Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

α. Πρίν ἀπό μέρες, μιλώντας σας γιά τό ἀκατάληπτο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καί αφού χρησιμοποίησα πολλά ἐπιχειρήματα, έφτασα να σας αποδείξω τόσο ἀπό τούς λόγους τῆς Γραφῆς όσο καί με τήν ἀνθρώπινη σκέψη, ὅτι ἀκόμα και σ’ αυτές τις αόρατες ἀγγελικές δυνάμεις εἶναι παντελῶς ἀδύνατη ἡ κατανόηση τοῦ Θεοῦ, σ’ αὐτές που ο τρόπος της ζωής τους είναι άυλος και μακάριος! Καί ὅτι ἐμεῖς, πού ζοῦμε ἐντελῶς ἀδιάφορα καί ἔκλυτα καί ἔχουμε φτάσει σέ κάθε εἴδους κακία, αὐτό πού ἀγνοοῦν εντελώς ακόμα και οἱ ἄγγελοι θέλουμε νά τό «κατέχουμε»! Καί ὅλα αὐτά τά θέλουμε, στηριζόμενοι στην κρίση του νου μας, καί ἐπειδή αὐτό θά θρέψει την κενοδοξία μας από μέρους αυτών που μας ακούν! Καί χωρίς ούτε νά λαμβάνουμε ὑπ’ ὄψιν τά δεδομένα τῆς φύσεώς μας, ούτε νά ἀκολουθοῦμε τήν Γραφή καί τούς Πατέρες μας, ἀλλά σάν χειμωνιάτικοι χείμαρροι, παρασυρμένοι ἀπό τήν αὐταπάτη τῶν λανθασμένων ἀντιλήψεών μας, φτάνουμε νά πέσουμε σέ τόσο μεγάλη ἁμαρτία.

Σήμερα, λοιπόν, αφού σας μιλήσουμε όπως αρμόζει περί του ἀναθέματος καί φανερώσουμε τό μέγεθος αὐτοῦ τοῦ κακοῦ, πού τό νομίζετε μικρό, θά ἀποτρέψουμε ἀπό αὐτό τά ἀχαλίνωτα στόματα, αποκαλύπτοντάς σας τήν ἀρρώστια αὐτῶν πού χρησιμοποιούν τό ανάθεμα γιά τό παραμικρό.

Σε τόσο κακή διάθεση μας έφεραν όσα συμβαίνουν μεταξύ μας, ὥστε, παρ’ ὄτι εἴμαστε σέ τέτοια χάλια, δέν ἀντιλαμβανόμαστε τά χειρότερα που μπορεί να πάθουμε καί δέν τά ξεπερνᾶμε. Ἐτσι πραγματώνεται στην περίπτωσή μας ὁ λόγος ὁ προφητικός: «… Δέν ὑπάρχει δυνατότητα νά βάλουμε μαλακτικό κατάπλασμα, οὔτε νά τό ἀλείψουμε μέ λάδι, οὔτε νά τό επιδέσουμε…» (Ἡσ. 1, 6).

Ἀπό ποῦ λοιπόν νά ἀρχίσω νά μιλῶ γι’ αὐτό τό κακό; Ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἤ από τήν ἀνόητη ἀπαιδευσιά καί τήν ἀναισθησία σας; Καί κάποιοι ἆραγε δέν γελᾶνε μαζί μου όταν τα λέω αυτά καί δέν θεωροῦν ὅτι τρελλάθηκα; Ἆραγε δέν μέ κατηγοροῦν, ἐπειδή θά ἀσχοληθῶ μέ αυτά τα θλιβερά καί ἄξια δακρύων; Ἀλλά τί νά κάνω; Πονάω καί κόπτομαι στη σκέψη μου καί σπαράζουν τα σπλάχνα μου, βλέποντας τήν τόσο μεγάλη ἀναισθησία, πού ἀκόμα καί τήν παρανομία τῶν Ἰουδαίων καί τήν ἀσέβεια τῶν εἰδωλολατρῶν τήν ὑπερέβαλε ἡ δική μας κατάσταση. Κοιτάζοντας γύρω μου βλέπω ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν αποκτήσει τρόπο σκέψεως ἐκπαιδευμένον ἀπό την Ἁγία Γραφή, οὔτε κἄν γνωρίζουν κάτι ἀπό αὐτήν. Κοκκινίζω καί σιωπῶ γιά τά ἄλλα. Βλέπω ἀνθρώπους παράφρονες καί μανιασμένους πού χαζολογοῦν. Ἀνθρώπους, πού δέν ξέρουν οὔτε τί λένε οὔτε τί διαβεβαιώνουν, πού τολμοῦν ὅμως νά ἀποφαίνονται χωρίς να γνωρίζουν καί νά ὰναθεματίζουν αὐτά πού ἀγνοοῦν, καί ἔτσι νά γίνονται γελοῖα τά δικά μας ἀπό τούς μή πιστεύοντες. Ἀνθρώπους πού οὔτε γιά σωστό τρόπο ζωῆς φροντίζουν οὔτε νά πράττουν τό καλό ἔμαθαν.

