔζησε μέσα στὸν κόσμο ὡς ἀνέστιος ἄνθρωπος, ὡς «ἐκ βρέφους ξένος», ὡς ὁ κατ’ ἐξοχὴν ξένος.

Ὁ ποιητὴς τοῦ κόσμου καὶ δημιουργὸς τῶν ἀνθρώπων «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβαν» (Ἰω. 1, 11). Ἐπισκέφθηκε τοὺς δικούς του, καὶ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχτηκαν. Τὸν ἀντιμετώπισαν ὡς ξένο, τὸν φθόνησαν, τὸν μίσησαν, τὸν ἐξευτέλισαν καὶ τὸν θανάτωσαν.

Εἶναι πικρὸ νὰ ξενιτεύεσαι καὶ νὰ ζεῖς κάπου ὡς ξένος. Καὶ εἶναι ἀκόμα πιὸ πικρὸ νὰ ζεῖς στὸν τόπο σου ὡς ξένος καὶ ἀνέστιος. Νὰ σὲ φθονοῦν καὶ νὰ σὲ μισοῦν θανάσιμα οἱ συμπατριῶτες σου, οἱ δικοί σου, τὰ ἴδια τὰ παιδιά σου.

Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ξενιτεία γνώρισε ὁ Θεὸς ποὺ ἦρθε καὶ ἔζησε ὡς ἄνθρωπος μέσα στὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ ξενιτεία σφράγισε ὁλόκληρη τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ξενιτεία ποὺ ἀπομάκρυνε ἀπὸ κοντὰ του ἀκόμα καὶ τοὺς πιὸ στενοὺς μαθητάς του. Τὴν ἀπαράκλητη ξενιτεία.

Καὶ τώρα, μετὰ τὴ σταύρωση καὶ τὴ θανάτωσή του, ἔρχεται ὁ Ἰωσήφ, «ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας εὐσχήμων βουλευτὴς» (Μαρκ. 15, 43), καὶ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Πιλάτο νὰ λάβει τὸ νεκρὸ σῶμα αὐτοῦ τοῦ ξένου: «Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι».

«Αἱ ἀλωπεκὲς φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ», εἶχε πεῖ ὁ Ξένος αὐτὸς σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς ποὺ ζήτησε νὰ τὸν ἀκολουθήσει (Ματθ. 8, 19-20- Λουκ. 9, 57-58).

Τελικὰ δόθηκε ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους σ’ αὐτὸν τὸν Ξένο τόπος, γιὰ νὰ γείρει τὸ κεφάλι του· τοῦ δόθηκε ὁ σταυρός. Καὶ αὐτὸς «κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰω. 19, 30).

Αὐτὸν τὸν Ξένο, ποὺ γνωρίζει νὰ ξενίζει «τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους», ἔλαβε ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὸν Πιλάτο, γιὰ νὰ τὸν φιλοξενήσει στὸν τάφο του. Ἔλαβε καὶ τοποθέτησε «ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ» (Ματθ. 27, 60) «τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος».

«Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰω. 1, 12).

Ὁ Ἰωσήφ ποὺ ἔλαβε καὶ φιλοξένησε στὸν τάφο του τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι, ὅσοι τὸν δέχονται καὶ πιστεύουν στὸ ὄνομά του, παίρνουν τὴν ἐξουσία νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, θεοὶ κατὰ χάριν. Ἀποκτοῦν «ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος».

«Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει» (Ἰω. 12, 24).

Ὁ σίτος ποὺ ἔπεσε στὴ γῆ καὶ πέθανε, «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» προσφέρθηκε «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» (Ἰω. 6, 35-41) καὶ ἔφερε πολὺν καρπόν. Καρποφόρησε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, ποὺ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἔζησαν μέσα στὸν κόσμο ὡς φῶτα τοῦ κόσμου.

Πολλοὶ θανατώνουν τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἴδιοι. Ὁ Χριστὸς παραδόθηκε ἑκούσια στὸν θάνατο, γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος.