Από το Λειμωνάριο των Αγίων της Θεσσαλίας

 

του Κων. Α. Οικονόμου δασκάλου –συγγραφέα

Ο Όσιος καταγόταν από ένα χωριό στους πρόποδες των ανατολικών Αγράφων, τη Γόλιτσα, και οι ευσεβείς γονείς του τον είχαν βαπτίσει Αναστάσιο. Όταν έμεινε ορφανός από πατέρα και καθώς ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, φρόντιζε με την εργασία του να συντηρεί τη μητέρα του και το μικρότερο αδελφό του. Έτσι δεν έβρισκε χρόνο για να πηγαίνει στο Σχολείο κι έμεινε αγράμματος.

 

Όταν αργότερα η μητέρα του προσπαθούσε να τον νυμφεύσει, εκείνος έφευγε μακριά και αρέσκονταν να ακούει Βίους αγίων από μορφωμένους συμπατριώτες του, ενώ συχνά κατέφευγε στο “ερημητήριό” του, μια μικρὴ καὶ ἀπόμερη σπηλιὰ -ἡ σημερινὴ «Σκήτη» ὅπως λέγεται- ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ κοντά το ναό του Αγίου Νικολάου, στη συμβολὴ δύο χειμάρων κάτω απὸ, όπου καὶ παρέμενε νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος. Κάθε φορά που η μητέρα του τού μιλούσε για την οικογενειακή του αποκατάσταση, εκείνος συναρπαζόμενος από Θείο έρωτα αναχωρούσε σε τόπους ησυχαστικούς προσευχόμενος και ασκούμενος.

Εν τέλει στην ηλικία των 23 ετών αναχώρησε και κατευθύνθηκε σε ερημικές τοποθεσίες της Ζαγοράς στην αρχή, στην Ι. Μ. Αγίου Διονυσίου του Ολύμπου στη συνέχεια, για να καταλήξει στην Ι. Μ. Αγίας Τριάδας (Σουρβιά) όπου, αφού παρέμεινε ένα διάστημα ως δόκιμος μοναχός, ενεδύθη το αγγελικό σχήμα μετονομαζόμενος Ακάκιος. Η ζωή του ήταν πάντα ασκητική, τρεφόταν με χόρτα κάθε δυο ή τρεις μέρες και κατοικούσε σε έρημους τόπους πλησίον της Μονής. Αργότερα ο Ακάκιος μόνασε κατά σειρά στο Α. Όρος και τη Σκήτη της Αγίας Άννας, στην Ι. Μ. Γρηγορίου, σε κελί της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας, στη Μονή του Α. Διονυσίου, στη Σκήτη του Παντοκράτορα και σε καλύβη της Μεταμορφώσεως όπου και ασκήτεψε συνολικά είκοσι έτη. Ήταν ιδρυτὴς τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων. Κοντά του έσπευδαν πολλόι να τον γνωρίσουν και να στηριχθούν στους πνευματικοὺς αγώνες. Συγκεντρώνονταν καὶ κατοικοῦσαν ἄλλοι στὰ γύρω Σπήλαια καὶ ἄλλοι στὶς Καλύβες ποὺ ἔκτιζαν μόνοι τους. Τότε ο Όσιος αναγκάσθηκε να κτίσει με τα ίδια του τὰ χέρια μικρὴ Καλύβη, πριν το 1720 (ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα) και μία άλλη για τον υποτακτικό του.

Ταλαιπωρούσε πάντα το σώμα του αγωνιζόμενος υπεράνθρωπα με πείνα, δίψα,ψύχος και άλλες κακοπάθειες, σκοπεύοντας να ταπεινώσει το σώμα του για να ανεβάσει το πνεύμα του. Ο Θεός αντάμειψε τις προσπάθειές του με προορατικό χάρισμα, με θείες αποκαλύψεις και νοερά προσευχή. Στα γόνατα του Οσίου κατέφυγαν για ευλογία μεταξύ άλλων και τρεις Νεομάρτυρες της εποχής: ο Νικόδημος, που μαρτύρησε την 11/7/1722 (Δάδας, από το Ελβασάν της Αλβανίας), ο Ρωμανός ο Καρπενησιώτης και ο Παχώμιος ο Ρώσος (7/5/1730). Ο Ακάκιος, διαφύλαξε ανόθευτη την παράδοση των Ησυχαστών του 14ου αιώνα, οσίου Μαξίμου Καυσοκαλύβη, Νήφωνος ερημίτου και Νείλου μυροβλύτου. Ιδιαίτέρα δε του Γρηγορίου του Παλαμά, υπέρμαχου της ορθοδόξης θεολογίας και της πνευματικης ἡσυχαστικής αγιορείτικης παράδοσης. Ησυχαστὴς και ο Ακάκιος εκ των κορυφαίων, δὲν παρέλειπε να δείχνει ενδιαφέρον και για τα προβλήματα του κοινωνικού συνόλου. Ιδιαιτέρως για τα προβλήματα των πολυπληθών επισκεπτών του.  Ο βιογράφος του σημειώνει ότι δεν έλειπαν ποτὲ ξένοι (απὸ το σπήλαιόν του), ούτε μέρα, ούτε νύκτα, και ο καθένας έπαιρνε την ωφέλειά του.

