Το ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα από τα λεγόμενα «απόκρυφα χριστιανικά κείμενα». Έτσι ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα από τον 2οαιώνα και εξής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον «Κανόνα» της Κ. Διαθήκης αλλά αναγινώσκονται απλώς ή απορρίπτονται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Σχετίζονται όμως με την Κ.Δ. τόσο από πλευράς φιλολογικού είδους, όσο και από πλευράς περιεχομένου, διότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε γεγονότα ή πρόσωπα που περιέχονται στην Κ.Δ. συνήθως τροποποιώντας τα ή βρίσκονται στην προέκταση αυτών. Με τον όρο «Απόκρυφα» δηλώνονται βιβλία αμφίβολης αξίας και προέλευσης και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις αιρετικά, πλην όμως δεν θεωρούνται όλα τα διασωθέντα απόκρυφα ως αιρετικά.
Ένα από τα απόκρυφα αυτά ευαγγέλια είναι και «Το Ευαγγέλιο του Ιούδα του Ισκαριώτη», για το οποίον αναφέρουν οι Πατέρες της Εκκλησίας Λουγδούνου Ειρηναίος, Κύπρου Επιφάνιος και Κύρου Θεοδώρητος, καθώς και ο σύγχρονος του Επιφάνιου, Πορφύριος, μη χριστιανός, ο βιογράφος του Πλωτίνου και το οποίον ανακαλύφθηκε στη δεκαετία του 1970 στο Nag Hammadi της Αιγύπτου στη Κοπτική γλώσσα και μόλις πρόσφατα κατορθώθηκε να αποκρυπτογραφηθεί το περιεχόμενό του.
Ο συγγραφέας του κειμένου είναι οπαδός της θεοσοφικής και φιλοσοφικής θρησκευτικής κίνησης του Γνωστικισμού, που απέκτησε ιδιαίτερη σπουδαιότητα στον 2ο μ.Χ. αιώνα και επηρέασε την ανάπτυξη του Χριστιανισμού, υποχρεώνοντας την Εκκλησία να αντιδράσει με την ανάπτυξη του «Κανόνα» της Αγίας Γραφής και της θεολογίας των βαπτιστηρίων συμβόλων και την ενίσχυση του επισκοπικού αξιώματος στις οργανωτικές δομές της τοπικής Εκκλησίας. Η έμφαση που έδινε στη Γνώση (εσωτερική εμπειρία) βρισκόταν σε οξεία αντίθεση προς τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, ο οποίος έδινε έμφαση στην Πίστη. Μπορεί να θεωρηθεί μια συγκρητιστική κίνηση, κάτι σαν την σημερινή «Νέα Εποχή».
Ο Γνωστικός, ο οπαδός του Γνωστικισμού, ό,τι γνωρίζει είναι γνώση του εσώτερου χαρακτήρα και συνδέει τη Γνώση με τη Σοφία ή την Επιστήμη. Βασικά οι διάφορες ομάδες των Γνωστικών πίστευαν ότι υπάρχει στον άνθρωπο θείος σπινθήρας, που προέρχεται από τη θεία πραγματικότητα και εξέπεσε στον κόσμο του πεπρωμένου, της γέννησης και του θανάτου. Ο σπινθήρας αυτός μπορεί να αφυπνιστεί από το θείο οργανικό σύνολο, στο οποίον ανήκε πριν από την πτώση, με την ενέργεια μιας θείας αποκαλύψεως και να επανενταχθεί έτσι πάλι στον πνευματικό κόσμο. Αυτή η θέση, που οπωσδήποτε έχει προηγούμενα στην ελληνική φιλοσοφία (Πλάτωνας, το σώμα φυλακή της ψυχής) και στις ιουδαιοχριστιανικές αναζητήσεις, αναδείχθηκε στην πληρότητά της μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Στοιχεία του Γνωστικισμού είναι παρμένα από τον Πλατωνισμό, Ορφισμό, Πυθαγορισμό, Περσικό δυαλισμό, Βουδδισμό κ.ά.