β. Ἀλλοίμονο στήν ταλαιπωρία μας! Ἀλλοίμονό μας! Πόσοι δίκαιοι καί προφῆτες δέν ἐπιθύμησαν νά δοῦν αὐτά πού εἴδαμε καί δέν τά εἶδαν, καί νά ἀκούσουν αὐτά πού ἀκούσαμε καί δέν τά ἄκουσαν. Κι εμείς παίζουμε μέ αὐτά! «Προσέχετε στίς ἀλήθειες πού ἀκούσαμε, παρακαλῶ, ὥστε νά μην τύχει και ξεστρατίσουμε . Γιατί, ἄν ὀ λόγος πού δόθηκε ἄλλοτε μέσῳ ἀγγέλων ἀποδείχθηκε ἀληθινός, καί ὄσοι τόν παρέβησαν ἤ δέν ὑπήκουσαν σ’ αὐτόν, δέχθηκαν τήν τιμωρία πού τούς ἔπρεπε, πῶς εἶναι δυνατόν ἐμεῖς νά ξεφύγουμε, ἄν δέν δώσουμε τήν προσοχή πού χρειάζεται σε μια τόσο μεγαλειώδη πρόταση σωτηρίας;» (Ἑβρ. 2, 1-3).

Πές μου, ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς καλῆς ἀγγελίας γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Τί εἶναι ἡ μέσω της σαρκώσεως του Υιού παρουσία τοῦ Θεοῦ; Γιά νά δαγκώνουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί νά κατατρωγόμαστε; Ἀντίθετα επειδή παντοῦ οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ εἶναι τελειότερες ἀπό τίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, πολύ περισσότερο ἀπαιτοῦν ἀπό μᾶς τήν ἀγάπη. Ὁ παλαιός νόμος λέει: Θά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου. Ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ διατάσσει καί νά πεθαίνει κανείς ακόμα γιά χάρη του πλησίον. Ἀφουγκράσου τόν ἴδιο τόν Χριστό νά λέει:

“Κάποιος ἄνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπό τά Ἱεροσόλυμα γιά τήν Ἱεριχώ, ἔπεσε πάνω σέ ληστές. Αὐτοί τόν ξεγύμνωσαν, τόν τραυμάτισαν καί ἔφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Ἀπό ‘κεῖνο τό δρόμο ἔτυχε νά κατεβαίνει καί κάποιος ἱερέας, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε, ἀλλά τόν προσπέρασε χωρίς νά τοῦ δώσει σημασία. Τό ἴδιο καί κάποιος λευίτης, πού περνοῦσε ἀπό ‘κεῖνο τό μέρος· παρ’ ὅλο πού τόν εἶδε κι αὐτός, τόν προσπέρασε χωρίς νά ἀσχοληθεῖ μαζί του. Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης πού ταξίδευε, ἦρθε πρός τό μέρος του, τόν εἶδε καί τόν σπλαχνίστηκε. Πῆγε λοιπόν κοντά του, ἄλειψε τίς πληγές του μέ λάδι καί κρασί καί τίς ἔδεσε καλά. Μάλιστα τόν ἀνέβασε στό δικό του ζῶο, τόν ὁδήγησε στό πανδοχεῖο καί φρόντισε γι’ αὐτόν. Τήν ἄλλη μέρα φεύγοντας ἔβγαλε κι ἔδωσε στόν πανδοχέα δύο δηνάρια καί τοῦ εἶπε: “φρόντισέ τον, κι ὅ,τι παραπάνω ξοδέψεις, ἐγώ ὅταν ἐπανέλθω θά σέ πληρώσω”.

