Runciman Steven

 

Χάρις στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἤ Χριστιανική θρησκεία ἦλθε στόν κόσμο αὐτό σέ μιὰ μοναδική στιγμή τῆς ἱστορίας του. Οἱ Ρωμαῖοι, εἶχαν μόλις ὁλοκληρώσει τήν κατάκτηση ὅλου τοῦ μεσογειακοῦ κόσμου, προσφέροντας ἔτσι μιὰ τεράστια ἔκταση, ὅπου ἄνθρωποι καί ἰδέες μποροῦσαν νά ταξιδεύουν ἀνεμπόδιστα. Περισσότερο ἴσως σημαντικό ἦταν τό γεγονός ὅτι στήν πολιτισμική ζωή αὐτῆς τῆς περιοχῆς δέσποζαν σοφοί καί διδάσκαλοι γαλουχημένοι στίς παραδόσεις τοῦ Κλασσικοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου. ἡ ἐξαιρετική ἐμβρίθεια τῶν φιλοσόφων, ἐπιστημόνων καί καλλιτεχνῶν, ποὺ ἀρχικῶς συναντᾶμε στίς περιοχές τοῦ Αἰγαίου πελάγους, ἁπλώθηκε, χάρις στήν τόλμη τῶν Ἑλλήνων καί τίς κατακτήσεις τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, σέ ὅλες τίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου. Οἱ μεγάλες καί ἐπιφανεῖς πόλεις ποὺ εἶχαν ἀνθήσει στό πέρασμα τῶν Μακεδόνων, ἰδιαιτέρως ἡ Ἀλεξάνδρεια στήν Αἴγυπτο, τώρα διέθεταν σοφούς ἀναθρεμμένους στήν Ἑλληνική παράδοση, ποὺ εἶχε ἐμπλουτισθεῖ καί ἀπό τίς παραδόσεις τῶν παλαιοτέρων αὐτοκρατοριῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἀκόμη καί αὐτή ἡ Ρώμη καί οἱ δορυφόροι της προσέβλεπαν στήν Ἑλλάδα γιά τήν πολιτισμική ὑποδομή τους.

Ἔτσι ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία ἀπό τά πρῶτα της χρόνια εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τήν πρόκληση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τί ἐννοοῦμε μέ τόν ὅρο “Ἑλληνισμός”; Δέν εἶναι ταυτόσημος μέ τόν Ἑλληνικό Ἐθνισμό, ἄν καί οἱ σημερινοί Ἕλληνες δικαίως μποροῦν καί διεκδικοῦν τήν συγγένεια μέ τούς διανοητές καί καλλιτέχνες τῆς Κλασσικῆς Ἑλλάδος, τῶν ὁποίων τήν γλώσσα καί τήν γῆ κληρονόμησαν. Νομίζω πὼς Ἑλληνισμός εἶναι βασικῶς μιὰ στάση τοῦ νοῦ, ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἑρμηνείας τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο ζοῦμε, ἡ ἐπιμονή γιά τήν γνώση ὅλων τῶν φαινομένων του καί ἡ ἐλπίδα πὼς μποροῦμε νά κατανοήσουμε τά λάθη, τίς θλίψεις καί τίς τραγωδίες του, πράγμα ποὺ τελικῶς θά μᾶς καταστήσει ἱκανούς νά φθάσουμε στήν ἁρμονία ποὺ τό ἀνθρώπινο γένος πρέπει νά ποθεῖ. Ἦταν ἕνα τρομακτικό καθῆκον. Πολλοί Ἕλληνες φιλόσοφοι – καί πολλοί φιλόσοφοι σήμερα – ἦσαν εἰλικρινά ἀπαισιόδοξοι. Ὅμως ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστιανισμοῦ φάνηκε σέ ἄλλους νά προσφέρει μιὰ λύση. Ἡ αὐστηρή ἐμμονή του στίς ἠθικές ἀξίες, σέ συνδυασμό μέ τήν ἔμφαση ποὺ ἔδινε στήν ἀγάπη καί τήν πίστη του στήν τελική λύτρωση, γοήτευσε πολλούς στοχαστές. Ἀλλά γιά νά γίνει ἀποδεκτός στόν κόσμο τῆς διανοήσεως ὄφειλε νά συνταυτισθεῖ τρόπον τινα μέ τόν κυρίαρχο Ἑλληνισμό. Καί ἦταν τό μεγάλο ἐπίτευγμα τῶν πρώτων Χριστιανῶν Πατέρων, κυρίως, νομίζω, τῶν Καππαδοκῶν, τό ὅτι μπόρεσαν καί ἐξέφρασαν τό Χριστιανικό δόγμα μέ ὅρους ποὺ ἦσαν ἀποδεκτοί ἀπό τούς φιλοσόφους. Οἱ δέ μεγάλες Οἰκουμενικές Σύνοδοι πρόσφεραν τό φιλοσοφικό ὑπόβαθρο, τό ὁποῖο χρειαζόταν ἡ Ἐκκλησία.

