1.

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΒΙΜΟΡΙΤΣ)

 

Τον βίο της θαυμαστής αυτής όσιας έγραψε ο άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

 

Κάποτε, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ένας ιερομόναχος, ο Γέρων Ζωσιμάς, αποσύρθηκε μέσα στην έρημο πέραν του Ιορδάνου. Οδοιπορούσε επί είκοσι ημέρες, χωρίς να δει ψυχή, όταν, ξαφνικά, μια ανθρώπινη φιγούρα με ζαρωμένο γυμνό σώμα και κατάλευκα σαν χιόνι μαλλιά πέρασε φευγαλέα από μπροστά του κι έγινε άφαντη. Ο Γέροντας έτρεχε ξοπίσω της για αρκετή ώρα, μέχρι που η φιγούρα στάθηκε σε ένα ρυάκι και τον κάλεσε με το όνομά του: «Αββά Ζωσιμά», του είπε, «συγχώρεσέ με χάριν του Κυρίου· δεν μπορώ να εμφανιστώ σε σένα, διότι είμαι μια γυναίκα γυμνή».

 

 

Ο Ζωσιμάς της πέταξε το εξώρασό του κι εκείνη τυλίχτηκε μ’ αυτό και εμφανίστηκε μπροστά του. Στο άκουσμα του ονόματός του, από το στόμα της άγνωστης γυναίκας, ο Γέροντας φοβήθηκε. Ύστερα από παρατεταμένη επιμονή του, η γυναίκα διηγήθηκε την ιστορία της.

 

Γεννήθηκε στην Αίγυπτο και σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών άρχισε να ζει ακόλαστο βίο στην Αλεξάνδρεια επί δεκαεπτά χρόνια ακολουθούσε διεστραμμένο τρόπο ζωής. Η Μαρία, οιστρηλατημένη απ’ το σαρκικό πάθος της πορνείας, ακολούθησε κάποιους νέους και επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Φθάνοντας στην Αγία Πόλη, θέλησε να επισκεφθεί την εκκλησία για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. Όμως μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να εισέλθει στον Ναό της Αναστάσεως. Έντρομη, τότε, στήλωσε το βλέμμα της στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου στον νάρθηκα και προσευχήθηκε θερμά να της επιτραπεί να ασπαστεί τον Τίμιο Σταυρό, ομολογώντας την αμαρτωλότητά της και εμπιστευό­μενη τα βήματά της στην Πανάχραντο Θεοτόκο.

 

Τότε πράγματι, της επετράπη η είσοδος μέσα στην εκκλησία. Αφού προσκύνησε τον Σταυρό, επέστρεψε στον νάρθηκα γονάτισε μπροστά στην εικόνα και ευχαρίστησε θερμά τη Θεοτόκο. Την ίδια στιγμή άκουσε μια φωνή να της λέει: «Εάν περάσεις τον Ιορδάνη, θα βρεις την αληθινή ειρήνη!». Η Μαρία βγήκε και, αφού αγόρασε τρία καρβέλια ψωμί, ξεκίνησε για τον Ιορδάνη ποταμό.

 

Την επομένη μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και πέρασε τον Ιορδάνη πόταμο. Παρέμεινε σαράντα οκτώ χρόνια στην έρημο ολομόναχη, υπομένοντας αγόγγυστα πολλές δοκιμασίες, με ακρότατη άσκηση, «πυκτεύουσα», παλεύοντας με τα άλογα πάθη της και τους εμπαθείς λογισμούς σαν με άγρια θηρία. Τρεφόταν μόνο με αγριόχορτα.

 

Αφού τελείωσε την αφήγησή της, στάθηκε όρθια σε στάση προσευχής· τότε ο Ζωσιμάς την είδε να αιωρείται πάνω από το έδαφος. Η Μαρία τον παρακάλεσε να έλθει ξανά τον επόμενο χρόνο να της φέρει τη Θεία Ευχαριστία· εκεί, στις όχθες του Ιορδάνη, θα ερχόταν να τον συναντήσει για να κοινωνήσει.

 

Πράγματι, ένα χρόνο αργότερα, ο αββάς Ζωσιμάς κατέφθασε με τη Θεία Κοινωνία στις όχθες του Ιορδάνη· ήταν ήδη βράδυ. Έμεινε να αναρωτιέται πώς εκείνη θα διέσχιζε τον Ιορδάνη ποταμό; Τότε, μέσα στο φεγγαρόφωτο διέκρινε τη μορφή της να πλησιάζει το ποτάμι, να κάνει το σημείο του Σταυρού επάνω του και κατόπιν να βαδίζει επάνω στο νερό σαν να ήταν ξηρά! Αφού την κοινώνησε, η οσία τον παρακάλεσε να ξανάρθει μετά από ένα χρόνο στην ίδια εκείνη πηγή όπου συναντήθηκαν την πρώτη φορά.

 

Ο καιρός πέρασε, ο αββάς επέστρεψε σ’ εκείνο το σημείο και ανακάλυψε εκεί το άψυχο σώμα της. Πάνω απ’ το κεφάλι της ήταν γραμμένο στην άμμο: «Αββά Ζωσιμά, θάψε εδώ το σώμα της ταπεινής Μαρίας, απόδος χουν εις χουν. Απεβίωσα την 1η Απριλίου, το ίδιο βράδυ του σωτηρίου μαρτυρίου του Χριστού, αφού κοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων». Από την επιγραφή αυτή πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ο Ζωσιμάς το όνομα της οσίας και ερμήνευσε το άλλο φοβερό θαύμα που είχε συντελεστεί: το γεγονός ότι τον προηγούμενο χρόνο, όταν της μετέδωσε τη Θεία Κοινωνία, εκείνη είχε φθάσει μέσα σε λίγες ώρες το ίδιο βράδυ στο σημείο συνάντησής τους, ενώ εκείνος πεζοπορούσε είκοσι ημέρες για να μεταβεί εκεί. Ο άγιος Ζωσιμάς έθαψε το σώμα της μεγάλης αυτής οσίας, της Μαρίας της Αιγύπτιας. Επιστρέφοντας στο μοναστήρι του, διηγήθηκε όλο τον βίο της και τα θαύματα στα οποία ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς.

 

Έτσι δοξάζει ο Κύριός μας τους μετανοημένους αμαρτωλούς. Η οσία Μαρία μνημονεύεται επίσης την Ε΄ Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η Εκκλησία την έχει ως υπόδειγμα μετανοίας για τους πιστούς, τις ημέρες αυτές της αγίας Νηστείας . Αναπαύθηκε περί το έτος 530.

 

Ύμνος στην οσία Μαρία την Αιγυπτία

 

Η Μαρία, πρότυπο μετανοίας και αυτομεμψίας, έκρυβε τον εαυτό της από το πρόσωπο των ανθρώπων:

 

Οίμοι, εμέ την αμαρτωλή, τη σκοτισμένη από τα πάθη!

 

Θεριά είναι τα πάθη, κατασπαράξουν την καρδιά μας· έρποντας σαν φίδια φωλιάζουν μέσα μας.

 

Οίμοι, εμέ την αμαρτωλή,

 

την καταποθείσα από τα πάθη!

 

Εκουσίως έπαθες, Χριστέ μου,

 

για να σώσεις τους αμαρτωλούς. Μη βδελύξεις εμέ την ακάθαρτη!

 

Εισάκουσε την κραυγή της Μαρίας, Κύριε,

 

της πιο αχρείας αμαρτωλής!

 

Ο Κύριος έδειξε την ευσπλαχνία Του. θεράπευσε τη Μαρία·

 

τη σκοτισμένη ψυχή της Εκείνος σαν χιόνι τη λευκανε. Ευχαριστώ Σε Πανάγαθε, παμπόθητε Κύριε!

 

Συ κατελάμπρυνες ένα σκεύος ακάθαρτο.

 

με χρυσάφι το κατακόσμησες·

 

Συ το υπερχείλισες με την Χάρη Σου.

 

Ιδού το έλεος το αληθινό!

 

Σοι δόξα πρέπει. Κύριε!

 

Η Μαρία διέλαμψε διά του Πνεύματος περισωσμένη δύναμιν, ως άγγελος Θεού. χάρις στη Δύναμή Σου, Χριστέ, χάρις στο Έλεός Σου. Πάναγνε!

 

Τί είναι αυτή η ευωδία που απλώνεται στη φοβερή έρημο,

 

σαν πυρίπνου θυμίαμα σε μυροδοχείο;

 

Η Μαρία ευωδιάζει,

 

η αγιότητα της μυροβλύζει!

 

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Πρόλογος της Αχρίδος» – Απρίλιος, εκδ. Ἀθως)

2.

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Κυριακή Ε΄ τῶν Νηστειῶν Μάρκ. ι΄ 32-45

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Μάρκον, ὁμιλία ΞΕ΄

 

α΄. Ὅταν ἦρθε ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, δὲν ἀνεβαίνει ἀμέσως στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐθαυματούργησε πρῶτα, ἔκλεισε τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, συνομίλησε μὲ τοὺς μαθητάς του· ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἀκτημοσύνης. «Ἄν θέλης νὰ εἶσαι τέλειος, λέει, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου»· καὶ τῆς παρθενίας. «Ὅποιος μπορεῖ νὰ καταναοήση, ἄς κατανοήση»· καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης· «Ἄν δὲν ἀναπλεύσετε τὴ ζωή σας καὶ δὲ γίνετε σὰν παιδιά, δὲ θὰ μπῆτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Συνωμίλησε ἀκόμα κι ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἐδῶ ἀνταμοιβῆς· «Ὅποιος ἄφησε σπίτια ἤ ἀδελφούς, ἤ ἀδελφές, θὰ λάβη τὰ ἑκατονταπλάσια στὴ ζωὴ αὐτή». Καὶ γιὰ τὶς ἀμοιβὲς ἐκεῖ, «Καὶ θὰ κληρονομήσετε ζωὴν αἰώνια». Τότε φέρνει στὴ σκέψη του τέλος τὴν πόλη, καὶ σκοπεύοντας ν’ ἀνεβῆ, ἀναφέρεται πάλι στὸ πάθος του.

Ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ γίνη αὐτό, ἦταν  φυσικὸ νὰ τὸ ξεχνοῦν καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς τὸ θυμίζει ἀδιάκοπα, θέλοντας νὰ συνηθίση τὴν ψυχή τους μὲ τὶς συχνὲς ὑπομνήσεις καὶ νὰ μετριάση τὴ λύπη τους. Μιλεῖ μαζί τους ἰδιαίτερα κατ’ ἀνάγκη· δὲν  ἔπρεπε ὁ λόγος αὐτὸς ν’ ἀνακοινωθῆ μὲ σαφήνεια· κανένα κέρδος δὲν προέκυπτε ἀπ’ αὐτό.  Γιατὶ ἄν αὐτὰ προκαλοῦσαν ταραχὴ στοὺς μαθητὰς ποὺ ἄκουαν, πολὺ περισσότερον θὰ ἐτάραζαν τὸ λαό.  Καλά, καὶ δὲν εἰπώθηκαν καὶ στοὺς πολλούς; θὰ ρωτοῦσε   κανείς. Εἰπώθηκαν ἀλλὰ ὄχι μὲ τὸση σαφήνεια.  Κατεδαφίσετε, εἶπε, αὐτὸν τὸ ναὸ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ὑψώσω πάλι. Κι ἀλλοῦ· Σημάδι ζητεῖ αὐτὴ   ἡ γενιὰ καὶ σημάδι δὲ θὰ τῆς δοθῆ, παρὰ τὸ σημάδι τοῦ Ἰωνᾶ. Καὶ ἄλλη φορά· λίγο ἀκόμα διάστημα θὰ εἶμαι μαζί σας· ἔπειτα θὰ μὲ ζητήσετε καὶ δὲ θὰ μὲ βρῆτε.  Στοὺς μαθητάς του ὅμως δὲ μίλησε ἔτσι. Ὅπως φανέρωσε τὰ ἄλλα πιὸ καθαρὰ, τὸ ἴδιο καὶ τοῦτο. Καὶ ἄν πολλοὶ δὲν κατανοοῦσαν τὸ νόημα τῶν λόγων του, τί χρειαζόταν καὶ νὰ τοὺς μιλᾶ; Γιὰ νὰ νιωσουν ἔπειτα, ὅτι μὲ προηγούμενη γνώση βάδιζε πρὸς τὸ πάθος καὶ μὲ τὴ θέλησή του· ὄχι ἀπὸ ἄγνοια, οὔτε ἀπὸ ἀνάγκη. Στοὺς μαθητάς του δὲν ἔκανε τὴν παραγγελία γι’ αὐτὸ μόνο. Ἀλλὰ  γιὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπα: Νὰ προετοιμαστοῦν μὲ τὴν προσμονὴ καὶ νὰ βαστήξουν εὐκολώτερα τὸ πάθος·  μὴν ἔρθη ἀπροσδόκητο καὶ τοὺς ταράξη ὑπερβολικά. Καὶ γι’ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸ θάνατο μόνο. Κι ὅταν τὸ καλοστοχάστηκαν καὶ ἐξοικειώθησαν μὲ τὴν ἰδέα του, προσθέτει καὶ τὰ ἄλλα· ὅτι θὰ τὸν παραδώσουν στὰ ἔθνη, ὅτι θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τοῦτο ἀκόμα· ὅταν δοῦνε ὅτι πραγματοποιήθηκαν τὰ δυσάρεστα, νὰ ὁδηγηθοῦν ἀπ’ αὐτὰ καὶ στὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔκρυψε τὰ λυπηρά, κι ὅσα θεωροῦνται ντροπή, εὔλογα θὰ γινόταν πιστευτός καὶ τὰ εὐχάριστα. Πρόσεξε καὶ τὴ σοφὴ χρονικὴ οἰκονομία τοῦ πράγματος. Δὲν τοὺς ἐμίλησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ταράξη. Οὕτε πάλι τὴν ὥρα τῆς ἐκτελέσεως, γιὰ νὰ μὴν τοὺς προκαλέση διπλῆ ἀναστάτωση. Τοὺς μίλησε, ὅταν τοὺς εἶχε δώσει ἀρκετὰ δείγματα τῆς δυνάμεώς του·  ὅταν τοὺς ἔδωσε μεγάλες ὑποσχέσεις γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, τότε εἰσάγει καὶ τὸ λόγο γι’ αὐτὰ καὶ μία καὶ δύο καὶ πολλὲς φορὲς, συνδυάζοντάς τον μὲ τὰ θαύματα καὶ τὶς διδαχές του. Ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι φέρνει μάρτυρες, καὶ τοὺς προφῆτες. Ἄλλος ὅτι κι αὐτοὶ ἀκόμα δὲν ἐνοοῦσαν τοὺς λόγους του ἀλλὰ ἔμεναν μυστικοὶ καὶ γι’ αὐτοὺς κι ὅτι θαμπωμένοι τὸν ἀκολουθοῦσαν. Χανόταν λοιπόν, συμπεραίνει, τὸ κέρδος τῆς παραγγελίας. Ἄν δὲν ἐγνώριζαν τὸ περιεχόμενο ὅσων εἶχαν ἀκούσει, δὲν μποροῦσαν καὶ νὰ περιμένουν· κι ἄν δὲν περίμεναν πῶς νὰ προετοιμασθοῦν μὲ τὶς ἐλπίδες; Ἄλλη μεγαλύτερη ἀπορία διατυπώνω ἐγώ·  ἄν δὲν ἐγνώριζαν πῶς ἐλυποῦνταν; Πῶς ἔλεγε ὁ Πέτρος· Σὲ καλό σου, μακριὰ αὐτὸ ἀπὸ σένα; Τί σημαίνει λοιπὸν αὐτὸ; Ἐγνώριζαν ὅτι θὰ πεθάνη κι ἄς μὴ ἤξεραν καθαρὰ τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας. Οὕτε τὴν ἀνάσταση ἐγνώριζαν οὔτε ὅσα ἔμελλε νὰ κατορθώση. Καὶ τοῦτο ἦταν κρυμμένο ἀπ’ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ καὶ λυποῦνταν. Εἶχαν δεῖ μερικοὺς, ποὺ εἶχαν ἀναστηθῆ ἀπὸ ἄλλους. Ποτὲ δὲν εἶδαν ὅμως κάποιον νὰ ἀναστήση τὸν ἑαυτὸ του καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν ξαναπεθάνη πιά. Αὐτὸ δὲν ἦταν κατανοητὸ κι ἄς λεγόταν πολλὲς φορές. Ἀκόμα, δὲν ἐγνώριζαν καθαρὰ τὴν ἴδια τὴν ἔννοια τοῦ θανάτου καὶ τὸν τρόπο, τῆς πραγματοποιήσεώς του. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν θαμπωμένοι. Κι ὄχι μονάχα γι’ αὐτό·  νομίζω ὅτι τοὺς ξάφνιαζε κι ὅλας, καθὼς μιλοῦσε γιὰ τὸ πάθος του.

β΄. Ὡστόσο κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν τοὺς ἔδινε λίγο θάρρος, κι ἄς ἄκουγαν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν ἀνάσταση. Γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θάνατο, τοὺς ἀνησυχοῦσε ὑπεβολικὰ καὶ τοῦτο· ὅτι ἄκουγαν πὼς θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια. Ὅταν ἔφεραν στὸ νοῦ τὰ θαύματα, τοὺς δαιμονισμένους ποὺ ἐλευθέρωσε, τοὺς νεκροὺς ποὺ σήκωσε, ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ θαυματαργοῦσε κι ἔπειτα ἄκουσαν κι αὐτά, ἔνιωθαν ἔκπληξη γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἔπραττε αὐτὰ τὰ θαύματα θὰ πάθαινε αὐτὰ τὰ παθήματα.  Γι’ αὐτό κι ἔπεφταν  σὲ ἀπότοματα. Τώρα ἐπίστευσαν κι ἔπειτα δὲν δυσπιστοῦσαν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν τοὺς λόγους. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀντιλήφθηκαν καθαρὰ τὸ λόγο, ὥστε ἀμέσως τὸ ἐπλησίασαν οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ μίλησαν γιὰ τὴν πρωτοκαθεδρία· Θέλομε, λέει, νὰ καθίσωμε ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ  κι ὁ ἄλλος ἀριστερά σου. Πῶς λοιπὸν αὐτὸς ὁ Εὐγγελιστὴς λέει ὅτι ἐπλησίασε ἡ μετέρα; Καὶ τὰ δύο εἶναι πιθανά. Πῆραν τὴ μητέρα τους, γιὰ νὰ κάμουν τὴν παράκληση τους πιὸ ἀποτελεσματικὴ κι ἔτσι νὰ κάμψουν τὸ Χριστό. Ὅτι εἶναι ἀληθινὸ τοῦτο ποὺ εἶπα -ἦταν δική τους ἡ αἴτηση κι ἀπὸ ντροπὴ πορβάλουν τὴ μήτερα- προσέξετε πῶς ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει σ’ αὐτοὺς τὸ λόγο.

Ἄς δοῦμε καλύτερα τί ζητοῦν πρῶτα, καὶ μὲ ποιό σκοπό, καὶ πῶς  ἦρθαν στὴ σκέψη αὐτή. Πῶς ἦρθαν στὴ σκέψη αὐτή; Ἔβλεπαν νὰ δέχωνται τιμὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς γεννήθηκε ἡ ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐπιτύχουν καὶ τὴν αἴτησή τους αὐτή. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητοῦν; Ἄκουσε κάποιον ἅλλον εὐαγγελιστὴ ποὺ τὸ ἀποκαλύπτει φανερά. Βρίσκονταν κοντὰ στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἐνόμιζαν ὅτι ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ θὰ φανερωνόταν ἡ βασιλεία, γι’ αὐτὸ τὴ ζητοῦσαν. Νόμιζαν ὅτι αὐτὴ ἦταν πολὺ κοντὰ κι ὅτι ἀπὸ τὴ φύση της ὑλικὴ κι ὅταν ἀπολάμβαναν αὐτὰ ποὺ  ζητοῦσαν, δὲ θὰ δοκίμαζαν κανένα λυπηρό. Γιατὶ δὲν τὴ ζητοῦσαν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της ἀλλὰ καὶ ν’ ἀποφύγουν δυσκολίες. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπομακρύνει πρῶτα ἀπ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις, συνιστῶντας τους νὰ περιμένον σφαγὲς καὶ κινδύνους καὶ τὰ ἔσχατα δεινά. Μπορεῖτε, τοὺς λέει, νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι πού πίνω; Κανένας ὡστόσο ἄς μὴ σκανδαλιστῆ γιὰ τὴν ἀτέλεια τῶν ἀποστόλων. Δὲν εἶχε ἀκόμα συντελεσθῆ ἡ σταύρωση, οὔτε ἦταν δοσμένη ἡ χάρη. Κι ἄν θέλης νὰ μάθης τὴν ἀρετή τους, σπούδασέ τους ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτὰ καὶ θὰ τοὺς εὔρης ἀνώτερους ἀπὸ κάθε πάθος. Γι’ αὐτὸ φανερώνει τὰ ἐλαττώματά τους γιὰ νὰ καταλάβης τὴν ἀλλαγὴ ποὺ δέχτηκαν ἀπὸ τὴ χάρη. Ὅτι δὲ ζητοῦσαν τίποτα πνευματικό, οὔτε κι εἶχαν κάποια ἰδέα γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι φανερό τοῦτο. Ἄς δοῦμε ὅμως καὶ πῶς πλησιάζουν καὶ τί λένε. Θέλομε, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ μᾶς παραχωρήσης ὅ,τι σοῦ ζητήσωμε. Κι ὁ Χριστὸς τούς ρωτάει, Τί θέλετε; Ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάση ν’ ἀποκριθοῦν καὶ νὰ ἀποκαλύψη τὴν πληγὴ καὶ ἔτσι νὰ βάλη ἐπάνω τὸ  φάρμακο. Κι αὐτοὶ κατακόκκινοι ἀπὸ τὴν ντροπή, γιατὶ τοὺς ἐκινοῦσε ἀνθρώπινο πάθος, τὸν πῆραν ξεχωριστά, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν παρακάλεσαν. Γιατὶ λέει ὅτι προχώρησαν, ὥστε νὰ μὴ γίνη τὸ πρᾶγμα ὁλοφάνερο στοὺς μαθητὰς κι ἔτσι εἶπαν ὅ,τι ἐπιθυμοῦσαν. Καὶ ἐπειδὴ ἄκουαν, Θὰ καθίσετε σὲ δώδεκα θρόνους, ἐπιθυμοῦσαν κατὰ τὴ γνώμη μου τὸ πρωτεῖο τῆς συμπαρακαθήσεως αὐτῆς. Ἤξεραν ὅτι εἶχαν τὴν προτίμηση ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Φοβοῦνται ὅμως τὸν Πέτρο καὶ λένε· Πὲς νὰ καθίση ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος ἀριστερά σου. Τὸν βιάζουν λέγοντας, Πές.  Κι ἐκεῖνος κάνοντας γνωστό, ὅτε δὲν ζητοῦσαν τίποτα πνευματικό, οὔτε θὰ τολμοῦσαν νὰ ζητήσουν τόσο μεγάλο πρᾶγμα, ἄν ἤξεραν   τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ζητοῦσαν, τοὺς λέει· Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Πόσο μεγάλο, πόσο ὑπέροχο, πόσο ἀνώτερο κι ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Προσθέτει ἔπειτα·  Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι ποὺ εἶναι νὰ πιῶ καὶ νὰ δεχτῆτε τὸ βάφτισμα, ποὺ θὰ δεχτῶ; Βλέπετε πῶς τοὺς ἀπομακρύνει ἀμέσως ἀπὸ τὴ σκέψη τους, μιλῶντας ἀπὸ τὰ ἀντίθετα; Μοῦ κάμετε λόγο γιὰ τιμὲς καὶ στεφάνωμα, τοὺς λέει. Σᾶς μιλῶ ἐγὼ γιὰ ἀγῶνες κι ἱδρῶτες. Αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ ὥρα τῶν ἐπάλθων οὔτε θὰ φανερωθῆ τώρα ἐκείνη ἡ δόξα μου· τὸ παρὸν εἶναι σφαγὲ καὶ πόλεμοι καὶ κίνδυνοι. Προσέξετε ἀκόμα πῶς μὲ τὸν τρόπο τῆς ἐρωτήσεως καὶ τοὺς παρακινεῖ καὶ τοὺς  ἐλκύει.  Δὲν τοὺς εἶπε, Μπορεῖταε νὰ ὑπομείνετε τὴ σφαγή; Μπορεῖτε νὰ χύσετε τὸ αἷμα σας; Τοὺς εἶπε·  Μπρεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι; Κι ἔπειτα ἐλκύοντας τους· ποὺ εἶναι νὰ πιῶ. Γιὰ νὰ γίνουν πιὸ πρόθυμοι μὲ τὸ συνδεσμό τους μ’ ἐκεῖνον.  Κι ἀποκαλεῖ τὸ πάθος του βάπτισμα, δείχνοντας ὅτι θὰ προκύψη μεγάλος καθαρμὸς στὴν οἰκουμένη ἀπ’ αὐτό. Μποροῦμε, τοῦ ἀπάντησαν, περιμένοντας ν’ ἀκούσουν τὸ ναὶ στὴν αἴτησή τους. Κι ἐκεῖνος·  Τὸ ποτήρι νὰ τὸ πιῆτε καὶ νὰ δεχτῆτε τὸ βάπτισμα ποὺ θὰ δεχτῶ. Τοὺς προφητεύει μεγάλα ἀγαθά, ὅτι θ’ ἀξιωθοῦν τὸ μαρτύριο καὶ θὰ πάθουν ὅ,τι κι αὐτός·  θὰ τελειώσετε τὴ ζωή σας μὲ βίαιο θάνατο, θὰ εἶστε σ’ αὐτὰ συμμέτοχοί   μου. Νὰ καθίσετε ὅμως δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου, δὲν εἶναι δικαίωμά μου νὰ σᾶς τὸ παραχωρήσω. Τὸ δίνει ὁ Πατέρας σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅποιους τὸ ἑτοίμασε.

γ΄. Ἀφοῦ ἐτόνωσε τὶς ψυχές τους καὶ τὶς ἀνέβασε ψηλότερα καὶ τὶς ἐξασφάλισε ἀπὸ τὴ λύπη, τότε διορθώνει τὴν αἴτησή τους. Ἀλλὰ τί σημαίνει ὁ τωρινός λόγος; Δύο πράγματα ζητοῦν οἱ πολλοί·  ἄν ἔχη ἑτοιμαστῆ γιὰ μερικοὺς ἡ παρακάθιση στὰ δεξιὰ του καὶ δεύτερο ἄν ὁ Κύριος τῶν ὅλων δὲν εἶναι Κύρος νὰ κάμη παραχώρηση σἐ  ἐκείνους, γιὰ ὅσους ἔγιεν ἡ προετοιμασία. Τί σημαίνει λοιπόν ὁ λόγος; Ἄν ἀπαντήσωμε στὸ πρῶτο, θ’ ἀοσαφηνισθῆ καὶ τὸ δεύτερο. Τὸ πρῶτο λοιπὸν σημαίνει ὅτι κανένας δὲ θὰ καθίση δεξιὰ κι ἀριστερά του. Εἶναι γιὰ ὅλους ἀπλησίαστος ὁ θρόνος αὐτός. Δὲ λέγω γιὰ τούς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀποστόλους μονάχα ἀλλἀ καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Παῦλος τὸ  θεωρεῖ σὰν ἐξαιρετικὴ τιμὴ πρὸς τὸ Μονογενῆ ὅταν λέη·  Σὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἶπε ποτέ, κάθισε στὰ δεξιά μου; Ἀκόμα καὶ στοὺς ἀγγέλους λέει· Αὐτὸς ποὺ κάμει τοὺς ἀγγέλους του πνεύματα. Ἐνῶ στὸ γιό του, Θρόνος σου, ὁ Θεός.  Πῶς λέει λοιπόν, Δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς δώσω τὴν παρακάθηση στὰ δεξιὰ καὶ στ’ ἀριστερά μου; Ἐπειδὴ ἦσαν μεγάλα πρόσωπα αὐτοὶ ποὺ θὰ κάθονταν; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ ἀποκρίθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη αὐτῶν ποὺ ρωτοῦσαν, συγκατεβαίνοντας στὸ διανοητικό τους ἐπίπεδο. Γιατὶ δὲν εἶχαν ἰδέα ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ ἐκεῖνο θρόνο καὶ τὸ κάθισμα στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ ἀγνοοῦσαν καὶ τὰ πολὺ χαμηλὰ ἀπ’ αὐτά, ποὺ τὰ εἶχαν καθημερινὰ στ’ αὐτιά τους. Ἕνα ζήτοῦσαν   μόνο, ν’ ἀπολαύσουν τὰ πρωτεῖα καὶ νὰ σταθοῦν μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴν ὑπάρχη κοντινώτερος σ’ ἐκεῖνον ἀπ’ αὐτούς.  Αὐτὸ εἶπα καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο·  ἄκουσαν δώδεκα θρόνους καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴ σημασία τοῦ λόγου, ἐπιδίωξαν τὸ προκάθισμα. Ἰδοὺ τὸ νόημαα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Θὰ βρῆτε θάνατο γιὰ μένα, καὶ θὰ θυσιαστῆτε γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ θὰ γίνετε μέτοχοι στὸ πάθος μου. Δὲν φτάνει ὅμως αὐτὸ νὰ σᾶς δώση τὴν ἀπόλαυση τοῦ προκαθίσματος καὶ τὴν κατοχὴ τῆς πρώτης θέσης. Ἄν καποιος ἔρθη μὲ τὸ εὔσημο τοῦ μαρτυρίου κι ἔχοντας περισσότερες ἀρετὲς ἀπὸ σᾶς, μπορεῖ νὰ σᾶς ἀγαπῶ τώρα καὶ νὰ σᾶς προτιμῶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, δὲ θὰ παραμερίσω ὅμως ἐκεῖνον ποὺ τὸν διαλαλοῦν τὰ ἔργα του, γιὰ νὰ δώσω τὰ πρωτεῖα σὲ σᾶς.  Δὲν τοὺς μίλησε ἔτσι ὡστόσο, γιὰ νᾶ μῆν τοὺς λυπήση. Μ’ αἰνιγματικὴ ὅμως ἔκφραση ὑπονοεῖ λέγοντας τὸ ἴδιο. Θὰ πιῆτε τὸ δικὸ μου ποτήρι, καὶ θὰ δεχτῆτε τὸ βάπτισμα ποὺ δέχομαι. Νὰ καθίσετε ὅμως δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς τὸ δώσω, μὰ σ’ ὅποιους ἔχει ἑτομαστῆ. Καὶ γιὰ ποιούς ἑτοιμάστηκε;  Γι’ αὐτοὺς ποὺ μποροῦν νὰ λάμψουν μὲ τὰ ἔργα τους. Γι’  αὐτὸ δὲν εἶπε, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ τὸ δώσω ἀλλὰ στὸν Πατέρα μου, γιὰ νὰ πῆ κανένας ὅτι δὲν ἔχει τὴν δύναμη μὴν πῆ τὴν ἱκανότητα τῆς ἀντίδοσης. Εἶπε μόνο, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα ἀλλὰ σ’ ὅσους ἑτοιμάστηκε. Γιὰ νὰ γίνη σαφέστερο ὅ,τι λέω, ἄς τὸ ἐφαρμόσωμε σ’ ἕνα παράδειγμα. Ἄς ὑποθέσωμε πὼς ὑπάρχει ἕνας ἀγωνοθέτης κι ἔπειτα ὅτι συμμετέχουν σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα πολλοὶ ἄριστοι ἀθληταί. Δύο ἀπ’ αὐτοὺς, πολὺ γνωστοὶ στὸν ἀγωνοθέτη, ἔρχονται καὶ τοῦ λένε μὲ τὸ θάρρος τῆς φιλίας τους.  Κάμε νὰ στεφανωθοῦμε καὶ ν’ ἀνακηρυχθοῦμε ἐμεῖς νικηταί. Κι ἐκεῖνος τοὺς λέει· Δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς δώσω αὐτὸ τὸ δῶρο, ἀλλὰ σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅσους ἑτοιμάστηκε ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τὸν ἱδρῶτα.  Θὰ τοῦ καταλογίσουμε τάχα ἀδυναμία; Καθόλου βέβαια. Θὰ παραδεχτοῦμε τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀπροσωποληψία του.  Θὰ λέγαμε λοιπὸν πὼς ἐκεῖνος δὲ δίνει, ὄχι ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲ θέλει νὰ καταπατήση τοὺς κανόνες τῶν ἀγώνων οὔτε νὰ ταράξη τὴν τάξη τοῦ δικαίου. Ἔτσι θὰ ἔλεγα ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἔχει πεῖ, τὸ ἴδιο κατευθύνοντάς τους ἀπὸ παντοῦ νὰ ἔχουν, ἔπειτα ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς προκοπῆς τους στηριγμένη στὴν ἐπίδειξη τῶν δικῶν τους κατορθωμάτων. Γι’ αὐτὸ λέει· γιὰ ὅσους ἔχει ἑτοιμαστεῖ. Σὰ νὰ τοὺς λέει·  ἄν φανοῦν ἄλλοι καλύτεροί σας; Κι ἄν ἐπιτύχουν ἔργα ἀνώτερα; Μήπως ἐπειδὴ γίνατε μαθηταί μου, γι’ αὐτὸ καὶ θ’ ἀπολαύσετε τὰ πρωτεῖα, χωρὶς νὰ φανῆτε ἄξιοι τῆς ἐκλογῆς μου; Ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος τῶν ὅλων, φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁλόκληρη ἡ κρίση εἶναι ἔργο του Ἔτσι λέει στὸν Πέτρο. Ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῶν οὐρανῶν. Κι ὁ Παῦλος τὸ ἴδιο λέει·  Μοῦ ἀπομένει ὁ στέφανος τῆς δικαιοσύνης, ποὺ θὰ μοῦ τὸν δώση ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος κριτής, τὴν ἡμέρα ἐκείνη.  Κι ὄχι σ’ ἐμένα μονάχα, ἀλλὰ σ’ ὅλους ποὺ ἐπιθύμησαν τὴν ἐπιφάνειά του. Κι ἔχει γίνει ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ.  Κι εἶναι σ’ ὅλους φανερὸ ὅτι κανένας δὲ θὰ σταθῆ πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν Παῦλο. Μὴν ἀπορήσης ἄν ἐκφράστηκε γι’ αὐτὰ μὲ κάποια ἀσάφεια. Οἰκονομοῦσε τὴν ἀποτροπὴ τους ἀπὸ τὸ νὰ τὸν ἐνοχλοῦν ἀνώφελα γιὰ πρωτεῖα. Ἦταν ἀνθρώπινο τὸ πάθος τους καὶ δὲν ἤθελε συνάμα νὰ τοὺς λυπήση· τὰ πετυχαίνει μὲ τὴν ἀσάφεια καὶ τὰ δύο. Τότε ἀγανάκτησαν οἱ δέκα γιὰ τοὺς δύο. Πότε τότε; Ὅταν τοὺς ἔκαμε τὴν ἐπιτίμηση. Ὥσπου ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε βγάλει ἀπόφαση, δὲν ἀγανακτοῦσαν. Ἔβλεπαν τὴ προτίμηση σ’ αὐτούς, τὴ δέχονταν ὅμως καὶ σιωποῦσαν, ἐπειδὴ ἐσέβονταν καὶ τιμοῦσαν τὸ Δάσκαλο. Κι ἄν ἐδοκίμαζαν μέσα τους κάποια λύπη, δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ τὴ φανερώσουν. Κάτι ἀνθρώπινο εἶχαν πάθε καὶ μὲ τὸ Πέτρο, ὅταν ἔδωσε τὰ δίδραχμα, ἀλλὰ δὲ θύμωσαν· ρώτησαν μόνο. Ποιός εἶναι λοιπὸν μεγαλύτερος; Ἐδῶ ὅμως θύμωσαν, ἐπειδὴ ἡ αἴτησή  ἔγινε ἀπὸ τοὺς μαθητάς. Μὰ κι ἐδῶ πάλι δὲν ἀγανακτοῦν ἀμέσως, μόλις τὸ ἐζήτησαν, ἀλλὰ ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς ἐπιτίμησε καὶ τοὺς εἶπε ὅτι δὲ θἀ ἀπολαύσουν τὰ πρωτεῖα, ἄν δὲν κάμουν τὸν ἑαυτό τους ἄξιο γι’ αὐτό.