Ποιός λοιπόν ἀπ’ αὐτούς τούς τρεῖς κατά τή γνώμη σου ἀποδείχτηκε “πλησίον” ἐκείνου πού ἔπεσε στούς ληστές;” Ὁ νομοδιδάσκαλος ἀπάντησε: “Ἐκεῖνος πού τόν σπλαχνίστηκε”. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: “Πήγαινε, καί νά κάνεις κι ἐσύ τό ἴδιο”.

Πώ, πώ, τί θαῦμα! Οὔτε τόν ἱερέα οὔτε τόν λευίτη εἶπε «πλησίον», ἀλλά ἐκεῖνον τόν ἀπόβλητο ἀπό τούς Ἰουδαίους γιά τίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις του, τόν Σαμαρείτη λέω, τον ξένο, τόν βλάσφημο, μόνο ἐκεῖνον εἶπε «πλησίον», γιατί αὐτός καί εἶχε καί ἔδειξε ἔλεος καί καλοσύνη. Αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτά όταν ήρθε τα ἔδειξε και με τα δικά του έργα. Γιατί πέθανε όχι μόνο γιά τούς φίλους Του καί τούς δικούς Του, ἀλλά καί γιά τούς ἐχθρούς, γιά τούς τυράννους, γιά τούς μάγους, γι’ αὐτούς πού Τόν μισοῦσαν, γιά τούς σταυρωτές Του· γι’ αυτούς που ἤδη γνώριζε προ καταβολής κόσμου ότι θα γίνονταν αυτό που έγιναν, και παρόλο που το ήξερε από πρίν, τούς δημιούργησε, νικώντας μέ τήν καλοσύνη τήν πρόγνωση, καί γι’ αὐτούς ἔχυσε τό δικό του αἷμα, για χάρη τους δέχθηκε τή σφαγή. «Ὁ ἄρτος αὐτός», εἶπε, εἶναι ἡ σάρκα μου, πού ἐγώ θα τη δώσω για να έχει ο κόσμος ζωή». Καί ὁ Παῡλος στίς ἐπιστολές του λέει: «Ἄν καί εἴμασταν ἐχθροί του Θεού, συμφιλιωθήκαμε μαζί του μέσῳ τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ Του». Καί στήν πρός Ἑβραίους μᾶς λέει ὅτι: «Για χάρη του καθενός ὁ Χριστός γεύθηκε τόν θάνατο».

Ἀφοῦ λοιπόν αυτά ἔχουν τελεσθεῖ ἀπό Αὐτόν, καί τα αντίτυπα αυτών επιτελεί ἡ Ἐκκλησία, καθώς προσεύχεται κάθε μέρα γιά ὅλους, πῶς σύ τολμᾶς νά καταριέσαι;

Πές μου, τί εἶναι αὐτό πού το ονομάζεις ‘ἀνάθεμα’; Πρόσεξε αυτό που λες. Ἀντιλαμβάνεσαι τί θα πεις; Ξέρεις τη δύναμη τοῦ λόγου; Θά τό βρεῖς βέβαια νά λέγεται αὐτό στη θεόπνευστη Γραφή στην περίπτωση τῆς Ἰεριχοῦς: «Καί θά ἀφιερώσεις ὁλόκληρη τήν πόλη στόν Κύριο τον Θεό σου». Καί σ’ εμᾶς μέχρι σήμερα ἔχει ἐπικρατήσει σε όλους ἡ κοινή συνήθεια νά λέμε ‘ὁ δεῖνα επειδή ἔκανε αὐτό, έφερε τό ἀνάθεμα σ’ αὐτόν τόν τόπο’. Λοιπόν, αὐτό εἶναι τό ἀνάθεμα; Αν και αυτό έχει λεχθεί για κάτι καλό, την ανάθεση, τήν ἀφιέρωση στόν Θεό. Τι λοιπόν είναι αὐτό πού εσύ λές ‘ἀνάθεμα’ τι άλλο από το να ανατεθεί αὐτός στόν διάβολο, καί να μην ἔχει πια πιθανότητα σωτηρίας, καί να αποξενωθεί από τόν Χριστό.

