1.
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γιορτάζουμε σήμερα, ὅπως κάθε χρόνο στό τέλος τῆς πρώτης ἑβδομάδας τῆς Σαρακοστῆς, τήν Πανήγυρη καί τόν Θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί πρέπει, κάθε χρόνο, νά θυμόμαστε τί σημαίνει αὐτή ἡ ἡμέρα, ὄχι μοναχά ὡς ἕνα γεγονός ἱστορικό, ἀλλά ἐπίσης καί γιά τήν προσωπική μας ζωή. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας δέν σημαίνει τόν θρίαμβό της στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀποτελεῖ τόν θρίαμβο τῆς Θείας Ἀλήθειας στίς καρδιές ἐκείνων πού ἀνήκουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πού διακηρύττουν τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό τόν Θεό ἀλήθεια, στήν ἀκεραιότητα καί στήν εὐθύτητά της.
Πρέπει σήμερα νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό ὁλόψυχα πού μᾶς ἀποκάλυψε τόν ἑαυτό Του, πού ἐξοβέλισε τό σκοτάδι ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά ἑκατοντάδων ἀνθρώπων, πού Αὐτός πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια μοιράστηκε μέ ἐμᾶς τήν γνώση τῆς τέλειας Θεικῆς Ἀλήθειας.
Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε, ὅτι δέν πρόκειται ἐδῶ γιά εἰκόνες ἀπό ξύλο καί χρῶμα, ἀλλά γιά τόν Θεό πού φανερώνεται στόν κόσμο. Ὁ καθένας μας, δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε ὅλοι ζωντανές εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί αὐτό τό γεγονός ἀποτελεῖ γιά μᾶς μία τεράστια εὐθύνη, γιατί μία εἰκόνα ἴσως νά μοιάσει μὲ παρωδία καί νά γίνει μέσο βλασφημίας τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά σκεφτοῦμε καί νά ἀναρωτηθοῦμε: ἀξίζουμε, εἴμαστε ἱκανοί νά καλούμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ; Ἕνας συγγραφέας τῆς Δύσης εἶπε, ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού συναντοῦν ἕνα Χριστιανό, θά ἔπρεπε νά τόν βλέπουν ὅπως ἕνα ὅραμα, σάν μία ἀποκάλυψη πού ποτέ πρίν δέν εἶχαν, ὅτι ἡ διαφορά ἀνάμεσα σέ ἕνα Χριστιανό καί σέ ἕναν μή Χριστιανό, εἶναι τό ἴδιο σπουδαία, ριζοσπαστική καί ἐντυπωσιακή, ὅσο διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπό ἕναν ζωντανό ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα ἴσως νά εἶναι ὄμορφο, ἀλλά εἶναι φτιαγμένο ἀπό πέτρα ἤ ἀπό ξύλο καί εἶναι ἄψυχο. Ἕνας ἄνθρωπος, ἴσως μέ τήν πρώτη ἐντύπωση νά μήν φανερώνει ὅτι ζεῖ μία τέτοια ὀμορφιά, ἀλλά ὅσοι τόν συναντοῦν, θά πρέπει νά μποροῦν νά διακρίνουν σ’ ἐκεῖνον τή λάμψη τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ἀναγνωρίζουν τόν ἴδιο τόν Θεό πού ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του, μέσα ἀπό τήν ταπεινή μορφή μιᾶς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὅπως αὐτοί πού προσκυνοῦν εὐλαβικά μιὰ εἰκόνα, μιὰ εἰκόνα ἱερή καί εὐλογημένη ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ὅσο δέν εἴμαστε γιά τούς γύρω μας μιὰ τέτοια εἰκόνα, ἔχουμε ἀποτύχει στήν ἀποστολή μας, δέν διακηρύττουμε μέ τήν ζωή μας, τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, δίνουμε ψευδῆ μαρτυρία γιά ὅσα κηρύττουμε. Καί γιά τοῦτο, ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς καί ὅλοι μαζί συνολικά φέρουμε τήν εὐθύνη, ἐπειδή ὁ κόσμος πού συναντᾶ χιλιάδες χριστιανῶν, δέν μεταστρέφεται ἀπό τό ὅραμα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀνάμεσά τους, πού μέ τά χοϊκά, ἀλλά δοξασμένα, ἅγια σώματά τους μεταμορφώνουν τόν κόσμο.
Ὅ,τι εἶναι ἁπλά ἀληθινό γιά μᾶς, εἶναι ἀληθινό γιά τίς ἐκκλησίες μας. Ὁ Χριστός ὀνόμασε τίς ἐκκλησίες μας οἰκογένεια, μιὰ κοινότητα Χριστιανῶν πού θά γίνει ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἑνωμένοι μέσα ἀπό τήν ὁλοκληρωτική ἀγάπη, τήν αὐτοθυσία, πού εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Ἡ Ἐκκλησία κλήθηκε καί καλεῖται ἀκόμα νά ἀποτελέσει ἕνα σῶμα ἀνθρώπων πού τό χαρακτηρίζει ἡ σαρκωμένη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλίμονο, αὐτό πού συναντοῦμε σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες μας, δέν εἶναι τό θαῦμα τῆς Θείας Ἀγάπης.
Ἀπό τήν ἀρχή, ἀλίμονο, ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομήθηκε μέ αὐστηρό καί ἐπίσημο τρόπο, σύμφωνα μέ τήν ἱεραρχία τοῦ Κράτους. Σέ αὐτό τό σημεῖο, ἀποτύχαμε στὸ νά μοιάσουμε στ’ ἀλήθεια στήν πρώτη κοινότητα τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Τερτιλλιανός στά κείμενά του ὑπέρ τῶν Χριστιανῶν, λέει στόν Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα: « Ὅταν οἱ ἄνθρωποι μᾶς συναντοῦν, στέκονται καί λένε: Πόσο ἀγαπιοῦνται αὐτοί οἱ ἄνθρωποι!» Δέν ἀποτελοῦμε στό σύνολο ἕνα σῶμα ἀνθρώπων, γιά τό ὁποῖο κάποιος θά μποροῦσε νά μιλήσει ἔτσι. Καί πρέπει νά μάθουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς, αὐτό πού ἦταν μιὰ φορά ἡ Ἐκκλησία: νά ξαναφτιάξουμε τίς κοινότητες, τίς ἐκκλησίες, τίς ἐνορίες, τίς ἐπισκοπές, τά πατριαρχεῖα, ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, ἔτσι πού ὁλόκληρη ἡ ζωή, ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς θά εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ἀγάπης. Ἀλίμονο, ἀκόμα δέν τό ἔχουμε μάθει αὐτό.
Καί ἔτσι, ὅταν ἑορτάζουμε τὴν γιορτή τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄς θυμόμαστε τὸ ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ νικητής, τὸ ὅτι ἐμεῖς διακηρύττουμε τήν ἀλήθεια, τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐνσαρκωμένη καὶ ἀποκεκαλυμμένη ἀπὸ τὸν ἴδιο, καί τὸ ὅτι εἶναι μία τεράστια εὐθύνη γιά ὅλους μαζί καί γιά τόν καθένα χωριστά τὸ ὅτι δέν πρέπει νά δίνουμε ψευδῆ μαρτυρία γιά ὅσα κηρύττουμε, μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Ἕνας δυτικός θεολόγος εἶχε πεῖ ὅτι πιθανόν νά κηρύττουμε ὅλη τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, καί ταυτόχρονα νά τήν ἀκυρώνουμε, νά τήν διαψεύδουμε μέ τήν ζωή μας, ἀποδεικνύοντας ὅτι πρόκειται γιά λόγια, καί ὄχι γιά πραγματικότητα. Πρέπει νά μετανοήσουμε γι’ αὐτήν τήν κατάσταση καί νά ἀλλάξουμε. Πρέπει νά γίνουμε τέτοιοι πού οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς συναντοῦν, θά βλέπουν σέ μᾶς τήν ἀλήθεια, τό φῶς τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη Του γιά τόν καθένα χώρια καί γιά ὅλους μαζί. Ὅσο δέν τό κάνουμε, ὅσο δέν μετανοοῦμε, δέν μετέχουμε στόν Θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Θεός θριάμβευσε, ὅμως ἔβαλε ἐμᾶς ὑπεύθυνους γιά νά θριαμβεύσει ἡ ζωή μέσα ἀπό τή δική Του δόξα γιά τό καλό ὅλου τοῦ κόσμου.
Γι’ αὐτό, ἄς μάθουμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, ὄχι μόνο προσωπικά, ἀλλά συνολικά καί νά οἰκοδομήσουμε κοινωνίες Χριστιανῶν πού ἀποκαλύπτουν τὸν Θεὸ στόν κόσμο, ἔτσι πού ὁ κόσμος βλέποντάς μας, νά πεῖ: « Ἄς ἀναμορφώσουμε τούς θεσμούς, τίς σχέσεις μας, ἄς ἀνανεώσουμε ὅ,τι ἔχει γεράσει καί παραμένει παλιό καί ἄς γίνουμε μιὰ νέα κοινωνία, ὅπου ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ζωή τοῦ Θεοῦ νά μπορεῖ νά θριαμβεύσει καί νά εὐημερήσει.» Ἀμήν.
2.
Κυριακὴ τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κάθε βδομάδα, σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν Σαρακοστή, ἔχουμε ἤδη δεῖ τὶς παραβολὲς στὶς ὁποῖες ἡ κατάστασή μας φαίνεται τόσο ξεκάθαρα, μὲ τέτοια σαφήνεια, τόσο καυστικὰ ἀπεικονισμένη, καὶ ταυτόχρονα μὲ τόσο αὐστηρὲς προοειδοποιήσεις, ποὺ δὲν ὑπάρχει μέση ὁδός, ἀνάμεσα στὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς καὶ στὴν ὁδὸ τοῦ θανάτου, ὅτι μπορεῖ νὰ ζοῦμε στὴ γῆ στὸ λυκόφως τοῦ ἀσυνείδητου, ἀλλὰ θὰ ἔρθει κάποια στιγμὴ ποὺ τὸ φῶς θὰ λάμψει μπρός μας καὶ θὰ γίνει ξεκάθαρο ἂν ἐμεῖς εἴμασταν παιδιὰ τοῦ φωτὸς ἢ αἰχμάλωτοι τοῦ σκότους. Καὶ κορυφαῖο σημεῖο σ’ αὐτὴ τὴν διαδικασία εἶναι ἡ ἀνάγνωση τοῦ Κανόνα τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα Κρήτης στὸν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ μετάνοια τόσο δυνατὰ ἀπεικονίζονται.
Ἀλλὰ τώρα μπαίνουμε σὲ μία καινούργια φάση τῆς προετοιμασίας γιὰ τὸ Πάσχα, μπαίνουμε στὴν Σαρακοστὴ ποὺ εἶναι μιὰ παλιὰ λέξη ποὺ σημαίνει «ἄνοιξη», ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς· μία περίοδος ὅπου δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ζοῦμε στὸ ἡμίφως ποὺ ἔχει ἀκόμα δύναμη πάνω μας, ἀλλὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς ποὺ διαλύει τὸ σκοτάδι, τὸ φῶς ποὺ κάνει ὅλα ν’ ἀστράφτουν, νὰ εἶναι τὰ ἴδια φῶς σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του Χριστοῦ.
Σήμερα θυμόμαστε τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὁμολόγησε στὴν τελευταία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸν 9ο αἰώνα, καὶ διεκήρυξε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι οὐσιώδη γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη. Κι αὐτὰ ποὺ διακηρύχθηκαν ἦταν ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀπόλυτη, ἀδιάσειστη ἐλπίδα, γιατί αὐτὸ ποὺ διακηρύχθηκε ἦταν ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος· ὁ Θεὸς ἐπέλεξε, σὲ μία πράξη ἀγάπης γιά μᾶς, ἀλληλεγγύης πρὸς ἐμᾶς, παρότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, παρότι πεπτωκότες, παρότι ἀμαυρωμένοι, διάλεξε τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος σὰν μέσο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐθύνη, ναὶ τὴν εὐθύνη! Μὲ τὴν κίνηση τῆς δημιουργίας ποὺ συντελέστηκε χωρὶς τὴν δική Του κάθοδο, καὶ τὴν ἐλευθερία, μᾶς ἔδωσε τὴν ἀπόλυτη προϋπόθεση νὰ μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ ἐπιλέξουμε τὴν ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ τὴν ..τρομακτικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν πτώση μας.