δ΄. Εἶδες τὴν ἀτέλεια ὅλων; Κι αὐτῶν ποὺ ξεσηκώνονταν ἐναντίον τῶν δέκα κι ἐκείνων ποὺ φθονοῦσαν τοὺς δύο. Δεῖξε μού τους ὅμως ἔπειτα, ὅπως εἶπα καὶ θὰ τοὺς δῆς ἐλεύθερους ἀπὸ τὰ πάθη αὐτά. Ἄκουσε λοιπὸν πῶς ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, αὐτὸς ποὺ τώρα ἦρθε γιὰ τὰ πρωτεῖα, ὑποχωρεῖ παντοῦ μπροστὰ τὸν Πέτρο, ὅταν μιλᾶ καὶ θαυματουργεῖ μέσα στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Δὲν κρύβει τὰ κατορθώματά του οὔτε ἀποσιωπᾶ τὴν ἀπολογία του, ποὺ ἔκαμε ἐνῶ ὅλοι σιωποῦσαν καὶ τὴν εἴσοδό του στὸν τάφο καὶ θέτει τὸν Πέτρο μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδὴ ἔμειναν κι οἱ δύο κοντά του τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως μετριάζοντας τὸν αὐτοέπαινό του λέει, ὅτι Ἦταν γνώριμος στὸν ἱερέα ἐκεῖνος ὁ μαθητής. Ὁ Ἰάκωβος πάλι δὲν ἔζησε πολὺ ἔπειτα. Ἀπὸ τὴν ἄρχὴ ἔνιωσε τόση φλόγα μέσα του καὶ παραιτῶντας ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἀνέβηκε σὲ ὕψος ἀπερίγραπτο, ὥστε νὰ θυσιαστῆ ἀμέσως. Ἔτσι μὲ ὅλες τὶς πράξεις τους ἔφτασαν ἀργότερα στὸ ἄκρο τῆς τελειότητας. Τότε ὅμως εἶχαν ἀγανακτήσει.  Καὶ ὁ Χριστός; Ἀφοῦ τοὺς κάλεσε κοντά το τοὺς λέει·  θὰ τοὺς ἐξουσιάσουν οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν. Ἐπειδὴ ἐτρόμαξαν καὶ ταράχτηκαν, τοὺς καταπαραΰνει πρὶν ἀπὸ τὸ λόγο μὲ τὴν πρόσκληση καὶ μὲ τὴν προσέλκυσή τους κοντά του. Γιατὶ οἱ δύο, ἀφοῦ ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν δώδεκα, στέκοντα πιὸ κοντά του καὶ τοῦ μιλοῦσαν σὰν ἴσοι.  Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς φέρνει κοντά του μ’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ γιὰ νὰ διακωμωδήση τὸ ζήτημά του καὶ νὰ τὸ ξεσκεπάση στοὺς ἄλλους, διασκεδάζοντας τὸ πάθος κι αὐτῶν κι ἐκείνων. Καὶ δὲν τὸ μετριάζει τώρα ὅπως πρῶτα. Πρῶτα παρουσιάζει μικρὰ παιδιὰ καὶ τοὺς προτρέπει νὰ μιμηθοῦν τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπεινωσύνη τους. Ἐδῶ τοὺς προτρέπειι ἀπὸ τὸ ἀντίθετο ἐντονώτερα· οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν θὰ τοὺς ἐξουσιάσουν καὶ οἱ μεγάλοι θὰ τοὺς ὑποδουλώσουν. Δὲ θὰ γίνη ὅμως ἔτσι σ’ ἐμᾶς· ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεγάλος ἀνάμεσά μας, αὐτὸς θὰ εἶναι ὑπηρέτης ὅλων. Κι ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, ἄς εἶναι ὁ πιὸ τελευταῖος ἀπὸ ὅλους. Δείχνει πὼς ὁ ἔρωτας τῶν πρωτείων εἶναι γνώρισμα τῶν ἐθνικῶν.  Γιατὶ τὸ πάθος εἶναι τυραννικὸ καὶ συνεχῶς ἐνοχλεῖ ἀκόμα καὶ μεγάλους ἄνδρες. Γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζεται ἐντονώτερη καταδίκη καὶ τοὺς ἀγγίζει κι ἐκείνους βαθύτερα παρουσιάζοντας ἄρρωστη τὴν ψυχή τους μὲ τὴν παράθεση τῶν ἐθνῶν. Μετριάζει ἔτσι ἐκείνων τὸ φθόνο κι αὐτῶν τὴν παραφροσύνη, σχεδὸν λέγοντάς τους. Μὴν ἀγανακτῆτε, γιατὶ τάχα σᾶς ἔχουν προσβάλει. Τὸν ἑαυτὸ τους πιὸ πολύ βλάπτουν κι ἐξευτελίζουν ὅσοι ζητοῦν ἔτσι τὰ πρωτεῖα· βρίσκονται στὴν ἔσχατη θέση. Δὲ γίνεται σ’ ἐμᾶς ὅ,τι στοὺς ἔξω. Οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν τοὺς ἐξουσιάζουν. Στὸ δικό μου βασίλειο, πρῶτος γίνεται ὁ τελευταῖος. Ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι λόγος ἁπλός, δέξου τὴν ἀπόδειξη ἀπὸ ὅσα πράττω κι ὅσα παθαίνω. Ἐγὼ ἔκαμα καὶ κάτι περισσότερο. Ἄν καὶ ἤμουν βασιλιὰς τῶν δυνάμεων τοῦ οὐρανοῦ, θέλησα νὰ γίνω ἄνθρωπος καὶ καταδέχτηκα νὰ περιφρονηθῶ καὶ νὰ ἐξευτελιστῶ. Μὰ δὲν περιωρίστηκα σ’ αὐτά· ἔφτασα ὡς τὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ λέει· Καθὼς ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε νὰ ὑπηρετηθῆ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ δώση τὴν ψυχή του ἐξαγορά πολλῶν. Καὶ δὲ σταμάτησα λέει ὡς ἐδῶ·  ἀλλὰ ἔδωσα ἐξαγορὰ λυτρώσεως τὴν ψυχή μου. Καὶ λύτρωση ποιῶν; Τῶν ἐχθρῶν μου. Σὺ ἄν ταπεινωθῆς, τὸ κάμεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου· ἐγὼ ὅμως γιὰ σένα. Μὴ φοβηθῆς λοιπόν, γιατὶ τάχα μειώνεται ἡ ἀξία σου. Ὅσο κι ἄν ταπεινωθῆς, δὲν μπορεῖς νὰ κατεβῆς τόσο, ὅσο ὁ Κύριός σου. Ἡ κατάβαση ὅμως ἐγινε ἀνάβαση ὅλων κι ἔκαμε νὰ λάμψη ἡ δόξα του. Προτοῦ γίνη ἄνθρωπος, ἦταν γνωστὸς στοὺς ἀγγέλους μόνο. Ὅταν ὅμως ἔγινε ἀνθρωπος τὴ δόξα δὲν ἐλάττωσε ἀλλὰ πῆρε κι ἄλλη, τοῦ γνωρισμοῦ του μὲ τὴν οἰκουμένη. Μὴ φοβηθῆς λοιπὸν ὅτι  μειώνεται ἡ ἀξία σου, ἄν ταπεινωθῆς. Ἀντίθετα ἔτσι αὐξάνεται ἡ δόξα σου· ἔτσι γίνεται μεγαλύτερη. Αὐτὴ εἶναι ἡ πύλη τῆς Βασιλείας. Ἄς μὴν ἀκολουθήσωμε τὸν ἀντίθετο δρόμο κι ἄς μὴν πολεμοῦμε τὸν ἑαυτὸ μας. Ἅν ἐπιθυμήσωμε νὰ φανοῦμε μεγάλοι, δὲ θὰ γίνουμε μεγάλοι ἀλλὰ πιὸ ἀνάξιοι ἀπ’ ὅλους. Εἶδες πῶς τοὺς παρακινεῖ μὲ τὰ ἀντίθετα παραδείγματα, δίδοντάς τους ὅ,τι ἐπιθυμοῦν; Στὰ προηγούμενα τὸ ἐδείξαμε ἀναλυτικά. Ἔτσι ἔκαμε καὶ στὴ περίπτωση τῶν φιλοχρήματων καὶ τῶν κενόδοξων. Γιὰ ποιὸ λόγο, ρωτάει ἐλεεῖς μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους; Γιὰ νὰ κερδίσης δόξα; Μὴν κάμης ἔτσι λοιπὸν καὶ θὰ κερδίσης δόξα ἐξάπαντος. Γιὰ ποιό λόγο μαζεύεις θησαυρούς; Γιὰ νὰ πλουτήσης.  Μὴ μαζέψης θησαυροὺς καὶ θὰ πλουτήσης. Ἔτσι καὶ ἐδῶ. Γιὰ ποιὸ λόγο ἐπιθυμεῖς πρωτεῖα; Γιὰ νὰ πηγαίνης μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Διάλεξε λοιπὸν τὴν τελευταία θέση καὶ τότε θ’ ἀπολαύσης τὰ πρωτεῖα. Ἄν θέλης λοιπὸν νὰ γίνης μεγάλος μὴν ἐπιδιώκης νὰ γίνης μεγάλος καὶ τότε θὰ γίνης μεγάλος. Ἐκεῖνο σὲ κάνει μικρό.

ε΄. Βλέπεις πῶς τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ νόσημά τους; Μὲ τὸ νὰ τοὺς δείξη ὅτι κι ἀπὸ κεῖνο ξεπέφτουν καὶ μὲ τοῦτο πετυχαίνουν. Γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὸ ἕνα καὶ νὰ ἐπιδιώξουν τὸ ἄλλο. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἐθύμισε καὶ τὰ ἔθνη· γιὰ νὰ παρουσιάση τὸ πρᾶγμα κι ἀπ’ αὐτὴν τὴν πλευρὰ αἰσχρὸ καὶ σιχαμερό. Γιατὶ ὁ ὑπερήφανος εἶναι ἀνάγκη νὰ ταπεινώνεται καὶ ἀντίθετα ὁ ταπεινὸς νὰ ὑψωθῆ. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὕψος τὸ ἀληθινὸ καὶ γνήσιο, ποὺ δὲ βρίσκεται μόνο στὸ ὄνομα καὶ τὴν προσωνυμία. Καὶ τὸ ἐξωτερικὸ εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνάγκης καὶ φόβου, τοῦτο ὅμως ἁρμόζει στὸ Θεό. Τοῦτος ὁ ἄνθρωπος μένει ἀνώτερος κι ἄς μὴν τὸν θαυμάζη κανένας, ὅπως κι ἐκεῖνος πάλι εἶναι ἀπ’ ὅλους πιὸ ἀνάξιος κι ἄς τὸν ὑπηρετοῦν ὅλοι. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀναγκαστικὴ τιμὴ γι’  αὐτὸ κι εὔκολα διαρρέει·  ἡ ἄλλη ὅμως ἐλεύθερη, γι’ αὐτὸ καὶ παραμένει σταθερή. Ἐξ ἄλλου καὶ τοὺς ἁγίους τοὺς θαυμάζομε γι’ αὐτό·  ἐπειδὴ ταπείνωναν τὸν ἑαυτό τους περισσότερο ἀπ’ τὸν καθένα, ἐνῶ ἦσαν ἀνώτεροι ἀπὸ ὅλους. Γι’ αὐτὸ κι ὡς σήμερα μένουν στὸ ψηλό τους βάθρο καὶ μήτε ὁ θάντατος δὲν τὸ χαμήλωσε. Ἄν θέλης ἄς ἐξετάσωμε τὸ  ἴδιο πρᾶγμα καὶ μὲ συλλογισμούς. Λέμε κάποιον πὼς εἶναι ψηλὸς ἤ γιὰ τὸ ὕψος τοῦ σώματός του ἤ ὅταν τύχη νὰ στέκεται σὲ ψηλὸ τόπο. Ὅμοια καὶ ὁ ταπεινὸς ἀπὸ τὰ ἀντίθετα. Ἄς   δοῦμε λοιπὸν ποιός ἔχει αὐτὴν τὴν ἰδιότητα·  ὁ ἀλαζόνας ἤ ὁ μετριοπαθής. Γιὰ νὰ δῆς ὅτι τίποτα δὲν εἶναι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τίποτα πιὸ χαμηλὸ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία. Ὁ ἀλαζόνας θέλει νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους καὶ τίποτα δὲ νομίζει πὼς τοῦ εἶναι ἄξιο·  ὅση κι ἄν τοῦ προσφερθῆ τιμή, ἐπιθυμεῖ περισσότερη κι ἐπιδιώκει. Νομίζει πὼς τίποτα δὲν τοῦ προσφέρθηκε, περιφρονεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν τιμή τους ὡστόσο ἀποζητᾶ. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀνοησία. Μοιάζει μὲ αἴνιγμα·  αὐτοὺς ποὺ γιὰ μηδὲν τοὺς λογαριάζει, ἀπ’ αὐτοὺς θέλει νὰ δοξάζεται. Εἶδες πῶς ὅποιος θέλει  νὰ ἐπαρθῆ καὶ νὰ ψηλώση πέφτει καὶ μένει στὰ χαμηλά; Δογματίζει ὅτι θεωρεῖ μηδενικὰ τοὺς ἄλλους σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό του·  κι αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Γιατί λοιπὸν καταφεύγεις στὸ μηδενικό; Γιατὶ ζητᾶς ἀπὸ κεῖνον τιμή; Γιατὶ σέρνεις μαζί σου τόσο πλῆθος; Βλέπετε τὸν ταπεινὸ στὴν ταπεινὴ του θέση; Ἄς στρέψωμε σ’ αὐτὸν τὴν προσοχή μας. Γνωρίζει αὐτὸς τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἐλάχιστος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ ὅποια τιμὴ κι ἄν τοῦ κάνουν τὴ θεωρεῖ σημαντική. Ὥστε αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὸν ἑαυτὸ του, μένει ὑψηλὸς καὶ δὲ μεταβάλλει τὴν ἀπόφασή του. Ὅποιος δηλαδὴ θεωρεῖ τοὺς ἄλλους μεγάλους, μεγάλες θεωρεῖ καὶ τὶς τιμὲς ἀπ’ αὐτοὺς , ἀκόμα κι ἄν εἶναι μικρές, ἐπειδὴ αὐτοὺς  τοὺς θεωρεῖ μεγάλους. Ὁ ἀλαζόνας ὅμως θεωρεῖ μηδενικὰ ὅσους τὸν τιμοῦν, ἐνῶ τὶς τιμὲς ἀπ’ αὐτοὺς τὶς χαρακτηρίζει μεγάλες. Ἀκόμα, ὁ ταπεινὸς  δὲν εἶναι αἰχμάλωτος κανενὸς πάθους·  δὲν μπορεῖ νὰ τον πειράξη ἡ ὀργή, οὔτε ὁ ἔρωτας τῆς δόξας, οὔτε ὁ φθόνος, οὔτε ἡ ζήλεια. Ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπὸ  ψυχὴ ἀπαλλαγμένη ἀπ’ αὐτά; Ὁ ἀλαζόνας ὅμως ἐξουσιάζεται ἀπὸ ὅλα αὐτά, σὰν τὸ σκουλήκι ποὺ κυλιέται στὸ βόρβορο, γιατὶ κι ἡ ζήλεια κι ὁ φθόνος κι ὁ θυμὸς βασανίζουν ἀδιάκοπα τὴν ψυχή του . Ποιός εἶναι λοιπὸν ὑψηλός;  ὁ νικητὴς τῶν παθῶν ἤ ὁ δοῦλος τους; Αὐτὸς ποὺ τρέμει ἐξ αἰτίας τους καὶ φοβᾶται ἤ αὐτὸς ποὺ δὲν ὑποτάζεται οὔτε αἰχμαλωτίζεται ἀπ’ αὐτά; Ποιό πουλὶ θὰ ποῦμε ὅτι πετᾶ ψηλότερα;  Αὐτὸ ποὺ εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ καλάμια τοῦ κυνηγοῦ ἤ ἐκεῖνο ποὺ μήτε καλάμι δὲν ἀφίνει τὸν κυνηγό του νὰ χρησιμοποιήση, ἐπειδὴ χαμοπετᾶ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ψηλώση; Τέτοιος εἶναι ὁ ὑπερήφανος· ἕρπει στὸ χῶμα καὶ τὸν πιάνει εὔκολα κάθε παγίδα.

στ΄. Ἄν θέλης κοίταξε τὸ πρᾶγμα κι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πονηροῦ ἐκείνου δαίμονα. Τὶ πιὸ ταπεινὸ ἀπὸ τὸ διάβολο, ἀπὸ τότε ποὺ ψήλωσε τὸν ἑαυτό του, καὶ πιὸ ψηλὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θέλει νὰ ταπεινώση τὸν ἑαυτό του;  Ἐκεῖνος σέρνεται χάμω κι εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ φτέρνα μας –πατεῖτε, ὁρίζει, πάνω στὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιούς. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει θέση ψηλὰ μὲ τοὺς  ἀγγέλους. Ἄν θέλης αὐτὸ νὰ τὸ διαπιστώσης κι ἀπὸ ὑπερήφανους ἀνθρώπους, σκέψου ἐκεῖνο τὸ βάρβαρο ποὺ ὁδηγεῖ τόσο στρατὸ καὶ δὲ γνωρίζει μήτε ὅσα εἶναι σ’ ὅλους γνωστά, ὅτι ἡ πέτρα εἶναι πέτρα καὶ τὰ εἴδωλα εἴδωλα. Γι’ αὐτὸ κι ἀπὸ τοῦτα ἦσαν κατώτερος. Οἱ εὐσεβεῖς ὅμως καὶ πιστοὶ ἀνεβαίνουν ψηλότερα ἀπ’ τὸν ἥλιο. Ἀπὸ τουτους δὲν ὑπάρχει ψηλότερο. Ἀφου ξεπερνοῦν τοὺς θόλους τοῦ οὐρανου καὶ προσπερνῶντας τοὺς ἀγγέλους στέκονται δίπλα στὸ βασιλικὸ θρόνο. Μπορεῖς νὰ συμπεράνης κι ἀπὸ ἄλλο σημεῖο τὴ μηδαμινόητά τους. Ποιός εἶναι πιθανὸ νὰ ταπεινωθῆ; Ὅποιος βοηθεῖται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἤ ὅποιος πολεμεῖται ἀπ’ αὐτόν; Εἶναι φανερὸ ὅτι ὅποιος πολεμεῖται. Ἄκουσε λοιπὸν τί λέει γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς δύο ἡ Γραφή. Ὁ Θεὸς ἐναντιώνεται στοὺς ὑπερηφάνους, δίνει τὴ χάρη του στοὺς ταπεινούς. Θὰ σὲ ρωτήσω καὶ κάτι ἄλλο. Ποιὸς εἶναι ὑψληλότερος; Ὅποιος ἔχει ἀφιερωθῆ στὸ Θεὸ καὶ προσφέρει τὴ θυσία ἤ ὄποιος δὲν ἔχει καθόλου παρρησία μπορστά του; Καὶ ποιὰ θυσία προσφέρει ὁ ταπεινός; ρωτᾶ. Ἄκουσε τὸ Δαυΐδ·  θυσία στὸ Θεὸ εἶναι ἡ συντετριμμένη ψυχή.  Μιὰ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδιά, ὁ Θεὸς δὲν τὴν ἐκμηδενίζει. Αὑτὴ εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦτου.  Κοίταξε ἐκείνου τὴν ἀκαθαρσία. Κάθε ὑπερήφανος εἶναι ἀκάθαρτος γιὰ τὸ Θεό. Στὸν ἕνα λοιπὸν βρίσκει ἀνάπαυση ὁ Θεός. Σὲ ποιὸν νὰ ρίξω τὰ βλέμματά μου, λέει ὁ Θεός, ἄν ὄχι στὸν πρᾶο καὶ στὸν ἥσυχο καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ τρέμει τὰ λόγια του; Ὁ ἄλλος σέρνεται μαζί μὲ τὸ διάβολο. Γιατὶ ὁ φαντασμένος παθαίνει ὅ,τι κι ἐκεῖνος. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος ἔλεγε·  Μήπως πέση σὲ κρῖμα τυφλωμένος ἀπὸ ἕπαρση. Καὶ τοῦ τυχαίνει τὸ ἀντίθετο ἀπὸ ὅ,τι ἐπιθυμεῖ. Θέλειν νὰ φαίνεται, γιὰ νὰ τὸν τιμοῦν. Κι εἶναι αὐτὸς ποὺ περιφρονεῖται περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Αὐτοὶ εἶναι καταγέλαστοι, οἱ ἐχθροὶ κι οἱ ἀντίπαλοι ὅλων, τὰ εὔκολα θύματα, οἱ εὔκολοι στὸ θυμό, οἱ ἀκάθαρτοι γιὰ τὸ Θεό. Ὑπάρχει χειρότερο ἀπ’ αὐτό; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἄκρον ἄωτο τῶν κακῶν. Καὶ τί εἶναι πιὸ ὡραῖο ἀπὸ τοὺς ταπεινούς; Καὶ τί θὰ τοὺς δώση περισσότερη μακαριότητα, παρὰ ὅταν εἶναι ποθητοὶ κι ἀξιαγάπητοι ἀπὸ τὸ Θεό; Ἀλλὰ αὐτοὶ ἀπολαμβάνουν καὶ τὴ δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι ὅλοι τοὺς τιμοῦς σὰν πατέρες τους, τοὺς ἀσπάζονται σὰν ἀδελφούς, τοὺς δέχονται σὰν δικούς τους. Ἄς γίνωμε λοιὸν ταπεινοί, γιὰ νὰ γίνωμε ὑψηλοί. Γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια ταπεινώνει ὑπερβολικά.  Αὐτὴ ἐταπείνωσε τὸν Φαραώ. Δὲν γνωρίζω λέει τὸν Κύριο κι ἔγινε χειρότερος ἀπὸ τὶς μύγες, τὰ βατράχια καὶ τὶς κάμπιες καὶ μὲ τὰ ὅπλα μαζὶ καὶ τὰ ἄλογα καταποντίστηκε. Ἀντίθετα μ’ αὐτὸν ὁ Ἀβραὰ λέει· Ἐγὼ εἶμαι γῆ καὶ τέφρα καὶ νίκησε ἀμέτρητους βαρβάρους. Ἔπεσε μέσα στοὺς Αἰγυπτίους καὶ γύρισε κερδίζοντας λαμπρότερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο τρόπαιο. Κρατῶντας σταθερὰ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ γινόταν ὅλο καὶ ψηλότερος. Γι’ αὐτὸ παντοῦ μιλᾶνε γι’ αὐτὸν, γι’ αὐτὸ τὸν δοξάζουν καὶ τὸν διαλαλοῦν. Ἐνῶ ὁ Φαραὼ ἔγινε χῶμα καὶ τέφρα καὶ ὅ,τι χειρότερο ἀπ’ αὐτά. Τίποτα δὲ μισεῖ ὁ Θεὸς ὅσο τὴν ὑπερηφάνεια.  Γι’ αὐτὸ ἔκαμε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὰ πάντα, γιὰ νὰ ἐξαλείψη τοῦτο τὸ πάθος. Γι’ αὐτὸ γίανμε θνητοὶ καὶ ταλαιπωρούμαστε μὲ λύπες καὶ θρήνους, μὲ ἀσταμάτητο πόνο, ἱδρῶτα καὶ ἐργασία. Ἀπὸ ἀλαζονεία ἀμάρτησε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὅταν ἤλπισε πὼς θὰ γινόταν ἴσος μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ δὲν ἔμεινε μὲ ὅσα εἶχε ἀλλὰ τὰ στερήθηκε κι αὐτά. Τέτοια ἡ ἀλαζονεία ὄχι μονάχα δὲ δίνει κανένα ὄφελος στὴ ζωὴ ἀλλὰ μᾶς περιορίζει κι ὅσα ἐπιτύχαμε. Ἐνῶ ἡ ταπεινοφροσύνη ὄχι μόνο δὲν περιορίζει ὅσα ἔχουμε ἀλλὰ μᾶς προσθέτει κι ὅ,τι δὲν ἔχουμε. Αὐτὴ λοιπὸν ἄς ζηλέψουμε, αὐτὴ ἄς ἐπιδιώξουμε γιὰ ν’ ἀπολαύσουμε καὶ τὴν τωρινὴ τιμή καὶ νὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴ μελλοντικὴ δόξα μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ Αὐτὸν καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

 

Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου

Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον

Τόμος Δεύτερος

Ἀθῆναι 1969

σελ.181-192

3.

Ὁμιλία εἰς τήν Ε΄ Κυριακήν τῶν Νηστειῶν (Ἄγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς)

 

Γίνεται λόγος και περί ελεημοσύνης

 

Περίληψη ομιλίας εις την Πέμπτην Κυριακήν των Νηστειών: Τα πλοία κρεμούν εις τα πλάγια κώδωνας, δια ν’ απομακρύνουν τα απαντώμενα κήτη.

Η Εκκλησία είναι το πλοίον του Θεού, έχουσα κώδωνας τους πνευματικούς διδασκάλους, των οποίων η διδαχή εκδιώκει τα πονηρά θηρία, τους δαίμονας. Τούτο προετύπωνον οι κώδωνες, τους οποίους έφερεν η ιερατική στολή του Ααρών. Κύριον στοιχείον της διδαχής είναι το περί νηστείας.

Νηστεία είναι η εντολή ζωής υπό του Θεού, ακρασία είναι η εντολή θανάτου υπό του διαβόλου. Η κάθαρσις δια της νηστείας φέρει την θεοπτίαν. Αλλά «ουκ αυτήν καθ’ εαυτήν την σωματικήν επαινούμεν νηστείαν, αλλ’ ως ενεργούσαν προς έτερα ψυχωφελέστερα». Τα περισσεύματα από της νηστείας πρέπει να διατίθενται εις φιλανθρωπίαν και τούτο αποτελεί το κύριον θέμα της ομιλίας.

ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

  1. Υπάρχουν μερικά θαλάσσια μέρη που τρέφουν μεγάλα κητώδη θηρία. Όσοι λοιπόν πλέουν σ’ αυτά τα μέρη κρε­μούν κώδωνες στα πλευρά των πλοίων, ώστε τα θηρία τρομαγμένα από τον ήχο τους να φεύγουν.

 

 

Και του δικού μας βίου η θάλασσα τρέφει πολλά και φοβερώτερα θηρία, τα πο­νηρά πάθη δηλαδή και τους εφόρους των παθών δαίμονες που είναι πονηρότεροι. Επιπλέει σ’ αυτή τη θάλασσα σαν πλοίο η Εκκλησία του Θεού κι’ αντί για κώδωνες έχει τους πνευ­ματικούς διδασκάλους, ώστε με τον ιερό ήχο της διδασκαλίας τούτων ν’ απομακρύνη τα νοητά θηρία. Αυτό προφανώς προτυπώνοντας η στολή του Ααρών, είχε ευήχους κώδωνες ραμμέ­νους στα άκρα της και σύμφωνα με τα θέσμια έπρεπε ν’ ακούε­ται η φωνή τους, όταν ελειτουργούσε ο Ααρών.

 

  1. Εμείς δε, μεταφέροντας καλώς το γράμμα στο πνεύμα, ας ηχήσωμε τώρα σε σας πνευματικώς, και μάλιστα κατά τον και­ρό της νηστείας, οπότε επιτίθενται αγρίως φανερά και αφανή θηρία· φανερά μεν η γαστριμαργία, η μέθη και τα παρόμοια, άλλα δε αφανώς ενεδρεύοντα, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια, η υπεροψία και η υπόκρισις. Ο ίδιος δε ήχος είναι και φυγαδευτήριο των τοιούτων θηρίων και φυλακτήριο των ασκούντων τη νηστεία.

 

  1. Είναι λοιπόν η νηστεία και η ακρασία αντίθετα μεταξύ τους, όπως η ζωή και ο θάνατος. Η νηστεία είναι εντολή ζωής, που είναι συνομήλικη της ανθρωπίνης φύσεως, αφού εδόθηκε από τον Θεό στον Αδάμ κατά την αρχή στον παράδεισο, για διαφύλαξι της ζωής και της θείας χάριτος που είχε δοθή σ’ αυτόν από τον Θεό. Η δε ακρασία είναι συμβουλή για τον θάνατο σώμα­τος και ψυχής, που εδόθηκε δολίως από τον Διάβολο στον Αδάμ δια της Εύας για έκπτωσι της ζωής και απαλλοτρίωσι της από τον Θεό θείας χάριτος· διότι ο Θεός θάνατο δεν εδημιούργησε ούτε ευχαριστείται με την απώλεια των ζώντων. Ποιός άνθρωπος λοιπόν θέλει να εύρη ζωή και χάρι στον Θεό από τον Θεό; Ας αποφύγη την θανατηφόρο ακρασία κι’ ας προστρέξη στη θεοποιό νηστεία και εγκράτεια, για να επανέλθη χαρούμενος στον παράδεισο.

 

  1. Ο Μωυσής, νηστεύοντας επάνω στο όρος σαράντα ημέρες, επέταξε σε ύψος θεοπτίας κι’ εδέχθηκε πλάκες θεοσεβείας· ο δε λαός των Εβραίων κάτω μεθώντας, εξέπεσαν σε ασέβεια και εχώνευσαν είδωλο μόσχου σε ομοίωμα του αιγυπτίου θεού Απιδος, και αν δεν εστεκόταν μεσίτης προς τον Θεό, αφού με την ανηλεή εξόντωσι των ομογενών του που προηγήθηκε τον εξιλέωσε, δεν θα τους ελυπόταν καθόλου ο Θεός (Εξ. 32, 1 εε.). Αν λοιπόν χρειαζώμαστε κι’ εμείς το έλεος του Θεού, να μη μεθούμε με οίνο, ούτε να βαρυνώμαστε από υπερκορεσμό, πράγματα στα οποία υπάρχει η ασωτία και η ασέβεια (Εφ. 5, 18). Θεόπτης ήταν και ο Ηλίας, αλλά αφού και αυτός εκαθαρίσθηκε προηγουμένως με νηστεία (Γ’ Βας. 19, 8 εε.). Επέτυχε και ο Δανιήλ θεοπτία και οπτασία ενός από τους αρχαγγέλους, ο οποίος του παρείχε γνώσι των μελλόντων, αλλά αφού προηγουμένως έμεινε άσιτος επί είκοσι ολόκληρες ημέρες (Δαν. 10, 2 εε.). Άλλος προφήτης εφονεύθηκε από λεοντάρι, αλλ’ αφού έφαγε παρά την εντολή του Θεού. Γνωρίζετε όλοι τον Ησαΰ υιόν του Ισαάκ, ο οποίος λόγω γαστριμαργίας εξέπεσε και από τα άλλα πρωτοτόκια και από την πατρική ευλογία (Γεν. 27, 36). Ας φοβηθούμε μήπως κι’ εμείς, προσέχοντας σ’ αυτήν την γαστριμαργία, εκπέσωμε από την υπεσχημένη εκείνη ευλογία και κληροδοσία του ανωτάτου Πατρός. Δεν αγνοείτε επίσης τους τρεις παίδες, οι οποίοι, παραδεδομένοι στη νηστεία, κατεπάτησαν με άφλεκτα πόδια και σώματα την κάμινο στη Βαβυλώνα που είχε εκκαυθή εναντίον τους επταπλασίως.

 

  1. Εάν επιδοθούμε κι’ εμείς σε αληθινή νηστεία, και την εδώ πύρωσι της σαρκός θα καταπατήσωμε και θα σβήσωμε, και την μελλοντική κάμινο θα περάσωμε άθικτοι, όταν του καθενός το έργο θα δοκιμάση το πυρ. Τί χρειάζεται να αναφέρωμε τον Κύ­ριο των προφητών; Αυτός, αφού έλαβε σάρκα κι’ έγινε για μας άνθρωπος, που μας υποδεικνύει τον τρόπο της νίκης κατά του Διαβόλου, νηστεύοντας σε όλα, ενίκησε τον πειρασμό που εκίνησε τα πάντα εναντίον του, και προς τους μαθητάς του έλεγε περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, «τούτο το δαιμόνιο δεν εξέρχεται παρά μόνο με προσευχή και νηστεία» (Μάρκ.9, 21).

 

  1. Αλλά εμπρός, αδελφοί, ας δείξωμε τι είναι η θεάρεστη κι’ αληθινή νηστεία. Να γνωρίζετε τούτο, ότι δεν επαινούμε αυτή καθ’ εαυτήν τη σωματική νηστεία, αλλά για την ενέργειά της προς άλλα ψυχωφελέστερα· διότι για τη σωματική άσκησι, λέ­γει και ο θείος Παύλος, ότι ολίγο ωφελεί (Α’ Τιμ. 4, 8).

Γι’ αυτό και οι θεοφόροι πατέρες που ομιλούν από πείρα δεν δέχονται τις πολυή­μερες νηστείες, αλλά κρίνουν δοκιμώτερο να τρώγωμε καθημε­ρινώς μια φορά και να μη χορταίνωμε· και τούτο λέγουν σύμμε­τρη και συνετή νηστεία, πράγμα που λέγει και η Γραφή, το να μη παρασύρεται κανείς από την χορτασιά της κοιλίας και την ηδονή του λαιμού, αλλά να αφήνη το φαγητό ενώ έχει ακόμη όρεξι, η δε ποιότης και ποσότης της να είναι κατάλληλη προς τη δύναμι και διάθεσι του τρεφομένου σώματος, ώστε να συντηρήται κατά το δυνατό κι’ η υγεία του.

Πραγματικά το να τρώγη ο ασθενής από τα υπάρχοντα τρόφιμα καταλλήλως προς την ασθένεια και συμμέτρως, χωρίς να προσθέτη στα αναγκαία τα πολύ περιττά και συμφέροντα, και το να ζητή κανείς την τροφή αλλ’ όχι την τρυφή, και την πόσι αλλ’ όχι τη μέθη, και την σύμμετρη χρήσι αλλ’ όχι την αμετρία και την ακρασία και την κατάχρησι, δεν αφαιρεί την αγιότητά του.

 

  1. Τέτοια λοιπόν είναι η αρχή της αληθινής και θεάρεστης νηστείας, ο δε σκοπός για τον οποίο εθεσμοθετήθηκε κι’ ετιμήθηκε από τους Χριστιανούς είναι η κάθαρσις της ψυχής. Διότι ποιά είναι η ωφέλεια, αν απέχωμε της σωματικής τροφής, αλλά κυριαρχούμαστε από σαρκικά φρονήματα και πάθη; Ποιό είναι το όφελος αν απέχωμε οίνου και πιεζώμαστε από δίψα, να με­θούμε δε όχι από οίνο, σύμφωνα με τον λέγοντα, «αλλοίμονο στους μεθύοντας όχι από οίνο», και να ταρασσώμαστε ψυχικά από θυμό και βασκανία; Ποιό είναι το όφελος, αν απέχωμε από τρυφηλή τράπεζα, αλλά έχωμε αταπείνωτη την ψυχή, και αν έχωμε αλλοιωμένη την σάρκα για έλαιο, αλλά δεν έχωμε ταπει­νωμένη την ψυχή κατά τη νηστεία; Ποιό είναι το όφελος, αν απαλλαγήκαμε μεν από την ομίχλη που αναθυμιάται από τα πολλά φαγητά, αλλά αχρειώνεται ο νους μας με φροντίδες και ματαίους λογισμούς και αχρειώνονται μαζί του οι προσευχές προς τον Θεό;

 

  1. Γι’ αυτό καλή νηστεία είναι αυτή που τελείται για τον μαρα­σμό της επιθυμίας, για την ταπείνωσι της ψυχής, για την μεταποίησι του μίσους, για το σβήσιμο του θυμού, για την απάλειψι της μνησικακίας, για την καθαρότητα της διανοίας και την επιτέλεσι της προσευχής. Εάν δε είσαι εύπορος, το περίσσευμα της τροφής σου να προσφέρεται για την παρηγοριά των από­ρων. Εάν νηστεύης έτσι, όχι μόνο θα συμπάσχης και θα συννεκρώνεσαι, αλλά και θα συνανίστασαι και θα συμβασιλεύης με τον Χριστό στους απέραντους αιώνες. Διότι, αφού γίνης δια της νηστείας αυτού του είδους σύμφυτος με το ομοίωμα του θανά­του του, θα γίνης και κοινωνός της αναστάσεως και κληρονό­μος της ζωής σ’ αυτόν. Αυτός που νηστεύει, εάν μεν πειράζεται, νικά τον πειράζοντα· εάν δε δεν πειράζεται, συντηρεί την ειρή­νη της ψυχής και του σώματος, ταλαιπωρώντας και δουλαγωγώντας το σώμα κατά τον Παύλο (Α’ Κορ. 9, 27), που εδειλίαζε μήπως φανή αδόκιμος· εάν δε ο Παύλος δειλιάζη, πόσο μάλλον πρέπει να δειλιάζουμε εμείς;

Αυτός που νηστεύει λοιπόν δουλαγωγεί το σώμα και καθιστά δόκιμη την ψυχή· ενώ αυτός που παχύνει την σάρκα που έπειτα από λίγο θα φθαρή, αυτός δηλαδή που δεν τρώγει για να ζήση αλλά μάλλον ζη για να τρώγη, όπως τα ζώα που προετοιμάζονται από μας για σφαγή, και στα αναγκαία προσθέτει τα περιττά για να λιπαίνη το σώμα ή να το διεγείρη σε κακές επιθυμίες ή απλώς έτσι για φιληδονία σωματική, πάν­τως δεν κάμει τίποτε άλλο παρά ετοιμάζει πλουσιωτέρα τροφή στους σκώληκες. Επομένως καλώς ψάλλει ο προφήτης Δαβίδ, «ποιά είναι η ωφέλεια από το αίμα μου, όταν θα κατεβαίνω στη φθορά;» (Ψαλμ. 29, 11).