Παρ’ ότι ήταν αγράμματος, κατά κόσμον, εν τούτοις αναγίγνωσκε με μεγάλη κατανόηση και τα πιο δύσκολα βιβλία, τόσο που κανένα ρητό της Αγίας Γραφής δεν του διεύφευγε. Ο συγγραφέας της βιογραφίας του Οσίου, π. Ιωάννης Καυσοκαλυβίτης προσθέτει χαρακτηριστικά: “… καθήμενος πολλάκις την νύκτα εφύλαττον (ο συγγραφέας) έξω του κελλίου του… όστις , όταν προσηύχετο, εκ μεν του στόματος αυτού, δεν ηκούετο ουδέ η ελαχίστη φωνή, αλλ’ έσωθεν της καρδίας του ηκούετο φωνή τις μετά στεναγμών άρρητος, θαυμασία, γλυκυτάτη και μελωδική. Και τούτο συνέβαινε καθ΄ όλην την νύκτα, διότι πάντοτε ηγρύπνει και προσηύχετο …”

Ανεχώρησε για τις “άνω μονές” την 12η Απριλίου του 1730. Η μνήμη του Οσίου, που συγκαταλέγεται μεταξὺ των οσίων και θεοφόρων Πατέρων του Αγίου όρους, τιμάται στη Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων απὸ όλους τους Πατέρες, κάθε χρόνο την Κυριακὴ των Μυροφόρων. Το 1927 ο εφημέριος της Γόλιτσας και ο Πρόεδρος της Κοινότητος μετέβησαν στο Άγιο Ὄρος, όπου τους δόθηκε ο δεξιὸς βραχίων του οσίου Ακακίου, καὶ στὶς 23/10 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδὴ στην ιδιαίτερη πατρίδα του.

Σύσσωμος ο λαός του χωριού υποδέχθηκε τον Άγιό του με ιερὴ συγκίνηση καὶ μὲ αισθήματα χαράς και πνευματικής κατάνυξης. Η Κοινότα Γολίτσης Νομού Καρδίτσης, γενέτειρα του οσίου, με Προεδρικό Διατάγμα (ΦΕΚ. 306/1927) μετονομάσθηκε Κοινότητα Αγίου Ακακίου. Ό Όσιος εορτάζεται στην ιδιαίτερή του πατρίδα κάθε χρόνο την Πέμπτη της Διακαινησίμου, επειδὴ η 12η Απριλίου συμπίπτει συνήθως την περίοδο νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Απολυτίκιο: “Θαβωρείου φωτὸς ἐκζητῶν τὴν λαμπρότητα, ἐν τῷ ῎Αθω βιώσας ἀνεπαύσω πληρώτατα· ᾿Ακάκιε, ᾿Αγράφων τέκνον τὸ σεπτόν, ἀγλάϊσμα ὁσίων τὸ φαιδρόν· ὅτι εὐχαῖς σου καὶ ἁγίαις διδαχαῖς Μάρτυρας νέους καὶ ὁσίους ἀθλητὰς ἀνέδειξας. Δόξα τῷ σὲ αὐγάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ δείξαντί σε ἐν παντὶ διδάχον ἔνθεον.”

βιβλιογραφία:

Ν. Χ. Γκάλιος, Όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης

Εὐλογίου Κουρίλα – Λαυριώτου, Ιστορία του Ασκητισμοῦ – Αθωνίται, Τόμος Α´ Θεσσαλονίκη 1929

Γεράσιμος Μοναχὸς Μικραγιαννανίτης· Ακολουθία οσίου Ακακίου. Ευρυτανικὸν Λειμωνάριον.

Ιωνά του Καυσοκαλυβίτου, Βίος καὶ Πολιτεία, ἄσκησις καὶ λαμπροὶ ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ Νέου τοῦ Καυσοκαλυβίτου≫. Χειρόγραφον ὑπ᾿ ἀριθ. 42 εἰς τὴν βιβλιοθήκην τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.

Γ. Μηλίτσης· Ο Οσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης, Β´ εκδ., Τρίκαλα 1986