1.

Κυριακή Τυροφάγου

Ματθ. στ΄. 14-21

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον, ὁμιλία Κ΄

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

 

α. Ἁρμοζει νὰ στενάξωμε ἐδῶ πολὺ καὶ νὰ θρηνήσωμε πικρά. Ὄχι μόνο μιμούμαστε τοὺς ὑποκριτές ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔχομε ξεπεράσει. Γνωρίζω, γνωρίζω πολλοὺς ποὺ ὄχι μόνο νηστεύουν καὶ κάνουν ἐπίδειξη ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἄλλους ποὺ δέ νηστεύουν κι ὡστόσο παίρνουν τὸ ὕφος ἀνθρώπων ποὺ νηστεύουν καὶ κάνουν ἔτσι ἀπολογία χειρότερη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσωμε –λένε- τοὺς πολλούς, τὸ κάνωμε αὐτό. Εἶναι ὁ νόμος τοῦ θεοῦ που τὰ ὁρίζει αὐτὰ καὶ ὁμιλεῖ γιὰ σκάνδαλο; Καὶ νομίζεις ὅτι σκανδαλίζεις, ὅταν τὸν τηρῆς κι ὅταν τὸν παραβαίνης ὅτι ἀποσοβῆς τὸ σκάνδαλο; Δὲν μπορεῖ νὰ γίνη χειρότερη ἀνοησία;

Δὲ θὰ σταματήσης νὰ γίνεσαι κι ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὲς χειρότερος, καὶ νὰ διπλασιάζης τὴν ὑποκρισία;  Καὶ κατανοῶντας τὴ μεγάλη ὑπερβολὴ τῆς κακίας αὐτῆς, δὲ θὰ ντραπῆς τὴν ἔμφαση τῆς διατυπώσεως; Δὲν εἶπε μόνον ὅτι ὑποκρίνονται ἀλλὰ θέλοντας νὰ τοὺς θίξη περισσότερο λέει· Ἀφανίζουν τὰ πρόσωπά τους, τὰ χαλοῦνε δηλαδὴ καὶ τὰ καταστρέφουν. Κι ἄν τοῦτο λέγεται ἀφανισμὸς τοῦ προσώπου, τὸ νὰ φαίνεται ὠχρὸ γιὰ λόγους κενοδοξίας τί θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε γιὰ κεῖνες ποὺ παραμορφώνουν μὲ σκόνες καὶ βαφὲς τὰ πρόσωπα τῶν γυναικῶν, γιὰ νὰ καταστρέφωνται ἀκόλαστοι νέοι; Κι ἐκεῖνοι τὸν ἑαυτό τους μόνο βλάπτουν. Ἐνῶ αὐτὲς καὶ τὸν ἑαυτὸ τους κι ὅποιους τὶς βλέπουν.  Πρέπει καὶ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη βλάβη νὰ ἀποφεύγωμε μ’ ὅλη μας τὴ δύναμη. Μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ ὄχι μόνο νὰ μὴν ἐπιδεικνυώμαστε ἀλλὰ καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ περνοῦμε ἀπαρατήρητοι. Ὅπως ἔκαμε καὶ πιὸ μπροστά. Καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης δὲν τὸ ζήτησε ἁπλὰ ἀλλὰ ὅταν εἶπε·  Προσέχετε νὰ μὴν τὴν πράττετε μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, πρόσθεσε, γιὰ νὰ σᾶς δοῦνε. Στὴν περίπτωση τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς τίποτα τέτοιο δὲν ὥρισε. Ἐπειδὴ ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀδύνατο νὰ κρυφτῆ ὁλότελα, εἶναι ὅμως δυνατὸ νὰ κρυφτῆ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία. Ὅπως ὅταν εἶπε, νὰ μὴ γνωρίζεη τὸ ἀριστερὸ χέρι τί πράττει τὸ δεξιό, δὲν ἐννοοῦσε τὰ χέρια ἀλλὰ ὅτι πρέπει μὲ προσοχὴ νὰ περνᾶς ἀπαρατήρητος ἀπ’ ὅλους. Κι ὅταν συμβούλεψε νὰ ἀποσυρώμαστε στὴν ἀποθήκη μας, οὔτε πάντοτε, οὔτε προηγούμενα ὥρισε ἐκεῖ μόνο νὰ προσευχώμαστε·  ἀλλὰ ἐννοοῦσε τὸ ἴδιο πρᾶγμα· ἔτσι κι ἐδῶ·  ἡ συμβουλή του ν’ ἀλειφώμαστε δέν ἀποτελεῖ νομοθεσία του ν’ ἀλειφώμαστε πάντα.  Γιατὶ τότε θὰ βρεθοῦμε ὅλοι ὅτι παραβαίνομε τοῦτο τὸ νόμο, πιὸ πολὺ αὐτοὶ ποὺ ἐπιδόθηκαν σοβαρὰ τὴ φύλαξή του, οἱ κοινότητες τῶν μοναχῶν καὶ ὅσοι κατοίκησαν στὰ βουνά. Δὲν ὥρισε λοιπὸν τοῦτο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ πιὸ παλιοὶ εἶχαν τὴ συνήθεια ν’ ἀλείφωνται κάθε φορὰ ποὺ τοὺς τύχαινε ἕνα εὐχάριστο καὶ χαρούμενο γεγονός- κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώση κανεὶς καὶ στὴν ἐποχὴ ἀκόμα τοῦ Δαυΐδ καὶ τοὺ Δανιὴλ-συμβούλεψε ν’ ἀλειφώμαστε κι ἐμεῖς, ὄχι γιὰ νὰ τὸ κάνωμε αὐτὸ ὁπωσδήποτε, ἀλλὰ νὰ φροντίζουμε, μὲ πολλὴ προσοχὴ νὰ κρύβωμε τὴν πράξη μας αὐτή.  Καὶ γιὰ νὰ ἀντιληφθῆς ὅτι ἔτσι εἶναι, ὅταν ἐκεῖνος ἐφάρμοσε στὴν πράξη αὐτὸ ποὺ ὥρισε μὲ τὸ λόγο, ὅταν ἐνήστεψε σαράντα μέρες, κι ἀφοῦ ἐνήστεψε ἀπαρατήρητα, μήτε ἀλείφτηκε, μήτε ἐνίφτηκε. Ὡστόσο καὶ χωρὶς νὰ τὰ κάμη αὐτὰ ἔφερε στὸ τέλος τὴν ἄσκησή του πιὸ ἀκενόξοδα ἀπὸ κάθε ἄλλον. Αὐτὸ ὁρίζει καὶ σ’ ἐμᾶς καὶ παρουσιάζοντάς μας τοὺς ὑποκριτὰς κι ἀποτρέποντας μὲ διπλῆ παραγγελία ὅσους ἀκοῦνε.  Καὶ κάτι ἄλλο μᾶς ἀφίνει νὰ ἐννοήσωμε μὲ τὴν ὀνομασία ὑποκριτές. Θέλει νὰ μᾶς ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία, ὄχι μόνο μὲ τὸ ὅτι εἶναι τὸ πρᾶγμα καταγέλαστο, οὔτε καὶ μὲ τὸ ὅτι προξενεῖ τὴ μεγαλύτερη ζημία ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅτι ἡ τέτοιου εἴδους ἀπάτη εἶναι ἐφήμερη. Ὁ ὑποκριτὴς δηλαδὴ ὡς τότε φαίνεται λαμπρός, ὥσπου παρακολουθοῦν οἱ θεαταί·  καὶ τότε ἀκόμα δὲ φαίνεται σ’ ὅλους. Γιατὶ οἱ περισσότεροι γνωρίζουν ποιός εἶναι καὶ ποιόν ὑποκρίνεται. Ἀλλὰ ὅταν τελειώση ἡ παράσταση φανερώνεται σ’ ὅλους πιὸ καθαρά. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουν κι ὅλοι οἱ κενόδοξοι.  Κι αὐτοὶ δείχνουν στοὺς πιὸ πολλοὺς ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνονται, ἀλλὰ φορᾶνε μόνο προσωπεῖο· πολὺ περισσότερο ὅμως θὰ φανερωθοῦν ἀργότερα, ὅταν ὅλα φαίνωνται ξεσκέπαστα καὶ γυμνά.  Καὶ μὲ ἄλλο τρόπο πάλι τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὰς μὲ τὴν ὑπόδειξη ὅτι ἡ ἐντολὴ εἶναι ἐλαφρά.  Δὲν κάνει αὐστηρότερη τὴ νηστεία οὔτε ὁρίζει νὰ τὴν παρουσιάζωμε μεγαλύτερη ἀλλὰ θέλει νὰ μὴ χάσωμε τὸ στέφανο ποὺ αὐτὴ δίνει. Ὥστε αὐτὸ ποὺ φαίνεται βαρύ, εἶναι κοινὸ σ’ ἐμᾶς καὶ τοὺς ὑποκριτὰς·  γιατὶ νηστεύουν κι αὐτοί. Κι ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀνεπαίσθητο, νὰ μὴ χαθῆ ἀπὸ τὴν κούραση ὁ μισθός, αὐτό εἶναι λέει ποὺ ὁρίζω· δὲ μᾶς ἐπιβαρύνει μὲ πρισσότερο κόπο, ἀσφαλίζει ὅμως τὸ μισθό μας μὲ κάθε μέσο καὶ δὲν μᾶς ἀφίνει νὰ φύγωμε ἀστεφάνωτοι, ὅπως ἐκεῖνοι.  Καὶ μήτε θέλουν νὰ μιμηθοῦν αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται στοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, ποὺ μόλο ποὺ παρακολουθεῖ τόσος κόσμος καὶ τόσοι ἄρχοντες, ἕναν μονάχα ἐπιδιώκουν νὰ ἱκανοποιήσουν, αὐτὸν ποὺ θὰ βραβεύση τὴ νίκη τους.  Κι ἄς εἶναι πολὺ κατώτερος.  Καὶ σὺ ποὺ ἔχεις διπλῆ αἰτία νὰ παρουσίασης σ’ ἐκεῖνον τὴ νίκη σου, γιατὶ ὁ ἴδιος εἶναι καὶ ὁ ἐπιβραβευτὴς καὶ μὲ ὑπεροχὴ ἀσύγκριτη ὑπερέχει ἀπὸ ὅλους ὅσοι κάθονται στὸ θέατρο, δείχνεις σὲ ὅλους τὴν ἀρετή σου, ποὺ ὄχι μόνο δὲ σ’ ὠφελοῦν ἀλλὰ καὶ σοῦ προξενοῦν μεγίστη ζημία.