 

  1. Όταν λοιπόν νηστεύης και τρέφεσαι μ’ εγκράτεια, να μη αποθηκεύης γι’ αύριο τα περισσεύματα, αλλά όπως ο Κύριος πτωχεύοντας μας επλούτισε, έτσι και συ πεινώντας εκουσίως, χόρτασε τον ακουσίως πεινασμένο· τότε η νηστεία σου θα είναι σαν περιστερά που φέρει κάρφος ελαίας κι’ ευαγγελίζεται στην ψυχή σου την σωτηρία από τον κατακλυσμό. «Εάν αφαίρεσης από το μέσο σου τον ζυγό και τη χειροδικία και τον κακόβουλο λόγο», λέγει ο μέγας Ησαΐας, «και δώσης στον πεινασμένο άρτο με την ψυχή σου και χόρτασης πεινασμένη ψυχή, τότε το φως σου θα λάμψη στο σκότος και το σκότος σου θα είναι σαν μεσημβρία» (Ησ. 58, 9).

Εάν δε δεν θέλης να δώσης τα δικά σου, τουλά­χιστον ν’ απέχης από τα ξένα και να μη κάμης κατοχή στα πράγματα που δεν είναι δικά σου, αρπάζοντας και θησαυρίζον­τας και από τους πτωχότερους μερικές φορές αδίκως, για να μη ακούσης από τον ίδιο τον προφήτη δικαίως τούτο· «δεν είναι αυτή η νηστεία που προτιμώ εγώ», λέγει ο Κύριος, «ούτε αν κάμψης τον λαιμό σου σαν κρίκο, θα γίνη δεκτή η νηστεία σου· αλλά ν’ απαλλαγής από κάθε δεσμό αδικίας, να διάλυσης τους δεσμούς των βιαίων συναλλαγών, να διάσπασης κάθε άδικη υποχρέωσι· τότε το φως σου θα εκχυθή σαν αυγή κι’ η θερα­πεία σου θ’ αναφανή γρήγορα, η δικαιοσύνη σου θα είναι εμπροσθοφυλακή σου και η δόξα του Κυρίου θα είναι οπισθοφυ­λακή σου» (Ησ. 58, 5-8).

 

  1. Εάν λοιπόν δεν δίδης στον πτωχό από τα δικά σου, και μάλιστα τα περισσεύματα, τουλάχιστον να μη τ’ αποκτάς σε βά­ρος του πτωχού· αν και ο δεσπότης των όλων Χριστός αποπέμ­ποντάς τους της αριστεράς μερίδος στο πυρ και καταρώμενος αυτούς, δεν τους καταδικάζει σαν άρπαγες, αλλά ως μη μεταδί­δοντας στους ενδεείς. Επομένως οι άρπαγες και οι άδικοι ούτε θ’ αναστούν για παρουσίασι και κρίσι, αλλά αμέσως για μεγα­λύτερη καταδίκη και κατάκρισι, αφού κι’ εδώ, όπως φαίνεται, αυτοί ποτέ δεν παρουσιάσθηκαν στον Θεό εντελώς από ψυχή· «διότι», λέγει, «όσοι τρώγουν τον λαό μου σαν άρτο δεν επεκαλέσθηκαν τον Θεό» (Ψαλμ. 13, 5).

Ο πλούσιος του οποίου οι αγροί εκαρποφόρησαν αφθόνως (Λουκά 12, 16) και ο ενδεδυμένος με πορφύρα και βύσσο (Λουκά 16, 19) δικαίως καταδικάζονται, όχι διότι αδίκησαν κάποιον, αλλά διό­τι δεν μετέδωσαν από όσα δικαίως απέκτησαν αυτοί· διότι τα θησαυρίσματα είναι κοινά από τα κοινά ταμεία των κτισμάτων του Θεού. Πώς λοιπόν δεν είναι πλεονέκτης αυτός που οικειο­ποιείται τα κοινά, έστω και αν δεν είναι σαν εκείνο που σφετε­ρίζεται φανερά τα ξένα; Επομένως ο μεν πρώτος θα υποστή, αλλοίμονο, την φρικτή διχοτόμησι ως κακός δούλος, ο δε άλ­λος θα υποστή τα δεινότερα και φρικωδέστερα, και κανένας από τους δύο δεν θα μπορέση να τα διαφύγη, αν δεν δεξιωθή τους πτωχούς, ώστε ο ένας να διαχειρισθή καλώς τα εμπιστευ­μένα σ’ αυτόν από τον Θεό, ο δε άλλος να σκορπίση καλώς τα κακώς συναχθέντα.

 

  1. Ο μέγας Παύλος γράφοντας προς τους Θεσσαλονικείς, τους προγόνους σας βέβαια, περί φιλαδελφίας, λέγει, «δεν έχε­τε ανάγκη να σας γράφω, διότι είσθε θεοδίδακτοι στο ν’ αγαπά­τε αλλήλους» (Α’ Θεσσ. 4, 9).

 

  1. Αφού λοιπόν ο Κύριος είπε προς μερικούς, «αν ήσαστε τέ­κνα τού Αβραάμ, θα εκτελούσατε τα έργα του Αβραάμ» (Ιω. 8, 39), ας φοβηθούμε κι’ εμείς τον λόγο τούτον, που δεν λέγεται μεν προς εμάς εδώ, αλλά θα λεχθή, ο μη γένοιτο, κατά τη φρικτή ημέρα, όταν η συγγένεια κρίνεται μάλλον από την ομοιότητα των πε­πραγμένων όταν όλοι όσοι έχουν αγαπήσει την εν Χριστώ πτωχεία ή, αν όχι, τουλάχιστον τους πτωχούς, οι καταφρονηταί της δόξας, οι ερασταί της εγκρατείας, οι όχι μόνο ακροαταί αλλά και ποιηταί των ευαγγελικών θεσπισμάτων, κατά την ευχή του κοινού κατά χάριν Πατρός, θα είναι υπερφυώς ένα· «δώσε», λέγει, «να είναι όλοι αυτοί ένα, όπως εμείς είμαστε ένα» (Ιω. 17, 22)· όταν φανερά η κριτικωτάτη μάχαιρα του Πνεύματος θα διχάση τον άνθρωπο κατά του πατρός και την θυγατέρα κατά της μητρός και θα καταστήση ξένους μεταξύ των τους ανο­μοίους στους τρόπους· διότι αν τους ξεχωρίζη εδώ, πόσο περισ­σότερο εκεί, οπού ο παντογνώστης αποφαίνεται προς τους μη ωμοιωμένους «δεν σας γνωρίζω»;

 

Διότι δεν έχουν, όπως έπρεπε την εικόνα του επουρανίου, δεν έγιναν οικτίρμονες όπως ο κοι­νός Πατήρ, δεν έκαμαν τα υπάρχοντα κοινά με τους ενδεείς, όπως εκείνος μετέδωσε δωρεάν από τα αγαθά του σε όλους, δεν έγιναν ευμενείς προς τους πλησίον, δεν έκαμαν πλησίον τους μακρινούς με την ευεργεσία· εξ αιτίας άρα της ανομοιότη­τας αυτής ούτε γνωρίζει ούτε δέχεται στον οίκο του τοιούτους ο αγαθός. Εάν δε αυτός ειπή έτσι, τα ίδια περίπου θα ειπούν και όσοι έζησαν κατά το παράδειγμά του εδώ και θα συμβασιλεύσουν εκεί μαζί του προς τους εξ αίματος συγγενείς των που δεν είναι παραπλήσιοι στην αρετή με αυτούς.

 

  1. Και αν ειπή κάποιος, εγώ είμαι παιδί σου, εγώ ήμουν πατέ­ρας σου, εγώ αδελφός σου· τότε ο μεν τελευταίος θ’ ακούση ότι κανείς δεν είναι πατέρας πλην ενός, του Θεού, ο δε πρώτος θ’ ακούση, αν ήσουν δικό μου τέκνο, θα ήσουν μιμητής μου, τώρα δε είσαι εκείνου του πατρός τέκνο, του οποίου και των επιθυ­μιών ήσουν εργάτης· φύγε για να μείνης αιωνίως με αυτόν, διό­τι εγώ δεν σε γνωρίζω· διότι όλα όσα είναι του Θεού είναι δικά μου, εσύ δε δεν είσαι του Θεού.

Το δικό μου και το δικό σου έχει εκδιωχθή τώρα πλέον, αφού εμείς το εμισήσαμε και στον εκλείψαντα εκείνον βίον· γι’ αυτό κι’ εγίναμε κληρονόμοι της βασιλείας αυτής. Όπου υπήρχε αυτός ο κατά τους θείους πατέ­ρες ψυχρός λόγος, το δικό μου και το δικό σου, απουσίαζε ο δεσμός της αγάπης και ο Χριστός είχε εκδιωχθή· σ’ αυτούς που τους κυριαρχούσε τότε το πάθος τούτο, προξενούσε φιλαυτία, φιλαργυρία, μισαδελφία και κάθε είδος κακίας· το ίδιο πάθος τους καταισχύνει και τώρα.

 

  1. Ας φοβηθούμε λοιπόν, αδελφοί, αυτά τα πράγματα, παρα­καλώ· διότι πραγματικά είναι φρικτά. Ας ρυθμίσωμε τη διαγωγή μας, όπως αρέσει στο Θεό· ας αφήσωμε για να αφεθούμε, ας ελεήσωμε για να ελεηθούμε πολλαπλασίως· διότι αυτός για χάρι μας επτώχευσε τελευταία, αναδεχόμενος στον εαυτό του την ελεημοσύνη, από μεγαλοδωρία πολλαπλασιάζει την αμοιβή· πρέπει λοιπόν κανείς ή να είναι κατά το παράδει­γμά του πτωχός, και θα ζήση μαζί μ’ εκείνον, ή να έχη τα αγαθά κοινά με τους για εκείνον πτωχούς, και δι’ αυτών θα σωθή.

Ας αποκτήσωμε ευσπλαγχνία· ας δώσωμε αυτοβούλως δείγμα της προς τον αδελφό αγάπης και της προς τον κοινό Πατέρα και δε­σπότη αφοσιώσεως. Καταλληλότερο δε γι’ αυτά καιρό δεν θα εύρη κανείς από τις νηστήσιμες αυτές ημέρες· διότι, αν συνάψη με την νηστεία την συμπάθεια, θ’ απαλείψη κάθε αμάρτημα, θα προσκυνήση με παρρησία τα σωτήρια πάθη, θα συνευφρανθή με την ανάστασι του Χριστού και θα επιτύχη την αιώνια απολύτρωσι.

 

  1. Αυτήν είθε όλοι εμείς να επιτύχωμε εν Χριστώ τω Θεώ ημών στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωο­ποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

4.

Τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov

 

Δύο ἀγαπημένοι μαθητές ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο θρόνους δόξης

 

– Αὐτός τούς ἔδωσε τό Ποτήριό Του (Μτ. κ΄, 23).

 

Τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ ὀδύνες.

 

Σέ ὅσους τό πίνουν ἐδῶ στή γῆ, τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ ὑπόσχεται μετοχή στή Βασιλεία τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ. Προετοιμάζει γι’ αὐτούς τίς καθέδρες τῆς ἐπουράνιας αἰώνιας δόξης.

 

Στεκόμαστε σιωπηλοί μπροστά στό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ , δέν μπορεῖ κανείς οὔτε νά παραπονεθεῖ γι’ αὐτό, οὔτε νά τό ἀπορρίψει γιατί Αὐτός πού μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά τό γευτοῦμε, πρῶτος ὁ Ἴδιος τό ἤπιε.

 

 

Ὦ, δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ ! Σκότωσες τούς προγόνους μας στόν Παράδεισο, τούς ἐξαπάτησες μέ τήν πλάνη τῆς σαρκικῆς ἀπόλαυσης καί τήν πλάνη τῆς λογικῆς. Ὁ Χριστός, ὁ Λυτρωτής τῶν πεπτωκότων, ἔφερε τό Ποτήριο τῆς σωτηρίας σ’ αὐτόν τόν κόσμο, στούς πεπτωκότες καί ἐξόριστους ἀπό τόν Παράδεισο. Ἡ πίκρα αὐτοῦ τοῦ Ποτηρίου καθαρίζει τήν καρδιά ἀπό τήν ἀπαγορευμένη, καταστροφική καί ἁμαρτωλή ἀπόλαυση μέσω τῆς ταπείνωσης πού ρέει ἀπ’ αὐτό μέ ἀφθονία, νεκρώνεται ἡ ἔπαρση ἀπό τή γνώση σέ σαρκικό ἐπίπεδο. Γι’ αὐτόν πού πίνει ἀπό τό Ποτήριο μέ πίστη καί ὑπομονή, ἡ αἰώνιος ζωή, πού ἔχασε δοκιμάζοντας τόν ἀπαγορευμένο καρπό, ἐπανακτᾶται.

 

«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι»(Ψ. 115, 4)

 

Ὁ χριστιανός ἀποδέχεται τό Ποτήριο ὅταν ὑπομένει τίς ἐπίγειες δοκιμασίες μέ πνεῦμα ταπείνωσης, ὅπως διδάσκεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο.

 

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔβγαλε τό μαχαίρι του γιά νά ὐπερασπιστεῖ τόν θεάνθρωπο, πού ἦταν περικυκλωμένος ἀπό τόν ὄχλο ἀλλά ὁ πρᾶος Ἰησοῦς εἶπε στὸν Πέτρο: «βάλε τήν μάχαιραν εἰς τήν θήκην· τό Ποτήριον ὅ δέδωκέ μοι ὁ Πατήρ, οὐ μή πίω αὐτό;» (Ἰω. ιη΄ 11)

 

Ἔτσι κι ἐσύ, ὅταν σέ περικυκλώνουν συμφορές, θά πρέπει νά παρακαλεῖς καί νά ἐνισχύεις τήν ψυχή σου λέγοντας : «Τό Ποτήριον ὅ δέδωκέ μοι ὁ Πατήρ, οὐ μή πίω αὐτό ; »

 

Οἱ Φαρισαῖοι σκέπτονται μοχθηρά, ὁ ‘Ιούδας προδίδει, ὁ Πιλᾶτος διατάσσει τήν παράνομη θανάτωση, οἱ στρατιῶτες τῆς ἐξουσίας ἐκτελοῦν τήν ἐντολή του. Μέσω τῶν ἄνομων πράξεών τους ὅλοι αὐτοί ἑτοίμασαν τή δική τους ἀληθινή καταδίκη. Μήν ἑτοιμάζεις γιά τον ἑαυτό σου τήν ἴδια καταδίκη, ὄντας μνησίκακος, ζητώντας καί σχεδιάζοντας ἐκδίκηση, ἀγανακτώντας μέ τούς ἐχθρούς του.

 

Ὁ ἐπουράνιος Πατήρ εἶναι παντοδύναμος καί παντογνώστης: βλέπει τήν ὀδύνη σου καί ἄν τό ἔβρισκε ἀπαραίτητο καί συμφέρον νά ἀποσύρει τό Ποτήριο ἀπό σένα, σίγουρα θά τό ἔκανε.

 

Ὁ Κύριος – ὅπως οἱ Γραφές καί ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μαρτυροῦν –συχνά ἐπέτρεψε θλίψεις στούς ἀγαπημένους Του καί συχνά ἀπέτρεψε θλίψεις ἀπό αὐτούς, σύμφωνα μέ τούς ἀκατάληπτους δρόμους τῆς Θείας Προνοίας.

 

Ὅταν ἔρχεσαι ἀντιμέτωπος μέ τό Ποτήριο, ἀπόστρεψε τό βλέμμα σου ἀπό τούς ἀνθρώπους πού σοῦ τό δίνουν· σήκωσε τά ματια σου στόν Οὐρανό καί πές : «Τό Ποτήριον ὅ δέδωκέ μοι ὁ Πατήρ, οὐ μη πίω αὐτό;»

 

«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι». Δέν μπορῶ νά ἀρνηθῶ τό Ποτήριο, τήν ὑπόσχεση τοῦ ἐπουρανίου καί αἰωνίου ἀγαθοῦ. Ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μοῦ διδάσκει τήν ὑπομονή ὅταν λέει : «… διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πρ. ιδ΄ 22). Πῶς μπορεῖ κανείς νά ἀρνηθεῖ τό Ποτήριο πού εἶναι ὁ τρόπος νά κερδίσεις τήν Βασιλεία καί νά αὐξηθεῖς μέσα σ’ αὐτήν; Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι – τή δωρεά τοῦ Θεοῦ.

 

Τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ μέγας Παῦλος γράφει πρός τούς Φιλιππησίους, «ὅτι ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνο τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ. α’, 29)

 

Λαμβάνεις τό Ποτήριο τό ὁποῖο φαινομενικά προέρχεται ἀπό ἀνθρώπινα χέρια. Τί σέ νοιάζει ἐσένα ἄν αὐτός πού σοῦ τό δίνει ἐνεργεῖ δίκαια ἤ ἄδικα; Ὡς ἀκόλουθος τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ἔγνοια σου εἶναι νά φέρεσαι ἐνάρετα· νά λάβεις τό Ποτήριο μέ εὐγνωμοσύνη πρός τό Θεό καί μέ ζωντανή πίστη καί γενναῖα νά τό πιεῖς ὡς τόν πάτο.

 

Λαμβάνοντας τό Ποτήριο ἀπό ἀνθρώπινα χέρια, θυμήσου ὅτι εἶναι Ποτήριο ἀπό Αὐτόν, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι μόνο ἀθῶος ἀλλά καί πανάγιος. Σκεπτόμενος αὐτό, θυμήσου καί ἐσύ καί οἱ ἄλλοι πάσχοντες ἁμαρτωλοί, τά λόγια πού ὁ μακάριος καί φωτισμένος ληστής στά δεξιά τοῦ ἐσταυρωμένου Θεανθρώπου εἶπε «ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν … μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῆ βασιελεία σου» (Λκ. κγ΄, 41 – 42)

 

Καί τότε στρεφόμενος πρός τούς ἀνθρώπους θά τούς πεῖς : Μακάρι ἐσεῖς πού εἶστε τά μέσα τῆς δικαιοσύνης καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Μακάριοι ἐσεῖς ἀπό τοῦ νῦν καί ἔως τοῦ αἰῶνος! (Ἄν δέν εἶναι σέ θέση νά κατανοήσουν καί νά δεχθοῦν τούς λόγους σας, μή ρίχνετε τούς πολύτιμους μαργαρίτες σας τῆς ταπείνωσης κάτω ἀπό τά πόδια ἐκείνων πού δέν μποροῦν νά τούς ἐκτιμήσουν, ἀλλά πεῖτε αὐτούς τούς λόγους νοερά, στήν καρδιά σας).

 

Μ’ αὐτό καί μόνο θά ἐκπληρώσεις τήν ἐντολή τοῦ Εὐαγγελίου πού λέει : «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς» (Μτ. ε΄, 44).

 

Γιά ἐκεῖνους πού σ’ ἔχουν προσβάλει καί σ’ ἔχουν ἐξοργίσει, προσευχήσου στόν Κύριο ὅ,τι ἔχουν κάνει γιά σένα νά ἀνταμοιφθεῖ μέ μιά προσωρινή εὐλογία καί μέ αἰώνια ἀνταμοιβή σωτηρίας, καί ὅταν αὐτοί θά στέκονται ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ γιά νά κριθοῦν, νά μετρηθεῖ γι’ αὐτούς ὡς πράξη ἀρετῆς.

 

Παρόλο πού ἡ καρδιά σου δέν θέλει νά ἐνεργεῖ ἔτσι, βίασέ την. Γιατί μόνο ὅσοι ἀσκοῦν βία στήν ἴδια τους τήν καρδιά, γιά νά ἐκπληρώνουν τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, μποροῦν νά κληρονομήσουν τόν Οὐρανό.

 

Ἄν δέν θέλεις νά ἐνεργεῖς μ’ αὐτόν τόν τρόπο, τότε δέν θέλεις νά εἶσαι ἀκόλουθος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κοίταξε βαθιά μέσα σου καί ἐρεύνησε : μήπως ἔχεις βρεῖ ἄλλον δάσκαλο, τόν δάσκαλο τοῦ  μίσους –τόν διάβολο –καί ἔχεις πέσει ὑπό τήν ἐξουσία του ;

 

Εἶναι μεγάλο ἁμάρτημα κανείς νά προσβάλλει ἤ νά καταπιέζει τόν πλησίον του· εἶναι πολύ πιό μεγάλο ἁμάρτημα τό νά σκοτώσει. Ὅμως ὅποιος μισεῖ αὐτόν πού τόν καταπιέζει, πού τόν συκοφαντεῖ, πού τόν προδίδει, πού τόν σκοτώνει, καί ὅποιος σκέφτεται ἀρρωστημένα γι’ αὐτούς καί παίρνει ἐκδίκηση ἀπ’ αὐτούς, διαπράττει ἁμάρτημα πολύ κοντινό μέ τό δικό τους. Μάταια παριστάνει στόν ἑαυτό του καί στούς ἄλλους τόν ἐνάρετο. «Πᾶς ὁ μισῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί», κηρύττει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητής τοῦ Χριστοῦ. (Α΄ Ἰω. γ΄ 15)

 

Ἡ ζωντανή πίστη στόν Χριστό διδάσκει καθέναν νά παίρνει τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ, καί τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ ἐμπνέει δίνει ἀνδρεία καί παράκληση στήν καρδιά.

 

Τί μαρτύριο – τί μαρτύριο κόλασης –νά παραπονιέται ἤ νά γογγύζει κανείς μπροστά στό πρό αἰώνων ἡτοιμασμένο Ποτήριο ἐξ οὐρανοῦ!

 

Ὁ γογγυσμός, ἡ ἀδημονία, ἡ λιποψυχία καί εἰδικά ἡ ἀπόγνωση εἶναι ἁμαρτίες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ -εἶναι τά παιδιά τῆς ἁμαρτωλῆς ἀπιστίας, ἐκτρώματα.

 

Εἶναι ἁμαρτωλό τό νά παραπονιόμαστε γιά τόν πλησίον μας, ὅταν καί εἶναι ἀκόμα πιό ἁμαρτωλό ὅτανžαὐτός εἶναι τό μέσο τοῦ μαρτυρίου μας φωνάζουμε γιά τό Ποτήριο, τό ὁποῖο ἔρχεται γιά μᾶς ἀπευθείας ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό τό δεξί χέρι τοῦ Θεοῦ.

 

Ὅποιος πίνει τό Ποτήριο μέ εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό καί εὐλογώντας τόν πλησίον του, λαμβάνει θεία ἀνάπαυση, τήν χάρη τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι σάν ἀπό τώρα νά ἀπολαμβάνει τόν πνευματικό Παράδεισο τοῦ Θεοῦ.

 

Οἱ προσωρινές θλίψεις εἶναι ἀπό μόνες τους ἀσήμαντες: τούς προσδίδουμε ἀξία μέ τήν πρσκόλλησή μας στή γῆ καί σέ ὅλα τά διεφθαρμένα πράγματα καί μέ τήν ψυχρότητά μας πρός τόν Χριστό καί τήν αἰωνιότητα.

 

Εἶσαι διατεθειμένος νά ὑπομείνεις τήν πικρή καί ἀποκρουστική γεύση τῶν φαρμάκων· νά ὑπομείνεις τόν ὀδυνηρό ἀκρωτηριασμό καί καυτηριασμό τῶν ἄκρων σου· νά ὑπομείνεις τήν πείνα, τήν παρατεταμένη ἀπομόνωση στό δωμάτιό σου· εἶσαι διατεθειμένος νά ὑπομείνεις ὅλα αὐτά προκειμένου νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγεία τοῦ σώματός σου, τό ὁποῖο ἀφοῦ γιατρευτεῖ, σίγουρα πάλι θά ἀρρωστήσει καί σίγουρα θά πεθάνει καί θά ἀποσυντεθεῖ. Ὑπόμεινε τότε καί τήν πίκρα τοῦ Ποτηρίου τοῦ Χριστοῦ τό ὁποῖο θά φέρει ἵαση καί αἰώνια μακαριότητα στήν ἀθάνατη ψυχή σου.

 

Ἄν τό Ποτήριο σοῦ φαίνεται ἀφόρητο, ἀδυσώπητο, τότε ἀποκαλύπτει ὅτι παρόλο πού φέρεις τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀνήκεις στόν Χριστό.

 

Γιά τούς ἀληθινούς ἀκολούθους τοῦ Χριστοῦ, τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι Ποτήριο χαρᾶς. Ἔτσι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἀφοῦ τούς ἔδειραν στή σύναξη τῶν πρεσβυτέρων τῶν Ἰουδαίων, «ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὄτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος Αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πρ. ε΄, 40-41)

 

Ὁ δίκαιος Ἰώβ ἄκουσε πιρκά μαντάτα. Ἡ μιά εἴδηση μετά τήν ἄλλη διαπερνοῦσαν τήν ἀσάλευτη καρδιά του· ἡ τελευταία ἀπό αὐτές ἦταν ἡ πιο ὀδυνηρή -ὅλοι οἱ υἱοί καί οἱ θυγατέρες εἶχαν πεθάνει μέ σκληρό καί βίαιο θάνατο. Μέσα στή μεγάλη ὀδύνη του, ὁ δίκαιος Ἰώβ διέρρηξε τά ἱμάτιά του, ἔριξε στάχτη στό κεφάλι του καί μέ ἀκλόνητη πίστη ἔπεσε κάτω καί προσκύνησε τόν Κύριο καί εἶπε: «Γυμνός ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός καί ἀπελεύσομαι ἐκεῖ· ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω και ἐγένετο· εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας» (Ἰώβ α΄, 21-22)

 

Ἐμπιστεύσου τήν καρδιά σου μέ ἁπλότητα σέ Αὐτόν ἀπό τόν ὁποῖο Ἐκεῖνος γνωρίζει τή δόση ἀπό τόžεἶναι μετρημένες καί οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σου λυτρωτικό Ποτήριο πού πρέπει νά λάβεις.

 

Νά συλλογίζεσαι συχνά τόν Ἰησοῦ, νά στέκεται μπροστά σέ αὐτούς πού Τόν θανάτωσαν – «ὡς ἀμνός ἄφωνος ἐνώπιον τοῦ κείραντος αὐτόν». Παραδόθηκε πρός θάνατο, νά σφαγιαστεῖ ὡς πρόβατο ἀνυπεράσπιστο. Μεῖνε μέ τό βλέμμα καρφωμένο σέ Αὐτόν καί ὁ πόνος σου θά μεταμορφωθεῖ σέ οὐράνια πνευματική γλυκύτητα. Οἱ πληγές τῆς καρδιᾶς σου θά γιατρευτοῦν ἀπό τίς πληγές τοῦ Ἰησοῦ.

 

«’Εᾶτε ἕως τούτου», εἶπε ὁ Κύριος σέ αὐτούς πού θέλησαν νά Τόν ὑπερασπιστοῦν στόν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ, καί ἴασε τό κομμένο αὐτί τοῦ δούλου τοῦ ἀρχιερέα. (Λκ. κβ΄, 51)

 

«Δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τόν πατέρα μου, καί παραστήσει μοι πλείους ἤ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων ;», εἶπε ὁ Κύριος σέ ἐκεῖνον πού προσπάθησε νά πάρει τό Ποτήριο ἀπ’ Αὐτόν (Μτ. κστ΄23)

 

Σε καιρούς θλίψεων μήν ψάχνεις τή βοήθεια ἀπό τούς ἀνθρώπους· μήν ξοδεύεις τή δύναμη τῆς ψυχῆς σου ἀναζητώντας αὐτήν τήν ἀνίσχυρη βοήθεια. Νά ἀναμένεις τή βοήθεια ἀπό τό Θεό: μετά ἀπό δική Του ἐντολή καί ὅταν Ἐκεῖνος θέλει, θά ἔρθουν οἱ ἄνθρωποι πρός βοήθειά σου.

 

Ὁ Κύριος παρέμεινε σιωπηλός ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου καί τοῦ Ἡρώδου, δέν ἔκανε καμία προσπάθεια νά ὑπερασπιστεῖ τόν ἑαυτό Του. Μιμήσου αὐτήν τήν ἁγία καί σοφή σιωπή Του ὅταν βλέπεις τούς ἐχθρούς σου νά σέ κατηγοροῦν προσπαθώντας νά κρύψουν τίς μοχθηρές προθέσεις τους κάτω ἀπό τό πρόσχημα τῆς ὀρθοφροσύνης.

 

Εἴτε τό Ποτήριο ἔρχεται σταδιακά σάν σύννεφα πού βαθμιαῖα πυκνώνουν, εἴτε ξαφνικά σάν λυσσώδης ἀνεμοστρόβιλος, πές στό Θεό «Γεννηθήτω τό θέλημά Σου».

 

Εἶσαι μαθητής, ἀκόλουθος καί διάκονος τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «ἐάν ἐμοί διακονῆ τίς, ἐμοί ἀκολουθείτω, καί ὅπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται» (Ἰω, ιβ΄26). Ὅμως ὁ Ἰησοῦς πέρασε τή ζωή Του πάνω στή γῆ μέσα σέ ὀδύνες· καταδιωκόταν ἀπό τή γέννησή Του μέχρι τόν τάφο· ἀπό τά σπάργανα ὁ φθόνος ἑτοίμαζε γι’ Αὐτόν ἕνα βίαιο θάνατο. Οὔτε καί κατέπαυσε ὁ φθόνος ἐπιτυγχάνοντας τό σκοπό αὐτό, ἀλλά προσπάθησε νά ξεριζώσει ὁποιαδήποτε ἀνάμνησή Του πάνω στή γῆ.

 

Ἀκολουθώντας Τον, ὅλοι οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Κυρίου περνοῦν ἀπό τό δρόμο τῶν προσωρινῶν θλίψεων πού ὁδηγεῖ στή μακάρια αιωνιότητα. Ὅσο οἱ σαρκικές ἀπολαύσεις κυριαρχοῦν πάνω μας, εἶναι ἀδύνατο νά ὑπερισχύσει μέσα μας ἡ πνυεματική κατάσταση. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Κύριος ἀδιάκοπα προσφέρει τό Ποτήριό Του σέ ὅσους ἀγαπᾶ, γιά νά τούς κρατήσει νεκρούς γιά τόν κόσμο καί νά τούς καταστήσει ἱκανούς νά ζήσουν ή ζωή τοῦ Πνεύματος. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος εἶπε :Αὐτός στόν ὁποῖο στέλνονται ἀδιάκοπα θλίψεις, εἶναι κάτω ἀπό τήν ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ Θεοῦ». Ὡστόσο, μήν ἐκθέτετε τόν ἑαυτό σας παράτολμα σέ βάθη θλίψεων, γιατί αὐτό εἶναι ὑπερήφανη αὐτοπεποίθηση. Προσευχηθεῖτε στό Θεό, νά ἀλλά ὅταν αὐτές ἔρθουν ἀπό μόνες τους, ἀποτρέψει τίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες μήν τίς φοβηθεῖτε, μή νομίζετε ὅτι ἦρθαν τυχαῖα, συμπτωματικά. Ὄχι, ἐπετράπηκαν ἀπό τήν ἀνεξιχνίαστη Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γεμάτοι πίστη, μέ καρτερικότητα καί μεγαλοψυχία πού πηγάζουν ἀπ’ αὐτήν, κολυμπεῖστε ἄφοβα ἐν μέσῳ τῆς σκοτεινῆς καί ἄγριας καταιγίδας πρός τό εἰρηνικό λιμάνι τῆς αἰωνιότητας : τό ἀόρατο χέρι τοῦ Ἰησοῦ θά σᾶς ὁδηγεῖ.

 

Μέ ταπείνωση καί ἀπόλυτη προσήλωση μάθετε τήν προσευχή τήν ὁποία προσέφετε ὁ Κύριος πρός τόν Πατέρα Του στόν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ, στίς δύσκολες ὧρες τοῦ πόνου πρίν ἀπό τό Πάθος Του καί τό θάνατο στό Σταυρό. Μ’ αὐτή τήν προσευχή ἀντιμετωπίστε καί ὑπερνικῆστε κάθε θλίψη. «Πάτερ μου,» προσευχήθηκε πλήν οὐχ ὁ Λυτρωτής μας, «εἰ δύνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ὡς σύ» (Μτ. κστ΄, 39)

 

Προσευχηθεῖτε στό Θεό νά ἀποτρέψει τίς δυστυχίες καί ταυτόχρονα ἀποποιηθεῖτε τοῦ θελήματός σας, σάν νά εἶναι ἁμαρτωλό θέλημα, τυφλό. Ἐμπιστευθεῖτε τόν ἑαυτό σας, τήν ψυχή καί τό σῶμα σας, τίς περιστάσεις τῆς ἡμέρας καί τοῦ μέλλοντος, ἐμπιστευθεῖτε τά πλησιέστερα στήν καρδιά σας, στο πανάγιο καί πάνσοφο θέλημα τοῦ Θεοῦ.

 

«Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειραμόν· τὸ μέν πνεῦμα πρόθυμον ἡ δέ σάρξ ἀσθενής» (Μτ. κστ΄ 41). Ὅταν περικυκλώνεστε ἀπό θλίψεις νά προσεύχεστε περισσότερο, ὥστε νά ἑλκύσετε τήν ἰδιαίτερη χάρη τοῦ Θεοῦ πρός ἐσᾶς. Μόνο μέ τή βοήθεια αὐτῆς τῆς χάρης μποροῦμε νά ξεπεράσουμε τίς ἐγκόσμιες δυστυχίες.

 

Ὅταν λάβετε ἀπό τόν Οὐρανό τό δῶρο τῆς ὑπομονῆς, νά εἶστε προσεκτικοί μέ τόν ἑαυτό σας καί νά ἐπαγρυπνεῖτε, ὥστε νά κρατήσετε καί νά διατηρήσετε μέσα σας τή χάρη τοῦ Θεοῦ, διαφορετικά ἡ ἁμαρτία θά εἰσβάλει χωρίς νά τό καταλάβετε στήν ψυχή ἤ στό σῶμα σας καί θά διώξει αὐτή τή χάρη.

 

Ἀλλά ἐάν ἀπό ἀπροσεξία καί ἀμέλεια ἀφήσετε τήν ἁμαρτία νά εἰσβάλει μέσα σας, καί εἰδικά ἐκεῖνο τό πάθος πρός τό ὁποῖο ἡ ἀσθενής σάρκα σας εἶναι ἰδιαίτερα ἐπιρρεπής καί τό ὁποῖο σπιλώνει τό σῶμα καί τήν ψυχή, τότε ἡ χάρις θά φύγει ἀφήνοντάς σας ἀπογυμνωμένους καί μόνους. Τότε θλίψη, σταλμένη γιά τή σωτηρία και τήν τελειώσή σας, θά πέσει βαριά πάνω σας, θά σᾶς συντρίψει μέ λύπη,  κατάθλιψη, ἀπόγνωση, ὡς κάποιον πού κρατᾶ τό δῶρο τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν πρέπουσα εὐσέβεια πρός τό δῶρο. Βιαστεῖτε νά ἐπαναφέρετε τήν ἁγνότητα στήν καρδιά σας μέ ἀληθινή καί ἀκλόνητη μετάνοια καί μέσῳ τῆς ἁγνότητας, τό δῶρο τῆς ὑπομονῆς· ἀφοῦ αὐτό τό δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπαναπαύεται μόνο στούς ἀγνούς.

 

Οἱ ἅγιοι μάρτυρες ἔψαλλαν ὕμνο χαρᾶς ἐν μέσῳ φλογισμ΄νεων καμίνων, ὅταν περπατοῦσαν πάνω σέ καρφιά, σέ κοφτερά μαχαίρια, ὅταν κάθονταν σέ καζάνια βραστοῦ νεροῦ ἤ λαδιοῦ. Ἔτσι καί ἡ δική σας καρδιά θά εὐφρανθεῖ ὅταν μέ τήν προσευχή ἑλκύσετε τή δωρεά τῆς χάριτος καί τή διαφυλάξετε μέ διαρκῆ προσοχή τοῦ ἑαυτοῦ σας. Τότε ἡ καρδιά σας θά ψάλλει ὕμνους ἐν μέσῳ συμφορῶν καί τρομερῶν θλίψεων, δοξάζοντας καί εὐχαριστώντας τόν Θεόν.

 

Ὁ νοῦς ἐξαγνισμένος ἀπό τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ, προικίζεται μέ πνευματική ὅραση· ἀρχίζει νά βλέπει τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ πού ἀγκαλιάζει τά πάντα, καί εἶναι ἀόρατη μέ τά σαρκικά μάτια· βλέπει τήν ἀπεραντοσύνη τῆς αἰωνιότητας οἰκεία· βλέπει τό Θεό στὰ θαυμαστά ἔργα Του, στή δημιουργία Του καί τήν ἐπαναδημιουργία τοῦ σύμπαντος. Τότε ἡ ἐπίγεια ζωή ἀρχίζει νά φαίνεται σάν ἕνα σύντομο ταξίδι, τοῦ ὁποίου τά γεγονότα εἶναι ὄνειρα, τοῦ ὁποίου οἱ εὐλογίες δέν εἶναι παρά σύντομες ὀπτικές ἀπάτες, βραχεῖες λόγῳ τῶν ἐπικίνδυνων παρανοήσεων τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς.

