15η Φεβρουαρίου, μνήμη Αγίου Ονήσιμου του Αποστόλου.

Ο Άγιος Ονήσιμος, ένας από τους εβδομήκοντα Αποστόλους, ήταν δούλος στο σπίτι του Ρωμαίου άρχοντα Φιλήμονος, ο οποίος καταγόταν από την Φρυγία και έγινε Χριστιανός από τον Απόστολο Παύλο. Ο Ονήσιμος έφυγε κρυφά από τον κύριό του και μετέβη στη Ρώμη σε επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου. Έτσι αφιερώθηκε στη Διακονία της Εκκλησίας και των Χριστιανών. Ο Παύλος τον απέστειλε πίσω στον Φιλήμονα με επιστολή του, στην οποία ανέφερε για τον Άγιο Ονήσιμο τα ακόλουθα: «Τέτοιος που είμαι, εγώ ο Παύλος ο ηλικιωμένος, και τώρα φυλακισμένος του Ιησού Χριστού, σε παρακαλώ για το παιδί μου, τον Ονήσιμο, ο οποίος άλλοτε σου ήταν άχρηστος, τώρα όμως είναι χρήσιμος και σε εσένα και σε εμένα. Σου τον αποστέλλω πάλι και συ δέξου αυτόν που είναι η καρδιά μου. Θα ήθελα να τον κρατήσω κοντά μου, για να με υπηρετεί, αντί σου, στην φυλακή που είμαι χάριν του Ευαγγελίου, αλλά δεν ήθελα να κάνω τίποτε χωρίς την δική σου συγκατάθεση, για να μην γίνει η αγαθή σου πράξη αναγκαστικά αλλά με την θέλησή σου. Ίσως γι’ αυτό αποχωρίσθηκε προσωρινά από εσένα, για να τον έχεις παντοτινά, όχι πλέον σαν δούλο, αλλά περισσότερο από δούλο, σαν αδελφό αγαπητό, ιδιαίτερα για μένα, πόσο μάλλον για σένα και σαν άνθρωπο και σαν Χριστιανό. Εάν λοιπόν, με θεωρείς φίλο, δέξου τον σαν να ήμουν εγώ».
Ο Απόστολος Ονήσιμος επανέκαμψε στη Ρώμη προς τον Απόστολο Παύλο και τον διακονούσε. Μετά το μαρτύριο του Αποστόλου Παύλου συνελήφθη υπό του επάρχου Ρώμης Τερτύλου και εξορίσθηκε στους Ποτιόλους της Ιταλίας. Όμως ο Ονήσιμος συνέχισε με ζήλο να κηρύττει τον Λόγο του Θεού. Όταν ο έπαρχος Τέρτυλος επισκέφθηκε τον τόπο εξορίας του και πληροφορήθηκε τη χριστιανική του δράση, διέταξε να συλληφθεί ο Άγιος και να βασανισθεί. Τον κτύπησαν αλύπητα και με ραβδισμούς του έσπασαν τα σκέλη. Στο τέλος, μετά από φρικώδεις βασάνους, ο Άγιος Ονήσιμος μαρτύρησε και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το τίμιο λείψανό του παρέλαβε και ενταφίασε μια πλούσια αλλά ευσεβής Ρωμαία Χριστιανή.
Ναός προς τιμήν του Αγίου Αποστόλου Ονησίμου είχε ανεγερθεί κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι ο Aπόστολος Oνήσιμος εορτάζεται και στις 22 Νοεμβρίου.

16η Φεβρουαρίου, μνήμη Αγίου Παμφίλου και των συν αυτώ Μαρτύρων.

