Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Προ ημερών θαυμαστής του Κώστα Σημίτη έγραψε πως μεταξύ των επιτυχιών του εξέχουσα θέση έχει η «νίκη» του στο θέμα των ταυτοτήτων. Το «επίτευγμα» του ήταν ότι με την πανίσχυρη εξουσία του και τον παντοδύναμο προπαγανδιστικό μηχανισμό που διέθετε, «νίκησε» τρία και πλέον εκατομμύρια ανίσχυρων πολιτών, που δήλωσαν τη θέλησή τους να αναγράφεται προαιρετικά το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες, γιατί η Ορθοδοξία για τους Έλληνες αποτελεί βασικό στοιχείο της ιδιοπροσωπίας τους. Η επιτυχία του κ. Σημίτη ήταν ότι συσπείρωσε σε ειρηνική εκδήλωση υπέρ της ταυτότητάς τους τόσους Έλληνες. Ήταν η πολυπληθέστερη μη κομματική εκδήλωση στην Ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Ενέργειες κατά του Χριστού και της Εκκλησίας Του υπήρξαν πολλές στα 2000 χρόνια που πέρασαν. Πρώτα οι φαρισαίοι εναντίον του Ιδίου. Πίστεψαν πως με το να Τον εξοντώσουν τέλειωσαν μαζί Του. Λάθεψαν. «Μάταια φυλάττεις τον τάφο κουστωδία». Ακολούθησαν οι αυτοκράτορες – θεοί, με τους διωγμούς και τα μαρτύρια σε βάρος των μαθητών Του, οι Σουλτάνοι, με τους βίαιους εξισλαμισμούς, και στον 20ό αιώνα ο «πατερούλης» Στάλιν και ο «υπεράνθρωπος» Χίτλερ. Όλοι τους νόμισαν ότι εξόντωσαν την Εκκλησία. Όλοι τους ηττήθηκαν και έμειναν στην Ιστορία ως αιμοσταγείς τύραννοι.
Στον τρέχοντα, 21ο αιώνα, το έργο των διωκτών της Εκκλησίας ανέλαβαν οι φανατικοί άθεοι, πολιτικοί και διανοούμενοι, οπαδοί του Σαντ και του Μαμωνά. Οι παλιοί και οι σύγχρονοι διώκτες της Εκκλησίας βάλλουν σε βάρος Της εν ονόματι του «προοδευτισμού». Είναι καλοί εκφραστές της γλώσσας, που περιγράφει ο Όργουελ.
Ο Ερρίκος Ίψεν, στο θεατρικό του έργο «Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος», περιγράφει τη ζωή του αυτοκράτορα Ιουλιανού, του επιλεγόμενου Παραβάτη. Αυτός επιχείρησε να αναβιώσει την ειδωλολατρία, διώκοντας αμείλικτα τους χριστιανούς, καίγοντας βιβλία τους, καταστρέφοντας ναούς τους. Όταν διαπίστωσε πως οι χριστιανοί προτιμούσαν το μαρτύριο από τον «προοδευτισμό» των ειδώλων διερωτήθηκε: «Με δώδεκα ανθρώπους τιποτένιους, ψαράδες, αγράμματους, έφτιαξε όλο αυτό;». Και όταν ο Μάξιμος, ο μυστικιστής σύμβουλός του, του είπε ότι θα νικήσει το Χριστό, συνέχισε να διερωτάται: « Και ποιο θα είναι το όφελος για τον νικητή;…Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι μιλούν για τις νίκες τους μ’ ένα ψυχρό θαυμασμό, τη στιγμή που ο άλλος, ο Γαλιλαίος, ο γιός του ξυλουργού, θρονιάστηκε μες στις φλογερές ψυχές των πιστών σαν βασιλιάς της Αγάπης!…».
Ο Ιουλιανός πέρασε στην Ιστορία ως ο ηττημένος. Το ίδιο οι φαρισαίοι και όλοι οι άλλοι διώκτες του Χριστού. Και ως προς τους χριστιανούς, ο Ίψεν βάζει τον Μέγα Βασίλειο να λέγει, στο τέλος του έργου, ότι οι διωγμοί είναι όχι για τον θάνατο, αλλά για τη λύτρωση και την εξύψωση τους και τη Μακρίνα, την αδελφή του, να τονίζει πως ο Παντοδύναμος θα κρίνει, κείνη τη μεγάλη μέρα, «τους νεκρούς που ζούνε και τους ζωντανούς που είναι πεθαμένοι».-