β. Ἀλλά μήτε σ’ αὐτό δὲ σ’ ἐμποδίζω, λέει. Ἄν θέλης καὶ στοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐπιδειχθῆς, περίμενε, κι ἐγὼ θὰ σοῦ παραχωρήσω κι αὐτὸ μὲ περισσότερη ἀφθονία καὶ πολὺ κέρδος. Σὲ ἀποσπᾶ τοῦτο τώρα ἀπὸ τὴ δοξολογία μου, ὅπως σὲ συνδέει ἡ περιφόρνησή τούτων. Τότε θὰ τὰ ἀπολαύσης ὅλα μὲ κάθε ἐλευθερία. Ἀλλὰ πρὶν ἀπ’ αὐτὰ δὲ θὰ εἶναι μικρὴ ἡ ὠφέλειά σου ἐδῶ μὲ τὸ νὰ καταπατήσης ὅλη τὴν ἀνθρωπίνη δόξα καὶ νὰ ἐλευθερωρθῆς ἀπὸ τὴ βαρειὰ ἀνθρώπινη δουλεία καὶ νὰ γίνης ἐργάτης γνήσιος τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ μὲ τέτοια γνώμη ἄν βρεθῆς στὴν ἐρημιά, θά γίνης ἔρημος ἀπὸ κάθε ἀρετη, ἀφοῦ δὲ θὰ ἔχης θεατές. Αὐτὸ ὅμως δείχνει ὑβριστὴ τῆς ἀρετῆς, ἄν εἶναι νὰ τὴν ἐπιδιώκης ὄχι γι’ αὐτὴν τὴν ἴδια ἀλλὰ γιὰ τὸ σχοινᾶ καὶ τὸ χαλκιὰ καὶ τὸ πλῆθος τῆς ἀγορᾶς, γιὰ νὰ σὲ θαυμάσουν ἀκόμα κι οἱ κακοὶ κι αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε μακριά της.  Καὶ καλεῖς τοὺς ἐχθρούς της νὰ τὴ δείξης καὶ νὰ τὴ θαυμάσουν. Εἶναι τὸ ἴδιο νὰ διαλέξη κανένας τὴ σωφρονη ἀλλὰ γιὰ νὰ τῆς κάνη ἐπίδειξη σ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦνε μὲ ἑταῖρες.  Καὶ σὺ ἄν σκέφτεσαι ἔτσι, δὲ διαλέγεις τὴν ἀρετὴ παρὰ γιὰ τοὺς ἐχθρούς της. Πρέπει κι ἀπὸ τοῦτο νὰ τὴ θαυμάσωμε, ποὺ τὴν ἐπαινοῦν κι οἱ ἐχθροί της.  Καὶ νὰ τὴ θαυμάσωμε ὅπως πρέπει ὄχι γι’ ἄλλους ἀλλὰ γιὰ λογαριασμό της. Γιατὶ κι ἐμεῖς θεωροῦμε προσβολὴ νὰ μὴ μᾶς ἀγαποῦν γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ γιὰ χάρη ἄλλων. Τὸ ἴδιο νὰ στοχαστῆς καὶ γιὰ τὴν ἀρετή.  Μὴν τὴν ἐπιδιώκης  γιὰ χάρη ἄλλων οὔτε νὰ κάνης ὑπακοὴ στὸ Θεὸ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ.  Στὴν ἀντίθετη περίπτωση κι ἄν νομίζης ὅτι ἐπιδιώκεις τὴν ἀρετή, ἐξοργίζεις τὸ Θεὸ ὅμοια μ’ αὐτὸν ποὺ δὲν τὴν ἐπιδιώκει. Ὅπως παρακούει ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὴν ἐπιδίωξε ἔτσι καὶ σὺ μὲ τὴν παράνομη ἐπιδίωξη. «Μὴ θησαυρίζετ ε γιὰ τὸν ἑαυτὸ σας θησαυροὺς πάνω στὴ γῆ».  Ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ψυχή μας τὸ νόσημα τῆς κενοδοξίας, ἀρχίζει σὲ κατάλληλη ὥρα καὶ τὸ λόγο γιὰ ἀκτημοσύνη. Τίποτα δὲν προετοιμάζει τόσο τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀγάπη τῶν χρημάτων ὅσο ἡ ἐπιθυμία τῆς δόξας. Γιὰ τὴν δόξα οἱ ἄνθρωποι ἐφευρίσκουν τὰ κοπάδια τῶν δούλων, τὸ σμάρι τῶν εὐνούχων, τὰ χρυσοστόλιστα ἄλογα, τ’ ἀσημένια τραπέζια καὶ τὰ ἄλλα τὰ πιὸ γελοῖα. Δὲ θέλουν νὰ ἱκανοποιήσουν μιὰ ἀνάγκη, οὔτε ν’ ἀπολαύσουν ἡδονὴ ἀλλὰ νὰ κάνουν ἐπίδειξη στοὺς πολλούς.  Πιὸ πάνω περιοριζόταν νὰ ὁρίση ὅτι πρέπει νὰ ἐλεοῦμε· ἐδῶ δείχνει καὶ πόσο πρέπει νὰ ἐλεοῦμε λέγοντας· Μὴ θησαυρίζετε. ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ παρουσιάση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴ πληρότητά του τὸ λόγο γιὰ τὴν περιφρόνηση τῶν χρημάτων ἐξ αἰτίας τῆς τυραννικῆς κυριαρχίας τοῦ πάθους, ἀφοῦ τὸν χώρισε σὲ μέρη καὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπ’ αὐτήν, τὸν σταλάζει μέσα στὴν ψυχὴ τῶν ἀκροατῶν του, ὥστε νὰ γίνη εὔκολα παραδεκτός. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε πρῶτα· Καλότυχοι ὅσοι ἐλεοῦν· κι ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτό· Νὰ ἔχης συμπάθεια γιὰ τὸν ἀντίδικό σου.  Κι ἀκόμα πιὸ ὕστερα· Ἄν θέλη κάποιος νὰ πᾶτε στὸ δικαστήριο καὶ νὰ σοῦ πάρη τὸ χιτῶνα δώστου καὶ τὸ ἱμάτιο. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα. Ἐκεῖ εἶπε·  Ἄν δῆς νὰ πλησιάζη δικαστικὸς ἀγῶνας κάνε τοῦτο·  ἀντὶ νὰ φιλονικῆς γιὰ τὴν κατοχὴ ἑνὸς πράγματος, καλύτερα ν’ ἀποφύγης τὴ φιλονεικία κι ἄς μὴν τὸ κρατήσης. Ἀλλὰ ἐδῶ οὔτε ἀντίδικο παρουσιάζει οὔτε κατηγορούμενο, οὔτε κανέαν ἄλλο μνημονεύει, παρὰ μᾶς συμβουλεύει καθ’ ἑαυτὴ τὴν περιφρόνηση τῶν χρημάτων, δείχοντας ὅτι θέτει αὐτὸν τὸ νόμο ὄχι τόσο γι’ αὐτοὺς ποὺ εὐεργετοῦνται, ὅσο γι’ αὐτὸν ποὺ εὐεργετεῖ. Ἔτσι κι ἄν κανένας δὲν ἀδικῆ καὶ δὲ μᾶς σύρη στὸν δικαστήριο, νὰ περιφρονοῦμε ὡστόστο τὴν περιουσία μας, δίνοντάς τη σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴ χρειάζονται. Κι ἐδῶ ὅμως δὲ θέτει τὸ σύνολο ἀλλὰ τμηματικὰ, μολονότι παρουσίασε στὴν ἔρημο τοὺς σχετικοὺς ἀγῶνες μὲ πολλὴν ὑπερβολή. Δὲν τὸ θέτει ὅμως, οὔτε τὸ φέρνει στὸν κέντρο· δὲν ἦταν ἀκόμα καιρὸς νὰ τὸ  φανερώση. Σκέψεις ἐξετάζει ὡς τώρα καὶ στὸ λόγο γι’ αὐτὰ παίρνει τὴ θέση συμβούλου  πιὸ πολὺ παρὰ νομοθέτη.  Γιατὶ ὅταν εἶπε· Μὴ θησαυρίζετε στὴ γῆ, πρόσθετε· Ὅπου τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι ἀφανίζουν κι ὅπου οἱ κλέφτες ξεθαύουν καὶ κλέβουν.  Τώρα δείχνει τοῦ οὐράνιου θησαυροῦ τὴν ὠφέλεια καὶ τοῦ γήϊνου τὴ βλάβη κι ἐξ αἰτίας τοῦ τόπου καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῶν ποὺ τὸν κυνηγοῦν.  Δὲ σταματᾶ ὡς ἐδῶ ἀλλὰ προσθέτει κι ἄλλη σκέψη καὶ πρῶτα μετατρέπει τὸ φόβο τους σ’ ἐνθάρρυνση.  Φοβᾶσαι, λέει, μὴν ξοδευτοῦν τὰ χρήματά σου, ὅταν κάμης ἐλημοσύνη; Δῶσε ἐλεημοσύνη καὶ τότε δὲ θὰ ξοδευτοῦν.  Καὶ τὸ πιὸ μεγάλο, ὅτι ὄχι μόνο δὲ θὰ ξοδευτοῦν ἀλλὰ καὶ προσθήκη μεγαλύτερη θὰ λάβης, γιατὶ βέβαια προσθέτονται τὰ οὐράνια.  Δὲν τὸ λέει ὅμως αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὸ προσθέτει ἔπειτα