Σήμερα διαβάσαμε στὸ Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο ὁ Ἅγ Ἰωάννης διακηρύσσει, μὲ τὰ λόγια τοῦ Ναθαναήλ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Σωτήρας ποὺ ἦλθε, ὁ Θεὸς σὰν τὸ μέσο μας, κι ὅλα εἶναι δυνατά, ἂν μόνο ἂν πιστεύουμε.
Διαβάσαμε ἢ ἀκούσαμε σήμερα στὴν Ἐπιστολὴ πὼς πρὶν ἀπὸ μᾶς χιλιάδες ἄνθρωποι πίστεψαν στὸ ἀπίστευτο: ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ μ’ ἕνα τέτοιο τρόπο, ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ ν’ ἀγαπᾶ τὸν καθένα κι ὅλους μας μὲ τὴν Ζωή Του καὶ τὸν Θάνατό Του, ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ ὅσο ἀνάξιοι ἀγάπης κι ἂν νοιώθουμε καὶ μοιάζουμε στοὺς ἄλλους. Κληθήκαμε νὰ πιστέψουμε τὸ ἀπίστευτο, νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μιὰ καρδιὰ βαθειὰ καὶ πλατειὰ ἀρκετὰ ὥστε νὰ μᾶς χωράει, ἂν τὸ προτιμᾶτε, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι θυσιαστική· ὅτι Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μοιραστεῖ τὴν κατάστασή μας, περιλαμβάνοντας καὶ τὸν φόβο τοῦ νά ’χουμε χάσει τὸν Θεό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;…» ἀλλὰ Ἐκεῖνος προετοίμαζε μέρα τὴν μέρα γιὰ νὰ μᾶς ζητήσει, νὰ μᾶς πάρει στοὺς ὤμους Του ὅπως παίρνει ὁ βοσκὸς τὸ χαμένο πρόβατο, ἢ ἂν χρειαστεῖ νὰ μᾶς πάρει στοὺς ὤμους μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν Μ. Ἑβδομάδα πῆρε τὸν Σταυρό Του, ἔπεσε κάτω ἀπ’ τὸ βάρος του, καὶ σταυρώθηκε πάνω του, καὶ ἐπειδὴ μᾶς χαρίζει τὸν ἑαυτό Του, δωρεάν, μπορεῖ νὰ βρεῖ τὴν δύναμη νὰ μᾶς συγχωρεῖ: «..Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι ..»
Καὶ τώρα προσβλέπουμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα, βῆμα-βῆμα· ἀλλὰ αὐτὴ ἡ Μ.Ἑβδομάδα δὲν εἶναι μία περίοδος φόβου: ξέρουμε ὅτι αὐτὴ ἡ Μ. Ἑβδομάδα θὰ σκορπιστεῖ ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, ὅτι ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἡ βδομάδα ποὺ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι, ὅλοι μας κι ὁ καθένας ἀτομικά, μὲ τὴν Θεία ἀγάπη, τὸ βάθος τῆς Θείας ἀγάπης, μιᾶς προσωπικῆς ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης ποὺ ἀπευθύνεται στὸν καθένα ἀπό μᾶς.
Καὶ θὰ δοῦμε στὴν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἑβδομάδων 2 πράγματα: σήμερα, αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔχει ἔρθει σὰν μέσο δικό μας, Ἐκεῖνος, τὸ Φῶς, εἶναι στὸ μέσο τοῦ λυκόφωτος τῆς ἱστορίας, ἢ στὸ σκοτάδι τῆς πιὸ σκοτεινῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἀπαίσιας καὶ σκοτεινῆς κατάστασης!
Ἂν αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, τότε ὅλα εἶναι δυνατά! Τότε λοιπὸν μποροῦμε νὰ πιστεύουμε τὸ ἀπίστευτο! Κι ἀκόμα περισσότερο: μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε βδομάδα τὴν βδομάδα ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα, τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, θ’ ἀκούσουμε νὰ διακηρύσσεται ἀπὸ κεῖνον τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο μᾶς ἀγαπᾶ ὅπως εἴμαστε, ἀπ ἔξω, ὄχι, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν Χάρη Του ποὺ μᾶς διαποτίζει σὰν φωτιά, κάνοντάς μας σταδιακά, ἂν τὸ δεχτοῦμε, νὰ γίνουμε σὰν τὴν Καιομένη Βάτο στὴν ἔρημο ποὺ καιγόταν χωρὶς νὰ καταναλώνεται, διότι ὁ Θεὸς δὲν δαπανᾶται, δὲν καταστρέφει, ἐκτὸς ἂν στραφοῦμε ἐναντίον Του. Ναὶ εἶναι ἡ φωτιὰ ποὺ κατακαίει, ἐκτὸς καὶ μέχρι νὰ Τὸν ἀποδεχτοῦμε. Ἀλλὰ ἐκεῖνος μᾶς ἀποδέχεται, μᾶς κάνει συμμέτοχους τῆς Θείας Φύσης Του, μᾶς γεμίζει μὲ τὴν ζωή Του, Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μέσα μας, κι ἐμεῖς εἴμαστε Ἐκεῖνος.
Αὐτὰ εἶναι τὰ δύο μηνύματα ποὺ προκύπτουν τώρα· κι ἀκόμα θὰ δοῦμε ὅτι ὁ Ἅγ, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς διδάσκει πῶς νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὸν Θεό, πῶς νὰ ξεπεράσουμε τὸ μισόφωτο ἢ τὸ σκοτάδι ποὺ βρίσκεται μέσα μας. Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, ἀπ’ τὴν κραυγὴ τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴν πείνα γιὰ ζωὴ καὶ φῶς, στὸ πρόσωπο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας κι ἄλλων ἁμαρτωλῶν ποὺ δέχτηκαν τὸν Χριστὸ καὶ μεταστράφηκαν, μεταμορφώθηκαν, σώθηκαν.
Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ βῆμα-βῆμα νὰ φθάσουμε στὴ Μ. Ἑβδομάδα, μία βδομάδα τόσο ἱερὴ ὅπου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐκφραστεῖ ὄχι μὲ λέξεις, ὄχι μὲ εὐχές, ὄχι μὲ τρυφερότητα, ἀλλὰ μὲ τὴν μορφὴ τοῦ τιμήματος τῆς ἀγάπης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, τὸ τίμημα νὰ ἔχει γίνει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ἐπειδὴ ἔχουμε φύγει μακριά Του.
Πῶς μποροῦμε ν’ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό; Ποιὸ εἶναι τὸ μήνυμα αὐτῆς τῆς περιόδου; Τὴν περίοδο στὴν ὁποία ἀναφέρθηκα, θα ’ρθουμε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κακία μέσα μας, θὰ ἔχουμε τὴν πρόκληση νὰ δεχτοῦμε: αὐτὸ εἶσαι! Κι αὐτὸ εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ συμβεῖ. Ἀλλὰ τώρα θὰ ἔρθουμε ἀντιμέτωποι καὶ μὲ τὴν ἀνέκφραστη ὀμορφιὰ καὶ ἐλπίδα: πῶς θ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό;
Μ’ εὐγνωμοσύνη! Εὐγνωμοσύνη εἶναι ὁ ἑπόμενος σταθμός· εὐγνωμοσύνη εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς φέρνει σ’ ὅλη τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας: εὐγνωμοσύνη, κι ἕνα αἴσθημα κατάπληξης: πῶς μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὅπως Ἐκεῖνος εἶναι; Πῶς μπορεῖ νὰ μ’ ἀγαπᾶ, ἐνῶ ξέρω αὐτὸ ποὺ εἶμαι, καὶ παρότι, φρίκη(!) μὲ ξέρουν κι οἱ ἄλλοι!
Ἂν τὸ κατανοήσουμε, μετὰ ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ μποροῦμε νὰ δώσουμε στὸν Θεὸ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη. Κι ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας, λέγοντας «Κύριε, παρότι εἶμαι ἀδύναμος, παρότι ἀτελής, ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, μ’ ὅλο τὸ βάθος τῆς εὐγνωμοσύνης μου γιὰ ὅ,τι Εἶσαι κι ὅ,τι ἔκανες γιὰ μένα, θα ’θελα νὰ κάνω κι ἐγὼ μ’ ὅλη μου τὴν δύναμη-ποὺ ὡστόσο ἀσθενικὴ κι ἀδύναμη- θα ’θελα νὰ κάνω τὰ πάντα γιὰ νὰ δείξω ὅτι ἔχω κατανοήσει τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης, τὸ μήνυμα τοῦ Σταυροῦ, τὸ μήνυμα τοῦ ἐλέους, ὅτι ἔχω καταλάβει μ’ ὅλο μου τὸ εἶναι καὶ θέλω νὰ τὸ ἀποδείξω ζώντας μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ν’ ἀποδεικνύει τὸ τί κατάλαβα, νὰ ζήσω μ’ ἕνα τρόπο ποὺ νά ’ναι χαρὰ γιὰ Σένα, χαρὰ τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἕνωση μὲ τὸν Θεό!
Ὦ Θεέ μου! Ἂς σκεφτοῦμε τί κάνουμε γι’ αὐτό! Ἂς μποῦμε σ’ αὐτές τὶς βδομάδες τῆς Σαρακοστῆς πραγματικὰ σὰν κάποιος ποὺ ζεῖ μία ἄνοιξη! Ἂς μποῦμε στὴν φρεσκάδα τῆς ζωῆς καὶ κατὰ τὴν διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἑβδομάδων, μ’ εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό, δίνοντάς Του χαρά. Καὶ κατόπιν θα ’μαστε σὲ θέση νὰ δοῦμε τὴν Μ. Ἑβδομάδα, ὄχι μὲ τὸν ἀπόλυτο τρόμο γιὰ καταδίκη, ἑνὸς ἀχάριστου, ἑνὸς δολοφόνου τοῦ Χριστοῦ, ὄχι: σὰν μία Βδομάδα ποὺ εἶναι πλήρης καὶ τέλεια ἀποκάλυψη μιᾶς ἀγάπης ποὺ κατανοήσαμε, ἀποδεχτήκαμε, καὶ βάλαμε μέσα μας ὅσο ἑξαρτιόταν ἀπό μᾶς.
Ὦ, ἂς μαζέψουμε ὅλη μας τὴν δύναμη, κι ὅταν ἡ δύναμή μας δὲν εἶναι ἀρκετή, ἂς θυμηθοῦμε τὴν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ: «ἡ γὰρ δύναμίς μου, ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται,…». ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ μένα…ὅπως τὸ ἔθεσε ὁ Παῦλος, «…εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ στηρίζει…» Καὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «…τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατά ἐστι τῷ Θεῷ..». Ἂς παραδοθοῦμε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ δώσουμε χαρά! Κι ὅσα θὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶναι καλά.
Ἀμήν.
3.
Ἡ ὀρθὴ πίστη
Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)
Θλιβερή διαπίστωση, ἡ ἐποχή μας ἔχει ξεχάσει τόν Θεό! Ἡ καλύτερα, ἐπειδή ἔτσι τή συμφέρει, ἔχει ἐπιλέξει νά τοῦ γυρίσει τήν πλάτη, ἰδίως στά μέρη ἐκεῖνα ὁπού ἡ τεχνολογική πρόοδος, δηλαδή τά καλύτερα ἐργαλεῖα, ἤ καί ἡ οἰκονομική εὐμάρεια, συνήθως ἡ ἐκμετάλλευση τῶν ἀσθενέστερων, ὁδήγησαν τόν ἄνθρωπο νά πιστέψει ὅτι ἔγινε καί παντοδύναμος. Σέ κάθε περίπτωση εἶναι προφανές ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιά νά βγάλει τόν Θεό ἀπό τή ζωή του, θεοποιώντας τόν ἑαυτό του, στηριζόμενος μόνο στή λογική του καί καθοδηγούμενος μόνο ἀπό τίς ἐπιθυμίες του. Καί μόνον ἡ ἀναφορά στόν Θεό ἀρκεῖ γιά νά προκαλέσει στήν καλύτερη περίπτωση συγκαταβατικά, ἄν ὄχι εἰρωνικά χαμόγελα, πολλές δέ φορές καί βίαιες ἀντιδράσεις ἀπό ὅσους δέν ἀντέχουν, ἔστω τήν πιθανότητα ὑπάρξης τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τήν ἄλλη ἡ ὑπερβολική αὐτοπεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐμπιστοσύνη στίς ἱκανότητές του καί μιά λανθασμένη αἴσθηση αὐτάρκειας ἔχουν καλλιεργήσει τήν ἰδέα σέ πολλούς ὅτι μόνοι τους μποροῦν νά ἀνακαλύψουν τόν Θεό. Ὁδηγοῦνται ἔτσι στό νά δημιουργοῦν προσωπικά τους δόγματα καί θεωρήσεις, πιστεύοντας ὄχι ὅ,τι ὁ Θεός ἔχει ἀποκαλύψει γιά τόν ἑαυτό Του, ἀλλά ὅ,τι ἡ φαντασία τους ἤ μία πεπλανημένη λογική τούς ὑποβάλλουν. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἐξ ἴσου πνευματικά καταστροφικό καί ἀναδεικνύεται ὁ διμέτωπος ἀγώνας τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνον ἐναντίον τῆς ἀθεΐας, ἀλλά καί ἐναντίον τῆς θρησκοληψίας, τῶν αἱρέσεων, τῆς «ἰδιωτικῆς θρησκείας».
