Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ
Το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνεται και πάλι υπόθεση πνευματικής χαράς και ευφροσύνης. Γίνεται αντικείμενο ευλαβείας, σεβασμού και ευγνωμοσύνης ολόκληρου του ανθρώπινου γένους.
Είμαστε συγγενείς με την Παναγία.
Είναι η αδελφή μας, αφού και αυτή κατάγεται από τον γενάρχη Αδάμ και έχει την κοινή δημιουργία όπως όλοι οι άνθρωποι.
Είναι η μητέρα μας, αφού ο Χριστός είναι ο πρεσβύτερος αδελφός μας. Έτσι την αισθανόμαστε, έτσι την προσεγγίζουμε κι έτσι απευθυνόμαστε σε αυτήν.
Σ’ αυτήν την πνευματική συγγένεια αναφέρεται και ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
«Συγγενείς της Παναγίας είναι τριπλως οι άγιοι· κατά έναν τρόπο εφ’ όσον προέρχονται από τον ίδιο πηλό και την ίδια πνοή, δηλαδή έχουν ψυχής συγγένεια· δεύτερον, εφ’ όσον προσέλαβαν από την σάρκα της ευρίσκονται μαζί της σε κοινωνία και σε μετουσία· και τρίτον, εφ’ όσον αυτοί αγιάσθηκαν κατά Πνεύμα δι’ αυτής ο καθένας μέσα του μπορεί να συλλαμβάνει ομοίως τον Θεό των όλων»1.
Και ο Άγιος Ιωάννης Επίσκοπος Ευχαΐτων, κινούμενος στο ίδιο πνευματικό μήκος των θεοφόρων Πατέρων και των ιερών υμνογράφων, την ονομάζει «εγκαλώπισμα και καύχημα πάντων»2.
Γι’ αυτό η Παναγία είναι για τον κάθε Χριστιανό το καύχημα. Έτσι την χαρακτηρίζει ο ιερός υμνογράφος στο γνωστό κοντάκιο του Ακαθίστου Ύμνου: «Χαίρε των πιστών αναμφίβολον καύχημα».
Η Θεοτόκος, γι’ αυτούς που πιστεύουν στον Υιό και Θεό της και στην σωτήρια διακονία Του για το ανθρώπινο γένος, αποτελεί καύχημα. Γι’ αυτό και γεμάτος θαυμασμό ο ιερός υμνογράφος στο κοντάκιο του Ακαθίστου Ύμνου, απευθυνόμενος στο σεπτό πρόσωπό της, την χαιρετίζει ως «των πιστών αναμφίβολον καύχημα».
Κι ενώ για τους απίστους αποτελεί «αμφίβολον άκουσμα», αφού οι θείες αλήθειες φαίνονται γι’ αυτούς «μωρία» σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου3, για τους πιστεύοντες αποτελεί εν Κυρίῳ καύχηση.
Α. Καυχάται, ο Χριστιανός, μόνον εν Κυρίῳ.
«Ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω»4 θα συστήσει ο βετεράνος του χριστιανικού στίβου, ο Απόστολος των Εθνών Παύλος.
Καυχάται, γιατί αξιώνεται να γνωρίσει τον Θεό και να γίνει γνωστός του Θεού όχι από την σοφία, τον πλούτο, τις γνώσεις που διαθέτει και τα επιτεύγματα της επιστήμης, αλλά δια της θείας χάριτος.
Πόσο χαρακτηριστικός είναι ο Προφήτης Ιερεμίας στο σημείο αυτό: «Mη καυχάσθω ο σοφὸς εν τη σοφία αυτού, και μη καυχάσθω ο ισχυρὸς εν τη ισχύι αυτού, και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού, αλλ’ η εν τούτω καυχάσθω ο καυχώμενος, συνίειν και γινώσκεν ότι εγώ ειμι Κύριος ο ποιών έλεος και κρίμα και δικαιοσύνην επί της γης, ότι εν τούτοις το θέλημά μου»5.
Καυχάται, αυτός ο οποίος πιστεύει στον Θεό, ακόμα και για τις θλίψεις και τις δοκιμασίες, τους πειρασμούς και τις δυσκολίες που η πρόνοια και η αγάπη του Θεού επιτρέπει να περάσει στη ζωή του.
Ο Απόστολος Παύλος μάς προσφέρει τη δική του εμπειρία στον τομέα αυτό: «αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν»6.
Σ’ αυτήν την πνευματική ατμόσφαιρα κινούνται και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Καυχώνται όχι για τις αρετές, αλλά για τις θλίψεις τις οποίες υπομένουν αγόγγυστα «αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν».
Β. Καυχάται ο Χριστιανός για το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Είναι η μητέρα, που ακατάπαυστα συνεχίζει τη διακονία της πρεσβείας και της μεσιτείας στο θρόνο της θείας μεγαλωσύνης.
Ο Χριστιανός δεν αμφιβάλλει ποτέ για τη χάρη και την ευλογία της αειπαρθένου Θεοτόκου που τον περιβάλλει, τον συγκρατεί και τον προστατεύει από τη δαιμονική μανία των αοράτων εχθρών.