Ως πρώτοι Γνωστικοί αναφέρονται ο Σίμων ο Μάγος και ο μαθητής του Μένανδρος τον 1οαιώνα μ.Χ. και αργότερα ο Βασιλείδης και ο Ισίδωρος, αρχές του 2ου αιώνα. Η πιο εξέχουσα μορφή όμως υπήρξε ο Ουαλεντίνος, ο οποίος υποστήριζε, ότι στην παιδική του ηλικία του αποκαλύφθηκε ο Λόγος. Κατόπιν ο Πτολεμαίος, ο Μάρκος, ο Θεόδοτος, ο Ηρακλέων κ.ά. Μέσα στον 2ο αιώνα άνθησε η ανώνυμη ή και ψευδώνυμη γνωστική γραμματεία των Ευαγγελίων, Πράξεων, Επιστολών και Αποκαλύψεων. Η παρακμή των γνωστικών συστημάτων πραγματοποιήθηκε τον 3ο αιώνα και παρέμειναν κατάλοιπα ως γνώση πλέον και όχι ως γνωστικά συστήματα.
Οι Γνωστικοί πίστευαν, ότι το σύμπαν κατανοούνταν σχηματικά ως ομόκεντρες σφαίρες με κέντρο τη Γη. Ο Γνωστικός αποτελούσε μέρος της Υπέρτατης Δύναμης και μετά το θάνατό του επανερχόταν στη Δύναμη αυτή. Ο Θεός της Π. Διαθήκης θεωρούνταν ως ατελής και κατώτερος Δημιουργός του Υλικού κόσμου, ενώ ο Θεός της Κ. Διαθήκης ως ανώτερος και τέλειος Δημιουργός του Πνευματικού κόσμου. Ο Θεός της Π.Δ. φθονούσε το Θεό της Κ.Δ!! Ο άνθρωπος ήταν ουσιαστικά ένα πνεύμα που κατοικούσε σε ένα σώμα και έτσι το πνεύμα ήταν δέσμιο του σώματος. Η σωτηρία αφορούσε αποκλειστικά στο πνεύμα, η δε πτώση του Αδάμ δεν αφορά αυτόν, αλλά τον πρόγονό του που είναι η Σοφία. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες ανθρώπων, οι πνευματικοί (Γνωστικοί), οι ψυχικοί (Χριστιανοί) και οι σαρκικοί (όλοι οι υπόλοιποι). Οι πνευματικοί είναι οι τέλειοι και μόνον αυτοί εκ φύσεως σώζονται, οι ψυχικοί είχαν ελεύθερη βούληση και μπορούσαν να σωθούν ή να απωλεσθούν και οι σαρκικοί δεν μπορούσαν να σωθούν γιατί ήταν τέκνα του Διαβόλου.
Έτσι στον Γνωστικισμό πιστεύεται, ότι το πνεύμα του ανθρώπου (ο θείος σπινθήρας) κατοικεί σ’ ένα ξένο σώμα, σ’ ένα ξένο κόσμο. Πως λοιπόν θα μπορούσε αυτός ο θείος σπινθήρας να επιστρέψει στον Αληθινό Θεό; Η σωτηρία διενεργείται δια μέσου της Γνώσης. Οι Γνωστικοί πίστευαν, ότι ο Ιησούς ήταν ένας άνθρωπος, στον οποίο κατήλθε ο πνευματικός Χριστός, που προερχόταν από τον πνευματικό κόσμο. Επειδή ο Χριστός κατήλθε εκ των άνω, μπορούσε να αποκαλύψει τα μυστήρια του κόσμου και να κάνει θαύματα. Ο Χριστός αποχωρίστηκε από τον Ιησού κατά τη σταύρωση («και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε. πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου» Λουκ. 23. 46).
Ο συγγραφέας του «Ευαγγελίου του Ιούδα» ανήκει στους Γνωστικούς και μάλιστα στην ομάδα των Καϊνιτών. Οι Καϊνίτες (οι οπαδοί του δολοφόνου του Άβελ) θεωρούσαν τον Κάϊν ως όργανο της Σοφίας και εχθρό του Δημιουργού, ενώ παράλληλα τιμούσαν και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη ως ευεργέτη του ανθρωπίνου γένους και είχαν στην Αγία Γραφή τους ιδιαίτερο ευαγγέλιο, το κατά Ιούδα.