 Οι Άγιοι Μάρτυρες Πάμφιλος, Δανιήλ, Hλίας, Ησαΐας, Θεόδουλος, Ιερεμίας, Ιουλιανός, Ουάλης, Παύλος, Πορφύριος, Σαμουήλ και Σέλευκος, μαρτύρησαν επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.). Κατάγονταν από διάφορους τόπους, τους ένωνε όμως η αγάπη και η πίστη του Χριστού.
Εργαζόμενοι στην Καισάρεια της Παλαιστίνης ομολόγησαν τον Χριστό ενώπιον του έπαρχου Φιρμιλιανού. Ο άρχοντας κατέβαλε κάθε προσπάθεια να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό. Εκείνοι όμως παρέμειναν σταθερά προσηλωμένοι στην πατρώα ευσέβεια. Τότε ο Φιρμιλιανός έδωσε εντολή να τους θανατώσουν, αφού πρώτα τους βασανίσουν.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ηλίας, Πάμφιλος, Ουάλης, Παύλος, Σέλευκος, Ιερεμίας, Ησαΐας, Σαμουήλ και Δανιήλ αποκεφαλίσθηκαν διά ξίφους. Ο Πορφύριος, υπηρέτης του Παμφίλου, συνελήφθη την ώρα που αναζητούσε το λείψανο του κυρίου του και κάηκε ζωντανός μαζί εμ τον Μάρτυρα Ιουλιανό. Τον Άγιο Θεόδουλο τον σταύρωσαν επί ξύλου. Έτσι μαρτύρησαν οι Άγιοι και προσετέθησαν στη χορεία των αθλητών του Χριστού.
Η Σύναξη των Αγίων Μαρτύρων ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.

17η Φεβρουαρίου,μνήμη Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.

 Ο Αγιος Θεόδωρος ο Τήρων καταγόταν από το χωριό Αμάσεια στη Μαύρη Θάλασσα, που ονομαζόταν Χουμιαλά, και έζησε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Μαξιμιανού (286 – 305 μ.Χ.), Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.) και Μαξιμίνου (305 – 312 μ.Χ.). Ονομάζεται Τήρων, διότι κατετάγη στο στράτευμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων, διοικούμενο υπό του πραιπόσιτου Βρίγκα.
Διαβλήθηκε στον πραιπόσιτο ως Χριστιανός και εκλήθηκε σε εξέταση. Εκεί ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό χωρίς δισταγμό. Ο διοικητής Βρίγκας δεν θέλησε να προχωρήσει στην σύλληψη και τιμωρία του Αγίου Θεοδώρου, αλλά τον άφησε να σκεφτεί και να του απαντήσει λίγο αργότερα. Πίστευε ότι ο Θεόδωρος θα άλλαζε και θα θυσίαζε στα είδωλα. Ο Μεγαλομάρτυς όχι μόνο παρέμεινε αδιάσειστος στην πίστη του, αλλά έκαψε και το ναό της μητέρας των θεών Ρέας μετά του ειδώλου αυτής. Αμέσως τότε συνελήφθη και ρίχτηκε από τους ειδωλολάτρες σε πυρακτωμένη κάμινο, όπου και ετελειώθηκε μαρτυρικά.
Η Σύναξη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος ετελείτο στο αγιότατο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή του Φωρακίου ή Σφωρακίου, το Σάββατο της Α’ εβδομάδος των Νηστειών, δηλαδή την ημέρα που ο Άγιος έκανε το θαύμα των κολλύβων σώζοντας τον ορθόδοξο λαό από τα μιασμένα ειδωλόθυτα, τα οποία επρόκειτο από άγνοια να φάει.
Στην Αγιογραφία, ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων εμφανίζεται σε τεσσάρων ειδών μορφές. Είτε μόνος με στρατιωτική στολή, είτε αντιμετωπίζοντας ένα φίδι-δράκο και μαζί με τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη όρθιοι ή πάνω σε άλογα. Πάντα φέρει στρατιωτική στολή.

18η Φεβρουαρίου, μνήμη Αγίου Λέοντος Πάπα Ρώμης.