γ. Και ποιος εἶσαι εσύ για να έχεις αυτή την ἐξουσία και τη μεγάλη δύναμη; «Τότε θά καθήσει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί θά βάλει να σταθούν τά πρόβατα στα δεξιά καί τά ἐρίφια στ’ αριστερά». Πῶς λοιπόν πῆρες αὐθαίρετα ἕνα τόσο μεγάλο ἀξίωμα, πού αξιώθηκε να το λάβει μόνο η κοινότητα τῶν Ἀποστόλων καί ὅσοι με κάθε ακρίβεια έγιναν αληθινά διάδοχοί τους, γεμάτοι χάρη καί δύναμη; Και βέβαια εκεῑνοι, τηρώντας ἀκριβῶς τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ἀπέβαλαν έξω ἀπό τήν Ἐκκλησία τούς αἱρετικούς, σαν να έβγαζαν το δεξί τους μάτι· πρᾶγμα πού φανερώνει τη μεγάλη τους ἀγάπη καί τόν πόνο, γιά τήν ἀποκοπή που έγινε ενός οὐσιώδους μέλους. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός ἀποκάλεσε τον αιρετικό δεξιό ὀφθαλμό, γιά νά φανερώσει τόν πόνο καί τήν συμπάθεια αὐτῶν πού ἀναγκάζονται νά τόν ἀποκόψουν. Σ’ αὐτό, λοιπόν, ὅπως καί σέ ὅλα, προσέχοντας λεπτομερῶς, τίς αἱρέσεις μέν τίς ἤλεγχαν καί τίς ἀπέβαλαν ἀπό τό σῶμα, σέ κάνενα ὅμως αἱρετικό δέν επέβαλαν αυτή την τιμωρία, δηλαδή το ἀνάθεμα.

Λοιπόν ὁ ἀπόστολος δύο μόνο φορές φαίνεται πως ἀναγκάζεται νά χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη, καί μάλιστα ὄχι γιά συγκεκριμένο καί σαφές πρόσωπο, την πρώτη στήν πρός Κορινθίους, λέγοντας: «Ἄν κάποιος δέν ἀγαπᾶ τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἔστω ἀνάθεμα», και τη δεύτερη, «ἄν κάποιος εὐαγγελίζεται σ’ έσᾶς διαφορετικές διδασκαλίες ἀπό αὐτές πού διδαχθήκατε, ἀνάθεμα έστω».

Τί λοιπόν; Αὐτό πού κανείς ἀπό ὅσους ἔχουν λάβει τήν ἐξουσία δέν τό ἔκανε, οὔτε τόλμησε νά τό πεῖ , εσύ τολμᾶς νά τα κάνεις αὐτά, ενεργώντας αντίθετα προς τόν θάνατο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καί προλαβαίνοντας τήν κρίση τοῦ Βασιλέως;

Θέλετε νά μάθετε τί δίδαξε κάποιος ἅγιος, ο οποίος πρίν ἀπό μᾶς εντάχθηκε στη διαδοχή τῶν Ἀποστόλων, και πού ἀξιώθηκε νά μαρτυρήσει; Θέλοντας να δείξει πόσο απαίσιος είναι αὐτός ο λόγος, χρησιμοποίησε ένα τόσο ισχυρό παράδειγμα: «Ὅπως αὐτός πού φοράει βασιλική ἐνδυμασία, (ἀλουργίδα) ενώ είναι ένας απλός πολίτης, θανατώνεται καί αὐτός καί οἱ συνεργοί του ὡς τύραννοι, καθ’ ὅμοιο τρόπο, είπε, καί ὅσοι χρησιμοποιοῦν τόν λόγο-ἀπόφαση τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ καί αποκόπτουν ἀπό τήν Ἐκκλησία με το ανάθεμα κάποιον ἄνθρωπο, ὁδηγοῦν τόν ἑαυτό τους σέ πλήρη ἀπώλεια, σφετεριζόμενοι το ἀξίωμα τοῦ Υἱοῦ».

