του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας – συγγραφέα
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ: Στην ελληνική μυθολογία, ο Φόβος είναι η προσωποποίηση του φόβου. Οι Αρχαίοι Έλληνες τον θεωρούσαν γιο του Άρη και της Αφροδίτης. Μαζί με τον αδελφό του Δείμο, προσωποποίηση του τρόμου, συνόδευε τον πατέρα του στους πολέμους. Για τους Σπαρτιάτες μάλιστα, το ιερό του Φόβου συνιστούσε σύμβολο πειθαρχίας και συνοχής των στρατιωτικών δυνάμεων.
ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΦΟΒΙΑ: Το βασικό συναίσθημα του φόβου, προκαλείται από τη συνειδητοποίηση ενός πραγματικού ή πλασματικού κινδύνου. Είναι μηχανισμός αμυντικής αντίδραση του οργανισμού χωρίς συνειδητή σκέψη. Ο φόβος διακρίνεται από τη σχετική συναισθηματική κατάσταση του άγχους, που εκδηλώνεται ως εσωτερική ένταση, ενώ συνήθως συμβαίνει χωρίς εξωτερική απειλή. Όταν ο φόβος συνεχίζει να υφίσταται, ενώ δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος, τότε μετατρέπεται σε φοβία, εμπόδιο στην καθημερινότητα του ατόμου. Η φοβία είναι επίμονος και παράλογος φόβος κάποιου συγκεκριμένου αντικειμένου ή κατάστασης, που έχει ως αποτέλεσμα την επιθυμία αποφυγής αυτού.
ΕΠΙΣΤΗΜΗ: Ο φόβος σχετίζεται με καταστάσεΙς, που συμπεριλαμβάνουν ανησυχία, άγχος, τρόμο, φρίκη, και πανικό. Η φοβική εμπειρία μπορεί να μείνει στο ασυνείδητο και μπορεί να εκδηλωθεί ως εφιάλτης ή νυχτερινός τρόμος. Ο φόβος μπορεί να περιλαμβάνει ένα κοινωνικό σύνολο, καταλήγοντας σε μαζική υστερία. Παθολογικές καταστάσεις σχετιζόμενες με παράλογο φόβο μπορούν να περιλαμβάνουν εμφανίσεις αγχώδους διαταραχής, [αγοραφοβία, κλειστοφοβία, κοινωνική φοβία, κ.ά.], αλλά και ασθένειες [διπολική διαταραχή, σχιζοφρένεια]. Η αντίδραση του φόβου είναι αποτέλεσμα διέγερσης ενός αμυντικού συστήματος. Η υπεύθυνη περιοχή του εγκεφάλου ονομάζεται αμυγδαλή. Η αμυγδαλή δέχεται πληροφορίες από οπτικές και ακουστικές οδούς, που φτάνουν εκεί νωρίτερα από ότι στον εγκεφαλικό φλοιό. Έτσι εξηγείται γιατί αντιδρούμε αστραπιαία στον κίνδυνο, πριν συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει. Ο άνθρωποςαντιδρά με φόβο στα ίδια ερεθίσματα, σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Το αντικείμενο των φοβικών αντιδράσεων έχει σχέση με το ιστορικό συλλογικό ένστικτο επιβίωσης του πρωτόγονου απέναντι σε εκείνα που αποτελούσαν απειλή, όπως ύψη, άγρια ζώα, σκοτάδι, ανοιχτοί χώροι, θέα αίματος. Αντίθετα, σύγχρονα αντικείμενα, δυνητικώς επικίνδυνα [αυτοκίνητα, κάπνισμα, όπλα, κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, κ.ά.], δύσκολα θέτουν το υπόβαθρο για εκδήλωση φόβου ή φοβίας.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: Οι Πατέρες συμπεριλαμβάνουν στα πάθη το φόβο και τις συγγενικές μορφές του, όπως: φοβίες, δέος, τρόμο, άγχος, αγωνία, αδημονία. Γενικά, ο φόβος προκαλείται από κίνδυνο στέρησης ή πόνου/δοκιμασίας, μέσω του αισθήματος ότι θα χάσουμε αυτό που επιθυμούμε ή αυτό στο οποίο είμαστε προσκολλημένοι. Ωστόσο, ο φόβος είναι δυνατόν ν’ αποτελεί αρετή παρά πάθος. “Ει και πάθος ο φόβος, ως βούλονταί τινες, ότι φόβος εστί πάθος, ουχ ο πας φόβος πάθος” (Κλήμης Αλεξ.). Πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε δύο είδη φόβου:
Ο ΕΜΦΥΤΟΣ ΦΟΒΟΣ: Το πρώτο είδος φόβου, που ο Θεός ενέβαλε στον άνθρωπο κατά τη δημιουργία, συνεπώς ανήκει στην ανθρώπινη φύση, έχει διπλή μορφή. Α΄ Η πρώτη μορφή είναι δύναμη, που τον κάνει να φοβάται για την απώλεια ψυχής και σώματός. Εκδηλώνεται ως φόβος θανάτου (φυσική ροπή), καθώς ο Δημιουργός μάς έδωσε ζωή για να τη διατηρήσουμε, ενώ φθορά και θάνατος αποτελούν φαινόμενα αντίθετα στη φύση. Β΄ Η δεύτερή μορφή είναι ο «φόβος του Θεού», που στην κατώτερη βαθμίδα αφορά στη θεία τιμωρία και στην υψηλότερη, το φόβο αποχωρισμού από το Θεό. Στον πνευματικό άνθρωπο, ο φόβος του Θεού εξαφανίζει το φόβο του θανάτου. Ο θάνατος της ψυχής είναι ο μόνος, που οφείλει να φοβάται ο άνθρωπος, καθώς του στερεί την πραγματική ζωή, ενώ ο βιολογικός πρόσκαιρα χωρίζει την ψυχή από το σώμα, αποσυνθέτοντας μόνο τη γήινη, φθαρτή μορφή της ύπαρξης. Συμπερασματικά, το πρώτο αυτό είδος φόβου, στις δύο μορφές του, συνιστά αρετή, που κατείχε ο Αδάμ προπτωτικά. Ο φόβος, ήταν μέσο που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, για να τον βοηθήσει να τηρεί την εντολή Του και να προφυλάσσεται από τ’ αποτελέσματα της παράβασής της.
Ο ΕΜΠΑΘΗΣ ΦΟΒΟΣ: Το δεύτερο είδος φόβου, κατά τους Πατέρες, αποτελεί μεταπτωτική συνέπεια. Εκδηλώνεται με αποστροφή, που νιώθει ο άνθρωπος έναντι αυτού που μπορεί να φθείρει και να καταστρέφει την ύπαρξή του. Ο όρος ύπαρξη, όμως, αναφέρεται στο πεπτωκός “είναι” του, στο οποίο φίλαυτα προσκολλάται. Ο Αγιος Μάξιμος, λέει πως ο φόβος αυτός “συμμετέχει στα πάθη που οφείλονται στη στέρηση της ηδονής και έρχεται ως αποτέλεσμα αυτού που η φιλαυτία κατεργάζεται”. Η ιδέα της απώλειας κάποιου αντικειμένου απόλαυσης, γεννά δυσφορία και ταραχή, των οποίων τις συνέπειες υφίσταται και το σώμα: «Ποτέ μεν η ψυχή, ποτέ δε το σώμα προεδειλίασε, και τω ετέρω του πάθους μετέδωκεν» (Κλίμαξ). Πάντα ο φόβος-πάθος αποκαλύπτει πρόσδεση στον κόσμο τούτο, στα αγαθά του, και στην “ενήδονο” κοσμική ζωή. Ενώ το πρώτο είδος του φόβου είναι «κατά φύσιν», το δεύτερο, ως διαβλητό πάθος, είναι «παρά φύσιν» και «παρά λόγον». Οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος απομάκρυνε το φυσικό σκοπό του φόβου, καθιστώντας τον φόβο αποχωρισμού από την ηδονική ζωή. Αντί να φοβάται ό,τι απειλεί την ύπαρξή του, ιδιαίτερα την πνευματική, ο άνθρωπος φοβάται ό,τι απειλεί τις αισθητές απολαύσεις. Έτσι: «ο δούλος Κυρίου γενόμενος, τον οικείον Δεσπότην και μόνον φοβηθήσεται· ο δε τούτον ούπω φοβούμενος, την εαυτού σκιάν πολλάκις πεφόβηται», (Κλίμαξ). Οι Πατέρες αναφέρουν ότι ο εμπαθής φόβος ευνοείται από ψυχική ακαρπία, εξαιτίας της απώλειας της θείας παρουσίας στην ψυχή: «Εφοβήθην ότι γυμνός ειμί», εξομολογείται ο πεπτωκώς Αδάμ (Γεν. γ΄ 10).