O Άγιος Λέων υπήρξε από τούς μεγαλύτερους υπερασπιστές και προμάχους της ορθόδοξης πίστης. Έζησε στο χρόνια του αυτοκράτορα Μαρκιανού και Πουλχερίας. Διακρινόταν για την μεγάλη θεολογική του κατάρτιση, το ήθος του χαρακτήρα του, την αγνότητα του βίου του. Διετέλεσε επίσκοπος της πρεσβυτέρας Ρώμης.
Σημαντικότατη ήταν η συμβολή του στις εργασίες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, όταν απέστειλε τέσσερις αντιπροσώπους, ως και επιστολή στην οποία με πλήρη ακρίβεια και βάσεις της αποστολικής παραδόσεως, καθόριζε τις δύο φύσεις του Χριστού, η οποία βοήθησε στη διεξαγωγή των συζητήσεων ως και στη συγγραφή των τελικών όρων της Συνόδου (για την ακρίβεια η επιστολή του Αγίου Λέοντος είχε σταλεί τρία χρόνια πριν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό (τιμάται 16 Φεβρουαρίου) και ανεγνώσθη στη Σύνοδο. Είναι δε γνωστή ως «Τόμος τοῦ Λέοντος»).
Παράλληλα υπήρξε και συγγραφεύς πολυγραφότατος. Σήμερα, σώζονται αρκετές επιστολές, γραμμένες με πλήρη γλαφυρότητα αλλά και δύναμη λόγου.
Εκοιμήθη οσιακά σε βαθύτατο γήρας στις 10 Νοεμβρίου 460 μ.Χ. και η Σύναξή του ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.
Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή της βιογραφίας του, αυτή του Σ. Ευστρατιάδη. Σύμφωνα με αυτήν, ο Άγιος Λέων γεννήθηκε στην Ρώμη στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα. Διετέλεσε διάκονος των Πάπων Καλλίστου και Σήξτου πριν ανεβεί στον θρόνο την 29η Σεπτεμβρίου του 440 μ.Χ. Υπήρξε από τους απολυταρχικότερους Πάπες και υποστήριξε με πείσμα το παπικό πρωτείο. Την αγιοκατάταξη του την οφείλει στην επιστολή που έστειλε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο εναντίον των Μονοθελητών και Μονοφυσιτών και η οποία έχει δεκτή με ενθουσιασμό από τους παρευρεθέντες πατέρες. Κοιμήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 460 μ.Χ.

19η Φεβρουαρίου, μνήμη Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας.