Κάτι τέτοιο λοιπόν τό θεωρεῖτε ἀμελητέο; Νά καταδικάζει κανείς κάποιον με μια τέτοια απόφαση πρό καιροῦ καί πρίν ἀπό τόν Κριτή; Δεδομένου ότι τό ἀνάθεμα ἀποκόπτει πλήρως ἀπό τόν Χριστό. Ἀλλά τι λένε αυτοί που είναι ικανότατοι στήν κακία; « Εκείνος, λένε, έχει γίνει αἱρετικός, καί ἔχει στήν καρδιά του τόν διάβολο, καί διδάσκει λανθασμένα γιά τόν Θεό, καί ὁδηγεῖ πολλούς μέ τά ἀσύστατα καί ἀπατηλά κηρύγματά του στόν βυθό τῆς ἀπωλείας. Γι’ αὐτό και οι Πατέρες τον έχουν πετάξει έξω, κι ακόμα περισσότερο τον δάσκαλό του που έχει αποκόψει ένα μέρος της Εκκλησίας», είτε εννοούν τον Παυλιανό είτε τον Απολλινάριο.

Σε ό,τι αφορά τον λόγο σχετικά με τη διαφορά καθενός από αυτούς, ήταν καλό που δεν θεωρήθηκε από τους περισσότερους ως κάτι καινούργιο, και συγκράτησε την πλάνη περιορίζοντάς την στα βάθη της πιο φοβερής δεισιδαιμονίας.

«Να διδάσκεις με πραότητα και νά παιδαγωγεῖς ὅσους τοποθετοῦνται ἀπορριπτικά, γιά νά τούς δώσει κάποτε ὁ Θεός μετάνοια νά καταλάβουν τήν ἀλήθεια καί νά συνέλθουν ξεφεύγοντας ἀπό τήν παγίδα τοῦ διαβόλου, πού τούς ἔχει αἰχμαλωτίσει για νά κάνουν τό θέλημά του» (Β΄ Τιμ. 2, 25-26). Άπλωσε λοιπόν το δίχτυ τῆς ἀγάπης, ὥστε νά μην ξεστρατίσει ούτε ο κουτσός, αλλά μάλλον νά γιατρευτεί. Δείξε ὅτι ἀπό ὑπερβολικά καλή διάθεση θέλεις τό δικό σου καλό νά γίνει κοινό καλό. Ρίξε τό «γλυκό ἀγκίστρι» τῆς συμπάθειας, καί ἔτσι, αφού ερευνήσεις όσα ήταν κρυμμένα, ἀνάσυρε ἀπό τό βάθος τῆς ἀπώλειας αὐτόν πού είχε βουλιάξει κατά τό φρόνημα.

Αὐτό πού ἀπό πρόληψη ἤ ἄγνοια τό είχε νομίσει καλό, δίδαξέ τον ὅτι εἶναι ξένο προς τήν παράδοση τῶν Ἀποστόλων. Ἄν θελήσει νά τό δεχθεῖ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πού είχε δεχθεί την πλάνη, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ προφήτη ἐκεῖνος θά ζήσει την πραγματική ζωή, κι εσύ θά εὐεργετήσεις τήν ψυχή σου. Ἄν πάλι δεν θέλει νά τό δεχθεῖ, ἀλλά ἐπιμένει φιλονικώντας, διαμαρτυρήσου μόνο μέ μακροθυμία καί καλοσύνη, για νά μή ζητήσει λόγο για τήν ψυχή του ἀπό σένα ὁ Κριτής. Φυσικά δέν θά τόν μισεῖς, δέν θά τόν ἀποστρέφεσαι, δέν θά τόν κυνηγᾶς, ἀλλά θά τοῦ ἐκφράζεις ἀγάπη εἰλικρινῆ καί ἀληθινή.