γ. Τώρα φέρνει στὸ κέντρο, ὅ,τι μποροῦσε ν’ ἀποκαλέση τὴ μεγαλύτερη προτροπή, ὅτι παραμένει ἀσύλητος ὁ θησαυρὸς τους καὶ τοὺς σέρνει κοντά του ἀπὸ δύο μέρη.  Γιατὶ οὔτε εἶπε ὅτι μόνο ἄν δώσης ἐλεημοσύνη διατηρεῖται, ἀλλὰ ἐφοβέρισε καὶ  τὸ ἀντίθετο, ὅτι καὶ ἄν δὲν δώσῃς χάνεται.  Πρόσεξε τὴν ἄπειρη σοφία. Δὲν εἶπε ὅτι τὰ ἀφήνεις σὲ ἄλλους, γιατὶ καὶ τοῦτο δὲν τὸ ἐπιτυγχάνουν . Ἀλλὰ μὲ ἄλλο   τρόπο τοὺς φοβερίζει δείχνοντάς τους οὔτε μήτε τοῦτο δέν τό ἐπιτυγχάνουν. Ἀκόμα κι ἄν δὲν μᾶς ἀδικήσουν ἄνθρωποι, ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ θὰ ἀδικήσουν, τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι. Γιατὶ κι ἄν φαίνωνται πὼς εἶναι πολὺ εὐκολοσύντριφτοι αὐτοὶ οἱ ἀφανισταί, ὅμως πραγματικά εἶναι ἀκαταμάχητοι καὶ ἀσυγκράτητοι. Κι ὅ,τι δήποτε μηχανευθῆς, δὲ θὰ μπορέσῃς νὰ συγκρατήσης τὴν καταστροφὴ ποὺ προξενοῦν.  Λοιπὸν τὸ σαράκι τρώει τὸ χρυσάφι; Ἄν ὄχι τὸ σαράκι οἱ κλέφτες.  Κι ἔγιναν ὅλοι θύματα κλοπῆς; Ἄν ὄχι ὅλοι οἱ περισσότεροι. Γι’ αὐτὸ φέρνει κι ἄλλη σκέψη, ὅπως εἶπα πιὸ πρίν· Ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ εἶναι ἡ σκέψη του.  Κι ἄν δὲν πραγματοποιηθῆ κανένα ἀπ’ αὐτά, λέει, δὲν εἶναι μικρὴ ζημία νὰ εἶσαι καρφωμένος στὰ γήϊνα, νὰ γίνης δοῦλος ἀπὸ ἐλεύθερος, νὰ ξεπέσης ἀπὸ τὸν οὐρανό, τίποτα ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ νὰ μὴν μπορῆς νὰ ἑννοήσης ἀλλὰ νὰ τὰ θεωρῆς ὅλα σὰν χρήματα καὶ τόκους καὶ δανείσματα καὶ κέρδη κι ἀνελεύθερες συναλαγγές. Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀθλιότητα; Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι χειρότερος ἀπὸ κάθε ἀχρεῖο, δοῦλος στὴ χειρότερη τυραννία.  Κι ἔχει προδώσει τὸ βασικώτερο ἀπ’ ὅλα, τὴν ἀνθρώπινη εὐγένεια καὶ ἐλευθερία. Ὅσα κι ἄν σοῦ λέη κανένας, ὅταν ὁ νοῦς σου εἶναι προσηλωμένος στὰ χρήματα τίποτα δὲ θὰ μπορέσης ν’ ἀκούσης ἀπ’ ὅσα ἁρμόζουν σὲ σένα. Ἀλλὰ σὰν σὲ σκυλὶ ποὺ εἶναι δεμένο σὲ τάφο μὲ τὴ βαρύτερη ἀπ’ ὅλες ἁλυσίδα τῆς χρηματικῆς τυραννίας κι ἀλυχτᾶ ὅλους ποὺ πλησιάζουν, ἕνα ἔργο ἀσταμάτητο ἔχεις καὶ σύ, νὰ ὑπερασπίζεσαι ἀπὸ ὅλους τὸ θησαυρό σου. Ὑπάρχει ἀθλιότητα μεγαλύτερη; Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ τὸ διανοητικὸ ἐπίπεδο τῶν ἀκροατῶν του, κι οὔτε ἦταν εὔκολο νὰ δοῦν σὲ μιὰ ματιὰ τὴ βλάβη, οὔτε τὸ κέρδος ἦταν φανερό, ἀλλὰ χρειαζόταν κάπως πιὸ ἀσκημένη σκέψη νὰ διακρίνουν καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, γι’ αὐτὸ ἀναφέρει τοῦτο ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὰ τὰ φανερὰ λέγοντας·  Ὅπου ὁ θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ βρίσκεται κι ἡ σκέψη του.  Καὶ τὸ ἀποσαφηνίζει αὐτὸ πάλι, ὁδηγῶντας τὸ λόγο ἀπὸ τὰ νοητὰ στὰ αἰσθητὰ καὶ λέγοντας·  Ὁ λύχνος τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ὁ λόγος του ἔχει τοῦτο τὸ νόημα. Μὴν κρύψης χρυσάφι στὴ γῆ, μήτε τίποτα παρόμοιο, γιατὶ τὰ μαζύεις γιὰ τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι καὶ τοὺς κλέπτες.  Κι ἄν ἀκόμη τ’ ἀποφύγης αὐτά, δὲ θὰ ξεφύγης τὴν ὑποδούλωση τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν προσήλωση σ’ ὅλα τὰ χαμηλά. Ὅπου εἶναι ὁ θησαυρὸς σου ἐκεῖ κι ἡ σκέψη σου. Ὅπως λοιπὸν ὅταν θησαυρίσης στὸν οὐρανό, δὲν καρπώνεσαι τοῦτο μονάχα, τὴν ἐπιτυχία τῶν σχετικῶν βραβείων ἀλλὰ ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ τώρα παίρνεις τὸ μισθό σου σὲ ἄλλο ἀράζοντας λιμάνι, κι ἔχοντας φρόνημα τ’ οὐρανοῦ καὶ γιὰ τὰ ἐκεῖ φροντίζοντας –γιατὶ ὅπου ἔκρυψες τὸ θησαυρό σου εἶναι φανερὸ ὅτι ἄφησες καὶ τὴν ψυχή σου-ἔτσι ἄν θησαυρίσης στὴ γῆ, θὰ πάθης τὰ ἀντίθετα. Κι ἄν εἶναι γιὰ σένα ὁ λόγος σκοτεινὸς ἄκουσε τὰ ἑξῆς. Ὁ λύχνος τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ἄν τὸ μάτι σου εἶναι καθαρό, εἶναι φωτεινὸ ὅλο τὸ σῶμα σου. Ἄν τὸ μάτι σου εἶναι πονηρό, θὰ εἶναι ὅλο τὸ σῶμα σου σκοτεινό.  Κι ἄν τὸ φῶς τὸ δικό σου εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι πόσο θά εἶναι; Στρέφει τὸ λόγο στὰ αἰσθητά. Ἐπειδὴ ἀνέφερε τὴν ψυχή, ὅτι καταδουλώνεται κι αἰχμαλωτίζεται καὶ αὐτὸ δὲν μποροῦν πολλοὶ νὰ τὸ δοῦνε σὲ μιὰ ματιά, μεταθέτει τὴ διδασκαλία του στὰ ἐξωτερικὰ κι αὐτὰ ποὺ βλέπουν τὰ μάτια, γιὰ νὰ λάβουν ἰδέα καὶ γιὰ κεῖνα ἔχοντας ὑπ’ ὄψη αὐτά. Ἄν δὲ γνωρίζης, τί σημαίνει βλάβη τοῦ νοῦ, κατανόησέ το ἀπὸ τὴ σωματικὴ βλάβη. Ὅ,τι ἀντιπροσωπεύει γιὰ τὸ σῶμα τὸ μάτι, αὐτὸ εἶναι κι ὁ νοῦς γιὰ τὴν ψυχή. Ἀσφαλῶς λοιπὸν δὲ θὰ προτιμοῦσες νὰ φορῆς χρυσᾶ καὶ νὰ εἶσαι ντυμένος μὲ ροῦχα μεταξωτά, νὰ εἶναι ὅμως τὰ μάτια σου χαλασμένα. Ἀλλὰ τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν σου θεωρεῖς πιὸ ἀκριβῆ ἀπ’ ὅλα αὐτά.  Καὶ ἄν τὴν καταστρέψης καὶ τὴ χαλάσης, δὲ σ’ ὠφελεῖ πιὰ νὰ ζῆς, γιατὶ ὅπως μὲ τὴν τύφλωση τῶν ματιῶν χάνεται τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ τῆς ἐνεργητικότητας τῶν ἄλλων μελῶν, ὅταν σβήση γι’ αὐτὰ τὸ φῶς, ἔτσι ὅταν καταστραφῆ καὶ ὁ νοῦς σου , ἀπὸ μύρια ἡ ζωή σου θὰ γεμίση κακά. Ὅπως λοιπὸν στὴν φροντίδα τοῦ σώματος βάζομε αὐτὸ τὸ σκοπό, νὰ ἔχωμε τὰ μάτια μας γερά, τὸ ἴδιο κάνομε καὶ γιὰ τὸ νοῦ στὴν ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς. Ἄν ἀχρηστέψωμε αὐτὸν, ποὺ ὀφείλει καὶ στὰ ἄλλα νὰ παρέχη τὸ φῶς, πῶς θὰ μπορέσωμε νὰ δοῦμε; Ὅπως ξηραίνει τὸν ποταμὸ ὅποιος φράξη τὴν πηγή, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ ἀφανίζει τὸ νοῦ του, θολώνει ὅλη τὴ δραστηριότητά του στὴ ζωὴ αὐτή. Γι’  αὐτὸ λεέι Ἄν τὸ δικὸ σου φῶς εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι πόσο εἶναι; Ὅταν βουλιάξη ὁ κυβερνήτης καὶ σβήση τὸ λυχνάρι καὶ ὁ ἀρχηγὸς αἰχμαλωτιστῆ, ποιά ἐλπίδα ἀπομένει στοὺς ὑπηκόους;

δ΄ Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἄφησε νὰ πῆ τώρα τὶς ἐπιβουλὲς ποὺ προκαλεῖ ὁ πλοῦτος, τὶς φιλονεικίες, τὶς δίκες. Ἔκανε γι’ αὐτὰ ὑπαινιγμὸ πιὸ πάνω ὅταν εἶπε· Θὰ σὲ παραδώση ὁ ἀντίδικος στὸν κριτὴ καὶ ὁ κριτὴς στὸν ὑπηρέτη. Ἀφοῦ ὅπως νἄναι ἀνέφερε τὰ βαρύτερα περιστατικά, ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία. Εἶναι πολὺ φοβερώτερο νὰ δουλωθῆ ὁ νοῦς σου σ’ αὐτὸ τὸ πάθος παρὰ νὰ κλειστῆς στὴ φυλακή. Καὶ τὸ τελευταῖο δὲ συμβαίνει συχνά, τὸ πρῶτο ὅμως ἔχει συνδεθῆ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων.  Γι’ αὐτὸ βάζει τὴν ὑποδούλωση τοῦ νοῦ, σὰν πιὸ φοβερὴ κι ἀναπόφευκτη, μετὰ τὴ φυλάκιση. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε νοῦ, λέει, γιὰ νὰ διαλύσωμε τὴν ἄγνοια μας καὶ νὰ σχηματίσωμε ὀρθὴ κρίση γιὰ τὰ πράγματα καὶ νὰ μείνωμε ἀσφαλισμένοι ἔναντι ὅσων μᾶς λυποῦν καὶ μᾶς βλάπτουν, χρησιμοποιῶντας αὐτὸν σὰν κάποιο ὅπλο καὶ φῶς. Ἐμεῖς  προδίνομε τὸ χάρισμα σὲ περιττὰ καὶ ἀνώφελα. Τί ὠφελοῦν οἱ χρυσοντυμένοι στρατιῶτες, ὅταν ὁ στρατηγος σέρνεται στὴν αἰχμαλωσία;  Ποιὸ κέρδος τοῦ ἀρματωμένου πλοίου, ὅταν ὁ κυβερνήτης βουλιάξη; Καὶ τὶ ἀξία ἔχει τὸ ἀθλητικὸ σῶμα, ὅταν ἀπὸ τὰ μάτια ἔχει ἀποκοπῆ ἡ ὅραση; Ὅπως λοιπὸν ἄν κάποιος τὸ γιατρό, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ὑγιὴς γιὰ νὰ θεραπεύη τὶς ἀσθένειες, τὸν κάμη ν’ ἀσθενήση καὶ ὁρίση ἔπειτα νὰ ξαπλωθῆ σὲ ἀσημένιο κρεβάτι καὶ χρυσὸ θάλαμο, δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα τοὺς ἀρρώστους, ἔτσι ἀφοῦ καταστρέψης τὸ νοῦ ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύη τὰ πάθη, ἄν καθίσης δίπλα στὸ θησαυρό σου, ὄχι μόνο δὲν προκάλεσες καμμιὰ ὠφέλεια ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν μεγαλύτερη ζημία καί ἔβλαψες ὅλη σου τήν ψυχή. Εἶδες πὼς μὲ τὰ ἴδια, γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν τὴν κακία, μ’ αὐτὰ καὶ τοὺς ξαναφέρει στὴν ἀρετή; Γιὰ ποιό λόγο ἐπιθυμεῖς τὰ χρήματα; ρωτᾶ. Ὄχι γιὰ νὰ δοκιμάσης εὐχαρίστηση κι ἡδονή; Αὐτὸ ἀκριβῶς δὲ θὰ τὸ δοκιμάσης ἀπὸ τοῦτο ἀλλὰ τὸ ὁλόλα ἀντίθετο. Γιατὶ ἄν μὲ τὴν στέρηση τῶν ματιῶν δὲν αἰσθανώμαστε κανένα ἀπὸ τὰ εὐχάριστα ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς συμφορᾶς μας, παθαίνομαι τὸ ἴδιο σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἐξ αἰτίας τῆς διαστροφῆς κι ἀναπηρίας τοῦ νοῦ. Γιὰ ποιό λόγο τὰ κρύβεις στὴ γῆ; Γιὰ νὰ φυλάγωνται μὲ ἀσφάλεια;  Κι ἐδῶ τὸ ἀντίθετο συμβαίνει, λέει. Γιὰ ποιὸ λόγο προσεύχεσαι καὶ ἐλεεῖς; Ἐπιθυμεῖς τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων;  Μὴν προσεύχεσαι λοιπὸν γι’ αὐτὴν καὶ θὰ τὴν ἔχης κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως.Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνον ποὺ νηστεύει καὶ ἐλεεῖ καὶ προσεύχεται γιὰ λόγους κενοδοξίας τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἔλλειψη κενοδοξίας χρησιμοποιῶντας τὴν ἴδια τὴν ἐπιθυμία του, ὅμοια καὶ τὸ φιλάργυρο τὸν ἀποσπᾶ μὲ τὰ ἴδια ποὺ τράβηξαν τὴν προθυμία του. Τί θέλεις; τοῦ λέει. Νὰ φυλάγωνται τὰ χρήματά σου καὶ νὰ ἀπολαύσης τὴν ἡδονή; Μὲ μεγάλη ἀφθονία θὰ σοῦ δώσω καὶ τὰ δύο, ἐὰν καταθέσης τὸ χρυσάφι σου, ὅπου σοῦ ὁρίζω. Πιὸ καθαρὰ ἔδειξε στὰ κατοπινὰ τὴ βλάβη τοῦ νοῦ, ποὺ προέρχεται ἀπ’ αὐτὰ, ὅταν ἐμνημόνεψε τὰ ἀγκάθια. Τώρα κι ἐδῶ κάνει ὄχι τυχαῖο ὑπαινιγμό, ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι σκοτισμένος ὅποιος ἔχει αὐτὴ τὴ μανία. Κι ὅπως ὅσοι βαδίζουν στὰ σκοτεινὰ δὲ βλέπουν τίποτα μὲ σαφήνεια ἀλλὰ τὸ σχοινὶ τὸ νομίζουν φίδι κι ἄν δοῦν βουνὰ καὶ φαράγγια πεθαίνον ἀπὸ τὸ φόβο, ἔτσι κι αὐτοὶ ὑποψιάζονται αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι φοβερὰ γιὰ ὅσους βλέπουν. Τρέμουν τὴ φτώχεια κι ὄχι τὴ φτώχεια μονάχα ἀλλὰ ὁποιαδήποτε ζημία.  Κι ἄν στερηθοῦν κάτι ἀσήμαντο, θρηνοῦν καὶ ὑποφέρουν περισσότερο ἀπὸ ὅσους στεροῦνται τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους ἔφθασαν στὴν ἀγχόνη, ἐπειδὴ δὲ βάσταξαν τὶς δύσκολες αὐτὲς ἡμέρες. Καὶ τὴν προσβολὴ καὶ τὴν κακομεταχείριση τόσο ἀνυπόφορα τὰ θεωροῦν, ὥστε πολλοὶ καὶ γι’ αὐτὴ τὴν αἰτία ν’ ἀποσπαστοῦν ἀπὸ τὴ ζωή. Σ’ ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διακονία του, τοὺς ἔκαμε ὁ πλοῦτος μαλακούς. Γιατὶ ὅταν τοὺς προστάζη νὰ τὸν ὑπηρετοῦν, δὲ δειλιάζουν οὔτε μπροστὰ στὸ φόνο, οὔτε στὸ μαστίγιο, οὔτε στὴν κατηγρία, οὔτε σὲ κάθε ἐξευτελισμό. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἔσχατη ἀθλιότητα, νὰ δειλιάζης περισσότερο ἀπ’ ὅλους ὅπου πρέπει νὰ δείχνης γενναιότητα. Κι ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ εἶσαι προσεκτικός, νὰ γίνεσαι πιὸ ἀναιδὴς καὶ πιὸ θρασύς. Αὐτοὶ ἐδῶ παθαίνουν, ὅ,τι καὶ αὐτὸς ποὺ σπαταλᾶ τὴν περιουσία του ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει. Τοῦτος ὅταν φθάση ὁ καιρὸς γιὰ τὴν δαπάνη ποὺ πρέπει νὰ γίνη,  ἐπειδὴ δὲν ἔχει τὶ νὰ δώση, ὑποφέρει τὰ ἀθεράπευτα δεινά, ἀφοῦ ἔχει ξοδέψει κακῶς πρὶν τῆς ὥρας τᾶ δικά του.