Η Αγία Φιλοθέη γεννήθηκε το έτος 1522 μ.Χ. στην τουρκοκρατούμενη τότε Αθήνα. Οι ευσεβείς γονείς της ονομάζονταν Άγγελος και Συρίγα Μπενιζέλου. Η μητέρα της ήταν στείρα και απέκτησε την Αγία μετά από θερμή και συνεχή προσευχή.
Ο Κύριος που ικανοποιεί το θέλημα εκείνων που Τον σέβονται και Τον αγαπούν, άκουσε την δέησή της. Και πράγματι, μια ημέρα η Συρίγα μπήκε κατά την συνήθειά της στο ναό της Θεοτόκου για να προσευχηθεί και από τον κόπο της έντονης και επίμονης προσευχής την πήρε για λίγο ο ύπνος. Τότε ακριβώς είδε ένα θαυμαστό όραμα. Ένα φως ισχυρό και λαμπρό βγήκε από την εικόνα της Θεομήτορος και εισήλθε στην κοιλιά της. Έτσι ξύπνησε αμέσως και έκρινε ότι το όραμα αυτό σήμαινε στην ικανοποίηση του αιτήματός της. Έτσι κι έγινε. Ύστερα από λίγο καιρό η Συρίγα έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο τη μονάκριβη θυγατέρα της.
Μαζί με την Χριστιανική ανατροφή, έδωσαν στην μοναχοκόρη τους και κάθε δυνατή, για την εποχή εκείνη, μόρφωση. Έτσι η Ρηγούλα (ή Ρεβούλα, δηλαδή Παρασκευούλα), αυτό ήταν το όνομά της προτού γίνει μοναχή, όσο αύξανε κατά την σωματική ηλικία, τόσο προέκοπτε και κατά την ψυχή, όπως λέει το συναξάρι της.
Σε ηλικία 14 χρονών, οι γονείς της την πάντρεψαν, παρά την θέλησή της, με έναν από τους άρχοντες της Αθήνας. Αργότερα, αφού πέθαναν οι γονείς και ο σύζυγός της, ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο πόθο της. Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στον Χριστό, γίνεται μοναχή και παίρνει το όνομα Φιλοθέη.
Κατ’ αρχήν, ύστερα από εντολή του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου, τον οποίο είδε σε όραμα, οικοδόμησε ένα γυναικείο μοναστήρι με αρκετά κελιά, στο οποίο και έδωσε το όνομα του Αγίου για να τον τιμήσει. Στο μοναστήρι πρόσθεσε και άλλα αναγκαία οικοδομήματα και εκτάσεις και το προικοδότησε με μετόχια και υποστατικά, που υπερεπαρκούσαν για τη διατροφή και συντήρηση των μοναζουσών.
Το μοναστήρι αυτό του Αγίου Ανδρέα σωζόταν στην Αθήνα, με τη Χάρη του Θεού, επί πολλά έτη μετά την κοίμηση της Αγίας και ήταν πλουτισμένο, όχι μόνο με υποστατικά και διάφορα μετόχια, αλλά και με πολυειδή χρυσοΰφαντα ιερατικά άμφια και σκεύη, απαραίτητα για τις ετήσιες ιερές τελετές και αγρυπνίες. Προπαντός όμως το μοναστήρι σεμνυνόταν και εγκαλλωπιζόταν με το θησαυρό του τιμίου και αγίου λειψάνου της Αγίας, το οποίο ήταν αποθησαυρισμένο και αποτεθειμένο στο δεξιό μέρος του Ιερού Βήματος, όπου και το ασπάζονταν με ευλάβεια όλοι οι Χριστιανοί. Το τίμιο λείψανο της Αγίας σκορπούσε ευωδία, γεγονός που αποτελούσε εμφανή μαρτυρία και απόδειξη της αγιότητας αυτής.
Το παράδειγμά της, λοιπόν, να αφιερωθεί στον Χριστό, το ακολουθούν και άλλες νέες. Σε λίγο διάστημα, η μονή έφθασε να έχει διακόσιες αδελφές. Η μονή της Οσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικό λιμάνι. Εκεί βρίσκουν προστασία όλοι οι ταλαιπωρημένοι από την σκλαβιά. Εκεί οι άρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οι πεινασμένοι τροφή, οι γέροντες στήριγμα και τα ορφανά στοργή.
Η Οσία, παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων, οικοδομεί διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσηλευτήρια, ορφανοτροφεία, «σχολεῖα διὰ τοὺς παίδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξη τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεί σε όλα αυτά τα έργα η ηγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει με τα λόγια και με τη ζωή της. Στηρίζει τους πονεμένους σκλάβους με την προσευχή της. Ιδιαίτερες είναι οι φροντίδες της για να σώσει από τον εξισλαμισμό ή την αρπαγή των Τούρκων τις νέες Ελληνίδες. Το έργο της, κατά βάση εθνικό και θρησκευτικό, ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας και έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Αδιαφιλονίκητη ιστορική επιβεβαίωση για το έργο αυτό παρέχει η αλληλογραφία της Φιλοθέης με τη Γερουσία της Βενετίας (1583 μ.Χ.), από την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια.