Ἡ έμπειρία
Καί μέσα στό κλίμα αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιμένει νά ἑορτάζει στή σημερινή Κυριακή τόν θρίαμβο τῆς πίστεως «κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων». Καί μάλιστα ὄχι ὅσων ἀνεφύησαν στό παρελθόν, ἀλλά καί ὅσων ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν ἤ θά ἀναφανοῦν στό μέλλον! Εἶναι κυρίαρχη ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας στόν λόγο τοῦ Κύριου ὅτι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»(Μάτθ. 16, 18). Ὅσοι πολέμιοι καί ἄν ἀναφανοῦν, ὅσες μεθόδους καί ἄν μηχανευθοῦν, ἡ Ἐκκλησία θά μένει εἰς τόν αἰώνα ὡς τό ἀσφαλές καταφύγιο τῶν ἀνθρώπων, λιμάνι σωτηρίας καί σκάλα πρός τόν οὐρανό. Κι αὐτό τό ἔχει ἀναδείξει ἡ μέχρι τώρα ἱστορία!
Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα προβάλλεται ἡ ἐμπειρία ὡς ὁ καλύτερος τρόπος νά γευθεῖ κανείς τήν πίστη. Παρουσιάζεται τό παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, ὁ ὁποῖος ἄν καί ἕτοιμος καί ἐπιθυμώντας νά συναριθμηθεῖ στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἀπό συστολή δίσταζε. Τόν διευκολύνει λοιπόν ὁ Χριστός καί τόν καλεῖ νά γίνει μαθητής του. Κι αὐτός, ἀφοῦ πεῖ τό ὁλοπρόθυμο «ναί», φροντίζει καί γιά τόν φίλο του, τόν Ναθαναήλ. Μόλις ἔλαβε πείρα τοῦ Χριστοῦ, σπεύδει ἀμέσως νά γίνει κήρυκάς του! Μαθαίνουμε ἔτσι κι ἐμεῖς, πώς ὅ,τι ὠφέλιμο δέν μποροῦμε νά τό κρατᾶμε μόνο γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά ἔχουμε χρέος νά τό μεταδίδουμε γιά νά μετέχουν κι ἄλλοι τῆς ὠφελείας.
Κι ὁ Ναθαναήλ ὄχι ἀπό ἀπιστία, ἀλλά ἐπειδή ἤθελε νά διασταυρώσει τά ὅσα τοῦ ἔλεγε ὁ Φίλιππος μέ τά ὅσα γνώριζε διδασκόμενος τήν πατρική του πίστη, δείχνει καλόπιστα νά ἀμφιβάλλει. Τότε ὁ Φίλιππος δίνει ἀμέσως τήν καλύτερη λύση: «Ἔρχου καί ἴδε»! Ἔλα νά δεῖς μόνος σου. Ἔλα νά ζήσεις. Ἔλα νά ἐρευνήσεις καί θά δεῖς. Ἡ ἀληθινή πίστη δέν ἔχει τίποτε νά κρύψει, δέν ἔχει τίποτε νά φοβηθεῖ, δέν ἔχει τίποτε νά διστάσει. Ἑπομένως, εἶναι ὅλα φανερά, καθώς ἡ μαθητεία στήν πίστη εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς οὐσιαστικῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πόσοι δέν ξεκίνησαν νά διαβάζουν τήν Ἁγία Γραφή γιά νά τήν ἀναιρέσουν καί κατέληξαν οἱ δυναμικότεροι ἱεροκήρυκες!
Ἡ ἀναμονή
Ὅταν ὁ Ναθαναήλ φθάνει νά συναντήσει τόν Χριστό, Ἐκεῖνος τόν προσφωνεῖ μέ τό «ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν». Κι ὅταν ἀπορημένος ὁ Ναθαναήλ τόν ρωτᾶ ἀπό ποῦ τόν γνωρίζει, ὁ Χριστός τοῦ ἀπαντᾶ: «Πρό τοῦ σέ Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε», δηλαδή πρίν σέ φωνάξει ὁ Φίλιππος, ὅταν μακριά ἀπό κάθε ἀνθρώπινο μάτι προσευχόσουν κάτω ἀπό τή συκιά, ἐγώ μέ τρόπο ὑπερφυσικό καί πνευματικό σέ εἶδα, καθώς δεχόμουν τήν προσευχή. Κι αὐτό ἦταν ἀρκετό γιά νά ὁμολογήσει ὁ Ναθαναήλ «Σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σύ εἶ ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ» καί νά καταστεῖ ἕνας ἀπό τούς πλέον φλογερούς Ἀποστόλους!
Τί καταλαβαίνουμε ἀπό τό ποιμαντικό αὐτό παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας; Ὅτι ἄν καί γνώριζε τίς αἰτιάσεις τοῦ Ναθαναήλ, ἄν καί ἔβλεπε τίς ἀντιρρήσεις, δέν παροργιζόταν, οὔτε κινοῦνταν ἐκδικητικά ἤ τιμωρητικά. Ἁπλῶς ἀνέμενε… Περίμενε μέ τήν ἐμπειρία καί τήν προσευχή νά ὡριμάσει ἡ ψυχή, ὥστε νά δοθεῖ ὁ φωτισμός καί νά ἀνάψει ἡ φλόγα τῆς πίστης, γιά νά θεριέψει καί νά μεταλαμπαδεύσει τό εὐαγγελικό μήνυμα στούς ὅπου γῆς καλοπροαίρετους. Εἶναι ὁ τρόπος πού ἐνεργεῖ ὁ Θεός! Εἶναι ἡ μέθοδος μέ τήν ὁποία ἁλιεύει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, τίς γλιτώνει ἀπό τόν κόσμο καί τίς ὁδηγεῖ στήν ἀτελεύτητη Βασιλεία του!
Πολλοί μπορεῖ νά παροργίζονται μέ τήν ἀποστασία καί τή διαστρέβλωση τῆς πίστης πού φαίνεται νά ἐπικρατεῖ στήν ἐποχή μας. Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ κι Αὐτός κατευθύνει καί τήν Ἐκκλησία καί τόν κόσμο. Γνωρίζει Ἐκεῖνος πότε ὁ καθένας εἶναι ἕτοιμος νά τόν ὁμολογήσει ὡς Κύριό του καί Θεό του. Δέν ὑποχρεώνει, δέν ἐκβιάζει, δέν βιάζεται. Ὡς πατέρας περιμένει ζητώντας καί ἀπό ἐμᾶς νά περιμένουμε συνεργαζόμενοι μαζί του γιά τήν ἐπιστροφή τῶν ἀδελφῶν μας, ἀποφεύγοντας ὁποιαδήποτε ἐνέργεια μας βάζει σέ κίνδυνο τήν πορεία τους πρός Αὐτόν.
4.
Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ-Κυριακὴ Ὀρθοδοξίας
Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωή. Θυμᾶται τὸ ἱστορικὸ γεγovὸς τῆς ἀναστήλωσης τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διακηρύσσει τὴν αὐτοσυνείδησή της, δηλαδὴ φανερώνει τὸ πρόσωπο τnς. Γιατί μὲ τὸ πρόσωπο ἐκφράζουμε τὸ βαθύτερο εἶναι μας, τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στὴν προτροπὴ τοῦ Φιλίππου στὸ φίλο του Ναθαναήλ, «ἔρχου καὶ ἴδε», ἔλα νὰ δεῖς καὶ νὰ γνωρίσεις προσωπικὰ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσεις. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες, τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας Του καὶ τῆς ἐνέργειάς Του. Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐμπειρία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ
Στὴν ἱστορία πολλοὶ ἀναζήτησαν καὶ ἀνακάλυψαν ἀποσπασματικὲς ἀλήθειες γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο. Κάποιοι ἄλλοι ἰσχυρίσθηκαν ὄχι ἦταν ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἐπινόησαν θρησκεῖες. Δημιούργησαν τὸ «εἴδωλο τοῦ Θεοῦ», ὄχι ὅμως τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Χριστὸς φέρνει τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιατί εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Δὲν μιλάει ἁπλῶς γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ εἶναι Αὐτὸς ἡ ἀλήθεια. Ἡ πίστη στὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπὸ μόνη της ἕνα θαῦμα «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α’ Κορ. 12,3). Μία τέτοια πίστη εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο, μία προσωπικὴ ἀποκάλυψη καὶ ἐμπειρία μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τονίζει ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ θεϊκὴ καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκαν «ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως», χωρὶς νὰ συγχέονται καὶ χωρὶς νὰ διαιροῦνται. Ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατανοήσουμε, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε. Γιατί ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν χωράει στὴ λογική τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μπαίνει στὸ μικροσκόπιο τῆς ἔρευνας καὶ τοῦ πειράματος. Τὰ δόγματα, ποὺ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς γιορτῆς καλούμαστε νὰ διαφυλάξουμε, χαράζουν τὰ ὅρια τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀλλὰ δὲν ἐξηγοῦν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς προτρέπουν νὰ ἐμπιστευθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε μὲ τὴν καρδιά μας αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε, ὄχι ὅμως νὰ ἀναλύσουμε μὲ τὸ μυαλὸ αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρέδωσε.
Παραχαράξεις τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ
Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ συνίσταται μεταξὺ ἄλλων στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «κρύβεται» πάντοτε πίσω ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐδῶ βρίσκεται τὸ σημεῖο ποὺ σκοντάφτει ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ τότε καὶ σήμερα. Ἐδῶ ἀρχίζει ἡ τραγικὴ ἱστορία τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες νοθεύουν τὴν πίστη καὶ ἀκυρώνουν τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ αἵρεση εἶναι ὁ πειρασμὸς τῆς λογικῆς πάνω στὴν ἀποκάλυψη τῆς πίστεως. Ὅσα στοιχεῖα τῆς πίστεως τὰ κατανοεῖ, τὰ ἀποδέχεται καὶ τὰ ὑπερτονίζει. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ προσπερνᾶ καὶ τὰ ὑποτιμᾶ. Διαχωρίζει τὸν Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄλλωστε, ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τὸν Χριστὸ τὸν συνάντησαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι στὴν ἐπίγεια διαδρομή του. Τὸν γνώρισαν ὡς «υἱὸ τῆς Μαρίας», ὡς προφήτη, ὡς χαρισματικὸ διδάσκαλο τῆς Ναζαρέτ. Δὲν μπόρεσαν ὅμως ὅλοι νὰ διακρίνουν πίσω ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία ἀποδεικνύει τὸ πέρασμά Του ἀπὸ τὸν κόσμο. Ψηλαφίζει τὰ τεκμήρια τῆς παρουσίας Του. Ἀναγνωρίζει τὸ μεγαλεῖο καὶ ἄλλοτε ἀμφισβητεῖ τὴν ὑπεροχή Του. Δὲν μπορεῖ ὅμως μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἐπιστημοσύνη νὰ ἀποδείξει τὴ θεότητά Του. Τὸ μυστήριο τοῦ θεανθρώπινου προσώπου τοῦ Χριστοῦ τὸ βιώνουμε «ἐν πίστει» μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀσυδοσία ἤ τὴ χυδαιότητα τῆς τέχνης, στὴν τόλμη ἤ στὴ βλασφημία τῆς διανόησης, στὰ πολύκροτα βιβλία καὶ τὶς κινηματογραφικὲς ὑπερπαραγωγές.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν μποροῦμε νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τὰ ἀχαλίνωτα στοιχεῖα τοῦ κόσμου νὰ γίνονται κήρυκες τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἂν «κόσμος» εἶναι καθετὶ ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴ χάρη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε «τὰ τοῦ κόσμου» θὰ συγκρούονται πάντοτε μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε ὅτι «αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α’ Ἰω. 5,4), ἀφοῦ τὸν τελευταῖο λόγο γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα τὸν ἔχει ὁ Θεός. Ἀμήν.