ε΄ Καὶ ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς πονηρὲς ἐκεῖνες τέχνες πάνω στὴ σκηνή, ὑπομένουν ἕνα σωρὸ ἐπικίνδυνες καὶ περιέργες ἀσκήσεις, ἐνῶ σὲ ἐργασίες χρήσιμες κι ἀπαραίτητες εἶναι ἀπὸ ὅλους πιὸ καταγέλαστοι, ἔτσι καὶ τοῦτοι. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ βαδίζουν πάνω στὸ τεντωμένο σχοινὶ δείχνοντας τόσο θάρρος, ἄν κάτι ἀπὸ τὰ ὑποχρεωτικὰ τῆς ζωῆς ἀπαιτήση τόλμη καὶ θάρρος, οὔτε νὰ τὸ ἐννοήσουν κάτι τέτοι μποροῦν οὔτε νὰ τὸ ἀνεχθοῦν. Ἔτσι κι ὅσοι πλουτοῦν, ἐνῶ τολμοῦν τὰ πάντα γιὰ τὰ χρήματα, γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή οὔτε μικρὸ οὔτε μεγάλο δὲ θέλουν νὰ ὑπομείνουν. Καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ἀσκοῦν κάτι ἐπικίνδυνο καὶ ἀνώφελο, ἔτσι καὶ τοῦτοι ὑπομένουν πολλοὺς πολλοὺς κινδύνους καὶ κακοτοπιὲς, δὲν καταλήγουν ὅμως σὲ τέλος καλὸ καὶ ὑποφέρουν διπλὸ σκότος, καὶ ἀπὸ τὴ διαστροφὴ τοῦ νοῦ τους τυφλωμένοι καὶ σκεπασμένοι μὲ πολλὴν ἀχλὺ ἀπὸ τὴν ἀπάτη τῶν φροντίδων.  Γι’ αὐτὸ μήτε νὰ δοῦνε δὲν μποροῦν εὔκολα. Ὅποιος βρίσκεται στὰ σκοτεινὰ, γλυτώνει ἀπὸ τὸ σκότος, ὅταν φανῆ ὁ ἥλιος.  Μὰ ὅποιος ἔχει κατεστραμμένα μάτια, δὲ βλέπει οὔτε ὅταν φανῆ ὁ ἥλιος. Αὐτὸ ἔχουν πάθει καὶ τοῦτοι. Δὲ νιώθουν μήτε τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης ποὺ ἔλαμψε καὶ τοὺς προτρέπει, ἐπειδὴ ὁ πλοῦτος τοὺς ἔκλεισε τὰ μάτια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπομένουν διπλὸ σκοτάδι· τὸ ἕνα ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, τὸ ἄλλο γιατὶ δὲν προσέχουν στὸ δάσκαλο. Ἄς τὸν παρακολουθοῦμε λοιπὸν μὲ προσοχὴ γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τέλος κάποτε τὸ φῶς μας. Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ξαναδῆς; Ἄν μάθης πῶς τυφλώθηκες.  Καὶ τυφλώθηκες ἀπὸ τὴν πονηρή ἐπιθυμία. Γιατὶ ὅπως σὲ καθαρὸ μάτι, ἔρχεται σὰν ἐρεθιστικὸ ὑγρὸ ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων καὶ δημιουργεῖ πυκνό σύννερο. Ἀλλὰ εἶναι εὔκολο νὰ σπάση καὶ νὰ διαλυθῆ τὸ σύννεφο τοῦτττο, ἄν δεχθοῦμε τὴν ἀκτῖνα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἄν τὸν ἀκούσωμε νὰ μᾶς συμβουλεύη καὶ νὰ μᾶς λέη, Μὴ θησαυρίζετε θησαυροὺς ἐπάνω στὴ γῆ. Καὶ τὶ θὰ κερδίσω, ἐρωτᾶς ἀπὸ τὴν ἀκρόαση, ὅταν μὲ κατέχη ἡ ἐπιθυμία; Μὰ ἀκριβῶς ἡ ἀξακολουθητικὴ ἀκρόαση μπορεῖ καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐξαλείψη. Κι ἄν  ἐπιμένεις νὰ βρίσκεσαι στὴν κατοχή της, κατανόησε ὅτι τὸ πρᾶγμα δέν εἶναι ἐπιθυμία. Τὶ λογῆς ἐπιθυμία εἶναι νὰ βρίσκεσαι  σὲ δεινὴ δουλεία, νὰ εἶσαι κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τυραννίδας, φυλακισμένος ἀπὸ παντοῦ, νὰ ζῆς σκοτεινά, νὰ εἶσαι γεμᾶτος ἀπὸ ταραχή, νὰ ὑπομένης ἀνώφελους κόπους νὰ φυλάξης γιὰ ἄλλους τὰ χρήματα καὶ πολλὲς φορὲς γιὰ ἐχθρούς; Σὲ τὶ λογῆς ἐπιθυμία ταιριάζουν αὐτά; Μᾶλλον συμπίπτουν μὲ ἀποφυγὴ καὶ ἄρνηση. Τί ἐπιθυμία εἶναι νὰ ἀφήνης τὸ θησαυρό σου ἀνάμεσα στοὺς κλέφτες; Ἄν ἐπιθυμῆς ὁλοκληρωτικὰ τὰ χρήματα, τοποθέτησέ τα ὅπου μποροῦν νὰ μείνουν ἀσφαλισμένα καὶ ἀνεπιβούλευτα, Γιατὶ αὐτὰ ποὺ κάμεις τώρας δὲν δείχνουν ἄνθρωπο ποὺ ἐπιθυμεῖ χρήματα ἀλλὰ μαρτυροῦν δουλεία, ἐπιβουλή, ζημία, ἀγωνία ἀδιάκοπη.  Σὺ ὅμως, ἄν κάποιος σοῦ δείξη ἕνα μέρος ἀνυποψίαστο πάνω στὴ γῆ, κι ἄν σὲ φέρη στὴν ἴδια τὴν ἔρημο, μὲ τὴν ὑπόσχεση τῆς ἀσφαλείας στὴ φύλαξη τῶν χρημάτων σου οὔτε διστάζεις, οὔτε ὑποχωρεῖς ἀλλὰ δείχνεις ἐμπιστοσύνη καὶ μεταφέρεις ἐκεῖ τὰ χρήματά σου. Ὅταν σοῦ ὑπόσχεται τὸ ἴδιο ὁ Θεὸς στὴ θέση κάποιου ἀνθρώπου, καὶ σοῦ προτείνη ὄχι τὴν ἔρημο ἀλλὰ τὸν οὐρανό, πράττεις τὰ ἀντίθετα. Κι ὅμως ἄν χίλιες φορὲς εἶναι ἀσφαλισμένα κάτω, ποτὲ δὲ θὰ μπορέσης νὰ ἐλευθερωθῆς ἀπὸ τὴ φροντίδα. Κι ἄν ἀκόμα δὲν τὰ χάσης δὲ θὰ ἐλευθερωθῆς ποτὲ ἀπὸ τὴν ἀγωνία μήπως τὰ χάσης.  Ἐκεῖ ὅμως τιποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲ θὰ ὑποφέρης.  Καὶ θὰ ὠφεληθῆς παραπάνω, γιατὶ δὲν κρύβεις μόνο τὸ χρυσάφι σου ἀλλὰ καὶ τὸ φυτεύεις. Τὸ ἴδιο γίνεται θησαυρὸς καὶ σπόρος. Καὶ κάτι περισσότερο κι ἀπὸ τὰ δύο. Γιατὶ ὁ σπόρος δὲν κρατάει γιὰ πάντα, ἐνῶ τοῦτο μένει παντοτινά.  Κι ὁ θησαυρὸς πάλι δὲ βλαστάνει, ἐνῶ αὐτὸ σοῦ δίνει ἀθάνατους καρπούς.  Κι ἄν μοῦ προβάλλης τὸ χρόνο καὶ τὴν ἀναβολὴ τῆς ἀνταποδόσεως, μπορῶ κι ἐγῶ νὰ σοῦ δείξω καὶ νὰ σοῦ πῶ πόσα κι ἐδῶ κερδίζεις. Χώρια ὅμως ἀπ’ αὐτὰ θὰ προσπαθήσω νὰ σοῦ ἀποδείξω κι ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς βιοτικὲς φροντίδες ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν μάταιες προφάσεις.