 

Τί καρπούς φέρουν οἱ προσωρινές θλίψεις γιά τήν αἰωνιότητα; Ὅταν ἀποκαλύφθηκε ὁ Παράδεισος στόν Ἀπόστολο Ἰωάννη, μέ ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος φορέων τοῦ φωτός, ντυμένων στά ἄσπρα, ἐξυμνώντας τή σωτηρία καί τή μακαριότητά τους ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, ἕνας ἀπό τούς κατοικοῦντες στή Βασιλεία τόν ρώτησε: «οὗτοι οἱ περιβεβλημένοι τάς στολάς τάς λευκάς τίνες εἰσί καί πόθεν ἦλθον;» «καί εἴρηκα αὐτῶ»λέει ὁ Ἅγιος καί θεῖος Ἰωάννης «Κύριε μου, σύ οἶδας». Τότε ὁ πρεσβύτερος ἀπάντησε στόν Ἅγιο Ἰωάννη ὁὗτοι εἰσίν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καί ἔπλυναν τάς στολάς αὐτῶν καί ἐλεύκαναν αὐτάς ἐν τῶ αἵματι τοῦ ἀρνίου. Διά τοῦτο εἰσίν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καί λατρεύουσιν αὐτῶ ἡμέρας καί νυκτός ἐν τῶ ναῶ αυτού. Καί ὁ καθημένος ἐπί τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ’ αὐτούς. Οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδί πᾶν καῦμα, ὅτι τό ἀρνίον τό ἄνα μέσον τοῦ θρόνου ποιμαίνει αὐτούς, καί ὁδηγήσει αὐτούς ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων, καί ἐξαλείψει ὁ Θεός πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν»(Ἀποκ. ζ΄13-17)

 

Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό Θεό εἶναι αἰώνιο μαρτύριο στήν κόλαση, αἰώνια ἐπαφή μέ τόν διάβολο καί διαβολικούς ἀνθρώπους· μέ φλόγες, πικρό ψύχος, τό σκοτάδι τῆς Γέεννας· αὐτό εἶναι ἡ πραγματική ὀδύνη. Αὐτό εἶναι μαρτύριο τεράστιο, φρικτό καί ἀβάσταχτο. Ἡ ἀπόλυτη παράδοση στήν ἡδύτητα τῶν ἐπίγειων ἀπολαύσεων ὁδηγεῖ σέ μεγάλο αἰώνιο μαρτύριο.

 

Τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ σώζει ἀπό αὐτό τό μαρτύριο ὅποιον πιεῖ ἀπ’ αὐτό μέ εὐχαριστία καί δοξολογία πρός τόν πανάγαθο Θεό, ὁ Ὁποῖος μέσῳ τοῦ πικροῦ Ποτηρίου τῶν προσωρινῶν θλίδεων ἐκχωρεῖ στόν ἄνθρωπο τό ἄμετρο καί αἰώνιο ἔλεός Του.

5.

Λόγος εἰς τήν Πέμπτη Κυριακή τῶν νηστειῶν

Ἁγίου Βασιλείου Σελευκείας

Αὐξάνει τὴν ἀγωνία τῆς γλώσσης τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀκροατῶν· ὁ πόθος τῆς συνάξεως τῆς Ἐκκλησίας γιά θείαν διδασκαλία μοῦ αὐξάνει τὸν φόβο ἐμπρὸς στό ἐγχείρημα τῆς ὁμιλίας. Γι’ αὐτὸ ὁ Δεσπότης καταπραΰνοντας τὸν φόβο τοῦ λόγου ἐβόησε: «Μακάριοι οἱ λέγοντες εἰς ὦτα ἀκουόντων», αὐτοί πού ῥίπτουν τὸν σπόρο τῆς διδασκαλίας σὲ γόνιμο γῆ, καὶ συσσωρεύουν δόγματα ἀγαθὰ στό ἁλώνι τῆς ψυχῆς· ἐπειδὴ ἀξίζει νά κοπιάσει κανεὶς γι’ αὐτήν, ἐλπίζοντας νά δρέψει τοὺς καρποὺς τοῦ κηρύγματος.

 

Καὶ οἱ μὲν Ἰουδαῖοι καί τίς Προφητεῖες ἀπέφευγαν νά ἀκούσουν, ἀλλὰ καὶ οἱ νουθεσίες ἦσαν ἀνεπιθύμητες, ὅπως εὐρίσκουμε γραμμένο στούς Προφῆτες. Διότι λέγει «Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν;». Γι’ αὐτὸ ὁ Ἱερεμίας, ἀναζητώντας εὔλογη πρόφαση, προέβαλε τὴν ἡλικία: «Νεώτερος ἑγώ εἰμι, καὶ λαλεῖν οὐκ ἐπίσταμαι».

Καὶ ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἐκλήθη στήν ἡγεμονία τοῦ λαοῦ, ἀποφεύγει τὴν τιμὴ κατηγορώντας τὸν ἑαυτὸ του· «ἰσχνόφωνος εἰμί καὶ βραδύγλωσσος». Ἡ παραιτήσῃ τῶν ἀποστελλομένων ἐλέγχει τὸν ἀπειθῆ χαραχτήρα τῶν Ἰουδαίων. Πάντοτε ἦταν θεομάχο τὸ γένος αὐτὸ καὶ ἀντίπαλο στίς θεῖες εὐεργεσίες. Κάποτε θρηνούσαν γιά τὴν Αἰγυπτιακὴ δουλεία, καὶ ὅταν ἀπηλλάγησαν, λοιδοροῦσαν αὐτόν πού τοὺς ἀπήλλαξε· «παρὰ τὸ μὴ εἶναι μνήματα ἐν Αἰγύπτῳ ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἀποκτείναι ἐν ἐρήμῳ». Διέτρεχαν ὡς λεωφόρο τὴν θάλασσα, μὲ πόδια σκονισμένα ὁδοιποροῦσαν στό πέλαγος καὶ ἀπέδιδαν τὴν εὐεργεσία στόν μόσχο, βοώντας «Οὗτοι οἱ θεοί σου, Ἰσραήλ, οἱ ἐξαγαγόντες σὲ ἐκ γῆς Αἰγύπτου». Ὁ οὐρανὸς πάλιν ἀπέστελλε τίς νιφάδες τοῦ μάννα κι αὐτοὶ ἀπὸ κάτω βλασφημοῦσαν φωνάζοντας· «Κατάξηρος γέγονεν ἡ ψυχὴ ἡμῶν ἐπὶ τῷ ἄρτῳ τῷ διακένῳ». Ἀκολουθοῦσε πέτρα πού κατέκλυζε μὲ χειμάρρους τὴν ἔρημο καὶ ἕνα πλῆγμα τῆς ῥάβδου κυοφόρησε πολλὲς πηγὲς ὑδάτων· ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ καθάρισε τὴν ἀχάριστο γλῶσσα τους καὶ παρὰ τὴν ἀπολαύση αὐτὴ ἔλεγαν: «Ἐπεί ἐπάταξε πέτραν καὶ ἐρρύησαν ὕδατα καὶ χείμαρροι κατεκλύσθησαν, μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι;». Ὅταν πάλιν ἀγνοοῦσαν τὸν δρόμο, συνοδοιποροῦσε νεφέλη πού ἔλυε τὴν ἄγνοια καὶ ἐμπόδιζε τὴν φλόγωση τῶν ἀκτίνων. Στῦλος πυρὸς φωταγωγοῦσε τὴν νύκτα, ἀλλὰ αὐτοὶ ἀτιμάζοντας ἐκεῖνον πού τοὺς τιμοῦσε μὲ τὰ θαύματα ἔλεγαν: «θῶμεν ἀρχηγοὺς καὶ ἀποστρέψωμεν εἰς Αἴγυπτον». Σύννεφα ἀπὸ ὄρνιθες ἔφερνε ὁ ἀέρας, ἐτοιμάζοντας τους συσσίτιο ὡσὰν σὲ ξένους ὁδοιπόρους. Σαράντα χρόνια τὰ ἱμάτια τους τριβόμενα παρέμεναν καινούρια, νικῶντας τὸν χρόνο καὶ τὴν φύσῃ, καὶ μαζὶ μὲ τὰ ἱμάτια διατηρούνταν καινούρια λόγῳ τῆς ἀνάγκης καὶ τὰ ὑποδήματα, γιά νά ἀντέξουν στά σαράντα χρόνια πορείας. Ὅταν πολεμοῦσαν συμμαχοῦσε μαζὶ τους ἡ τροχιὰ τῶν στοιχείων τῆς φύσῃς, τότε πού ὁ ἥλιος διδασκόμενος νά ἐπιβραδυνθεῖ, ἐπιτάχυνε τὴν νίκη αὐξάνοντας τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας, γιά νά τοὺς ἀναδείξει νικητὲς αὐθημερόν. Ἐπιμηκύνοντας τὸν δρόμο του συνέστειλε τῆς νίκης τὸν χρόνο, ἴσως ὅμως καὶ νά αὔξησε τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου· καὶ αὐτὸ γιά νά μὴ λυπήσει τοὺς ἥδη ταλαιπωρημένους γιά τὴν ἀναβολὴ τῆς νίκης. Μετὰ τὸν ἤλιο σταμάτησε καὶ τὸ ῥεῦμα τοῦ Ἰορδάνη καὶ ἀναχαιτίστηκε ἡ ὁρμὴ τοῦ παραχωρώντας τοὺς τόπο νά βαδίσουν· στάθηκε ὁ φυσικὸς νόμος τῆς ῥοῆς ἀναμένοντας τὴν διέλευσή τους. Οἱ βασιλεῖς ἄκουσαν καὶ ταράχθηκαν, οἱ πόλεις αὐτομάτως ὑπέκυπταν. Κυκλώθηκε ἡ Ἱεριχὼ καὶ ἐξεδύθη τὸν κύκλο τοῦ τείχους, σὰν νά ἀποφεύγει τοὺς κατοίκους της καὶ νά προστρέχει στούς Ἰσραηλίτες. Ποία ἦταν ἡ εὐχαριστία γιά ὅλα αὐτά; «θῶμεν ἀρχηγοὺς καὶ ἀποστρέψωμεν εἰς Αἴγυπτον».

Αὐτὰ ὅμως πού ἐπηκολούθησαν ἦσαν φοβερότερα ἀπὸ τὰ προηγούμενα· προσκύνησαν τὸ ξόανο τῶν Μωαβιτών· οἱ νικητὲς να προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα τῶν νικημένων! Χύθηκαν αἵματα προφητικά, κατέκαψαν βιβλία Μωσαϊκά, μισῆσαν θρησκεία θεοφιλῆ, ἔστησαν ἀγάλματα δαιμονικά.

Αὐτὰ ὅμως εἶναι ἀρχαῖα καὶ παλαιά. Πῶς ἄραγε συμπεριφέρθηκαν μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρα; Λυπήθηκε ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ᾖλθε προτείνοντας χεῖρα σωτηρίας στό γένος μας. Δέν ἀλλάξαν ὅμως τρόπους, νά ἐντραποῦν τὰ θαύματα, ἀλλὰ ἔτρεξε μέσα στό χρόνο ἡ γνώμη τῶν προγόνων καὶ ηὖρε τοὺς κληρονόμους. Νιφάδες θαυμάτων, πέλαγος οἱ θεραπεῖες, ἀφθονία κάθε ἀγαθοῦ· ἀλλὰ εὐεργετούμενοι πενθοῦσαν καὶ κήρυτταν μὲ λόγια τὴν ἀπορία τῆς ψυχῆς τους· «τὶ ποιήσωμεν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ;». Ἔβλεπαν τὰ πάθη νά διώκονται καὶ στρώθηκαν στήν ψυχὴ μὲ τὸ πάθος τοῦ φθόνου· τὴν λύσῃ τῆς συμφορᾶς τῶν ἄλλων θεωροῦσαν ἰδικὴ τους συμφορά. Παράλυτος ἠγέρθη, τυφλὸς ἀνέβλεψε, νεκρὸς ἀνακήρυξε τοῦ θανάτου τὴν ἧττα καὶ ὁ ἰατρὸς ἐξισοῦτο μὲ τοὺς ἐγκληματίες. Ἐλευθερώνονταν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δαιμόνων καὶ δέν ντρέπονταν νά ἀποκαλοῦν δαιμονισμένο αὐτόν πού τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Καὶ πάλιν ἐπέμεναν νά θρηνοῦν: «Τὶ ποιήσωμεν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖ;» Αἶσχος τῆς ἀνθρωπίνης φύσῃς ἀπεδείχθη ὁ τρόπος τῶν Ἰουδαίων. Δέν ὑπέφεραν ἄλλο, τὸ πάθος τοὺς ὁδήγησε στόν φόνο· τοὺς φαίνεται ὅμως ἄδοξος ὁ φόνος ὁ ἁπλός· μηχανεύονται τὸν Σταυρό, καὶ ἔτσι ἀναμιγνύοντας τὰ θαύματα μὲ τὴν ἐπαίσχυντο παρανομία προπαρασκεύαζαν τὴν θεραπεία τοῦ φθόνου τους. Ἀλλὰ δέν τοῦ διέφευγαν ὅλα αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ πού ἑκουσίως ἐρχόταν πρὸς τὸ Πάθος, ἀφοῦ ἀπὸ ἐνωρὶς προφητικὰ προκαλοῦσε τὸ θάνατο λέγοντας «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγέρω αὐτόν». Δέν ἁγνοοῦσε τὸ Πάθος αὐτός πού εἶπε «ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου· καὶ ἐξουσίαν ἔχω λαβεῖν αὐτὴν».

Διότι τὸ Πάθος ἀνῆκε στήν θείαν οἰκονομία· καὶ θὰ τὸ τολμοῦσαν μὲν παρανόμως οἱ Ἰουδαῖοι, θὰ τὸ εἶχε οἰκονομήσει ὅμως γιά τὴν σωτηρία μας ὁ Θεός. Ἀλλὰ ὁ φιλόχριστος χορὸς τῶν Ἀποστόλων ἀθυμοῦσε ἀκούγοντας γιά τὸ Πάθος, καὶ ὁ λόγος πλήγωνε τὴν ψυχὴ τους κάμνοντας τοὺς νά προγευθοῦν τὸ Πάθος μὲ τὸ πένθος. Ἁπαλύνοντας δὲ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη τῶν μαθητῶν ὁ Σωτῆρας συνέπλεκε τῇ μνήμῃ τοῦ Πάθους μὲ τὴν προαγγελία τῆς Ἀναστάσεως. Ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπενθύμιζε ἐπανειλημμένως τὸ Πάθος. Τὸ ἐλάφρυνε μὲ τὴν συχνὴ μελέτη τῆς διηγήσεως, γιά νά μὴν ἐκπλαγοὺν ἀπὸ τὴν ἀπότομο θέα καὶ ἔτσι ἡ ψυχὴ τους βυθισθεῖ σὲ πολὺ μεγαλύτερο πένθος. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα ὁ Σωτῆρας προαναγγέλλοντας τὸ Πάθος λέγει: «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται εἰς χεῖρας πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων, καὶ ἀποκτενούσιν αὐτόν… καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται». Ἀποδεικνύει ὅτι καὶ τὸν χρόνο γνωρίζει καὶ ὅτι ἑκουσίως ἔρχεται πρὸς τὸ Πάθος. Θὰ ἠμπορούσα, λέγει, καὶ νά παραιτηθῶ ἀπὸ τὸ πάθος ἀλλάζοντας πορεία καὶ νά ἀποφύγω τὴν θανατώσή μου ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ φόνου· ἀλλὰ ὁ καιρὸς ἀπαιτεῖ τὸν Σταυρόν, ἡ ἀνάγκη κυοφορεῖ τὸ πάθος, ἡ προθεσμία τῆς παρουσίας μου ἀναζητεῖ ἀφορμὴν γιά νά λήξη. Γι’ αὐτὸ προηγουμένως ἀπέφευγα τὸν λιθοβολισμό, διότι ἀνέμενα τὸν Σταυρό. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶχα ἐξαφανισθεῖ, ὅταν ἠθέλησαν νά μὲ ῥίψουν στόν γκρεμό. Ἐπειδὴ ἦλθα γιά νά θεραπεύσω τὸν θάνατο πού προξένησε στόν Ἀδὰμ τὸ ξύλο· γιά νά καρφωθῶ σὲ ἕνα ξύλο, ἀνακόπτοντας ἔτσι τὴν πορεία τῶν κακῶν πού προήλθαν ἀπὸ τὸ ξύλο. Ὑπηρέτες δὲ τοῦ πάθους μου εἶναι οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι, οἱ ἐπικεφαλῆς τοῦ Νόμου, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἔχουν τὴν τιμὴ νά θεωροῦνται διάδοχοι τοῦ Μωϋσέως, συμπράττουν μὲ τὸν διάβολο. Οἱ μαθητὲς τοῦ Νομοθέτου, ὑπασπιστὲς τοῦ παρανόμου. Σὲ σᾶς ὅμως τοὺς ἰδικούς μου προλέγω τὸ Πάθος καὶ θεραπεύω τὴν λύπη προμηνύοντας τὴν Ἀνάστασῃ: «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται εἰς χεῖρας πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτενούσιν αὐτὸν καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται». Ἐὰν λυπάστε γιά τὸ Πάθος, ἂς σᾶς θεραπεύσει τὴν λύπη ἡ Ἀναστάσῃ· ἐὰν φρίττετε τὸν Σταυρό, εὐφρανθεῖτε για τή νίκῃ: «τῇ Τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσομαι».Πορεύομαι σὲ ἑτοίμη νίκη, σύντομα θὰ ἐγείρω τὸ τρόπαιον, ἔχει ὁρισθεῖ ὁ χρόνος τῆς στεφανώσεως. Πορεύομαι στόν θάνατο γιά νά τὸν ὑποχρεώσω νά μὴν εἶναι ἡ ἐξουσία του στούς ἀνθρώπους ἀθάνατος. Καὶ θὰ ἀναστηθῶ ἀπὸ τὸν τάφο ἐγκαινιάζοντας τὴν Ἀναστάσῃ. Θὰ διδάξω τὸν Ἅδη νά περιμένει διάδοχό του τὴν Ἀναστάσῃ. Μὲ ἔμενα παύει ὁ θάνατος καὶ φυτεύεται ἡ ἀθανασία. Μικρὸν θὰ εἶναι τὸ μεταίχμιο μεταξὺ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς· διότι δέν κατέρχομαι γιά νά ἐξοφλήσω ἁμαρτία, ἀλλὰ γιά νά τὴν καταργήσω. Δέν ἄντεξε ὅμως στά λόγια αὐτὰ ἡ ψυχὴ τῶν μαθητῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ πάθους κάμφθηκαν καὶ τοὺς κυρίευσε ὅλους ἡ σιωπή. Ὁ Πέτρος ὅμως ἐξεπλάγη ἀκούγοντας αὐτὰ καὶ μὴ ὑποφέροντας ἀπὸ πόθο τὸ πάθος, ἐπιασε τὸ χέρι τοῦ Κυρίου καὶ εἶπε: «Ἵλεως σοί, Κύριε, οὐ μὴ ἔσται σοὶ τοῦτο». Ἡ φωνὴ ἀπεκάλυψε τὴν πληγὴ τῆς ψυχῆς. Τὶ λέγεις, ὢ Δεσπότα, πὼς μελετᾷς Σταυρὸ καὶ ὁμιλεῖς περὶ πάθους; Θὰ τολμήσει νά σοῦ ἐπιτεθεὶ ὁ θάνατος, ἀφοῦ δέν ἄντεξε οὔτε τὴν φωνή σου ὁ Ἅδης; Προηγουμένως φώναξες νεκρὸ τὸν υἱὸ τῆς χήρας καὶ ὁ θάνατος ἔφυγε, ἀδυνατώντας να τὸν ὁδηγήσει ἀκόμη καὶ μέχρι τὸν τάφο. Πῶς λοιπὸν θὰ δεχθεῖ ὁ θάνατος αὐτὸν τὸν ὁποῖο φοβεῖται; Ἄφησε αὐτὰ τὰ λόγια, ὢ Δεσπότα. Ὁ Ἠλίας ὑπερπήδησε τὸν θάνατο, ὁ Ἐνὼχ μετετέθη διαφεύγοντας ἀπὸ τὸν Ἅδη καὶ πῶς ὁ Χριστὸς θὰ ὑποκύπτει στό θάνατο;

Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Πέτρος γιά τὸ Πάθος, τὸν ἀποστόμωσε ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπιτιμῶντας τον μὲ δριμύτητα: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, σκάνδαλόν μου εἰ, ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Τὶ λέγεις, Πέτρε, ἐμποδίζεις τὸν θάνατο; Δέν ἀποβλέπεις λοιπὸν στήν Ἀναστάσῃ; Ἐμποδίζεις τὸν Σταυρό; Πῶς θὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ νίκη; Νά μὴ γίνει τὸ πάθος; Πῶς θὰ ἔλθει ἡ ἀπάθεια; Να μὴ προσηλώσω τὸ Σῶμα μου στό ξύλο; Πῶς λοιπὸν θὰ σχισθεῖ τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτημάτων ποῦ ἐγράφη μὲ τὸ ξύλο; Νά μὴν ἀνέβω στό ὕψος; Πῶς λοιπὸν νά θριαμβεύσω κατὰ τοῦ διαβόλου; Νά ἀποφύγω τὴν ταφή; Πῶς λοιπὸν θὰ καταργηθοῦν οἱ τάφοι; Νά μὴ κατέλθω στούς νεκρούς; Πῶς λοιπὸν θὰ δέσω τὸν Ἅδη; Πῶς θὰ χαρίσω τή λύσῃ στούς ἁλυσοδεμένους; Νά ἀποφύγω τὸν Σταυρό; Πῶς λοιπὸν θὰ θεραπεύσω τὰ τραύματα τοῦ Ἀδάμ; Πῶς ἀλλιῶς θὰ θεραπευθεῖ ἡ παραβάσῃ τοῦ πρωτοπλάστου; Χωρὶς νά τὸ θέλεις, Πέτρε, συνηγορεὶς μὲ τὸν διάβολο. Να ἀποφύγω τὸν θάνατο; Πῶς λοιπὸν θὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ προφητεῖες; Θὰ ἔχεις τὴν κατακραυγὴ τοῦ Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος θὰ σοῦ φωνάξει ἀκόμη δυνατότερα: «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη, καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος». Θὰ σοῦ διηγηθεῖ τὴν ὠφέλεια τοῦ πάθους, λέγοντας: «Οὐ τῷ μώλωπι ἠμεῖς πάντες ἰάθημεν». Θὰ σὲ ἐπικρίνει καὶ ὁ Ἱερεμίας εἰκονίζοντας τὸ πάθος: «Ἰδοὺ ὡς ἀρνίον ἄκακον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι, οὐκ ἔγνων». Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος θὰ σὲ καταγγείλει ὁ Δαυΐδ ἐξυμνῶντας μὲ τὴν κιθάρα τοῦ τὴν εὐωδία τοῦ πάθους: «Σμύρναν καὶ στάκτην καὶ κασσίαν ἀπὸ τῶν ἱματίων σου». Θὰ βρεῖς ἀντιμέτωπο τὸν Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος λέγει: «Καὶ ὄψονται πρὸς με, πρὸς ὂν ἐξεκέντησαν». Καὶ ἄλλος θὰ σοῦ πεῖ: «Καὶ δύσεται ὁ ἥλιος μεσημβρίας». Καὶ πάλι: «Οὔτε ἡμέρα, οὔτε νύξ, καὶ πρὸς ἑσπέραν ἔσται φῶς». Περίμενε λίγο, Πέτρε, καὶ θὰ δεῖς τὴν πραγματοποίηση τῶν λόγων αὐτῶν· τὸν ἤλιο στό μέσον τῆς ἡμέρας νά ἁρπάζεται καὶ νύκτα πρόωρος νά ἀπλώνεται στήν κτίσῃ. Τὶς πέτρες νά χωρίζονται, τὸν Ἅδη νά λαφυραγωγεῖται· τὸν θάνατο νά ἀκυρώνεται· τὸν διάβολο νά ἐκπίπτει ἀπὸ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία του· τὸν δῆμο τῶν νεκρῶν ἐλεύθερον. Αὐτὰ ὅλα, Πέτρε, θέλεις νά τὰ ἐμποδίσω; Θέλεις νά τὰ συγκρατήσω; Νά ματαιώσω τὴν πραγματοποίησή τους; «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τά του Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Τὶ τραχύτητα ἔχουν τὰ λόγια αὐτά, ὢ Δεσπότα; Τὶ φοβερὰ ἡ ἐπιτιμήσῃ αὐτὴ κατὰ τοῦ Πέτρου; Πρὸ ὀλίγου ἄκουσε ἀπὸ σὲ «Μακάριος εἰ, Σιμῶν Βαριωνᾶ» καὶ τώρα ἀποκαλεῖς τὸν Ἀπόστολο σατανᾶ; Πρὸ ὀλίγου εἶπες: «Σῦ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησία»· καὶ τώρα τὸν ἀποκαλεῖς σκάνδαλο καὶ ὄργανο τοῦ διαβόλου; Καὶ ὁ μὲν Ἰούδας δέν ἐπιτιμᾶται, ἂν καὶ σὲ πωλεῖ καὶ σὲ φενεύει· κλείνει συμφωνία μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἐναντίον σου· βλέπει νά τιμάσαι μὲ τὸ μύρο καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὑπολογίζοντας μὲ ἀκρίβεια τὸ ποσὸν ποῦ ἐζημιώθη φωνάζει: «Εἴς τί ἡ ἀπώλεια αὐτή; Ἠδύνατο τοῦτο πραθῆναι πολλοῦ» καὶ ἐλέγχει μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τὴν ἀνοχή σου. Καὶ σὺ δεν ἀγανάκτησες, δεν ἐπιτίμησες· ἀντιθέτως ἀπομάκρυνες τὸν θυμὸ ἐκφράζοντας τὸν οἶκτο σου μὲ τοὺς λόγους «Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικῖ; Καλὸν ἔργον εἰργάσατο εἰς ἑμέ. Βαλοῦσα γὰρ αὔτη τὸ μύρον, εἰς τὸ ἐνταφιάσαι μὲ πεποίηκε». Σὰν να λέγει δηλαδὴ πρὸς τὸν Ἰούδα: Μὴ μὲ στερήσεις μὲ τις συκοφαντίες σου ἀπὸ τὰ ἐντάφια, ἐφ’ ὅσον μοῦ στερεῖς καὶ τή ζωή. Αὐτὴ ἡ γυναῖκα μὲ προετοιμάζει μὲ τὰ ἐντάφια γιά τὸν φόνο πού προξένησες ἐσύ. Ὑπολόγισε τὸ ἀντίτιμο τοῦ μύρου ὡς ἔξοδα γιά τὴν ταφή· ἀφοῦ διαπραγματεύεσαι ἤδη τὸν φόνο, ὑποχώρησε τουλάχιστον στό θέμα τῆς ταφῆς.

Τὸν εἶδες να ἔρχεται ἐναντίον σου μὲ στρατιῶτες καὶ ὅπλα καὶ ξύλα καὶ δέν εἶπες «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ». Δέν τὸν ἐπιτίμησες μὲ λόγια, δέν τὸν ἐφόβησες μὲ ἔργα, ἀλλὰ καὶ τὸν προέτρεψες πρὸς τὸ ἐγχείρημα· «Ἑταῖρε, ἐφ’ ὢ πάρει». Ἀνάλαβε τὸ ἔργο, μὴ ἀναβάλεις τὴν τόλμη· ἐπικύρωσε τὴν πωλήσῃ μὲ τὴν πράξῃ. Καὶ ἔτσι μὲν συμπεριφέρθηκες στόν Ἰούδα· ἐνῶ ὁ Πέτρος πού σὲ ἀγαπᾷ ὑβρίζεται, καὶ ἐπειδὴ σὲ λυπάται πληγώνεται; Ἀπὸ ἄγνοια ἔσφαλε, πῶς μὲ τὰ λόγια μαστιγώνεται; Ναί, λέγει ὁ Σωτῆρας, ὁ φιλάνθρωπος· ὅπου τὸ τραῦμα εἶναι ἀνίατο, ἐκεῖ τὸ φάρμακο εἶναι ἄχρηστο· ὅπου ὅμως ὑπάρχει ἐλπίδα θεραπείας, ἐκεῖ ἡ τομὴ εἶναι ἰάσῃ. Ὅπου ἀναγνωρίζω μαθητή, καὶ ἂν ὑβρίζω, παιδαγωγώ· ἐνῶ ὅπου ὁ τρόπος εἶναι ξένος πρὸς ἔμενα, ἡ νόσος ἀνίατος. Καὶ τοῦ ἑνὸς μὲν θεραπεύω τὴν ἄγνοια, τοῦ δὲ ἅλλου προκαλῶ τὴν παραφροσύνη. Ἀλλὰ σὺ μέν, ὢ Πέτρε, μὲ συμβουλεύεις νά παραιτηθῶ ἀπὸ τὸ πάθος· ἐγὼ ὅμως σὲ παροτρύνω νά μιμηθεῖς τὸν θάνατό μου, νά δεχθεῖς τὸν σταυρό, νά ὑπομείνεις τὸ πάθος, νά ποθήσεις τὸν κίνδυνο μὲ ζῆλο. Διότι «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Τὸ πάθος, ὁδὸς σωτηρίας· καὶ ὁ Σταυρός, πρόξενος Βασιλείας. Μὲ τὴν κοινωνία τῶν Παθῶν μου νά δείξετε ὅτι εἶστε μαθητές μου· καὶ ἔτσι, ἐπειδὴ θὰ πάθετε πρὸς χάριν μου, θὰ βασιλεύσετε μαζί μου. «Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».

6.

Τὸ αἷμα τῆς καρδίας! Κυριακή Ε΄ Νηστειῶν.

(†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας

 

Τὸ αἷμα τῆς καρδίας!

Κυριακή Ε΄ Νηστειῶν (Μάρκ. ε΄ 32-45)

«Ὅς ἄν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος»

 

Γνωρίζει, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος, ὅτι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τῆς μεγάλης θυσίας Του. Θὰ τοῦ ζητηθῇ ἀπὸ τὸν οὐράνιον Πατέρα Του ἡ ὑψίστη προσφορὰ τῆς ζωῆς Του. Βλέπει ἤδη εἰς τὸν ὁρίζοντα ὑψωμένον τὸν αἱματωμένον Σταυρόν… Θέλει διὰ τοῦτο νὰ πρετοιμάσῃ τοὺς μαθητάς Του. Νὰ μὴ ἀποκαρδιωθοῦν, ὅταν θὰ μείνουν μόνοι. Καὶ ἔτσι, καθὼς ἀνεβαίνουν πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, περιγράφει μὲ ἀκρίβειαν εἰς τοὺς ἀποστόλους τὰ ὅσα πρόκειται νὰ ὑποστῇ διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Περίλυποι οἱ μαθηταί.  Καὶ φοβισμένοι. Καὶ ἀμίλητοι.

 

Αἴφνης ἀλλάσσει ἡ σκηνή… Δύο ἐκ τῶν μαθητῶν, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, πλησιάζουν ἰδιαιτέρως τὸν Κύριον καὶ Τοῦ ζητοῦν μίαν χάριν. Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀρνεῖται νὰ τοὺς ἀκούσῃ. Θέλουν νὰ τοὺς ὑποσχεθῇ, ὅτι, ὅταν θὰ ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ Του, θὰ τοὺς πάρῃ μαζύ Του, τὸν ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ τὸν ἄλλον ἐξ ἀριστερῶν.

Κρῖμα! Τόσον καιρὸν εἶναι κοντά Του καί, παρὰ ταῦτα, καὶ οἱ πιὸ στενοὶ ἀκόλουθοί Του δὲν κατώρθωσαν νὰ ἀντιληφθοῦν τὶ ζητοῦσεν ἀπ’  αὐτούς.  Τόσον, λοιπόν, δύσκαμποι ἀπεδείχθησαν!

Καὶ ὁ Κύριος, διὰ νὰ μὴ ζοῦν εἰς ἀτμόσφαιραν ψευδαισθήσεων, καλεῖ καὶ τοὺς ὑπολοίπους μαθητάς, διὰ νὰ ἀκούσουν, μεταξύ ἄλλων, αὐτὴν τὴν μεγάλην ἀλήθειαν: «Ὅς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος». Θέλετε, τοὺς λέει νὰ εἶσθε μεγάλοι;

Ὁ δρόμος εἶναι ἕνας. Νὰ γίνετε προηγουμένως διάκονοι, ὑπηρέται τῶν ἄλλων. Μέγα δίδαγμα, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἰδιαιτέρως σήμερα πρέπει νὰ προσέξωμεν ὅλοι μας. Ἡ διακονία, ἡ προσφορὰ ὑπηρεσιῶν καὶ θυσιῶν χάριν τῶν ἄλλων, ἰδοὺ τὸ καθῆκόν μας.

Ποῖοι ὅμως λόγοι, ἆρα γε, νὰ ἐπιβάλλουν αὐτὴν τὴν διακονίαν;

Ἄς τὸ ἐξετάσωμεν.

1.Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου.

«Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος ἐπεσφράγισε τὴν διδασκαλίαν Του πρὸς τοὺς μαθητὰς. Ζητεῖτε, τοὺς εἶπε, ἀξιώματα καὶ θέσεις. Γιατί εἶσθε ἐγωϊσταὶ καὶ συμφεροντολόγοι;

Ἐγὼ ὁ διδάσκαλος σας θὰ ἐδικαιούμην νὰ ζητήσω ἐξυπηρετήσεις ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Εἶμαι ὁ Κύριός σας. Ἀλλὰ δὲν τὸ κάνω. Ἀντὶ νὰ διακονηθῶ, θὰ διακονήσω. Καὶ θὰ διακονήσω μάλιστα, μὲ τὸν πιὸ συγκλονιστικὸ τρόπο, θὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου διὰ τοὺς ἄλλους.

Ἔτσι εἶναι. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ἄνθρωπος. Ἦλθεν εἰς τὴν γῆν πτωχὸς καὶ ταπεινὸς. Ἐδίδαξεν, ἐθεράπευσεν, ἐκοπίασεν, ἠγρύπνησεν, ἀγαπήθηκε, μισήθηκε. «Διῆλθε τὸν βίον Του εὐεργετῶν».  Καὶ ὅταν παρέστη ἡ ἀνάγκη νὰ ἀνοίξῃ τὸν δρόμον πρὸς τὸν οὐρανὸν μὲ τὴν θυσία του, δὲν ἐδίστασε νὰ τὴν προσφέρῃ.

Ὡς λύτρον, ὡς μέσον ἐξαγορᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐκεῖνο, ποὺ ἐπέβαλε τὸν Χριστὸν ὡς τὴν μεγαλυτέραν φυσιογνωμίαν τῆς ἱστορίας, σημειώνουν οἱ μεγάλοι θεολόγοι, δὲν εἶναι μόνον ἡ διδασκαλία Του.  Βεβαίως ὁ Κύριος ὑπῆρξεν ὁ ἀπαράμιλλος διδάσκαλος καὶ ὁ ἀνυπέρβλητος ἡθικολόγος τοῦ κόσμου.

Παρὰ ταῦτα, ὡς Σωτῆρα τοῦ ἀνθρώπου τὸν ἀνέδειξε κυρίως ὁ Σταυρός. Ἡ θυσία Του.  Χωρὶς αὐτὴν τὴν προσφορὰν τοῦ Κυρίου ὁ οὐρανὸς θὰ ἦτο ἀκόμη κλειστὸς διὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Καὶ ἀπὸ τότε αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ γνησιώτερο καὶ σαφέστερον γνώρισμα τῶν ὁπαδῶν Του. Ἡ θυσία, ἡ προσφορά. Ἡ ἐκδαπάνησις. Ὅ,τι γίνεται μὲ τὴν λαμπάδα. Λυώνει αὐτή, διὰ νὰ φωτίζωνται οἱ ἄλλοι. Ὅπου δὲν ὑπάρχει τέτοια ἐκδήλωσις, ἐκεῖ ἡ πίστις εἶναι ἀναιμικὴ καὶ φαινομενικὴ.

Οἱ γνήσιοι ὁπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ μιμοῦνται τὸν Ἀρχηγὸν εἰς ὅλα. Ἰδιαιτέρως ὅμως εἰς τὴν προσφοράν. Ἔτσι πλάϊ στὴν ἕνα, τὸν Σωτήριον Σταυρόν, τὸν αἰώνιον σύμβολον τῆς θυσίας, στήνονται καὶ ἄλλο μικρότεροι. Τὸν πρῶτον τὸν ἡγίασεν ὁ Κύριος. Τοὺς ἄλλους τοὺς ὑψώνουν οἱ πιστοί..

  1. Ἡ ἔννοια τῆς κοινωνίας.

Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου, καλοῦνται οἱ χριστιανοὶ νὰ τὸ ἐφαρμόσουν εἰς τὴν κοινωνίαν. Ὁ ἕνας ζῇ κοντὰ στὸν ἄλλον. Καὶ ὅλοι ἔχομεν τὴν ἀνάγκη τῶν ἄλλων. Καὶ ὁ Θεὸς σαφῶς δετύπωσε τὰς ὑποσχέσεις τῶν πιστῶν. Εἶναι παρατηρημένον, ὅτι ὁ ἄνθρωπος διεκδικεῖ περισσότερον τὰ δικαιωματά του καὶ λησμονεῖ τὰ καθήκοντά του.  Στενοχωρεῖται, ὅταν προσφέρῃ. Τοῦ στοιχίζει.