5.
Λόγος εἰς τὴν Α΄ Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν
Ἄγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός (Ἀρχιεπισκόπος Κριμαίας)
Τὴν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία πανηγυρίζει τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἡ ὁποία καταπάτησε ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ στερεώθηκε γιὰ πάντα. Γι’ αὐτὸ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ καλεῖται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ αἱρέσεις φάνηκαν ἤδη ἀπαρχῆς τοῦ χριστιανισμοῦ. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ προειδοποιοῦσαν τοὺς συγχρόνους τους, καὶ μαζί τους καὶ ἐμᾶς, γιὰ τὸν κίνδυνο ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος στὴ Β’ Καθολικὴ ἐπιστολὴ γράφει τὸ ἑξῆς: “Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι, ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοὶ ἑξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις, δι’ οὕς ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται” (Β’ Πέτ. 2, 1-2).
Ὁ Ἅγιος Παῦλος, ἐπιστρέφοντας στὴν Παλαιστίνη ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἔκανε στάση στὴν Ἔφεσο. Ἐκεῖ στοὺς χριστιανοὺς κατοίκους τῆς πόλεως ἔλεγε: “Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν” (Πράξ. 20, 29-30).
Πολλοὶ τέτοιοι ψευδοδιδάσκαλοι καὶ σχισματικοὶ ὑπῆρχαν στοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ. Μερικὲς αἱρέσεις τάραζαν τὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρους αἰῶνες, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου, τοῦ Μακεδονίου, τοῦ Εὐτυχοῦς, τοῦ Διοσκόρου, τοῦ Νεστορίου καὶ ἐπίσης ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ αἱρέσεις αὐτὲς προκάλεσαν πολλὲς διαταραχὲς στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν βασάνισαν πολύ. Ὑπῆρχαν πολλοὶ ὁμολογητὲς καὶ μάρτυρες ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους ὑπερασπιζόμενοι τὴν ἀληθινὴ πίστη στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν ψευδοδιδασκάλων καὶ τῶν αἱρετικῶν.
Ὑπῆρχαν ἐπίσης καὶ πολλοὶ καὶ μεγάλοι ἱεράρχες οἱ ὁποῖοι καὶ αὐτοὶ ὑπέφεραν πολλοὺς διωγμοὺς καὶ πολλὲς φορὲς ἐξορίστηκαν. Ὁ Ἅγιος Φλαβιανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ παράδειγμα, σὲ μία σύνοδο ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Διοσκόρου, ἡ ὁποία καλεῖται “ληστρική”, χτυπήθηκε τόσο ἄγρια ποὺ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες πέθανε.
Ἡ τελευταία στὴ σειρὰ τῶν αἱρέσεων, ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ἦταν αὐτὴ ποὺ ἐπέφερε τὰ περισσότερα βάσανα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἡ αἵρεση αὐτὴ ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στὸ θρόνο τὸ 717. Ἀνέβηκε στὸ θρόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ στρατοῦ ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ ἀντίπαλοι τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ εὐαρεστήσει τὸ στρατὸ, ἄρχισε σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν εἰκονοφίλων. Ὁ διωγμὸς αὐτὸς συνεχίστηκε καὶ στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου, ὁ ὁποῖος διαδέχτηκε στὸ θρόνο τὸν Λέοντα. Ἡ κόπρος σημαίνει τὰ κόπρανα. Ὀνομάστηκε Κοπρώνυμος διότι κατὰ τὴν βάπτισή του μόλυνε τὴν κολυμβήθρα. Οἱ δύο αὐτοὶ αὐτοκράτορες γιὰ πολλὰ χρόνια εἶχαν τὴν ἐξουσία στὰ χέρια τους καὶ προκάλεσαν πολλὰ δεινὰ στὴν Ἐκκλησία.
Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι αὐτοκράτορες εἰκονομάχοι, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν τὸ ἔργο τῶν προκατόχων τους καὶ βασάνισαν τὴν Ἐκκλησία ἐπὶ ὁλόκληρα χρόνια.Δὲν μποροῦμε νὰ περιγράψουμε τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφερε ἡ Ἐκκλησία στὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἰδιαίτερα οἱ μοναχοὶ οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ ἀγώνα τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ αὐτοκράτορες εἰκονομάχοι ἔκλεισαν πολλὰ μοναστήρια, πολλὲς ἐκκλησίες ὅπου ὑπῆρχαν εἰκόνες τὶς ἔκαναν ἀποθῆκες. Τοὺς μοναχούς τοὺς βασάνιζαν ἄγρια: τοὺς ἔβγαζαν μάτια, τοὺς ἔκοβαν μύτες, ἔσπαζαν εἰκόνες πάνω στὸ κεφάλι τους. Τοὺς ἁγιογράφους μὲ τὰ πυρακτωμένα σίδερα τοὺς ἔκαιγαν τὰ δάκτυλα.
Μόνο, τότε, ὅταν στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ἡ αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, σταμάτησε ὁ διωγμὸς ἀλλὰ ὄχι ὁριστικά. Τὸ 787 ἡ Εἰρήνη συγκάλεσε τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία διατύπωσε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ σύνοδο ὑπῆρχαν αὐτοκράτορες εἰκονομάχοι, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ὁ Μιχαὴλ καὶ ἄλλοι. Ἡ αἵρεση αὐτὴ συντρίφτηκε ὁριστικὰ μόνο ἐπὶ τῆς θεοσεβέστατης Αὐγούστας Θεοδώρας, ὅταν τὸ 842 συγκλήθηκε ἡ τοπικὴ σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ἡ σύνοδος αὐτὴ ἀναθεμάτισε ὅλους αὐτοὺς ποὺ τολμοῦν νὰ λένε ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι εἰδωλολατρία καὶ οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ εἶναι εἰδωλολάτρες.
Καὶ ἐδῶ οἱ αἱρετικοί μᾶς λένε ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ πράγμα. Τολμοῦν νὰ ἀποκαλοῦν τὶς εἰκόνες μας εἴδωλα καὶ ἐμᾶς εἰδωλολάτρες. Καὶ μέχρι ποῦ φτάνει τὸ θράσος τους; Θὰ σᾶς πῶ ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἔγινε πρόσφατα σὲ μία πόλη τῆς Σιβηρίας. Τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας δύο βαπτιστὲς μπῆκαν μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἄρχισαν ἐκεῖ νὰ φωνάζουν ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι εἰδωλολάτρες καὶ οἱ εἰκόνες τους εἴδωλα. Τί ἀνοησία!
Πῶς τολμοῦν αὐτοὶ νὰ ἀνοίγουν τὸ ἀκάθαρτο στόμα τους καὶ νὰ λένε αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ στάζουν δηλητήριο, ἀποκαλώντας μας εἰδωλολάτρες καὶ τὶς εἰκόνες μας εἴδωλα; Αὐτὸ δείχνει πὼς δὲν ἔχουν κατανοήσει σωστὰ τὴν δεύτερη ἐντολὴ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου: “οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς” (Ἐξ. 20,4).
Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ ἐντολή; Νομίζω ὅτι τὸ νόημά της εἶναι ξεκάθαρο. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ἀπαγορεύει ἀντὶ νὰ προσκυνᾶμε τὸν Ἕνα, Μοναδικὸ καὶ Ἀληθινὸ Θεὸ νὰ κατασκευάζουμε εἴδωλα καὶ νὰ τὰ προσκυνᾶμε. Ὅπως τὸ ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι λαοί: οἱ Ἀσσύριοι, οἱ Βαβυλώνιοι, οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Ἕλληνες, οἱ Ρωμαῖοι καὶ ἄλλοι…Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰδωλολατρία.
Ἡ δική μας ὅμως ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων μοιάζει σὲ τίποτα μὲ τὴν εἰδωλολατρία; Ἀσφαλῶς ὄχι. Τὰ εἴδωλα ἀπεικόνιζαν κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει στὴν πραγματικότητα, ποὺ εἶναι καρπὸς φαντασίας. Οἱ δικές μας εἰκόνες εἰκονίζουν τὴν πραγματικότητα. Πραγματικά, δὲν ζοῦσε μεταξὺ μας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, τὸν Ὁποῖον δοξάζουμε καὶ τὶς εἰκόνες τοῦ Ὁποίου προσκυνᾶμε; Δὲν ζοῦσε μεταξὺ μας ἡ Παναγία, τὴν ὁποία ζωγράφισε ὁ Ἅγιος ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς; Τὴν εἰκόνα του αὐτὴ τὴν εὐλόγησε ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, λέγοντας ὅτι ἡ χάρη της θὰ εἶναι πάντα μ’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα. Ξέρετε πόσα θαύματα γίνονται ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας.
Καὶ οἱ ἄλλες εἰκόνες, δὲν εἰκονίζονται σ’ αὐτὲς πραγματικὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ποὺ ζοῦσαν ἐδῶ πάνω στὴ γῆ; Οἱ εἰκόνες τους αὐτὲς εἶναι τὰ πορτραῖτα τους καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι εἴδωλα. Μόνο ἀσεβὲς καὶ ἀκάθαρτο στόμα τολμᾶ νὰ λέει ὅτι οἱ εἰκόνες μας εἶναι εἴδωλα καὶ ἐμεῖς εἴμαστε εἰδωλολάτρες. Νὰ σιωπήσουν οἱ ἀσεβεῖς διότι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπήγγειλε τὸ ἀνάθεμα ἐναντίον τους. Νὰ τὸ ξέρετε, νὰ τὸ θυμᾶστε καὶ νὰ μὴν συναναστρέφεστε μὲ τοὺς αἱρετικούς. Νὰ μὴν ἀπομακρύνεστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μὴ σχίζετε τὸ χιτώνα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ θυμᾶστε ὅτι ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ παρακαλοῦσε τὸν Πατέρα Του, λέγοντας: “ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ καγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσει ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας” (Ἰω. 17, 21).
Ὁ Κύριος θέλει ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι βρίσκουν σφάλματα στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπομακρύνονται ἀπ’ αὐτὴν καὶ πιστεύουν ὅτι θὰ βροῦν τὴ σωτηρία στὶς αἱρετικές τους ὀργανώσεις. Ξέρετε ὅμως τί ἔλεγαν οἱ μεγάλοι ἅγιοι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σχίζουν τὸ χίτωνα τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Ἅγιος Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρθαγένης, εἶπε ὅτι οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν ἔχουν κοινωνία μαζί της καὶ μάρτυρες νὰ εἶναι, ἀκόμα καὶ μὲ τὸ αἷμα τους, δὲν καθαρίζουν τὴν ἁμαρτία τους διότι ἡ βαριὰ αὐτὴ ἁμαρτία τῆς διαίρεσης τῆς Ἐκκλησίας δὲν καθαρίζεται οὔτε μὲ τὸ αἷμα. Καὶ ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος εἶπε ὅτι αὐτὸς ποὺ προκαλεῖ σχίσμα στὴν Ἐκκλησία δὲ θὰ κληρονομήσει τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.Ὅλοι οἱ αἱρετικοί, ὅμως, εἶναι κήρυκες τοῦ σχίσματος.
Ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: “Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, σκοπεῖν τοὺς τὰς διχοστασίας καὶ τὰ σκάνδαλα παρὰ τὴν διδαχὴν ἥν ὑμεῖς ἐμάθετε ποιοῦντας, καὶ ἐκκλίνατε ἀπ’ αὐτῶν” (Ρωμ. 16, 17). Καὶ στὴν ἄλλη ἐπιστολὴ του λέει τὸ ἑξῆς: “εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω” (Γαλ. 1, 9). Καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ εὐαγγελίζουν ὄχι αὐτὸ ποὺ εὐαγγελίζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὁποία μᾶς γέννησε πνευματικά.
Θυμηθεῖτε καὶ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε στοὺς ἀποστόλους καὶ μέσω αὐτῶν σὲ μᾶς τοὺς διαδόχους τους: “Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με” (Λκ. 10, 16). Τρομερὰ εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Νὰ τὰ θυμᾶστε πάντοτε.