στ. Πολλὰ στὴν ζωὴ αὐτὴ δημιουργεῖς ποὺ δὲν εἶναι νὰ τὰ χαρῆς ὁ ἴδιος. Κι ἄν σὲ κατηγορήση κάποιος, προβάλλεις τὰ παιδιὰ στου καὶ τὰ παιδιὰ τους καὶ νομίζεις πὼς βρῆκες ἱκανοποιητικὴ δικαιολογία γιὰ τοὺς περίσσιους κόπους. Ὅταν στὰ ἔσχατα γηρατειὰ σου χτίζης σπίτια μεγαλόπρεπα, ποὺ πρὶν τελειώσουν, ἐσὺ πολλὲς φορὲς θὰ ἔχης ἀναχωρήσει, κι ὅταν φυτεύης δέντρα ποὺ ὕστερ’ ἀπὸ πολλὰ χρόνια θὰ σοῦ δώσουν καρπὸ κι ὅταν ἀγοράζης περιουσίες καὶ χωράφια, ποὺ θ’ ἀποχτήσης τὴν κυριότητά τους ὕστερ’ ἀπὸ πολλὰ  χρόνια καὶ ἄλλα πολλὰ τέτοια μὲ κόπους δημιουργεῖς, ποὺ δὲ θὰ δοκιμάσης ἐσὺ τὴ χαρά τους, γιὰ τὸν ἑαυτὸ σου τάχα ἤ γιὰ τοὺ κατοπινοὺς τὰ ἑτοιμάζεις; Δὲν εἶναι λοιπὸν ἔσχατη ἀνοησία νὰ μὴ στενοχωρῆσαι καθόλου ἐδῶ γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ χρόνου, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἀπὸ τὴν ἀργοπορία αὐτὴ θὰ χάσης ὅλη τὴν ἀμοιβή σου, γιὰ τὴν ἐκεῖ ὅμως καθυστέρηση ν’ ἀδρανῆς, τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ σοῦ δίνει μεγαλύτερο κέρδος καὶ δὲν προορίζει γιὰ ἄλλους τὰ ἀγαθὰ ἀλλὰ φέρνει σὲ σένα τὶς ἀπολαβές; Χώρια ἀπ’ αὐτὰ καὶ ἡ ἀναβολὴ δὲν εἶναι μεγάλη. Τὰ πράγματα πλησίασαν πολὺ καὶ δὲ γνωρίζομε μήπως καὶ στὴ  δικὴ μας γενιὰ πάρη τέλος αὐτὴ ἡ ζωὴ καὶ φτάση ἡ φοβερὴ ἐκείνη μέρα, ποὺ θὰ μᾶς παρουσιάση τὸ φρικτὸ κι ἀδέκαστο δικαστήριο. Ἔχουν πραγματοποιηθῆ τὰ περισσότερα σημεῖα· καὶ τὸ εὐαγγέλιο ἔχει κηρυχθῆ σ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ οἱ πόλεμοι κι οἱ σεισμοὶ κι οἱ λιμοὶ ἔχουν γίνει καὶ δὲν ὑπάρχει πολλὴ ἀπόσταση.  Δὲ βλέπεις τὰ σημεῖα; Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο σημεῖο. Οὔτε καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε δὲν εἶχαν διακρίνει τὰ προμηνύματα τῆς καταστροφῆς ἐκείνης ἀλλὰ ἐνῶ ἔπαιζαν κι ἔτρωγαν καὶ παντρεύοντα κι ἔπρατταν τὰ συνηθισμένα τῆς ζωῆς, τοὺς βρῆκε ἡ φοβερὴ ἐκείνη τιμωρία. Καὶ στὰ Σόδομα ἴδια. Ἐνῶ διασκέδαζαν καὶ δὲν ὑποψιάζονταν τίποτα,   κεραυνοβολήθησαν ἀπὸ τοὺς κεραυνοὺς ποὺ ἔπεσαν. Ἔχοντας στὸ νοῦ μας αὐτὰ ἄς   κατευθύνωμε τὸν ἑαυτὸ μας στὴ προετοιμασία τῆς ἀποδημίας μας ἀπὸ δῶ. Γιατὶ κι ἄν ἀκόμα ποτὲ δὲ φτάση ἡ κοινὴ μέρα τῆς συντελείας, τὸ τέλος καθενός μας εἶναι κοντά, εἴτε γέρος εἶναι εἴτε νέος. Καὶ δὲν μποροῦμε ὅταν φύγωμε ἀπὸ δῶ, οὔτε λάδι πιὰ ν’ ἀγοράσωμε οὔτε νὰ παρακαλέσωμε καὶ νὰ λάβμε συγνώμη. Εἴτε ὁ Ἀβραὰμ μεσολαβήη, εἴτε ὁ Νῶε, ὁ Ἰὼβ ἤ ὁ Δανιήλ. Ὡσότου λοιπὸν ἔχομε καιρὸ, ἄς ἑτοιμάσωμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας πολὺ θάρρος, λάδι ἄφθονο ἄς συγκντρώσωμε, ἄς τοποθετήσωμε τὰ πάντα στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τ’ ἀπολαύσωμε τὴν κατάλληλη ὥρα καὶ ὅταν τὰ χρειαζώμαστε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου

Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον

Τόμος Δεύτερος

Ἀθῆναι 1969

σελ.154-167

2.

Εἰς τήν Κυριακήν τῆς Τυρινῆς Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Οἱ θειότατοι καί Ἅγιοι Πατέρες ἐθέσπισαν νά κάνωμεν σήμερον, ἤτοι πρό τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, τήν ἀνάμνησιν τῆς ἐξορίας τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τήν τρυφήν τοῦ Παραδείσου, δείχνοντες ἐμπράκτως πόσον καλόν καί ὠφέλιμον πράγμα εἶναι ἡ νηστεία εἰς τήν ἀνθρωπίνην φύσιν, καί πάλιν ἐκ τοῦ ἐναντίου, πόσον κακόν καί αἰσχρόν εἶναι ἡ ἀδηφαγία.

 

Παρατρέξαντες λοιπόν οἱ Πατέρες τά κατά μέρος πάντα, ὁποῦ εἰς ὅλον τόν κόσμον γίνονται, ἄπειρα σχεδόν ὄντα, τόν πρωτόπλαστον Ἀδάμ προβάλλουν εἰς ὅλους παράδειγμα, πόσον κακόν ἔπαθε, μέ τό νά μήν ἐνήστευσε πρός ὀλίγον, καί εἰς τήν ἐδικήν μας φύσιν μετέδωκε, σαφῶς δεικνύοντες, καί ὅτι πρῶτον παράγγελμα τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους ἐδόθη τό τῆς νηστείας καλόν, τό ὁποῖον μέ τό νά μήν ἐφύλαξεν ἐκεῖνος, ἀλλά εἰς τήν γαστέρα ὑπήκουσε, τό δέ ἀληθέστερον εἰς τόν πλάνον ὄφιν ἀπό τήν παρακύνησιν τῆς Εὕας, ὄχι μόνον Θεός δέν ἔγινεν, ἀλλά καί εἰς τόν θάνατον κατεκρίθη, καί εἰς ὅλον τό γένος μετέδωκε τοῦ κακοῦ.

Λοιπόν, διά τήν τρυφήν τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ ὁ Κύριος ἐνήστευσεν ἡμέρας τεσσαράκοντα, καί ὑπήκοος ἔγινεν. Διά  τοῦτο καί ἡ παροῦσα Ἁγία Τεσσαρακοστή ἐπαραδόθη ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, διά νά ἀπολαύσωμεν ἡμεῖς διά τῆς νηστείας τήν ἀφθαρσίαν, μέ τό νά φυλάξωμεν ἡμεῖς ἐκεῖνο, τό ὁποῖον μέ τό νά μήν ἐφύλαξεν ἐκεῖνος, ἀπώλεσε τήν ἀφθαρσίαν. καί κατά ἄλλον τρόπον, ὁ σκοπός τῶν Ἁγίων οὗτος ἐστι, καθώς καί προείπομεν, νά περιλάβουν διά βραχέων, τά ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους γενόμενα ἔργα παρά τοῦ Θεοῦ. καί ἐπειδή ὅλων τῶν καθ’ ἡμᾶς αἴτιον ἐστάθη ἡ παράβασις καί ἡ ἔκπτωσις τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισον, διά τοῦτο ταύτην ἐνταύθα πρωτίστην ἔταξαν, διά νά φύγωμεν τήν παρακοήν, καί νά μή μιμηθῶμεν κατ’ οὐδέν τήν ἀκρασίαν αὐτοῦ.

Εἰς τήν ἕκτην ἡμέραν λοιπόν ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ ἀπό τήν χείρα τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖον καί μέ τήν ἰδίαν Του εἰκόνα ἐτίμησε, μέ τό ἐμφύσημα ὁποῦ ἔκαμεν εἰς αὐτόν, δίδοντας του ἐν ταυτῷ καί τήν ἐντολήν, ποίους καρπούς νά τρώγη καί ποίους νά μή τρώγη. Ἐστάθη δέ μέσα εἰς τόν Παράδεισον, κατά τήν γνώμην τινῶν διδασκάλων, ἕως ἐξ ὥρας’ εἴτα ἐξώσθη ἐκεῖθεν, μέ τό νά παραβῆ τήν ἐντολήν. ὁ δέ Φίλων ὁ Ἑβραῖος λέγει ὅτι ἑκατόν χρόνους ἔκαμεν εἰς τόν Παράδεισον, ἄλλοι δέ λέγουν ἑπτά ἡμέρας ἤ χρόνους, καί τοῦτο λέγουν διά τήν τιμήν τοῦ ἑπταδικοῦ ἀριθμοῦ, ὁποῦ κοντά εἰς τούς Ἑβραίους κατ’ ἐξαίρετον ἦτον τίμιος. Ὅτι δέ εἰς τήν ἕκτην ὥραν τάς χείρας ἤπλωσε καί τόν καρπόν ἐτρύγησεν, ἐφανέρωσε τοῦτο καί ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ὅστις θεραπεύοντας τοῦ πρωτοπλάστου τό τόλμημα, εἰς τήν ἕκτην ὥραν καί ἡμέραν τάς παλάμας ἤπλωσεν ἐν τῷ Σταυρῶ.

Μέσον δέ φθορᾶς καί ἀφθαρσίας ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, μέ σκοπόν ἐκεῖνο νά ἀποκτήση, εἰς ὁποῖον ἀπό τά δύο ἤθελε κλίνει μέ τήν ἐδικήν του προαίρεσιν, ὡσάν ὁπού ἐκατασκευάσθη αὐτεξούσιος  ὅτι δυνατόν ἦτον εἰς τόν Θεόν καί ἀναμάρτητον νά τόν κάμη, ἀλλά διά νά γένη καί τῆς ἐδικῆς του προαιρέσεως τό κατόρθωμα, διά τοῦτο τοῦ ἔδωσε τόν νόμον, ὅστις τόν ἐπρόσταζεν ἀπό ὅλα μέν τά φυτά νά παίρνη καρπούς καί νά τρώγη, καί ἀπό ἕνα μόνον νά ἀπέχη. Ἐκεῖνος δέ τή γυναικί πεισθεῖς, ἤ νά εἰπῶ καλλίτερα τῇ ψυχοφθόρῳ συμβουλή τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, ἀφίνοντας ὅλα τά ἄλλα, εἰς τό θεόθεν ἐμποδισμένον ἤπλωσε τό παράνομον χέρι του. Τί δέ λογής φυτά ἤσαν ἐκεῖνα τά συγχωρημένα, καί τί λογής φυτόν ἦτον ἐκεῖνο τό ἐμποδισμένον, πολλοί πολλά λέγουν, τά ὁποῖα μέ τό νά εἶναι νοήματα ὑψηλά καί θεωρίαι μεγάλαι, δέν καταλαμβάνονται ἀπό τούς ἀγραμμάτους καί ἁπλουστέρους. τό δέ ξύλον, ὁποῦ ἐμπόδισεν ὁ Θεός, ξύλον τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν τό ὠνόμασαν ἀπό τῆς ἐκβάσεως, ἤγουν ἀπό τό ἰδίωμα ὁπού ἔχει ἡ ἁμαρτία, εὐθύς ὁποῦ ἔμβη εἰς πρᾶξιν, δηλαδή εὐθύς ποῦ τελεσθῆ ἡ ἁμαρτία, ἐγείρεται ἔξυπνα ἡ συνείδησις, ὁ πικρός καί ἀδυσώπητος κατήγορος, λέγουσα μέσα εἰς τήν ψυχήν πρός τόν ἁμαρτήσαντα κακά ἐπραξας, ἄξιος εἶσαι κολάσεως, καί βλέπε ζωντανόν τό παράδειγμα εἰς τούς πρωτοπλάστους, οἱ ὁποῖοι πρό τῆς παρακοῆς ἤσαν γυμνοί, καί ὅμως οὐκ ἠσχύνοντο ἔπειτα, ὅταν παρέβησαν τήν ἐντολήν, τότε ἐκατάλαβον ὅτι ἦταν γυμνοί. Ὅθεν ἐκατάλαβαν πόσον καλόν εἶναι ἡ ὑπακοή, καί ἐκ τοῦ ἐναντίου πόσον κακόν ἡ παρακοή. δία τοῦτο καί εὐθύς ἐφρόντισαν νά σκεπάσουν τήν γύμνωσίν τους, καί ἀκούσαντες τόν πρός αὐτούς ἐρχομόν τοῦ Θεοῦ ἐφοβήθησαν, καί ἐκρύβησαν.