Μία ὅμως κοινωνία, διὰ νὰ ζήσῃ καὶ νὰ μὴ διαλυθῇ ἔχει ἀπόλυτον ἀνάγκην ἀνθρώπων ποὺ νὰ διαπνέωνται ἀπὸ ἄλλο πνεῦμα. Ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς προσφορᾶς.

Ἠμπορεῖ οἱ περισσότεροι νὰ ἐκτιμοῦν καὶ νὰ τιμοῦν τοὺς ἰσχυροὺς, τοὺς μεγάλους. Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως μεγάλος καὶ ἰσχυρὸς εἶναι ὁ θυσιαζόμενος χάριν τοῦ γενικοῦ καλοῦ. Αὐτοὶ εἶναι τὰ κοινωνικὰ ἀγκωνάρια. Καὶ τὶς μεγαλύτερες χαρὲς καὶ ἱκανοποιήσεις ὁ ἄνθρωπος τὶς δοκιμάζει, ὅταν ἀκριβῶς κάνῃ τὸ καλόν.

Ἡ ἐσωτερικὴ ἀγαλλίασις, ποὺ αἰσθάνεται ὁ προσφέρων, δὲν ἀνταλλάσσετει μὲ τίποτε. Βέβαια. Χρειάζεται ψυχικὴ δύναμις, διὰ νὰ προχωρήσῃ κανεὶς εἰς τὸν δρόμον τῆς θυσίας. Ὅσοι ὅμως τὸ κατορθώνουν, τότε, ὅπου καὶ νὰ εὑρεθοῦν, γίνονται τὸ ἀλάτι τῆς κοινωνίας.

Εἶναι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὁ ἄξων τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Χωρὶς τὸν ἄξονα αὐτὸν ἡ κοινωνία χάνεται. Ὅ,τι ὡραῖον καὶ ὑψηλὸν ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον, ἡ θυσία τὸ ὕψωσε. Καὶ εἶναι τόσον ἁπλοῦν νὰ κάνῃ κανεὶς τὸ καλόν! Κάθε ἡμέραν νὰ θυσιάζῃ κάτι. Μὲ χαρὰν βέβαια.

Χρῆμα, ὕπνον, ἀνάπαυσιν, ἄλλα ἀγαθά. Ἐὰν κάθε ἡμέραν ἕνας ἄνθρωπος ἔκαμεν ἕνα καλό, ἐλογαριάσατε τι ἠμπορεῖ νὰ παρουσιάσῃ σὲ διάστημα 40 ἐτῶν; 14.600 πράξεις καλωσύνης καὶ ἀγάπης!  Καταπληκτικὸς ἀριθμὸς. Πληγὲς θὰ ἔκλειναν· δάκρυα θὰ στέγνωναν· δράματα θὰ ἐπρολαμβάνοντο· καλωσύνη θὰ βασίλευε. Καὶ ὅλα αὐτά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλῃ καὶ ποθῇ νὰ μὴ εἶναι δένδρον μόνον μὲ φύλλα.

Νὰ μὴ εἶναι τὸ μοσχολίβανο, κλεισμένο στὸ κουτί. Γιὰ τὰ κάρβουνα εἶνα προωρισμένο. Θὰ καῇ, βέβαια. Ἀλλὰ μόνον ἔτσι θὰ εὐωδιάσῃ… Μὲ τὴν θυσίαν του ὠφελεῖ.

Κάποια βασίλισσα κάθε βράδυ ντυνότανε «ἀδελφὴ» καὶ ἐπήγαινε στὸ Νοσοκομεῖο, διὰ νὰ βοηθήσῃ. Τῆς εἶπαν, ὅτι ἦταν πολὺ αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Θὰ κουραζότανε.

-Γι’ αὐτὸ τὸ κάνω. Γιὰ νὰ κουρασθῶ. Τότε μόνον θὰ αἰσθανθῶ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἱκανοποίηση. Ἀφήσατέ με νὰ χαρῶ τὴν εὐτυχία τῆς θυσίας.

Πόσα, ἀλήθεια, πράγματα θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ γίνουν, ἄν ἡ ὑλιστικὴ διδασκαλία δὲν μᾶς ἔκανε συμφεροντολόγους καὶ ἐγωϊστάς!  Ἀλλὰ, βλέπετε, ὁ καθεὶς ἀντικρύζει τὴν ζωὴν μὲ τὸ δικὸ του μάτι. Ἄλλοι τὴν βλέπουν ὡς μέσον πλουτισμοῦ· ἄλλοι ὡς εὐκαιρίαν ἀπολαύσεων. Ὑπάρχουν, εὐτυχῶς, καὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς προσφορᾶς. Ἀλλοιῶς, πρὸ πολλοῦ θὰ μᾶς εἶχε παρασύρει τὸ ποτάμι. Ἐδῶ ἐφαρμόζεται ἐκεῖνο, ποὺ γράφει κάποιος. «Ἡ ζωή, λέγει, ὁμοιάζει μὲ κάποιο φυτόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖον παίρνει χυμοὺς καὶ τὸ φίδι καὶ ἡ μέλισσα. Ἀπὸ τὸ ἴδιο φυτό. Εἱς τὸ φίδι οἱ χυμοὶ γίνονται δηλητήριον. Εἰς τὴν μέλισσαν, μέλι».

Ἀλλοίμονον ἄν ἔλειπαν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν μας οἱ μέλισσες! Διότι αὐτὲς γλυκαίνουν τὴ ζωὴ καὶ ἐξωραΐζουν τὴν κοινωνίαν μὲ τὴν ἀγαπη τνω καὶ μὲ τὴν θυσίαν των.

«Κύριε, μὴ στερήσῃς ποτὲ τὴν κοινωνίαν μας ἀπὸ τὶς εὐεργετικὲς αὐτὲς εὐλογημένες τῆς θυσίας μέλισσες!».

Ἀγαπητοί μου.

Τὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἐξαντλεῖται σὲ ὁλίγες γραμμές. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ βασικώτερα ζητήματα, ποὺ πρέπει νᾶ προσέξουν οἱ χριστιανοί. Ὑπάρχουν πολλαὶ ἀκόμη πλευραὶ τοῦ σοβαρωτάτου αὐτοῦ θέματος τῆς προσφορᾶς.

Τώρα ὅμως νὰ τελειώσωμεν. Ἦταν κάποτε ἕνας διάσημος ζωγράφος. Ἡ ἱκανότης του, κυρίως, ἐφαίνετο στὴ ζωντάνια, ποὺ κατώρθωνε νὰ δίδῃ στὸ κόκκινο χρῶμα. Οἱ πίνακές του ἐγίνοντο ἀνάρπαστοι. Ρωτουσαν οἱ ἄλλοι ζωγράφοι:

-Πὲς μας, πῶς κατορθώνεις καὶ πετυχαίνεις τόσο ζωήρὸ τὸ κόκκινο χρῶμα;

-Θὰ τὸ μάθετε ὅταν πεθάνω, ἀπαντοῦσε μὲ ἠρεμίαν.

Καὶ μιὰ μέρα ἤλθεν ὁ θάνατος. Ὅλοι λυπήθηκαν, διότι ὁ ζωγράφος εἶχε πάρει τὸ μεγάλο του μυστικὸ στὸν τάφο. Αἴφνης ἐκεῖ ποὺ ἑτοίμαζαν τὸ νεκρό, εἶδαν μὲ ἀπορία στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς μιὰ μικρὴ πληγή. Ἀπόρησαν. Τί νἆναι αὐτό; Ἀλλὰ ἔπειτα θυμήθηκαν τὰ λόγια του, ποὺ τοὺς εἶχε πολλὲς φορὲς πῇ. «Τὸ μυστικὸ θὰ τὸ μάθετε, ὅταν πεθάνω». Ὥστε ὁ ζωγράφος ἔκανε τοὺς πίνακές του μὲ χρώματα, εἰς τὰ ὁποῖα ἔρριχνε σταγόνες ἀπὸ τὸ αἷμα του; Γι’ αὐτὸ εἶχε αὐτὴ τὴν ζωηρότητα καὶ τὴν χάριν τὸ κόκκινο χρῶμα; Μάλιστα· ἦτο ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του.

Ἀδελφέ μου!  Τίποτε τὸ μεγάλο δὲν γίνεται εἰς τὸν κόσμον, χωρὶς νὰ προσφερθῇ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς ἐκείνων, ποὺ τὰ ἔδωσαν ὅλα διὰ νὰ χαροῦν οἱ ἄλλοι. Θὰ ὑπῆρχε σήμερα ὁ Σταυρός καὶ ἡ σωτηρία, ἄν ὁ Κύριος δὲν ἔδινε τὸ αἷμα Του;

Θὰ ὑπῆρχαν ἰδανικά, χωρὶς τοὺς ἁγνοὺς σημαιοφόρους, ποὺ ἐκράτησαν ὑψηλὰ τὴ σημαία καὶ τὴν ἐστερέωσαν ἐπάνω στὴ θυσία των καὶ στὸ αἷμα των; Θὰ ὑπῆρχαν ἐλευθερία εἰς τὸν κόσμον, ἄν δὲν ἐκτίζετο τὸ ἱερὸ τῆς οἰκοδόμημα ἐπάνω στὰ κόκαλα τῶν ἡρωϊκῶν ὑπερασπιστῶν της; Θὰ ὑπῆρχαν τόσαι σωτήριοι ἐφευρέσεις καὶ ἀνακαλύψεις, ἄν δὲν ἐθυσίαζαν τὸν ἑαυτὸ των ἐπάνω εἰς τὰ πειράματα οἱ μυσταγωγοί τῆς ἐπιστήμης;

Μόλις θὰ παύσῃ ἡ θυσία καὶ ἡ προσφορὰ εἰς τὴν κοινωνίαν, ὁ κόσμος ἀμέσως θὰ μεταβληθῇ εἰς ζούγκλαν.

Νὰ πάρωμεν σήμερον ὅλοι ἕνα εὐγενικὸ καὶ ἡρωϊκὸ σύνθημα; Εἴπαμεν. Ἡ προσφορὰ καὶ ἡ θυσία ἀναδεικνύει τοὺς ἀληθινοὺς μεγάλους καὶ τοὺς ἁγίους. Μή, λοιπόν, διστάζωμεν νὰ θυσιαζώμεθα χάριν τῶν ἀδελφῶν μας. Θὰ δοκιμάζωμεν  τότε τὰς ὡραιοτέρας καὶ ἁγιωτέρας συγκινήσεις. Δὲν θὰ εἴμεθα τὰ παράσιτα τῆς κοινωνίας. Θὰ ἀναδειχθῶμεν οἰκοδόμοι τῆς ἀγάπης. Θὰ μεταβληθῶμεν  τότε εἰς ἁγνοὺς αἱμοδότας τοῦ κόσμου, ἀφοῦ θὰ δίδωμεν καὶ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς μας!

 

Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου

Μητροπολίτου Νικαίας

Λύχνος τοῖς ποσί μου

Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν

(σελ.258-262)

Ἐκδόσεις Β΄

Ἀποστολική διακονία

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

7.

Ε’ Κυριακή των Νηστειών-Μαρίας Αιγύπτιας Αμαρτωλοί, λάβετε θάρρος! +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

 

Αμαρτωλοί, λάβετε θάρρος!

 

Η αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι περίοδος στην οποία ή Εκκλησία μας καλεί τα παιδιά της σε πνευματικές ασκήσεις και περισυλλογή. είναι περίοδος μετανοίας. Την περασμένη Τετάρτη εψάλη Ο Μέγας Κανών, πού είναι ένας θρήνος για την άμαρτωλότητά μας. Και σήμερα, πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, προβάλλει ως υπόδειγμα μια γυναίκα πού μετανόησε και επέστρεψε στο Θεό. είναι ή όσία Μαρία ή Αιγύπτια• εορτάζει δυο φορές το χρόνο, την 1η Απριλίου και σήμερα.

 

 

Γύρω από τον βίο της θα στραφεί ό λόγος.

Τα παλιά τα χρόνια ζούσε στην έρημο ένας ασκητής, ό Ζωσιμάς. Ή φήμη του προσείλκυε πολλές ψυχές. Ήταν όντως άγιος. Άλλα μια μέρα του πέρασε ένας λογισμός – αρκεί και ένας λογισμός για να κάνη τον άνθρωπο ν’ αμαρτήσει. Ό σατανάς του έλεγε• «Ζωσιμά, είσαι ό αγιότερος άνθρωπος!».

 

Ό Θεός όμως, πού αγαπούσε το Ζωσιμά, δια οράματος του είπε «Δεν είσαι συ ό αγιότερος• κοντά στον Ιορδάνη ποταμό υπάρχει κάποιος ανώτερος από σένα». Ύπήκουσε και πήγε στον Ιορδάνη, σ’ ένα ξακουσμένο μοναστήρι. Εκεί είχαν συνήθεια, την πρώτη μέρα της μεγάλης Τεσσαρακοστής όλοι οι καλόγηροι να φεύγουν άδειαζαν το μοναστήρι, έβγαιναν στην έρημο, κ’ εκεί έμεναν 40 μέρες. Επέστρεφαν την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν όλοι μαζί τα πάθη και την άνάστασι του Κυρίου. Έτσι έκανε κι ό άγιος Ζωσιμάς.

 

Βγήκε στην έρημο. Καθώς περπατούσε, βλέπει μια σκιά. Φοβήθηκε. Πλησιάζει. Δεν ήταν φάντασμα, ήταν μία γυναίκα• ή Μαρία ή Αιγύπτια. Είχε γίνει πετσί και κόκαλο άπ’ τη νηστεία. Ό Ζωσιμάς τη ρώτησε πώς βρέθηκε εκεί, κι αύτη διηγήθηκε τον βίο της. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά πού του είπε μάθαμε για αυτήν τα εξής.

 

Ή όσία Μαρία έζησε την εποχή του ενδόξου βασιλέως του Βυζαντίου Ιουστινιανού (527-565). Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, πού ήταν τότε πόλις ξακουσμένη, κέντρο γραμμάτων και επιστημών, σπουδαίο λιμάνι της Μεσογείου, εστία κοσμικής ζωής. Εκεί γεννήθηκε. Άλλα είχε το ατύχημα να πεθάνουν οι γονείς της κ’ έμεινε ορφανή. Στο περιβάλλον εκείνο ή Μαρία γλίστρησε και έπεσε στην αμαρτία. Λόγω δε της εκτάκτου καλλονής της έγινε διάσημος εταίρα, πόρνη.

 

Έζησε έτσι 17 χρόνια, εμπορευόμενη το σαρκίον της. Έζησε με πολυτέλεια• ό,τι επιθυμούσε το είχε. Οι ερασταί της έδιναν άφθονα χρήματα. Φαγητά, ποτά, αρώματα, άνθη, κοσμήματα, έπιπλα, αμάξια, μέγαρο, ό,τι φανταστή κανείς, είχε στη διάθεση της.

 

Μια μέρα, κοντά στην εορτή του σταυρού, ή Μαρία κατέβηκε στο λιμάνι. Είδε καράβια έτοιμα ν’ αναχωρήσουν για τους αγίους Τόπους με προσκυνητές. Μπήκε σε ένα, όχι όμως για να πάει να προσκύνηση. Πήγε, όπως πηγαίνουν πολλοί στις εορτές, όχι για να τιμήσουν τους αγίους, άλλ’ απλώς για να διασκεδάσουν. Ναύλο δεν πλήρωσε• ναύλο ήταν το σώμα της. Στο ταξίδι οργίασε.

 

Έφθασε στους αγίους Τόπους και στα Ιεροσόλυμα. Καθώς όμως πήγε μαζί με τους άλλους να μπει στο ναό, μία αόρατος δύναμις δεν την άφηνε• την απωθούσε. Προσπάθησε πολλές φορές• αδύνατον. Τότε συναισθάνθηκε, ότι είναι αμαρτωλοί. Παρακάλεσε την Παναγία να τη βοηθήσει να προσκύνηση κι αυτή το ξύλο του σταυρού. Ή Παναγία άκουσε την προσευχή της• σε λίγο, χωρίς εμπόδιο, εισήλθε και με δάκρυα ασπάσθηκε τον τίμιο σταυρό. Όταν βγήκε από το ναό, ήταν άλλος άνθρωπος. Κάρβουνο μπήκε, διαμάντι βγήκε.

 

Μετανόησε, έκλαψε, αποφάσισε να κόψη πλέον την αμαρτία. Βρήκε πνευματικό πατέρα και εξομολογήθηκε, για πρώτη φορά, με δάκρυα τα αμαρτήματα της. Ό πνευματικός της είπε• «Πέρασε τον Ιορδάνη και πολλή ανάπαυση θα εύρης».

 

Πέρασε τον Ιορδάνη κ’ έφθασε στη βαθιά έρημο. Εκεί έζησε σκληρά ζωή ασκήσεως, προσευχής και λατρείας του Θεού. Ποια γλώσσα μπορεί να περιγράψει τον αγώνα πού έκανε στήθος με στήθος με το διάβολο; Ό σατανάς προσπαθούσε με όλα τα μέσα να την επαναφέρει στην Αίγυπτο. Ζωγράφιζε εμπρός της τα θέλγητρα, τους εραστές, τις ηδονές, τα συμπόσια, τις διασκεδάσεις, τον πλούτο πού εγκατέλειψε… Εκείνη πολεμούσε. Υστερα από χρόνια ό σατανάς την άφησε.

 

Έζησε εκεί ή όσία Μαρία, μακριά από την κοινωνία. Ύστερα από σαράντα χρόνια τη συνάντησε ό άγιος Ζωσιμάς, όπως είπαμε, και του διηγήθηκε όλα αυτά. Τον παρακάλεσε δε, να ξανάρθει στο ίδιο μέρος, για να την κοινωνήσει. Πράγματι μετά από ένα χρόνο ό άγιος Ζωσιμάς ήρθε πάλι με το άγιο ποτήρια. Καμιά ψυχή δεν κοινώνησε με τόση κατάνυξη. Ή όσία ευχαρίστησε το Θεό πού την αξίωσε των αχράντων μυστηρίων. Παρακάλεσε δε τον άγιο Ζωσιμά, να έρθει και του χρόνου.

 

Ξαναπήγε ό Ζωσιμάς. Άλλα δεν τη βρήκε. Ψάχνοντας στην έρημο τη βρήκε νεκρά πλέον, ξαπλωμένη στην άμμο με σταυρωμένα τα χέρια. Δίπλα είχε γράψει• «Ζωσιμά, θάψε το σώμα της αμαρτωλής Μαρίας». Εκείνος δεν μπορούσε να σκάψει και το συναξάρια λέει κάτι, πού μπορεί σε κάποιους να φαίνεται απίστευτο, αλλά για το Θεό όλα είναι δυνατά. Ενώ, δηλαδή, συλλογιζόταν πώς θα σκάψει, ξαφνικά έρχεται ένα λιοντάρι και με τα νύχια του έσκαψε λάκκο. Εκεί έθαψε το λείψανο της όσιας Μαρίας της Αιγύπτιας.

 

Τι μας διδάσκει ό βίος της;

Πρώτον οι υπερήφανοι ταπεινώνονται. Για αυτό κανείς μη υπερηφανεύεται. Κι αν ακόμη είναι Ζωσιμάς και τον θεωρούν άγιο, αυτός να έχη το συναίσθημα ότι είναι αμαρτωλός, ότι έχει πολλή «λάσπη» μέσα του.

Ή υπερηφάνεια είναι απάτη. Υπερηφανεύθηκε ό Ζωσιμάς ότι είναι ό αγιότερος• κι όμως δεν ήταν αυτός, αλλά μία γυναίκα. Υπερηφανεύθηκε κι ό άγιος Αντώνιος• κι όμως απεδείχθη, ότι ένας τσαγκάρης της Αλεξανδρείας ήταν ό αγιότερος άνθρωπος των ήμερων του.

 

Κακό πράγμα, μεγάλη αμαρτία ή υπερηφάνεια. Αυτή γκρέμισε από τον ουρανό τον εωσφόρο και τον έκανε διάβολο. Οτιδήποτε κι αν έχουμε κάνει, ποτέ να μην έχουμε υψηλό φρόνημα. Πάντοτε να έχουμε ταπεινό φρόνημα, το όποιο εκτιμά και βραβεύει ό Κύριος.

 

  • Δεύτερο δίδαγμα. Ή όσία Μαρία δεν είναι μόνη. Σήμερα υπάρχουν όχι μία εταίρα αλλά χιλιάδες. Γέμισε ό κόσμος διεφθαρμένες γυναίκες. Φρικτό πράγμα ή πορνεία.

Θα καταδικάσουμε τίς γυναίκες αυτές; Όχι, αδελφοί μου. είναι θύματα μιας κοινωνικής συμφοράς. Κάποια μάνα φταίει, κάποιος πατέρας, κάποιος άντρας – ελεεινό υποκείμενο πού εγκατέλειψε τη γυναίκα. Κι όπως επάνω στην κοπριά φυτρώνουν τα μανιτάρια, έτσι στην βρωμερά κοινωνία φυτρώνει ή πορνεία. Δεν καταδικάζουμε αυτές• καταδικάζουμε το καθεστώς, την κοινωνία, όλους τους παράγοντας πού αμέλησαν το καθήκον τους. Τις γυναίκες αυτές μην τις καταδικάσετε. Διότι μέσ’ στη λάσπη μπορεί να κρύβεται ένα μαργαριτάρι. Αυτό απέδειξε ή όσία Μαρία ή Αιγύπτια.

 

Μην καταδικάζετε τίς γυναίκες αυτές. Τώρα πού πλησιάζει Μεγάλη Εβδομάδα και θ’ ακούσουμε την αμαρτωλή γυναίκα να κλαίει ενώπιον του Κυρίου, ας έχουμε ένα έλεος για αυτές. Γιατί μπορεί αυτές να σωθούν, κ’ εμείς πού νομίζουμε ότι είμεθα άγιοι να κολαστούμε. Μην κατακρίνετε, για να μη κατακριθείτε.

  • Το ένα δίδαγμα• οι υπερήφανοι ταπεινώνονται. Το δεύτερο• άνθρωποι, μην κατακρίνετε για να μη κατακριθείτε. Και το τρίτο και σπουδαιότερο Αμαρτωλοί, λάβετε θάρρος! Όσες κι αν είναι οι αμαρτίες σας, συγχωρούνται. Κάθε αμαρτία, λέει ό Ιερός Χρυσόστομος, είναι κάρβουνο αναμμένο. Όσα κάρβουνα κι αν μαζέψεις, καί αν γίνουν ένα βουνό σαν τον Όλυμπο, μόλις τα ρίξεις μέσ’ στη θάλασσα σβήνουν. Ή θάλασσα νικά τη φωτιά, κι όχι ή φωτιά τη θάλασσα. Θάλασσα είναι το έλεος του Θεού και νικάει τις αμαρτίες του ανθρώπου. Το είπε ό απόστολος σήμερα (βλ. Έβρ. 9,11-14)•μία σταγόνα από το αίμα πού έχυσε ό Κύριος μας επάνω στο σταυρό —αν πιστεύεις—, γίνεται ωκεανός. Μέσα στον ωκεανό αυτόν ελάτε όλοι να πλύνουμε οποιεσδήποτε αμαρτίες δια της μετανοίας.

 

Εύχομαι, αγαπητοί μου, τίς άγιες αυτές ήμερες, όλοι να μιμηθούμε την όσία Μαρία. Κανείς αμετανόητος, κανείς ανεξομολόγητος. Ας ακούσουμε όλοι, γέροντες και παιδιά, λαός και κλήρος, το σάλπισμα «Μετανοείτε» (Ματθ. 3,2′ 4,17), και ας σπεύσουμε στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Τότε θα αισθανθούμε κ’ εμείς αυτό πού αισθάνθηκε ή αγία, καί «χαρά έσται εν τω ούρανω επί ένι άμαρτωλω μετανοούντι» (Λουκ. 15,7).

 

Επίσκοπος Αυγουστίνος.

8.

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής Ε ΄ Νηστειών, +Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιος

 

ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΥΙΩΝ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ

 

Ὑπόσχεση σωτηρίας καί ζωῆς

Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, μπαίνομε στή Μεγάλη Ἑβδομάδα. Γι’ αὐτό ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, τόν Χριστό  νά προετοιμάζει τούς ἀποστόλους του γιά ἐκεῖνα πού ἐπρόκειτο νά συμβοῦν. Τούς ἔλεγε:

«Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καί παραδοθήσεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου καθώς γέγραπται. Ἀλλά μή φοβεῖσθε. Δέν ἀναβαίνομε μόνο γιά πάθη, γιά λύπες, γιά στενοχώριες. Αὐτά τά πάθη εἶναι ἀρχή χαρᾶς, ἀρχή σωτηρίας, ἀρχή εὐτυχίας. Ἀναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα ὑμῶν καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν».

 

Ὁ Πατέρας δέν εἶναι ποτέ λύπη καί κίνδυνος. Καί ὁ Θεός δέν εἶναι ποτέ ἀπειλή. Ἀλλά εἶναι πάντοτε ὑπόσχεση γιά σωτηρία, γιά συγχώρηση, γιά ἀγάπη καί γιά ζωή αἰώνια. Ἀρκεῖ βέβαια καί ἐμεῖς νά θέλομε νά μπαίνομε σέ κάποια πνευματική σειρά.

Πᾶμε ν’ ἀνάψουμε τό κεράκι μας

Ἕνα τέτοιο παράδειγμα μᾶς δίνει ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία πού ἑορτάζομε σήμερα. Αὐτή, στή νεανική της ἡλικία τῶν 16-18 ἐτῶν, ξέφυγε. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, πῆρε στραβό δρόμο. Καί ἔπεσε μέ τά μοῦτρα στή διαφθορά. Ὅσο περισσότερο τόσο καλύτερα. Ἔτσι νόμιζε.

Ὅπου ἄκουγε ντόρο, ἔτρεχε. Ὅπως κάνουν καί σήμερα πολλοί χριστιανοί, ὅταν εἶναι πανυγήρι. «Πᾶμε καί ἐμεῖς. Θ’ ἀνάψουμε τό κεράκι μας, θά φιλήσουμε τήν εἰκόνα,  θά πιοῦμε καί τό κρασάκι μας, θά δοῦμε κόσμο. Λοιπόν πᾶμε».

Ἔτσι ξεκίνησε ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία νά πάει στήν Ἱερουσαλήμ. Ποιός δέν θά ἤθελε, νά ἀποτελοῦσε μέλος ἑνός γκρούπ, νά πάει στήν Ἱερουσαλήμ, νά προσκυνήσει τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ; Τό μέρος πού σταυρώθηκε ὁ Χριστός; Ἕνα κομμάτι ἀπό τόν Σταυρό του πού σώζεται ἐκεῖ; Ποιός δέν θά ἤθελε;

Ἀλλά ἐνῶ πήγαινε μαζί μέ ὅλους -ὁ Θεός ξέρει ποιοί πήγαιναν ἀξίως, ποιοί πήγαιναν μέ συναίσθηση νά προσκυνήσουν- αἰσθάνθηκε κάτι νά τήν δαγκώνει στήν καρδιά καί νά τῆς λέει: «Ποῦ πᾶς ἐσύ;» Καί αἰσθάνθηκε σάν ἕνα χέρι νά τήν τραβάει πρός τά πίσω. «Ποῦ πᾶς ἐσύ; Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μέ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού τόν πάτησες καί τόν πατᾶς μέ τά ἔργα σου καί μέ τά μυαλά σου καί μέ τά συναισθήματά σου; Ποῦ πᾶς;»

Καί αἰσθάνθηκε τόν ἑαυτό της νά κοκαλώνει καί νά ἀπολιθώνεται στόν τόπο ἐκεῖνο. Νά μήν μπορεῖ νά προχωρήσει.

Λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες: «Ὁ Θεός ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ἔχει τρόπους καί μιλάει στόν ἄνθρωπο μέσα στήν καρδιά του. Μερικές φορές βάζει μία σειρήνα, πού ξεκουφαίνει. Μερικές φορές, μιλάει πολύ σιγά. Ἀλλά τό ἀκοῦμε, τό αἰσθανόμαστε, τό καταλαβαίνομε. Ποῦ πᾶς; Τί πᾶς νά κάνεις; Εἶσαι ἐντάξει;»

Ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία κατάλαβε τί μιλοῦσε μέσα της καί τί τῆς ἔλεγε. Καί γύρισε τρομαγμένη πίσω. Γυρίζοντας πρός τά πίσω, εἶδε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἔπεσε γονατιστή καί εἶπε: «Ἁγία Μαρία, Μαρία σύ, Μαρία καί ἐγώ. Στόν οὐρανό ἐσύ, στήν κόλαση ἐγώ. Ἁγνή Παρθένος ἐσύ, δυσωδία ἐγώ. Ἀξίωσέ με νά φιλήσω καί ἐγώ τόν Σταυρό τοῦ Υἱοῦ σου καί σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι ἀπό αὐτή τήν στιγμή, τελεία καί παύλα. Ἀλλάζω».

Ψάλλομε στό τροπάριο: «Εἰκόνι γάρ προσβλέψασα τῆς εὐλογημένης Θεόπαιδος, πάντων καταγνοῦσα πταισμάτων τῶν πρίν».

Ὅλα ὅσα ἔκανε προηγουμένως τά καταδίκασε καί εἶπε:      «Δέν ἦταν χαρά. Δέν ἦταν κέρδος γιά τή ζωή. Ἦταν ζημία καί καταστροφή. Ἀπώλεια». «Πάντων καταγνοῦσα». Τά κατέκρινε ὅλα, τά ἀποδοκίμασε. Τά εἶπε ὅτι εἶναι λάθη.

Ἐσωτερική ἡ διόρθωση

Μπορεῖ μία πράξη νά σέ στέλνει στήν κόλαση, στό πῦρ τό αἰώνιο καί νά εἶναι κέρδος καί ὠφέλεια;

Ἐπειδή ἔφαγες κάτι Παρασκευή καί γέμισε ἡ κοιλιά σου, γιά μιά ὥρα, εἶναι κέρδος καί ὠφέλεια;

Ἐπειδή εὐχαριστήθηκες κάποια ἄλλη στιγμή, εἶναι κέρδος καί ὠφέλεια;

Ἐπειδή ἔβαλες στήν τσέπη σου μερικά χρήματα, ἔστω καί ἑκατομμύρια πού νόμιζες πῶς σοῦ χρειάζονται πολύ… ὅταν αὐτά σέ στέλνουν στήν αἰώνια ἀπώλεια, εἶναι κέρδος καί ὠφέλεια; Ἤ καταστροφή;

Αὐτά, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, τότε τά σκέφθηκε. Τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, τό τσίμπημα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά καί στή συνείδηση, τό κατάλαβε πώς εἶναι εὐεργεσία. Καί ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο καί ἔγινε μοναχή. Ἀσκήτρια. Γιά νά σώσει τήν ψυχή της. Γιά νά ἀξιωθεῖ νά πάει στήν αἰώνια ζωή. Στή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Θεός μᾶς τσιμπάει καί μᾶς. Πόσες φορές;

Ἄραγε ὑπάρχει ἄνθρωπος πού δέν τά ἔχει αἰσθανθεῖ καί μιά καί δυό καί πέντα καί πολλές φορές, στή ζωή του τά τσιμπηματάκια τοῦ Θεοῦ; Χτύπημα ξυπνητηριοῦ εἶναι. Γιά νά ξυπνήσομε, νά συναισθανθοῦμε, νά ἀλλάξομε πορεία. Ἄν δέν τά ἀκοῦμε ποιός φταίει; Ὁ Θεός φταίει ἤ ἐμεῖς; Ποιός σέ πάει στήν ἀπώλεια; Ὁ Θεός σέ καταδικάζει ἤ σύ μόνος σου αὐτοκαταδικάζεσαι;

Ἡ ἁγία Μαρία καταλαβαίνοντας ὅτι ἦταν κακό, ὅτι ἦταν λάθος της νά ζεῖ ὅπως ζοῦσε, πῆγε στήν ἔρημο καί πέρασε πολύ αὐστηρά. Μέ προσευχή, μέ νηστεία, μέ ἀγρυπνία. Ἀγωνιζόμενη ὅσο μποροῦσε πιό καλά. Καί ἔγινε ἄγγελος. Διά τῆς μετανοίας.

Δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά κάνομε τά ἴδια, σέ ἐξωτερικά ἔργα, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητο νά διορθώσουμε τά μυαλά μας, γιά νά πηγαίνομε πρός τόν Χριστό.

Πού λέει: «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καί παραδοθήσεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου». Γιά μᾶς, γιά τή σωτηρία μας. Γιά νά μᾶς πλύνει μέ τό αἷμα του καί μέ τό ἅγιο Βάπτισμα.       Γιά μᾶς πηγαίνει ὁ Χριστός στά Ἱεροσόλυμα, στό μαρτύριο. Ἀλλά συμπληρώνει στή συνέχεια: «ἀναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου, καί Πατέρα ὑμῶν καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν».

Μιλᾶ σάν νά εἶναι ἴσα μέ μᾶς. «Πατέρα μου καί Πατέρα ὑμῶν. Θεόν μου καί Θεόν σας». Ὅπως εἶναι γιά μένα, μόνο ἀγάπη καί στοργή, ἔτσι ὁ ἐπουράνιος Πατέρας εἶναι γεμάτος ἀγάπη καί στοργή καί γιά σᾶς. Καί ὅπως  εἶναι Θεός δικός μου, καί ἐγώ σάν Υἱός του, κάθομαι στό θρόνο του, καί ἔχω τό ὄνομά του, ἔτσι καί ἐσᾶς θά σᾶς κάνει ὅλους παιδιά του…

Ὅταν βέβαια τόν ἀκολουθοῦμε.

Θέλει συζήτηση, τί εὐεργεσία εἶναι ἡ προσφορά τοῦ ἐπουράνιου Θεοῦ καί τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ;

Ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει τήν μνήμη τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας γιά νά μᾶς πεῖ: «Ὅταν αἰσθάνεσθε τό δαγκωματάκι τῆς συνείδησης σας, πᾶρτε το στά σοβαρά. Ἀκοῦστε το, ὅταν σᾶς λέει: Τί κάνεις; Ποῦ πᾶς τώρα; Μπορεῖς νά πᾶς νά κοινωνήσεις; Εἶσαι προετοιμασμένος; Μπορεῖς νά φιλήσεις τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας; Εἶσαι ἐντάξει; Ἄλλαξε μυαλά. Διορθώσου».

Ἀπό τήν στιγμή πού διορθώνεται ὁ ἄνθρωπος καί ἀλλάζει μυαλά διά τῆς μετανοίας, μπῆκε στό σωστό δρόμο. Ἀλλάζω μυαλά… Αὐτό εἶναι ἡ μετάνοια. Ὅταν λέω: «συγχώρεσέ με, Θεέ μου». Καί ὅταν μετά πάω στόν πνευματικό καί τοῦ πῶ: «Παππούλη ἄκουσε τά ἁμαρτήματά μου. Παρακάλεσε τόν Θεό νά μέ συγχωρήσει καί ἐμένα». Ἄν τό κάνεις περπατᾶς πνευματικά σάν τήν ἁγία Μαρία τήν Αἰγυπτία. Βαδίζεις σταθερά πρός τήν αἰώνια ζωή. Ἀπό κεῖ καί πέρα, ὅτι καλό κάνεις, εἶναι πλοῦτος καί δόξα. Δόξα αἰώνια.

Τί ἔκανε τήν ἁγία Μαρία τήν Αἰγυπτία ἄγγελο;

Ἡ νηστεία της.   Ἡ προσευχή της. Ἡ σταθερότητά της πού εἶπε: «Αὐτό τόν δρόμο δέν κάνει νά τόν χάσω. Γιατί ἀλλοίμονό μου». Τί θά ὠφελήσει τόν ἄνθρωπο νά κερδίσει τόν κόσμο ὅλο, ἄν ζημιωθεῖ τήν ψυχή του, καί φύγει ἀπό τόν Θεό;

Κοπιάζετε καί ἀγαπᾶτε

Ὅταν οἱ δύο ἀπόστολοι, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης, ἄκουσαν τόν Χριστό νά μιλάει γιά τήν Βασιλεία του, τοῦ εἶπαν:

-Χριστέ μου, ἐμεῖς εἴμαστε δικοί σου ἄνθρωποι. Σέ ἀκολουθήσαμε. Τί καλό θά μᾶς δώσεις στή Βασιλεία σου;

-Τί θέλετε; Τούς λέει ὁ Χριστός;

-Νά μᾶς βάλεις τόν ἕνα στά δεξιά καί τόν ἄλλο στά ἀριστερά σου. Δηλαδή νά εἴμαστε οἱ πρῶτοι στή Βασιλεία σου.

Ὁ Χριστός τούς εἶπε κάτι παράξενα λόγια.