Γι’ αυτό και πάντοτε βρίσκει ευκαιρίες απευθυνόμενος σ’ αυτήν, η οποία ουράνωσε «το γεώδες ημών φύραμα», να της καταθέσει μαζί με τον ιερό υμνογράφο τα κρύφια και τους στεναγμούς της καρδίας του, λέγοντας: «Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς, προς σε καταφεύγω, σωτηρίαν επιζητών. Ω Μήτερ του Λόγου και παρθένε, των δυσχερών και δεινών με διάσωσον»7.
Καυχάται ο Χριστιανός για την εκλεκτή κόρη της Ναζαρέτ, «την καλλονήν του Ιακώβ ήν ηγάπησεν»8, την φαεινή λυχνία για την οποία μίλησαν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, «την εκλελεγμένη εκ γενεών αρχαίων»9 η οποία δια της υπακοής της αποκατάστησε το πταίσμα της προμήτορος Εύας, έσβησε την αισχύνη της ανυπακοής και, με την απόλυτη υποταγή της στο σχέδιο της σωτηρίας, δάνεισε στον Πλάστη το πλασθήναι και στον Υιό του Θεού το ανθρωπισθήναι10, γι’ αυτό δικαίως και αληθώς Θεοτόκος ονομάζεται.
Καύχημα η Παναγία για τον κάθε Χριστιανό. Καύχημα η αρετή της.
Καύχημα και ταυτόχρονα προτροπή για να προσεγγίσει κανείς το αρχέτυπο και να φθάσει στην πραγμάτωση του σκοπού της ζωής του, που είναι το καθ’ ομοίωση.
Καύχημα η πληθώρα των θαυμάτων, η ζωντανή της παρουσία μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, η γοργή ανταπόκριση στα αιτήματα των πιστών.
Γι’ αυτό και ο πολύπαθος Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης θα γράψει σε έναν περίφημο κανόνα του, αποτυπώνοντας συγχρόνως την εμπειρία του από τη θαυμαστή παρουσία της Θεοτόκου στη ζωή του: «Απογνούς τω πλήθει των δεινών έκλαυσα και εύρον σε προασπισμόν των αναγκών εξαίρουσαν· πάντοτε προφθάνεις με, αδιαλείπτως προστασία υπάρχεις μοι· όθεν ευλογώ σε, Δέσποινα, και ανυμνώ το κράτος σου»11.
Σ’ αυτήν αναφέρεται συχνά-πυκνά ο Όσιος Παΐσιος, αφού καθημερινά μιλούσε μαζί της καταθέτοντας τα πολλά αιτήματα των πονεμένων ανθρώπων: «Πώς να σου μιλήσω με άδεια χέρια; Δεν έχω τίποτα άλλο παρά λίγα λουλούδια από τον κήπο μου. Στα καταθέτω με απέραντη ευγνωμοσύνη και σε παρακαλώ θερμά για την ικανοποίηση των αιτημάτων των πονεμένων ανθρώπων».
«Παναΐα μ΄, χώμα να γίνω να με πατήσεις. Βοήθα τους ανθρώπους που φτάνουν σε σένα», έλεγε με την απλότητά της η ασκήτρια της Κλεισούρας, Οσία Σοφία.
Καύχημα η Παναγία των Ορθοδόξων. Καύχημα του Ορθοδόξου Μοναχισμού. Καύχημα των Αγιορειτών Πατέρων.
«Ο πλούτος ακένωτος. Ζωοδόχος πηγή. Ζωηφόρος αγάπη. Επιτάφιος της απόγνωσης. Ευαγγέλιο της σιωπής γραμμένο από μελάνι παραμυθίας.
Ανοιχτή αγκαλιά. Μια σεμνή παρουσία. Ένα μαντήλι για τα δάκρυα. Μία αχτίδα ηλίου στο κελί των θλίψεων.
Διάκονος του πόνου, αρχόντισσα της αγάπης, λιμάνι της σωτηρίας, μαφόριο παρηγοριάς, τροφή των πεινασμένων, γιάτρισσα στον πόνο, ήλιος μέσα στο χιόνι»12.
Έτσι έγραφε ο Γέροντας Μωυσής ο Αγιορείτης για το πανάγιο πρόσωπό της.
Καύχημα η Παναγία για τον καθένα μας.
Καύχημα αιώνιο.
Ελπίδα για τον κόσμο και συγχρόνως και για το μέλλον.
Υπεραγία Θεοτόκε σώσον πάντας ημάς. Αμήν
1 Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Ηθικός Λόγος Α’, Φιλοκαλία 19Β, 185-187
2 Θεοτοκάριον, Ωδή Θ’ Κυριακής, ήχος δ’
3 Α’ Κορ. 1,18
4 Α’ Κορ. 1,31
5 Ιερεμ. 9,23
6 Ρωμ. 5,3-6
7 Ακολουθία Μικρού Παρακλητικού Κανόνος
8 Ψαλμ. 46,5
9 Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Εγκώμιο δεύτερο στην ένδοξη κοίμηση της Παναγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, ΕΠΕ 9,
10 Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, κεφ. 87 “Περί της γενεαλογίας του Κυρίου και περί της αγίας Θεοτόκου”, ΕΠΕ 1,482
11 Θεοτοκάριον, Ωδή Α’ Πέμπτης, ήχος β’
12 Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Η Αθωνίτισσα Θεοτόκος, Άγιον Όρος 2006, σελ. 197-198