Νὰ μὴν ξεχνᾶτε καὶ αὐτὴν τὴν ἡμέρα, τὴν ἡμέρα τοῦ θριάμβου τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἡ πίστη αὐτὴ διατυπώθηκε ὁριστικὰ στὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ ὁποία στερέωσε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ καταπάτησε ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Γιατί; Οἱ λόγοι εἶναι πολιτικοί. Δὲν ὑπῆρχε δυνατότητα νὰ συγκληθοῦν. Ἀλλὰ νὰ μὴν λυπόμαστε ποὺ δὲν ἔγιναν ἄλλες καὶ δὲν γίνονται σήμερα οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Αὐτὲς οἱ ἑπτὰ ποὺ ἔχουμε, τακτοποίησαν ὅλα τὰ ζητήματα καὶ ἔλυσαν ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ στερέωσαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Θὰ πεῖτε πὼς σήμερα ἔχουμε πολλὲς καινούριες αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Ναί, ἔχετε δίκαιο. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρουμε πὼς οἱ καινούριες αὐτὲς αἱρέσεις δὲν λένε τίποτε καινούριο ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνουν αὐτὰ ποὺ ἤδη ἔχουν πεῖ οἱ παλαιοὶ αἱρετικοί. Καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ αἱρέσεις ἀναθεματίστηκαν ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἀρκοῦν οἱ ἀποφάσεις τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἰδιαίτερα τῆς Ἑβδόμης. Γι’ αὐτὸ καὶ χαιρόμαστε καὶ πανηγυρίζουμε σήμερα τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν ὁποία ἐξέφρασε καὶ στερέωσε ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁρίστηκε αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ ψάλλεται δοξολογία ὡς εὐχαριστία στὸ Θεὸ γιὰ τὴν στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ αὐτὴ τὴν δοξολογία θὰ ψάλλουμε τώρα.
6.
Εἰς τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας (ἀπόσπασμα)
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Σήμερα, ἀδελφοί καί ἀδελφές, εἶναι ἡ ἁγία Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, μία ἀπό τίς πενήντα δύο Κυριακές τοῦ ἔτους πού ὀνομάζεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Μεγάλη καί ἁγία Κυριακή. Κυριακή, κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψεύδους, ἐναντίον κάθε ἀναλήθειας, ἐναντίον κάθε αἱρέσεως, ἐναντίον κάθε ψευδοθεοῦ· νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψευδοῦς διδασκαλίας, ἐναντίον κάθε ψευδοῦς φιλοσοφίας, ἐπιστήμης, πολιτισμοῦ, εἰκόνος. Ἁγία νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό σημαίνει ἁγία νίκη τῆς Παναληθείας.
Ποιός ὅμως εἶναι ἡ Παναλήθεια σέ αὐτόν τόν κόσμο; Ποιός εἶναι ἡ Ἀλήθεια σέ αὐτόν τόν κόσμο; Αὐτός πού εἶπε γιά τόν ἑαυτό Του: Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια! Ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ Θεός ἐν σαρκί. Νά, αὐτή εἶναι ἡ Ἀλήθεια στόν γήινο κόσμο μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο. «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἔλαβε σῶμα, ὥστε μέ τό σῶμα μας νά εἰπῇ σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τί εἶναι ἀλήθεια, πῶς ζῆ κανείς ἐν ἀληθείᾳ, πῶς πεθαίνει γι’ αὐτήν, καί πῶς δι’ αὐτῆς ζῆ αἰωνίως. Ὁ Χριστός συνεκέντρωσε ὅλες τίς ἀλήθειες καί μᾶς ἔδωσε τήν Παναλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. [σελ. 81-82]
Ὅταν ὁ Θεός κατέβηκε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, Αὐτός ἔγινε ὁρατός γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἔγινε ὁρατός. Καί ἐμεῖς βλέποντάς Τον, στήν πραγματικότητα βλέπουμε τόν Ζῶντα Θεό. Αὐτός εἶναι ἡ ζῶσα Εἰκών τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.
Διαφυλάσσοντας τήν ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεφύλαξε τόν ἄνθρωπο, διεφύλαξε τόν Χριστό ὡς ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά βρῆ σ’ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τήν θεία Εἰκόνα, τήν ζῶσα θεία Εἰκόνα, τήν ὁποία ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε μέ τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, τήν παραμορφώσαμε, τήν καταξέσαμε ὅλη μέ τήν ἁμαρτωλή ζωή μας.
Ὅπως λέγεται στούς θαυμάσιους ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, ὁ Κύριος κατέβηκε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ Εἰκόνα», νά ἀνακαινίσῃ τήν Ἰδική Του Εἰκόνα στόν ἄνθρωπο· «φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι», πού ἐφθάρη δηλαδή μέ τά ἐλαττώματά μας καί μέ τίς ἁμαρτίες μας, καί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε μία παραμορφωμένη, μία δύσμορφη, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός, κατεβαίνοντας σέ αὐτόν τόν κόσμο σάν καθαρή, ὁλοκάθαρη Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεός, ἔδειξε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος, πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτόν τόν κόσμο. [σελ. 83]
Πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτόν τόν κόσμο;
Ἐμεῖς σέ αὐτόν τόν κόσμο πραγματικά πολεμᾶμε, συνέχεια πολεμᾶμε γι’ αὐτήν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα στήν ψυχή μας. Ποιός μᾶς τήν κλέβει; Ὅλοι οἱ εἰκονομάχοι.
Πρῶτος εἰκονομάχος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν θέλει τόν Θεό. Δέν θέλει τόν Θεό οὔτε μέσα στόν ἄνθρωπο, οὔτε μέσα στόν κόσμο γύρω ἀπό τόν ἄνθρωπο. Καί διά τῆς ἁμαρτίας κατεξοχήν εἰκονομάχος εἶναι ὁ Σατανᾶς καί οἱ ἄγγελοί του, οἱ ἀπαίσιοι δαίμονες. Ἐκεῖνοι εἶναι πού κλέβουν τήν ψυχή μας, πού σωρεύουν ἁμαρτίες στήν ψυχή μας καί κατακαλύπτουν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα μας. Μέ τό μαῦρο κατράμι τῆς ἁμαρτίας ἀλοίφουν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα στήν ψυχή μας. Καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ζῆ ἀμετανόητος μέσα στήν ἁμαρτία, ὅταν δέν πολεμᾶ κατά τῶν ἁμαρτιῶν του, ὅταν μένει σέ αὐτές, ὅταν δέν τίς ἐξομολογῆται, τί ἀπομένει ἀπό τήν ψυχή του; Ἀπομένει ἡ θεία Εἰκόνα πασαλειμένη μέ τό μαῦρο πῦον τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τοῦ θανάτου. Φρικτό θέαμα, φοβερή ντροπή!
Τί σημαίνει λοιπόν νά εἶσαι Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ;
Σημαίνει, ἀδελφοί, τό ἑξῆς:
Ἐμεῖς ἔχουμε νοῦ, ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα μας.
Ἐμεῖς ἔχουμε θέλησι, ἀλλά ἡ θέλησις εἶναι εἰκόνα τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ μέσα μας.
Ἐμεῖς ἔχουμε αἴσθησι, ἔχουμε καρδιά, ἀλλά αὐτά εἶναι εἰκόνα θείων αἰσθήσεων μέσα μας.
Ἐμεῖς ζοῦμε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά αὐτό εἶναι εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ὡσάν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ ἀθάνατες, ἀλλά αὐτό εἶναι εἰκόνα τῆς ἀθανασίας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε θεοειδεῖς, γιά νά ζοῦμε μέσα σέ αὐτόν τόν κόσμο δι’ Αὐτοῦ, γιά νά σκέπτεται πάντοτε ὁ νοῦς μας: πρόσεχε ἀπό Ποιόν εἶσαι, εἶσαι ἀπό τόν Θεό, νά κάνῃς καθαρές σκέψεις, σκέψεις θεϊκές.
Τότε τό θέλημά μας εἶναι τέλειο καί ὑγιές, ὅταν εὐθυγραμμίζεται πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρός τό πρωτότυπό του. Ἡ αἴσθησίς μας τότε εἶναι καθαρή, ὑγιής, θεϊκή, ὅταν εὐθυγραμμίζεται πρός τήν αἴσθησι τοῦ Θεοῦ.
[σελ. 87]
Ἄς μᾶς καθαρίσῃ Αὐτός ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἀπό κάθε θάνατο. Ἄς μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό κάθε διάβολο, γιά νά μποροῦμε νά εἴμαστε πραγματικά ζῶσες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, γιά νά μπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἐπί τῆς γῆς ἕνα θεῖο μεγαλεῖο.
Ἄνθρωπε! Ἀδελφέ! Ποτέ μήν ξεχνᾶς ὅτι εἶσαι μικρός Θεός μέσα στήν λάσπη! Μέσα στήν λάσπη τοῦ σώματός σου ἐσύ ἔχεις τήν ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Πρόσεχε πῶς ζῆς.
Πρόσεχε τί κάνεις μέ τήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι μέσα σου. Πρόσεχε, –ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! Διότι ἡ ζωή μας ξεκινᾶ ἀπό τήν γῆ καί καταλήγει στό πάμφωτο πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, γιά νά δώσουμε ἐκεῖ ἀπολογία τί κάναμε μέ τήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὅσο ἤμασταν σέ αὐτόν τόν κόσμο.
Εὔχομαι ὁ Ἀγαθός Κύριος νά χαρίσῃ στήν καρδιά τοῦ καθενός μας ὅλα τά οὐράνια δῶρα, ὅλες τίς εὐαγγελικές ἀρετές: τήν πίστι καί τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα καί τήν προσευχή καί τήν νηστεία καί τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα καί τήν ταπείνωσι, ὥστε νά μπορέσουμε νά ἀντέξουμε ὅλο αὐτόν τό φοβερό ἐπίγειο ἀγῶνα, νά διαφυλάξουμε στήν ψυχή μας τήν θεία μορφή καί νά μετατεθοῦμε ἀπό τόν κόσμο αὐτό πρός τόν Ἀναστάντα Κύριο σέ ἐκεῖνο τόν κόσμο.
Ἀλλά μέχρι τότε ἡ ἁγία νηστεία ἄς μᾶς ὁδηγῇ πρός τό Ἅγιον Πάσχα, τήν Ἁγία Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, γιά νά προσκυνήσουμε, ὅσο εἴμαστε ἀκόμη μέ τό σῶμα μας, Αὐτόν, τόν Ἀναστάντα Κύριο, τόν Νικητή τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καί τοῦ διαβόλου, Αὐτόν πού ἐξασφάλισε τήν Αἰώνιο Ζωή γιά τό σῶμα μας καί γιά τήν ψυχή μας.
Σέ Αὐτόν, μόνο σέ Αὐτόν, ἀποκλειστικά σέ Αὐτόν, ἀνήκει αἰώνιος δόξα καί τιμή, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
7.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ:Ορθοδοξία και παιδεία
π.ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ
Οι άνθρωποι ταυτίζουν την πίστη στο Θεό με μία εσωτερική, βιωματική κατάσταση που πηγάζει από την παράδοση της κοινότητας στην οποία ο άνθρωπος είναι ενταγμένος, από την οικογένεια, από την αναζήτηση του καθενός, από τον φόβο και την ανάγκη, που ενισχύουν την ανθρώπινη αγωνία για στηρίγματα, τα οποία υπερβαίνουν τα όρια του αισθητού.
Χωρίς να αρνείται κάποιος αυτές τις ταυτίσεις, εντούτοις δεν μπορεί παρά να σταθεί σε μία παράμετρο, η οποία μας διαφεύγει. Είναι η παιδεία εκείνων των πνευματικών μορφών, οι οποίοι τόλμησαν να τα βάλουν με τους αυτοκράτορες και τα ιδεολογικά, πολιτικά και θρησκευτικά κατεστημένα της εποχής τους και να κρατήσουν ανόθευτη την πίστη στην τιμή των εικόνων.
Η Ορθοδοξία είναι και παιδεία και μάλιστα, αυτή που ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει ως παίδευση, άσκηση, δοκιμασία.«Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός» (Εβρ. 12.7). «Δείξτε υπομονή κατά τη διαπαιδαγώγησή σας. Ο Θεός σας μεταχειρίζεται σαν παιδιά του».