Ἡ συμμαχία μέ τόν Ἑλληνισμό διασφάλισε τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου καί τήν μεγάλη ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐμφανίζονταν τάσεις ποὺ ἀπέρριπταν τήν Ἑλληνική προσέγγιση. Ἦσαν οἱ πιστοί ποὺ ἔμεναν ἀποκλειστικά στό ἑβραϊκό ὑπόβαθρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ φονταμενταλιστές, ποὺ ὑπάρχουν μέχρι σήμερα, καί ποὺ ἐπέμεναν στήν αὐστηρή τηρήση ἄκαμπτων ἠθικῶν κανόνων καί τελετουργικῶν τυπικῶν καί στήν κατά γράμμα ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Περισσότερο ἀξιοσημείωτη καί καθοριστική εἶναι ἀκόμη ἡ γενική τάση τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης καί τῶν διαδόχων τους νά υἱοθετοῦν μία ἄκαμπτη στάση στήν θεολογία τους. Τοῦτο ὀφείλεται στίς ἱστορικές συγκυρίες.

Ὅταν ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία κατέρρευσε ἀπό τίς βαρβαρικές καταλήψεις, ἦσαν οἱ δυτικές, λιγότερο πολιτισμένες, ἐπαρχίες, ποὺ ἔπεσαν πρῶτες στά βαρβαρικά χέρια. Κι ὅταν οἱ Ρωμαῖοι διοικητές ἀναγκάσθηκαν νά παραιτηθοῦν, ἡ μόνη ἐναπομείνασα μορφωμένη τάξη ἦταν ὁ κλῆρος. Αὐτός δέν περιορίσθηκε μόνο στό καθῆκον του νά μεταστρέψει στόν Χριστιανισμό τούς εἰσβολεῖς. Ἐπί πλέον προμήθευσε τούς νέους ἄρχοντες μέ ἐγγραμμάτους ὑπαλλήλους καί, πρό πάντων, νομικούς. Ὁ νόμος ἦταν ἡ μεγάλη συμβολή τῶν Ρωμαίων στόν πολιτισμό. Πλήν ὅμως ἡ ἄκαμπτη ἐφαρμογή του ἦταν ἀντίθετη πρός τήν παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ Ρωμαῖοι θεολόγοι ἀπαιτοῦσαν ἀκριβεῖς φόρμουλες καί λογικά ἐπιχειρήματα, ὅπως ἀναπτύχθηκαν ἀπό ἐκεῖνον τόν ἀξιόλογο διανοητή, τόν Θωμᾶ Ἀκινάτη.

Στίς Ἀνατολικές ἐπαρχίες ὅμως, στό Βυζάντιο, οἱ νομικοί δέν ἀνῆκαν στόν κλῆρο, ἦσαν λαϊκοί, καί μιὰ πιό φιλελεύθερη θεολογία ἦταν ἐπιτρεπτή, ἐνῶ τηροῦνταν ἀνέπαφα τά θεμελιώδη Χριστιανικά δόγματα, τό δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί τό δόγμα τῆς Σωτηρίας. Πρό πάντων, ἐνῶ οἱ Δυτικές Ἐκκλησίες δέν αἰσθάνονταν ποτέ ἄνετα μέ τούς μυστικούς ποὺ ἐμφανίζονταν στούς κόλπους των -ἄν καί δέν ἦταν δυνατόν νά μήν ἀναγνωρίσουν τήν ἁγιότητα κάποιων μορφῶν, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ καί ἡ Ἁγία Τερέζα τῆς Ἀβίλα- στήν Ἀνατολική Ἐκκλησία ὁ μυστικός ἦταν ἐλεύθερος νά βρεῖ τόν δικό του δρόμο πρός τήν σωτηρία. Ἐδῶ εἶχε διατηρηθεῖ ἡ Ἑλληνική στάση. Δέν ὑπῆρξε ποτέ καμία σοβαρή προσπάθεια νά ἐμποδιστεῖ ἡ προσωπική ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.

Σέ αὐτόν τόν βαθμό ἡ παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἔχει ἐπιζήσει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. καί νομίζω πὼς εἶναι ἀκόμη ἀπαραίτητη σήμερα. Ἡ προσπάθεια τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν νά ἐκσυγχρονίζουν τήν θρησκεία περιορίζει τό αἰώνιο μήνυμά της καί ἡ μέριμνα νά ὑποτάξουν τήν θεολογία στήν λογική συμφώνως πρός τά σύγχρονα κοσμικά στερεότυπα ἁπλῶς ὁδηγεῖ τόν λαό τοῦ Θεοῦ στόν ἀγνωστικισμό ἤ ἀκόμη καί τόν ἀθεϊσμό. Ἄν ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι διατηρήσουν τήν συμμαχία τους μέ τόν Ἑλληνισμό, θά μπορέσουν νά διατηρήσουν τήν πνευματικότητά τους. Ἴσως μετά ἀπό ἕναν αἰώνα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά εἶναι ἡ μόνη ἀπό τίς μεγάλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες ποὺ θά ἔχει ἐπιζήσει, ἀφοῦ μόνη αὐτή θυμᾶται πὼς ἡ θρησκεία εἶναι μυστήριο, καί πὼς ὁ Χριστιανός, βοηθούμενος ἀπό τούς φιλοσόφους καί τούς θεολόγους τοῦ παρελθόντος καί ὄχι τρομοκρατούμενος ἀπό αὐτούς, δύναται νά ἀκολουθήσει τίς παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καί μαζί μέ τούς ὁμοπίστους ἀδελφούς του, παραμένοντας εὐπειθές τέκνο τῆς Ἐκκλησίας του, νά βρεῖ τόν δικό του δρόμο πρός τήν σωτηρία.