Μερικοί δέ εἶπον ὅτι τό ξύλον ἐκεῖνο τῆς παρακοῆς ἦτον συκῆ, ὅτι μέ τά φύλλα ἐκείνης ἐσκεπάσθησαν, εὐθύς ὁποῦ ἐκατάλαβαν τήν γύμνωσίν τους καί τάχα διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὡς αἰτίαν γενομένην τῆς παραβάσεως, τήν ἐκαταράσθη καί ἐξηράνθη. Διότι καί κάποιαν ὁμοιότητα ἔχει μέ τήν ἁμαρτίαν  πρῶτον μέν τό γλυκύ, ἔπειτα τό ἀπό τῶν φύλλων τραχύ καί τό κολλῶδες τοῦ γάλακτος. Λοιπόν, ἀφοῦ παρέβη τήν ἐντολήν καί τήν θνητήν σάρκα ἐφόρεσε, καί τήν κατάραν ἔλαβε τῆς πολυωδύνου ζωῆς, ἐδιώχθη ἀπό τόν Παράδεισον καί φλογίνη ρομφαία ἐδιωρίσθη παρά Θεοῦ νά φυλάττη τήν πύλην τοῦ Παραδείσου, καί αὐτός ἐκάθισεν ἀπ’ ἀντικρύ τοῦ Παραδείσου, κλαίων καί ὠδυρόμενος, διά τά τόσα ἀγαθά πού ἐστερήθη, μέ τό νά μήν ἠθέλησε νά φυλάττη τήν ἐντολήν τοῦ Δεσπότου, καί νά νηστεύση μικρᾶν νηστείαν· καί οὕτως ὅλον τό σύμπαν γένος, ὑπέκειτο εἷς τήν ἐκείνου ἀρᾶν καί ἀθλιότητα, ἕως ὁπού πάλιν ὁ πλάσας ἡμᾶς Θεός ἠλέησε τήν ἡμετέραν φύσιν, καί εἰς τό ἀρχαῖον ἀπεκατέστησεν ἀξίωμα, νικήσας τεχνηέντως τόν ἠμᾶς ἀπατήσαντα, τουτέστι διά νηστείας καί ταπεινώσεως, τύπος γενόμενος εἰς ἠμᾶς τί λογής νά νικῶμεν καί ἡμεῖς τόν ἀντίπαλον.

Ὅλα λοιπόν αὐτά θέλοντες νά παραστήσουν οἱ θεοφόροι Πατέρες δι’ ὅλου τοῦ Τριωδίου, πρῶτα βάνουν τά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπό τά ὁποία, πρώτη εἶναι ἡ Δημιουργία καί ἡ τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισον ἔξωσις, τῆς ὁποίας τήν ἀνάμνησιν κάμνομεν σήμερον. Εἴτα καί τά λοιπά προβάλλουν, τά τῆς Γενέσεως τοῦ Μωϋσέως καί τῶν λοιπῶν, τά προφητικά, καί περισσότερόν τούς δαβιτικούς λόγους  καί τέλος ἐπιφέρουν καί τινά τῶν τῆς χάριτος, ἤτοι τῆς Νέας Διαθήκης. Ἀπό τά ὁποία πρῶτος εἶναι ὁ Εὐαγγελισμός, ὁ ὁποῖος κατά ἄρρητον Θεοῦ οἰκονομίαν, σχεδόν πάντοτε, μέσα εἰς τήν Ἁγίαν Τεσσαρακοστήν εὑρίσκεται. Προχωρεῖ δέ τό Τριώδιον, ἔτι διά τοῦ Λαζάρου καί τῶν Βαϊων καί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἑβδομάδος καί αὐτῶν τῶν Ἁγίων καί σωτηριωδῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπου τά Ἱερά Εὐαγγέλια ἀναγινώσκονται, καί κατά λεπτόν τά Θεία Πάθη ὑμνολογοῦνται. Εἴτα καί διά τῆς Ἀναστάσεως καί τῶν λοιπῶν ἑορτῶν, μέχρι τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί τέλος διά τῶν Ἱερῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, αἵ ὁποῖαι τρανῶς διηγοΰνται τί λογής τό κήρυγμα ἔγινε, καί ὅτι οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι τούς Ἁγίους πάντας συνήγαγον’ ὅτι αἵ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων βεβαιοῦν τήν Ἀνάστασιν διά τῶν θαυμάτων, ὁποῦ ἔπραττον οἱ Ἀπόστολοι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ σταυρωθέντος Ἰησοῦ. Ἐπειδή λοιπόν, μέ τό νά μήν ἐνήστευσε μίαν φοράν ὁ Ἀδάμ, ἐπάθαμεν τά τόσα κακά, διά τοῦτο πρό τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς ἐτάχθη ὑπό τῶν Πατέρων ἡ ἀνάμνησις αὐτοῦ, διά νά συλλογιζώμεθα πόσον κακόν ἔφερεν εἰς τόν κόσμον, μέ τό νά μήν ἐνήστευσεν ὁ Ἀδάμ, καί νά σπουδάσωμεν μετά χαρᾶς, νά δεχθῶμεν ἠμεῖς τήν νηστείαν, καί καλῶς νά τήν φυλάττωμεν, διά νά ἐπιτύχωμεν ἠμεῖς ἐκεῖνο ὅπου ἔχασεν ἐκεῖνος, δηλαδή τήν θέωσιν, πενθοῦντες καί νηστεύοντες καί ταπεινούμενοι, ἕως νά μᾶς ἐπισκεφθῆ ὁ Κύριος, διατί κατά ἄλλον τρόπον σχεδόν ἀδύνατον εἶναι νά λάβωμεν ἐκεῖνο ὅπου ἐχάσαμεν.

Πρέπει δέ νά ἠξεύρωμεν ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ ὅλου χρόνου, εἶναι ὡσάν ἕνας ἀποδεκατισμός  διότι ἀπό τήν ἀμέλειάν μας δέν προαιρούμεθα, οὔτε πάντοτε νά νηστεύωμεν οὔτε νά ἀπέχωμεν ἀπό κακᾶς πράξεις, διά τοῦτο οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ὕστερα ἀπό αὐτούς καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες παρέδωκαν εἰς ἡμᾶς αὐτήν τήν Ἁγίαν Τεσσαρακοστήν ὡσάν ἕνα θέρος ψυχῶν, διά νά ἑξαλείψωμεν, διά μετανοίας καί συντριβῆς, ὅσα κακά ἐπράξαμεν ὅλον τόν χρόνον, καί διά τοῦτο, ἐπειδή μέ τέτοιον σκοπόν καί τέλος μας τήν ἐπαράδωκαν οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, πρέπει καί νά τήν φυλάττωμεν ἀκριβέστερον ἀπό κάθε ἄλλην νηστείαν. Ἐπειδή καί τάς ἄλλας τρεῖς, ἤγουν τήν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τήν τῆς Θεοτόκου, καί τοῦ Σαρανταημέρου, ἡ Ἐκκλησία μας τάς παραδίδει, καί χρέος ἔχομεν νά τάς φυλάττωμεν. Ὅμως αὐτή εἶναι πολύ τιμιωτέρα καί θειοτέρα, πρῶτον, διατί ὁ Χριστός, ὁ ἀρχηγός τῆς ἡμετέρας σωτηρίας, ὑπέρ ἠμῶν ἐνήστευσεν αὐτήν, καί τόν πειράζοντα νικήσας ἐδοξάσθη δεύτερον, καί διά τά Ἅγια Πάθη, τά ὁποῖα εἰς τό τέλος λαμπρῶς καί θεοπρεπῶς ἐορτάζομεν. Ἀλλά καί ὁ Μωϋσῆς τεσσαράκοντα ἡμερονύκτια νηστεύσας, τόν νόμον ἔλαβε καί ὁ προφήτης Ἠλίας ἄλλας τόσας νηστεύσας, ἐν τῷ ὄρει τῷ Χωρήβ, ἰδεῖν ἠξιώθη τόν Θεόν, ὡς ἀνθρώπῳ δυνατόν· καί ὁ Δανιήλ ὠσαύτως καί ἄλλοι πάμπολλοι, ὅσοι παρά τῷ Θεῷ ἐφάνησαν δόκιμοι, διά νηστείας αὐτῷ εὐηρέστησαν· διά ταύτην λοιπόν τήν αἰτίαν, ἐβάλθη ἐνταῦθα ὑπό τῶν Πατέρων, ἡ Ἐξορία τοῦ Ἀδάμ, διδάσκουσα ὅλους ἠμᾶς νά φυλάττωμεν τόν ὄρον τῆς νηστείας, ὅσον δυνάμεθα.

Τῇ ἀφάτῳ Σου εὐσπλαγχνία, Χριστέ ὁ Θεός ἠμῶν, τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου ἠμᾶς καταξίωσον, καί ἐλέησον ὡς μόνος φιλάνθρωπος. Ἀμήν.

3.

Κατήχησις τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου

 

Περὶ νηστείας, καὶ ὅτι ἡ ἀληθὴς νηστεία τοῦ ἀληθινοῦ ὑποτακτικοῦ ἐστὶ τὸ κόψαι τὸ ἴδιον θέλημα.

Εὐλόγησον πάτερ.

 

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡμῶν, ὁ χαρίζων τὴν ζωὴν ἡμῶν, καὶ ἄγων ἡμᾶς ἀπὸ χρόνον εἰς χρόνους διὰ φιλανθρωπίαν αὐτοῦ ἤγαγεν ἤδη ἡμᾶς καὶ ἐν χρόνῳ τούτῳ τῶν ἁγίων νηστειῶν, ἐν ᾧ ἕκαστος τῶν ἀγωνιστῶν ἀγωνίζεται καὶ κοπιάζει ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καθὰ προαιρεῖται καὶ δύναται καὶ ὁ σπουδάζων εἰς τὴν ἐγκράτειαν νηστεύει διπλᾶς καὶ τριπλᾶς ἡμέρας, ὁ δὲ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν σπουδάζων ἀγρυπνεῖ,
ἀναγινώσκει, προσεύχεται τόσας καὶ τόσας ὥρας· ἄλλος πάλιν εἰς τὰς γονυκλισίας ποιεῖ τόσας καὶ τόσας μετανοίας ἕως ἐδάφους ἢ καὶ ἄχρι τοῦ ὑποποδίου κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν καὶ ἄλλος ἐπὶ ἄλλῳ τινι τῶν κατορθωμάτων ἀγωνίζεται, καὶ εἰ ἐβούλετό τις ἰδεῖν πολλὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ὁ μοναχὸς ὁ ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν ὢν καὶ ἔχει διακόνημα καὶ ὑπάρχει ἀληθινὸς ὑπήκοος, οὐκ ἔχει τὸν ἀγῶνα ἐν τινι καιρῷ μόνον, ἀλλ᾿ ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ αὐτοῦ ἀδιακόπως ἀγωνίζεται· ἀλλὰ τὶς ἐστὶν ὁ ἀγὼν τοῦ ὑπηκόου ὑποτακτικοῦ; καὶ ποῖον ἐστὶ τὸ μέγα κατόρθωμα αὐτοῦ καὶ ὁ στέφανος ὁ λαμπρός; τὸ μὴ θαρρεῖν τῷ ἰδίῳ λογισμῷ, μηδὲ ποιεῖν αὐτογνωμόνως τὸ ἑαυτοῦ θέλημα, ἀλλ᾿ ὅ,τι ποεῖ, ποιεῖ τοῦτο διὰ ἐρωτήσεως τοῦ ἡγουμένου ἢ καὶ τοῦ αὐτοῦ γέροντος ἢ τοῦ οἰκονόμου, ὅπερ ἐστὶ μᾶλλον βελτιώτερον πάντων τῶν καλῶν ἀγωνισμάτων καὶ ὡς ἐν συντόμῳ εἰπεῖν, μαρτυρίου στέφανον κέκτηται ἡ ὑποταγὴ μετὰ τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς· ἤτοι τὸ κόπτειν τὸ ἴδιον θέλημα καὶ ποιεῖν τοῦ προεστῶτος αὐτοῦ, ὅπερ ὡς μαρτύριον λογίζεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐκχέει τὸ αἷμα αὐτοῦ διὰ τὸ Χριστόν· ὅμως γνῶμεν καλῶς ἀδελφοὶ ὅτι ἐν ταύταις ταῖς ἁγίαις ἡμέραις γενήσεται ἐναλλαγὴ τῶν φαγητῶν, αὔξησις τῶν γονυκλισιῶν καὶ μετανοιῶν καὶ τῆς ἀκολουθίας καὶ ψαλμῳδίας κατὰ τὴν παραδοθεῖσαν ἡμῖν παλαιὰν παράδοσιν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς δεξώμεθα προθύμως καὶ περιχαρῶς τὸ δῶρον τῶν νηστειῶν· μὴ σκυθρωπάσωμεν διὰ τὴν κακοπάθειαν καὶ τὸν μαρασμὸν τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὦμεν χαίροντες διὰ τὴν ὑγείαν καὶ σωτηρίαν τῆς ψυχῆς ἡμῶν.