-Ξέρετε; Ἐγώ, πάω νά πιῶ τώρα ἕνα ποτήρι. Καί νά βαπτισθῶ ἕνα βάπτισμα αἵματος. Σταυρό καί θάνατο. Μπορεῖτε νά τό πιεῖτε σεῖς αὐτό τό ποτήριο;

Τοῦ ἀπαντᾶνε καί οἱ δυό. Ἥρωες πνευματικῆς ζωῆς, ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἰάκωβος.

-Δυνάμεθα. Καί τό θέλομε νά ὑποφέρομε τά πάντα γιά σένα. Τό θέλομε καί θά τό κάνομε στή ζωή μας.

Τόν ἀγαποῦσαν τόν Χριστό μέ ὅλη τους τήν καρδιά. Τούς ἀπαντᾶ ὁ Χριστός:

-Τό ποτήριό μου, θά τό πιεῖτε. Καί τό βάπτισμα θά τό βαπτισθεῖτε. Δόξα, ἀμοιβή. Ἀμοιβή εἶναι γιά σᾶς τό ὅτι θά πιεῖτε τό ποτήριο τό δικό μου. Καί θά βαπτισθεῖτε τό βάπτισμα τό δικό μου καί θά ὑποστεῖτε καί σεῖς ἕνα Γολγοθᾶ. Δέν εἶναι τιμωρία. Δόξα εἶναι. Ἀλλά νά καθήσετε δεξιά καί ἀριστερά μου, δέν μπορεῖτε νά τό ἀπαιτήσετε. Ἐγώ δέν ἦλθα γιά νά ἀποκτήσω ἀξιώματα, οὔτε νά μοιράσω ἀξιώματα. Ἦλθα νά γίνω ὑπηρέτης καί δοῦλος τοῦ κόσμου.

Καί σ’ ὅλη του τή ζωή τήν ἐπίγεια, ἦταν δοῦλος μας.         Ἔτρεχε παντοῦ γιά μᾶς. Μᾶς εὐεργετοῦσε. Ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν του. Ὑπέμεινε τά πάθη τά ὁποῖα θά τά παρακολουθήσομε τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα,  ὅλα. Γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους καί γιά τή σωτηρία μας.

Εἶπε ὁ Χριστός στούς μαθητές του:

-Ἅμα θέλετε νά γίνετε μεγάλοι στή Βασιλεία μου, νά κοπιάζετε καί νά ἀγαπᾶτε πολύ. Νά μήν θέλετε νά εἶσθε ἀφεντικά τῶν ἀνθρώπων. Νά μήν ἔχετε τήν διάθεση νά καταφρονεῖτε κανένα. Ἀλλά νά συμπεριφέρεστε σέ ὅλους μέ καλωσύνη. Μέ ἀγάπη. Μέ συμπόνια. Νά εἴσαστε ὑπηρέτες τῶν ἀνθρώπων καί δοῦλοι τους. Ἔτσι νά αἰσθάνεσθε. Ἔτσι νά ἐνεργεῖτε.

Δύσκολα φαίνοται αὐτά τά πράγματα. Λιγάκι βαρειά. Ἀλλά ὅταν τά ζεῖ κανείς, βλέπει ὅτι δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη γλύκα ἀπό τό νά ἔχει κανείς ἀγάπη, καλωσύνη, εἰρήνη, χαρά καί ταπείνωση. Τό γλυκύτερο πράγμα στόν κόσμο λέει ὁ Χριστός, δέν εἶναι νά παίρνεις, ἀλλά νά δίνεις. Τό γλυκύτερο πράγμα στόν κόσμο, δέν εἶναι νά ἀποκτᾶς τήν σκληρότητα τοῦ ἐγωισμοῦ, ἀλλά νά ἔχεις καλωσύνη καί ἀγάπη καί ταπείνωση.

Ἀλάνθαστη πυξίδα

Χριστιανοί εἴμαστε. Τοῦ Χριστοῦ τόν λόγο, πρέπει νά τόν ἀγαπᾶμε. Νά τόν τηροῦμε. Μέ αὐτόν νά ζυγίζομε τά φρονήματά μας καί τίς ἀποφάσεις μας Αὐτή εἶναι ἡ ὀμορφιά τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, αὐτή εἶναι ἡ σωτηρία.

Ποιό πρέπει νά εἶναι τό ὁδηγητικό στή ζωή μας;

Τί θέλεις νά σοῦ κάνουν; Κάνε το καί σύ.

Ἔτσι νά ἐνεργεῖς.

Τί θέλεις;

Νά σέ σέβονται. Νά σέ τιμοῦν. Νά λένε καλά λόγια γιά σένα. Νά σέ βοηθᾶνε. Κάνε τό ἴδιο. Ἄν κάνεις τό ἴδιο, τί γεμίζεις; Εἰρήνη. Καί ἔχεις ἑνότητα μέ ὅλο τόν κόσμο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἑνότητα καί σέ ἀγάπη μέ τόν κόσμο καί μέ τόν ἐπουράνιο Θεό, γεμίζει ἡ ψυχή του χαρά. Οὐράνια χαρά καί εὐχαρίστηση.

«Ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα». Τήν ἡμέρα πού θά φτάσομε νά κρατᾶμε τήν λαμπάδα μέ τό φῶς τῆς ἀναστάσεως, πρέπει νά δοξάζομε τόν Χριστό καί νά λέμε:

«Δόξα σοι Χριστέ μου, πού μέ τό φῶς τό δικό σου, φωτίζεις τήν καρδιά καί τόν νοῦ μου. Καί μέ κάνεις νά πιστεύω στήν αἰώνια ζωή,  στήν ἀνάσταση καί νά περιμένω καί ἐγώ τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν». Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου.

9.

Αγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς – Ομιλία εις την E΄ Κυριακή των νηστειών

 

Εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἰδού ἡ πέμπτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Κυριακή [πού σφραγίζει τήν ἑβδομάδα] τῶν μεγάλων ἀγρυπνιῶν καί τῶν μεγάλων ἀσκήσεων, τήν ἑβδομάδα τῶν μεγάλων θρήνων καί ἀναστεναγμῶν, ἡ Κυριακή τῆς πιό μεγάλης μεταξύ τῶν ἁγίων γυναικῶν Ἁγίας, τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας…

Σαράντα ἑπτά χρόνια ἔκανε στήν ἔρημο, καί ὁ Κύριος τῆς ἔδωσε ἐκεῖνο πού σπάνια δίνει σέ κάποιον ἀπό τούς Ἁγίους. Χρόνια ὁλόκληρα δέν γεύθηκε ψωμί καί νερό. Στήν ἐρώτησι τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἐκείνη ἀπάντησε: «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4). Ὁ Κύριος τήν ἔτρεφε μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο καί τήν ὡδηγοῦσε στήν ἐρημητική ζωή, στούς ἐρημητικούς της ἀγῶνες.

Καί ποιό ἦταν τό ἀποτέλεσμα; Ἡ Ἁγία μετέτρεψε τήν κόλασί της σέ παράδεισο! Νίκησε τόν διάβολο καί ἀνέβηκε ψηλά στόν Θεό! Πῶς, μέ τί; Μέ τήν νηστεία καί τήν προσευχή, μέ νηστεία καί προσευχή! Διότι ἡ νηστεία, ἡ νηστεία μαζί μέ τήν προσευχή, εἶναι δύναμις πού νικᾶ τά πάντα. Ἕνας θαυμάσιος ὕμνος τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς λέγει: «ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Μέ τήν νηστεία μᾶς ἔδειξε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου… Δέν ὑπάρχει ἄλλο ὅπλο, δέν ὑπάρχει ἄλλο μέσον.

 

Νηστεία! Ἰδού τό μέσον γιά νά νικήσῃς τόν διάβολο, τόν κάθε διάβολο. Παράδειγμα νίκης, ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Τί θεία δύναμις ἡ νηστεία! Νηστεία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά νά σταυρώνῃς τό σῶμα, νά σταυρώνῃς τό σῶμα, νά σταυρώνῃς ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό σου.

Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει σταυρός, ἡ νίκη εἶναι σίγουρη. Τό σῶμα τῆς πρώην πόρνης τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Μαρίας, μέ τήν ἁμαρτία παραδόθηκε στήν δουλεία τοῦ διαβόλου. Ἀλλά ὅταν ἀγκάλιασε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ὅταν πῆρε αὐτό τό ὅπλο στά χέρια της, νίκησε τόν διάβολο. Νηστεία εἶναι ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς ἐκ νεκρῶν. Ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή ἀνοίγουν τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά ἀντικρύσῃ καί νά καταλάβῃ πραγματικά τόν ἑαυτό του, νά ἰδῇ τόν ἑαυτό του. Βλέπει τότε ὅτι κάθε ἁμαρτία στήν ψυχή του εἶναι ὁ τάφος του, ὁ τάφος, ὁ θάνατός του. Καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία μέσα στήν ψυχή του δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά μετατρέπῃ σέ πτώματα ὅλα ὅσα ἀνήκουν στήν ψυχή: τούς λογισμούς της, τά συναισθήματά της καί τίς διαθέσεις της· σειρά ἀπό τάφους. Καί τότε…, τότε ξεχύνεται θρηνητική κραυγή ἀπό τήν ψυχή: «Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσον με». Αὐτή εἶναι ἡ κραυγή μας κατά τήν ἁγία αὐτή ἑβδομάδα: Κύριε, προτοῦ χαθῶ τελείως, σῶσε με. Ἔτσι προσευχηθήκαμε αὐτή τήν ἑβδομάδα στόν Κύριο, τέτοιες προσευχητικές ἀναβοήσεις μᾶς παρέδωσε στόν Μεγάλο Κανόνα του ὁ μεγάλος ἅγιος πατήρ ἡμῶν Ἀνδρέας Κρήτης.

«Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Αὐτή ἡ κραυγή μᾶς ἀφορᾶ ὅλους, ὅλους ὅσους ἔχουμε ἁμαρτίες. Ποιός δέν ἔχει ἁμαρτίες; Εἶναι ἀδύνατον νά κυττάξῃς τόν ἑαυτό σου νά μή εὕρῃς κάπου, σέ κάποια γωνία τῆς ψυχῆς σου, νά μή ἐντοπίσῃς σέ κάποια ἄκρη της μία ξεχασμένη ἴσως ἁμαρτία. Καί… κάθε ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία δέν ἔχεις μετανοήσει, εἶναι ὁ τάφος σου, εἶναι ὁ θάνατός σου. Καί ἐσύ, γιά νά μπορέσῃς νά σωθῇς καί νά ἀναστήσῃς τόν ἑαυτό σου ἀπό τόν τάφο σου, κρᾶζε μέ τίς προσευχητικές θρηνητικές κραυγές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με».

Ἄς μή ξεγελᾶμε τόν ἑαυτό μας, ἀδελφοί, ἄς μή ἀπατώμεθα. Καί μία μόνο ἁμαρτία ἄν ἔμεινε στήν ψυχή σου, καί σύ δέν μετανοεῖς καί δέν τήν ἐξομολογεῖσαι ἀλλά τήν ἀνέχεσαι μέσα σου, αὐτή ἡ ἁμαρτία θά σέ ὁδηγήσῃ στό βασίλειο τῆς κολάσεως. Γιά τήν ἁμαρτία δέν ὑπάρχει τόπος στόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν ἁμαρτία δέν ὑπάρχει τόπος στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γιά νά ἀξιωθῇς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, φρόντισε νά ἀποδιώξῃς ἀπό μέσα σου κάθε ἁμαρτία, νά ξεριζώσῃς ἀπό μέσα σου διά τῆς μετανοίας κάθε ἁμαρτία. Διότι, τίποτε δέν γλυτώνει ἀπό τήν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια δύναμι ἔδωσε ὁ Κύριος στήν Ἁγία Μετάνοια.

Κοίταξε! Ἀφοῦ ἡ μετάνοια μπόρεσε νά σώσῃ μία τόσο μεγάλη ἄσωτη γυναῖκα, ὅπως ἦταν κάποτε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, πῶς νά μή σώσῃ καί ἄλλους ἁμαρτωλούς, τόν κάθε ἁμαρτωλό, καί τόν πιό μεγάλο ἁμαρτωλό καί ἐγκληματία; Ναί, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι τό πεδίο τῆς μάχης, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί μέ τήν νηστεία καί τήν προσευχή νικᾶμε τόν διάβολο, νικᾶμε ὅλες τίς ἁμαρτίες, νικᾶμε ὅλα τά πάθη καί ἐξασφαλίζουμε στόν ἑαυτό μας τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνιο ζωή. Στήν ζωή τῶν ἁγίων καί ἀληθινῶν Χριστιανῶν ὑπάρχουν ἀναρίθμητα παραδείγματα πού δείχνουν ὅτι ὄντως μόνο μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί νικᾶμε τούς δαίμονες, ὅλους ἐκείνους πού μᾶς βασανίζουν καί θέλουν νά μᾶς παρασύρουν στό βασίλειο τοῦ κακοῦ, στήν κόλασι. Αὐτή ἡ Ἁγία Νηστεία…! εἶναι νηστεία τῶν ἁγίων ἀρετῶν μας. Κάθε ἁγία ἀρετή ἀνασταίνει τήν ψυχή μου καί τήν ψυχή σου ἐκ τῶν νεκρῶν.

Προσευχή! Τί εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ μεγάλη ἀρετή πού σέ ἀνασταίνει καί μέ ἀνασταίνει. Σηκώθηκες μήπως γιά προσευχή, ἔκραξες πρός τόν Κύριο νά καθαρίσῃ τήν ψυχή σου ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀπό τό κάθε κακό, ἀπό κάθε πάθος; Τότε οἱ τάφοι σου καί οἱ τάφοι μου ἀνοίγουν καί οἱ νεκροί ἀνασταίνονται. Ὅ,τι εἶναι ἁμαρτωλό φεύγει, ὅ,τι σύρει πρός τό κακό ἐξαφανίζεται. Ἡ ἁγία προσευχή ἀνασταίνει τόν καθένα ἀπό μᾶς, ὅταν εἶναι εἰλικρινής, ὅταν φέρνει ὅλη τήν ψυχή στόν οὐρανό, ὅταν ἐσύ μέ φόβο καί τρόμο λέγῃς στόν Κύριο: Δές, δές τούς τάφους μου, ἀναρίθμητοι εἶναι οἱ τάφοι μου, Κύριε! Μέσα σέ κάθε ἕναν ἀπό αὐτούς τούς τάφους, νά’την ἡ ψυχή μου, νά’την νεκρή, μακρυά ἀπό Σένα, Κύριε! Εἰπέ λόγον καί ἀνάστησον πάντας τούς νεκρούς μου! Διότι, Σύ, Σύ, Κύριε, μᾶς ἔδωσες πολλές θεῖες δυνάμεις νά μᾶς ἀνασταίνουν διά τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως, νά μᾶς ἀνασταίνουν ἀπό τόν τάφο τῆς ραθυμίας.

Ναί, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τά πάθη μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Ἡ ψυχή ἀποθνήσκει, ὅταν χωρίζεται ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι δύναμις πού χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τόν Θεό. Καί ἐμεῖς, ὅταν ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία, ὅταν ἀγαπᾶμε τίς ἁμαρτωλές ἡδονές, στήν πραγματικότητα ἀγαπᾶμε τόν θάνατό μας, ἀγαπᾶμε τούς τάφους, τούς δυσώδεις τάφους, μέσα στούς ὁποίους ἡ ψυχή μας ἀποσυντίθεται.

Ἀντίθετα, ὅταν ἀνανήψουμε, ὅταν μέ τόν κεραυνό τῆς μετανοίας χτυπήσουμε τήν καρδιά μας, τότε…, τότε οἱ νεκροί μας ἀνασταίνονται. Τότε ἡ ψυχή μας νικᾶ ὅλους τούς φονεῖς της, νικᾶ τόν κατεξοχήν δημιουργό ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, τόν διάβολο, νικᾶ μέ τήν δύναμι τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γι’ αὐτό, γιά μᾶς τούς Χριστιανούς δέν ὑπάρχει ἁμαρτία πιό ἰσχυρή ἀπό μᾶς. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε ἁμαρτία πού σέ βασανίζει, πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε πάθος πού σέ βασανίζει. Πῶς; –ἐρωτᾶς. Μέ τήν μετάνοια! Καί τί εἶναι εὐκολώτερο ἀπό αὐτήν; Πάντοτε μπορεῖς μέσα σου, μέσα στήν ψυχή σου, νά κραυγάζῃς: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν θά σέ παραβλέψῃ. Θά ἀναστήσῃς τόν ἑαυτό σου ἀπό τούς νεκρούς καί θά ζῇς σ’ αὐτόν τόν κόσμο σάν κάποιος πού ἦρθε ἀπό ἐκεῖνον τόν κόσμο, πού ἀναστήθηκε καί ζῆ μία νέα ζωή, τήν ζωή τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, πού ὑπάρχουν μέσα του ὅλες οἱ θεῖες δυνάμεις, ἔτσι ὥστε καμμία ἁμαρτία πλέον δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ἴσως νά ξαναπέφτῃς, ἀλλά πλέον γνωρίζεις, γνωρίζεις τό ὅπλο, γνωρίζεις τήν δύναμι μέ τήν ὁποία ἀνασταίνεσαι ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἄν πενήντα φορές τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, ἄν πενήντα φορές ντροπιασθῇς, ἄν πενήντα τάφους σκάψῃς σήμερα, μόνο φώναξε: «Κύριε, δός μου μετάνοια. Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με».

Ὁ Ἀγαθός Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τήν ἀσθένεια καί ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, εἶπε: Ἔλα, ἀδελφέ. Ἀκόμη κι ἄν ἑβδομηκοντάκις τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, πάλι ἔλα καί πές: ἥμαρτον (Ματθ. ιη΄, 21-22). Αὐτό ἐντέλλεται ὁ Κύριος σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, τούς ἀσθενεῖς καί ἀδυνάτους. Συγχωρεῖ τούς ἁμαρτωλούς. Γι’ αὐτό καί δήλωσε ὅτι χαρά μεγάλη γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἐνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἐπί τῆς γῆς (πρβλ. Λουκ. ιε΄ 7). Ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος ἀτενίζει σέ σένα, ἀδελφέ καί ἀδελφή, πῶς ζῆς στήν γῆ. Πέφτεις στήν ἁμαρτία καί δέν μετανοεῖς; Νά, οἱ Ἄγγελοι κλαῖνε καί θλίβονται στόν Οὐρανό ἐξ αἰτίας σου. Μόλις ἀρχίσῃς νά μετανοῇς, νά, οἱ Ἄγγελοι στόν Οὐρανό χαίρονται, καί σάν οὐράνιοι ἀδελφοί σου χορεύουν…

Νά ἡ σημερινή μεγάλη ἁγία, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Πόσο ἁμαρτωλή! Ἀπό αὐτήν ὁ Κύριος ἔκανε μία ἁγία ὕπαρξι σάν τά Χερουβίμ. Μέ τήν μετάνοια ἔγινε ἰσάγγελη, μέ τήν μετάνοια κατέστρεψε τήν κόλασι, στήν ὁποία βρισκόταν, καί ἀνέβηκε ὁλόκληρη στόν παράδεισο τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει Χριστιανός ἀδύνατος σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἔστω κι ἄν τοῦ ἐπιτίθενται οἱ φρικωδέστερες ἁμαρτίες καί πειρασμοί αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀρκεῖ μόνο ὁ Χριστιανός νά μή ξεχάσῃ τά μεγάλα του ὅπλα: τήν μετάνοια, τήν προσευχή, τήν νηστεία· νά ἐπιδοθῇ σέ κάποια εὐαγγελική ἄσκησι, σέ κάποια ἀρετή: εἴτε στήν προσευχή, εἴτε στήν νηστεία, εἴτε στήν εὐαγγελική ἀγάπη, εἴτε στήν εὐσπλαχνία. Ἄς θυμηθοῦμε τούς μεγάλους Ἁγίους τοῦ Θεοῦ, ἄς θυμηθοῦμε τήν ἑορταζομένη σήμερα μεγάλη Ἁγία, τήν ὁσία Μητέρα μας Μαρία τήν Αἰγυπτία, καί ἄς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος θά εἶναι εὔκαιρος βοηθός μας. Ἡ ἁγία Μαρία ἐβίωσε τόσο θαυμαστή βοήθεια ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί σώθηκε ἀπό τήν φοβερή της κόλασι, ἀπό τούς φοβερούς της δαίμονες. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί σήμερα καί πάντοτε μᾶς βοηθεῖ σέ ὅλες τίς εὐαγγελικές μας ἀρετές: στήν προσευχή, καί στήν νηστεία, καί στήν ἀγρυπνία, καί στήν ἀγάπη, καί στούς οἰκτιρμούς, καί στήν ὑπομονή, καί σέ κάθε ἄλλη ἀρετή. Εὔχομαι νά μᾶς βοηθῇ πάντα καί νά μᾶς καθοδηγῇ…

Γι’ αὐτό, ποτέ νά μήν ἀποκάμῃς στόν ἀγῶνα καί στόν πόλεμο μέ τίς ἁμαρτίες σου… Σέ ὅλες τίς δυσκολίες σου καί στίς πιό μεγάλες πτώσεις σου νά θυμᾶσαι τήν κραυγή αὐτῆς τῆς ἁγίας ἑβδομάδος, πού ἔχει τήν δύναμι νά σέ ἀναστήσῃ: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με».

[Μετάφρασις ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τό βιβλίο
PASHALNE BESEDE (Πασχαλινές Ὁμιλίες)

10.

Η ΜΕΣΣΙΑΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΩΣ ΘΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
Σήμερα Ε΄ Κυριακή των Νηστειών μπαίνουμε στην τελική ευθεία για τη μεγάλη εορτή του Πάσχα. Εορτή που θέτει στο τραπέζι της Ελληνικής ζωής σπουδαία ζητήματα που αποτελούν τη βάση και όχι την κορυφή της ανθρώπινης πυραμίδας. Λ.χ. θα τεθεί το ζήτημα της φθοράς και τη αιωνιότητας. Και αυτό γιατί η φθορά του κάθε ανθρώπου υπονομεύει συνεχώς την ειρηνική κι αξιοπρεπή διαβίωση του παγκόσμιου πληθυσμού της γης.
Κάποιοι απορούν γιατί η ορθοδοξία θέτει τέτοια ζητήματα. Κι’ όμως θάπρεπε νάχουν καταλάβει όσοι απορούν πως η συνεχής φθορά είναι πολύ σημαντικό φαινόμενο για ν’ αγνοηθούν όπως λ.χ. αγνοείται από την αντιθρησκευτική προπαγάνδα.
Ερωτάται : μπορεί σε κάποιον να λες που σπουδάζει, υποφέρει, αγωνίζεται ,αγαπά, μπορεί να του λες ότι όλα αυτά είναι ένα ψέμα; Πάντως η Εκκλησία δεν μπορεί να λέει τέτοια πράγματα, όπως δεν μπορεί να έχει ψευδαισθήσεις προτείνοντας συμβιβασμούς και υπεκφυγές.
Έτσι επιλέγει τη γιορτή του Πάσχα για να θέτει ζητήματα για την ανθρώπινη σκέψη, έντονο προβληματισμό.

Η επιστήμη καλύπτει τα πάντα τεχνηέντως οριζόντια και κάθετα. Επομένως δεν έχουμε τίποτε να κάνουμε ή που πρέπει να ειπωθεί. Πρέπει προφανώς να διαφωνήσουμε μ’ αυτή την άποψη. Έχουμε υποχρέωση να ζωοποιήσουμε τη σκέψη μας ερευνώντας τα ζητήματα που αφορούν τη γήινη περιπέτεια μας.
Ένας τρόπος είναι το πάθος και η Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Διότι ο Θεάνθρωπος Κύριος δεν αντιμετωπίζει μακρόθεν τα μεγάλα ζητήματα. Αντίθετα μετέχει της ζωής αυτής και την αναπόφευκτη σχέση της ζωής με τη φθορά και τον θάνατο .Ο Ιησούς δεν νικάει σ’ αυτή τη ζωή δείχνοντας την παντοδυναμία Του. Νικάει δείχνοντας τη δύναμη της ανθρωπιάς που εμπνέεται από την θεανθρώπινη παρουσία Του. Έτσι ηγείται χωρίς να εξετάζει, χωρίς να δεσμεύει. Αλλά κινείται ελευθερώνοντας τις γνήσιες ανθρώπινες δυνάμεις αποκαλύπτοντας που είναι άμεσα ή έμμεσα καλοντυμένη για λόγους σκοπιμότητας.
Κοντολογίς προχωρούμε προς την εορτή του Πάσχα γι’ αυτό αρνούμαστε να αποσιωπήσουμε μεγάλα ζητήματα που αφορούν κάθε άνθρωπο , επειδή αρνούμαστε τον εγκλεισμό τη σκέψης σε αδιέξοδα. Μία τέτοια δυνατή ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση δίνει το Ευαγγέλιο της σημερινής θ. Λειτουργίας, το οποίο μας λέγει όσα έγιναν « τω καιρώ εκείνω» το πρώτο χριστιανικό Πάσχα.
Όπως ακούσαμε σήμερα το Ευαγγέλιο μας παρουσιάζει το Χριστό να μιλάει για το μέλλον. Επίσης παρουσιάζει τους υιούς Ζεβεδαίου να προκαλούν γι’ αυτό το μέλλον, με σκοπό την τακτοποίηση τους μέσα σε συνθήκες απόλυτης ασφάλειας και εξουσίας.
Ο Χριστός αποδέχεται ως λογικό το αίτημα των δύο αδελφών για ένα καλύτερο αύριο. Τι καλύτερο από το να ελπίζουν οι άνθρωποι; Όμως τη ευθύνη του καλύτερου αύριο τη μεταθέτει στους ώμους των παραγόντων της συζήτησης. Στους δύο υιούς Ζεβεδαίου. Και μάλιστα με επώδυνο τρόπο γι’ αυτούς. « ουκ οίδατε τι αιτείσθε. Δύνασθε ποιείν το ποτήριον ο εγώ πίνω; Και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι;» Έτσι η πρωτοβουλία για το καλύτερο μέλλον ανατίθεται σε όσους θέλουν.
Η καταξίωση προχωρεί ακόμη περισσότερο καθώς ο λόγος με τον λόγο τον εμποδίζει να εξιδανικευθεί το παρελθόν και να εξωραϊστεί το μέλλον πριν την ώρα τους. Τους λέγει ξεκάθαρα: « ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσιν και γραμματεύσιν, κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσωσιν αυτόν τοις έθνεσιν και εμπτύσουσιν αυτω και μαστιγώσωσιν αυτώ και αποκτενούσιν αυτόν και τη Τρίτη ημέρα αναστήσεται».
Τι να εξωραΐσει κανείς από όλα αυτά; Η πορεία προς το καλύτερο μέλλον είναι ανάβαση. Ο δρόμος της ελπίδας είναι ανάβαση δηλ. όλοι θέλουμε το αύριο να είναι καλύτερο και αφού δεν έχει γίνει ακόμα φροντίζουμε να το ζωγραφίσουμε όμορφα αποβάλλοντας νοερά κακότητες ή δυσκολίες από το παρελθόν ή το παρόν.
Αυτό είναι λάθος τακτική. Στις κορυφές δεν ανεβαίνουμε με άλματα. Αναβαίνουμε από κακοτράχαλες πλαγιές και λόφους και φαράγγια. Ο Χριστός μας επαναφέρει στην πραγματικότητα. « και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται». Όμως η ημέρα αυτή δεν θα έρθει αυτόματα. Θα είναι η κατάληξη μιας μακράς διαδικασίας. Όσα μας λέγει σήμερα το Ευαγγέλιο αναφέρονται σ’ αυτή τη διαδικασία. Απ’ αυτά αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής εκείνα που μιλάνε για το ήθος των διεκδικητών του μέλλοντος.
Στο ερώτημα αν μπορούν να υποστούν όσα πρέπει για το καλύτερο μέλλον οι υιοί Ζεβεδαίου απαντάνε καταφατικά. Εν τούτοις τους έρχεται μια ψυχρολουσία: ακόμα κι αν ανεβείτε στο Σταυρό, στο Γολγοθά, τους λέει ο Κύριος, δεν θα κάνετε τίποτε, γιατί απλούστατα δεν έχετε το ήθος του Γολγοθά. Θεωρείτε τη σταυρική ανάβαση κάτι σαν αυτόματη διαδικασία, ιδιωτική εξασφάλιση του μέλλοντος, ας πούμε ένα είδος Ι.Κ.Α. Όμως η πορεία προς το καλύτερο αύριο είναι η περιπέτεια της πίστης , της ελπίδας και της αγάπης. Το ήθος που ταιριάζει σ αυτή την πορεία είναι το ήθος τη περιπέτειας. Ας μη λησμονούμε ,αν ενδιαφερόμαστε ‘ότι ο Χριστός πριν βγει για τη μεγάλη υπόθεση της λύτρωσης των ανθρώπων από τα δεινά τους, πέρασε από την περιπέτεια των πειρασμών τη ς ερήμου.
Στο σημείο αυτό αξίζει μια παρένθεση, έστω και αν μακρηγορήσουμε, για να θυμηθούμε τις τρείς φράσεις αυτής της μεγάλης περιπέτειας- προετοιμασίας του μέλλοντος.
Ο πρώτος πειρασμός είναι εκείνος της πείνας και της δίψας.. Ο καθημερινός βιολογικός πειρασμός που συμπυκνώνει το σύνολο των προβλημάτων και θεμάτων της διαβίωσης για το παρόν και το μέλλον.
Το αγιογραφικό κείμενο αναφέρει, ότι ο Χριστός αφού νήστεψε σαράντα μέρες και νύχτες μετά πείνασε. Τότε τον πλησιάζει ο διάβολος και του είπε: « εάν είσαι γιος του Θεού πες να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμί». Προφανώς ο πειρασμός δεν επικεντρώνεται στον καθημερινό επιούσιο άρτο. Αλλά με πρόσχημα την καθημερινή ανάγκη στρέφεται στην οικονομική κυριαρχία. Δηλ. στη συσσώρευση χρήματος. Όλα μα όλα και οι πέτρες και τα δάση και οι θάλασσες και τα σώματα ,όλα μα όλα να γίνουν χρήμα για να δούμε άσπρη μέρα.. Αυτή είναι η σατανική πρόταση, ο πρώτος πειρασμός. Ο φαινομενικά ανώδυνος πλουτισμός ο οποίος γίνεται ιδανικό σε βαθμό κακουργήματος και δεν είναι καθόλου ανώδυνος. Ο Χριστός αντιστέκεται στον πειρασμό με την πρόταση : « ουκ επ’ αρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Που σημαίνει το αεί ζητούμενον, το καλύτερο μέλλον, η ελπίδα μας που αδυνατεί να θεμελιωθεί αποκλειστικά στην ευκαιριακή ευδαιμονία και ευμάρεια και στην άκριτη συσσώρευση οικονομικών αγαθών. Η υπόσταση μας δεν μπορεί να ορισθεί με οικονομικά μεγέθη .Απ’ εδώ και πέρα τίθεται θέμα προτεραιοτήτων.
O δεύτερος πειρασμός είναι πνευματικότερος και γι’ αυτό δυσκολότερος από τον πρώτο. Έχει σχέση με την εκμετάλλευση της άγριας δυνατότητας και της ανάγκης του ανθρώπου να σχετίζεται με τον Θεό.
Το κείμενο είναι εκφραστικότατο « Τότε παραλαμβάνει ο διάβολος τον Ιησού και τον φέρνει στην αγία Πόλη και τον βάζει να σταθεί στην άκρη της στέγη του Ναού και του λέγει, αν είσαι υιός του Θεού πέσε κάτω, γιατί είναι γραμμένο ότι θα έρθουν οι άγγελοι του Θεού να σε σηκώσουν σα χέρια τους για να μην σκοντάψει το πόδι σου σε πέτρα».
Εδώ έχουμε τον πειρασμό των εμπόρων του πνεύματος έναντι του πειρασμού των εμπόρων του χρήματος. O πειρασμός αυτός αναφέρεται σ’ εκείνους που θέλουν να εκμεταλλευτούν κάθε πνευματική αξία, ιδεολογία, αγώνα προς το κοινό όφελος. Γι’ αυτό ο πειρασμός αναπτύσσεται σε χώρο ιερό, όπου συνήθως παρασιτούν και διαβιούν εκμεταλλευτές του πνεύματος, χωρίς να υποψιάζεται κανείς ην παρουσία του πονηρού εκεί κοντά.
Ακούστε θράσος: «αν είσαι υιός του Θεού ανέβα στα κεραμίδια και κάνε μας τον ακροβάτη, τον θαυματοποιό. Πέσε κάτω και ο Θεός θα σε σώσει μ τους αγγέλους Του».
Ο Χριστός αντιτίθεται ορθά κοφτά : « ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου» λέγει. Επιτέλους! Δεν μπορούμε να ποδοπατούμε τα ιερά και τα όσια. Δεν μπορούμε να εμπορευόμαστε ιδέες για να περάσουμε καλά, όπως λέμε. Υπάρχουν όρια που αν ξεπεραστούν υφίστασαι συνέπειες. Οι πνευματικές αξίες και ωραίες ιδέες και τα μεγάλα «πιστεύω» δεν παίζονται στο πράσινο τραπέζι του προσωπικού συμφέροντος . Αξίζουν άλλου είδους αντιμετώπιση.
Και ο τρίτος πειρασμός. Αυτός αποτελεί αποκορύφωση όλων των πειρασμών, γατί αποβλέπει στην καθολική αλλοτρίωση τω προσπαθειών για το καλύτερο μέλλον με το δόλωμα της εξουσίας.
Το κείμενο λέγει, ότι ο διάβολος φέρει το Χριστό σ’ ένα υψηλό βουνό και του δείχνει όλες τις βασιλείες του κόσμου και τη δόξα τους και του λέγει : « αυτά θα σου τα δώσω αν πέσεις και με προσκυνήσεις». Δηλ. να εξασφαλίσουμε το μέλλον με απεριόριστη εξουσία χρησιμοποιώντας δαιμονικές μεθοδεύσεις.
Αυτή είναι μία χυδαία πρόταση.
Αντιλαμβάνεται κανείς καλά τι θα γινόταν αν ο Χριστός δεχόταν αυτή την πρόταση; Τότε οι θρησκευτικές και σατανικές δυνάμεις με σατανικές μεθόδους θα έκαναν τους ανθρώπους δούλους. Τότε θα υπήρχε πλήρης έλλειψη διακρίσεως μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, δικαιοσύνης και αδικίας, φωτός και σκότους, καλού και κακού, θείου και δαιμονικού. Και όλα αυτά υπό έναν όρο: « εάν πεσών προσκυνήσεις εμένα τον διάβολο».
Το πράγμα πηγαίνει βαθύτερα. Ο άρχοντας του σκότους δεν επιδιώκει να αποτρέψει πνευματικές επιδιώξεις ή κοινωνικές αποστολές ή ν’ αποτρέψει αγώνες ή υψηλά ιδανικά. Κάθε άλλο. Δεν επιδιώκει να αποθαρρύνει ανθρώπους που θέλουν ν’ ανέλθουν τις όποιες βαθμίδες αξιολογικής κλίμακας. Όχι. Μόνη επιδίωξη του είναι να τα θέσει όλα αυτά κάτω από τον σκοτεινό του έλεγχο.
Ο Χριστός κυριολεκτικά διαλύει την επιδίωξη αυτή λέγοντας : « ύπαγε οπίσω μου σατανά. Γέγραπται γαρ. Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις».
Επιτέλους ένας Θεός υπάρχει. Δεν μπορούν άλλοι να παριστάνουν τους θεούς και να υποδουλώνουν τους ανθρώπους.!
Προφανώς οι τρείς πειρασμοί που υπέστη ο Χριστός στην έρημα σχετίζονται άμεσα με τις καλές προοπτικές για το καλύτερο μέλλον. Χρήμα, «θρησκεία», εξουσία είναι τρείς δρόμοι που διαπλέκονται στην πορεία προς ένα καλύτερο αύριο, άλλοτε επικίνδυνα κι άλλοτε όχι. Πάντα διαπλέκονται.
Ίσως είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο το ότι στην αντίδραση του Χριστού στο αίτημα των υιών Ζεβεδαίου κατακλείνεται με απόψεις περί εξουσίας. « προσέξτε λέει στους μαθητές Του : αυτοί που νομίζουν ότι είναι αρχηγοί κατακυριεύουν τα έθνη…. Εσείς δεν μπορείτε στο όνομα του χριστιανισμού να κάνετε τα ίδια. Αντίθετα θα ασκείτε την εξουσία ως διακονία,. Αν έχετε ως χριστιανοί κάποιο ειδικό δικαίωμα, αυτό είναι το δικαίωμα να διακονείτε τους ανθρώπους στην υπόθεση του καλύτερου μέλλοντος.
Όλα τα στοιχεία του σημερινού Ευαγγελίου δείχνουν, ότι κάθε άνθρωπος μέσα από τη χριστιανική του πορεία μπορεί να βρει μία άλλη πρωτότυπη δημόσια έκφραση του εαυτού του και θα συμβάλλει επώνυμα στην καλυτέρευση της κοινωνίας..
Το ερώτημα είναι : Ποιος έχει τι θάρρος να εγκαταλείψει το ρόλο ρουτίνας αφενός και να επιδιώξει μία πρωτότυπη έκφραση κοινωνικής δράσης αφετέρου;
Πάντως όσοι έχουν ή θέλουν να έχουν τέτοιο θάρρος ας έχουν υπόψη τους και τη δύναμη της χριστιανικής πίστεως, οποία εκπηγάζει από ην παρουσία του χριστού που βρίσκεται ζώντας εντός της εκκλησιαστικής κοινότητος.