Ο ΦΟΒΟΣ ΩΣ ΝΟΣΟΣ: Ο φόβος παρουσιάζεται από τους Πατέρες ως νόσος λόγω της διαστροφής της ενάρετης φυσικής διάθεσης σε παρά φύση πάθος. Ο άνθρωπος, φοβούμενος την απώλεια αισθητών ηδονών, αντί να φοβάται την απώλεια του Θεού και του εαυτού του, απομακρύνεται από το Θεό, αρνούμενος τη θεία Πρόνοια. Ρώτησαν ένα Γέροντα: “Γιατί φοβάμαι διασχίζοντας την έρημο;” Και αυτός απάντησε: “Γιατί νομίζεις ότι είσαι μόνος και δε βλέπεις το Θεό δίπλα σου». Ο Χριστός έλεγε στους μαθητές Του: «Τί δειλοί εστε ούτω; πώς ουκ έχετε πίστιν;» Επιπλέον, ο φόβος εκφράζει απώλεια πίστης στα θεία, πνευματικά αγαθά που είναι τα μόνα απόλυτης και ζωτικής αξίας. Ο εμπιστευόμενος το Θεό άνθρωπος, οφείλει να μη φοβάται καμιά επίθεση κατά της ψυχής ή του σώματός του, ούτε τον πρόσκαιρο θάνατο του σώματος. Ο εμφόβως πάσχων, αποδίδει πίστη σε απατηλά αγαθά, αφανιζόμενα από αποσύνθεση, σκόρο και κλέφτες (Ματθ. στ΄ 19). Ο άνθρωπος, κάποτε, νομοτελειακά, χάνει τα αισθητά, εξαιτίας του πρόσκαιρου χαρακτήρα τους ή λόγω θανάτου. Μαζί χάνεται και η συνδεδεμένη ηδονή, που άλλωστε είναι σκαιώδης συγκρινόμενη με την απόλαυση των αγαθών της Βασιλείας του Θεού. Το γεγονός ότι ο φόβος είναι ανωφελής και χωρίς υπόσταση, άρα παράλογος, είναι εμφανές: ο άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει με το φόβο οιοδήποτε κακό του συμβεί.
ΑΙΤΙΕΣ: Ο έμφοβος βλέπει παραμορφωμένη την πραγματικότητα. Από τον τρόπο, που το πραγματικό γίνεται αντιληπτό και βιώνεται, ο φόβος αποκαλύπτει ότι η φαντασία δίνει κύρος και στις υπόλοιπες δυνάμεις επιβάλλοντας τις παραστάσεις της σ’ αυτές (Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός). Ο φόβος αποτελεί συχνότατα αποκύημα φαντασίας. Στο εμφόβως πάσχον άτομο σημαντικό ρόλο ασκεί η επιρροή του παραλόγου, διότι μοιάζουν ανύπαρκτες οι δυνάμεις, που θα τον βοηθούσαν να αντιληφθεί τα πράγματα όπως είναι. “Ουθέν γαρ εστι φόβος ει μη προδοσία των από λογισμού βοηθημάτων” (Σ. Σολ. ιζ΄, 11). Για πολλούς Πατέρες η υπερηφάνεια γεννά τον παθολογικό φόβο: “Ο της ταπεινώσεως ελλείπων, ελλιπής εστι και από της τελειώσεως· και ο από ταύτης ελλιπής, αεί περίφοβός εστι” (Ισαάκ Σύρος). Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, ο φόβος γεννάται και από την αμαρτία: “πάντα αυτοίς δέους και αγωνίας εστί μεστά, πάντα περιβλέπονται, πάντα φοβούνται”.Ο Αγιος Διάδοχος Φωτικής συμβουλεύει το χριστιανό, για τη θεραπεία του πάθους να επαγρυπνεί και να φροντίζει την εξομολόγηση ιδίως των ακουσίων αμαρτημάτων του και μάλιστα των ασυνείδητων από την πρώτη στιγμή Κατά τους Πατέρες, όπως και στα υπόλοιπα πάθη, οι δαίμονες συμβάλλουν στην εμφάνισή του φόβου, επωφελούμενοι από την παρουσία του, καθώς διαμορφώνεται γόνιμο έδαφος για τη δράση τους.
Βιβλιογρ.: E. R. Kandel, J. H. Schwartz, Νευροεπιστήμες και Συμπεριφορά, Π.Ε.Κρήτης, 1999.
- C. Larchet:Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, Αποστ. Διακονία, μτφρ.: Χ. Κουλας