Αὐτό τό κέρδος ἀπόκτησε. Κι αν δέν μπόρεσες με κάτι άλλο νά τόν ὠφελήσεις, αὐτό εἶναι μεγάλη ωφέλεια, αυτό είναι μεγάλο κέρδος: νά ἀγαπήσεις καί νά διδάξεις τη μαθητεία τοῦ Χριστοῦ. «Μέ αὐτό, εἶπε ὁ Χριστός, θά γνωρίσουν ὅτι εἶστε μαθητές μου, ἄν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας», ἡ ὁποία ἄν δέν ὑπάρχει, οὔτε ἡ γνώση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἡ πίστη, οὔτε ἡ προφητεία, οὔτε ἡ ἀκτημοσύνη, οὔτε τό μαρτύριο ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ ὠφελοῦν, ὄπως μᾶς φανέρωσε ὁ ἀπόστολος:

«Κι αν έχω το χάρισμα της προφητείας και γνωρίζω όλα τα μυστήρια του Θεού κι όλη την ανθρώπινη γνώση. Κι αν ακόμα έχω την πληρότητα της πίστης, ώστε να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, τίποτα δεν είμαι.

Κι αν ακόμα μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα, κι αν παραδώσω το σώμα μου να καεί στη φωτιά, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν ωφελούμαι.

Εκείνος που αγαπάει έχει μακροθυμία και καλοσύνη. Εκείνος που αγαπάει δεν ζηλοφθονεί, δεν κομπάζει δεν υπερηφανεύεται. Είναι ευπρεπής, δεν είναι εγωιστής ούτε ευερέθιστος. Ξεχνάει το κακό που του έχουν κάνει. Δεν χαίρεται για το λάθος που γίνεται, αλλά χαίρει με το σωστό. Εκείνος που αγαπάει, όλα τα ανέχεται· για όλα εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει, όλα τα υπομένει. Η αγάπη ποτέ δεν αποκάμνει» (Α΄ Κορ. 13).

δ. Κανένας ἀπό εσᾶς, ἀγαπητοί , δέν ἔδειξε τέτοιο μέγεθος ἀγάπης γιά τόν Χριστό, ὅσο εκείνη ἡ ἁγία ψυχή . Κανένας ἄνθρωπος εκτός από εκείνον δέν τόλμησε νά ἐκστομίσει τέτοιους λόγους! Ἡ ίδια η ψυχή του καιγόταν, ὅταν ἔλεγε: «συντελῶ μέ τά σωματικά μου παθήματα νά ὁλοκληρωθοῦν οἱ θλίψεις πού πρέπει νά ὑπομείνει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία» (Κολ. 1, 24). Καί ἀλλοῦ λέει: «Φτάνω στό σημεῖο νά εὔχομαι νά χωριζόμουν ἐγώ ἀπό τόν Χριστό, ἀρκεῖ νά πήγαιναν κοντά Του οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί μου» (Ρωμ. 9.3). Καί ἀλλοῦ λέει: «Ποιός ἀσθενεῖ καί δέν συμπάσχω;»

Ἔχοντας τόσο μεγάλη διάθεση ἀγάπης γιά τόν Χριστό, κανέναν δέν ἔβρισε, κανέναν δέν ἀνάγκασε, κανέναν δέν ἀναθεμάτισε· ἀλλιῶς δέν θά προσέφερε τόσα ἔθνη καί ὁλόκληρες πόλεις στόν Θεό. Αλλά τα κατόρθωσε αυτά δεχόμενος ταπεινώσεις, ξυλοδαρμούς, ἐμπαιγμούς, γελοιοποιήσεις, και ταυτόχρονα μιλώντας τους φιλοφρονητικά, παρακαλώντας τους, ἱκετεύοντάς τους.

Ἔτσι, λοιπόν, και όταν επισκέφθηκε τούς Ἀθηναίους, και τούς βρῆκε ὅλους μανιακούς με την εἰδωλολατρία, δέν τούς περιγέλασε λέγοντάς τους: Εσείς είστε άθεοι καί εντελῶς ἀσεβεῖς! Δέν τούς εἶπε Το καθετί εσείς το θεωρείτε θεό, καί μόνο τόν Θεό ἀρνεῖσθε, τόν Κύριο καί δημιουργό τοῦ σύμπαντος! Ἀλλά τί τούς εἶπε; Ενώ περιδιάβαινα τήν πόλη σας καί έβλεπα με προσοχή τους ιερούς σας τόπους, βρῆκα κι ἕναν βωμό με την επιγραφή : στόν Ἄγνωστο Θεό. Αὐτόν λοιπόν πού τον σέβεσθε χωρίς να τον γνωρίζετε, γι’ Αὐτόν εγώ ἦρθα νά σᾶς μιλήσω’.