11.

Ἡ ἄγνοιά μας

Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)

 

Μιά ὁσιακή προσωπικότητα προβάλλει καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτήν τή φορά ὅμως, ὄχι ἐπειδή ἔγραψε κάποιο σπουδαῖο βιβλίο, ἀλλά ἐπειδή ἄφησε παράδειγμα πολύτιμο. Ὁ λόγος γιά τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, ὁ βίος τῆς ὁποίας εἶναι ἰδιαίτερα διδακτικός. Κι ἐκεῖνο τό ὁποῖο κυριαρχικά τόν χαρακτηρίζει εἶναι ἡ μετάνοια. Ἡ μετάνοια ὄχι ὡς γεγονός στιγμιαῖο, ἀλλά ὡς διαρκῆς κατάσταση σώματος καί ψυχῆς, μιᾶς πού ἡ Ἁγία διεκδικώντας τήν ἀνατροπή τῶν ὅσων τήν ὑποδούλωναν καί τήν κατέστρεφαν, ἐγκολπώθηκε τήν προσευχητική ἄσκηση ὡς ἀγώνισμα ἱκανό νά μεταβάλλει τά πάντα, καί συνασκώντας ψυχή καί σῶμα νά ξεριζώσει μέσα της καθετί ἄσχημο στά μάτια τοῦ Θεοῦ, γιά νά λάβει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἀναφαίρετη αἰώνια κληρονομιά.

Καί αὐτήν τήν ἀπόφαση, τῆς ἰσόβιας προσευχητικῆς ἄσκησης ὡς ἀπόδειξη τοῦ πόθου τῆς μετανοίας πού εἶχε ἀνάψει στήν καρδιά της, τήν ἔλαβε μέ πολύ χαρακτηριστικό τρόπο. Προσερχόμενη, ὄχι μέ εὐλάβεια, ἀλλά ἀδιάφορα, ἐπειδή «ἔτσι ἔκαναν ὅλοι» καί μέ βεβαρυμένη ἀπό τή σαρκικότητα ψυχή, νά προσκυνήσει τόν Τίμιο Σταυρό πού ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ὑψωνόταν θριαμβευτικά στά Ἱεροσόλυμα μετά τήν ἐπανάκτησή του ἀπό τούς Περσες, ἔνιωσε μιά ἀόρατη δύναμη νά τήν ἐμποδίζει. Κι ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι μποροῦσαν καί προχωροῦσαν καί ἔμπαιναν στόν χῶρο ὅπου βρισκόταν τό Τίμιο Ξύλο, ἡ Μαρία ἔμενε καρφωμένη, ἐμποδισμένη ἀπό τή δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Κατανοώντας τό γιατί, ὕψωσε ἱκετευτικά τά μάτια σέ εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ζήτησε τή μεσιτεία της, ἀντιδώρισε τήν ἀπόφαση ν’ ἀλλάξει ριζικά τρόπο ζωῆς καί μόνον τότε τῆς ἐπετράπει νά προχωρήσει καί νά προσκυνήσει τόν Τίμιο Σταυρό, γιά νά φύγει μετά στήν ἔρημο καί νά ζήσει ὀσιακά.

«Ἡ ἄγνοια»

Τό σημερινό Εὐαγγέλιο συνεχίζει τήν περιγραφή τῆς πορείας τοῦ Χριστοῦ μας πρός τά Ἱεροσόλυμα, ὅπου «ἐν ἐπιγνώσει» μετέβαινε γιά νά σταυρωθεῖ ἑκουσίως. Σήμερα μάλιστα, περιγράφεται ἡ τρίτη φορά πού προειδοποιεῖ τούς μαθητές του γιά τό τί ἀκριβῶς θά πάθει στά Ἱεροσόλυμα. Κι ὅταν τελειώνει τά λόγια του, κινούμενοι σέ τελείως ἄλλο πνεῦμα, ὁ Ἰάκωβος καί Ἰωάννης, οἱ υἱοί τοῦ Ζεβεδαίου, τόν πλησιάζουν γιά νά Τοῦ ζητήσουν μιά χάρη. Κι αὐτό πού ζητοῦν ἀποκαλύπτει ὅτι δέν κατάλαβαν τί μόλις τούς εἶπε ὁ Διδάσκαλος! Διότι ἐνῶ Ἐκεῖνος μιλοῦσε γιά τό ζωοποιό Πάθος, τήν Ταφή καί τήν Ἀνάσταση, οἱ μαθητές ὄχι μόνον οἱ δύο, ἀλλά ὅλοι, ἐπηρεασμένοι ἀπό τή διεστραμμένη ἑρμηνεία περί τοῦ Μεσσία πού εἶχε καλλιεργηθεῖ στόν Ἰσραήλ, πίστευαν ὅτι πορεύονται πρός ἐπίγεια δόξα καί διεκδικοῦσαν ἡγεμονικά πρωτεῖα καί μερίδιο ἐξουσίας…

Μή σπεύσουμε νά κατηγορήσουμε τούς μαθητές. Ὄχι γιατί οἱ Πατέρες ἑρμηνεύοντας τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα τούς δικαιολογοῦν καί ἐπικεντρώνονται στό ὅτι δέν εἶχαν λάβει ἀκόμη τή ἐπίπνοια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἔπνευσε τήν ἡμέρα ταῆς Πεντηκοστῆς καί τούς φώτισε «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». Ἀλλά καί γιατί αὐτό τό χαρακτηριστικό τῶν μαθητῶν, τό νά μήν μποροῦν νά κατανοήσουν, τό λάθος πιστευμα, ἡ ἔλλειψη προσοχῆς, εἶναι κάτι πού χαρακτηρίζει ἀκόμη καί τούς περισσότερους ἀπό ἐμᾶς, τούς χριστιανούς τοῦ 21ου αἰώνα. Γιατί, πόσοι ἀπό ἐμᾶς μπαίνουν ἐνσυνείδητα «μετά Πίστεως, εὐλάβειας καί φόβου Θεοῦ» στόν ναό; Πόσοι ἀπό ἐμᾶς προσευχόμαστε μέ ἐπίγνωσή τοῦ σέ ποιόν ἀναφέρουμε τήν προσευχή μας καί τί τοῦ ζητᾶμε; Πόσοι ἀπό ἐμᾶς διεκδικοῦμε τήν προσωνυμία τοῦ χριστιανοῦ, ἐνῶ δέν κάνουμε τίποτε γιά νά τήν ἀξίζουμε; Πόσοι ἀπό ἐμᾶς ἀντιμετωπίζουμε συνειδητά τά θέματα τῆς πίστης καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ὄχι ρηχά, ἐπιπόλαια, μέ αἴσθηση ὅτι «τά ξέρουμε αὐτά»; Ἤ πάλι, σάν τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, πόσοι δέν τηροῦμε κάποιους ἐξωτερικούς τύπους ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἐπειδή «ἔτσι κάνουν ὅλοι» καί μέ δεδομένη τήν παχυλή σαρκικότητα ὡς περίβλημα ψυχῆς!

«Οὔχ οὕτω ἔσται ἐν ὑμῖν»

Ὁ Χριστός ὅμως, στό σημερινό Εὐαγγέλιο εἶναι ξεκάθαρος. Αὐτά δέν ἔχουν θέση μεταξύ σας. Ἡ ἄγνοια, ἤ καλύτερα ἡ ἀμέλεια γιά τή γνώση σέ θέματα πίστης, ὀρθόδοξου ἤθους, ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ζωῆς, ἡ συνήθεια, οἱ ἀλλότριοι τοῦ Εὐαγγελίου σκοποί, τά λάθος κίνητρα στό πλησίασμα τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔχουν θέση στήν καρδιά ὅποιου θέλει νά λέγεται χριστιανός. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νά πορεύεται πρός τόν οὐρανό καί συνάμα νά σέρνεται στίς λάσπες τῆς γῆς. Ἡ καλύτερα, εἶναι σημάδι πνευματικῆς ἀσθένειας καί ἀδυναμίας τό να μην μπορεῖ νά εἶναι ξεκάθαρος στό φρόνημα, τόν πόθο καί τίς ἀποφάσεις του.

Εἶναι ἡ ὑπογράμμιση ὅτι δέν μπορεῖ νά συνυπάρχουν ἁγιότητα καί κοσμικότητα, οὐράνιες καί ἐπίγειες διεκδικήσεις, πνευματικός τρόπος ζωῆς καί γήινη ἐνασχόληση. Κι αὐτό καθίσταται λίγο πρίν τήν ὁλοκλήρωση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς προσπάθεια ὑπόμνησης στούς χριστιανούς καθώς ἐγγίζει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅτι θά βιώσουν μεγάλα καί σπουδαῖα, ἅγια καί σωτήρια, ἱερά καί ὅσια, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται νά συναναμείξουν μέ τίς ἰδιοτέλειες, τίς σκοπιμότητες, τίς συνήθειες, τίς ἀγκυλώσεις, τά πλανημένα πιστεύματα «τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου».

Ἀδελφοί, Αὐτός πού ἦλθε νά μᾶς διακονήσει καί νά δώσει τή ζωή του ὡς λυτρο γιά νά ἐξαγορασθοῦν καί ἐλευθερωθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο πολλοί, ἔχει τό δικαίωμα νά διεκδικεῖ νά εἴμαστε ξεκάθαροι καί συνειδητοί στή σχέση μας μαζί του!

12.

Οἱ Ἰουδαϊκές θυσίες καί ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

 

Ἡ ἀποστολική περικοπή τῆς Ε΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν προέρχεται, ὅπως ὅλες οἱ ἀποστολικές περικοπές αὐτῆς τῆς περιόδου, ἀπό τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή καί εἶναι σέ μετάφραση ἡ ἀκόλουθη:

«Ἀδελφοί, ὁ Χριστός ἦρθε ὡς ἀρχιερέας τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων πού προσμένουμε. Ἡ σκηνή στήν ὁποία μπῆκε εἶναι ἀνώτερη καί τελειότερη. Δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδή αὐτῆς τῆς δημιουργίας. Ὁ Χριστός μπῆκε μιὰ γιά πάντα στά ἅγια τῶν ἁγίων, γιά νά προσφέρει αἷμα ὄχι ταύρων καί μοσχαριῶν, ἀλλά τό δικό του αἷμα· κι ἔτσι μᾶς ἐξασφάλισε τήν αἰώνια σωτηρία. Τό αἷμα τῶν ταύρων καί τῶν τράγων, καί τό ράντισμα μέ τή στάχτη τοῦ δαμαλιοῦ ἐξαγνίζουν τούς θρησκευτικά ἀκάθαρτους καθαρίζοντάς τους ἐξωτερικά. Πόσο μᾶλλον τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Αὐτός, ἔχοντας τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πρόσφερε τόν ἑαυτό του ἄψογη θυσία στό Θεό, κι ἔτσι θά καθαρίσει τή συνείδησή σας ἀπό τά ἔργα πού ὁδηγοῦν στό θάνατο, γιά νά μπορεῖτε νά λατρεύετε τόν ἀληθινό Θεό» (Ἑβρ.9,11-14).

Ἐνόψει της θυσίας τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ, πού θά προβάλει σέ λίγες μέρες ἡ Ἐκκλησία μέ τίς ἀκολουθίες της, ὅρισε γιά τήν Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν τό παραπάνω ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Στό ἀνάγνωσμα αὐτό ὁ ἱερός συγγραφέας συγκρίνει τίς ἐπαναλαμβανόμενες θυσίες τῶν Ἰουδαίων στό Ναό τοῦ Σολομώντα μέ τή μοναδική ἅπαξ διά παντός θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στόν Σταυρό, ἀπευθυνόμενος προφανῶς σέ πρώην Ἰουδαίους ἀναγνῶστες πού δέχτηκαν τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Σταυρωμένο καί Ἀναστημένο Χριστό.

Ἀντιμετωπίζοντας ὁ συγγραφέας ἴσως κάποια κοινωνική ἀπαξίωση τῶν ἀναγνωστῶν του ἀπό πρώην ὁμοθρήσκους των γιά τό ὅτι ἐγκατέλειψαν τίς μεγαλοπρεπεῖς θυσίες καί τελετές στό Ναό τονίζει τή μεγάλη διαφορά καί ὑπεροχή τῆς θυσίας τοῦ Ἀρχιερέα Χριστοῦ σέ σχέση μέ τίς προηγούμενες θυσίες. Ὁ Ἰουδαῖος Ἀρχιερέας ἔμπαινε μία φορά κάθε χρόνο στά Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Ναοῦ, κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἐξιλασμοῦ καί σύμφωνα μέ τίς νομικές διατάξεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Λευϊτικόν, κεφ.16 καί Ἀριθμοί, κεφ. 19) ράντιζε μέ τό αἷμα τῶν θυσιαζομένων ζώων (μόσχου καί τράγων) τό ἰλαστήριο, δηλ. τή χρυσή πλάκα πού σκέπαζε τήν κιβωτό τῆς Διαθήκης, ὅπου φυλασσόταν οἱ πλάκες μέ τίς δέκα ἐντολές. Ἐπίσης ἐπιλέγονταν καί δύο τράγοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας θυσιαζόταν γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀρχιερέα, τῆς οἰκογένειάς του καί τοῦ λοιποῦ ἱερατείου καί ὁ ἄλλος μέ ἐπίθεση τῶν χειρῶν τοῦ ἀρχιερέα ἐπάνω του φορτωνόταν τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ καί ἀποδιωκόταν στήν ἔρημο («ἀποδιοπομπαῖος τράγος»). Ὅλα αὐτά ὁ ἱ. συγγραφέας τά βλέπει ὡς τύπους καί προεικονίσεις τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, μέ τίς ἑξῆς βασικές διαφορές;

Οἱ θυσίες τῶν ζώων τῆς Π.Δ. γίνονταν σέ ἐφαρμογή τῶν νομικῶν διατάξεων καί εἶχαν μόνο τελετουργικό χαρακτήρα, ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἑκούσια προσφορά τοῦ αἵματός του, δηλ. τῆς ζωῆς του. Συνεπῶς ἦταν θυσία ὄχι προβλεπόμενη ἀπό κάποια νομική διάταξη ἀλλά ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας.

Οἱ θυσίες τῶν ζώων γίνονταν ἀπό τό ἰουδαϊκό ἱερατεῖο, ὁ Χριστός ὑπῆρξε συγχρόνως καί Ἀρχιερέας καί ἑκούσιο θύμα.

Οἱ θυσίες τῶν ζώων τῆς Π.Δ. ἐπαναλαμβάνονταν εἴτε σέ τακτά χρονικά διαστήματα εἴτε ἅπαξ τοῦ ἔτους, ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἔγινε «μιὰ γιά πάντα», μέ συνέπειες γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.

Οἱ θυσίες τῆς Π.Δ. ἐξασφάλιζαν μία ἐξωτερική τελετουργική καθαρότητα, ἡ θυσία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐξασφαλίζει στούς ἀνθρώπους, σύμφωνα μέ τό κείμενο πού σχολιάζουμε, τή δυνατότητα «αἰώνιας σωτηρίας», καθαρισμό τῆς συνείδησης «ἀπό ἔργα πού ὁδηγοῦν στόν θάνατο» καί ἀνοίγει τόν δρόμο στή «λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Αὐτό τό τελευταῖο σηματοδοτεῖται στίς διηγήσεις τῶν εὐαγγελιστῶν γιά τό πάθος τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ μέ τό συμβολικό καί γεμάτο νόημα σχίσιμο τοῦ παραπετάσματος (Ματθ.27,51. Μάρκ. 15,38. Λουκ.23,45) στό Ναό πού χώριζε τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, πού ἦταν ὁ τόπος παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί στόν ὁποῖο μποροῦσε μόνο μία φορά κάθε χρόνο νά εἰσέλθει ὁ Μ. Ἀρχιερέας, ἀπό τόν ὑπόλοιπο Ναό. Στό ἑξῆς μέ τή θυσία τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχει ἐμπόδιο στήν πρόσβαση τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, διότι ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι ἐφικτή.

Ἴσως ἀναρωτηθεῖ ὁ σύγχρονος ἀναγνώστης, γιατί ὅλες αὐτές οἱ προβλεπόμενες ἀπό τόν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης αἱματηρές ἐπαναλαμβανόμενες θυσίες. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀπό πλευρᾶς χριστιανικῆς θεολογίας ὅτι ὅλες αὐτές οἱ διαδικασίες τοῦ Νόμου ἀποτελοῦσαν μία προετοιμασία καί προτύπωση τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ στόν Γολγοθά. Ὁ Χριστός εἶναι Αὐτός πού μέ τή θυσία του, τό πέρασμά του δηλ. μέσα ἀπό τόν θάνατο, καί μέ τήν Ἀνάστασή του ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τή δυνατότητα ἄμεσης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό. Ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἀμνός πού θυσιάστηκε ἀλλά εἶναι παράλληλα καί ὁ Θεός πού προσφέρει τή σωτηρία σέ ὅλους. «Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ ἑώρακεν τόν Πατέρα», θά πεῖ ὁ ἴδιος στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (Ἰω.14,9).

13.

Ἐρμηνεία Εὐαγγελίου Ε΄Κυριακῆς (Μάρκ. ι, 32-45)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὁ Χριστός προφητεύει διὰ τρίτην φορὰν τὸν θάνατόν Του καί τὸ πάθος Του.

Ματθ. 20,17-19. Μάρκ. 10,32-34. Λουκ. 18,31-34.

Ὁμιλεῖ ἤδη ὁ Κύριος διὰ τρίτην φορὰν περὶ τοῦ πάθους Του, ἳνα ἐννοήσωσιν αὐτό οἱ Ἀπόστολοι καλῶς καὶ μὴ σκανδαλισθῶσιν, ὃταν οὗτος σταυρωθῆ. Πρώτην φορὰν ὡμίλησε διὰ τὰ πάθη Του μετὰ τὴν ὁμολογίαν τοῦ Πέτρου καὶ δευτέραν μετά τὴν μεταμόρφωσίν Του. Ματθ. 17,21.

Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ ἀπόφασιν νὰ σταυρωθῆ. Διὰ τοῦτο ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος λέγει: « Ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα∙ καί ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς». Ἐνῶ μετέβαινον εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Κύριος προεπορεύετο αὐτῶν. Ἡ προβάδισις αὓτη τοῦ Κυρίου ἦτο δεῖγμα μεγάλου θάρρους Του διὰ τὸ πάθος Του. Οἱ Ἀπόστολοι γνωρίζοντες, ὃτι ἡ ἄνοδος τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα θὰ ἔχη κακὸν τέλος διὰ τὸν διδάσκαλον των «ἐθαμβοῦντο» ἐξεπλήσσοντο, διότι ἔβλεπον τὸν Ἰησοῦν νὰ βαδίζῃ μὲ τόσον θάρρος «καί ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο». Γνωρίζοντες δηλαδὴ οἱ Ἀπόστολοι τὸ μῖσος τῶν Ἰουδαίων κατὰ τοῡ Ἰησοῦ καὶ βλέποντες τὸν Ἰησοῦν νὰ βαδίζῃ πρὸς αὐτοὺς ταχύτερον τοῦ συνήθους, ἐφοβοῦντο διὰ τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἑαυτὸν των καὶ ἐπεβράδυνον τὴν πορείαν των.

Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπροχώρησε πρὸ τῶν Ἀποστόλων κατόπιν σταματᾶ «παρέλαβε τοὺς δώδεκα κατ’ ἰδίαν ἐν τῇ ὁδῷ» καλεῖ καθ’ ὁδόν ἰδιαιτέρως τοὺς Ἀποστόλους Του « καί ἢρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν» προλέγει τὸ πάθος Του ὡς ἑξῆς : «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ τελεσθήσεται πάντα τὰ γεγραμμένα διὰ τῶν προφητῶν τῷ Υἱῷ τοῦ ἀνθρώπου» θὰ γίνουν ὃλα ὃσα διὰ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ εἶπον οἱ προφῆται. Συγκεκριμένως: « Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται» ὁ Χριστὸς θὰ παραδοθῇ ὑπό τοῦ Ἰούδα «τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι» εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς. Οὗτοι «κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ» θὰ τὸν καταδικὰσωσιν εἰς θάνατον καὶ πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς ἀποφάσεως «παραδώσουσιν» θὰ παραδώσωσιν αἱ Ἰουδαϊκαί ἀρχαί «αὐτόν τοῖς ἒθνεσι» εἰς τὰ ἔθνη ἤτοι εἰς τὸν Πιλᾶτον. Ὁ Χριστὸς «ὑβρισθήσεται». Οἱ ἐχθροί Του θὰ ἐξευτελίσωσιν Αὐτὸν «καί ἐμπαίξουσιν αὐτῷ» θὰ εἰρωνευθῶσι «καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν» θὰ ὑποβάλωσιν Αὐτὸν εἰς τὴν ποινὴν τῆς φραγγελώσεως «καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν» θὰ Τὸν πτύσωσι καὶ θὰ Τὸν φονεύσωσι «καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται» καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ.

Ὁ Κύριος ὡμίλησε καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἰουδαίους περὶ τοῦ πάθους Του καὶ τῆς ἀναστάσεώς Του, ἀλλά ἀσαφῶς διὰ τοῦ σημείου τοῦ Ἰωνᾶ, τῆς καταλύσεως τοῦ ναοῦ κ.λ.π. Μόνον εἰς τοὺς Ἀποστόλους Του λέγει ρητῶς καὶ λεπτομερῶς τὸ πάθος Του, ὕβρεις, ἐμπαιγμούς, φραγγέλωσιν, ἐμπτυσμούς, θάνατον, διότι ἔπρεπε οἱ Ἀπόστολοι νὰ μὴ αἰφνιδιασθῶσιν. Οἱ Απόστολοι ἀκούοντες τὸν Χριστὸν προφητεύοντα οὐχὶ γενικῶς τὰς ἐχθρικάς διαθέσεις τῶν Ἀρχόντων, ἀλλά λεπτομερῶς τὰ βάσανά Του, θὰ ἐνισχύοντο εἰς την πίστιν των προς τὸν Χριστόν, ὃταν ἲδουν τὸν Ἰησοῦν πάσχοντα διότι ὁ Χριστὸς προγνωρίζων αὐτὸ εἶναι Θεὸς καὶ πάσχει ἑκουσίως. Ὁ Κύριος λέγων, ὃτι θὰ παραδοθῇ εἰς τὰ ἒθνη ἤτοι εἰς τὰς Ρωμαϊκάς Ἀρχάς, ὃπως θανατωθῇ, προλέγει τὸ εἶδος τοῡ θανάτου Του, τὸ ὁποῖον δὲν θὰ εἶναι λιθοβολισμὸς Ἑβραϊκός, ἀλλά σταύρωσις ὑπὸ τῶν Ρωμαίων. Ἡ ὃλη βαρύτης πρέπει νὰ δοθῇ εἰς τὴν πρόρρησιν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρὸς παρηγορίαν τῶν Ἀποστόλων.

Παρ’ ὃλην ὃμως τὴν τρίτην ταύτην σαφῆ πρόρρησιν τοῦ πάθους Του, οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν τόσον πολὺ ποτισμένοι ἀπὸ τὰς ψευδεῖς πολιτικάς ἰδέας τοῦ Μεσσίου, ὥστε, ὡς λέγει ὁ Λουκᾶς, «οὐδὲν τούτων συνῆκαν» δὲν ἐνόησαν τί τοὺς ἔλεγεν ὁ Κύριος. Οἱ υἱοί Ζεβεδαίου ζητοῦν πρωτοκαθεδρίας! Ἐπειδὴ δὲν ἀντεῖχεν ὁ νοῦς των διὰ τὴν κατανόησιν «ἦν τὸ ρῆμα τοῦτο κεκρυμμένον» τὸ βάρος τοῦ λόγου ἦτο κρυμμένον ὑπὸ τοῦ θεοῦ εἰς αὐτοὺς «καί οὐκ ἐγίνωσκον τὰ λεγόμενα» δὲν ἐνόουν τὰ λεγόμενα ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἐνόουν, διότι ἦσαν ἀντίθετα εἰς τοὺς πόθους καὶ τὰς ἐλπίδας των.

Ἐξ ἀφορμῆς ὃμως τῆς τριάδος τῶν ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας θὰ εἶναι εἰς τὸν τάφον ὁ Σωτὴρ δυνάμεθα νὰ ἲδωμεν καὶ ἄλλας τριάδας τοῦ πάθους Του, ὥστε νὰ ἲδωμεν τὸ μεγαλεῖον τοῦ Κυρίου, τὴν ἀξίαν μας, τὴν βρωμιά μας. Ἂς ἲδωμεν.

Θέμα : Τὸ Μεγαλεῖον τοῦ Κυρίου, ἡ ἀξία μας καί ἡ βρωμιὰ μας.

Ἐδῶ ὁ Κύριος κάμνει δύο πράγματα. Προλέγει τὸ πάθος Του καί τρέχει πρὸς αὐτό. Καί εἰς τὰ δύο αὐτὰ ὑπάρχει τὸ μεγαλεῖον τοῦ Κυρίου, ἡ ἀξία μας, ἀλλά καί ἡ παληανθρωπιά μας. Ἂς ἲδωμεν ταῦτα πρὸς δόξαν Θεοῦ.

1) Ὁ Κύριος προλέγει το πάθος Του εἰς τούς μαθητάς Του. Ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον προλέγει τὸ πάθος Του εἶναι, ὅπως εἴπομεν, νὰ στερεώσῃ τοὺς Ἀποστόλους Του, ὥστε ὅταν ἴδωσιν Αὐτὸν ἐσταυρωμένον νὰ μὴ πάθωσιν ἀνεπανόρθωτον ψυχικὸν κάταγμα. Μεγαλειώδης εἶναι ὁ τρόπος τοῦ στερεώματος αὐτῶν διὰ τῆς προφητείας τοῦ πάθους Του. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Ὁ Κύριος γνωρίζει πρῶτον, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς των. Ἐπερίμεναν δηλαδὴ Μεσσίαν, Χριστόν, ὄχι ἐπὶ Σταυροῦ, ἀλλὰ ἐπὶ θρόνου, ὄχι θανατούμενον καὶ ἐνταφιαζόμενον, ἀλλὰ ἀνιστῶντα τοὺς νεκρούς, ὄχι ἐμπτυόμενον, ἄλλα δεχόμενον προσκυνήματα καὶ ἀσπαζόμενον, ὄχι γρονθοκοπούμενον, ἀλλά δεχόμενον φόρους ὡς βασιλέα. Ὁ Κύριος ἐγνώριζε δεύτερον, ὅτι θὰ καταδικασθῇ ὑπὸ τριῶν τρομερῶν τριάδων. Καὶ ἡ πρώτη τριὰς εἶναι οἱ τρεῖς μεγάλοι ἠθικοὶ αὐτουργοί. Ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν παραδώσῃ, ὁ Καϊάφας ὁ ὁποῖος θὰ τὸν καταδικάσῃ καὶ ὁ Πιλᾶτος ὁ ὁποῖος θὰ διατάξῃ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως. Δευτέρα τριὰς εἶναι οἱ ἐκτελεσταί, ἤτοι ἡ σπεῖρα ἡ ὁποία θὰ Τὸν συλλάβῃ, οἱ στρατιῶται οἱ ὁποῖοι θὰ ξεμουδιάσουν τὰ νεῦρα τους δέρνοντες Αὐτὸν διὰ τοῦ φραγγελίου, ἐμπτύοντες καὶ γρονθοκοποῦντες Αὐτὸν καὶ οἱ σταυρωτοὶ οἱ ὁποῖοι θὰ Τὸν σταυρώσουν. Ὄπισθεν αὐτῶν ὑπῆρχεν ἡ τρίτη ἀφανὴς τριὰς ἤτοι τὸ χρῆμα μὲ τοὺς πρεσβυτέρους, ἡ ἀριστοκρατία δηλαδὴ τῶν λαϊκῶν, ἡ ὀλιγαρχία τοῦ πλούτου, ἡ θρησκεία μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς, ἡ ἀριστοκρατία δηλαδὴ τοῦ Ναοῦ καὶ ὁ λόγος μὲ τοὺς Γραμματεῖς, ἤτοι ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Πνεύματος. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνεμοι θὰ ἐπιπέσωσι κατὰ τῶν ἀδυνάτων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι θὰ συνετρίβοντο, διότι, ὡς εἴπομεν, ἄλλα ἐπερίμενον καὶ ἄλλα τοὺς ἦλθον, ἂν δὲν διησφάλιζεν αὐτοὺς ὁ Κύριος.

Ὁ Κύριος ἀσφαλίζει αὐτοὺς κατὰ τῶν τρομερῶν αὐτῶν τριάδων μὲ ἄλλας τρεῖς σπουδαίας τριάδας. Πρώτη τριάς. Οἱ Ἀπόστολοι εἶδον, ἔμαθον, ὅτι τρεῖς φοράς ἐπεχείρησαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ σκοτώσουν τὸν Χριστόν, ἀλλά δὲν ἠδυνήθησαν. Ἡ πρώτη φορὰ εἶναι εἰς τὴν Ναζαρέτ, ὅτε ἐπεχείρησαν οἱ πατριῶται Του νὰ κρημνίσωσιν Αὐτὸν ἀπὸ κάποιον βράχον, ἡ δευτέρα καὶ τρίτη φορὰ εἶναι ὅταν κατὰ τὴν ἑορτήν τῆς Σκηνοπηγίας ἐν Ἱερουσαλὴμ διὰ χειρῶν ἐπεχείρησαν νὰ συλλάβωσιν Αὐτὸν καὶ κατόπιν διὰ λίθων νὰ φονεύσωσιν Αὐτόν, ἀλλά δὲν ἠδυνήθησαν, διότι δὲν ἦλθεν ἡ ὥρα Αὐτοῦ. (Ἰωάν. 7,30. 8,59).

Ἀλλά εἶδον καὶ κάποιαν ἄλλην τριάδα εὐχάριστον. Εἶδον τήν μεταμόρφωσίν Του, τὴν ὁμολογίαν τοῦ Ἀποστόλου Πὲτρου, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός καὶ τὴν ἀλείψασαν Αὐτόν μὲ μῦρον ὡς Σωτῆρα της. Καὶ τά τρία αὐτὰ δεικνύουσιν Αὐτὸν ὡς Θεόν. Εἰς τὰς δύο αὐτάς τριάδας εἶναι ἡ τρίτη τριάς. Δία τρίτην φοράν ἤδη προλέγει τὸ πάθος Του μετὰ τὴν ὁμολογίαν τοῦ Πέτρου καὶ τὴν ἐπί τοῦ ὂρους Θαβὼρ μεταμόρφωσιν. Δὲν ἔπρεπε νὰ προείπῃ τὸ πάθος Του πολὺ πρὸ τῆς μεταμορφώσεώς Του, διότι οἱ Ἀπόστολοι δὲν θὰ ἠκολούθουν ὡς Μεσσίαν κάποιον μελλοθάνατον κακοῦργον, πρὶν μάθωσιν, ὅτι Αὐτὸς εἶναι θεός. Δὲν ἔπρεπε ὅμως νὰ μείνουν καὶ τελείως ἀπληροφόρητοι περὶ αὐτοῡ. Ἦτο ἀπαραίτητον νὰ ἀκούσωσιν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἰδίου, ὅτι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου θὰ ἀποθάνῃ, ὁ βασιλεὺς τοῦ Οὐρανοῦ θὰ ὑβρισθῇ ἀπὸ στρατιώτας τῆς γῆς καὶ ὁ θεάνθρωπος θὰ σταυρωθῇ ἀπό τοὺς ὑπηρέτας τοῦ Ναοῦ, τοὺς Ἀρχιερεῖς.

Στεφάνι τῶν τριῶν πρώτων τριάδων τῶν δυσμενῶν, ἀλλά καὶ τῶν δευτέρων τριάδων τῶν εὐμενῶν εἶναι ἡ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀνάστασις Του ! Ποῖος δὲν βλέπει ἐνταῦθα τὸ μεγαλεῖον τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἐφρόντισε νὰ στερέωσῃ τοὺς Ἀποστόλους Του διὰ τόσων σοφῶν μέσων κατὰ τοῦ κατάγματος τῶν ἐκ τοῦ πάθους Του ;

2) Ὁ Χριστὸς τρέχει εἰς τὸ πάθος Του. Εἰς τὸ τρέξιμον αὐτὸ φαίνονται τὸ μεγαλεῖον τοῦ Κυρίου, ἡ μεγάλη μας ἀξία καὶ ἡ ἀφάνταστος βρωμιά μας. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Ὁ Χριστὸς γνωρίζει, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θέλει νὰ σώσῃ τοὺς ἄλλους, πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος, νὰ σταυρωθῇ ἀπ’ αὐτούς. Ἂν δὲν εἶναι ἕτοιμος πρὸς τοῦτο, ἀλλά περιμένει ἀμοιβὴν φανερώνει, ὃτι δὲν γνωρίζει τὴν ἀνθρωπίνην καρδίαν καὶ ἀχαριστίαν, ἀλλά καὶ τὸ ἔργον του δὲν εἶναι δωρεά, ἀλλά ἐμπόριον, διότι δίδει σωτηρίαν καὶ περιμένει νὰ πάρῃ ἔπαινον. Ὁ Κύριος τρέχει εἰς τὸ πάθος Του διὰ νὰ πάρῃ ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης ἀχαριστίας τὴν συμπλήρωσιν τοῦ ἔργου Του. Τὸ στεφάνι τῆς εὐεργεσίας Του εἶναι ἡ ἀχαριστία μας ! Πόσον μεγαλειώδης εἶναι ὁ Κύριος, πόσον ἀχάριστοι οἱ ἄνθρωποι! Εἶναι γνωστόν ἐπίσης, ὃτι εἴμεθα τόσον πολὺ βουτηγμένοι εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὥστε εἴμεθα δοῦλοι καὶ πωλημένοι εἰς τὸν διάβολον Δία νὰ μᾶς ἐξαγόρασῃ ὁ Χριστὸς ἐχρησιμοποίησεν ὡς νόμισμα τὸ αἷμα Του, τὴν ζωήν Του, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει ὃλας τὰς ἄλλας ἀξίας καὶ περιέχει αὐτάς! Ὁ Κύριος τρέχει εἰς τὸ πάθος Του, διὰ νὰ πληρώσῃ μὲ τὸ αἷμα Του τὸ χρέος μας. Πόσον μεγαλειώδης εἶναι ὁ Κύριος καὶ πόσην ἀξίαν ἔχει ὁ ἄνθρωπος !

Ὁ Κύριος γνωρίζει, ὃτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθροὺς του ὁλοκληρώνει τὴν ἀξίαν του, ἂν μισηθῇ ἀπό τούς φίλους του καὶ ὑπομείνῃ τοῦτο. Ὁ Κύριος ὄχι μόνον ὑπέμεινε τὸ μῖσος τῶν φίλων Του, ἄλλα τρέχει εἰς τὸ πάθος αὐτό. Ὁποῖον μεγαλεῖον ! Ὁ Κύριος γνωρίζει, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θέλει νὰ σώσῃ ὃλους τοὺς λαοὺς θά μισηθῇ ἐκ ζηλοτυπίας ἀπὸ τόν λαόν, ὅπου ἀνήκει. Ὁ Κύριος τρέχει πρὸς τὸ «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον» τοῦ Ἑβραϊκοῦ ὄχλου, ἀρκεῖ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος. Ὁποῖον μεγαλεῖον !

Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἀκούομεν τὰ λόγια τῶν καλῶν ἀνθρώπων, ὅταν ζοῦν, περισσότερον ὅμως ὃταν ἀποθάνουν. Τὰ αὐτιά μας ἑπομένως ἀνοίγουν περισσότερον εἰς τὰς φωνάς, αἱ ὁποῖαι ἐξέρχονται ἀπὸ τὸν τάφον. Ὁ Κύριος τρέχει νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν τάφον διὰ νὰ ἀνοίξῃ τά αὐτιά μας. Πόση ἡ ἰδική μας σκληροκαρδία καὶ πόση ἡ καλωσύνη τοῦ Κυρίου! Εἶναι γνωστόν, ὃτι εἴμεθα γεμάτοι ἀπὸ ἐγωϊσμόν. Ἀπό τόν πολύν ἐγωϊσμόν μας δυσκόλως σεβόμεθα τοὺς ἄλλους. Τὸν σπάνιον τοῦτον σεβασμόν μας πρὸς τοὺς ἄλλους τὸν φυλάττομεν δι’ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἐσκοτώσαμεν ἀδίκως. Εἰς τὸ ἄδικον θῦμα μας ρίπτομεν ὅλον μας τὸν σεβασμόν. Ὁ Χριστὸς τρέχει νὰ ἀδικοσκοτωθῇ ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας μας, ἀπὸ ἡμᾶς, διὰ νὰ ἐγείρῃ τὸν σεβασμόν μας. Μάλιστα! Τὸν Χριστὸν ἡμεῖς τὸν ἐσκοτώσαμεν. Οἱ Φαρισαῖοι ἦσαν ἁπλοῖ ἐντολοδόχοι μας, σκληροὶ δήμιοί μας. Πόσον μεγαλεῖον τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀξία, ἀλλά καὶ πόση βρωμιά μας !