 

Διέλθωμεν οὖν τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας μετὰ ἱλαρότητος προσώπου καὶ καρδίας, ἄκακοι, ἀκατάκριτοι, ἀόργητοι, ἀπόνηροι, ἄφθονοι, μᾶλλον εἰρηνικοί, ἠγαπημένοι πρὸς ἀλλήλους, πρᾷοι, εὐυπήκοοι, πλήρεις ἐλεημοσύνης καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἡσυχίας, ἡσυχάζειν· χρείας καλούσης τοῦ λόγου, ἀποκρίνεσθε μετὰ ταπεινώσεως καὶ εὐλαβείας, φεύγοντες τὴν πολυφαγίαν, πολυλογίαν καὶ τὸν θόρυβον καὶ τὴν ταραχὴν τῶν πολλῶν, ὅπως ποιῶμεν τὰς ὑπηρεσίας ἡμῶν ἀθορύβως καὶ ἀταράχως μᾶλλον δὲ εἰρηνικῶς καὶ ἡσύχως ὡς διάκονοι Χριστοῦ· διότι ὁ θόρυβος καὶ ἡ ταραχὴ προξενεῖ μεγίστην ψυχικὴν βλάβην ἐν τῷ Κοινοβίῳ καὶ τῇ συνοδίᾳ τῶν ἀδελφῶν· πρὸς ἐπιτούτοις πᾶσι χρὴ ἔχειν προσοχήν, καὶ σκοπιάν, μὴ ἀνοίγειν θύραν τοῖς κακοῖς λογισμοῖς εἰσερχομένοις μολύνειν τὴν ψυχὴν ἡμῶν, μηδὲ διδόναι τόπον τῷ διαβόλῳ, καθάπερ διδάσκει ἡμᾶς καὶ ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα «ἐὰν ἀναβῇ πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἐπὶ σὲ τόπον σου μὴ δός»· διότι ὁ ἐχθρὸς ἡμῶν διάβολος ἐξουσίαν οὐκ ἔχει δυναστεῦσαι ἡμᾶς, ἀλλὰ μόνον ὑποβάλλει κακοὺς λογισμούς, ὠς ὁ ἁλιεὺς τὸ δόλωμα· καὶ ὅταν ἡμεῖς στέργομεν δεχόμενοι αὐτούς, τότε κυριεύει ἡμῶν· ὅταν ἡμεῖς οὐ δεχόμεθα ἀλλὰ πόρρω ἀποβάλλομεν αὐτοὺς διὰ τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἐνδόξου ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ ἐχθρὸς φεύγει ἀφ᾿ ἡμῶν κατῃσχυμένος· καταβάλλωμεν οὖν κόπον καὶ σπουδὴν ἵνα φυλάξωμεν τὴν ψυχὴν ἡμῶν καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον ἀπὸ παντὸς ῥυπαροῦ λογισμοῦ καὶ ἄτρωτον ἐκ τῶν βελῶν τοῦ πονηροῦ ὡς νύμφην Χριστοῦ, καὶ οὕτως ἀξιωθείημεν γενέσθαι οἰκητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀκοῦσαι· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»· καὶ ὡς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ὅσα ἐστὶν ἀληθινά, ὅσα σεμνά, ὅσα τίμια, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνὰ καὶ καθαρά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα ποιεῖτε, ταῦτα συνδιαλέγεσθε πρὸς ἀλλήλους, καὶ ὁ Θεὸς ἔσται μεθ᾿ ἡμῶν· διὰ τοῦτο φύγωμεν ἀδελφοὶ τὴν γαστριμαργίαν καὶ τὴν μέθην, ἅτινα γεννῶσι πᾶν εἶδος ἁμαρτίας φάγωμεν καὶ πίωμεν μετ᾿ εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ, δοξάζοντες τὸν Θεόν, ὅστις ἐλυτρώσατο ἡμᾶς τῆς πλάνης καὶ τῆς ταραχῆς τοῦ κόσμου·

 

Ἐὰν οὕτω ποιῶμεν ἤδη μέν ἀξιωθησόμεθα φθάσαι καὶ τῆν Κυρίαν ἡμέραν τῆς Χριστοῦ ἀναστάσεως, ἐν δὲ τῷ μέλλοντι αἰῶνι ἐν τῇ ἐξαναστάσει τῶν νεκρῶν ἐπιτευξόμεθα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

4.

Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

 

«Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί- ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες∙ ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν» (Ματθ. στ’ 16).

Ὅταν νηστεύετε δέν πρέπει νά φαίνεστε σκυθρωποὶ καὶ κατηφεῖς, ὅπως οἱ ὑποκριτές. Αὐτοί ἀλλοιώνουν τὸ πρόσωπό τους γιά νά φαίνεται μαραμένο, ὥστε νά δείξουν στούς ἀνθρώπους πῶς νηστεύουν. Αὐτοὶ ὅ,τι μισθὸ εἶχαν νά πάρουν, τὸν πῆραν ἥδη.

 

Οἰ υποκριτές δέ νηστεύουν γιά τὸ Θεό, οὔτε γιά τὴν ψυχὴ τους. Αὐτοί τὸ κάνουν ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, γιά νά τοὺς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι νηστεύουν καὶ νά τοὺς ἐπαινοῦν. Ἂλλ’ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲ γίνεται νά τοὺς παρατηροῦν κάθε μέρα τί τρῶνε καί τί πίνουν, αὐτοὶ ἀγωνίζονται νά φαίνονται πῶς νηστεύουν, νά τὸ διαβάζουν αὐτὸ οἱ ἄλλοι στά πρόσωπά τους.

Παραμορφώνουν τὰ πρόσωπά τους, τὰ κάνουν νά φαίνονται ὠχρὰ καὶ λυπημένα, κάτισχνα καὶ μαραμένα. Δέν πλένουν τὰ πρόσωπά τους, οὔτε καὶ χρησιμοποιοῦν ἀρώματα. Κι οἱ ἄνθρωποι τοὺς κοιτάζουν καὶ τοὺς θαυμάζουν, τοὺς ἐπαινοῦν.

Οἱ ἄνθρωποι τοὺς ἀνταμείβουν μὲ τὸ θαυμασμὸ τους, τοὺς δίνουν τὸ τίμημα τῆς νηστείας τους. Τότε τί ἄλλο μποροῦν νά περιμένουν ἀπὸ τὸ Θεό; Αὐτοὶ δὲν νήστεψαν γιά τὸ Θεὸ ἀλλὰ γιά τοὺς ἀνθρώπους. Τὶ  πληρωμὴ ἀναζητοῦν γιά τὴν ψυχὴ τους; Ἀφοῦ δὲ νήστεψαν γιά χάρη τῆς ψυχῆς τους ἀλλὰ γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων. Κι οἱ ἄνθρωποι τοὺς ἐγκωμιάσαν γι’ αὐτό, τοὺς πλήρωσαν. Τὴν ἀνταμοιβὴ τους τὴν ἔλαβαν. Ὃ Θεὸς δέν τοὺς χρωστᾶ τίποτα, οὔτε καὶ θὰ τοὺς ἀνταμείψει στή μέλλουσα ζωὴ γιά τή νηστείᾳ τους.

«Σῦ δὲ νηστεύων», συνεχίζει ὃ Κύριος, «ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νῖψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλεπῶν ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ» (Ματθ. στ’ 17-18). Ἐσύ ὅταν νηστεύεις νά περιποιεῖσαι τὰ μαλλιά σου καὶ νά πλένεις τὸ πρόσωπό σου, γιά νά μὴ δείχνεις στούς ἀνθρώπους πῶς νηστεύεις. Αὐτό ἂς τὸ βλέπει ὃ οὐράνιος Πατέρας σου πού βλέπει καὶ τὰ πιὸ ἀπόκρυφα πράγματα. Κι Ἐκεῖνος πού βλέπει τὰ κρυφά, θὰ σοῦ ἀνταποδώσει τὸν κόπο τῆς νηστείας σου φανερά.

Αὐτὸς εἶναι ὁ πιὸ σπουδαῖος κανόνας πού μᾶς ἔχει δοθεῖ γιά τή νηστείᾳ. Κι ἡ ἄμεση σημασία του εἶναι καθαρή. Τή νηστείᾳ τὴν κάνεις γιά τὸ Θεὸ καὶ γιά τή σωτηρίᾳ τῆς ψυχῆς σου, ὄχι γιά τοὺς ἀνθρώπους. Δέν ἔχει καμιὰ ἐντελῶς ἀξία ἂν οἱ ἄνθρωποι βλέπουν ἢ ξέρουν πῶς ἐσὺ νηστεύεις.

Κι εἶναι πραγματικὰ πολὺ πιὸ καλὸ για σένα να μὴν ξέρουν. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δέν περιμένεις καμιὰ ἀνταμοιβὴ γιά τή νηστείᾳ σου. Τὶ μποροῦν νά σοῦ δώσουν ἐκεῖνοι, ἀφοῦ περιμένουν, ὅπως καὶ σύ, τὰ πάντα ἀπὸ τὸ Θεό; Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία, ποὺ ἀξίζει, εἶναι νά βλέπει καὶ νά γνωρίζει ὁ Θεός. Κι ὁ Θεὸς θὰ δεῖ ὁπωσδήποτε. Εἶναι ἀδύνατο νά κρύψεις κάτι ἀπ’ Αὐτόν. Γι’ αὐτό μήν ἐπιδείχνεις τή νηστείᾳ σου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο. Ὁ Θεὸς τὸ διαβάζει μέσα σου αὐτό, στήν ἴδια τὴν καρδία σου.

Ὅπως ἔβαζες ἀρωματικὸ λάδι στό κεφάλι σου προτοῦ νηστέψεις, τὸ ἴδιο κάνε καὶ τώρα. Ὅπως ἔλουζες τὸ πρόσωπό σου πρὶν ἀπὸ τή νηστείᾳ, λοῦσε το κι ὅταν νηστεύεις. Εἴτε τὸ κάνεις αὐτὸ εἴτε δέν τὸ κάνεις, δέν πρόκειται ν’ αὐξήσει τὸ μισθό σου. Εἴτε τὸ κάνεις εἴτε ὄχι, οὔτε θὰ σὲ σώσει, οὔτε καὶ θὰ σὲ ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια.

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ὅμως «ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νῖψαι», ποὺ εἰπώθηκαν τόσο ἐπιγραμματικά, ἔχουν καὶ τὸ δικὸ τους βαθύτερο ἐσωτερικὸ νόημα. Ἂν ὁ Κύριος εἶχε κατὰ νοῦ μόνο τὸ σωματικὸ κεφάλι καὶ πρόσωπο, σίγουρα δὲ θὰ μᾶς ἔδινε τὴν ἐντολή πώς, ὅταν νηστεύουμε, πρέπει ν’ ἀλείψουμε τὸ κεφάλι καὶ νά λούζουμε τὸ πρόσωπό μας. Θὰ εἶχε πεῖ πώς, σχετικὰ μὲ τοὺς καρποὺς τῆς νηστείας, εἶναι ἐντελῶς δευτερεύουσας σημασίας τὸ γεγονός πῶς ἀλείφουμε ἢ ὄχι τὸ κεφάλι μας, λούζουμε ἢ δὲ λούζουμε τὸ πρόσωπό μας.

Εἶναι φανερὸ πώς στά λόγια αὐτὰ κρύβεται ἕνα ἄλλο, μυστικὸ νόημα. Διαφορετικά, αὐτός πού ἐξηγεῖ τίς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ἐπιφανειακὰ κι ὅταν νηστεύει ἀρχίζει ν’ ἀλείφει μὲ λάδι τὸ κεφάλι του καὶ νά λούζει τὸ πρόσωπο του, θὰ πέσει στήν ἀντιθέτη μορφὴ τῆς ὑποκρισίας. Γιατὶ θὰ φανερώνει πάλι στούς ἀνθρώπους τή νηστείᾳ του, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Μὰ αὐτὸ εἶναι πού ὁ Χριστὸς ἤθελε νά διδάξει στούς ἀνθρώπους, πὼς δέν πρέπει νά κάνουν.