Μέσα στα ανωτέρω πλαίσια, μπορεί κάποιος να κατανοήσει το περιεχόμενο του κειμένου αυτού. Αυτό αποτελεί ουσιαστικά ένα διάλογο μεταξύ του Ιησού και του Ιούδα, όπου εκεί εμφανίζεται ένας άλλος Χριστός από αυτόν που γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια. Σ’ αυτά ο Χριστός εμφανίζεται να είναι ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού, ο οποίος ενανθρώπησε για να λυτρώσει την ανθρωπότητα από το κράτος του θανάτου και να δώσει τη δυνατότητα στους ανθρώπους, εάν βεβαίως το επιθυμούσαν, να σωθούν και έτσι να έχουν γεύση του Παραδείσου και πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών. Στην πορεία του Θεανθρώπου, ο Ιούδας με την προδοσία διευκόλυνε το έργο της θείας Οικονομίας, στη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου. Αντίθετα στο κείμενο των Γνωστικών, ο Ιούδας εμφανίζεται να συνεργάζεται με τον Ιησού στην προδοσία, ώστε να μπορέσει ο Ιησούς με το θάνατό του να απαλλάξει το πνεύμα του, που ήταν φυλακισμένο στο σώμα του και έτσι να επιστρέψει ο θείος σπινθήρας (το πνεύμα) στο Απόλυτο Αγαθό. Έτσι εμφανίζεται εδώ ο Ιησούς όχι ως Σωτήρας της ανθρωπότητας, αλλά ως Σωτήρας του εαυτού του και χρησιμοποιεί τον Ιούδα δι’ ίδιον όφελος!!
Παρενθετικά αναφέρεται ως προς τον Ιούδα, αυτό που αναφέρει ο Πατέρας της Εκκλησίας, ο Ωριγένης. Αναφέρει λοιπόν, ότι ο Ιούδας γνώριζε το λυτρωτικό έργο του Ιησού και ότι κατά την κάθοδό του στον Άδη θα κήρυττε και σε όποιον μετανοούσε, θα υπήρχε η δυνατότητα της σωτηρίας. Εάν λοιπόν ο Ιούδας εν ζωή μεταμελήθηκε, αλλά δεν μετανόησε, θα είχε όμως τη δυνατότητα της μετανοίας στον Άδη και είναι γνωστό, ότι βρισκόταν εκεί πριν την κάθοδο του Ιησού!!
Πρόκειται λοιπόν για μια μεγάλη ανακάλυψη, που όμως αφορά τους ειδικούς, γιατί πλουτίζει τις γνώσεις μας για τους Γνωστικούς. Δεν έχει να κάνει με τα γνήσια Ευαγγέλια, με την Εκκλησία, με τη χριστιανική πίστη. Μιλάει για κάποια πρόσωπα, που τα ονομάζει Χριστό και Ιούδα, που όμως δεν έχουν καμία σχέση με τον Ιησού Χριστό και τον Ιούδα της ιστορίας και του χριστιανισμού. Δεν περιέχει κανένα ίχνος ιστορικότητας. Εντάσσεται στο πλαίσιο της μυθοπλασίας και χρησιμοποιείται πιθανόν από ορισμένους για άλλους σκοπούς, όπως συνέβη με την άλλη απίθανη μυθοπλασία, του «Κώδικα Da Vinci», ή παλαιότερα όταν βρέθηκαν τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, που ήταν όντως η ανακάλυψη του αιώνα, για την οποίαν είχαν πει τότε πολλοί ότι θίγεται ο Χριστιανισμός. Και τα μεν χειρόγραφα τα τοποθέτησε η επιστημονική έρευνα στη σωστή τους βάση, ο δε Χριστιανισμός παρέμεινε ακλόνητος. Με το ίδιο πρίσμα λοιπόν πρέπει να δει κανείς και το «Ευαγγέλιο του Ιούδα».
20.3.17
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
https://fdathanasiou.wordpress.com/