Ὤ τοῦ θαύματος! Ὤ τῆς πατρικῆς ἀγάπης! Ὀνόμασε ‘εὐσεβεῖς’ τούς Ἕλληνες, παρ’ ὅτι ἦταν εἰδωλολάτρες, παρ’ ότι ασεβούσαν. Γιατί ὅμως; Γιατί ἐπιτελοῦσαν τά δικά τους θρησκευτικά καθήκοντα ως εὐσεβείς, νομίζοντας ότι λατρεύουν τον αληθινό Θεό, ἔχοντας πείσει τόν ἑαυτό τους γι’ αὐτό. Παρακαλῶ λοιπόν νά γίνετε εσεῖς ὅλοι μιμητές τοῦ Παύλου καί ἐγώ μαζί σας.

Διότι, ἄν ὁ Κύριος πού γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων τήν προαίρεση τοῦ καθενός καί ἤξερε τι λογής θά γίνει ὁ καθένας μας, παρά ταῦτα μᾶς δημιούργησε, γιά νά εκπληρώσει τις δωρεές και τις καλές του προθέσεις, ἀφοῦ δέν δημιουργεῖ κάτι ὁ Θεός για κακό, και έτσι μᾶς ἀξίωσε νά μετέχουμε στά κοινά ἀγαθά, θέλοντας νά γίνουμε ὅλοι μιμητές Του, εσύ πῶς πράττεις τά ἀντίθετα (δηλ. καταριέσαι καί ἀναθεματίζεις) καί συγχρόνως ἔρχεσαι στήν Ἐκκλησία μαζί με όλους καί προσφέρεις τήν Θυσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ;

Δέν ξέρετε ὅτι τό σπασμένο καλάμι δέν τό τσάκισε, καί τό λυχνάρι πού κάπνιζε δέν τό ἔσβησε; Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Πρόσεξε ὅτι τόν Ἰούδα καί τούς ὁμοίους του δέν τούς απομάκρυνε, μέχρις ὅτου καθένας τους ἔσυρε τόν ἑαυτό του και τον παρέδωσε στην πλάνη. Τις ικετήριες προσευχές δεν τις προσφέρουμε γιά τά ἀγνοήματα τοῦ λαοῦ; Δέν λάβαμε εντολή νά προσευχόμαστε γιά τούς ἐχθρούς, γι’ αὐτούς πού μᾶς μισοῦν καί μᾶς καταδιώκουν;

Να που ἐμεῖς τώρα εκτελούμε τήν ὑπηρεσία που αναλάβαμε. Να που σᾶς παρακαλοῦμε. Ἡ χειροτονία δέν οδηγεί στην εξουσία. Δεν εξυψώνει. Δέν προσφέρει κυριαρχία. Ὅλοι λάβαμε τό ἴδιο Πνεῦμα. Ὅλοι έχουμε κληθεί σέ υἱοθεσία. Εκείνους μάλιστα πού ὁ Πατέρας τους πέρασε από δοκιμασία, τους έδωσε την εξουσία καί τους έκανε άξιους νά ὑπηρετοῦν τούς ἀδελφούς των. Εκπληρώνοντας λοιπόν αὐτή τήν ὑπηρεσία, σᾶς παρακαλοῦμε καί σας εξορκίζουμε: Μείνετε μακριά από αὐτού του είδους το κακό, εἴτε ζεῖ καί βρίσκεται σ’ αὐτόν εδώ τόν θνητό βίο είτε ἔχει πεθάνει αὐτός πού ἀποφάσισες να τον ἀναθεματίσεις. Ἄν, λοιπόν, ακόμα ζεῖ, διαπράττεις ἀσέβεια, ἀποκόπτοντας αὐτόν πού βρίσκεται στήν ἀνθρώπινη μεταβλητότητα καί μπορεῖ νά μετατεθεῖ ἀπό τό κακό στό καλό. Ἄν πάλι ἔχει πεθάνει, πολύ περισσότερο διαπράττεις ἀσέβεια.