Ὁ ἀέρας καὶ τὸ νερὸ εἶναι τὰ ρευστότερα πράγματα, διότι αὐτὰ οὔτε δύνασαι νὰ τὰ σφίξῃς εἰς τὴν χούφτα σου οὔτε νὰ γράψης ἐπ’ αὐτῶν τὸ ὄνομά σου. Ρευστότερα ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι ὁ χρόνος καὶ ἡ ἀνθρωπίνη καρδία. Πόσον ταχέως κυλᾷ ὁ χρόνος καὶ ἡ ἀνθρωπίνη καρδία ! Καὶ ὅμως! Εἰς τὴν εὐμετάβολον ἀνθρωπίνην καρδίαν ὅχι μόνον γράφονται, ἀλλά χαράσσονται αἱ ἀλήθειαι, αἱ ὁποῖαι εἶναι βαμμένοι μὲ αἷμα ! Νά! Διά τοῦτο τρέχει ὁ Χριστὸς νὰ σταυρωθῇ διὰ νὰ βάψῃ τὴν ἀλήθειάν Του μὲ αἷμα, νὰ τὴν χαράξῃ εἰς τὴν καρδίαν σου ! Ὁποία καλωσύνη τοῦ Κυρίου μέσα εἰς τὴν ἰδικήν σου ἀκαταστασίαν !

Ναὶ ! Τοιοῦτος εἶναι ὁ Χριστός, τοιοῦτος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ! Ἡ ἀνθρωπίνη ἀχαριστία αἰσθάνεται ὡς προσβολὴν τὴν θείαν εὐεργεσίαν καὶ παλαίει κατ’ αὐτῆς κατὰ τὸν σκληρότερον τρόπον. Ὁ Κύριος ὅμως νικᾶ μὲ τὸ μεγαλεῖον Του τὴν ἀνθρωπίνην κακίαν καὶ μεταβάλλει αὐτὴν εἰς λίπασμα, διὰ νὰ φυτρώσῃ ἐξ αὐτῆς τὸ θεῖον φυτόν.

Ἓνας ἐργάτης σπάζων πέτρες εἰς τὸν δρόμον, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔσπασε καὶ ἕνα χαλίκι χονδρόν. Ἕνας διαβάτης διερχόμενος ἐκεῖθεν παίρνει τὸ χαλίκι αὐτό, τὸ ἀνοίγει καὶ εὑρίσκει μέσα μικρὰ κρύσταλλα, εἰς τὰ ὁποῖα ἔπεφταν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἀκτινοβολοῦσαν χίλια χρώματα, εἰς τρόπον, ὥστε τὰ μάτια ἐθαμπώνοντο ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν λάμψιν. Τὸ πρᾶγμα ἐφάνη πολὺ περίεργον καὶ ὅμως ἑρμηνεύει τὸν Χριστόν. Λίθος εἰς τὴν ἄκρη τοῦ δρόμου εἶναι ὁ Χριστός. Σπάσιμο τοῦ λίθου εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Κρύσταλλα τὰ ὁποῖα ἐλαμποκοποῦσαν εἰς τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου εἶναι τὸ μεγαλεῖον τοῦ Χριστοῦ. Ἐὰν τὰ κτυπήματα τῆς σφύρας δὲν ἔσπαζαν τὴν πέτραν, δὲν θὰ ἀπεκαλύπτετο τὸ κρυμμένον μεγαλεῖον της. Ἐὰν καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἐσπάζετο μὲ τὸν σταυρικὸν θάνατον, δὲν θὰ ἐφαίνετο τὸ μεγαλεῖον Του ! Ὃ,τι ἔχει ἀξίαν, ἐπληρώθη ἀκριβά. Ἂς ἔχῃ δόξαν ὁ Πανάγαθος Κύριος ! Ἀμήν.

Ἡ Παράκλησις τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου

Ματθ: 20,20-28. Μὰρκ 10,35-45.

Εἴδομεν, ὃτι ὁ Κύριος ὑπεσχέθη, ὅτι οἱ Ἀπόστολοί Του θὰ καθίσωσιν εἰς δώδεκα θρόνους καὶ Αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀφοῦ πάθῃ, θὰ ἀναστηθῇ. «Ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης oἱ υἱoί τοῦ Ζεβεδαίου» ἐπιθυμοῦν τὴν πρωτοκαθεδρίαν εἰς τὴν μετ’ ὀλίγον, ὅπως ἐνόμιζον αὐτοί, ἐνθρόνισιν τοῦ Κυρίου καὶ συνθρόνισιν αὐτῶν. Πρὸς τοῦτο «προσπορεύονται αὐτῷ» πλησιάζουσι τὸν Χριστόν. Μαζί των παραλαμβάνουσι καὶ τὴν μητέρα των, τὴν Σαλώμην, ἳνα δι’ ἐκείνης γίνῃ ἡ αἴτησις τῆς πρωτοκαθεδρίας. «Τότε προσῆλθεν ἡ μήτηρ μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς καὶ προσκυνοῦσα» ἵνα ἑλκύσῃ περισσότερον τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ αἴτημά της ἤρχισε «αἰτοῦσά τι παρ’ αὐτοῦ», ἐζήτησε νὰ ὑποβάλῃ αἲτησίν τινα. Ὁ Κύριος ἔχων ὑπ’ ὄψιν Του, ὅτι οἱ δύο μαθηταί Του ὁμιλοῦν διὰ τῆς μητρός των, ἀπαντᾷ, εἰς μητέρα καὶ υἱούς : «Τί θέλετε, ἳνα ποιήσω ; » Ἡ μήτηρ ἀπαντᾷ : « Εἰπέ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι oἱ δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Δύο τιμητικάς θέσεις ζητεῖ ἡ μήτηρ αὕτη. Νὰ καθίσωσιν οἱ υἱοί της ὁ εἷς ἐξ ἀριστερῶν καὶ ὁ ἄλλος ἐκ δεξιῶν Του.

Οἱ υἱοί ἐπιδοκιμάζουσι ταῦτα λέγοντες : « Δὸς ἡμῖν, ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου». Ναί, θὲς τὸν ἕνα ἐξ ἡμῶν ἐκ δεξιῶν σου καὶ τὸν ἄλλον ἐξ ἀριστερῶν σου. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὂχι εἰς τὴν μητέρα, ἀλλά εἰς τοὺς υἱούς : «Οὐκ οἲδατε τί αἰτεῖσθε». Δὲν γνωρίζετε τί ζητεῖτε. «Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον, ὃ ἐγώ πίνω καί τὸ βάπτισμα, ὃ ἐγώ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;» Δύνασθε, λέγει ὁ Κύριος, ὄχι μόνον νὰ πίητε τὰ βάσανα, ἀλλά καὶ νὰ ποτισθῆτε, νὰ βουτηχθῆτε, νὰ κολυμβήσετε εἰς αὐτὰ τὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα θὰ πίω καὶ ποτισθῶ Ἐγώ; Οἱ δύο οὗτοι Ἀπόστολοι ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστὸν ἀπαντοῦν «δυνάμεθα». Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ : «Τὸ μέν ποτήριον, ὃ ἐγώ πίνω, πίεσθε καὶ τὸ βάπτισμα, ὃ ἐγώ βαπτίζομαι βαπτίσθησεσθε» τὰ βάσανα τὰ ὁποῖα θὰ ὑποστῶ, θὰ ὑποστῆτε καὶ σεῖς. «Τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμόν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ Πατρός μου». Ὁ Κύριος διὰ τούτων βεβαιοῖ, ὅτι οἱ δύο οὗτοι Ἀπόστολοι θὰ ὑποφέρουν βάσανα, ὅπως καὶ Αὐτός, ἀλλά ἡ τιμή, τὴν ὁποίαν θὰ λάβουν καὶ ἡ δόξα, δὲν θὰ εἶναι δι’ Αὐτοῦ πρὸς αὐτοὺς ἐκ προσωπικῆς φιλίας, ἀλλά ἀνάλογος τῶν ψυχικῶν διαθέσεων καὶ τῶν σωματικῶν κόπων των καὶ τῆς θείας δωρεᾶς, ὥστε ἂν βραδύτερον κοπιάσουν ἄλλοι περισσότερον, θὰ λάβωσι μεγαλυτέραν τιμὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.

«Οἱ δέκα» Ἀπόστολοι «ἀκούσαντες» τὴν αἴτησιν μητρός καὶ υἱῶν καὶ τὴν ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου «περὶ Ἰακώβου καί Ἰωάννου ἠγανάκτησαν» διότι ἐφθόνησαν καὶ τοὺς δύο. Τόσον ἀτελεῖς ἦσαν ! Ὁ Κύριος, ἵνα καθησύχασῃ πάντας «προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει∙ οἲδατε» γνωρίζετε «ὅτι οἱ δοκοῦντες ἂρχειν τῶν ἐθνῶν» οἱ ἐπιθυμοῦντες νὰ ἄρχωσι μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν «κατακυριεύουσιν αὐτῶν καί oἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν» φέρονται βίαιοι πρὸς αὐτούς. «Οὒχ οὓτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν» δὲν πρέπει ὃμως τὸ ἴδιον νὰ συμβῇ καὶ μεταξύ σας. «Ἀλλ’, ὅς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ἡμῖν» ὅποιος θέλει νὰ γίνῃ μεταξὺ σας μεγάλος «ἔσται ὑμῶν διάκονος» πρέπει νὰ ὑπηρετῆ τοὺς ἄλλους. «Καί ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος». Ἐκεῖνοι δηλαδὴ οἱ ὁποῖοι βουλιμιοῦν διὰ πρωτεῖα, σκέπτονται οὐχὶ χριστιανικῶς, ἀλλά ἐθνικῶς. Ἑπομένως μὴ ζηλεύετε, ὥστε νὰ ἀγανακτῆτε. Μᾶλλον πρέπει νὰ οἰκτείρητε τούς φιλοπρωτεύοντας. Ὁ Κύριος, ἵνα τονίσῃ περισσότερον, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ζητῶμεν τὰ πρωτεῖα ὥστε νὰ μᾶς ὑπηρετήσωσιν οἱ ἄλλοι, ἀλλά ἡμεῖς νὰ ὑπηρετῶμεν τοὺς ἄλλους μέχρι αὐτοθυσίας, φέρει τὸν ἑαυτόν Του ὡς παράδειγμα καὶ λέγει: « Καὶ γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» ὁ Χριστὸς «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι» δὲν ἦλθε νὰ ὑπηρετηθῇ «ἀλλά διακονῆσαι» νὰ ὑπηρετήσῃ «καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ» καὶ νά.δώσῃ τὴν ζωὴν Του «λύτρον ἀντί πολλῶν». Διηκονήθη καὶ ὁ Κύριος, ἀλλά τὰ ἐλάχιστα εἰς τὰ ὁποῖα διηκονήθη εἶναι ἀσήμαντα ἔναντι ἐκείνων, τὰ ὁποῖα διηκόνησε. Λύτρον εἶναι τὰ χρήματα διὰ τῶν ὁποίων ἐξηγοράζοντο οἱ αἰχμάλωτοι. Ὡς τοιοῦτον λύτρον διὰ τὴν ἐξαγορὰν ἡμῶν τῶν αἰχμαλώτων ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ ἔδωκεν εἰς τὸν Θεὸν ὁ Χριστὸς τὴν ζωήν Του. Ἡ προσφορὰ τοῦ Κυρίου ἔγινεν ὑπὲρ πάντων. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπίστευσαν ὅλοι, ὥστε νὰ ὠφεληθῶσι, λέγει, ὅτι ἡ θυσία ἔγινε «ἀντὶ πολλῶν» διὰ πολλοὺς καὶ ὄχι δι’ ὅλους. Μέχρι ποῦ φθάνει ἡ ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου ὄχι νὰ ὑπηρετῆται, ἀλλά νὰ ὑπηρετῇ ! Θυσιάζεται!

Θέμα: Πρωτεῖα – Θεραπεία.

Ἡ δόξα, τὸ εὖγε, τὸ μπράβο εἶναι νοσταλγήματα τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς φυτευόμενα μέσα μας ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεόν. Διὰ τοῦτο ἡ πρώτη ἀμοιβὴ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν μέλλουσαν Κρίσιν πρὸς τοὺς δικαίους θὰ εἶναι τὸ «εὖγε δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ». Ἐπειδὴ, ὅμως ὁ Σατανᾶς γνωρίζει νὰ διαστρέφῃ τὰ θεῖα δῶρα, ὥστε μὲ αὐτὰ νὰ σκορπίζῃ τὴν ἀπώλειαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἂς ἴδωμεν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς σημερινῆς ζωῆς ποία εἶναι ἡ διαστροφὴ τῆς θείας δόξης ὑπό τοῦ Σατανᾶ καὶ ποία ὑπό τοῦ Χριστοῦ πραγματικὴ μορφή της.

Α.΄ Ἡ διαστροφὴ τῆς δόξης. Οἱ δύο μαθηταὶ ζητοῦν ἐν πρώτοις ἀπ’ εὐθείας καὶ κατόπιν πλαγίως διὰ τῆς μητρὸς των δόξαν πλησίον τοῦ Χριστοῦ κοσμικήν, πρωτεῖα, πρὶν πίουν ἀκόμη τὰ ποτήρια τῶν θλίψεων. Τοῦτο εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν περιφρόνησιν τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, διότι προεκάλεσε τὴν ἀγανάκτησιν τῶν 10 μαθητῶν καὶ τοῦ Θεοῦ. Ἰδοὺ ἡ διαφθορά. Πρωτεῖα καὶ περιφρόνησις. Πράγματι !

Π ρ ω τ ε ῖ α. Φροντίζομεν ἀπ’ εὐθείας ἢ διὰ πλαγίων μέσων ν’ ἀποκτῶμεν κοινωνικὴν τινὰ θέσιν. Μερικοὶ γονεῖς λ.χ. παρακαλοῦν τοὺς διδασκάλους τῶν παιδιῶν των νὰ τὰ ἔχουν εἰς ἰδιαίτεραν ἐκτίμησιν παρ’ ὅλην τὴν ἀνικανότητά των. Ἐκλιπαροῦν βαθμούς, ἐκτίμησιν, ἀπολυτήριον χωρὶς νὰ σκεφθοῦν, ὅτι πρέπει νὰ πίουν τὰ παιδιὰ των τὰ πικρὰ ποτήρια προσοχῆς – μελέτης εἰς τὰ μαθήματα. Ἀρκετοὶ ἄνθρωποι «καταφερτζῆδες» καὶ «ἀρριβίσται» λεγόμενοι φροντίζουν νὰ καταλαμβάνουν θέσεις κοινωνικάς ἀκόπως οἱ πρῶτοι, παρανόμως οἱ δεύτεροι. Ἄλλοι φροντίζουν νὰ συνάπτουν φιλίας μὲ πρόσωπα, κοσμικὰ μεγάλα διὰ νὰ παίρνουν ἀπὸ ἐκεῖνα αἴγλην καὶ δόξαν. Ἐπίσης θέλομεν ὂχι νὰ εἴμεθα, ἀλλὰ νὰ φαινώμεθα πρῶτον οἱ ἄνδρες εἰς τὴν παλληκαριά, αἱ γυναῖκες εἰς τὴν ὀμορφιά. Ἡ φιλοπρωτεία αὐτή φθάνει καὶ κάπου ἀλλοῦ. Μερικαὶ γυναῖκες ἀγωνίζονται νὰ ἔχουν τὰ πρωτεῖα εἰς τὴν φλυαρίαν, μερικοὶ ἄνδρες εἰς τὴν βλασφημίαν. Εἰς τοὺς συλλόγους τῶν διαφόρων σωματείων, εἰς τὰς ἐκλογάς τῶν διαφόρων Κρατῶν πόσην γοητείαν παίζει νὰ φανῇ τις πρῶτος ὡς πρόεδρος σωματείου, ὡς πρόεδρος τῆς Κυβερνήσεως!

Ἄλλα καὶ μεταξὺ τῶν μικρῶν τὰ πρωτεῖα ἀφθονοῦν! Μεταξὺ τῶν ἐπιτρόπων κάποιος θέλει νὰ κάνῃ τὸν κόκορα, μεταξύ τῶν ψαλτῶν πολλοὶ θέλουν τὰ πρωτεῖα καὶ δεξιοὶ νὰ ὀνομάζονται. Μεταξὺ τῶν νεωκόρων, θὰ ὑπάρξῃ καὶ κάποιος, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπιζητήσῃ τὰ πρωτεῖα. Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ σκουπιδιαρέων ἡ λαχτάρα τῶν πρωτείων δὲν εἶναι μικρά. Φιλονικοῦν ποῖος σκουπιδιάρης θὰ διατάξῃ τὸν ἄλλον σκουπιδιάρην! Μαθήτριαι καὶ μαθηταὶ λαχταροῦν περισσότερον νὰ φαίνονται, παρὰ νὰ εἶναι πρῶτοι. Ἐντεῦθεν οἱ αὐτοέπαινοι εἰς τοὺς γονεῖς των, ἡ προφορικὴ καὶ ἡ γραπτὴ πλαστογράφησις τοῦ βαθμοῦ τοῦ ἐνδεικτικοῦ των εἰς τοὺς φίλους των καὶ τοὺς γονεῖς των. Βγαίνουν ἀπὸ τὴν πόρταν; Ποιὸς θὰ ἐξέλθη πρῶτος ! Κὰθηνται εἰς τὴν τράπεζαν; Ἐπιζητοῦν τὴν πρωτοκαθεδρίαν. Συμβαδίζουν δύο μετὰ τινος σημαίνοντος προσώπου; Λαχταροῦν ποῖος θὰ τεθῇ δεξιὰ αὐτοῦ. Συμβαδίζουν τρεῖς ἴσοι μεταξὺ των; Ποιὸς θὰ τεθῇ εἰς τὸ μέσον. Ἔχουν οἱ δύο κοινὸν πρόσωπον σεβαστὸν; Ποῖος θὰ καθίσῃ δεξιά του, ποῖος θα ἔχῃ περισσοτέραν τὴν ὑπόληψίν του. Ἐξ αὐτῶν τῶν πρωτείων πηγάζουν αἱ περιφρονήσεις.

Α ἱ  π ε ρ ι φ ρ ο ν ή σ ε ι ς : πρὸς τοὺς ἄλλους. Ἡ ὄμορφη κυρία περιφρονεῖ τὴν ἄσχημη γυναῖκα καὶ εἰς ἐπίδειξιν τῆς ἀσχημίας της σουφρώνει τὴν ἰδικήν της μορφὴν. Ὁ λιονταρῆς ἄνδρας ὀνομάζει τὸν ἐκ φύσεως καχεκτικὸν ψοφῆμι. Ἡ φλύαρη γυναῖκα ὀνομάζει τὴν σιωπηλὴν γυναῖκα μουγκοῦτα. Ὁ βλάσφημος τὸν μὴ βλασφημοῦντα ἄνανδρον. Ἡ ζηλότυπος καὶ φιλοπρωτεύουσα μαθήτρια τὴν συμμαθήτριάν της βλάκα, μποῦφο. Ὁ φιλοπρωτεύων πρόεδρος πόσους δὲν ἐξύβρισε, περιφρόνησε διὰ νὰ γίνη τοιοῦτος ! Μὲ πόσας βαρείας φράσεις κατονομάζει ὁ ἕνας ἐπίτροπος τὸν ἄλλον, ὁ ἕνας ψάλτης τὸν ἄλλον, ὁ σκουπιδιάρης τὸν σκουπιδιάρην, ὅταν ἔλθουν εἰς σὺγκρουσιν λόγῳ πρωτείων. Ἡ ἐκ τῶν φιλοπρωτείων περιφρόνησις φθάνει μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε πολλοί, ἐπειδὴ ἔγιναν μεγάλοι, ὀνομάζουν περιφρονητικῶς τὸν πατέρα των «γέρο» καὶ τὴν μητέρα των «λαδικόν».

Β.’ Ἡ  θ ε ρ α π ε ί α : Ὁ Χριστὸς θεραπεύει θαυμασιώτατα τὰς πολιτικάς ἰδέας τῶν μαθητῶν Του καὶ συγχρόνως δίδει ὑπέροχον μάθημα εἰς ἐκείνους τότε καὶ εἰς ἡμᾶς σήμερον περὶ ἀγῶνος καὶ ταπεινοφροσύνης. Πῶς; Ἰδού ! Οἱ δύο μαθηταὶ ἐζήτησαν νὰ καθίσουν τιμῆς ἕνεκεν ἑκατέρωθεν Αὐτοῦ. Ὁ Χριστὸς ὅμως προτείνων εἰς αὐτοὺς νὰ πίουν τὸ ποτήριον, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ πίῃ Αὐτός, τὸν σταυρόν, κάμνει εἰς αὐτούς μεγάλην τιμὴν θέτων τούτους ὄχι δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ Του, ἀλλά εἰς τὴν θέσιν Του! Ταυτοχρόνως δηλοῖ, ὅτι ὄχι θρόνον βασιλικόν, ἐπίγειον, πρόκειται νὰ λάβωσιν, ἀλλά στέφανον ἀκάνθινον καὶ σταυρὸν ὡς θρόνον. Καὶ συγκεκριμένως : Ὁ Χριστός ἤχθη εἰς τὸν σταυρόν, διότι Τὸν ἐσυκοφάντησαν οἱ πατριῶται Του, Τὸν ἠδίκησεν ὁ ἐντεταλμένος, ἵνα ἀπονέμῃ τὴν δικαιοσύνην, ὁ Πιλᾶτος, Τὸν ἐπρόδωσε ὁ φίλος καὶ μαθητής Του, τὸ ἐπέτρεψεν ὁ Θεός, τὸ ἠθέλησεν ὁ ἴδιος. Καὶ καλλίτερον, ὁ Χριστός ἐδέχθη τὴν συκοφαντίαν, τὴν ἀδικίαν, τὴν προδοσίαν, τὴν παραχώρησιν τοῦ Θεοῦ. Ἰδοὺ ὁ σταυρός, ἰδοὺ ἡ θέσις Του, τὴν ὁποίαν προτείνει τότε εἰς ἐκείνους καὶ σήμερον εἰς ἡμᾶς.

Ἐνώπιον τοιαύτης προσφορᾶς τοῦ Κυρίου ποῦ εἶναι οἱ ζητοῦντες τὰ πρωτεῖα διὰ τὸν ἑαυτὸν των καὶ περιφρονοῦντες τοὺς ἄλλους; Οἱ φιλοπρωτεύοντες μαρτυροῦν, ὅτι εἶναι ἄδειοι ἐσωτερικῶς, διότι νομίζουν ὅτι ἡ θέσις τιμᾶ τὸν ἄνθρωπον καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος τὴν θέσιν. Ἐὰν θελήσῃς ἀναξίως νὰ καταλάβῃς μίαν θέσιν ὑψηλήν, γρήγορα θὰ γελοιοποιηθῆς καὶ θὰ συναντήσῃς τὰς δυσκολίας καὶ τὰς ψυχικάς στενοχωρίας τῶν δυσκολιῶν τοῦ ἔργου, ἐνῶ τουναντίον, ἐὰν εἶσαι μετριόφρων καὶ ἔχῃς θέσιν μικράν, θὰ εἶσαι ἀτάραχος.

Ἀλλά, ἂν ἡ λαχτάρα τῶν πρωτείων δεικνύῃ ἄνθρωπον ἄδειον, ἡ περιφρόνησις, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν μεγάλην βουλιμίαν τῶν πρωτείων, προξενεῖ μεγάλην ἀγανάκτησιν ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ καὶ μεταβάλλει τὸ περιβάλλον μας εἰς ἡφαίστειον. Καὶ συγκεκριμένως: Ὅταν ἡ ὄμορφη γυναῖκα περιφρονῇ τὴν ἄσχημη, δὲν μεταβάλλει αὐτὴν εἰς πυριτιδαποθήκην ἐναντίον της ἑτοίμην νὰ ἀνάψῃ ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν; Ὅταν ὁ λεονταρῆς ἄνδρας ὀνομάζῃ τὸν καχεκτικὸν ἄνθρωπον ψοφῆμι, δὲν μεταβάλλει ὂχι μόνον τὸν περιφρονούμενον ἀλλά καὶ πολλούς ἐκ τῶν ἀκουόντων ταῦτα εἰς τορπίλλας ἐναντίον του; Ὅταν ἡ λογία γυνὴ ὀνομάζῃ τὴν σιωπηλὴν γυναῖκα μουγκοῦτα, δὲν θὰ μάθῃ ἡ πρώτη, ὅτι ὅποιος πτύει τὸν ἄνεμον πτύει τὰ μοῦτρα του, διότι ἡ μουγκαμάρα τῆς δευτέρας ἴσως λυθῇ καὶ ἀκούσῃ καὶ ἐκείνη τὴν φλυαρίαν της; Ἡ αὐτὴ ἀγανάκτησις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων θὰ γεννηθῇ καὶ εἰς τάς περιφρονήσεις τῶν ἀνθρώπων τῶν ἄλλων κοινωνικῶν τάξεων, τὰς ὁποίας ἀνεφέρομεν.

Ἐὰν ὅμως οἱ περιφρονούμενοι δὲν ἐπληροφορήθησαν τὴν πρὸς ἑαυτοὺς περιφρόνησιν τῶν φιλοπρωτευόντων ἤ τὴν ἐπληροφορήθησαν, ἄλλα δέν δύνανται νὰ ἀπαντήσουν, ἀπαντᾷ καὶ ἀγανακτεῖ ὁ Θεός. Μάλιστα ! Ὅταν ὀνομάζῃς τὸν πατέρα σου ὄχι πατέρα, ἄλλα γέρο περιφρονητικῶς, διότι σὺ ἔγινες μεγάλος, ὅταν ὀνομάζῃς τὴν μητέρα σου ὄχι μητέρα ἀλλά περιφρονητικῶς γρηὰ καὶ λαδικόν, διότι σὺ ἔγινες σπουδαῖος καὶ ἐκεῖνοι ὡς γονεῖς φοβοῦνται νὰ ἀγανακτήσουν, ἐναντίον σου, θα ἀγανακτήσῃ ὁ Θεός. Ὅταν περιφρονήσῃς τὸν ἄλλον ἐν ἀπουσίᾳ του καὶ ἐν ἀγνοίᾳ του, θὰ ἔχης ἀγανακτοῦντα τὸν Θεὸν ἐναντίον σου.

Ἂς ἀφίσωμεν τὰ πρωτεῖα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἀποδεικνύουν ἀδίκους καὶ κούφιους καὶ τὰς περιφρονήσεις τῶν ἄλλων, αἱ ὁποῖαι δηλητηριάζουν τὴν ζωήν μας. Ἂς λάβωμεν τὸν σταυρὸν τῆς ταπεινοφροσύνης, ἡ ὁποία εἶναι εὐγένεια πρὸς τούς ἄλλους, ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα ὂχι δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἰς τὴν θέσιν Αὐτοῦ.

Ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος τῆς ἀρχαιότητος ὁ Σωκράτης ὠνομάσθη ὑπὸ τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν σοφώτατος πάντων τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ἐκολακεύθη ἐκ τῆς ὀνομασίας ταύτης, ἀλλὰ πληροφορηθείς ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν τοῦτο ἠθέλησε νὰ μάθῃ κατὰ πόσον εἶναι ἀληθὴς ἡ τιμὴ αὕτη. Μετὲβη λοιπὸν καὶ ἠρώτησε «τούς οἰομένους εἰδέναι» ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐνόμιζον, ὃτι γνωρίζουν κάτι, ποίας γνώσεις ἔχουν. Αἱ ἀπαντήσεις ὅλων ἦσαν τοιαῦται, ὥστε ἐδείκνυον τὴν μεγάλην ἰδέαν, τὴν ὁποίαν εἶχον οὗτοι διὰ τὸν ἑαυτόν των. Ὁ Σωκράτης ὅμως εἶχε τὴν συναίσθησιν, ὅτι δὲν γνωρίζει τίποτε. Ἰδών λοιπὸν τὴν κουφότητα τῶν ἄλλων καὶ συναισθανθεὶς τὴν ἄγνοιάν του ἡρμήνευσε τὸν λόγον τοῦ Μαντείου, ὅτι καλῶς μὲ ὠνόμασε τὸ Μαντεῖον σοφώτερον ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διότι «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα» αὐτὸ γνωρίζω, ὅτι δὲν γνωρίζω τίποτε. Ὁ Σωκράτης δὲν ἐζήτησε πρωτεῖα. Ἄλλα καὶ ὅταν τοῦ ἐδόθησαν, τὰ ἔλαβε κατόπιν ἐρεύνης χωρὶς νὰ περιφρονῇ τοὺς ἄλλους καὶ ὑψώνῃ τὸν ἑαυτόν του. Πολὺ περισσότερον πρέπει ὁ Χριστιανὸς νὰ ἔχῃ τὸ «γνῶθι σαὐτόν».

14.

Κυριακὴ Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Ἑβδομάδα μ’ ἑβδομάδα νοιώθουμε ὅτι πλησιάζουμε ὁλοένα τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μᾶς φαίνεται ὅτι κινούμαστε γρήγορα, ἀπὸ Κυριακὴ πρὸς Κυριακή, πρὸς τὴν ἡμέρα ποὺ κάθε φόβος, κάθε φρίκη θὰ χαθεῖ.

Κι ὅμως τόσο εὔκολα ξεχνᾶμε ὅτι πρὶν φτάσουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, πρέπει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους Του, νὰ βαδίσουμε τὴν ὁδὸ τῆς Σταύρωσης. «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ θὰ Τὸν σταυρώσουν, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθεῖ». Ὅλοι ξέρουμε ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ, ἀλλὰ ἔχουμε πότε ἀναρωτηθεῖ πῶς γύρισαν οἱ μαθητές Του στὴν Ἱερουσαλήμ, ξέροντας ὅτι ἡ Σταύρωση ἦταν κοντά; Κινοῦνταν φοβισμένοι. Δὲν εἶχαν ὡριμάσει τόσο, ὥστε νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ καὶ τὴν ζωή τους θὰ ἔδιναν γιὰ νὰ διαδοθεῖ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Κινοῦνταν μὲ φόβο. Ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε νὰ γυρίσουν στὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλη ποὺ εἶχε ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, βάζοντας τὴν ζωή Του σὲ κίνδυνο, ἐκεῖνοι Τοῦ εἶπαν: «ἂς μὴν πᾶμε..», καὶ μόνον ἕνας μαθητής, ὁ Θωμᾶς, εἶπε: «..Ὄχι. Ἂς πᾶμε μαζί Του, κι ἂς πεθάνουμε μαζί Του…»

Ὁ μαθητὴς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀνόητα πιστεύω, ὀνομάσαμε Ἄπιστο: ὁ μόνος ποὺ δὲν ἦταν ἕτοιμος νὰ δώσει τὴν ἐμπιστοσύνη του, τὴν πίστη, τὴν ζωή του, τὸ αἷμα του, χωρὶς βεβαιότητα. Ἀλλὰ ἡ καρδιὰ του ἦταν ἀνεπιφύλακτα δοσμένη στὸν Χριστό. Πόσο ὑπέροχο νὰ εἶναι κάποιος ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος! Ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς δὲν θὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Χριστό. Θὰ βαδίσουν μαζί Του πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.

Ἔχουμε σήμερα ἀκόμα τὸ παράδειγμα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ζοῦσε μιὰ τραγωδία πρὶν συναντήσει τὸν Χριστό. Εἶναι ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Ἦταν ἁμαρτωλή. Ἦταν πόρνη. Δὲν πίστευε στὸν Θεό, οὔτε μὲ τὴν ψυχή, οὔτε μὲ τὸ σῶμα. Δὲν εἶχε σεβασμὸ σὲ αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει δημιουργήσει, οὔτε σ’ αὐτὴ τὴν ψυχή. Κι ὅμως ἦρθε, μὲ τραγικὸ τρόπο, ἀντιμέτωπη μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ τῆς ἐπιτραπεῖ ἡ εἴσοδος στὸν Ναὸ ἐκτὸς ἂν ἀπέρριπτε τὸ κακὸ καὶ διάλεγε τὴν ἁγνότητα, τὴν μετάνοια, τὴν νέα ζωή.

Ἂς συλλογιστοῦμε τοὺς μαθητὲς ποὺ σχεδὸν ἱκέτεψαν τὸν Χριστὸ νὰ μὴν ἐπιστρέψει στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἦταν μιὰ πόλη ὅπου ὅλοι οἱ προφῆτες εἶχαν πεθάνει, δὲν ἤθελαν νὰ πεθάνει ὁ Χριστός, καὶ φοβόντουσαν. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε πόσο τοὺς μοιάζουμε. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε εἰλικρινὰ σήμερα πόσο μοιάζουμε ἢ ὄχι στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία – τὴν Μαρία ποὺ εἶχε ζήσει τὴν ζωὴ της σύμφωνα μὲ τοὺς τρόπους καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, παρασυρόμενη ἀπ’ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς· καὶ μία μέρα συνειδητοποίησε ὅτι στὴν κατάσταση ποὺ ἦταν δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ.

Πόσο εὔκολα μπαίνουμε ἐμεῖς στὸ ναὸ, ξεχνώντας τόσο εὔκολα ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα μικρὸ κομμάτι τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπιλέξει νὰ ζεῖ ἀποκομμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ ἔχει ἀπορρίψει τὸν Θεό, ἔχει χάσει τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ Αὐτόν• κι ὅτι οἱ λίγοι πιστοὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν καταφύγιο – ναί, ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ πληρότητα τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα τραγικὸ καταφύγιο, τὸ μόνο μέρος ποὺ ἔχει δικαίωμα νὰ βρίσκεται ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εἶναι καταζητούμενος. Κι ὅταν ἐρχόμαστε ἐδῶ, μπαίνουμε στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Θὰ πρέπει νὰ ἐρχόμαστε μὲ μία αἴσθηση δέους ὄχι ἁπλὰ νὰ περπατᾶμε ἐκεῖ ὅπως σ’ ἕνα ἄλλο μέρος, ἀλλὰ σ’ ἕναν τόπο ποὺ εἶναι ἤδη τὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ.

Ἂν εἴχαμε αὐτὴν τὴν διάθεση, ὅταν ἐρχόμαστε στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε, ἂν καὶ ἀσήμαντοι, σὰν τὴν Μαρία τὴν Αἰγυπτία. Θὰ σταματούσαμε καὶ θὰ λέγαμε, «πῶς μπορῶ νὰ μπῶ στὸν ναό;» Καὶ ἂν τὸ κάναμε αὐτὸ ὁλόψυχα, μὲ μιὰ καρδιὰ συντετριμμένη, μὲ μιὰ αἴσθηση τρόμου ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τόσο μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τόσο ξένοι, τόσο ἄπιστοι, τότε θὰ ἄνοιγαν οἱ θύρες, καὶ θὰ βλέπαμε ὅτι δὲν βρισκόμαστε ἁπλὰ σ’ ἕναν μεγάλο χῶρο περιτριγυρισμένο ἀπὸ τοίχους, ἀλλὰ βρισκόμαστε σ’ ἕναν τόπο ποὺ εἶναι ὁ Παράδεισος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦλθε στὴν γῆ.

Ἂς μάθουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τί σημαίνει νὰ προχωρᾶμε βῆμα-βῆμα πρὸς τὴν Ἀνάσταση, ἐπειδὴ γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν Ἀνάσταση πρέπει νὰ περάσουμε μέσα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν τραγωδία τῆς Μ. Ἑβδομάδας καὶ νὰ τὴν κάνουμε δική μας, μετέχοντας μὲ τὸν Χριστό, τοὺς μαθητές Του καὶ τὰ πλήθη ὁλόγυρα, στὸν φόβο, στὸν τρόμο αὐτοῦ τοῦ γεγονότος· κι ἐπίσης νὰ τὸ ζήσουμε σὰν μιὰ φωτιὰ ποὺ θὰ κατακάψει ὅ,τι εἶναι εὐτελὲς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ θὰ μᾶς καθαρίσει. Κι ἴσως μία μέρα, ὅταν ἡ φωτιὰ θὰ ἔχει κατακάψει ὅ,τι δὲν εἶναι ἄξιο γιὰ τὸν Θεό, καθένας ἀπὸ μᾶς ἴσως γίνει μιὰ εἰκόνα τῆς φλεγομένης βάτου, πυρακτωμένης ἀπὸ τὴν θεία φλόγα καὶ μὴ καιομένης, ἐπειδὴ θὰ εἶχε ἀπομείνει σὲ μᾶς μόνο ὅ,τι θὰ ἐπιβίωνε ἀπὸ τὴν θεϊκὴ φωτιά. Ἀμήν.