Ο Θεός επιτρέπει μέσα από την πίστη να διαπαιδαγωγούμαστε, να δοκιμαζόμαστε, ακόμη και να αισθανόμαστε τιμωρημένοι μέσα από αυτή τη σχέση Πατέρα και παιδιών.
Σκοπός της παιδαγωγίας «το μεταλαβείν της αγιότητος» του Θεού, το να μετάσχουμε στην αγιότητά Του (Εβρ. 12,10), να γίνουμε κι εμείς άγιοι όχι λαμβάνοντας μία εξωτερική δωρεά, αλλά μετέχοντας σ’ αυτό που ο Θεός είναι: «άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμί» (Α’ Πέτρ. 1, 16).
Οι άνθρωποι θέλουμε να πιστεύουμε σε έναν Θεό ο Οποίος μας δίδει το καλό, ικανοποιεί τις επιθυμίες μας. Έχουμε μάθει να ζητούμε από Εκείνον και να ταυτίζουμε την πίστη με μία ιδιοτέλεια. Δεν πιστεύουμε ότι ο Θεός επιτρέπει να συμβαίνουν δοκιμασίες στη ζωή μας. Είμαστε βέβαιοι ότι αγαπά χωρίς να μας δίνει παιδαγωγία. Έχουμε ταυτίσει την παιδεία με την θετική διάσταση της ζωής. Έτσι αρνούμαστε να δεχτούμε ότι ο Θεός λειτουργεί όπως ο κατά σάρκα πατέρας, όταν αγαπάει αληθινά. Ότι ο Θεός επιτρέπει να συμβούν δυσκολίες. Ότι ο Θεός ευλογεί τον κόπο. Ότι δεν φείδεται ακόμη και τον έλεγχο. Δεν είναι τιμωρός ο Θεός, γιατί η δοκιμασία, η τιμωρία την οποία επιτρέπει να λάβουμε, δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό Του. Όμως η αγάπη πρέπει να είναι και σκληρή, όταν χρειάζεται. Προς το αληθινό μας συμφέρον, που είναι η στόχευσή μας στην κοινωνία με το Θεό χωρίς αστερίσκους. Η πληρωτική σχέση, η οποία στηρίζεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη. Η επίγνωση των λαθών και των αμαρτιών. Και την ίδια στιγμή η ταπείνωση της αποδοχής του θελήματός Του, ακόμη κι αν αυτό δεν είναι πάντοτε ευχάριστο.
«Μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου» (Παροιμ. 3,11). Μην περιφρονείς την διαπαιδαγώγηση του Κυρίου, μας συμβουλεύει το βιβλίο των Παροιμιών της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και ο Παύλος. Θέλει θάρρος όμως να αποδεχτούμε το θέλημα και την αγάπη του Θεού, που δεν είναι όπως την θέλουμε, όπως την φανταζόμαστε, ωραιοποιημένη. Είναι όμως αληθινή. Έχει να κάνει με την κοινωνία μαζί Του και την μετοχή σ’ Αυτόν, στην αγιότητά Του.
Αγιότητα σημαίνει καθαρότητα από αμαρτία, κάτι που για μας δεν είναι εφικτό. Μπορούμε όμως να προσφέρουμε σ’ Αυτόν την μετάνοιά μας.
Αγιότητα σημαίνει αγάπη που γίνεται συγχώρεση για τους πάντες, κάτι που δεν είναι και πάλι εφικτό για μας. Μπορούμε όμως να Του προσφέρουμε την διάθεσή μας να αγαπήσουμε και Εκείνος θα αναπληρώσει τις ελλείψεις μας.
Αγιότητα σημαίνει αποδοχή του θελήματός Του, γιατί αυτό αποσκοπεί στη σωτηρία, στη λύτρωσή μας από το κακό και το θάνατο, δηλαδή στην αληθινή ελευθερία. Και από μόνοι μας δεν μπορούμε να αποδεχτούμε μια τέτοια προοπτική. Μπορούμε όμως να Του προσφέρουμε την λιγοστή μας άσκηση, την προσπάθειά μας να υπερβούμε τον εαυτό μας, την λιγοστή υπακοή μας κι Εκείνος και πάλι θα θεραπεύσει την αδυναμία μας.
Οι άνθρωποι ταυτίζουν την Ορθοδοξία με την παράδοση, με τους θεσμούς, με τα αξιώματα, με το ιερατείο, με την ιστορία. Την θεωρούν κάτι το ξεπερασμένο, απαραίτητο όμως γιατί πολλοί και αδύναμοι εξακολουθούν να την εμπιστεύονται. Την θέλουν όμως ευχάριστη. Βοηθητική και παρακλητική. Που να συμβάλλει στο να βλέπουν τη ζωή θετικά. Που να προβάλλει έναν Θεό που δεν ζητά τίποτε, αλλά μόνο δίνει. Και δεν μπορούν να αποδεχθούν έναν Θεό που παιδαγωγεί τον άνθρωπο. Μια Εκκλησία που χωρίς να παραθεωρεί την δοτικότητα, κηρύττει δρόμους δύσκολους.Που τολμά να μιλά και να δείχνει δρόμους μαρτυρικούς. Αυταπάρνησης. Ρήξης με τη νοοτροπία κάθε εποχής. Ακόμη κι αν αυτή η ρήξη δεν κάνει θόρυβο.
Ίσως κι εμείς οι χριστιανοί, μέσα από την ανάγκη για αυτοβεβαίωση που ως άνθρωποι αισθανόμαστε, λόγω του ότι εξακολουθούμε να πιστεύουμε σε αξίες και τρόπους που δεν είναι συμβατές με τη νοοτροπία του κόσμου και της σύγχρονης πραγματικότητας, να συμβάλουμε στην αίσθηση ότι η πίστη στο Θεό και η Ορθοδοξία είναι δρόμος και τρόπος εύκολος, που δίνει μαγικές λύσεις στον άνθρωπο.
Ίσως να αισθανόμαστε περισσότερο από όσο πρέπει την ανάγκη να αποδείξουμε την χρησιμότητά μας στον κόσμο. Ότι έχουμε λόγο ύπαρξης. Όμως η Ορθοδοξία χωρίς παιδεία, χωρίς διαπαιδαγώγηση, δεν είναι αληθινά ακέραιη. Ωραιοποιεί, αλλά δεν λυτρώνει. Ζητά από τους ανθρώπους να παραδώσουν τα φορτία τους χωρίς καν να κουραστούν να τα κουβαλήσουν. Μετατοπίζει τις ευθύνες στο Θεό, τους θεσμούς, το ιερατείο και αφήνει στην άκρη την ανάληψη του προσωπικού σταυρού από τον καθέναν. Έτσι όμως παραποιεί και το τι σημαίνει αληθινή χαρά, η οποία πηγάζει μέσα από την κοινωνία με το Θεό, την μετοχή στην αγιότητά Του. Είναι κοπιώδης ο δρόμος και ο τρόπος της Ορθοδοξίας.Στενός και τεθλιμμένος. Αλλά όχι μοναχικός. Είναι παρών ο Χριστός στη ζωή αυτού που Τον ακολουθεί. Και είναι τόση πολλή η αγάπη, το φως και η αλήθεια την οποία βιώνει αυτός που δεν φοβάται την παιδεία, ώστε να αλλάζει και να βοηθά και άλλους να αλλάξουν μαζί του.
Μια τέτοια Ορθοδοξία χρειαζόμαστε. Όχι ως θεωρητικό πρότυπο, αλλά ως στάση ύπαρξης και ζωής. Στην ενορία. Στο μοναστήρι. Στο διακόνημά του ο καθένας. Στην μικρότερη ή μεγαλύτερη κοινότητα. Στην πατρίδα. Στον κόσμο. Κι ας μην φαίνεται χρήσιμη μια τέτοια Ορθοδοξία. Ποτέ δεν ήμασταν «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (Α’ Κορ. 13, 1). Πάντοτε θα παραμένουμε η μικρά ζύμη, ο κόκκος του σιναπιού, το άλας της γης. Οι έχοντες επιλέξει τα δύσκολα. Του Σταυρού που φέρνει Ανάσταση.
8.
π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας δεν αντιμετωπίζεται από την Εκκλησία μας σαν μια απλή Κυριακή. Η όλη τελετουργία της ημέρας δείχνει την ιδιαιτερότητά της, αφού στην ουσία προβάλλει όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν περιεχόμενα της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας. Το Συνοδικό μάλιστα της Ορθοδοξίας, που ακούμε το πρωί, έρχεται να επιβεβαιώσει την πεποίθηση της Εκκλησίας ότι η ίδια βρίσκεται στον κόσμο όχι σαν ένας κλώνος στο δέντρο του Χριστιανισμού, όπως πιστεύουν οι αιρετικοί Προτεστάντες, αλλά σαν το ίδιο το δέντρο, η προέκταση κατ᾽ αλήθειαν του Κυρίου, ῾῾ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας᾽᾽, κατά τη γνωστή έκφραση του αγίου Αυγουστίνου.
῾῾ΟΙ προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν…ο Χριστός ως εβράβευσεν. Οὔτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών…᾽᾽. ῾῾Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν᾽᾽.
1. Η Ορθόδοξη Εκκλησία: η μόνη Εκκλησία που διασώζει την αληθινή εικόνα του Χριστού.
Η πεποίθηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι διασώζει την αληθινή εικόνα του Χριστού – πεποίθηση η οποία στηρίζεται και στην ιστορία και στην εμπειρία όλων των αγίων – σημαίνει πρώτα από όλα ότι αν θέλει κανείς να έχει ορθή σχέση μέ τόν Χριστό, αν θέλει να Τον δει ανόθευτα και γνήσια, πρέπει να ενταχτεί στο σώμα της, να γίνει μέλος της, να βαπτιστεί ορθόδοξος χριστιανός. Διότι αυτή είναι η μόνη Εκκλησία που συνέχισε και συνεχίζει να ζει και να βλέπει τα πράγματα σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Χριστού και των Αποστόλων. Σ᾽ έναν κόσμο που προβάλλει πολλούς παρμορφωτικούς φακούς, που και μέσα στο Χριστιανισμό παρουσιάζονται φαινόμενα πολλαπλής απόκλισης, η Ορθόδοξη Εκκλησία μάς τοποθετεί άμεσα και σε ευθεία γραμμή προς την Αποκάλυψη του Χριστού. Καλύτερα: ο ίδιος ο Χριστός κρατάει ανοιχτή την αληθινή εικόνα Του και την παρουσία Του στον κόσμο μέσα από το ζωντανό σώμα Του, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
´Ετσι ο ορθόδοξος βαπτισμένος χριστιανός δεν έχει δική του πίστη. Η πίστη του είναι η πίστη της Εκκλησίας, της οποίας ο ίδιος είναι ενσυνείδητο μέλος. Αν ενδεχομένως ο ορθόδοξος θελήσει να έχει δική του πίστη, τότε παύει αυτομάτως να ανήκει και στην Εκκλησία του Χριστού. Διότι θέτει τον εαυτό του υπεράνω του όλου, του σώματος, άρα στην πραγματικότητα αυτοθεοποιείται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά ακριβώς σ᾽ αυτό που συνιστά την ουσία τη αμαρτίας: τον εγωισμό του ανθρώπου.
Από την άποψη αυτή το βασικό γνώρισμα του ορθοδόξου πιστού είναι η υπακοή, άρα και η ταπείνωση, δεδομένου ότι η υπακοή προϋποθέτει την ταπείνωση του ανθρώπου.Επανειλημμένως μάλιστα έχει τονιστεί ότι ορθόδοξος δεν είναι τόσο ο ενάρετος, όσο ο ταπεινός. Κι η ταπείνωση αυτή κρίνει και τη γνησιότητα της οποιασδήποτε νομιζομένης αγιότητας. Με άλλα λόγια ο θεωρούμενος άγιος είναι τόσο πιο πολύ άγιος, όσο είναι έτοιμος να υπακούσει στην Εκκλησία, με την υπάρχουσα αγιοοπνευματική συνοδική δομή της και τους κανονικούς ποιμένες της. Ποτέ κανείς πραγματικά άγιος άλλωστε δεν έθεσε τη δική του αγιότητα υπεράνω της αγιότητας της Εκλησίας.Γι᾽ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι πραγματικά μεγάλοι Γέροντες, σαν τους όσιο Πορφύριο, Παΐσιο, Ιάκωβο, Σωφρόνιο, είχαν έντονο εκκλησιαστικό φρόνημα και παρέπεμπαν πάντοτε τους ανθρώπους να ενταχτούν στην κανονική ορθόδοξη Εκκλησία, μέλη τίμια της οποίας ήσαν και είναι άλλωστε και οι ίδιοι.