Η όλη όμως δράση της Αγίας Φιλοθέης εξαγρίωσε κάποτε τους Τούρκους. Κάποια στιγμή την συλλαμβάνουν και εκείνη με πνευματική ανδρεία ομολογεί: «Εγώ διψώ να υπομείνω διάφορα είδη βασανιστηρίων για το όνομα του Χριστού, τον οποίο λατρεύω και προσκυνώ με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, ως Θεό αληθινό και άνθρωπο τέλειο και θα σας χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη αν μπορείτε μια ώρα πρωτύτερα να με στείλετε προς Αυτόν με το στεφάνι του μαρτυρίου». Ύστερα από την ηρωική αυτή απάντηση προς τους κατακτητές, όλοι πίστευαν ότι η πανευτυχής και φερώνυμη Φιλοθέη εντός ολίγου θα ετελειούτο διά του μαρτυρικού θανάτου. Όμως, κατά θεία βούληση, την τελευταία σχεδόν στιγμή πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοί και καταπράυναν τον ηγεμόνα με διάφορους τρόπους. Έτσι πέτυχαν να ελευθερώσουν την Αγία.
Αφεθείσα πλέον ελεύθερη, η Αγία Φιλοθέη, επέστρεψε αναίμακτη στο μοναστήρι της, όπως επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ο μυροβλύτης Νικόλαος και πολλούς αιώνες αργότερα ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Φρόντιζε δε, όχι μόνο για τη σωτηρία της δικής της ψυχής αλλά και των άλλων, αφού τους μεν ενάρετους τους στερέωνε στην αρετή, τους δε αμαρτωλούς τους βελτίωνε ηθικά και τους οδηγούσε στη μετάνοια. Και αποκλειστικά για το σκοπό αυτό πέρασε στη νήσο Τζια (Κέα), όπου προ πολλού είχε οικοδομήσει μετόχι, για να αποστέλλει εκεί τις μοναχές εκείνες που φοβούνταν για διαφόρους λόγους να διαμένουν στην Αθήνα. Στην Τζια έμεινε αρκετό χρόνο και κατήχησε θεαρέστως τις ασκούμενες αδελφές στην ακριβή τήρηση των κανόνων της μοναστικής ζωής. Μόλις τελείωσε το έργο της εκεί, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.
Έτσι λοιπόν, η Αγία Φιλοθέη, αφού έφθασε στην τελειότητα και στην πράξη και στην θεωρία, αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα, από τα οποία, προς απόδειξη του θαυματουργικού της χαρίσματος, θα μνημονεύσουμε ένα μόνο, το ακόλουθο: Ζούσε στην εποχή της ένας νέος, ποιμένας προβάτων, ο οποίος από πολύ μικρός είχε συνηθίσει στις κλεψιές και στις ραδιουργίες. Ο νέος αυτός, κατά παραχώρηση του Θεού, κυριεύθηκε από τον Σατανά. Εξ αιτίας τούτου περιφερόταν στα βουνά και στις σπηλιές γυμνός και τετραχηλισμένος, θέαμα όντως ελεεινό. Πολλές φορές, όταν συνερχόταν από την τρέλα, στην οποία τον είχε οδηγήσει ο Σατανάς, σύχναζε στα γύρω μοναστήρια για να βρει θεραπεία στην ασθένειά του. Δεν μπορούσε όμως να πετύχει τίποτε. Κάποιοι, που τον ευσπλαγχνίστηκαν, τον οδήγησαν στην Αγία Φιλοθέη η οποία, ύστερα από πολύ και εκτενή προσευχή τον λύτρωσε από εκείνη τη διαβολική μάστιγα. Έπειτα, αφού το νουθέτησε αρκετά, τον εισήγαγε και στην τάξη των μοναχών. Και έτσι ο νέος εκείνος, αφού εκάρη μοναχός, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με μετάνοια και άσκηση, θαυμαζόμενος απ’ όλους.
Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν να ανακόψουν την δράση της. Ώσπου μια νύχτα, στις 2 Οκτωβρίου του έτους 1588 μ.Χ., πήγαν στο μονύδριο που είχαν οικοδομήσει στα Πατήσια (έτυχε τότε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και η Αγία μαζί με τις άλλες αδελφές βρίσκονταν στον ιερό ναό επιτελώντας ολονύκτια αγρυπνία) και πέντε από αυτούς ανέβηκαν στον εξωτερικό τοίχο και πήδησαν μέσα στην αυλή. Στην συνέχεια εισέβαλαν στο ναό, όπου άρπαξαν την Αγία και την μαστίγωσαν με μανία και βαναυσότητα και την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από τη μονή της.
Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε. Οι μοναχές της την μετέφεραν στην κρύπτη της στην Καλογρέζα. Εκεί η Φιλοθέη υποκύπτει στα τραύματά της στις 19 Φεβρουαρίου 1589 μ.Χ.
Είκοσι ημέρες μετά από την κοίμηση της Αγίας, ο τάφος της ευωδίαζε. Ακόμη, όταν μετά από ένα έτος έγινε η ανακομιδή, το τίμιο λείψανό της βρέθηκε σώο και ακέραιο. Επιπλέον ήταν γεμάτο με ευωδιαστό μύρο, τρανή και λαμπρή απόδειξη της θεάρεστης και ενάρετης πολιτείας της, προς δόξα και αίνο του Θεού και καύχημα της πίστεώς μας. Το ιερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια: «Φιλοθέης υπό σήμα τόδ’ αγνής κεύθει σώμα, ψυχήν δ’ εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων».
H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595 – 1600 μ.Χ.). Ο Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων. Σ’ αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: «Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι… τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ’ έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι». Tην Aκολουθία της την έγραψε κάποιος σοφός και ευλαβής άνθρωπος που ονομαζόταν Iέραξ. Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι και τούτο: «Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν άσκησιν…».