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία λοιπόν πῶς ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ἔχει τὸ βαθύτερο ἐσωτερικὸ της νόημα.

Ποιὸ εἶναι αὐτό;

Τὸ νόημα τῆς ἐντολῆς αὐτῆς μοιάζει μὲ ἐκεῖνο πού ἔδωσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν περιτομή. Ὁ μεγάλος Ἀπόστολος περισσοτέρη ἔμφαση ἔδωσε στήν περιτομὴ τῆς καρδίας, ποὺ τή θεώρησε ὡς σωστική ἀρχή. Τήν ἄλλη περιτομή, τήν  σωματική, τή λογαριασε σὰν δευτερεύουσας σημασίας, πῶς δέν ἔχει καμιὰ διαφορά ἀπὸ τή μή περιτομή (βλ. Γαλ. στ’15, Ρωμ. β’ 29). «Ἄλείψαί σου τὴν κεφαλήν» ἑπομένως σημαίνει: Χρῖσε τὸ νοῦ σου μὲ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό κεφάλι ὑπονοεῖ τὸ νοῦ, τὴν ψυχὴ ὁλοκλήρη. Τὸ ἄρωμα τοῦ μύρου μὲ τὸ ὁποῖο χρίεται τὸ κεφάλι ὑποδηλώνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κι αὐτὸ σημαίνει πῶς πρέπει ν’ ἀπέχεις ἀπὸ κάθε πονηρὴ σκέψῃ καὶ ν’ ἀποφεύγεις κάθε ἀργὸ καὶ ἄσεμνο λόγο.

Ἀντίθετα μάλιστα, πρέπει νά γεμίζεις τὸ νοῦ σου μὲ σκέψεις θεϊκές, μὲ στοχασμοὺς ἱεροὺς γιά τὴν ἁγνότητα, τὴν πίστη, τήν ἀγάπη καὶ ὅλα ἐκεῖνα πού προσελκύουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ ἴδιο νά κάνεις καὶ μὲ τή γλῶσσά σου, ἀφοῦ νοῦς καὶ γλῶσσα εἶναι τὸ ἴδιο. Φροντίζε εἴτε ν’ ἀπέχεις ἐντελῶς ἀπὸ τὸ νά μιλᾶς ἤ, ὅταν διακόπτεις τή σιωπή σου, νά λές μόνο ὅσα ἀναφέρονται στή δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τήν σωτηρίᾳ τῶν ἀνθρώπων.

Μά καὶ μὲ τὴν καρδία σου τό ἵδιο πρέπει νά κάνεις. Ν’ ἀπέχεις ἀπὸ τὸ φθόνο καὶ τὴν κακία, τῇ ζήλεια καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, τὶς βλασφημίες καί τίς ὕβρεις ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ κάθε ἁμαρτία ἢ καὶ ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία, ἀπὸ κάθε πάθος καὶ λαγνεία. Φυλάξου ἀπ’ ὂλ’ αὐτὰ καὶ ἄφησε ἐλεύθερο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νά φυτέψει στήν καρδία σου κάθε ἀγαθὸ καὶ θεϊκὸ δέντρο, κάθε θεάρεστο καὶ οὐράνιο ἄνθος. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νά χρησιμοποιήσεις τήν θελήσῃ τῆς ψυχῆς σου.

Νήστεψε ἀπὸ κάθε ἁμαρτωλὴ κλίση, ἀπὸ κάθε ἁμαρτωλὴ πράξη, φύλαξε τὸν ἑαυτὸ σου ἀπὸ κάθε πονηρό. Ἔτσι θὰ ἐπιτρέψεις στό Άγιο Πνεῦμα νά χρίσει τήν σκληρυμένη καρδίᾳ σου μὲ τὸ ἅγιο μύρο, νά γειάνει τίς πληγὲς της, νά τήν  στρέψει πρὸς ἔργα ἀγαθὰ καὶ νά τήν  γεμίσει μὲ πόθο γιά ὁτιδήποτε καλὸ καὶ θεάρεστο.

Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς φράσῃς ἄλειψαι σου τὴν κεφαλήν. Μέ ἄλλα λόγια μᾶς λέει ὃ Χριστός πῶς πρέπει νά χαλιναγωγήσουμε καὶ νά περιορίσουμε ἀπὸ κάθε κακία τὸν ἐσωτερικὸ μας ἄνθρωπο, ποὺ ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ ὀτιδήποτε ἄλλο, καὶ νά τὸν στρέψουμε πρὸς κάθε ἀγαθό.

Τώρα, τὶ σημαίνουν τὰ λόγια: « καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι;»

Τὸ πρόσωπο ὑποδηλωνει τόν ἐξωτερικό, τὸν σωματικὸ καὶ αἰσθησιακὸ ἄνθρωπο – τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἢ ψυχὴ ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο μέσα ἀπὸ τὸ σῶμα. Γιά τὸ Θεό, πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχή, γιά τὸν κόσμο ὅμως εἶναι τὸ σῶμα. Μὲ τίς σωματικὲς αἰσθήσεις καὶ τὰ αἰσθητήρια ὄργανα δείχνουμε στόν κόσμο τί σκεφτόμαστε, τὶ νιώθουμε καί τί θέλουμε. Ἡ γλῶσσα λέει ὅσα ὁ νοῦς σκέφτεται, τὰ μάτια δείχνουν τὰ αἰσθήματα τῆς καρδίας καὶ τὰ πόδια ὁδηγοῦν ἐκεῖ πού ἡ ψυχὴ θέλει.

Τὸ πρόσωπόν σου νίψαι σημαίνει: Νά καθαρίσεις τὸ σῶμα σου ἀπὸ τήν διαπράξῃ κάθε ἁμαρτίας, κάθε ἀκαθαρσίας καὶ κάθε πονηρίας. Φύλαξε τίς αἰσθήσεις σου ἀπὸ κάθε τί τὸ ἐπιπόλαιο καὶ ἐπικίνδυνο.

Περιόρισε τὰ ματία σου, ὥστε νά μὴν περιεργάζονται διαρκῶς τὰ περίεργα αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Περιόρισε τ’ αὐτιά σου, νά μὴν ἀκοῦνε αὐτά πού δὲν συντελοῦν στήν ψυχικὴ σου σωτηρία.

Περιόρισε τῇ μύτη σου, ὥστε ἡ ψυχή σου νά μὴν ὀσμίζεται τὸ ἄρωμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ γρήγορα μεταβάλλεται σὲ βρωμιά.

Περιόρισε τὸ στομάχι σου, γιά νά μὴν ἐπιθυμεῖ συνέχεια περισσοτέρη τροφὴ καὶ ποτό.

Χαλιναγώγησε τὸ σῶμα σου ὁλόκληρο, νά μὴ γίνει εὐαίσθητο καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ σένα περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τὴν ἐπιβίωσή του.

Πρέπει νά συγκρατήσεις τὰ χέρια σου ὥστε νά μὴ χτυπᾶνε καὶ βασανίζουν ἀνθρώπους ἢ καὶ ζῷα.

Συγκράτησε τὰ πόδια σου, γιά νά μὴ σὲ ὁδηγοῦν στήν ἁμαρτία, σὲ ἀνόητες ψυχαγωγίες καὶ ἄθεες διασκεδάσεις, σὲ τσακωμοὺς καὶ σὲ κλοπές.

Σὲ ἀντίθεση πρὸς ὂλ’ αὐτὰ πρέπει ν’ ἀλλάξεις τὸ σῶμα σου ὁλόκληρο, νά τὸ κάνεις πραγματικὸ ναὸ τῆς ψυχῆς κι ὄχι ταβέρνα ὅπου συχνάζουν οἱ ληστὲς γιά νά μοιράσουν τὰ κλοπιμαῖα τους καὶ να σχεδιάσουν καινούργιες ἐξορμήσεις. Τὸ σῶμά σου πρέπει νά τὸ κάνεις ναὸ τοῦ Ζῶντος Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχουν τὰ λόγια «τὸ πρόσωπόν σου νῖψα». Αὐτή εἶναι ἡ νηστεία πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Αὐτὴ τή νηστείᾳ συνιστᾶ ὀ Κύριος. Μιά νηστεία πού εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ ὑποκρισία, ποὺ ἐκβάλλει τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νά καταγάγει ἔνδοξη νίκη, ποὺ θὰ τοῦ ἀποφέρει πλουσίους καρπούς, τόσο στήν παροῦσα ζωὴ ὅσο καὶ στήν μέλλουσα.

Ἀξίζει να ἐπισημάνουμε πῶς ὁ Κύριος μιλάει πρῶτα γιά τὸ κεφάλι κι ὕστερα γιά τὸ πρόσωπο, πρῶτα γιά τὴν ψυχὴ κι ὕστερα γιά τὸ σῶμα. Οἱ ὑποκριτὲς νήστευαν μόνο σωματικὰ κι ἔδειχναν τή νηστείᾳ τους στούς ἀνθρώπους μὲ σωματικὰ μέσα. Ὁ Χριστὸς ἀντίθετα, βάζει τὴν πνευματικὴ νηστεία στήν πρώτη θέση.

Πρώτη τοποθετεῖ τή νηστείᾳ τῆς ψυχῆς κι ἔπειτα τὴν ἐξωτερική, τοῦ σώματος. Μ’ αὐτὸ δὲ θέλει νά ὑποβαθμίσει τήν σωματικῇ νηστείᾳ – ἀφοῦ κι ὁ ἴδιος ἄσκησε τή νηστείᾳ αὐτή – ἀλλὰ γιά νά καθαρίσει πρῶτα τὴν ψυχὴ κι ἔπειτα τὸν καθρέφτη τῆς ψυχῆς.

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει ν’ ἀγωνιστεῖ, νά ἐνστερνιστεῖ τή νηστείᾳ πρῶτα μὲ τὸ νοῦ, τὴν καρδία καὶ τήν θελήσή του καὶ μετὰ νά τὴν ἐφαρμόσει πρόθυμα μὲ τὸ σῶμα, ὅπως κάνει κι ὁ καλλιτέχνης, ποὺ πρῶτα μορφώνει τὴν εἰκόνα στήν ψυχὴ του καὶ μετὰ τὴν πραγματοποιεῖ μὲ τὰ χέρια του.

Ἡ σωματικὴ νηστεία πρέπει νά γίνεται μὲ χαρά, ὄχι μὲ λύπη. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ τίς λεξεις ἄλειψαι καὶ νῖψον. Ὅπως οἱ οὐσίες αὐτὲς δίνουν εὐχαρίστηση καὶ ξεκούραση στό σῶμα ἔτσι καὶ ἡ νηστεία, τόσο ἡ σωματικὴ ὅσο κι ἡ ψυχική, πρέπει νά δίνει χαρὰ κι εὐχαρίστηση στήν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ νηστεία εἶναι ὄπλο, ἕνα πολὺ δυνατὸ ὄπλο, στόν πόλεμο μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Ὁ στρατιώτης πού τὴν ὥρα τῆς μάχης θὰ χάσει τὸ ὄπλο του πέφτει κάτω, γιατὶ δέν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή. Εἴτε θὰ τραπεῖ σὲ φυγή, εἴτε θὰ παραδοθεῖ. Ὅταν ὅμως τοῦ δώσουν ὅπλα χαίρεται, γιατὶ τότε μπορεῖ να σταθεῖ στή θέση του καὶ ν’ ἀποκρούσει τὸν ἐχθρό.

Πῶς μπορεῖ νά μὴ χαρεῖ ὁ χριστιανὸς ὅταν ὁπλίζεται μὲ τή νηστείᾳ ἐναντίον τῶν πιὸ φοβερῶν ἀντιπάλων του; Πῶς νά μὴ σκιρτήσει ἀπὸ χαρὰ ἡ καρδία του καὶ να μὴ λάμψει τὸ πρόσωπό του ὅταν κρατᾶ στά χέρια του ἕνα ὄπλο, ποὺ μὲ τό πού τὸ βλέπουν οἱ ἐχθροί συγχίζονται καί τό βάζουν στά πόδια;