Ας ακούσουμε για παράδειγμα αυτά που γράφει σε μια επιστολή του ο Γέροντας Σωφρόνιος: ῾῾Πιστεύω στον Χριστό. Πιστεύω τον Χριστό. Είμαι δεμένος με την αγάπη του Χριστού. Εμπιστεύομαι μόνο τόν Χριστό που γνώρισα στην Εκκλησία᾽᾽. ῾῾Ο Χριστός, τον Οποίο μου έδωσε η Εκκλησία! Δεν καταφρονώ κανένα μέσο που συντελεί στην ένωσή μου με τον Χριστό. Αλλά είναι άραγε δυνατό να βρούμε κάπου έξω από την Εκκλησία σε μεγαλύτερη αφθονία αυτά τα μέσα; Στην Εκκλησία έχω τον ενσαρκωθέντα Θεό με τρόπο, ώστε να τρώμε και να πίνουμε τον Θεό, να αναπνέουμε τον Λόγο Του. Με το όνομά Του, τον Λόγο Του, τη δύναμή Του τελούμε τα μυστήρια. Και τα μυστήρια αυτά δεν αποτελούν κάποια απλά μόνο σύμβολα, αλλά αληθινή πραγματικότητα. Και όλη η πείρα αυτό μαρτυρεί τόσο ολοφάνερα᾽᾽.
Και σε άλλο σημείο της επιστολής σημειώνει τα εξής καταπληκτικά: ῾῾ Ο χριστιανισμός δεν μπορεί να μην είναι εκκλησιαστικός, αν εξετάσουμε προσεκτικά την Εκκλησία ως σώμα του Χριστού ή ως ιστορικό φαινόμενο, ως κοινότητας των χριστιανών… Τι είναι λοιπόν αυτό που μου δίνει η Εκκλησία; Το βάπτισμα, τη μετάνοια, την κοινωνία, την ιερωσύνη κλπ. Μέσα από την Εκκλησία, σύμφωνα πάντα με το μέτρο των δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος της πιο μεγαλειώδους παραδόσεως που υπάρχει στην ιστορία της ανθρωπότητας. Διά μέσου της Εκκλησίας και μέσα στην Εκκλησία ζω συνεχώς την πιο ζωντανή σχέση με τον Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Παύλο και τους Αποστόλους, με τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο και τους άλλους Πατέρες, με τον Αντώνιο και τον Σισώη, με τον Μακάριο και τον Ισαάκ, με τον Μάξιμο και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, με τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Σεραφείμ του Σάρωφ. Αυτοί είναι οι οικείοι μου, οι συγγενείς μου. Τους παρέλαβα όμως στην εκκλησιαστική τάξη. ´Εξω από την Εκκλησία ο σύνδεσμος μαζί τους εξασθενεί. ´Εστω και σε μικρότερο μέτρο, ζω όμως την ίδια ζωή με αυτούς. Διά μέσου της Εκκλησίας διαμορφώνω στη συνείδησή μου την εικόνα του από άπειρη αγάπη Εσταυρωμένου για τις αμαρτίες μας Χριστού. Εικόνα που πάντοτε με πράο, αλλά έντονο τρόπο, ελκύει την ψυχή μου! Και να, όλα αυτά μου δίνουν τη δύναμη να υπομένω πολλά ανόητα διεστραμμένα, που συναντάμε στο εκκλησιαστικό περιβάλλον᾽᾽.
2. Η ορθοδοξία ως ορθόδοξη πίστη και ορθόδοξη πράξη (αγάπη).
Δεν είναι μισαλλόδοξες κορώνες τα παραπάνω. Δεν έχουν να κάνουν με φανατισμούς και υπερηφάνιες αδιάκριτες. Είναι φωνή ευθύνης και συναίσθησης του βάρους αποστολής από εκείνους που τάχτηκαν να φυλάγουν Θερμοπύλες της πίστεως. Είναι η φωνή των Πατέρων μας και των Αγίων μας, που έδωσαν και το αίμα τους για να διαφυλαχτεί ανόθευτη η παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων. Είναι το ῾῾ουκ ένι εν άλλω ουδενί η σωτηρία᾽᾽ (Πρ. Απ. 4, 12) των Αποστόλων, όταν μιλούσαν για τον Ι. Χριστό. Οι μισαλλοδοξίες και οι φανατισμοί είναι ανέξοδη υπόθεση. Εξαντλούνται σε φωνασκίες ή το ακόμη χειρότερο σε βιαιότητες που καλλιεργούν τα πάθη του ανθρώπου και στρέφονται κατά του συνανθρώπου. Ο αγώνας όμως για την ορθόδοξη πίστη αποτελεί αγώνα που προϋποθέτει το θάνατο του ίδιου του ορθοδόξου για να ζήσει ο κόσμος. Συμπεριφέρεται δηλ. ο ορθόδοξος στον αγώνα του σαν τον ίδιο τον Χριστό: όπως Εκείνος ήλθε για να φέρει τη ζωή περνώντας από τη διαδικασία του θανάτου Του, κατά τον ίδιο τρόπο και ο γνήσιος πιστός Του: πεθαίνει ο ίδιος προς χάρη του άλλου!
Είναι αυτονόητο έτσι ότι ο ορθόδοξος δεν είναι ο απλά ορθοδοξολογών. ´Οποιος πιστεύει ότι η ορθοδοξία είναι θέμα ορθών και μόνο λόγων είναι πλανεμένος στο έπακρο. Ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι ῾῾ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των Ουρανών, αλλ᾽ ο ποιών το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός᾽᾽(Μαθ. 7, 21῟). ´Ετσι ορθόδοξος είναι εκείνος που ζει την ορθή πίστη, που τηρεί το θέλημα του Ουράνιου Πατέρα. Δηλ. εκείνος που κ α ι πιστεύει στον Χριστό, αλλά κ α ι αγαπά το συνάνθρωπό του. Διότι αυτή την εντολή μάς έδωσε ο Κύριος: ᾽῾Αύτη εστίν η εντολή αυτού: ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι του Υιού Αυτού και αγαπώμεν αλλήλους᾽᾽ (Α´ Ιωάν. 3, 23).
Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε αυτό που επανειλημμένως επισημαίνει ο λόγος του Θεού: μια ορθοδοξολογία χωρίς την εμψύχωσή της από την ίδια τη ζωή, πέρα από υποκρισία, συνιστά μνήμη προσωρινή. Σιγά-σιγά εκφυλίζεται μέχρις ότου χαθεί παντελώς! Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος με εποπτικό τρόπο γράφει: ῾῾ ´Οποιος ακούει το λόγο του Θεού και δεν τον εφαρμόζει, αυτός μοιάζει με άνθρωπο που βλέπει τον εαυτό του μέσα σ᾽ έναν καθρέπτη. Τον βλέπει και φεύγοντας ξεχνάει αμέσως πώς ήταν!᾽᾽ (1, 23-24).
´Ισως όμως θέσει κανείς εκ του αντιθέτου το λογικό ερώτημα: δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσει κανείς ορθόδοξα χωρίς να είναι ορθόδοξος; Να ζήσει δηλ. την αγάπη χωρίς να πιστεύει στον Χριστό; Η απάντηση, όσο κι αν φαίνεται απόλυτη, ειναι αρνητική. Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει, να πράξει δηλ. ορθά, χωρίς την ανάλογη πίστη. Διότι η αγάπη για την οποία μιλάει ο Χριστός είναι η αγάπη που έδειξε και έζησε Εκείνος. ´Οχι μια αγάπη που αποτελεί απλό συναίσθημα και αγκαλιάζει μόνο τους δικούς μας ανθρώπους, αλλά μιά αγάπη που κινείται και στο χώρο των εχθρών και αντικειμένων μας, μια αγάπη που γίνεται μια τεράστια αγκαλιά για όλον τον κόσμο. ῾῾Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζοντα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού᾽᾽ (Ιωάν. 15, 13).
Ποιος μπορεί να φτάσει στο σημείο αγάπης και προς τον εχθρό; Η ανθρώπινη φύση δεν φτάνει μέχρις εκεί. Τα καλά αποθέματά της εξαντλούνται πολύ γρήγορα. Το ανθρώπινο συναίσθημα δεν μπορεί να υπερνικήσει την αδικία και την πονηρία ενός εχθρού μας. Απαιτείται η υπέρ φύσιν ενέργεια: η χάρη του ίδιου του Χριστού, για να ικανώσει τον άνθρωπο να δει και μέσα ακόμη από την κακία του πλησίον, την εικόνα του Θεού, τον ίδιο τον Χριστό. Ποια μάτια πέρα από τα μάτια της πίστεως σ᾽ Εκείνον, μπορούν να δουν έτσι; Ποια καρδιά μπορεί να αγαπήσει με την ανιδιοτέλεια του Χριστού παρά η καρδιά που φέρει τον Χριστό και έχει τη χάρη Του ενεργούσα μέσα της λόγω του αγίου βαπτίσματος;
´Ετσι ο ισχυρισμός ότι και ο εκτός της Εκκλησίας άνθρωπος μπορεί να αγαπά σαν τόν Χριστό είναι πλάνη και ουτοπία. Το αντίθετο μάλιστα: ο τονισμός της αγάπης και προς τον εχθρό χαρακτηρίζεται από τον μη πιστό το λιγότερο ως αφέλεια και αθεράπευτος ρομαντισμός. Προσβάλλει κατ᾽ αυτόν το αίσθημα της ανθρώπινης δικαιοσύνης, γι᾽ αυτό και απορρίπτεται ασυζητητί. ´Ωστε μόνον ο ορθόδοξος πιστός, που ζει και αναπνέει τον αέρα της ορθόδοξης Εκκλησίας μπορεί να αγαπά με τον τρόπο του Χριστού. Μόνον ο ορθά πιστεύων είναι και ορθά πράττων.
Με τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο αγώνας για την αλήθεια της πίστεως τελικώς αποτελεί αγώνα για την αλήθεια του ίδιου του ανθρώπου: να διακρατηθεί το αληθινό του πρόσωπο, να μπορεί ο άνθρωπος να αγαπά. Μένω στην ορθόδοξη Εκκλησία σημαίνει μένω στον Χριστό και μένω στον Χριστό σημαίνει μπορώ να αγαπώ: απλά και αληθινά, όλον τον κόσμο, όπου γης, χωρίς όρια και φραγμούς. Αυτό ακριβώς έκαναν και οι άγιοί μας. Αγάπησαν τον Χριστό και έδειξαν την αληθινή αγάπη και προς τον άνθρωπο. Γι᾽ αυτό και όταν μιλάμε για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πρέπει το μυαλό και η σκέψη μας να πηγαίνουν σε κάποιους ίσως κληρικούς ή και σε κάποιους λαϊκούς, που μπορεί να μη στέκουν σωστά στην πίστη. Η σκέψη μας πρέπει να πηγαίνει στους αγίους μας. Οι άγιοί μας είναι τα όρια της ορθοδοξίας μας, γιατί σ᾽ αυτούς φανερώνεται ο ίδιος ο Χριστός μας. Αυτοί αποτελούν την προέκτασή Του στον κόσμο, όπως το έχει διατυπώσει και ο μέγας απόστολος Παύλος, ο αγιώτερος πάντων για πολλούς: ῾῾Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός῾῾ (Γαλ. 2, 20).
Στην πραγματικότητα οι άγιοι δείχνουν τι σημαίνει αποκατάσταση των εικόνων – ό,τι εορτάζουμε ιστορικά την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αποκατέστησαν με τη χάρη του Θεού την εικόνα Εκείνου μέσα τους, γι᾽ αυτό και τιμώντας αυτούς τον Χριστό στην πραγματικότητα τιμούμε και δοξάζουμε. ῾῾…Τον μεν (Χριστόν) ως Θεόν και Δεσπότην προσκυνούντες και σέβοντες, τους δε (αγίους) δια τον κοινόν Δεσπότην, ως αυτού γνησίους θεράποντας τιμώντες, και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες᾽᾽ κατά τη διατύπωση και πάλι του Συνοδικού της Ορθοδοξίας.
3. Ορθοδοξία και ιεραποστολή.