Τί επί τέλους; Ότι γιά τόν δικό του Κύριο στέκει ἤ πέφτει, δέν εἶναι πια κάτω ἀπό ἀνθρώπινη ἐξουσία! Εἶναι ἐπισφαλές νά ἀποφαίνεται κάποιος γιά μιά ὑπόθεση «κρυμμένη» στη σκέψη τοῦ Αἰώνιου Κριτῆ, τοῦ Μόνου πού γνωρίζει καί τά μέτρα τῆς γνώσης καί τό μέγεθος τῆς πίστης του καθενός. Ἀπό ποῦ ξέρουμε, πές μου σέ παρακαλῶ, μέ τί λόγια θά κατηγορήσει τόν ἑαυτό του ἤ τί θά ἀπολογηθεῖ τήν ἡμέρα πού πρόκειται ὁ Θεός νά κρίνει τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων; Εἶναι πράγματι ἀνεξερεύνητος ὁ τρόπος που σκέπτεται καί ἀνεξιχνίαστοι οι μέθοδοι με τις οποίες ενεργεί. «Ποιός γνωρίζει τη σκέψη τοῦ Κυρίου ἤ ποιός μπορεῖ νά Τοῦ γίνει σύμβουλος;» ΄Ισως κανείς ἀπό μᾶς, αγαπητοί, δέν νομίζει ὅτι ήταν άξιος τοῦ Βαπτίσματος, οὔτε ξέρει για τη Μέλλουσα Κρίση αν και πότε θα γίνει!

Καί τί νά λέω γιά τήν Κρίση; Αὐτόν τόν ἴδιο τόν θάνατο καί τήν ἔξοδο ἀπό τό σῶμα ἔχουμε λησμονήσει, εξαιτίας της φρενίτιδας πού ἔχει ἐπιπέσει πάνω μας γιά τά πράγματα αυτού του κόσμου. Ἀποφύγετε αὐτό τό μεγάλο κακό, παρακαλῶ. Βλέπετε ότι σᾶς τό κηρύττω καί σας εξορκίζω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων, ότι θά σᾶς γίνει αἰτία μεγάλων κακῶν καί ἀνυπόφορης ταλαιπωρίας τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.

Ὅταν παρουσιάστηκαν μπροστά Του οἱ παρθενεύοντες πού είχαν ζήσει μέ μεγάλη πίστη καί λαμπρό βίο, γιατί πίστευαν ὅτι ὁ ίδιος ο Κύριος των πάντων βλέπει τά ἔργα τους. Εκείνος τούς ἀποξένωσε από τόν Νυμφῶνα τῆς Βασιλείας επειδή δέν είχαν μέσα τους αγάπη. Πῶς λοιπόν ἐμεῖς, πού ζοῦμε εντελώς ἀδιάφορα, καί συμπεριφερόμαστε δίχως έλεος στούς συνανθρώπους μας, θά ἀξιωθοῦμε να μας δοθεί η σωτηρία;

Γι’ αὐτό σᾶς παρακαλῶ, μήν ἀκοῦτε ἀδιάφορα αὐτά πού σᾶς λέω. Τά αἱρετικά δόγματα, ἀπό ὅποιον καί ἄν τά παραλάβαμε, πρέπει νά τά ἀναθεματίζουμε, καί τίς ἀσεβείς δοξασίες πρέπει νά τίς ἐλέγχουμε. Τούς ἀνθρώπους ὅμως πρέπει νά τούς ἀντιμετωπίζουμε μέ πολλή περίσκεψη καί νά προσευχόμαστε γιά τήν σωτηρία τους.

Μακάρι ὅλοι ἐμεῖς, μένοντας προσηλωμένοι στην ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον, καί τηρώντας πλήρως τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου μας Ιησού Χριστοῦ, μέ καλοσύνη καί «φαιδρές λαμπάδες» νά ὑποδεχθοῦμε κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τόν Ἐπουράνιο Νυμφίο, προσφέροντάς Του στη δόξα τῆς Βασιλείας πάρα πολλούς ἀνθρώπους ὠφελημένους ἀπό τήν δική μας συμπάθεια καί καλοσύνη, με τη χάρη καί τη φιλανθρωπίᾳ τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στον όποίον, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αναπέμπουμε δοξολογία τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες. Αμήν.