Αυτό το αγκάλιασμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας για όλον τον κόσμο – προέκταση της αγκαλιάς του Χριστού, όπως είπαμε – δικαιολογεί και το γιατί η ορθοδοξία σχετίζεται πάντοτε και με την ιεραποστολή. Η Εκκλησία μας δηλ. τη συγκεκριμένη ημέρα θυμάται και τα εκλεκτά εκείνα μέλη της, που έλαβαν την κλήση από τον Θεό να μεταφέρουν το μήνυμα του Ευαγγελίου στα πλανεμένα ανά τον κόσμο αδέλφια τους. Κι η σχέση αυτή ορθοδοξίας και ιεραποστολής φαίνεται καθαρά στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας της ημέρας, όταν ο απόστολος Φίλιππος, αφού ακολούθησε τον Χριστό, ένιωσε την ανάγκη να καλέσει και τον αδελφικό του φίλο Ναθαναήλ, προκειμένου να γίνει κι αυτός μέτοχος της ίδιας εμπειρίας. Κι είναι τούτο μια αλήθεια που δεν πρέπει να ξεχνάμε, αφού υπάρχουν πολλοί που κατηγορούν το Χριστιανισμό ότι η αφοσίωση που κηρύσσει στον Χριστό οδηγεί σε απομόνωση και απομάκρυνση από το συνάνθρωπο. Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερη πλάνη και μεγαλύτερο ψέμα από αυτό. Και τούτο γιατί όσο πλησιάζει και προσεγγίζει κανείς τον Χριστό, τόσο και περισσότερο στρέφεται, όπως νομίζουμε επαρκώς δείξαμε και παραπάνω, με αγάπη προς το συνάνθρωπό του.
Θα επιμείνουμε στην αλήθεια αυτή με μια πολύ όμορφη εικόνα την οποία μας δίνει ο μεγάλος ασκητικός διδάσκαλος, αββάς Δωρόθεος. ῾῾Ας υποθέσουμε, λέει, ότι ο κόσμος όλος μοιάζει με ένα κύκλο, του οποίου κέντρο είναι ο Θεός, ενώ οι ευθείες από τον κύκλο έως το μέσο οι οδοί, δηλ. οι διαγωγές των ανθρώπων. ´Οσο λοιπόν εισέρχονται οι άγιοι προς τα μέσα, ποθώντας να προσεγγίσουν τον Θεό, τόσο έρχονται κοντά σ᾽ Εκείνον, αλλά και κοντά στους άλλους. Καί όσο πλησιάζουν τον Θεό, πλησιάζουν μεταξύ τους και όσο πλησιάζουν μεταξύ τους, πλησιάζουν τον Θεό. Με τον ίδιο τρόπο ας εννοήσουμε και το χωρισμό᾽᾽.
Πώς όμως κάλεσε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ; Δεν ήλθε ούτε εκβιαστικά ούτε αραδιάζοντάς του διάφορα λογικά επιχειρήματα. Στην αμφισβήτηση του Ναθαναήλ περί της προελεύσεως του Μεσσία – ῾῾εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι; ᾽᾽ – απάντησε μόνο: ῾῾´Ερχου και ίδε᾽᾽( Ιωάν. 1, 47). Τον κάλεσε να έλθει ώστε μόνος να διαπιστώσει την αλήθεια της δικής του εμπειρίας. Αυτό σημαίνει ότι ἡ ιεραποστολή νοείται αφενός ως κατάθεση μιας προσωπικής εμπειρίας περί του Χριστού και αφετέρου ως κλήση για θέα του προσώπου Εκείνου. Ποτέ δηλ. η ιεραποστολή δεν καταργεί την ελευθερία του προσώπου, ενώ ακριβώς στηρίζεται από την άλλη στη δύναμη της προσωπικής μαρτυρίας.
Είναι όμως επίσης σημαντική η επισήμανση ότι η άσκηση αυτή ιεραποστολής σχετίζεται με καλοπροαιρέτους ανθρώπους. Ο Ναθαναήλ, για παράδειγμα, στον οποίο απευθύνθηκε ο Φίλιππος, ήταν άνθρωπος που διψούσε γνήσια για την αλήθεια. ῾῾´Ιδε Ισραηλίτης, εν ω δόλος ουκ έστι᾽᾽ (Ιωάν. 1, 48), είπε ο Κύριος. Κι αυτό σημαίνει: δεν είναι φρόνιμο να καλεί προς μετοχή στην πίστη του Χριστού ανθρώπους που είτε είναι κακοπροαίρετοι είτε ακόμη είναι ανέτοιμοι ν᾽ ακούσουν το λόγο του Θεού.
Κάτι τέτοιο μάλιστα συνέβη και στην πρώτη Εκκλησία. Υπήρξαν δηλ. Χριστιανοί, που μέσα στον ενθουσιασμό τους για τον Χριστό, άκριτα πολλές φορές οδηγούνταν σε ιεραποστολική δράση. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Γι᾽ αυτό και η ίδια η Εκκλησία έφτασε στο σημείο, στις περιπτώσεις αυτές, να απαγορεύσει την άσκηση της ιεραποστολής. Είπε συγκεκριμένα ότι δεν επιτρέπεται η ιεραποστολή όταν το ακροατήριο 1) είναι εχθρικά διακείμενο, 2) είναι χλευαστικά διακείμενο ή 3) είναι ανέτοιμο για αποδοχή της πίστεως.
Μια τέτοια απόφαση ήταν σύμφωνη και με τα λόγια του ίδιου του Κυρίου που είχε πει: ῾῾Μη δώτε τα άγια τοις κυσί, μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων῾῾ (Ματθ. 7 ,6). ´Ετσι η ιεραποστολή ναι μεν κατανοείται πάντοτε ως το αποτέλεσμα της γνησίας και ορθής πίστεως στον Χριστό, αλλ᾽ έχει και ως γνώρισμά της τη διάκριση: το πού και πώς θα κατατεθεί η μαρτυρία αυτή της πίστεως.
Η εορτή της Ορθοδοξίας δεν είναι εορτή για θριαμβολογίες. Αν μείνουμε στις δάφνες του παρελθόντος δεν θα κάνουμε τίποτε άλλο από το να μιμούμαστε τους Ιουδαίους στην παρακμασμένη περίοδό τους, όταν καυχώνταν και υπερηφανεύονταν για τα παλαιά μεγαλεία τους. Η αποτίμηση του ίδιου του Κυρίου μας στην περίπτωση αυτή είναι δεδομένη και για μας: ῾῾Ουκ οίδα υμάς!῾῾ (Ματθ. 25, 12). Δεν σας γνωρίζω. Η εορτή της Ορθοδοξίας αποτελεί πάντοτε μια πρόκληση, για να προβληματιστούμε οι πιστοί πάνω στην ποιότητα της πίστεώς μας: αν έχουμε και ζούμε πράγματι την πίστη μας ή αν την έχουμε αλλοιώσει με ξένα προς αυτήν στοιχεία. Μην ξεχνάμε ότι η ορθόδοξη πίστη είναι ένας συνεχής πνευματικός αγώνας για τον πιστό άνθρωπο, όπως ήδη φάνηκε μέχρι τώρα, που θα πει ότι στο βαθμό που χαλαρώνει τον αγώνα του αυτό, δεν μένει στάσιμος, μα οπισθοχωρεί. Δυστυχώς για μας, στα πνευματικά πράγματα δεν υπάρχει στασιμότητα. Η στασιμότητα ισοδυναμεί με την οπισθοχώρηση. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος στο σημείο αυτό: ῾῾ο μη ων μετ᾽ εμού κατ᾽ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ᾽ εμού σκορπίζει῾῾.
´Ετσι ως ορθόδοξοι αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς προς την πίστη μας, μόνο μπροστά μπορούμε να προχωρούμε. Ακόμη και στις περιπτώσεις που φαίνεται ότι, ενώ κάνουμε αγώνα με ταπείνωση, δεν προαγόμαστε και δεν καλλιτερεύουμε, και τότε, στην πραγματικότητα, προχωρούμε. Απλώς δεν βλέπουμε, λόγω μη επαρκούς ακόμη καθαρότητάς μας, την αύξηση των δαιμονίων που μας πολεμούν, εν συγκρίσει προς το παρελθόν. ´Ελεγε ο Γέρων Παΐσιος ότι όταν κάνουμε αγώνα εναντίον ενός πάθους μας και ξαναπέφτουμε στο ίδιο, πολλές φορές δεν βλέπουμε πρόοδο, γιατί την προηγουμένη πολεμούσαμε με ένα δαιμόνιο και την άλλη με πολύ περισσότερα.
Αν δεν δούμε λοιπόν την εορτή της Ορθοδοξίας ως πρόκληση για σκληρή αυτοκριτική και για απόφαση μέχρι θανάτου να ζήσουμε όπως ο Χριστός και οι άγιοι, ίσως καλύτερα να μην αναφερόμαστε σ᾽ αυτήν, γιατί τό μόνο που κάνουμε τότε είναι να συσσωρεύουμε περισσότερο οργή για μας εν τη ημέρα της κρίσεως!
9.
Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
Επί δύο χιλιάδες χρόνια η ορθοδοξία μένει ορθή, γρηγορούσα, αγαπώσα, αληθινή, δίκαιη, τίμια, ακέραιη, γνήσια και εμπνέουσα. Δεν παύει, δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει, δεν φοβάται, δεν νικιέται, δεν αντιμετωπίζεται και δεν κυριεύεται. Η ορθοδοξία είναι πιστή στο Ευαγγέλιο, στις επιταγές των αγίων αποστόλων, στην κανονική αποστολική διαδοχή. Είναι ανάγκη να διαλαληθεί στους πλησίον το ορθό της εκκλησιαστικής παραδόσεως, όχι μόνο με λόγια αλλά και με το δυνατό παράδειγμα.
Η ορθοδοξία δεν είναι στείρα γνώση, αλλά βίωμα και εμπειρία. Η προσωπική γεύση της πίστεως αποτελεί μεγαλειώδη πλούτο, ακένωτο θησαυρό, πηγή χαράς και ελπίδος. Η μοναδικότητα της ορθοδοξίας σε καιρούς συγχύσεως, ταραχής, συννεφιάς και κρίσεως προβάλλει φωτεινό αστέρι προς φωτισμό του νου και της καρδιάς. Η αγία ορθοδοξία δεν ξεθεμελιώνεται εύκολα από προοδευτικούς μηδενιστές. Οι βάσεις της είναι ισχυρές και ο πιστός λαός έχει νιώσει καλά τη μεγάλη της δύναμη.
Ορθοδοξία είναι ζωντανή συνάντηση ανθρώπων και Θεού. Δεν είναι ακρότητες, φανατισμοί, ζηλοφθονίες, εμπάθειες και πείσματα. Είναι μεσότητα, αμεσότητα, μέτρο, ισορροπία, ελευθερία και χάρη. Ενώνει, αναπαύει, ζωογονεί και αγιάζει. Υπερφυσική, υπέρλογη, μεταμορφωτική, φωτοδότρια, με νόημα και ουσία. Άφθορη, αρχαία και νέα, τέλεια, ιερή, ολοκληρωμένη, οικουμενική και όχι οικουμενιστική. Η ορθοδοξία δεν είναι μουσειακό έκθεμα, νεφέλωμα, αφηρημένη συνήθεια, άγαλμα, είδωλο φθαρμένο και τέλμα σήψης. Δεν είναι προγονοπληξία, φολκλορισμός, ωραία θρησκεία ανάμεσα στις άλλες, αλλά τρόπος ζωής νέος.
Δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, ευφυολόγημα και ωραιολόγημα, τυπικότητα και εξωτερικότητα. Δεν είναι βιτρίνα, κορνίζα, περιαυτολογία και παρελθοντολογία. Είναι σταυραναστάσιμη, μαρτυροστόλιστη, ανδρειόφρονη και γενναία. Σύμβουλός της ο σταυρός. Θρόνος της η σεμνότητα, η ταπεινότητα, η λιτότητα. Δεν πειθαναγκάζει, δεν εκβιάζει, δεν υποδουλώνει και δεν αποστομώνει. Ορθόδοξος δεν γεννιέται κανείς αλλά γίνεται, βαπτίζεται και αναβαπτίζεται. Είναι στάδιο αγώνων, μετανοίας και ελευθερίας, αφοβίας, ασφαλείας και ελπίδος. Χαρά, ειρήνη, καταφυγή είναι τα στοιχεία της ορθοδοξίας. Μακάρι να τα βιώνουμε άνετα. Να μην είμεθα θεατές των κερκίδων αλλά αθλητές του στίβου. Από σήμερα, Κυριακή της Ορθοδοξίας.